Παρασκευή, 31 Μαρτίου 2023 09:54

Ιράκ: Ο ανταρτοπόλεμος στο Σαντρ Σίτι

 

 

[20 χρόνια από την εισβολή της συμμαχίας των ΗΠΑ στο Ιράκ]

Σημειώση elaliberta: Τα άρθρα του Michael Schwartz, «Ιράκ: Ο ανταρτοπόλεμος στο Σαντρ Σίτι» και «Οι αντιφάσεις της ιρακινής αντίστασης: Αντάρτικο εναντίον τρομοκρατίας» γράφτηκαν κατά την πρώτη περίοδο της αμερικανικής κατοχής του Ιράκ (το 2005 και το 2006 αντίστοιχα) και ως εκ τούτου αποτελούν πια ιστορικά τεκμήρια του αντιπολεμικού κινήματος των ΗΠΑ. Πέρα όμως απ’ αυτό παρέχουν μια αρκετά λεπτομερή παρουσίαση της αντιστασιακής δράσης του ιρακινού αντάρτικου, των ορίων του και των αντιφάσεών του. Φυσικά στα άρθρα αυτά, που γράφονται κατά την εξέλιξη τεράστιων συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων κατοχής και του ιρακινού λαού, μπορούν να εντοπιστούν κάποιες εκτιμήσεις οι οποίες με την πάροδο των χρόνων αποδείχτηκαν λανθασμένες, ή, στα χρόνια που ακολούθησαν να διαμορφώθηκαν καταστάσεις τις οποίες ο συγγραφέας των άρθρων αυτών να μην τις είχε προβλέψει. Τίποτα όμως από αυτά δεν μειώνει τη σημασία των δύο κειμένων για την κατανόηση της δυναμικής της ιρακινής αντίστασης ενάντια στην κατοχή.

 

 

Michael Schwartz

 

Ιράκ: Ο ανταρτοπόλεμος στο Σαντρ Σίτι

 

 

«Οι πόλεις σε όλο το Ιράκ είναι εντελώς εκτός του ελέγχου είτε των αμερικανικών δυνάμεων είτε της κυβέρνησης του Ιρακιστάν. Όχι μόνο η Φαλούτζα, το Ραμάντι και η Σαμάρρα, αλλά και άλλα πληθυσμιακά κέντρα στο κεντρικό Ιράκ είναι ουσιαστικά αυτόνομες πόλεις-κράτη. Οι Κούρδοι διοικούν τον μικρό τους θύλακα μόνοι τους. Τμήματα της Βαγδάτης είναι απαγορευμένες ζώνες για τους Αμερικανούς. Και στο νότο, οι φασιστικές σιιτικές πολιτοφυλακές και οι ένοπλες συμμορίες που ελέγχονται από τους υποστηριζόμενους από το Ιράν μουλάδες και τους ομοϊδεάτες του Αγιατολάχ Σιστανί διοικούν τα πράγματα χωρίς καμία βοήθεια από τη Βαγδάτη». (Robert Dreyfuss, Independent, όπως αναφέρεται στο TomPaine.com, 22 Ιουλίου 2004).

Επιτιθέμενες πρώτα στη Νατζάφ, στη συνέχεια στο Ταλ Αφάρ και τη Σαμάρρα και, τέλος, στο κέντρο της σουνιτικής αντίστασης στη Φαλούτζα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να αντιστρέψουν αυτή τη διαδικασία. Αλλά αυτές οι επιθέσεις δεν αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της τάξης∙ αντίθετα, αποσκοπούσαν στην αποτροπή της εδραίωσης ενός πολύ ομαλού αντιαμερικανικού status quo σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο σύνολο «απελευθερωμένων» περιοχών. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι αμερικανικές επιθέσεις το φθινόπωρο του 2004 υπογραμμίζουν τις ευρύτερες αντιφάσεις της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ: ότι το χάος που οι Αμερικανοί ηγέτες λένε συνεχώς ότι αποτρέπεται, στην πραγματικότητα, θα συμβεί μόνο αν οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις καταφέρουν να καταστρέψουν αυτές τις αναδυόμενες πόλεις-κράτη.

Για να το διαπιστώσουμε αυτό αρκεί να ξεκινήσουμε με μια λεπτομερή εξέταση της ανάπτυξης ενός ντόπιου πολιτικού συστήματος στο Σαντρ Σίτι της Βαγδάτης.

Το Σαντρ Σίτι –η πυκνοκατοικημένη, υποεξυπηρετούμενη παραγκούπολη τριών εκατομμυρίων κατοίκων της Βαγδάτης, η οποία έχει γίνει ο τόπος μερικών από τις σφοδρότερες μάχες στο Ιράκ– είναι ο άξονας του πολέμου. Παρόλο που υπήρξαν πιο θεαματικές μάχες στη Φαλούτζα και τη Νατζάφ, το Σαντρ Σίτι έχει ύψιστη σημασία επειδή είναι το κέντρο της εξέγερσης των σιιτών και οι σιίτες αντιπροσωπεύουν το 60% του ιρακινού πληθυσμού.

Κατά συνέπεια, ο στρατός αλ-Μάχντι [Τζάις αλ-Μάχντι] –ο στρατιωτικός βραχίονας του Κινήματος των Σαντριστών [ατ-Ταγιάρ ασ-Σάντρι] που κυριαρχεί στην πολιτική της περιοχής το τελευταίο τέταρτο του αιώνα– έχει γίνει η πιο σημαντική από όλες τις ομάδες ανταρτών, και μια προσεκτική ματιά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στη βάση του δίνει μερικά εντυπωσιακά συμπεράσματα για την πορεία του αγώνα για τον έλεγχο του Ιράκ.

Οι Σαντριστές έχουν αναπτύξει μια αποτελεσματική πολιτικοστρατιωτική στρατηγική με στόχο τη μετατροπή του Σαντρ Σίτι σε «απελευθερωμένη περιοχή», σύμφωνα με το κλασικό μοντέλο ανταρτοπόλεμου.

Η κύρια στρατιωτική στρατηγική τους είναι να εκδιώξουν τις αμερικανικές δυνάμεις από την περιοχή τους∙ μόνο όταν δέχονται οι ίδιοι επίθεση, τολμούν να βγουν έξω από το Σαντρ Σίτι για να επιτεθούν σε αμερικανικές βάσεις ή δρόμους ανεφοδιασμού.

Η οργάνωση Αλ Σαντρ προσπαθεί να οικοδομήσει μια συνεκτική «δυαδική» κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει την κεντρική κυβέρνηση και η οποία θα διαχειρίζεται το συνηθισμένο σύνολο δημόσιων υπηρεσιών –από τον έλεγχο της κυκλοφορίας έως τη σύλληψη εγκληματιών του δρόμου– εντός των ορίων που θέτει η αδυναμία τους να συντονιστούν με μια εθνική κυβέρνηση. Αυτή η πρωτο-κυβέρνηση υπήρξε ιδιαίτερα επιμελής στην αντιμετώπιση του υπ’ αριθμόν ένα προβλήματος της δημόσιας τάξης, του εγκλήματος στους δρόμους∙ συνεργάστηκε μάλιστα με την τοπική αστυνομία σε αυτή την εκστρατεία.

Οι στρατιώτες του αλ-Μάχντι –οι δυνάμεις ανταρτών υπό την ηγεσία των Σαντριστών– αν και επιρρεπείς σε βιαιοπραγίες, βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο αυτής της δυαδικής κυβέρνησης, της οποίας ηγούνται πολίτες – ηγέτες φυλών και μουσουλμάνοι κληρικοί. Οι στρατιώτες του αλ-Μάχντι ενεργούν ως αστυνομική δύναμη εντός της κοινότητας.

Οι Σαντριστές ήταν εκπληκτικά επιτυχείς στο να προσαιτεριστούν την ιρακινή αστυνομία, ανταμείβοντάς την για την εργασία της σε θέματα της κοινότητας και πολεμώντας την όταν συμμετέχει σε προσπάθειες καταστολής της πολιτικοστρατιωτικής δομής των ανταρτών. Τα παράπονα του αμερικανικού στρατού για την αναξιοπιστία των Ιρακινών εκπαιδευομένων τους είναι στην πραγματικότητα αντανάκλαση της επιτυχώς εφαρμοζόμενης πολιτικής των ανταρτών.

Οι Σαντριστές έχουν αρχίσει να επιβάλλουν τον αυστηρό ισλαμικό φονταμενταλισμό καταστέλλοντας «ηθικά εγκλήματα» όπως η πώληση αλκοόλ και η πορνεία. Έχουν χρησιμοποιήσει ένα άσχημο είδος αυτοδικίας (βομβιστικές επιθέσεις, βιαιοπραγίες και ακόμη και ανθρωποκτονίες) για να απομακρύνουν τους ηθικούς εγκληματίες από την κοινότητα.

Οι Σαντριστές, και παράλληλες ομάδες σε άλλες πόλεις (κυρίως στη Φαλούτζα), έχουν καταγγείλει δημοσίως τις θεαματικές βομβιστικές επιθέσεις που διαπράττουν διάφορες τρομοκρατικές ομάδες, διαμαρτυρόμενοι για τις αρνητικές επιπτώσεις τους στη ζωή και τα μέσα διαβίωσης των ιρακινών πολιτών και ζητώντας ενεργό συμμαχία με την ιρακινή αστυνομία για την καταστολή των ξένων τζιχαντιστών και των ντόπιων τρομοκρατών.

Η οργάνωση στην πόλη Σαντρ αποτελεί απόηχο παρόμοιων εξελίξεων σε σουνιτικές πόλεις (με κέντρο τη Φαλούτζα) και μπορεί να προμηνύει παρόμοιες εξελίξεις στον τόσο σημαντικό σιιτικό Νότο. Οι αμερικανικές επιθέσεις σε διάφορες ιρακινές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της άγριας μάχης της Φαλούτζα, είναι μια προσπάθεια να αντιστραφεί αυτή η τάση προς αυτοδιοικούμενες πόλεις στις οποίες οι αμερικανικές δυνάμεις σπάνια εισβάλλουν.

