Παρασκευή, 31 Μαρτίου 2023 13:09

Οι αντιφάσεις της ιρακινής αντίστασης: Αντάρτικο εναντίον τρομοκρατίας

 

 

[20 χρόνια από την εισβολή της συμμαχίας των ΗΠΑ στο Ιράκ]

Σημειώση elaliberta: Τα άρθρα του Michael Schwartz, «Οι αντιφάσεις της ιρακινής αντίστασης: Αντάρτικο εναντίον τρομοκρατίας» και «Ιράκ: Ο ανταρτοπόλεμος στο Σαντρ Σίτι» γράφτηκαν κατά την πρώτη περίοδο της αμερικανικής κατοχής του Ιράκ (το 2006 και το 2005 αντίστοιχα) και ως εκ τούτου αποτελούν πια ιστορικά τεκμήρια του αντιπολεμικού κινήματος των ΗΠΑ. Πέρα όμως απ’ αυτό παρέχουν μια αρκετά λεπτομερή παρουσίαση της αντιστασιακής δράσης του ιρακινού αντάρτικου, των ορίων του και των αντιφάσεών του. Φυσικά στα άρθρα αυτά, που γράφονται κατά την εξέλιξη τεράστιων συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων κατοχής και του ιρακινού λαού, μπορούν να εντοπιστούν κάποιες εκτιμήσεις οι οποίες με την πάροδο των χρόνων αποδείχτηκαν λανθασμένες, ή, στα χρόνια που ακολούθησαν να διαμορφώθηκαν καταστάσεις τις οποίες ο συγγραφέας των άρθρων αυτών να μην τις είχε προβλέψει. Τίποτα όμως από αυτά δεν μειώνει τη σημασία των δύο κειμένων για την κατανόηση της δυναμικής της ιρακινής αντίστασης ενάντια στην κατοχή.

 

 

Michael Schwartz

 

Οι αντιφάσεις της ιρακινής αντίστασης: Αντάρτικο εναντίον τρομοκρατίας

 

 

Μία από τις πιο περίπλοκες πτυχές του πολέμου στο Ιράκ είναι ότι η ιρακινή αντίσταση χωρίζεται σε ένα πλήθος διαφορετικών ομάδων με ένα πλήθος διαφορετικών στόχων.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των μαχών έχει γίνει μεταξύ σουνιτών ανταρτών και του αμερικανικού στρατού, αλλά ότι έχουν επίσης σημειωθεί πολυάριθμες βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα και άλλες επιθέσεις αυτοκτονίας (από σουνίτες αντάρτες) με στόχο σιίτες κληρικούς και τους οπαδούς τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι υπήρξαν μάχες (κυρίως στη Νατζάφ και το Σαντρ Σίτι) μεταξύ του αμερικανικού στρατού και σιιτών ανταρτών υπό την ηγεσία του «φανατικού» κληρικού Μουκτάντα αλ Σαντρ∙ ότι υπήρξαν μάχες μεταξύ των Βρετανών και των τοπικών δυνάμεων στη σιιτική πόλη της Βασόρας, ότι υπήρξαν τεράστιες μάχες κοντά στα σύνορα με τη Συρία με ομάδες που μπορεί να είναι τοπικοί σουνίτες ή μπορεί να είναι τζιχαντιστές από τη Συρία∙ ότι υπήρξαν τουλάχιστον περιστασιακά βίαια επεισόδια μεταξύ Κούρδων και άλλων εθνοτήτων στην αμφισβητούμενη πόλη Κιρκούκ.

Ενώ ένα τέτοιο μείγμα δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποια απλή εξίσωση, υπάρχει μια διάκριση που φαίνεται ότι θα είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς ο πόλεμος ωριμάζει: η διάκριση μεταξύ των ομάδων που περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε επιθέσεις εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων της αμερικανικής κατοχής και εκείνων που θεωρούν νόμιμους στόχους τους πολίτες που κατά την γνώμη τους παρέχουν υποστήριξη στην αμερικανική παρουσία. Αν και δεν ακούμε πολλά για τη διάκριση αυτή στον αμερικανικό Τύπο, αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη διαίρεση στο ίδιο το Ιράκ, η οποία χωρίζει διάφορες ομάδες οργανωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά.

Το πρώτο ρεύμα, το οποίο επιτίθεται κυρίως στον αμερικανικό στρατό, αυτοαποκαλείται συχνά «εθνικιστική αντίσταση», επειδή οι περισσότεροι οπαδοί του επικεντρώνονται στον στενό στόχο της εκδίωξης των Αμερικανών από τις κοινότητές τους και από το Ιράκ∙ επιδίδεται σε αυτό που ιστορικά έχει περιγραφεί ως ανταρτοπόλεμος. Η τελευταία ομάδα, η οποία συχνά αυτοαποκαλείται «ισλαμιστική», έχει ένα ευρύτερο όραμα για την ενοποίηση της Μέσης Ανατολής κατά της αμερικανικής και ευρωπαϊκής κυριαρχίας και ως εκ τούτου έχει προσελκύσει σημαντικό αριθμό μη Ιρακινών που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις της∙ κατά την επιδίωξη αυτού του στόχου ασπάζεται μια τρομοκρατική στρατιωτική στρατηγική που περιλαμβάνει τους αμάχους ως στόχους. (Στο Ιράκ, και οι δύο τάσεις τείνουν προς τις φονταμενταλιστικές θρησκευτικές απόψεις και τείνουν να στρατολογούν θρησκευτική ηγεσία, αν και η στάση τους απέναντι σε άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες στο Ιράκ διαφέρει αρκετά έντονα, όπως σημειώνεται παρακάτω).

Η διαφορά μεταξύ ανταρτοπόλεμου και τρομοκρατίας είναι αρκετά απλή στη θεωρία, αλλά πιο δύσκολο να διακριθεί στην πράξη. Ο ανταρτοπόλεμος είναι σαν τους άλλους πολέμους – περιλαμβάνει στρατιωτικό προσωπικό που πολεμά εναντίον άλλου στρατιωτικού προσωπικού. Η μόνη διαφορά είναι ότι η μία πλευρά (οι αντάρτες) δεν έχει στολές και τα μέλη μιας μάχιμης μονάδας συγκεντρώνονται για λίγο για να δώσουν μια γρήγορη μάχη – συνήθως μια ενέδρα οποιουδήποτε είδους. Στη συνέχεια διαλύονται, πριν ο στρατιωτικά ανώτερος αντίπαλός τους μπορέσει να τους εξουδετερώσει, και κρύβονται μεταξύ του μόνιμου πληθυσμού μέχρι την επόμενη μάχη. Ο ανταρτοπόλεμος είναι σαφώς μια τακτική αδυναμίας – που εφαρμόζεται από ομάδες που δεν μπορούν να δώσουν μάχες διαρκείας εναντίον του αντιπάλου τους.

Η τρομοκρατία, από την άλλη πλευρά, δεν περιορίζεται στη στοχοποίηση του στρατού του αντιπάλου. Εκτός από στρατιωτικούς στόχους, επιτίθεται και σε πολίτες, βασιζόμενη στη λογική ότι η αποθάρρυνση της υποστήριξης του αντιπάλου από τους πολίτες θα στερήσει από τον εχθρό τους αναγκαίους πόρους και, επομένως, θα τον νικήσει. Η τρομοκρατία μπορεί να ασκείται από κράτη – όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες όταν βομβάρδισαν τη Χιροσίμα (μη στρατιωτικό στόχο) σε μια (επιτυχή;) προσπάθεια να πείσουν το ιαπωνικό κοινό να αποσύρει την υποστήριξή του για τη συνέχιση της διεξαγωγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· ή μπορεί να ασκείται από αντιπολιτευόμενες ομάδες – όπως έκαναν οι ισλαμιστές όταν βομβάρδισαν τα προαστιακά τρένα της Μαδρίτης σε μια (επιτυχή;) προσπάθεια να πείσουν το ισπανικό κοινό να αποσύρει την υποστήριξή του για τη συνέχιση της συμμετοχής στον πόλεμο στο Ιράκ. Ενώ η κρατική τρομοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολέμου στο Ιράκ, εμείς ασχολούμαστε σε αυτό το άρθρο με την αντιπολιτευτική τρομοκρατία.

Για να καταδείξουμε την αντίθεση μεταξύ του ανταρτοπόλεμου και της αντιπολιτευτικής τρομοκρατίας, ας δούμε τα εξής δύο παραδείγματα. Το πρώτο, που αναφέρθηκε από την Washington Post στις αρχές του 2005, περιγράφει τα μοτίβα των επιθέσεων των ανταρτών στο Ιράκ:

«Σε ένα περιστατικό την Κυριακή, αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν ότι μια βόμβα στην άκρη του δρόμου, τοποθετημένη σε ένα χαρτοκιβώτιο, εξερράγη κοντά σε μια ομάδα πεζοναυτών και Αμερικανών στρατιωτών που περιπολούσαν πεζή στο χωριό Αμπού Γράιμπ ...

Ο 52χρονος Φαρχάν Άλι, ένας βοσκός από το χωριό, δήλωσε ότι αντάρτες του είπαν να απομακρυνθεί από μια περιοχή σε έναν πολυσύχναστο χωματόδρομο από το Αμπού Γράιμπ προς το Σμαϊλάτ, επειδή είχαν τοποθετήσει μια βόμβα σε ένα χαρτοκιβώτιο που επρόκειτο να ανατιναχθεί δίπλα στην πεζή περίπολο. “Όλοι οι άνθρωποι στην περιοχή γνώριζαν γι’ αυτό”, είπε. “Οι αντάρτες μας ζήτησαν να μείνουμε μακριά από το δρόμο”.

“Όλοι μας απλά παρακολουθούσαμε”, είπε ο Άλι. “Υπήρχαν ένα σωρό παιδιά που στέκονταν μακριά από το δρόμο περιμένοντας και παρακολουθώντας να δουν μια έκρηξη”.» (10 Ιανουαρίου 2005)

Η δράση αυτή αποτυπώνει την ουσία του ανταρτοπόλεμου. Ήταν μια αυστηρά στρατιωτική δράση στην οποία οι στόχοι ήταν οι Αμερικανοί στρατιώτες∙ στην πραγματικότητα οι αντάρτες προειδοποιούσαν τους κατοίκους της περιοχής (με τον κίνδυνο ότι κάποιος θα μπορούσε να προειδοποιήσει τους Αμερικανούς) προκειμένου να αποφευχθούν απώλειες μεταξύ των αμάχων. Ήταν χτυπώ και φεύγω- οι αντάρτες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να «κερδίσουν τη μάχη», αρκέστηκαν στο να επανέλθουν στην κοινότητα. Είχε μετριοπαθείς στρατιωτικούς στόχους∙ στην προκειμένη περίπτωση να καθυστερήσει την αμερικανική περίπολο (πιθανότατα σε μια προσπάθεια να την εμποδίσει να διεξάγει έρευνες και συλλήψεις σε σπίτια υπόπτων ανταρτών). Να σημειωθεί επίσης ότι η ταυτότητα των ανταρτών ήταν γνωστή στους κατοίκους της κοινότητας∙ οι μαχητές της αντίστασης δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν την ταυτότητά τους καθώς τοποθετούσαν τη βόμβα ή προειδοποιούσαν τους κατοίκους.

Αυτό αντικατοπτρίζει τη γενικότερη πραγματικότητα ότι η κοινότητα τάχθηκε σαφώς με το μέρος των ανταρτών και όχι των Αμερικανών – η θεαματική-αθλητική πτυχή του περιστατικού το αποτυπώνει πολύ ωραία. Αυτή η υποστήριξη συνδεόταν αναμφίβολα με τον σκοπό της δράσης: αποτρέποντας τις εισβολές στα σπίτια και τις συλλήψεις, οι ντόπιοι αντάρτες έδιναν μια αμυντική μάχη που προστάτευε τους κατοίκους της κοινότητας από τις λεηλασίες της αμερικανικής κατοχής.

Μπορούμε επίσης να δούμε σε αυτό το παράδειγμα την εγγενή αδυναμία του ανταρτοπόλεμου: δεν υπάρχει στρατιωτικός τρόπος να κερδηθεί ο πόλεμος. Οι αντάρτες θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να κάνουν τα πράγματα τόσο δύσκολα ώστε οι Αμερικανοί να μην τολμήσουν να μπουν στην κοινότητά τους. Αλλά δεν θα μπορούσαν να διώξουν τους Αμερικανούς από το Ιράκ με μια τέτοια αμυντική στάση και με την περιορισμένη ικανότητα να διεξάγουν μικρές επιθέσεις χτυπώντας και φεύγοντας.

Ας σκεφτούμε τώρα την περιγραφή ενός περιστατικού τρομοκρατίας που έλαβε επίσης χώρα στις αρχές του 2005:

«Ένοπλοι δολοφόνησαν έναν εκπρόσωπο του ισχυρότερου σιίτη ιερωμένου του Ιράκ, του μεγάλου αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί, και πέντε ακόμη άτομα σε επίθεση νότια της Βαγδάτης την Τετάρτη... ο σεΐχης Μαχμούντ αλ-Μανταϊνί δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του και τέσσερις φρουρούς αφού έφυγαν από την προσευχή του απογεύματος σε ένα τζαμί στο Μαϊντάν, μια πόλη που κυριαρχείται από σουνίτες, περίπου 12 μίλια νότια της πρωτεύουσας, δήλωσε αξιωματούχος του γραφείου του αγιατολλάχ.» (14 Ιανουαρίου 2005)

Σε δήλωση που αναρτήθηκε σε διάφορους ιστότοπους που χρησιμοποιούν οι αντάρτες, η ισλαμιστική ομάδα Άνσαρ αλ-Ισλάμ ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία των κληρικών. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Washington Post, Anthony Shadid, η ομάδα αποκάλεσε τον Μανταϊνί «έναν από τους κύριους υποστηρικτές των εκλογών και επανέλαβε τις απειλές της να στοχοποιήσει ψηφοφόρους και υποψηφίους και να επιτεθεί σε εκλογικά κέντρα». (15 Ιανουαρίου 2005)

Η επίθεση, λοιπόν, ήταν μέρος μιας ευρύτερης επιχείρησης που οργάνωσε η τζιχαντιστική πτέρυγα της ιρακινής αντίστασης με στόχο τον εκφοβισμό των σιιτών πολιτών ώστε να μην συμμετάσχουν στις εκλογές. Αυτό θα απέτρεπε -αν πετύχαινε- τους σιίτες από το να υποστηρίξουν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα ανεχόταν και θα επικύρωνε ακόμη και την παρουσία της αμερικανικής κατοχής. Δηλαδή, αυτό και άλλα περιστατικά συνιστούσαν βία που στρεφόταν εναντίον πολιτών (στην προκειμένη περίπτωση ενός κληρικού), σκοπός της οποίας ήταν να τρομάξει άλλους πολίτες (Ιρακινούς πολίτες) ώστε να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση που στήριζαν οι ΗΠΑ. Ήταν, εν ολίγοις, μια κλασική τρομοκρατική επιχείρηση.

Αυτή η επιχείρηση ήταν σχεδόν το αντίθετο της αντάρτικης επίθεσης. Ο στόχος δεν ήταν στρατιωτικός. Οι ντόπιοι πολίτες δεν προειδοποιήθηκαν∙ αντίθετα κινδύνευσαν, τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν κατά τη διαδικασία διεξαγωγής της επίθεσης. Στην πραγματικότητα, η τοπική κοινότητα (που ήταν σιιτική) θεωρούνταν ο εχθρός∙ ήταν μέρος της σιιτικής κοινότητας που έπρεπε να εκφοβιστεί. Και –κυρίως– ο στόχος ήταν πολύ πιο φιλόδοξος από τον στόχο των ντόπιων ανταρτών∙ η πράξη αυτή αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης εκστρατείας που αποσκοπούσε στην ανάπτυξη του μοχλού πίεσης για την εκδίωξη των ΗΠΑ από το Ιράκ, στερώντας τους την υποστήριξη που χρειάζονταν στη σιιτική κοινότητα.

Η λογική της τρομοκρατίας και η λογική του ανταρτοπόλεμου δεν είναι ρητά αντιφατικές. Φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται σε πολύ σημαντικά σημεία: Τα αντάρτικα κινήματα φιλοδοξούν να προστατεύσουν την κοινότητα, αλλά δεν μπορούν να εκδιώξουν αποτελεσματικά την κατοχή∙ οι τρομοκράτες εφαρμόζουν μια στρατηγική σχεδιασμένη για να επιτύχουν αυτή την εκδίωξη. Επιπλέον, δρουν σε διαφορετικούς χώρους, με τους αντάρτες να βρίσκονται μέσα σε κοινότητες που έχουν οργανωθεί για να αντισταθούν στην κατοχή, ενώ οι τρομοκράτες διεξάγουν τις πιο αντιπροσωπευτικές τους δράσεις σε κοινότητες που δεν αποτελούν μέρος της αντίστασης, επιδιώκοντας να επηρεάσουν εκείνους που θεωρούνται συνένοχοι με τον εχθρό.

Από αυτή την άποψη, οι δύο θα μπορούσαν να είναι συμπληρωματικές δυνάμεις σε μια ενιαία επιχείρηση. Τα δύο παραδείγματα που μόλις συζητήσαμε θα μπορούσαν σίγουρα να είναι μέρη της ίδιας επιχείρησης: οι ντόπιοι αντάρτες κρατούν τους Αμερικανούς μακριά από τις σουνιτικές κοινότητες, ενώ οι τζιχαντιστές υπονομεύουν την υποστήριξη της αμερικανικής παρουσίας στις σιιτικές περιοχές.

Παρ’ όλα αυτά, η πραγματική δυναμική της ιρακινής αντίστασης αποκαλύπτει μια θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ της στρατηγικής των αντάρτικων και των τρομοκρατικών τακτικών. Ένα σύμπτωμα αυτής της αντίφασης εντοπίζεται στις αναφορές για τη δολοφονία του σεΐχη Μανταϊνί. Την ίδια ημέρα που αναφέρθηκε η δολοφονία, οι New York Times περιείχαν μια λιγότερο προβεβλημένη, αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντική είδηση:

«Η πανίσχυρη Ένωση Μουσουλμάνων Μελετητών κατήγγειλε τη δολοφονία του Μανταϊνί ως έργο “εγκληματιών πρακτόρων”. Η ένωση έχει καλέσει σε μποϊκοτάζ των εκλογών και περιλαμβάνει μέλη που υποστηρίζουν τη βίαιη αντίσταση στην αμερικανική κατοχή. Η δήλωσή της την Παρασκευή, ωστόσο, ενίσχυσε τη θεωρία ότι οι ντόπιοι μαχητές και εκείνοι με ξένες διασυνδέσεις έχουν διαφορετικούς στόχους.» (15 Ιανουαρίου 2005)

Το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της σύντομης είδησης ήταν η οργάνωση που κατήγγειλε τη δολοφονία: η Ένωση Μουσουλμάνων Μελετητών (EMM / αλ-Ιτιχάντ λι-Ουλαμά’ αλ-Μουσλιμίν), μια ομάδα που αποτελείται από σουνίτες κληρικούς με πολύ στενούς δεσμούς με το αντάρτικο κίνημα. Από την άνοιξη του 2004, η EMM είχε λειτουργήσει τόσο ως η πολιτική πτέρυγα της σουνιτικής αντίστασης όσο και ως πηγή πολλών από τους σημαντικούς στρατιωτικούς ηγέτες της. Αυτή η δήλωση, λοιπόν, ήταν όσο πιο κοντά σε μια γενική πολιτική μπορούσε να κάνει το σουνιτικό αντάρτικο κίνημα, λαμβάνοντας υπόψη την αποκεντρωμένη και διασπασμένη φύση του.

Η σημασία της EMM έδειχνε ότι η αντάρτικη πτέρυγα της αντίστασης αρνιόταν τη φαινομενική συμπληρωματικότητα με τους τζιχαντιστές, και ο χαρακτηρισμός «εγκληματίες πράκτορες» υποδήλωνε ότι οι κληρικοί (και οι σύμμαχοί τους στο αντάρτικο κίνημα) θα υποστήριζαν τη σύλληψη και τη δίωξη των τζιχαντιστών από την κυβέρνηση. Για να κατανοήσουμε τις δομικές πιέσεις που οδήγησαν σε αυτή τη διάσπαση, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε δύο βασικούς άξονες στον αγώνα κατά της κατοχής: την ανάπτυξη του κινήματος αντίστασης της Φαλούτζα και τις ποικίλες σχέσεις μεταξύ της αντίστασης και των διαφόρων εκδοχών της ιρακινής αστυνομίας.

Η αίσθηση της συμπληρωματικότητας μεταξύ τζιχαντισμού και ανταρτοπόλεμου δεν ήταν πουθενά πιο εμφανής από ό,τι στη Φαλούτζα, το κέντρο της σουνιτικής αντίστασης, όπου, μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου του 2004, η αντίσταση ήλεγχε την τοπική διακυβέρνηση. Έγινε ο προορισμός για τους τζιχαντιστές από τις γειτονικές χώρες, οι οποίοι προσελκύονταν από το Ιράκ και τη Φαλούτζα ως μια τοποθεσία όπου μπορούσαν να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την αμερικανική επιρροή και παρουσία στη Μέση Ανατολή.

Στην αρχή οι ντόπιοι μαχητές καλωσόρισαν τους ξένους ως συμμάχους και τους ενσωμάτωσαν στους τοπικούς ανταρτοπόλεμους. Όμως οι ξένοι μαχητές, αν και ποτέ δεν ξεπέρασαν ένα μικρό ποσοστό των μαχητών στη Φαλούτζα, διαπνέονταν από τον στόχο της οριστικής ήττας των Αμερικανών και προσελκύονταν από την τρομοκρατική λογική ότι ισχυρά πλήγματα στην υποστήριξη των πολιτών στην κατοχή θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες έξω από τη χώρα.

Μέχρι το καλοκαίρι του 2004, ο αριθμός των τρομοκρατικών ενεργειών –απαγωγές και αποκεφαλισμοί ξένων πολιτών, επιθέσεις εναντίον πολιτών που σχετίζονταν με την κατοχή και επιθέσεις εναντίον υποψηφίων για αστυνομικές θέσεις εργασίας– άρχισε να πολλαπλασιάζεται. Μέχρι το φθινόπωρο του 2004, οι βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα και άλλες επιθέσεις αυτοκτονίας άρχισαν να κυριαρχούν στις ειδήσεις από το Ιράκ. Ενώ οι τζιχαντιστές ήταν διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα και πιθανότατα συγκεντρωμένοι στη Βαγδάτη, η Φαλούτζα έγινε επίσης ένα κεντρικό μέρος για τους σχεδιασμούς τους και άλλες «παρασκηνιακές» δραστηριότητές τους. Όταν εκδηλώθηκε το κύμα απαγωγών από τζιχαντιστές, για παράδειγμα, πολλοί από τους ομήρους φιλοξενήθηκαν στη Φαλούτζα κατά τη διάρκεια της κράτησής τους.