Η ύπαρξη αυτών των δυαδικών κυβερνήσεων σε πολλές πόλεις αντικρούει τους αμερικανικούς ισχυρισμούς ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ θα οδηγούσε σε χάος. Κατά ειρωνικό τρόπο, ισχύει ακριβώς το αντίθετο: η επιτυχία των ΗΠΑ να νικήσουν τους αντάρτες θα οδηγούσε σε χάος, ενώ η νίκη των ανταρτών θα έφερνε μεγαλύτερη σταθερότητα (και ίσως υπερβολικά αυστηρή τάξη) στις ιρακινές πόλεις.

Για να κατανοήσουμε αυτά τα μη αυτονόητα συμπεράσματα, ξεκινάμε με τις δύο μάχες στη Νατζάφ, οι οποίες μετέτρεψαν τον Μουκτάντα αλ-Σαντρ –ένα νεαρό ιεροδιδάσκαλο (μουσουλμάνος κληρικός κατώτερης βαθμίδας – σ.σ.) που κληρονόμησε την ηγεσία του κινήματος των Σαδριστών μετά τον μαρτυρικό θάνατο του πατέρα και του θείου του– από έναν μάλλον αφανή μαχητή σε έναν από τους πιο ορατούς και σεβαστούς ηγέτες της ιρακινής κοινωνίας.

Ο Μουκτάντα αλ-Σαντρ και ο στρατός του αλ-Μάχντι μπήκαν στο επίκεντρο της ιρακινής πολιτικής με τις δύο μάχες με τα αμερικανικά στρατεύματα στη Νατζάφ τον Απρίλιο και τον Αύγουστο. Και στις δύο μάχες ο αμερικανικός στρατός προσπάθησε να ανακαταλάβει το Ιερό του Ιμάμη Άλι από τον στρατό αλ-Μάχντι και οι μάχες επικεντρώθηκαν στο ιστορικό νεκροταφείο κοντά στο Ιερό και στην πυκνοκατοικημένη και εμπορική περιοχή που το περιβάλλει.

Η δεύτερη μάχη, ιδιαίτερα, εξαφάνισε τη γειτονιά και προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στη ζωή και τα μέσα διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής. Ο Dexter Filkins των New York Times την περιέγραψε ως εξής:

«... μια σκηνή καταστροφής. Ξενοδοχεία είχαν καταρρεύσει στο δρόμο. Αυτοκίνητα κείτονταν μαυρισμένα και παραμορφωμένα εκεί που είχαν χτυπηθεί. Κατσίκες και γαϊδούρια κείτονταν νεκρά στα πεζοδρόμια. Προσκυνητές από την πόλη και ντόπιοι που έρχονταν από τα σπίτια τους περπατούσαν στους δρόμους αμίλητοι, κουνώντας τα κεφάλια τους, εμβρόντητοι από την καταστροφή που αντίκρισαν μπροστά τους». (28 Αυγούστου 2004)

Και οι δύο πλευρές διεκδίκησαν τη νίκη και στις δύο μάχες, και η καθεμία είχε σοβαρό λόγο να το κάνει. Αλλά πίσω από αυτή τη διαφωνία για τα αποτελέσματα κρυβόταν ένα μεγαλύτερο μυστήριο: Εφόσον και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν (ιδιαίτερα στη δεύτερη μάχη) ότι ο αμερικανικός στρατός ήταν αποφασισμένος να επιφέρει ένα θανατηφόρο πλήγμα στον στρατό αλ-Μάχντι, γιατί οι επιθέσεις δεν εξαπολύθηκαν στην κύρια βάση του στο Σαντρ Σίτι, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η παρουσία του ιερού ναού στη Νατζάφ καθιστούσε πολύ πιο δύσκολη τη χρήση των πιο καταστροφικών επιθετικών όπλων των ΗΠΑ;

Η διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων έγκειται σε ένα απλό γεγονός. Στο Σαντρ Σίτι, οι στρατιώτες του αλ-Μαχντί προστάτευαν τις γειτονιές των σπιτιών τους από τις συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιδρομές των ΗΠΑ∙ στη Νατζάφ ήταν ξένοι που είχαν εισέλθει στην πόλη με τον αποκλειστικό σκοπό της προστασίας του Ιερού Προσκυνήματος και είχαν φέρει μαζί τους μια άγρια μάχη με τους Αμερικανούς πεζοναύτες που κατέστρεψε την πόλη. Ο αμερικανικός στρατός επέλεξε να επιτεθεί στην πολιτοφυλακή στη Νατζάφ –αφού βίωσε την απογοήτευση από τις προσπάθειες επίθεσης στην πόλη Σαντρ– «επειδή η ρακένδυτη πολιτοφυλακή του Σαντρ δεν απολαμβάνει τοπική υποστήριξη». (Christian Science Monitor, 13 Αυγούστου 2004)

Ενώ ο στρατός του Μάχντι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπερασπίστηκε θαρραλέα τη Νατζάφ από την αμερικανική εισβολή (και αυτή ακριβώς είναι η άποψη πολλών κατοίκων και της συντριπτικής πλειοψηφίας της διεθνούς σιιτικής κοινότητας), πολλοί κάτοικοι και προσκυνητές αισθάνθηκαν ότι η πολιτοφυλακή θα μπορούσε να είχε αποτρέψει όλο το μακελειό αν δεν είχε έρθει ποτέ στη Νατζάφ.

Πριν από την άφιξη της πολιτοφυλακής, δεν είχαν γίνει σχεδόν καθόλου μάχες, όπως έδειχναν τα τεράστια πλήθη προσκυνητών. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, τα προσκυνήματα αυτά είχαν περιοριστεί σημαντικά, και έτσι η πτώση του είχε ως αποτέλεσμα μια μίνι οικονομική έκρηξη για τους τοπικούς εμπόρους. Μόλις έφτασε ο στρατός του Μάχντι και άρχισαν οι μάχες, ο τουρισμός πέθανε και οι ζωές και ο βιοπορισμός αμέτρητων πολιτών καταστράφηκαν.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας, τη γνώμη πολλών εξέφρασε ο τοπικός κληρικός Σαντρ αλ-Ντιν αλ-Κουμπαντσί, ο οποίος δήλωσε στον δημοσιογράφο των New York Times, Abdul Razzaq Al-Saeidy:

«Δεν είναι γενναίο να καταφεύγεις στο σπίτι ή στο τζαμί ή στις αγορές και να χρησιμοποιείς γυναίκες και παιδιά ως ανθρώπινες ασπίδες... Αν συμβεί αυτό, οι στρατιώτες [των ΗΠΑ] θα επιτεθούν στη Νατζάφ και οι εχθροί μας θα δουν με χαρά το αίμα μας να ρέει». (24 Απριλίου 2004)

Αυτό το συναίσθημα διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης από τον Αμπού Μοχάμεντ, έναν προσκυνητή από την Κουτ, ο οποίος δήλωσε στον δημοσιογράφο των Times Filkins:

«“Κατηγορώ τον Μοκτάντα αλ-Σαντρ για ό,τι συνέβη εδώ, αλλά και την ιρακινή κυβέρνηση”, δήλωσε ένας ηλικιωμένος Ιρακινός, ο οποίος συστήθηκε ως Αμπού Μοχάμεντ ... “Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, πληρώνουμε τα λάθη τους”.

Ο κ. Μοχάμεντ φάνηκε να μιλάει εκ μέρους πολλών Ιρακινών εδώ, οι οποίοι σε δεκάδες συνεντεύξεις τις τελευταίες ημέρες κατήγγειλαν όχι μόνο τον κ. Σαντρ αλλά και τον Ιρακινό πρωθυπουργό, Αγιάντ Αλάουι. Με τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους κατεστραμμένα, φάνηκε για πολλούς Ιρακινούς ότι οι περισσότεροι από τους νέους ηγέτες του Ιράκ είχαν αποτύχει. “Κοίτα όλες τις ζημιές”, είπε ένας Ιρακινός σε έναν φίλο του καθώς περπατούσε σε έναν δρόμο του οποίου κάθε κτίριο είχε γκρεμιστεί και διαλυθεί. “Ας εκδικηθεί ο Θεός τους Αμερικανούς γι’ αυτό”».

Αν και το μίσος τους για τις ΗΠΑ ήταν αμείωτο, πολλοί κάτοικοι και προσκυνητές δυσανασχετούσαν με πικρία με την παρουσία της πολιτοφυλακής των Σαντριστών. Κατά την άποψη αυτή, ο αλ-Μάχντι, όσο καλές προθέσεις κι αν είχε, είχε δημιουργήσει έναν πόλεμο που σκότωσε πολλούς αθώους πολίτες, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος μιας ιερής πόλης και κατέστρεψε τη ζωή μιας ολόκληρης κοινότητας.

 

Το Σαντρ Σίτι ως κλασική «απελευθερωμένη περιοχή»

Τα πράγματα λειτούργησαν πολύ διαφορετικά στο Σαντρ Σίτι, όπου ο στρατός αλ-Μάχντι είχε ενσωματωθεί στην τοπική ζωή. Το κίνημα των Σαντριστών είχε δημιουργήσει μια διοικητική δομή που θα μπορούσε να ηγηθεί βιώσιμα της κοινότητας, περιλαμβάνοντας ένα νομοθετικό σώμα (αποτελούμενο από φυλετικούς ηγέτες) και μια εκτελεστική εξουσία αποτελούμενη από ακτιβιστές του κινήματος (συμπεριλαμβανομένων βασικών κληρικών), με τον στρατό του Μάχντι να παίζει τον ρόλο της αστυνομίας.

Για το εγγύς μέλλον, αυτή η υπό διαμόρφωση κυβέρνηση είχε δύο βασικά καθήκοντα: να καταστήσει το Σαντρ Σίτι απρόσιτη στα αμερικανικά στρατεύματα (και σε όποιους συμμάχους μπορούσαν να συγκεντρώσουν μεταξύ των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων)∙ και να εγκαθιδρύσει τον «νόμο και τάξη» εντός των ορίων της. Αυτοί οι δύο στόχοι, αν επιτυγχάνονταν, θα προσέφεραν στο Σαντρ Σίτι μια επίφαση κανονικής ύπαρξης που είχε διακοπεί όταν η αμερικανική εισβολή ανέτρεψε το καθεστώς Χουσεΐν.

Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να λύσει τα ευρύτερα οικονομικά προβλήματα και τα προβλήματα υποδομών που εμπόδιζαν την ανασυγκρότηση και την αναγέννηση της ιρακινής κοινωνίας∙ τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο εάν και όταν η εθνική κυβέρνηση σταματούσε να αποτελεί μέρος του προβλήματος.

Εξετάζοντας πρώτα τη σχέση με τον αμερικανικό στρατό, παρατηρούμε ότι ο στρατός του Μάχντι υιοθέτησε μια σαφώς αμυντική στάση. Τα μέλη της πολιτοφυλακής σπάνια επιτίθενται σε αμερικανικές αυτοκινητοπομπές εκτός του Σαντρ Σίτι, ούτε εκτοξεύουν χειροβομβίδες σε αμερικανικές βάσεις που βρίσκονται γύρω από τη Βαγδάτη, δύο στρατηγικές που χρησιμοποίησαν τακτικά κατά τη διάρκεια των μαχών της Νατζάφ.

Από την άλλη πλευρά, μόλις οι Αμερικανοί εισέλθουν στο Σαντρ Σίτι, οι αλ-Μάχντι συνήθως αντιστέκονται σθεναρά. Είναι αποφασισμένοι να οριοθετήσουν περιοχές στις οποίες οι Αμερικανοί διστάζουν τουλάχιστον να εισέλθουν και, με την πάροδο του χρόνου, να καταστήσουν αυτές τις περιοχές περισσότερο ή λιγότερο άτρωτες στην αμερικανική εισβολή. Ο στόχος αυτός μπορεί να είναι ανέφικτος, με την έννοια ότι η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ θα τους επιτρέπει πάντα να εξαπολύουν επίθεση από αέρος ή αλλιώς να βαδίζουν μέσα στην κοινότητα συγκεντρώνοντας μια δύναμη επαρκούς μεγέθους∙ αλλά αν το αποτέλεσμα είναι οι Αμερικανοί να έρχονται σπάνια στο Σαντρ Σίτι και να μένουν για λίγο, τότε οι αντάρτες θα έχουν κερδίσει μια επαρκή νίκη για να προχωρήσουν στα ευρύτερα σχέδιά τους.

Ο Phillip Robertson, γράφοντας στο Salon.com, περιέγραψε το πώς αυτή η στρατηγική εφαρμόστηκε στην πράξη, όταν περιέγραψε την αντίδραση του λοχία Ρέτζι Μπάτλερ (του ανώτερου υπαξιωματικού της 1ης Διμοιρίας του 1ου Σώματος Τεθωρακισμένων) στις διαταγές να περιπολεί η μονάδα του σε μια από τις περιοχές του Σαντρ Σίτι που οι αλ-Μάχντι ήταν πιο αποφασισμένοι να υπερασπιστούν:

«Ο Μπάτλερ κατάλαβε αμέσως ότι οι αξιωματικοί του κέντρου επιχειρήσεων είχαν αναθέσει στην 1η Διμοιρία τη χειρότερη περιπολία στο γκέτο των Σιιτών, έναν κύκλο γύρω από ολόκληρη τη βόρεια πλευρά της πόλης. Ήταν επίσης μια προκλητική διαδρομή. Τα Bradleys θα περνούσαν σε απόσταση λίγων τετραγώνων από το τέμενος αλ-Χέκμα, ένα μέρος όπου ο στρατός αλ-Μάχντι έχει στήσει πολλές ενέδρες και πυροβολεί συνεχώς τις αμερικανικές περιπόλους”.»

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιπολίας, δεν υπήρξαν μάχες επειδή και οι δύο πλευρές παρέμειναν εντός ορισμένων ανομολόγητων ορίων. Οι Αμερικανοί δεν επιχείρησαν να αναζητήσουν έμπρακτα τους αντάρτες, αρκούμενοι σε ένα «στιγμιαίο σημείο ελέγχου», το οποίο περιελάμβανε «τον αποκλεισμό της κυκλοφορίας και προς τις δύο κατευθύνσεις, ενώ οι Ιρακινοί στρατιώτες έψαχναν αυτοκίνητα γεμάτα νεαρούς άνδρες». Οι παρατηρητές της αλ-Μάχντι, από την πλευρά τους, αρκέστηκαν στην παρακολούθηση της πορείας της περιπόλου:

«Σε κάθε μια από τις στάσεις, κάποιος πυροβόλησε μερικές φορές με καραμπίνα. “Όταν ακούς αυτό το ποπ-ποπ από ένα καλάσνικοφ, σε παρακολουθούν. Έτσι λένε σε όλους πού βρίσκεσαι”, εξήγησε ένας οπλίτης. Οι αόρατοι άνδρες μάς παρακολουθούσαν και συγκρατούσαν τα πυρά τους ... Τρεις ώρες αργότερα, η κατάπαυση του πυρός δεν είχε καταρρεύσει και η διμοιρία του Μπάτλερ έπρεπε να υπομείνει μόνο ένα χαλάζι από πέτρες που πετούσαν τα ιρακινά αγόρια. Δυσκολεύονταν να πιστέψουν την καλή τους τύχη».

Αλλά αυτή η «εκεχειρία» ήταν μόνο περιστασιακή. Αρκετές ημέρες νωρίτερα, είχε ξεσπάσει μια άγρια ανταλλαγή πυρών. Σε αυτή την περίπτωση, η περίπολος που εισέβαλε στο Σαντρ Σίτι είχε σκοπό να ερευνήσει μια κατοικία που οι Αμερικανοί υποπτεύονταν ότι χρησιμοποιούνταν για την πώληση όπλων. Ο Robertson περιέγραψε τα γεγονότα ως εξής:

«Σε έναν πολυσύχναστο δρόμο στο μέσο της ημέρας, οι άνθρωποι και η κίνηση εξαφανίστηκαν. Οι παρατηρητές του στρατού αλ-Μάχντι είχαν δει τους Αμερικανούς να έρχονται με την αυτοκινητοπομπή τους και έκαναν σήμα στους μαχητές, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν από σοκάκια και στέγες. Καθώς ο δρόμος άδειαζε, ένας βαριά οπλισμένος στρατιώτης ονόματι Μπάρον μου φώναζε από το πίσω μέρος του τελευταίου Bradley... “Το βλέπεις αυτό; Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Αυτό είναι κακό”.

Δευτερόλεπτα αφότου το είπε, ο δρόμος γύρω από τα Humvees εξαφανίστηκε μέσα σε σύννεφα σκόνης καθώς οι σφαίρες του στρατού αλ-Μάχντι έπεφταν στο έδαφος. Η σκόνη σηκώθηκε γύρω από τους τροχούς. Φαινόταν σαν τα Humvees να βυθίζονταν. Τα βαριά όπλα των οχημάτων έτρεμαν. Οι πυροβολητές που στέκονταν όρθιοι στα Humvees ανταπέδιδαν τα πυρά, αλλά ήταν δύσκολο να δει κανείς αν χτύπησαν κάποιον από τους μαχητές της αλ-Μάχντι που προσπαθούσαν να χτυπήσουν τη φάλαγγα. Ήταν μια μάχη με πυροβόλα όπλα σε έναν άδειο δρόμο εναντίον αόρατων ανδρών...

Όταν πέσαμε στην ενέδρα, οι στρατιώτες του 1ου Σώματος Τεθωρακισμένων ήταν καθ’ οδόν για να συναντήσουν την ιρακινή αστυνομία και να ερευνήσουν το σπίτι ενός εμπόρου όπλων. Καθώς η αυτοκινητοπομπή έφτασε στον δρόμο του εμπόρου, τα τέσσερα φορτηγά της ιρακινής αστυνομίας επιβράδυναν αλλά δεν σταμάτησαν. Οι Ιρακινοί υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούσαν την έρευνα, ενώ οι Αμερικανοί παρείχαν ασφάλεια... Με την ιρακινή αστυνομία να αγνοείται και τους ντόπιους να εκτοξεύουν ρουκέτες εναντίον της αυτοκινητοπομπής, ο Λόχος Άλφα εγκατέλειψε τον κλοιό και την έρευνα και κατευθύνθηκε προς τη βάση με 50 μίλια την ώρα, αποφεύγοντας οριακά μια βόμβα στην άκρη του δρόμου.»

Υπάρχουν τρία αξιοσημείωτα στοιχεία σε αυτό το γεγονός που αφορούν τη στρατηγική του στρατού του Μάχντι στο Σαντρ Σίτι. Πρώτον, αυτή η επιδρομή περιλάμβανε την εισβολή στο σπίτι κάποιου, μια από τις πιο προκλητικές πράξεις που αναλαμβάνει συνήθως ο αμερικανικός στρατός. (Για μια γλαφυρή περιγραφή της συνήθους διαδικασίας σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπε το ρεπορτάζ του Edmund Sanders στους Los Angeles Times, 5 Ιουλίου 2004). Οι κανόνες εμπλοκής για μια τέτοια ενέργεια απαιτούν το σπάσιμο της πόρτας (αντί να προειδοποιηθεί ο ύποπτος χτυπώντας) και μια εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά στο εσωτερικό∙ ενέργειες που εγκυμονούν την πιθανότητα μεγαλύτερης βίας, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, εάν οι κάτοικοι αντισταθούν ή ενεργήσουν με ύποπτο τρόπο. Οι κάτοικοι του Σαντρ Σίτι θεωρούν αυτή την τρομακτική διαδικασία μια αποτρόπαια επίθεση εναντίον αξιοσέβαστων μελών της κοινότητας.