Ενώ οι ξένοι και οι Ιρακινοί οπαδοί της τζιχαντιστικής λογικής δεν ήταν ποτέ περισσότεροι από μια μικρή μειοψηφία των μαχητών στη Φαλούτζα, οι δραστηριότητές τους κυριαρχούσαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στον μεγάλο αριθμό απωλειών που δημιούργησαν επιτιθέμενοι σε αυτό που έγινε γνωστό ως «μαλακοί στόχοι» και εν μέρει στον μη θεαματικό χαρακτήρα του καθημερινού (κυρίως αμυντικού) ανταρτοπόλεμου, ο οποίος συχνά κατάφερνε να αποτρέπει τις αμερικανικές ή ιρακινές περιπολίες με την έκρηξη αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών που δεν τραυμάτιζαν κανέναν. Εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο αποτέλεσε η ενέδρα εναντίον τεσσάρων Αμερικανών ιδιωτικών υπαλλήλων ασφαλείας από τοπικούς αντάρτες της Φαλούτζα, αν και η δημοσιότητα γύρω από αυτήν προήλθε από τον μεταθανάτιο ακρωτηριασμό των πτωμάτων από πλήθος κατοίκων της περιοχής.

Τελικά, οι τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποίησαν οι τζιχαντιστές έγιναν το επίκεντρο της κάλυψης του δυτικού Τύπου και το όνομα του Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι αναδείχθηκε ως το πιο σημαντικό όνομα που συνδέθηκε (στον αγγλόφωνο Τύπο) με την ιρακινή αντίσταση. Ο Ζαρκάουι φημολογείται ότι είχε το αρχηγείο του στη Φαλούτζα. (Τελικά, η επίθεση των ΗΠΑ τον Νοέμβριο, με την οποία ανακαταλήφθηκε και καταστράφηκε η Φαλούτζα, περιγράφηκε από το αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό ως μια μεγάλη προσπάθεια αποκεφαλισμού της αντίστασης με τη σύλληψη ή τη δολοφονία του Ζαρκάουι).

Μετά την πρώτη μάχη της Φαλούτζα τον Απρίλιο, η οποία έληξε με την απόσυρση των Αμερικανών πεζοναυτών αντί να διακινδυνεύσουν μια εθνική εξέγερση σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστροφικότητα της επίθεσης, άρχισαν να αναπτύσσονται τριβές εντός της Φαλούτζα μεταξύ των ντόπιων ανταρτών και των τζιχαντιστών που συνδέονταν με τον Ζαρκάουι. Η φύση αυτών των τριβών αποκαλύπτει μια έντονη αντίφαση μεταξύ των μεθόδων των τζιχαντιστών και των στόχων των ανταρτών, η οποία αργότερα θα εξελισσόταν σε ανοιχτή σύγκρουση. Λίγο πριν από τη δεύτερη μάχη, ο δημοσιογράφος της Washington Post, Rajiv Chandresekaran μίλησε με διάφορους ηγέτες των ανταρτών της Φαλούτζα και ανέφερε τη δυσαρέσκειά τους για την παρουσία των τζιχαντιστών:

«Πολλοί κάτοικοι της Φαλούτζα φαίνεται να έχουν αρχίσει να κουράζονται από τους οπαδούς του Ζαρκάουι, σύμφωνα με κατοίκους που ρωτήθηκαν τηλεφωνικά. Η ατζέντα του Ζαρκάουι φαίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο των κατοίκων, οι οποίοι θέλουν να κρατήσουν τις αμερικανικές δυνάμεις έξω από την πόλη. Ο ίδιος και οι υποστηρικτές του έχουν μετατρέψει την πόλη σε βάση για ευρύτερες επιθέσεις, ιδίως κατά ιρακινών αξιωματούχων και δυνάμεων ασφαλείας. Οι πιστοί του, πολλοί από τους οποίους ακολουθούν την αυστηρή σαλαφιστική σχολή του Ισλάμ, έχουν επίσης προσπαθήσει να επιβάλουν σκληρούς κοινωνικούς περιορισμούς, απαιτώντας από τις γυναίκες να καλύπτουν τα μαλλιά τους και εκφοβίζοντας τους άνδρες που δεν αφήνουν γένια. Παρόλο που η Φαλούτζα είναι μια βαθιά θρησκευόμενη πόλη, πολλοί κάτοικοι ακολουθούν μυστικιστικές πεποιθήσεις των Σούφι, όπως η προσευχή δίπλα στους τάφους των συγγενών, την οποία οι Σαλαφιστές θεωρούν βλάσφημη.

Ίσως το ισχυρότερο σημάδι της έντασης μεταξύ κατοίκων και ξένων, είναι ότι την Παρασκευή ο επικεφαλής του Συμβουλίου της Σούρα, Αμπντουλάχ Τζαναμπί, ο οποίος είχε προσκαλέσει τους ξένους στην πόλη τον Απρίλιο, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αποκάλεσε τον Ζαρκάουι “εγκληματία”.

“Δεν χρειαζόμαστε τον Ζαρκάουι για να υπερασπιστούμε την πόλη μας”, δήλωσε ο Τζαναμπί, ο οποίος προσπάθησε να κάνει διάκριση μεταξύ των “μαχητών της ιρακινής αντίστασης”, όπως τους αποκάλεσε, και των ξένων μαχητών που συμμετέχουν σε μια επιχείρηση εναντίον των υποδομών του Ιράκ, των ξένων πολιτών και των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας. “Η ιρακινή αντίσταση είναι ένα πράγμα και η τρομοκρατία είναι κάτι άλλο. Δεν απαγάγουμε δημοσιογράφους και δεν υπονομεύουμε τους πετρελαιαγωγούς και τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν σκοτώνουμε αθώους Ιρακινούς. Αντιστεκόμαστε στην κατοχή”». (21 Σεπτεμβρίου 2004)

Ενώ τα σχόλια του Τζαναμπί περιγράφουν τις διακρίσεις μεταξύ της στρατηγικής των ανταρτών («κρατήστε τις αμερικανικές δυνάμεις έξω από την πόλη») και των τρομοκρατικών ενεργειών (απαγωγές, δολιοφθορές και στοχοποίηση ιρακινών πολιτών), οι αντιρρήσεις του είναι μόνο σιωπηρές. Αν διατυπωθούν ρητά, φαίνεται να είναι αυτές:

Οι ενέργειες του Ζαρκάουι δεν βοηθούν στο να κρατηθούν οι Αμερικανοί έξω από τη Φαλούτζα,

Οι ενέργειες του Ζαρκάουι καταστρέφουν την ιρακινή πετρελαϊκή και βιομηχανική υποδομή, την οποία ο Τζαναμπί ελπίζει να πάρει στην κατοχή του και να αξιοποιήσει,

Ο Ζαρκάουι και οι άλλοι τζιχαντιστές προσπάθησαν να επιβάλουν την ηθική τους στην τοπική

Η δολοφονία «αθώων Ιρακινών» και δημοσιογράφων είναι ανήθικη και, ως εκ τούτου, εγκληματική.

Αυτές οι καταγγελίες έχουν ένα κοινό θέμα, υποδηλώνοντας ότι οι φαινομενικά συμπληρωματικοί στόχοι των δύο ομάδων είναι –κατά κάποιο τρόπο– αντιφατικοί. Προκειμένου να απομακρύνουν τους υποτιθέμενους συνένοχους Ιρακινούς (και τους ξένους πολίτες) από τους Αμερικανούς και την κυβέρνηση που υποστηρίζεται από τους Αμερικανούς, οι τζιχαντιστές ανέλαβαν δράσεις που, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, θα υπονόμευαν τους στόχους των ανταρτών. Αυτές περιλαμβάνουν την καταπίεση των ντόπιων πολιτών που θα μπορούσαν να στρατολογηθούν για την υπεράσπιση της πόλης, την επίθεση σε πολίτες που θα μπορούσαν να γίνουν αντάρτες της αντίστασης, την καταστροφή υποδομών που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες στην κοινότητα και την απόσπαση μαχητών που θα μπορούσαν να υπερασπιστούν την πόλη.

Αυτό που μένει αναπάντητο εδώ είναι γιατί ο Τζαναμπί επικεντρώθηκε σε αυτές τις αντιφάσεις και όχι στο γεγονός ότι οι τζιχαντιστές, όπως και οι αντάρτες, προσπαθούσαν να αποδυναμώσουν την κατοχή, και ότι πολλές από τις πράξεις τους (όσο βίαιες ή και ανήθικες κι αν ήταν) φαίνεται ότι προωθούσαν αυτόν τον σκοπό. Η απάντηση μπορεί να βρεθεί αν παρακολουθήσουμε την πολύπλοκη σχέση μεταξύ των δύο κινημάτων και της ιρακινής αστυνομίας, η οποία από τα μέσα του 2005 είχε γίνει ο πρωταρχικός στόχος των τζιχαντιστών.

 

Αντάρτες, τζιχαντιστές και αστυνομία

Ξεκινώντας από την αρχή της αντίστασης, το αντάρτικο κίνημα στο Ιράκ –τόσο το σουνιτικό όσο και το σιιτικό (το τελευταίο ήταν κυρίως ο στρατός Μάχντι του Μοκτάντα αλ-Σαντρ)– προσπάθησε να προσαιτεριστεί, αντί να εξουδετερώσει, την ιρακινή αστυνομία και την Εθνική Φρουρά. Τα μοτίβα ήταν απλά: όταν η αστυνομία και η Εθνοφρουρά στάθμευαν στις πόλεις, η αντίσταση συνεργαζόταν μαζί τους για την επιβολή του ποινικού δικαίου, παραδίδοντας τους εγκληματίες ακόμη και για να τους συλλάβουν και να τους φυλακίσουν. Απέφευγαν τις ένοπλες συγκρούσεις, αρκεί η αστυνομία να παρέμενε στην επιβολή του νόμου και σε άλλα καθήκοντα που οι αντάρτες θεωρούσαν νόμιμα. (Εκτενής ανάλυση της στρατηγικής και της τακτικής του στρατού του Μάχντι δημοσιεύεται στο Michael Schwartz, “Guerilla War in Sadr City”, Against the Current, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2005).

Όταν ο αμερικανικός στρατός καλούσε τις τοπικές ιρακινές δυνάμεις να πολεμήσουν την αντίσταση, οι αντάρτες απηύθυναν έκκληση προς τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις να αυτομολήσουν ή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συγχωνευθούν με τον πληθυσμό. Σχεδόν σε κάθε σημαντική αναμέτρηση, αστυνομικά τμήματα εγκαταλείφθηκαν στην αντίσταση· ιρακινές μονάδες λιποτάκτησαν και πήγαν στα σπίτια τους αντί να πολεμήσουν άλλους Ιρακινούς, ενώ ορισμένοι μάλιστα εντάχθηκαν στην αντίσταση και πολέμησαν τους Αμερικανούς. Οι πιο ορατές περιπτώσεις αυτού του γεγονότος συνέβησαν στις δύο μάχες στη Φαλούτζα και στις συγκρούσεις στο Σαντρ Σίτι, όπου οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να κινητοποιήσουν καμία ιρακινή μονάδα εκτός από εκείνες των κουρδικών περιοχών.