Λόγω της διαβόητα λανθασμένης πληροφόρησης, οι ύποπτοι συνήθως δεν είναι ένοχοι για τίποτα∙ αλλά ακόμη και αν ο συγκεκριμένος ύποπτος ήταν έμπορος όπλων, οι γείτονές του δεν θα το θεωρούσαν έγκλημα. Εξάλλου, ένας έμπορος όπλων προμηθεύει τους γείτονές του με τα απαραίτητα όπλα για να αντισταθούν στο έγκλημα ή στους Αμερικανούς.

Επειδή η αντίσταση διαθέτει κατασκόπους μέσα στην ιρακινή αστυνομία, γνώριζαν τον προορισμό αυτής της επιχείρησης∙ μπόρεσαν να αποτρέψουν μια αμερικανική επίθεση εναντίον ενός αξιοσέβαστου κατοίκου της γειτονιάς και να δημιουργήσουν ένα αποτρεπτικό παράγοντα για μελλοντικές εισβολές σε σπίτια. Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις ενέργειες στη Νατζάφ και την Κάρμπαλα, όπου οι μάχες έγιναν μεταξύ μελών της πολιτοφυλακής και αμερικανικών στρατευμάτων, που και οι δύο δεν ζούσαν εκεί.

Δεύτερον, η διεξαγωγή της μάχης σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τους αντάρτες από απώλειες. Καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία στα κτίρια πάνω από τη φάλαγγα, οι αλ-Μάχντι ήταν σε θέση να πυροβολούν τους Αμερικανούς και τους Ιρακινούς στρατιώτες, ενώ χρησιμοποιούσαν τα κτίρια για να προστατευτούν από τον ανώτερο οπλισμό των αμερικανικών στρατευμάτων. Όπως το έθεσε ο Robertson, «ήταν μια μάχη με πυροβόλα όπλα σε έναν άδειο δρόμο εναντίον αόρατων ανδρών».

Συνήθως, οι αντάρτες προσπαθούσαν να αρχίσουν και να τελειώσουν τις μάχες πριν φτάσουν τα πυροβόλα, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για τους ίδιους και για τα κτίρια. Μπορούσαν εύκολα να κρύψουν τα όπλα τους και να παρουσιαστούν ως πολίτες για να αποφύγουν τη σύλληψη, μια στρατηγική που συχνά δεν απέδιδε στους συχνά εχθρικούς κατοίκους της πόλης της Νατζάφ. Αυτή η στάση προστασίας των στελεχών του αντάρτικου αντικατοπτρίζει την κλασική στρατηγική του αντάρτικου, η οποία επιδιώκει να δίνει μάχες οι οποίες μόνο όταν οι απώλειες μπορούν να περιοριστούν. (Φυσικά, αποκλείει εντελώς τις επιθέσεις αυτοκτονίας, μια στρατηγική που δεν εφαρμόστηκε από τους Σαντριστές).

Τρίτον, η κοινότητα προειδοποιήθηκε για την επικείμενη δράση και της δόθηκε η ευκαιρία να εκκενώσει την περιοχή. Η προσοχή μας εστιάζεται σε αυτό από τη δραματική παρατήρηση του Robertson: «σε έναν πολυσύχναστο δρόμο στη μέση της ημέρας, οι άνθρωποι και η κίνηση εξαφανίστηκαν». Εξαφανίστηκαν εξαιτίας των προειδοποιήσεων που εξέδωσαν οι αντάρτες ότι ετοιμαζόταν μάχη.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η προειδοποίηση των πολιτών προειδοποιούσε και τους Αμερικανούς, αφού οι ήσυχοι δρόμοι ήταν ένα σημάδι που το αμερικανικό 1ο Σώμα Τεθωρακισμένων το παρατήρησε και το κατάλαβε. Επομένως, ο στρατός του Μάχντι θυσίαζε το στοιχείο του αιφνιδιασμού προκειμένου να μειώσει τις απώλειες μεταξύ των αμάχων. Η εκκένωση των αμάχων από το πεδίο της μάχης είναι κεντρικό στοιχείο για τη νίκη σε έναν ανταρτοπόλεμο. Τα υψηλά επίπεδα απωλειών αμάχων αποξενώνουν τον τοπικό πληθυσμό (ακόμη και αν μισεί τον εισβολέα).

Αυτού του είδους η λογική είναι μέρος της εξήγησης για τον σχεδόν ομόφωνο σεβασμό προς τον Μουκτάντα αλ-Σαντρ στο Σαντρ Σίτι. Το κύρος του φαίνεται από το ακόλουθο περιστατικό που ανέφερε ο δημοσιογράφος της Washington Post, Scott Wilson, κατά τη διάρκεια περιπολίας που πραγματοποίησαν αμερικανικά και ιρακινά στρατεύματα:

«Μια φάλαγγα έξι αμερικανικών στρατιωτικών οχημάτων και ένα φορτηγό με καρότσα που μετέφερε στρατιώτες της ιρακινής εθνοφρουράς σταμάτησαν στην κίνηση δίπλα σε μια υπαίθρια αγορά. Ένα παιδί βγήκε από τους πάγκους στην άκρη του δρόμου, κρατώντας μια χάρτινη αφίσα του Μουκτάντα Σαντρ...

Στις μύτες των ποδιών του, το παιδί παρέδωσε την αφίσα στον Ιρακινό στρατιώτη που επόπτευε ένα πολυβόλο, ενώ οι Αμερικανοί στρατιώτες παρακολουθούσαν απογοητευμένοι. Ο Ιρακινός στρατιώτης, μέλος μιας νεοσύστατης δύναμης ασφαλείας που εκπαιδεύεται και χρηματοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κράτησε την εικόνα του Σαντρ ψηλά μπροστά στο πλήθος που συγκεντρώθηκε και ζητωκραύγαζε... “Αν τους το πάρουμε τώρα, όλο αυτό το μέρος θα εκραγεί”, δήλωσε ο λοχίας Άνταμ Μπράντλεϊ, 24 ετών, από το Γκολφ Σορς της Αλάσκα, ο οποίος παρακολουθούσε πίσω από το τιμόνι ενός Humvee». (6 Ιουλίου 2004)

Η στρατηγική του Στρατού του Μάχντι έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον προσανατολισμό που έχει υιοθετήσει μεγάλο μέρος της ιρακινής αντίστασης. Πολλές ομάδες προσπαθούν να υπονομεύσουν τη βιωσιμότητα του στρατού κατοχής επιτιθέμενες σε νηοπομπές και βάσεις προκειμένου να προκαλέσουν απώλειες, δίνοντας μάχες διαρκείας που έχουν σχεδιαστεί για να καταναλώσουν τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών των Αμερικανών και βομβαρδίζοντας νηοπομπές εφοδιασμού προκειμένου να στερήσουν από το στρατό τα απαραίτητα πυρομαχικά. Η πρόθεσή τους είναι να εξαντλήσουν τον στρατό και τον αμερικανικό λαό κάνοντας τον πόλεμο ακριβό από κάθε άποψη.

Η στρατηγική των Σαντριστών εγκαταλείπει όλους αυτούς τους στόχους υπέρ της χάραξης απελευθερωμένων περιοχών απαλλαγμένων από την αμερικανική επιρροή και –κυρίως– απαλλαγμένων από τον όλεθρο και την καταστροφή που προκαλούν οι διάφορες δραστηριότητες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Περιλαμβάνει την απόσυρση στο Σαντρ Σίτι, χωρίς να εμπλακούν σε μάχες ή ακόμη και διαδηλώσεις εκτός των ορίων του, αλλά δημιουργώντας ένα ισχυρό αποτρεπτικό μέσο κατά των επιδρομών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.

 

Η Δυαδική Κυβέρνηση των Σαντριστών

Εφόσον αυτή η στρατιωτική στρατηγική είναι επιτυχής, επιτρέπει τη δημιουργία μιας βιώσιμης κυβερνητικής δομής. Ο δημοσιογράφος της Knight Ridder, Tom Lasseter, περιέγραψε πώς φαίνεται αυτό στην πράξη:

«Από τη διευθέτηση της κυκλοφορίας μέχρι την οργάνωση αιμοδοσιών, η πολιτοφυλακή που ελέγχεται από τον φανατικό ιερωμένο Μουκτάντα αλ-Σαντρ παίρνει τον έλεγχο της μεγαλύτερης γειτονιάς της Βαγδάτης, ακόμη και όταν Ιρακινοί και Αμερικανοί αξιωματούχοι ζητούν από την ομάδα να διαλυθεί. Το γραφείο του Αλ-Σαντρ, και όχι το ταλαιπωρημένο αστυνομικό τμήμα, είναι συχνά ο πρώτος σταθμός για τους κατοίκους του Σαντρ Σίτι που θέλουν να καταγγείλουν ένα έγκλημα σε αυτή την πολύβουη φτωχογειτονιά των τριών εκατομμυρίων κατοίκων.

“Ποιος διοικεί το Σαντρ Σίτι; Μόνο ο στρατός του Μάχντι”, δήλωσε ο Άλι Κασίμ, ο οποίος εργάζεται σε ένα παγωτατζίδικο σε μια από τις σκονισμένες λεωφόρους της περιοχής...

Το πρωί της Τρίτης, η ιρακινή αστυνομία κοντά στο κέντρο της Βαγδάτης συνέλαβε τουλάχιστον 500 Ιρακινούς σε μια επιχείρηση συλλήψεων με στόχο μικροαπατεώνες και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, αλλά η επιχείρηση δεν επεκτάθηκε στο Σαντρ Σίτι. Για να γίνει αυτό θα χρειαζόταν η συνεργασία του Στρατού του Μάχντι. “Αν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτή την πόλη, θα το διορθώσουν”, δήλωσε ο Τζασέμ Τζαμπέρ, ένας ιρακινός αστυνομικός που έχει τοποθετηθεί στο Σαντρ Σίτι... Οι περισσότεροι κάτοικοι που ρωτήθηκαν είπαν ότι ο Στρατός του Μάχντι –που πήρε το όνομά του από τον σιίτη μουσουλμάνο μεσσία– δεν χρειάζεται πλέον να φέρουν όπλα, επειδή αυτός είναι ο υπεύθυνος.» (Houston Chronicle, 17 Ιουλίου 2004)

Ο Christian Parenti, σε ένα εμπεριστατωμένο άρθρο του Nation το έθεσε πιο ωμά:

«Αν υπάρχει κάτι σαν “πρόοδος” στο Ιράκ, αυτή λαμβάνει χώρα εδώ, στο παρασκήνιο, στα συντρίμμια της κατοχής. Οι οπαδοί του Σαντρ, παρά τα πολλά ελαττώματά τους, συμπεριλαμβανομένης της τραμπούκικης συμπεριφοράς και του μισογυνισμού, έχουν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της όποιας τάξης υπάρχει σε αυτό το ρημαγμένο γκέτο».