Αυτή η στρατηγική ήταν πιο επιτυχής από την προσπάθεια να αποτραπεί η στρατολόγηση στην αστυνομία και την Εθνοφρουρά, καθώς δημιούργησε έναν «Δούρειο Ίππο», ο οποίος –αν και εφοδιαζόταν και εκπαιδεύονταν από τις ΗΠΑ– ήταν συχνά σύμμαχος και σχεδόν ποτέ εχθρός. Στη Μοσούλη, για παράδειγμα, η εξάρτηση των ΗΠΑ από την τοπική αστυνομία επέτρεψε στην αντίσταση να καταλάβει την πόλη (κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης της Φαλούτζα, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες με άλλα πράγματα) σχεδόν χωρίς μάχες. Μια δύναμη 3.000 αστυνομικών απλώς συγχωνεύτηκε με τον πληθυσμό (εκτός από εκείνους που προσχώρησαν στους αντάρτες) και άφησε πίσω τα όπλα και τα εφόδιά της.

Η επιτυχία αυτών των στρατηγικών οδήγησε σε μια ανεκτική στάση μεταξύ των ανταρτικών ομάδων για την ιρακινή αστυνομία, μια στάση που εκφράστηκε από τον Αμπού Μοτζαχέντ, μέλος της ανταρτικής ομάδας στο τμήμα Χάιφα της Βαγδάτης. Λέγοντας ότι μιλούσε εκ μέρους όλων των ομάδων ανταρτών, ο Μοτζαχέντ δήλωσε στον δημοσιογράφο του Guardian, Rory McCarthy τον Δεκέμβριο του 2004 ότι οι στόχοι των ανταρτών «ήταν ο αμερικανικός στρατός και “όσοι τους υποστηρίζουν” ... συμπεριλαμβανομένων ελικοπτέρων, αρμάτων μάχης και μεμονωμένων στρατιωτών ... “Πολεμάμε για τη γη μας, εναντίον εκείνων που πολεμούν το Ισλάμ, για τη χώρα μας και για τις γυναίκες μας ... Στόχος μας είναι να πολεμήσουμε όποιον μας πολεμάει και όχι μόνο τους Αμερικανούς”. Ο φίλος και σύντροφός του, Αμπού Ραχμάντ, πρόσθεσε ότι “κάποιοι Ιρακινοί αστυνομικοί και στρατιώτες δεν πρέπει να πειραχτούν, γιατί υπηρετούν για το καλό της χώρας τους”».

Αυτή η διαφοροποιημένη άποψη αντανακλούσε τη λογική της ευρύτερης στρατηγικής του αντάρτικου, σύμφωνα με την οποία η αστυνομία και οι στρατιώτες ήταν εχθροί μόνο αν πολεμούσαν με τους Αμερικανούς («όποιος μας πολεμάει»), αλλιώς θα τους άφηναν ήσυχους. Αυτό είναι συνεπές με την αμυντική στρατηγική του ανταρτοπόλεμου, αλλά αντίθετο με τη λογική της τρομοκρατίας, η οποία επιδιώκει να αποτρέψει μια τέτοια συνεργατική συμπεριφορά. Για τους τζιχαντιστές, επομένως, οι επιθέσεις κατά της αστυνομίας ήταν μια λογική στρατηγική, ακόμη και αν η αστυνομία θα μπορούσε να είναι πρόθυμη να διαλυθεί ή να αποστατήσει μπροστά στην αντίσταση. Δεδομένου ότι ο στόχος αυτών των επιθέσεων είναι να αποτρέψουν τη στρατολόγηση αστυνομικών, η πραγματική στάση της αστυνομίας ήταν άσχετη.

Αυτό εξηγεί τις πολύ διαφορετικές στάσεις που εκφράστηκαν σε μια από τις πιο θεαματικές επιθέσεις αυτοκτονίας που έγιναν στην αρχή της εκστρατείας κατά της αστυνομίας, την οποία ανέφεραν οι New York Times. Το γεγονός, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «βόμβα αυτοκτονίας σε σπίτι», περιλάμβανε μια τεράστια έκρηξη που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος ενός οικοδομικού τετραγώνου στη Βαγδάτη, σκοτώνοντας τους τζιχαντιστές που έβαλαν τη βόμβα, ενώ σκότωσε ή τραυμάτισε τους αστυνομικούς που είχαν παρασυρθεί στην ενέδρα και τα μέλη πολλών οικογενειών που ζούσαν κοντά.

«Ο Χαλίντ Άχμαντ, οδηγός φορτηγού, δήλωσε ότι ένας από τους γείτονές του πλησίασε το σπίτι το μεσημέρι της Τρίτης για να χαιρετήσει τους νέους ενοίκους. Οι ένοικοι απάντησαν ρίχνοντας δύο σφαίρες στον αέρα, απομακρύνοντας τον άνδρα, δήλωσε ο Άχμαντ, ο οποίος ζει σε κοντινή απόσταση. Ο Άχμαντ είπε ότι ο άνδρας πήγε στη συνέχεια στην αστυνομία και ενημέρωσε για τους ενοίκους.

Γύρω στις 10 εκείνο το βράδυ, τρία περιπολικά της αστυνομίας πλησίασαν το σπίτι από μπροστά και πίσω και οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν μεγάφωνα για να διατάξουν τους ενοίκους να βγουν έξω, δήλωσαν μάρτυρες. Οι ένοικοι πυροβόλησαν εναντίον των αστυνομικών και καθώς εισέβαλαν στο σπίτι, αυτό ανατινάχθηκε. Οι αστυνομικοί που είχαν σκαρφαλώσει στους τοίχους των γειτονικών κτιρίων και εκείνοι που εισέβαλαν στο σπίτι πέθαναν ακαριαία. Η δύναμη της έκρηξης πέταξε 100 μέτρα κάποια από τα σώματά τους, δήλωσε ο Φαρίντ Γαγιέμπ, 28 ετών, ο οποίος εργάζεται ως έμπορος στην κοντινή αγορά Σούλα. “Είδα και στη συνέχεια βοήθησα στην απομάκρυνση τριών κομματιασμένων πτωμάτων αστυνομικών που είχαν πλησιάσει την πρόσοψη του σπιτιού”, είπε.

Ο Καρίμ Ασούρ, 41 ετών, οδηγός μικρού λεωφορείου, το σπίτι του οποίου βρίσκεται περίπου πέντε πόρτες από το σημείο της έκρηξης, είπε ότι άκουσε τους αστυνομικούς να φωνάζουν από τα μεγάφωνα και “στη συνέχεια ακούστηκαν πυροβολισμοί και μια δυνατή έκρηξη που ταρακούνησε όλο το σπίτι”. Ο Ασούρ είπε ότι μια οικογένεια 13 ατόμων που ζούσε δίπλα στο σπίτι που εξερράγη θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια. Τα σωστικά συνεργεία ανέσυραν τα πτώματα πέντε ενηλίκων και τεσσάρων παιδιών, το μικρότερο από τα οποία ήταν 5 ετών.»

Σε αυτό το παράδειγμα, οι βομβιστές αυτοκτονίας δεν ενδιαφέρθηκαν να διαπιστώσουν αν η αστυνομία ήταν ένα είδος δούρειου ίππου που έπαιζε βασικό ρόλο στη στρατηγική του αντάρτικου- η παγίδα τους είχε στηθεί για να σκοτώσουν όποιον εμφανιζόταν. Αλλά η βόμβα αυτοκτονίας σε σπίτι αντανακλούσε επίσης μια δεύτερη στάση, μια στάση μη διάκρισης απέναντι σε αυτό που ο αμερικανικός στρατός αποκαλεί «παράπλευρες απώλειες», τις ζωές της 13μελούς οικογένειας που ζούσε δίπλα. Αυτή ακριβώς η στάση οδήγησε τη Διεθνή Αμνηστία τον Ιούλιο του 2005 να χαρακτηρίσει επιθέσεις όπως αυτή ως «εγκλήματα πολέμου» σε μια σχολαστική καταγραφή της ποικιλίας και του αριθμού τέτοιων πράξεων που πραγματοποιούνται από αντιπολιτευόμενους τρομοκράτες.

Από τη σκοπιά των δραστών, ωστόσο, οι απώλειες αμάχων δεν αποτελούσαν βάρος και ίσως να ήταν και πλεονέκτημα. Οι ντόπιοι πολίτες δεν ήταν ο πρωταρχικός στόχος της επίθεσης, διότι είχε σχεδιαστεί για να εκφοβίσει την ευρύτερη κοινότητα που προμήθευε αστυνομικούς στην κυβέρνηση. Αλλά οι απώλειες εξακολουθούσαν να αποτελούν ένα μάθημα, ότι οι κάτοικοι θα έπρεπε να κινητοποιηθούν ενάντια στην κατοχή και την κυβέρνηση, αλλιώς να περιμένουν περαιτέρω σφαγές.

Αν και οι επιχειρήσεις για την αδρανοποίηση της ιρακινής κυβέρνησης ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2004, οι επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας αποτέλεσαν ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2005. Από εκείνο το σημείο και μετά, οι τζιχαντιστές άρχισαν να χρησιμοποιούν παγιδευμένα αυτοκίνητα –συνήθως με οδηγούς αυτοκτονίας– για να επιτίθενται συστηματικά στην ιρακινή αστυνομία και στους νεοσύλλεκτους αστυνομικούς. Οι επιθέσεις αυτές έγιναν όλο και μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου των τζιχαντιστών μέχρι την άνοιξη του 2005, μετά την οποία υποχώρησαν.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα και άλλες επιθέσεις αυτοκτονίας δεν αποτελούσαν ποτέ περισσότερο από ένα ελάχιστο κλάσμα του συνόλου των αντιστασιακών δράσεων- κατά τη διάρκεια των πρώτων 11 μηνών του 2005, για παράδειγμα, υπήρχαν μεταξύ 400 και 700 εβδομαδιαίες επιθέσεις από την αντίσταση, με περίπου 20 ή περίπου επιθέσεις εναντίον μαλακών πολιτικών στόχων. Επειδή όμως αυτές οι τρομοκρατικές επιθέσεις μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγάλο αριθμό θυμάτων και –μια ή δύο φορές την εβδομάδα– να προκαλέσουν θεαματικές σφαγές, κυριάρχησαν σχεδόν πάντα στην ειδησεογραφική κάλυψη της αντίστασης.

Η δραματική αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων με αυτοκίνητα την άνοιξη του 2005 ήταν τουλάχιστον εν μέρει μια απάντηση στην αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ για την ανάπτυξη των ιρακινών δυνάμεων υπό τη διοίκησή τους. Μέχρι το φθινόπωρο του 2004, η κατοχή στρατολογούσε ντόπιους κατοίκους για τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις και ανέθετε σε τοπικές περιπόλους μονάδες του ιρακινού στρατού με αντίστοιχο εθνοθρησκευτικό υπόβαθρο. Έτσι, οι κάτοικοι της Φαλούτζα στρατολογήθηκαν για την αστυνόμευση και την περιπολία στη Φαλούτζα, οι κάτοικοι του Ραμάντι στο Ραμάντι και οι κάτοικοι του Σαντρ Σίτι στο Σαντρ Σίτι. Όταν δεν υπήρχαν επαρκείς ντόπιοι νεοσύλλεκτοι για να επανδρώσουν τα τοπικά πόστα, ανέθεταν μονάδες με παρόμοιο εθνοθρησκευτικό υπόβαθρο – σουνίτες τοποθετούνταν σε σουνιτικές περιοχές, ενώ σιίτες σε σιιτικές περιοχές.

Ενώ αποτελεί συνήθη πρακτική στις πόλεις σε όλο τον κόσμο να προσλαμβάνονται ντόπιοι πολίτες στις αστυνομικές δυνάμεις, η πολιτική αυτή έχει μεγάλες ευθύνες στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξέγερσης, όπως είχαν αποδείξει οι αντάρτες επανειλημμένα στις διάφορες μάχες σε όλη τη χώρα. Έγινε βασικό στοιχείο της στρατηγικής του Δούρειου Ίππου, καθώς οι δεσμοί με τις τοπικές κοινότητες έδιναν στις οικογένειες και τους αρχηγούς των φυλών προσωπική, ηθική και θρησκευτική επιρροή στις τοπικές ένοπλες δυνάμεις.

Μετά από ένα χρόνο κατά τον οποίο οι τοπικές μονάδες της αστυνομίας και του στρατού είχαν λιποτακτήσει ή είχαν αρνηθεί να πολεμήσουν σε κάθε σημαντική σύγκρουση με την αντίσταση, ο αμερικανικός στρατός άρχισε να αναθέτει σε ξένους την αστυνόμευση των πιο ταραγμένων περιοχών. Ιδιαίτερα μετά τη δεύτερη μάχη της Φαλούτζα, όταν οι σουνιτικές μονάδες λιποτάκτησαν και πάλι, αλλά οι κουρδικές μονάδες είχαν καλές επιδόσεις, η αμερικανική διοίκηση άρχισε να τοποθετεί συστηματικά στρατιώτες και αστυνομικούς των οποίων η εθνοθρησκευτική ένταξη ερχόταν σε αντίθεση με εκείνη της τοπικής κοινότητας.

Το σκεπτικό ήταν ότι αυτοί οι ξένοι θα ήταν απρόσβλητοι από την οικογενειακή, φυλετική και θρησκευτική πίεση που είχε καταστήσει τις προηγούμενες δυνάμεις αναξιόπιστες. Οι Αμερικανοί ήταν τόσο αποφασισμένοι να εφαρμόσουν αυτή τη στρατηγική που αποτέλεσε μείζον θέμα στις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις για την αποφυγή της δεύτερης μάχης στη Φαλούτζα. Στις συναντήσεις πριν από την επίθεση, οι εκπρόσωποι της αντίστασης της Φαλούτζα απαίτησαν η αστυνομική δύναμη στη Φαλούτζα να στρατολογηθεί από τη Φαλούτζα. Οι κατακτητές δεν συμφώνησαν σε αυτό το αίτημα και αυτό έγινε το επίσημο σημείο διαφωνίας γύρω από το οποίο διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις.

Μέχρι το χειμώνα του 2004-2005, η στρατηγική της αντίθετης εθνικότητας είχε εφαρμοστεί σε πολλές περιοχές όπου ο ανταρτοπόλεμος ήταν πιο ενεργός, συμπεριλαμβανομένων του Ραμάντι, της Σαμάρρα και άλλων κέντρων σουνιτικής αντίστασης βόρεια και δυτικά της Βαγδάτης. Τον Ιανουάριο, όταν οι Αμερικανοί άρχισαν να επιτρέπουν στους κατοίκους της Φαλούτζα να επιστρέφουν στην ανακαταληφθείσα πόλη, εγκατέστησαν μια αμιγώς σιιτική αστυνομική δύναμη που στρατολογήθηκε από κοινότητες νότια της Βαγδάτης. Οι κάτοικοι που επέστρεψαν άρχισαν αμέσως να παραπονιούνται για συχνές και συστηματικές αστυνομικές βιαιότητες, ένα δυσάρεστο σημάδι ότι η αμερικανική στρατηγική κατάφερνε να εξαλείψει τη συμπάθεια της αστυνομίας προς τη σουνιτική αντίσταση.

Αυτή η στρατηγική δημιούργησε μια ισχυρή βάση στρατολόγησης για τις επιχειρήσεις των τζιχαντιστών κατά της αστυνομίας την άνοιξη του 2005. Στις σουνιτικές περιοχές, αντί της τοπικής αστυνομίας που όχι μόνο συμμεριζόταν τις αξίες της κοινότητας αλλά και βοηθούσε να αντισταθεί στις επιταγές της κατοχής, οι τοπικές ένοπλες δυνάμεις είχαν μετατραπεί σε αντιπροσώπους της φιλοαμερικανικής κεντρικής κυβέρνησης, με την επικάλυψη της εθνοτικής εκδίκησης που επεφύλαξαν οι επί μακρόν καταπιεσμένοι σιίτες στους πρώην σουνίτες επικυρίαρχους τους. Αυτές οι εμπειρίες έκαναν πολλούς κατοίκους να αγωνιούν για την εξεύρεση μιας μεθόδου που θα έδιωχνε την εχθρική αστυνομία από την κοινότητά τους. Έτσι, η τρομοκρατική λογική του εκφοβισμού των σιιτών ώστε να μην ενταχθούν στην αστυνομία απέκτησε ιδιαίτερη απήχηση.

Μόλις πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές στα τέλη Ιανουαρίου, οι τζιχαντιστές στους κόλπους της αντίστασης εστίασαν εκ νέου την προσοχή τους στην αστυνομία και βρήκαν μια έτοιμη βάση μεταξύ των οργισμένων σουνιτών για τις επιχειρήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένου για πρώτη φορά ενός μεγάλου αριθμού Ιρακινών που ήταν πρόθυμοι να προβούν σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας με αυτοκίνητα. Η εκστρατεία πήρε τεράστιες διαστάσεις στις αρχές του καλοκαιριού. Σύμφωνα με έναν αξιωματούχο του αμερικανικού στρατού, κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 2004 στη Βαγδάτη σημειώθηκαν 25 βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα· αλλά τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2005 σημειώθηκαν 126. Αν και αυτές αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 3% των περίπου 5.000 επιθέσεων της αντίστασης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (με το 70% περίπου να στρέφεται κατά των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων), κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που προκάλεσε η αντίσταση. Η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης έκανε τις βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα να φαίνονται σχεδόν τυχαίες, αλλά αυτό δεν ίσχυε σχεδόν καθόλου. Η συντριπτική πλειονότητα στόχευε την αστυνομία και τους νεοσύλλεκτους αστυνομικούς, ενώ ένας μικρός αριθμός στόχευε σιιτικά τζαμιά, κληρικούς ηγέτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους. (Ενώ οι περισσότεροι νεοσύλλεκτοι που εισέρχονταν στην αστυνομία ήταν σιίτες και οι περισσότερες επιθέσεις έγιναν σε σιιτικές περιοχές, ορισμένες από τις επιθέσεις είχαν ως στόχο τον φθίνοντα αριθμό των σουνιτών νεοσύλλεκτων). Εκθέσεις στις αρχές Μαΐου ανέφεραν ότι 250 από τα 400 άτομα που είχαν σκοτωθεί μέχρι τότε από παγιδευμένα αυτοκίνητα ήταν νεοσύλλεκτοι ή εν ενεργεία αστυνομικοί και εθνοφύλακες.

Σύμφωνα με τους ορισμούς της Σύμβασης της Γενεύης, οι περισσότερες από τις βομβιστικές επιθέσεις σε αυτοκίνητα θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως στρατιωτικές ενέργειες· δεδομένου ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες πρέπει τεχνικά να στοχεύουν αμάχους, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι νεοσύλλεκτοι αστυνομικοί δεν ήταν πολίτες και ότι οι πολίτες που σκοτώθηκαν ήταν «παράπλευρες απώλειες». Αυτό όμως θα παραποιούσε τη σημασία τους, αφού οι επιθέσεις δεν είχαν ως στόχο την άμεση αποδυνάμωση της αστυνομίας. Στόχος τους ήταν να πείσουν τους Ιρακινούς πολίτες ότι δεν θα έπρεπε να προσφέρονται εθελοντικά ούτε στην αστυνομία ούτε στον στρατό, ούτε –για την ακρίβεια– σε οποιαδήποτε εργασία που βοηθούσε την ιρακινή κυβέρνηση. Αντίθετα, θα έπρεπε να «απαιτήσουν ενεργά» τον τερματισμό της αμερικανικής κατοχής.

Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των νεοσυλλέκτων αστυνομικών ήταν σιίτες, το μήνυμα αυτό απευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό στη σιιτική κοινότητα, την οποία οι τζιχαντιστές θεωρούσαν ως το κύριο στήριγμα της νέας κυβέρνησης. Όλο και περισσότερο άρχισαν να θεωρούν ολόκληρη τη σιιτική κοινότητα ως συνένοχη και, ως εκ τούτου, ως κατάλληλο στόχο για επίθεση.

Αυτή η θρησκευτική λογική έγινε ακόμη πιο σαφής από μια δημόσια δήλωση του Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι στα τέλη Μαΐου, ο οποίος υποστήριξε ότι οι ηγέτες των κατοχικών δυνάμεων «βοηθούνται από τους συμμάχους τους από τους σιίτες» και στη συνέχεια πρόσθεσε: «Η σιιτική αίρεση πάντα πρωτοστατούσε σε κάθε πόλεμο κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων σε όλη την ιστορία». Για τον Ζαρκάουι, λοιπόν, όλοι οι σιίτες ήταν συνένοχοι και έπρεπε να στοχοποιηθούν για να προκαλέσουν αλλαγή στη συμπεριφορά τους.

 

Οι αντιφάσεις μετατρέπονται σε σύγκρουση

Σχεδόν από την αρχή, οι επιχειρήσεις των τζιχαντιστών για να αποτρέψουν την υποστήριξη της ιρακινής κυβέρνησης αποκάλυψαν τις αντιφάσεις συμφερόντων μεταξύ των ανταρτών και των τζιχαντιστών, καθιστώντας τελικά σαφές και στις δύο πλευρές τους τρόπους με τους οποίους οι στρατηγικές τους λειτουργούσαν η μία εναντίον της άλλης. Για τους σιίτες πολίτες, οι επιχειρήσεις της εκστρατείας ερμηνεύτηκαν ως άμεση επίθεση στις κοινότητές τους, όπως φαίνεται από αυτό το περιστατικό στις 23 Μαΐου:

«Το μεσημέρι, ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη έξω από μια καφετέρια όπου σύχναζαν εργαζόμενοι σε μια κυρίως σιιτική γειτονιά της βόρειας Βαγδάτης, σκοτώνοντας τουλάχιστον πέντε άτομα, δήλωσαν νοσοκομειακοί υπάλληλοι. Αν και ο επιδιωκόμενος στόχος φάνηκε να ήταν αστυνομικοί που επίσης συγκεντρώνονται στο καφέ, μάρτυρες δήλωσαν ότι τα θύματα ήταν πολίτες.» (Washington Post, 24 Μαΐου 2005)

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, που ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους της Washington Post, Knickmeyer και Nouri, αν και αναγνώρισε ότι η αστυνομία ήταν ο στόχος, θεώρησε ότι οι επιθέσεις κατέστρεψαν τη ζωή του: «Ορκίζομαι στο Θεό, δεν θα μπω σε κανένα εστιατόριο αν δω αστυνομικούς να κάθονται εκεί... Δεν υπάρχει ασφαλές μέρος στη Βαγδάτη, ούτε καν οι κρεβατοκάμαρες μας». Ένας άλλος δήλωσε ευθέως ότι οι αντάρτες ήταν δειλοί: «Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτούς τους άνδρες [την αστυνομία] σώμα με σώμα, οπότε μας δείχνουν πόσο γενναίοι είναι σκοτώνοντας αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα για να θρέψουν τις οικογένειές τους».