Αυτή η διεκδίκηση του Στρατού του Μάχντι ως ραχοκοκαλιά του νόμου και της τάξης δεν είναι ένας απλός σφετερισμός της εξουσίας από μια ένοπλη συμμορία. Οι Σαντριστές, όπως και οι περισσότεροι επιτυχημένοι αντάρτικοι στρατοί, είναι ο βραχίονας επιβολής ενός πολιτικά ελεγχόμενου επαναστατικού κινήματος. Ο Parenti παρέχει ένα ζωντανό στιγμιότυπο του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί αυτή η ευρύτερη δομή στην περιγραφή ενός αξιωματούχου των Σαδριστών στη συνοικία Αλ-Θάουρα του Σαντρ Σίτι:

«Προσπαθώ να συναντήσω τον τοπικό αντιπρόσωπο του Μουκτάντα, έναν 29χρονο σεΐχη ονόματι Χασάν Εντάρι, αλλά αυτός διαφεύγει. Το Πρώτο Σώμα τον θέλει νεκρό ή ζωντανό. Οι δύο προκάτοχοί του βρίσκονται ήδη στο Αμπού Γράιμπ. Πριν λίγες εβδομάδες, αμερικανικά τανκς ανατίναξαν αυτό το γραφείο. Η ανοικοδόμηση [του γραφείου] ξεκίνησε την επόμενη μέρα τα ξημερώματα.»

Όταν ο Εντάρι έφτασε ξαφνικά στο γραφείο του αργότερα εκείνη την εβδομάδα, ακουγόταν και συμπεριφερόταν όπως οι άλλοι πολιτικοί:

Ένα πλήθος από αιτούντες περνούσε μέσα από το μικρό γραφείο του Εντάρι, ζητώντας συμβουλές, χρήματα και επιστολές. Ένας από αυτούς ζει σε έναν καταυλισμό εσωτερικά εκτοπισμένων και δεν έχει στέγη. Μπορεί η οργάνωση να βοηθήσει; Ο Εντάρι λέει: «Δεν έχω αρκετούς ανθρώπους για να πάω να ερευνήσω το αίτημά σας. Αλλά αν μπορείτε να βρείτε έναν θρησκευτικό σεΐχη στην περιοχή σας για να γράψει μια επιστολή εκ μέρους σας, τότε ελάτε ξανά».

Ένας νεαρός γιατρός εξηγεί ότι μια ομάδα εργαζομένων στον τομέα της ιατρικής έχει κάποια χρήματα και θέλει να ανοίξει ένα φαρμακείο δωρεάν ή χαμηλού κόστους για να εξυπηρετεί τον κόσμο. Μπορεί το γραφείο να συνεισφέρει κάποια χρήματα; Ο σεΐχης σκύβει κοντά και παίζει με τη σειρά από μαύρες χάντρες προσευχής του καθώς ο νεαρός μιλάει. Τελικά, λέει στον γιατρό ότι ο Χουσεΐν, ο φίλος μας ο χάκερ [και διερμηνέας του Parenti], μπορεί να βοηθήσει την κλινική με τους υπολογιστές της. Ο Χουσεΐν και ο γιατρός ανταλλάσσουν τηλέφωνα.

Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία σε αυτή την κατάσταση που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο ανταρτοπόλεμος συνδέεται ουσιαστικά με μια ευρύτερη πολιτική δομή.

Το πιο ορατό είναι το γεγονός ότι ο Εντάρι είναι η αποδεκτή πολιτική εξουσία. Ενώ τέτοιου είδους αιτήματα, κατ’ αρχήν, θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην διορισμένη από τις ΗΠΑ προσωρινή διοίκηση, στην πράξη σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής προσβλέπουν μόνο στους Σαντριστές.

Σχεδόν εξίσου ορατή είναι η ακραία φτώχεια των πόρων του Εντάρι. Δεν είναι σε θέση να βοηθήσει έναν σαφώς αξιόλογο ιατρικό σκοπό, παρά μόνο να παράσχει δωρεά συμβουλές για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτό αποτελεί σύμπτωμα τόσο της φτώχειας του Σαντρ Σίτι όσο και του γεγονότος ότι η αντάρτικη κυβέρνηση δεν έχει ασφαλή μέσα συσσώρευσης πόρων. (Θα πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι σε γενικές γραμμές έχουν αρνηθεί να αποσπάσουν χρήματα από την κοινότητα μέσω της καταναγκαστικής δύναμης του αλ-Μάχντι – ένα λάθος που έκαναν κάποιοι στρατιώτες του αλ-Μάχντι στη Νατζάφ).

Κάπως λιγότερο ορατή είναι η υπόλοιπη διοικητική δομή. Ο Εντάρι παραπέμπει τον εσωτερικά εκτοπισμένο κάτοικο στον τοπικό του κληρικό, ο οποίος πρέπει να επικυρώσει το αίτημα προτού το διαβιβάσει. Αυτό θα μπορούσε εύκολα να είναι μια παρελκυστική ενέργεια (όπως συμβαίνει με τόσους άλλους δημόσιους λειτουργούς), αλλά αποκαλύπτει επίσης την ύπαρξη μιας περίπλοκης φυλετικής και κληρικής δομής που αποτελεί τον σκελετό της διπλής κυβέρνησης.

Αν και οι πόροι είναι πενιχροί και η παρουσία του Εντάρι γίνεται επεισοδιακή λόγω του καθεστώτος του «καταζητούμενου, νεκρού ή ζωντανού», η δυαδική κυβέρνηση είναι ωστόσο ορατή και προσιτή στην τοπική κοινότητα. Όσο οι αποφάσεις του είναι δίκαιες, όσο η εξουσία του υποστηρίζεται τόσο από τον στρατό του Μάχντι όσο και από σεβαστούς ηγέτες της κοινότητας, και όσο μπορεί να αποφύγει τα νύχια των Αμερικανών, ο σεΐχης Εντάρι θα διατηρήσει πιθανότατα τη νομιμοποίηση μεταξύ των ψηφοφόρων του – μια νομιμοποίηση την οποία αρνούνται με επιθετικό τρόπο οι Αμερικανοί και η διορισμένη από αυτούς Προσωρινή Διοίκηση.

 

Νόμος και τάξη στην πόλη Σαντρ

Ο σεΐχης Εντάρι είναι ένα στοιχείο ενός πολύ ευρύτερου συστήματος διοίκησης με επικεφαλής το Συμβούλιο των Φυλών, ένα νομοθετικό σώμα που αποτελείται από 28 μέλη. Το Συμβούλιο εξέδωσε το πιο δραματικό του διάταγμα τον Ιούνιο του 2004 ως απάντηση σε ένα έτος προβληματικής δημόσιας τάξης μετά την πτώση του Χουσεΐν. (Αν και η τάξη αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό το φθινόπωρο του 2003 μετά τη συγκρότηση του στρατού του Μάχντι, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα όταν οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν τις επιχειρήσεις τους για την εξόντωση των αλ-Μάχντι).

Το νέο διάταγμα, που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια σε όλο το Σαντρ Σίτι, προσπάθησε να αντιστρέψει αυτή την τάση με εκτεταμένες απαγορεύσεις σε ένα τρομακτικό φάσμα αντικοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα επιβάλλονταν από το στρατό του αλ-Μάχντι και θα τιμωρούνταν με θάνατο (NY Times, 16 Ιουλίου 2004). Μεταξύ των αδικημάτων ήταν:

Το έγκλημα του δρόμου, ιδίως η κλοπή (συνηθισμένο φαινόμενο των εγκληματιών του δρόμου που μεταπωλούν κλεμμένα οχήματα ή/και το περιεχόμενο κλεμμένων φορτηγών), η απαγωγή (μια επικερδής και διαδεδομένη εγκληματική δραστηριότητα που στοχεύει σε εύπορους πολίτες, οι οποίοι πληρώνουν έως και 50.000 δολάρια για να ελευθερώσουν μέλη της οικογένειάς τους) και η ληστεία (τόσο από εμπορικές εγκαταστάσεις όσο και από μεμονωμένα σπίτια). Το έγκλημα του δρόμου είναι, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, αυτό που οι περισσότεροι Ιρακινοί θεωρούν το χειρότερο πρόβλημα του Ιράκ μετά τον Σαντάμ.

Πολιτικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων τόσο της συνεργασίας με την αμερικανική κυβέρνηση όσο και των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Το φυλλάδιο αναφερόταν συγκεκριμένα σε μέλη της Αλ Κάιντα, καθώς και σε Ουαχάμπι που ανατράφηκαν τοπικά και σε πιστούς του Σαντάμ. Αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως αντι-Σουνιτικός σεχταρισμός∙ οι Σαντριστές υποστήριξαν φραστικά και φυσικά τους Σουνίτες αντάρτες στη Φαλούτζα και αλλού.

Ηθικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της πορνείας, της μαστροπείας, της πορνογραφίας, του τζόγου και της πώλησης αλκοόλ. Τα εγκλήματα αυτά αντικατοπτρίζουν το βαθύ ρίζωμα του ισλαμικού φονταμενταλισμού που αποτελεί βασικό μέρος του κινήματος των Σαντριστών.