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κοινότητες στις οποίες έλαβαν χώρα αυτές οι επιθέσεις τις αντιμετώπισαν ως φρικαλεότητες, όχι μόνο επειδή σκότωναν αμάχους. Το σχόλιο ότι οι βομβιστές των εστιατορίων «μας δείχνουν πόσο γενναίοι είναι σκοτώνοντας αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα για να θρέψουν τις οικογένειές τους» αντιπροσώπευε πιθανότατα την κυρίαρχη στάση των σιιτών απέναντι τόσο στους βομβιστές με τα αυτοκίνητα όσο και στους αστυνομικούς που είχαν ως στόχο. Οι βομβιστές με τα παγιδευμένα αυτοκίνητα όχι μόνο σκότωναν κατοίκους της περιοχής –φίλους και συγγενείς– αλλά ενδεχομένως εξάλειφαν την πρόσβαση σε μία από τις λίγες διαθέσιμες δυνατότητες εργασίας σε κοινότητες με ανεργία που φτάνει το 60%.

Πέρα από τη δολοφονία και την αποξένωση των πολιτών, οι βομβιστικές επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα υπονόμευαν τη στρατηγική του Δούρειου Ίππου που εφάρμοζε το αντάρτικο κίνημα, τόσο στις σιιτικές όσο και στις σουνιτικές περιοχές. Πριν από την έναρξη της εκστρατείας, τόσο οι Σαντριστές (ο σιιτικός στρατός Μάχντι) όσο και οι σουνιτικές οργανώσεις αντίστασης είχαν ενθαρρύνει τα μέλη τους να ενταχθούν στην αστυνομία: ήταν μια αμειβόμενη δουλειά για τους μερικής απασχόλησης μαχητές τους∙ τους παρείχε όπλα και εκπαίδευση που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στον αγώνα κατά των Αμερικανών∙ μπορούσαν να ενεργήσουν ως κατάσκοποι για την αντίσταση, και η έγκαιρη λιποταξία τους επέτρεπε μεγάλη ευελιξία στον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση των επιθέσεων των ανταρτών.

Καθώς οι επιθέσεις κατά της αστυνομίας άρχισαν να εμποδίζουν τη στρατολόγηση, οι αντάρτες αντιμετώπιζαν όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν αποτελεί έκπληξη επομένως το γεγονός ότι οι Σαντριστές, οι οποίοι κυριαρχούσαν στο σιιτικό αντάρτικο κίνημα, αντιτάχθηκαν στις επιθέσεις των τζιχαντιστών κατά των ιρακινών πολιτών από την αρχή τους. Τον Ιούνιο του 2004, όταν η εκστρατεία κατά της αστυνομίας μόλις ξεκινούσε και οι βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα ήταν ακόμη μερικούς μήνες μακριά, οι Σαντριστές άρχισαν να εκδίδουν διακηρύξεις που αντιτάσσονταν σε αυτήν. Η γενική τους στάση εκφράστηκε από τον Άους Χαφάτζι, έναν ιερωμένο των Σαντριστών, μετά από μια ημέρα συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων:

«Καταδικάζουμε και καταγγέλλουμε τα χθεσινά βομβαρδιστικά χτυπήματα και τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών κέντρων και αθώων Ιρακινών, που στοίχισαν τη ζωή σε περίπου 100 άτομα. Πρόκειται για επιθέσεις που εξαπέλυσαν ύποπτοι και τρελοί που έχουν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα και να καταστρέψουν την ειρήνη, ώστε ο ιρακινός λαός να παραμείνει στην ανάγκη της αμερικανικής προστασίας.»

Είναι αξιοσημείωτο ότι η δήλωση όχι μόνο αντιτάχθηκε στις επιθέσεις για λόγους ηθικής αρχής, αλλά υποστήριξε επίσης ότι υπονομεύουν την προσπάθεια εκδίωξης των Αμερικανών, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη στρατηγική σκέψη που διέπει την απέχθειά τους γι’ αυτή τη στρατηγική. Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Σαντριστές κυκλοφόρησαν ένα φυλλάδιο σε όλη το Σαντρ Σίτι δηλώνοντας την προθυμία τους να συνεργαστούν με την αστυνομία για την προστασία των υποδομών του Ιράκ από τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις:

«Ο Στρατός του Μάχντι είναι έτοιμος να συνεργαστεί ενεργά και θετικά με έντιμα στοιχεία από την ιρακινή αστυνομία και άλλες πατριωτικές δυνάμεις, για να συμμετάσχει στη φύλαξη των κυβερνητικών κτιρίων και εγκαταστάσεων, όπως νοσοκομεία, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, νερό, καύσιμα και διυλιστήρια πετρελαίου, καθώς και κάθε άλλο σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων». (Απόσπασμα από την Washington Post, 25 Ιουνίου 2004)

Για την προσπάθειά τους αυτή ευθυγραμμίστηκαν ακόμη και με την Προσωρινή Διοίκηση. Ο Σαγίντ Ραχίμ αλ-Άλακ, αναπληρωτής επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε το φυλλάδιο, δήλωσε στον δημοσιογράφο των New York Times, Fisher: «Είμαστε με την κυβέρνηση. Είμαστε αντιτρομοκράτες». (16 Ιουλίου 2004)

Αυτή η τακτική συμμαχία υπογράμμιζε τη διαφοροποιημένη στάση που τηρούσαν οι σιίτες αντάρτες απέναντι στην αστυνομία. Συνέχισαν να συνεργάζονται με την αστυνομία σε θέματα «νόμου και τάξης» εντός της κοινότητας και μάλιστα τους παρέδιδαν συλληφθέντες εγκληματίες για να προσαχθούν και να δικαστούν. Αποκλείοντας τους τζιχαντιστές από την αντίσταση, τους υποβάθμισαν σε εγκληματίες. Από το καλοκαίρι του 2004 και μετά, οι Σαντριστές δεν υποχώρησαν στην αντίθεσή τους στις επιθέσεις των τζιχαντιστών κατά της αστυνομίας και των πολιτών, καταδικάζοντας με συνέπεια το αυξανόμενο κύμα βομβιστικών επιθέσεων με αυτοκίνητα. Η στάση τους φάνηκε να έχει κάποιο αποτέλεσμα στην εκτροπή των τζιχαντιστών, αφού το Σαντρ Σίτι, το προπύργιο των Σαντριστών στη Βαγδάτη, σπάνια χτυπήθηκε από μεγάλες επιθέσεις.

Η λογική για τη σουνιτική πτέρυγα του αντάρτικου κινήματος ήταν ουσιαστικά διαφορετική. Αν και η σουνιτική αστυνομία ήταν περιστασιακός στόχος τρομοκρατικής βίας, αποτελούσε την εξαίρεση, και η ορατή στοχοποίηση της σιιτικής κοινότητας έδωσε στις επιχειρήσεις μια πολύ διαφορετική διάσταση στα σουνιτικά κέντρα.

Εκ πρώτης όψεως, η στρατηγική των τζιχαντιστών υποστήριζε τους σουνίτες αντάρτες. Δεδομένου ότι οι σουνιτικές περιοχές αντιμετώπιζαν την πλήρη ισχύ της αμερικανικής προσπάθειας ειρήνευσης, οι τρομοκρατικές επιθέσεις έδιναν την υπόσχεση να κατευθύνουν τα αμερικανικά στρατεύματα σε θέσεις προστασίας στις σιιτικές περιοχές και να υπονομεύσουν τη βιωσιμότητα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων από τις οποίες οι Αμερικανοί εξαρτώνταν όλο και περισσότερο. Επιπλέον, η ενσωμάτωση των τζιχαντιστών στις σουνιτικές κοινότητες, ιδίως στη Φαλούτζα, καθιστούσε δύσκολη την εκδίωξή τους, ακόμη και αν δεν είχαν ποτέ ενσωματωθεί στις οργανώσεις των ανταρτών.

Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις που στόχευαν τη σουνιτική αστυνομία αποτελούσαν απειλή για τη στρατηγική του Δούρειου Ίππου των σουνιτών ανταρτών, καθώς οι επιθέσεις αυτές μπορούσαν να αποτρέψουν τους σουνίτες –υμπεριλαμβανομένων και όσων συμπαθούσαν το αντάρτικο– από το να συμμετάσχουν. Αλλά το μεγαλύτερο ζήτημα –πέρα από τις αναμφισβήτητες ηθικές ανησυχίες– που προκάλεσε την απομάκρυνση των σουνιτών ανταρτών ήταν η επίδρασή της στη σχέση μεταξύ της σουνιτικής και της σιιτικής αντίστασης. Το πρόβλημα αυτό έγινε αμέσως αντιληπτό από ορισμένους ηγέτες, αλλά ο αντίκτυπός του έγινε πολύ πιο εμφανής κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης της Φαλούτζα τον Νοέμβριο.

Η πρώτη μάχη της Φαλούτζα τον Απρίλιο (που προκλήθηκε από την ενέδρα και τον ακρωτηριασμό των τεσσάρων Αμερικανών υπαλλήλων ασφαλείας) είχε αποφέρει μια σημαντική νίκη για τους αντάρτες στη Φαλούτζα και σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των σιιτών μαχητών του Στρατού του Μάχντι. Οι Αμερικανοί πεζοναύτες επεδίωξαν να αποκαταστήσουν τον υπονομευμένο έλεγχό τους στην πόλη, ξεκινώντας με μια επίθεση στα προπύργια των ανταρτών στα βόρεια. Αμέσως συνάντησαν ισχυρότερη αντίσταση από την αναμενόμενη και σταμάτησαν την προέλασή τους, ενώ κορυφαίοι στρατιωτικοί στρατηγικοί μελετούσαν τις επιλογές τους.

Δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι οι πεζοναύτες θα μπορούσαν να καταλάβουν την υπόλοιπη πόλη, αλλά πολλοί παράγοντες –πολιτικοί και στρατιωτικοί– καθιστούσαν ένα τέτοιο σχέδιο προβληματικό. Ένας από αυτούς τους παράγοντες ήταν η ταχεία διάχυση της εξέγερσης σε άλλες πόλεις. Τις πρώτες ημέρες της μάχης της Φαλούτζα, εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν και σε άλλες σουνιτικές πόλεις και στη συνέχεια –υπό την ηγεσία των Σαντριστών– η μάχη εξαπλώθηκε σε σιιτικές πόλεις σε όλο το νότιο Ιράκ, με επίκεντρο την πρώτη μάχη της Νατζάφ. Η απειλή μιας εθνικής εξέγερσης διαφαινόταν, ενισχυμένη από την πλημμύρα υλικής υποστήριξης των μαχητών της Φαλούτζα από όλες τις περιοχές της χώρας. Η επαπειλούμενη εξέγερση οδήγησε στην απόφαση των ΗΠΑ να υποχωρήσουν∙ οι πεζοναύτες αποσύρθηκαν στις βάσεις τους έξω από την πόλη, αφού διαπραγματεύτηκαν έναν διακανονισμό που τελικά άφησε την πόλη στα χέρια των ανταρτών μέχρι τη δεύτερη μάχη του Νοεμβρίου.