Υπάρχουν διάφορα αξιοσημείωτα στοιχεία αυτής της πολιτικής. Πρώτον, ο κατάλογος κυκλοφόρησε τόσο πλατιά ώστε ακόμη και τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης τον έλαβαν υπόψη τους. Η ευρεία κυκλοφορία αντανακλά την εμπιστοσύνη της ηγεσίας των Σαντριστών ότι η εκστρατεία θα έβρισκε την αποδοχή των κατοίκων της περιοχής.

Δεύτερον, ο κατάλογος των εγκλημάτων, ιδίως των ηθικών εγκλημάτων όπως η πώληση οινοπνευματωδών ποτών, ήταν κάτι παραπάνω από ελαφρώς προσβλητικός για τις δυτικές ευαισθησίες. Θα ασχοληθούμε εκτενώς με το θέμα αυτό παρακάτω, αλλά στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι η εξαιρετικά εχθρική στάση απέναντι σε αυτά τα ηθικά εγκλήματα είναι οργανικό στοιχείο της κοινότητας του Σαντρ Σίτι και όχι κάτι που επιβλήθηκε από έξω.

Ενώ πολλοί Ιρακινοί είναι κοσμικοί και αντιτίθενται σε τέτοιους νόμους, η κοινότητα του Σαντρ Σίτι κυριαρχείται από φυλετικούς ηγέτες, κληρικούς και πολίτες των οποίων η φονταμενταλιστική εκδοχή του Ισλάμ υποστηρίζει τέτοιες απαγορεύσεις (ακόμη και αν κάποιοι ή οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν την τιμωρία υπερβολική – βλ. παρακάτω). Για τους περισσότερους κατοίκους του Σάντρ Σίτι, επομένως, η ηθική που εκφράζεται σε αυτό το φυλλάδιο είχε μεγάλη απήχηση∙ δεν προκάλεσε την αποστροφή που ένιωσαν οι περισσότεροι δυτικοί παρατηρητές.

Τρίτον, η θανατική ποινή για την κλοπή είναι τουλάχιστον υπερβολική, ενώ είναι αφάνταστα βάναυση για τον τζόγο ή την πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Οι ίδιοι οι Σαντριστές προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν πολύ λιγότερο δραστικά (αλλά συχνά εξαιρετικά βίαια) μέσα για την επιβολή του νέου τους νομικού συστήματος. Ωστόσο, όσο οι Αμερικανοί έλεγχαν το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, οι Σαντριστές δεν είχαν τρόπο να κρατούν κρατούμενους ή να τους τιμωρούν με τις συνήθεις δικαστικές κυρώσεις. Επομένως, η ικανότητά τους να απειλούν τους δράστες εξαρτιόταν από τιμωρίες που μπορούσαν να επιβληθούν χωρίς δικαστήρια και φυλακές. Οι περισσότερες τέτοιες τιμωρίες είναι ηθικά επιλήψιμες. (Περισσότερα σχετικά με αυτό παρακάτω.)

Τέταρτον, για τους περισσότερους κατοίκους του Σαντρ Σίτι τα ηθικά εγκλήματα ήταν δευτερεύοντα σε σχέση με την υπόσχεση ότι ο στρατός του Μάχντι θα ενεργούσε αποφασιστικά κατά του πιο διαδεδομένου προβλήματος που αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι στο Ιράκ: το έγκλημα στους δρόμους. Σε μια έρευνα που διεξήχθη (ειρωνικά από την αμερικανική προσωρινή κυβέρνηση) την ίδια περίπου εποχή, ένα συντριπτικό ποσοστό των κατοίκων της Βαγδάτης είχε καταγράψει την προσωπική ασφάλεια ως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε (http://wid.ap.org/documents/iraq/cpapoll_files/frame.htm).

Το έγκλημα του δρόμου (όπως οι ληστείες, οι αρπαγές και οι απαγωγές) ήταν μακράν το σημαντικότερο∙ οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί (αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί σχεδιασμένοι να καταστρέφουν αμερικανικά οχήματα και άρματα μάχης, οι οποίοι όμως πολύ συχνά τραυματίζουν ή σκοτώνουν και πολίτες) ήρθαν στη δεύτερη θέση∙ και τα ίδια τα αμερικανικά στρατεύματα (των οποίων οι απερίσκεπτοι πυροβολισμοί κάθε φορά που κυνηγούσαν αντάρτες ευθύνονταν για ένα σημαντικό ποσοστό τραυματισμών πολιτών) ήταν στην τρίτη θέση. (Η καταστροφική χρήση των πολεμικών αεροσκαφών και των βομβαρδιστικών δεν είχε ακόμη αρχίσει όταν ολοκληρώθηκε αυτή η έρευνα).

Ο στρατός του Μάχντι πρότεινε να εξαλείψει και τα τρία: συλλαμβάνοντας ή/και εκτελώντας εγκληματίες του δρόμου, εκδιώκοντας την Αλ-Κάιντα και άλλους τρομοκράτες που ήταν υπεύθυνοι για τους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και κρατώντας τις αμερικανικές δυνάμεις μακριά από την κοινότητα (βλ. το άρθρο μου για την εγκληματικότητα, ZNet, 18 Ιουλίου 2004).

 

Οι Σαντριστές και το έγκλημα του δρόμου

Τις επόμενες ημέρες, ο στρατός αλ-Μάχντι διαφήμισε με υπερηφάνεια τα αποτελέσματα της εκστρατείας επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης ενός οργανωμένου κυκλώματος κλεφτών που έκλεβε από μια αποθήκη τροφίμων που εξυπηρετούσε την τοπική κοινότητα. Αντί να εκτελέσουν αυτούς τους κλέφτες, τους παρέδωσαν στην ιρακινή αστυνομία, μια επιλογή που τους παρείχαν οι οιονεί συμβιωτικές σχέσεις τους με τις επίσημες αρχές επιβολής του νόμου. (NY Times, 17/7/04)

Η πολυπλοκότητα της λειτουργίας της αστυνόμευσης του αλ-Μάχντι καταδεικνύεται από τον χειρισμό μιας κρίσης που προέκυψε από τον σεΐχη Εντάρι, ενώ ο Michael Parenti παρακολουθούσε την εργασία του στο γραφείο του:

«Κάποιοι ιδρωμένοι άνδρες του Μάχντι ορμούν μέσα. Μόλις έπιασαν πλιατσικολόγους με τέσσερα κλεμμένα φορτηγά γεμάτα ζάχαρη. Αποδεικνύεται ότι τα φορτηγά ανήκουν σε μια ευρωπαϊκή ΜΚΟ, όχι στην κυβέρνηση ή σε κάποια πλούσια εταιρεία. Ο σεΐχης θέλει τα οχήματα και τη ζάχαρη να επιστραφούν, μέσω της αστυνομίας, στη ΜΚΟ.

“Έχουμε τα φορτηγά στην αποθήκη. Μπορούμε να τα παραδώσουμε αύριο;” ρωτάει ο εύσωμος άντρας του Μάχντι που είναι υπεύθυνος για τη σύλληψη. Φοράει μια βρώμικη φανέλα ποδοσφαίρου. “Είμαι ο υπηρέτης σας. Έχω δώσει όλη μου τη ζωή στη θρησκεία, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να το κάνω αυτό απόψε”. ...

Ο Εντάρι απομακρύνεται από τους άνδρες στο γραφείο του και σφίγγει ένα τμήμα από τις μαύρες χάντρες προσευχής του και μετά μετράει τις μικρές γυάλινες μπάλες. “Ζητάει από τον Θεό” συμβουλές. Μια ζυγή χάντρα σημαίνει ναι, μια μονή σημαίνει όχι. “Όχι! Όχι! Απολύτως όχι”, αναπηδά ο σεΐχης από το γραφείο, με το εξωτερικό μαύρο ράσο του να γλιστράει από τον έναν ώμο. Απευθύνεται στον ιδρωμένο άντρα. “Τα φορτηγά πρέπει να επιστραφούν απόψε. Αν τα φορτηγά δεν κινηθούν τώρα, θα κατηγορηθούμε. Ή θα το κάνετε τώρα ή θα φύγετε και δεν θα το κάνετε καθόλου. Θα βρω κάποιον άλλο”. Ο σεΐχης είναι φορτισμένος από το άγχος αλλά αξιοπρεπής.

“Είμαι υπηρέτης σου, όπως επιθυμείς”, λέει ο τύπος του Μάχντι, αλλά φαίνεται τσαντισμένος καθώς αυτός και το απόσπασμά του βγαίνουν έξω για να ασχοληθούν με τα φορτηγά.»

Πολλά αποκαλύπτονται εδώ:

Η σκηνή αυτή υπογραμμίζει τον έλεγχο του στρατού του Μάχντι από τους πολίτες. Διαλύει την εικόνα του αλ-Μάχντι ως απείθαρχων φανατικών που υπαγορεύουν σε έναν δειλό άμαχο πληθυσμό. Αντίθετα, οι στρατιώτες του αλ-Μάχντι ακολουθούν τις εντολές μιας θρησκευτικής/πολιτικής αρχής, όπως οι κανονικές επιχειρήσεις της κυβέρνησης των πόλεων.

Η απόφαση του Εντάρι αποδεικνύει ότι η αντάρτικη κυβέρνηση λειτουργεί μέσα σε ένα λογικό νομικό πλαίσιο. Εάν ο ιδιοκτήτης των φορτηγών ήταν η κυβέρνηση, ή οι Ηνωμένες Πολιτείες, ή «κάποια πλούσια εταιρεία» (διάβαζε, «μη-ιρακινή εταιρεία»), τότε το φορτηγό και το περιεχόμενό του θα μπορούσαν να κατασχεθούν και να χρησιμοποιηθούν από την αντάρτικη κυβέρνηση. Εφόσον το φορτηγό ανήκε σε ΜΚΟ, έπρεπε να επιστραφεί.

Ο φαινομενικός παραλογισμός διαλύεται αν αναφερθούμε σε αυτό το γεγονός του πολέμου: η ιρακινή διοίκηση, η αμερικανική κατοχή και οι πολυεθνικές εταιρείες είναι όλοι μέρος της κατοχικής δύναμης και επομένως του εχθρού. Από αμνημονεύτων χρόνων, οι εμπόλεμες χώρες κατάσχουν τα αγαθά του εχθρού τους, ακόμη και όταν αυτά είχαν πρώτα αφαιρεθεί παράνομα από πειρατές ή κλέφτες.

Η επιμονή του Εντάρι στην άμεση επιστροφή των φορτηγών αποκαλύπτει την πολιτική ανησυχία του για την κοινή γνώμη. Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να οδηγήσει τους κατοίκους της κοινότητας να θεωρήσουν ότι οι ίδιοι οι αντάρτες εμπλέκονται στην κλοπή. Δηλαδή, ο Εντάρι είναι αποφασισμένος να πείσει τους υποστηρικτές του ότι η τοπική αρχή ακολουθεί τόσο μια ευρύτερη ηθική όσο και τους δικούς της νόμους.

Η διαβούλευση του Εντάρι με τον Θεό είναι κάτι περισσότερο από συμβολική∙ αντιπροσωπεύει το πάντρεμα της θρησκείας και της κυβέρνησης. Η διπλή κυβέρνηση που στήνουν οι Σαντριστές είναι ενσωματωμένη στο σιιτικό Ισλάμ, και οι υπάλληλοι εργάζονται ταυτόχρονα ως κληρικοί και ως κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Αυτή η ενσωμάτωση αποτελεί πηγή μεγάλων παραπόνων από τους κοσμικούς Ιρακινούς και βασικό σημείο καταδίκης από την κατοχή.

Όταν οι Αμερικανοί δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τις λεηλασίες μετά την πτώση της κυβέρνησης Χουσεΐν, οι στρατιώτες αλ-Μάχντι συγκροτήθηκαν από τους τοπικούς κληρικούς ως εναλλακτικοί φορείς επιβολής του νόμου (Miami Herald, 13/4/04). Η εξέγερση τον Απρίλιο του 2004 τους μετέτρεψε σε εξεγερσιακό σιιτικό στρατό, αλλά διατήρησαν τόσο την αστυνομική τους λειτουργία όσο και την υποταγή τους στην πολιτική εξουσία. Μέχρι την άνοιξη του 2004 τα αστυνομικά τους διαπιστευτήρια ήταν τόσο κατοχυρωμένα που οι αλ-Μαχντί συχνά περιπολούσαν στις γειτονιές τους ή κατεύθυναν την κυκλοφορία χωρίς πυροβόλα όπλα (Washington Post, 9 Ιουλίου 2004).

 

Οι Σαντριστές και η αστυνομία

Η τοπική επαναστατική ηγεσία συνεργάζεται με την αστυνομία σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος (όπως η εγκληματικότητα στους δρόμους και ο έλεγχος της κυκλοφορίας), αλλά επιτίθεται ανελέητα στην αστυνομία όταν αυτή συμμετέχει σε προσπάθειες των Αμερικανών να εισέλθουν στην κοινότητα ή επιτίθεται στους αντάρτες. Είδαμε ήδη ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2004, η αστυνομία άφησε την επιβολή της ποινικής δίωξης στο Σαντρ Σίτι στους αλ Μάχντι και ότι οι Σαντριστές παρέδωσαν τους συλληφθέντες εγκληματίες στην αστυνομία αντί να τους εκτελέσουν.

Αν αυτό ήταν το καρότο της συνεργασίας, είδαμε επίσης το ραβδί της βίαιης αντιπαράθεσης. Στην αποτυχημένη προσπάθεια σύλληψης του ύποπτου εμπόρου όπλων, η ιρακινή αστυνομία πέρασε ακριβώς δίπλα από το σπίτι, προκειμένου να αποφύγει την αναπόφευκτη μάχη αν επιχειρούσε να ολοκληρώσει την επιχείρηση. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν η αστυνομία δεν απέφευγε ή δεν μπορούσε να αποφύγει τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούσαν οι Αμερικανοί, οι αλ-Μαχντί τους πολεμούσαν με την ίδια σφοδρότητα που πολεμούσαν τους Αμερικανούς. (Scott Wilson, Washington Post, 7/5/04)

Σε ένα περιστατικό, οι Σαντριστές συνυπήρχαν ειρηνικά με ένα ιρακινό αστυνομικό τμήμα μέχρι που οι Αμερικανοί το χρησιμοποίησαν ως σημείο εκκίνησης για μια εισβολή στην κοινότητα. Την επόμενη μέρα, το τμήμα δέχτηκε επίθεση και κάηκε ολοσχερώς.

Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχουν επανειλημμένα αναφέρει την απροθυμία των ιρακινών στρατιωτικών δυνάμεων να πολεμήσουν τους αντάρτες. Σε μια περίπτωση, μια απόπειρα παγίδευσης ανταρτών με τοποθέτηση βομβών ακυρώθηκε επειδή «τα ιρακινά στρατεύματα αρνήθηκαν να συμμετάσχουν». Ο Αμερικανός διοικητής κατέληξε στο συμπέρασμα: «Δεν θέλουν να δουλέψουν», αλλά τα ίδια στρατεύματα εργάστηκαν σκληρά σε άλλες αποστολές. (Washington Post, 9 Ιουλίου 2004). Το πρόβλημα δεν είναι η δειλία, αλλά η απροθυμία να αντιμετωπιστούν οι αντάρτες. Σε μια σπάνια στιγμή δημόσιας ειλικρίνειας, ο Ιρακινός ταγματάρχης Μεχντί Αζίζ δήλωσε στον δημοσιογράφο των New York Times Ian Fisher: «Δεν πρόκειται να πολεμήσουμε τους ανθρώπους μας». Ή, όπως έγραψε η δημοσιογράφος Anne Barnard στην International Herald Tribune:

«Αστυνομικοί όπως ο 20χρονος Ραζάκ Αμπντελκαρίμ λένε ότι οι φίλοι και οι γείτονές τους είναι μέλη του Στρατού του Μάχντι και ότι η αστυνομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη συγκατάθεσή τους. “Βρισκόμαστε στη μέση”, ανέφερε. “Αν ενταχθούμε στον Στρατό του Μάχντι, οι Αμερικανοί θα μας σκοτώσουν, και αν πάμε και συνεργαστούμε με τους Αμερικανούς, ο Στρατός του Μάχντι θα μας σκοτώσει”.» (6 Σεπτεμβρίου 2004)

Το πρόβλημα της άρνησης της αστυνομίας να πολεμήσει τους αντάρτες έγινε τόσο διαδεδομένο που έδωσε αφορμή για μια ιστορία που μπορεί να είναι ψεύτικη για [εκτελέσεις] από τον πρωθυπουργό Αλάουι, την οποία ανέφερε ο Paul McGeough της Sydney Morning Herald. Ο McGeough μίλησε με τρεις αυτόπτες μάρτυρες της υποτιθέμενης εκτέλεσης επτά υπόπτων ανταρτών από τον Αλάουι. Σύμφωνα με έναν από τους αυτόπτες μάρτυρες:

«“Οι κρατούμενοι ήταν στον τοίχο και εμείς στεκόμασταν στην αυλή όταν ο υπουργός Εσωτερικών είπε ότι θα ήθελε να τους σκοτώσει όλους επί τόπου. Ο Αλάουι είπε ότι τους άξιζε κάτι χειρότερο από τον θάνατο – αλλά τότε έβγαλε το πιστόλι από τη ζώνη του και άρχισε να τους πυροβολεί”.

Αναπαριστώντας τις δολοφονίες, ένας μάρτυρας στάθηκε τρία με τέσσερα μέτρα μπροστά από έναν τοίχο και κούνησε το τεντωμένο χέρι του σε ένα σταθερό τόξο, από αριστερά προς τα δεξιά, τραβώντας τον καρπό του για να μιμηθεί την ανάκρουση καθώς έπεφτε κάθε σφαίρα. Στη συνέχεια σήκωσε το χέρι στο μέτωπό του, λέγοντας: “Ήταν πολύ κοντά. Ο καθένας πυροβολήθηκε στο κεφάλι”.» (16/7/04, www.smh.com.au.)

Ανεξάρτητα από το αν αυτό το περιστατικό συνέβη πραγματικά ή όχι, το σκεπτικό της ενέργειας είναι το πιο σημαντικό. Ένας από τους μάρτυρες, υπερασπιζόμενος την πράξη, δήλωσε:

«Ο Αλάουι ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στους αστυνομικούς και τους στρατιώτες του να μη φοβούνται αν σκοτώσουν κάποιον – ειδικά, να μην ανησυχούν για την εκδίκηση των φυλών. Είπε ότι θα υπάρξει εντολή από τον ίδιο και το υπουργείο Εσωτερικών ότι όλοι θα είναι πλήρως προστατευμένοι».

Αυτό το περιστατικό (ή ο μύθος του) είναι μια πειστική μαρτυρία για τη δύναμη του αντάρτικου κινήματος, όχι μόνο στο Σαντρ Σίτι, αλλά και σε όλες τις περιοχές όπου η αντίσταση έχει επικρατήσει. Η ιρακινή αστυνομία είναι απρόθυμη, αντιστέκεται και ακόμη και στασιάζει όταν της ζητείται να πολεμήσει τους αντάρτες που έχουν τοπική βάση, επειδή οι ίδιοι είναι μέλη των κοινοτήτων που τρέφουν, προστατεύουν και επικροτούν τους αντάρτες.

 

Οι Σαντριστές και τα ηθικά εγκλήματα

Επειδή η προσωρινή κυβέρνηση είναι κοσμική και επειδή οι Αμερικανοί αποδοκιμάζουν τόσο το περιεχόμενο όσο και τη σκληρότητα της ισλαμικής ηθικής, οι αλ Μάχντι δεν μπορούν να παραδώσουν τους παραβάτες των ηθικών κανόνων στην ιρακινή αστυνομία. Κατά συνέπεια, η ad hoc επιβολή των κανόνων αυτών τείνει προς την αυτοδικία.