Όταν η εκστρατεία των τζιχαντιστών κατά της ιρακινής συνενοχής με την κατοχή ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος της πρώτης μάχης της Φαλούτζα, απείλησε αμέσως να υπονομεύσει τη σιιτική υποστήριξη προς τη Φαλούτζα και άλλα σουνιτικά κέντρα αντίστασης. Η απειλή οξύνθηκε από τη χρήση της Φαλούτζα ως περιοχής βάσης από τους τζιχαντιστές, δημιουργώντας μια ανεξίτηλη σύνδεση μεταξύ των αντι-σιιτικών επιχειρήσεων των τζιχαντιστών και της ευρύτερης αντίστασης στη Φαλούτζα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Μπους άρχισε να επισημαίνει τις τρομοκρατικές επιθέσεις ως προάγγελο μιας γενικής επίθεσης κατά των σιιτών από τους σουνίτες αντάρτες, επικαλούμενη την (όχι εντελώς αδικαιολόγητη) εικόνα ότι χωρίς την ειρηνευτική παρέμβαση των αμερικανικών στρατευμάτων, το Ιράκ θα μπορούσε να οδηγηθεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο σιιτών εναντίον σουνιτών.

Πολλοί ηγέτες της σουνιτικής αντίστασης, και ιδιαίτερα πολλοί ηγέτες της Ένωσης Μουσουλμάνων Μελετητών, αντιλήφθηκαν γρήγορα τους πιο άμεσους κινδύνους των τρομοκρατικών επιχειρήσεων: ότι θα διέλυε την υποστήριξη των σιιτών προς τους σουνίτες αντάρτες και θα γινόταν έτσι ο παράγοντας που θα επέτρεπε στους πεζοναύτες να χρησιμοποιήσουν όλη τη δύναμη του αμερικανικού στρατού στο έργο της εξουδετέρωσης της αντίστασης της Φαλούτζα – χωρίς την απειλή της εξάπλωσης της εξέγερσης στις σιιτικές περιοχές.

Έτσι, λίγο αφότου οι Σαντριστές διακήρυξαν την αντιτζιχαντιστική εκστρατεία τους, η Ένωση Μουσουλμάνων Μελετητών εξέδωσε την πρώτη της ανακοίνωση κατά της τρομοκρατικής εκστρατείας στις σιιτικές περιοχές. Ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Rahul Mahajan περιέγραψε τη σημασία αυτού του γεγονότος:

«Την περασμένη εβδομάδα ... υπήρξε μια μόνο ημέρα βίας κατά την οποία σκοτώθηκαν πάνω από 100 άνθρωποι. Η τζιχάντ του Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι ανέλαβε την ευθύνη γι’ αυτό ... Σε ολόκληρη τη χώρα, προσωπικότητες κατά της κατοχής –μαχητές σουνίτες κληρικοί, η οργάνωση του Μουκτάντα αλ Σαντρ, ακόμη και ένας εκπρόσωπος των μουτζαχεντίν στη Φαλούτζα– έκαναν ανοιχτές, δημόσιες δηλώσεις καταγγέλλοντας τις πράξεις του και κάνοντας διάκριση μεταξύ της τρομοκρατίας που διαπράττουν ξένοι –μεγάλο μέρος της οποίας στρέφεται εναντίον Ιρακινών– και αυτού που αποκαλούν νόμιμη αντίσταση.» (DemocracyNow.org, 28 Ιουνίου 2004)

Στη συνέχεια ο Mahajan διατύπωσε τη γνώμη του ότι αυτές οι καταγγελίες σηματοδότησαν «την ανάδυση της αντίστασης ως πολιτικής δύναμης», ένα σχόλιο που υπογράμμισε την προσπάθεια της ΕΜΜ και άλλων ηγετών της σουνιτικής αντίστασης να διατηρήσουν τη συμμαχία που συνέβαλε στο να καταστεί η πρώτη αμερικανική επίθεση κατά της Φαλούτζα αδιέξοδη. Αυτή η ρητορική αποστασιοποίηση δεν ήταν, ωστόσο, επαρκής για να αποτρέψει τη διάβρωση της σιιτικής υποστήριξης προς τη σουνιτική αντίσταση.

Όταν άρχισε η δεύτερη αμερικανική επίθεση στη Φαλούτζα τον Νοέμβριο, η αντίδραση ήταν πολύ διαφορετική από την επίθεση του Απριλίου. Οι σουνιτικές πόλεις προσέφεραν όλο το φάσμα της υποστήριξης που είχε υπάρξει και τον Απρίλιο. Οι τεράστιοι αριθμοί προσφύγων έγιναν δεκτοί, συγκεντρώθηκαν τρόφιμα και προμήθειες (αν και ήταν πολύ πιο δύσκολο να φτάσουν στους μαχητές εντός της πόλης), και εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν σε πόλεις που απλώνονταν σε όλες τις σουνιτικές περιοχές βόρεια και δυτικά της Βαγδάτης.

Στη Μοσούλη, τη μεγαλύτερη κοντινή πόλη, η εξέγερση αποστράτευσε 3.000 αστυνομικούς (που εξακολουθούσαν να είναι κυρίως σουνίτες), διέλυσε τις μονάδες του ιρακινού στρατού και πήρε τον έλεγχο της πόλης, αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να αποσπάσουν πάνω από 2.000 στρατιώτες από τη Φαλούτζα. Εξέγερση ανάλογου μεγέθους εκδηλώθηκε και σε μικρότερες πόλεις, ορισμένες από τις οποίες έμειναν ανενόχλητες μέχρι να διευθετηθεί η μάχη της Φαλούτζα.

Αλλά οι σιιτικές περιοχές ήταν στην καλύτερη περίπτωση ήρεμες. Ενώ οι Σαντριστές κατήγγειλαν την επίθεση των ΗΠΑ, οι προτροπές τους βρήκαν μικρή απήχηση στις σιιτικές κοινότητες και –αφού αποδυναμώθηκαν από τη δεύτερη μάχη της Νατζάφ– οι ίδιοι οι Σαντριστές είτε δεν ήθελαν είτε δεν μπορούσαν να εξαπλώσουν τη μάχη στο σιιτικό νότο. Αντί να συστρατευθούν στην υπόθεση της Φαλούτζα, οι σιιτικές κοινότητες παρέμειναν σιωπηλές. Λίγες συλλογές τροφίμων ή προμηθειών πραγματοποιήθηκαν. Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ήταν μικρές. Ο Μεγάλος Αγιατολάχ Αλί αλ Σιστανί, ο σημαντικότερος ηγέτης της σιιτικής κοινότητας και σφοδρός επικριτής της πρώτης επίθεσης, παρέμεινε σιωπηλός.

Η ηρεμία στις σιιτικές περιοχές της χώρας, που αντιπροσωπεύουν το 60% του πληθυσμού, ήταν η κρίσιμη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης προσπάθειας των ΗΠΑ να ανακαταλάβουν τη Φαλούτζα. Χωρίς αυτή την απειλή, οι πεζοναύτες προχώρησαν στην εκκαθάριση της πόλης, αρχικά καλώντας όλους τους κατοίκους να φύγουν και στη συνέχεια με μια επιχείρηση εκκαθάρισης από σπίτι σε σπίτι που μετέτρεψε την πόλη μεσαίου μεγέθους σε μια εγκαταλελειμμένη ερημιά.

Η καταστροφή του ενός τρίτου έως του μισού των σπιτιών στη Φαλούτζα από την αμερικανική επίθεση, η δημιουργία περίπου 250.000 προσωρινών και 100.000 μόνιμων προσφύγων και ο θάνατος 1.500 έως 4.500 κατοίκων προκάλεσαν οργή κατά της αμερικανικής κατοχής σε όλο το Ιράκ, ακόμη και στις σιιτικές περιοχές. Αλλά αυτή η οργή δεν μεταφράστηκε σε δράση υποστήριξης∙ και η απουσία τέτοιας δράσης έγινε σίγουρα αντιληπτή από τους αντάρτες στη Φαλούτζα, τους εκτοπισμένους κατοίκους της Φαλούτζα και την υπόλοιπη σουνιτική κοινότητα.

Η οργή που προκλήθηκε από το γεγονός αυτό τροφοδότησε αναμφίβολα τη στρατολόγηση σουνιτών στον αγώνα των τζιχαντιστών∙ και αυτό, με τη σειρά του, προσέφερε τους πολεμιστές για τη δραματική αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων με παγιδευμένα αυτοκίνητα και άλλων επιθέσεων που κορυφώθηκαν με την εκστρατεία κατά των εκλογών και στη συνέχεια κορυφώθηκαν με τις βομβιστικές επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα στις αρχές του καλοκαιριού του 2005. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί εκμεταλλεύτηκαν την οργή που προκάλεσαν αυτές οι επιθέσεις μεταξύ των σιιτών για να ενεργοποιήσουν πλήρως τη νέα στρατηγική τους για την αστυνόμευση των σουνιτικών πόλεων με ξένους. Στα μέσα του καλοκαιριού του 2005, ακόμη και ο μεγάλος αγιατολλάχ Αλί αλ Σιστανί –ο πιο αξιοσέβαστος ηγέτης της σιιτικής κοινότητας, ο οποίος είχε αντιταχθεί σταθερά στη βία από όλες τις πλευρές καθ’ όλη τη διάρκεια του χάους των πρώτων 30 μηνών της κατοχής– εξέδωσε δήλωση με την οποία καλούσε την κυβέρνηση να «υπερασπιστεί τη χώρα από τη μαζική εξόντωση» που έκαναν οι τζιχαντιστές.

Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2005, τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν έμφαση στην αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ σουνιτών και σιιτών, θεωρώντας την ως πιθανό προάγγελο ενός εθνοθρησκευτικού εμφυλίου πολέμου. Μπορούμε τώρα να δούμε ότι ο κίνδυνος εμφυλίου πολέμου τροφοδοτήθηκε από δύο πολιτικές. Από τη μία πλευρά, οι τρομοκρατικές επιχειρήσεις των τζιχαντιστών, που είχαν ως στόχο να παρακινήσουν τους «συνένοχους πολίτες [κυρίως σιίτες] να σταματήσουν να υποστηρίζουν» τη νέα κυβέρνηση, δημιούργησαν αυξανόμενη οργή των σιιτών εναντίον των σουνιτών. Από την άλλη πλευρά, η συστηματική στελέχωση των αστυνομικών δυνάμεων των σουνιτικών πόλεων με σιίτες αστυνομικούς συνέβαλε στη συνεχιζόμενη οργή των σουνιτών κατά των σιιτών.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2005, ένας τρίτος παράγοντας μπήκε στην εξίσωση: οι κατηγορίες ότι ο αμερικανικός στρατός και το ιρακινό υπουργείο Άμυνας οργάνωναν τις επιθέσεις τους εναντίον των ηγετών της σουνιτικής αντίστασης σε μια προσπάθεια να αποκεφαλίσουν το κίνημα, που αναφέρθηκε από το Newsweek υπό τον ανατριχιαστικό τίτλο «η επιλογή του Σαλβαδόρ», θυμίζοντας τη σφαγή στην Κεντρική Αμερική τη δεκαετία του 1980. Όλες αυτές οι ενέργειες αναμείχθηκαν για να δημιουργήσουν την αυξανόμενη ένταση που απειλούσε να κατακλύσει το Ιράκ το καλοκαίρι του 2005.

Καμία από αυτές τις θεαματικές εξελίξεις δεν άλλαξε το βασικό προφίλ του συνεχιζόμενου ανταρτοπόλεμου, ο οποίος συνέχισε να διεξάγεται χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπως ανέφερε η Washington Post εν μέσω των επιθέσεων με παγιδευμένα αυτοκίνητα, η συντριπτική πλειοψηφία (τουλάχιστον τα δύο τρίτα) όλων των βίαιων επιθέσεων από μη κυβερνητικές δυνάμεις στρέφονταν κατά των στρατιωτικών δυνάμεων της Κατοχής, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες στρέφονταν κατά του ιρακινού στρατού. Λιγότερο από το τρία τοις εκατό ήταν μέρος των τρομοκρατικών επιχειρήσεων, αν και αυτές αντιπροσώπευαν την υπεροχή των απωλειών. Και μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου του 2005, ο αριθμός των αντάρτικων ενεργειών αυξανόταν σε όλη τη χώρα -συμπεριλαμβανομένων των σιιτικών περιοχών. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο αριθμός των συνολικών επιθέσεων της αντίστασης είχε φθάσει περίπου τις 700 ανά εβδομάδα, μια αύξηση 50% σε σχέση με τον αριθμό νωρίτερα μέσα στο έτος, με όλες, εκτός από έναν ελάχιστο αριθμό, να είναι παραδοσιακές επιθέσεις ανταρτών εναντίον των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ή των ιρακινών ή ξένων στρατιωτικών συμμάχων τους.

Παρ’ όλα αυτά, το μάθημα της αποτυχίας της δεύτερης μάχης της Φαλούτζα να προκαλέσει έμπρακτη εθνική διαμαρτυρία, που ενισχύθηκε από τη διαρροή σουνιτών μαχητών προς το τζιχαντιστικό κίνημα, και η αυξανόμενη απειλή των σιιτικών αντιποίνων κατά των σουνιτικών κοινοτήτων, ώθησε τη σουνιτική ηγεσία του αντάρτικου στη δράση, τόσο για να διαχωρίσει τη θέση της από τους τζιχαντιστές όσο και για να καταστείλει τις ίδιες τις τρομοκρατικές ενέργειες.

Η Ένωση Μουσουλμάνων Μελετητών, η βασική ιερατική ηγεσία της σουνιτικής αντίστασης, κατήγγειλε επανειλημμένα τους τζιχαντιστές, ζήτησε τη σύλληψή τους και προσπάθησε να τους εκδιώξει (τουλάχιστον μερικές φορές με επιτυχία) από τις τοπικές κοινότητες. Προσπάθησαν επίσης να αντιμετωπίσουν την επίδραση των τζιχαντιστών στη στρατολόγηση αστυνομικών, προτρέποντας δημοσίως τους οπαδούς τους να ενταχθούν στην αστυνομία.

Η ρήξη μεταξύ της σουνιτικής αντίστασης και των τζιχαντιστών συνοψίστηκε εύστοχα από τον Λαΐθ Κούμπα, σύμβουλο του Ιρακινού πρωθυπουργού Ιμπραχίμ αλ-Τζααφάρι, ο οποίος δήλωσε στη δημοσιογράφο των New York Times, Sabrina Tavernise ότι «υπήρξε μια στιγμή που είπαν: “Εντάξει, θα σας χρησιμοποιήσουμε στον αγώνα μας κατά της κυβέρνησης και των Αμερικανών». Αλλά τώρα λένε, “είστε βάρος”». (26 Μαΐου 2005)

Τέλος, τα σουνιτικά και σιιτικά αντάρτικα κινήματα προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια επίσημη οργάνωση που θα μπορούσε ταυτόχρονα να αντιταχθεί στην κατοχή και να αποτρέψει τους τζιχαντιστές από το να αποδυναμώσουν περαιτέρω την ενότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Στις 4 Φεβρουαρίου 2005, μια συνάντηση κορυφής των «Πατριωτικών Δυνάμεων κατά της Κατοχής», με επικεφαλής την ΕΜΜ και τους Σαντριστές και με τη συμμετοχή περίπου δύο δεκάδων μικρότερων αντιστασιακών ομάδων, συναντήθηκαν για να σφυρηλατήσουν μια ευρεία συμμαχία που θα «οδηγούσε στην αποχώρηση των Αμερικανών από τη χώρα μας» και να οριοθετήσουν έναν σαφή «διαχωρισμό μεταξύ αντίστασης και τρομοκρατίας, επειδή κάποιοι προσπαθούν να συνδέσουν την ιρακινή αντίσταση με την ομάδα Ζαρκάουι και τους πιστούς του πρώην καθεστώτος». Τα αιτήματα που προέκυψαν στη συνέχεια από τη συνάντηση αυτή ενσωμάτωσαν και τις δύο αυτές αρχές και υπογράφηκαν από 21 ομάδες, συμπεριλαμβανομένων κοσμικών και θρησκευτικών σιιτικών και σουνιτικών οργανώσεων. (Βλέπε www.juancole.com, 5 Μαρτίου 2005)

Η πρωτοβουλία αυτή δεν πέτυχε και δεν μπόρεσε από μόνη της να επιτύχει ούτε την ενότητα που επιθυμούσαν οι διάφορες ομάδες αντίστασης, ούτε να εξαλείψει τη δράση και τον αντίκτυπο των τζιχαντιστών. Τους επόμενους μήνες, εμφανίστηκαν κάποια σημάδια ότι η πρόθεση μεταφράζεται σε σύγκρουση μεταξύ ανταρτών και τζιχαντιστών. Το πιο δραματικό από αυτά τα συμπτώματα περιγράφηκε από δυτικούς δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια μιας αμερικανικής επιχείρησης έρευνας στις δυτικές περιοχές της επαρχίας Άνμπαρ, της περιοχής του Ιράκ με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ανταρτών. Τα αμερικανικά στρατεύματα απλώς παρακολουθούσαν τους τοπικούς αντάρτες να μάχονται για να εκδιώξουν τους τζιχαντιστές από την πόλη Χουσάιμπα, σε μια μάχη που ξεκίνησε όταν οι αντάρτες επικαλέστηκαν τη βοήθεια των Αμερικανών για να απαλλαγούν από τους τζιχαντιστές.

«Για τέσσερις ημέρες αυτό το μήνα, οι Αμερικανοί πεζοναύτες ήταν θεατές ακριβώς του είδους της μάχης που ήλπιζαν να δουν: μια μάχη ανάμεσα σε ύποπτους οπαδούς του Αμπού Μουσάμπ Ζαρκάουι, ενός αλλοδαπού αντάρτη, και μαχητές της ιρακινής σουνιτικής φυλής στη δυτική παραμεθόρια πόλη Χουσάιμπα. Σε συγκρούσεις που προκλήθηκαν από τη δολοφονία ενός σεΐχη της φυλής, την οποία είχε διατάξει ο Ζαρκάουι, οι ξένοι αντάρτες και οι μαχητές της ιρακινής φυλής χτυπούσαν ο ένας τον άλλον με μικρά όπλα και όλμους στους δρόμους της πόλης, ενώ ο αμερικανικός στρατός παρακολουθούσε από απόσταση, δήλωσαν μέλη της φυλής και ο αμερικανικός στρατός.

Όταν μια αδέσποτη σφαίρα όλμου έπεφτε κατά λάθος κοντά στους πεζοναύτες, θυμάται ο αντισυνταγματάρχης Τιμ Μάντι, “ρύθμιζαν τα πυρά τους και δεν μας πυροβολούσαν” από φόβο μήπως παρασύρουν τους Αμερικανούς στη μάχη. “Πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον”, είπε.» (Washington Post, 28 Μαΐου 2005)

Αυτή η μάχη, και η κλιμακούμενη ρητορική που προηγήθηκε, συγκεκριμενοποιεί την τελικά ανεπανόρθωτη σύγκρουση μεταξύ ανταρτοπόλεμου και τρομοκρατίας στο Ιράκ. Έκτοτε επαναλήφθηκε σε πολλές άλλες πόλεις, μεταξύ των οποίων και στην κρίσιμη πόλη Ραμάντι. Αλλά η μάχη δεν έχει κριθεί, σε καμία περίπτωση. Όπως πολλές τέτοιες μάχες, αυτή η ανοιχτή εχθρότητα προέκυψε από μια σιωπηρή αντίφαση που ήταν αφηρημένη στην αρχή και πήρε συγκεκριμένο νόημα μόνο όταν άρχισε να ωριμάζει η υποκείμενη δυναμική του πολέμου.

Αυτό το αναδυόμενο χαρακτηριστικό της σύγκρουσης δεν την καθιστά, ωστόσο, λιγότερο ανταγωνιστική. Μπορούμε να δούμε από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε ότι στηρίζεται στις θεμελιώδεις διαφορές που διακρίνουν τα δύο κινήματα. Για τους αντάρτες, ο θεμελιώδης στόχος τους είναι να κρατήσουν τους Αμερικανούς μακριά από τις κοινότητές τους, αλλά η στρατιωτική τους κατωτερότητα απαιτεί να αναπτύξουν ένα συλλογικό αποτρεπτικό μέσο για να αποφύγουν τη συγκέντρωση με τα αμερικανικά στρατεύματα που θα τους συντρίψουν. Μια τέτοια αποτροπή πρέπει τελικά να εξαρτάται από την απειλή εξέγερσης στο μεγαλύτερο μέρος των κοινοτήτων σε όλη τη χώρα, καθιστώντας πολύ δύσκολο για την κατοχή και τους τοπικούς συμμάχους της να επικεντρωθούν σε ένα ή λίγα κέντρα αντίστασης.

Η στρατηγική των τρομοκρατών είναι να νικήσουν τους Αμερικανούς εκφοβίζοντας τους πολίτες που υποστηρίζουν την κατοχή, στον κόσμο και -στην προκειμένη περίπτωση- στο Ιράκ. Αλλά αυτός ο εκφοβισμός δεν δημιουργεί την προθυμία να πολεμήσουν τους Αμερικανούς∙ στην καλύτερη περίπτωση δημιουργεί μια απροθυμία να τους υποστηρίξουν ενεργά. Και, όπως μπορούμε τώρα να δούμε ξεκάθαρα, η στρατηγική των τζιχαντιστών διασπά την εύθραυστη ενότητα μεταξύ των διαφόρων ομάδων της αντίστασης – στην προκειμένη περίπτωση, της σιιτικής και της σουνιτικής κοινότητας. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της τρομοκρατίας είναι η αποστράτευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και επομένως η συρρίκνωση της βάσης για το αντάρτικο κίνημα.

Οι αντιφάσεις είναι ασυμβίβαστες. Στο τέλος, είτε οι τζιχαντιστές θα επικρατήσουν, υποβαθμίζοντας έτσι το αντάρτικο κίνημα σε άνευ σημασίας, είτε οι αντάρτες θα επικρατήσουν εξαλείφοντας τους τζιχαντιστές ως δύναμη μέσα στην ιρακινή αντίσταση.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Michael Schwartz, “Contradictions of the Iraqi Resistance: Guerilla War vs. Terrorism”, Against the Current, τεύχος 120, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2006. Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/newspape/atc/31.html

 

 

Ο Michael Schwartz, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Στόνι Μπρουκ, έχει γράψει εκτενώς για τις λαϊκές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, καθώς και για τη δυναμική των αμερικανικών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Το έργο του για το Ιράκ έχει δημοσιευθεί στα TomDispatch, ZNet και Asia Times, καθώς και στο περιοδικό Z Magazine. Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται τα: Radical Politics and Social Structure, The Power Structure of American Business (με την Beth Mintz) και Social Policy and the Conservative Agenda (επιμέλεια, με τον Clarence Lo).

Το άρθρο αυτό αποτελεί αναθεωρημένο απόσπασμα από μια εκτενέστερη εισήγηση που παρουσιάστηκε στις συνεδριάσεις της Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Ένωσης στη Φιλαδέλφεια, στις 17 Αυγούστου 2005. Το πλήρες κείμενο, το οποίο περιλαμβάνει υποσημειώσεις και λεπτομερή εξέταση συγκεκριμένων παραδειγμάτων, είναι διαθέσιμο από τον συγγραφέα.

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 31 Μαρτίου 2023 14:20

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.