Αυτό καταδεικνύεται από ένα διάταγμα του Ιουλίου του 2004, σύμφωνα με το οποίο όλα τα καταστήματα στη συνοικία Καντιμίγια σταμάτησαν να πωλούν αλκοόλ εντός 48 ωρών, προσθέτοντας ότι «αλκοόλ, τραγούδια και πόρνες» δεν επιτρέπονταν πλέον σε αυτό που στο εξής θα ήταν μια «ιερή» ζώνη (Washington Post, 20/7/04). Αυτή η φιλοσοφία επιβολής εξηγήθηκε από τον Μάλεκ Σουουάντι αλ Μοχαμαντάουι, έναν σεΐχη της φυλής που βοήθησε στη σύνταξη της αρχικής διακήρυξης που απαγόρευε την πώληση οινοπνευματωδών ποτών: «Αν παραδεχτούν ότι κάνουν κάτι κακό και πουν ότι θα το σταματήσουν, αυτό θα είναι μια χαρά. Αλλά αν δεν σταματήσουν, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις τιμωρίες». (NY Times, 16/7/04)

Τις επόμενες ημέρες, πολλά καταστήματα εξαφάνισαν τα οινοπνευματώδη από τις προσφορές τους, ενώ κάποια από αυτά που αρνήθηκαν, πυρπολήθηκαν. Τουλάχιστον ένας ιδιοκτήτης καταστήματος έχασε τη ζωή του σε αυτές τις επιθέσεις. Σε ένα ακόμη πιο θεαματικό περιστατικό, οι Σαντριστές κατεδάφισαν ένα χωριό γνωστό για τη σεξουαλική ελευθεριότητα:

«Μια σιιτική πολιτοφυλακή πιστή στον ριζοσπάστη κληρικό Μουκτάντα Σαντρ εξαφάνισε ένα μεγάλο χωριό στο κεντρικό Ιράκ που αρνήθηκε να ακολουθήσει το πουριτανικό της δόγμα, σκοτώνοντας πολλούς από τους κατοίκους του και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να φύγουν. Εκατοντάδες πολιτοφύλακες από την ομάδα του Στρατού του Μάχντι πολιόρκησαν την κωμόπολη Καουάλι, 10 χιλιόμετρα νότια της πόλης Ντιουανίγια, με όλμους και έσπασαν τους τοίχους με βαριοπούλες πριν από τρεις εβδομάδες, μετατρέποντας σε ερείπια ολόκληρο το χωριό που φημιζόταν για τις χορεύτριες και τις πόρνες του από τη δεκαετία του 1920.» (Financial Times, 1 Απριλίου 2004)

Οι Σαντριστές δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αρνηθούν το ρόλο τους σε αυτή την κατεδάφιση. Ο Σαγίντ Γιαχία Σουμπάρι, ο διοικητής του στρατού του Μάχντι στη Ντιουανίγια, δήλωσε στον δημοσιογράφο των Financial Times, Nicolas Pelham, ότι οι αλ-Μάχντι επιτέθηκαν «αφού έλαβαν αναφορές ότι νταβατζήδες είχαν απαγάγει ένα 12χρονο κορίτσι. “Ήταν ένα πηγάδι ακολασίας, μέθης και μαφίας και αγόραζαν και πουλούσαν κορίτσια”, είπε. Είπε ότι το Καουάλι ισοπεδώθηκε αφού οι χωρικοί πυροβόλησαν έναν απεσταλμένο που είχε στείλει για να διαπραγματευτεί μαζί τους».

Για άλλη μια φορά, δεν επρόκειτο για δραστηριότητα ex cathedra από μια αυτοαποκαλούμενη δύναμη εκδικητών. Ο δημοσιογράφος των Financial Times, Pelham διαπίστωσε σημαντική υποστήριξη για την καταστροφή του Καουάλι από τον τοπικό πληθυσμό:

«Στην Ντιουανίγια, μια πόλη όπου οι γυναίκες σχεδόν απουσιάζουν από τους δρόμους, πολλοί νεότεροι κάτοικοι και ορισμένοι αστυνομικοί επαίνεσαν τις μεθόδους του στρατού του Μάχντι ως σωτήριες για τη διάσωση της φήμης της πόλης τους. “Ο κόσμος ερχόταν από όλο το νότο, ακόμα και από τη Βαγδάτη, για να χορέψει με τα κορίτσια της Καουάλι”, δήλωσε ο Μπασσάμ αλ-Νατζάφι, εστιάτορας της Ντιουανίγια. “Οι γυναίκες άφηναν τους συζύγους τους για να δουλέψουν εκεί. Καθαρίζουν την πόλη”.»

Οι Σαντριστές έχουν μεγάλη ενεργητικότητα για την εξάλειψη των ηθικών εγκλημάτων και είναι πρόθυμοι να επιβάλουν αυστηρές ποινές σε όσους τους αντιστέκονται. Ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το αντάρτικο καθεστώς τους, το οποίο τους στερεί από τις συνηθισμένες μεθόδους επιβολής του νόμου που θα μπορούσαν να καταστήσουν τις ποινές λιγότερο αυστηρές αλλά πιο σίγουρες, ο ζήλος και η αποφασιστικότητα που εμψυχώνουν αυτές τις ηθικές σταυροφορίες προμηνύουν μια αυστηρή ισλαμιστική κοινωνία των πολιτών αν εδραιώσουν την ηγεσία τους στις σιιτικές περιοχές του Ιράκ.

Αυτός ο συνδυασμός αμφισβητήσιμης ηθικής και δολοφονικής αυτοδικίας είναι απεχθής για τις φιλελεύθερες ευαισθησίες. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι η κοινωνική βάση για αυτές τις πολιτικές είναι πολύ ευρεία. Όπως δείχνει η παραπάνω περιγραφή, η Ντιουάνιγια –ακόμη και χωρίς την ηγεσία των Σαδριστών– είναι μια πόλη όπου «οι γυναίκες σχεδόν απουσιάζουν από τους δρόμους» και το Σαντρ Σίτι είναι από καιρό γνωστό για τον φονταμενταλισμό του πληθυσμού του. Οι εκστρατείες για την ευθυγράμμιση των τοπικών αρχών επιβολής του νόμου με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό δεν είναι επιβολή μιας μικρής, ηθικά ενάρετης, μειοψηφίας.

Το ζήτημα της θρησκευτικής ανεκτικότητας στο Σαντρ Σίτι και σε άλλες φονταμενταλιστικές περιοχές, ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύει ένα από τα διαρκή διλήμματα της λαϊκής κυριαρχίας στο Ιράκ. Οι Σαντριστές και πολυάριθμες σουνιτικές μουσουλμανικές τάσεις έχουν επανειλημμένα δηλώσει την προθυμία τους να επιβάλουν την ηθική τους στους αλλόθρησκους στις κοινότητές τους και στη χώρα στο σύνολό της (αν και κατά καιρούς έχουν διακηρύξει μια πιο ανεκτική προσέγγιση προς τους κοσμικούς γείτονές τους). Η δημοσιογράφος Ναόμι Κλάιν, γράφοντας στο The Nation, συνόψισε το πολιτικό δίλημμα για τους δυτικούς φιλελεύθερους:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ιρακινοί αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη απειλή από τον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά οι αμερικανικές δυνάμεις δεν θα προστατεύσουν τις Ιρακινές και τις μειονότητες από αυτόν, όπως δεν έχουν προστατεύσει τους Ιρακινούς από τα βασανιστήρια στο Αμπού Γράιμπ ή τους βομβαρδισμούς στη Φαλούτζα και το Σαντρ Σίτι. Η απελευθέρωση δεν θα είναι ποτέ ένα αποτέλεσμα αυτής της εισβολής που διαχέεται από πάνω προς τα κάτω [trickle-down], επειδή η κυριαρχία, όχι η απελευθέρωση, ήταν πάντα ο στόχος της ... Ο Σαντρ κυνηγιέται – όχι επειδή αποτελεί απειλή για τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά επειδή είναι η μεγαλύτερη απειλή για τον στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο των ΗΠΑ στο Ιράκ.»

 

Οι Σαντριστές και οι τρομοκράτες

Οι Σαντριστές –και σε μικρότερο βαθμό η σουνιτική ηγεσία στη Φαλούτζα– έχουν προσπαθήσει να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους μαχητές της αντίστασης που χρησιμοποιούν απαγωγές, βομβιστές αυτοκτονίας και άλλες τακτικές που έχουν σχεδιαστεί για να επιτεθούν στην πολιτική βάση της Κατοχής. Αν και το επίσημο διάταγμα που αναφέρθηκε παραπάνω απαριθμεί την Αλ Κάιντα, τους Ουαχάμπι και τους Σανταμιστές ως εγκληματίες που υπόκεινται στη θανατική ποινή, άλλες ανακοινώσεις δείχνουν ότι η καταγγελία επεκτείνεται σε όλους τους «τρομοκράτες», τόσο τους ξένους όσο και τους ντόπιους.

Η αντίθεση των Σαντριστών στην τρομοκρατία στηρίζεται σε κάτι πολύ περισσότερο από φιλοσοφικούς λόγους∙ θεωρούν ότι οι τρομοκράτες σκοτώνουν αθώους πολίτες με βομβιστικές επιθέσεις που αποτυγχάνουν να διώξουν τους Αμερικανούς, ενώ δίνουν στον αμερικανικό στρατό μια δικαιολογία για να παραμείνει στο Ιράκ. Η γενική τους στάση εκφράστηκε από τον Άους Χαφάτζι, έναν κληρικό των Σαντριστών, μετά από μια ημέρα συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων τον Ιούνιο:

«Καταδικάζουμε και καταγγέλλουμε τα χθεσινά βομβιστικά χτυπήματα και τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών κέντρων και αθώων Ιρακινών, που στοίχισαν περίπου 100 ζωές. Πρόκειται για επιθέσεις που εξαπέλυσαν ύποπτοι και τρελοί που έχουν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα και να καταστρέψουν την ειρήνη, ώστε ο ιρακινός λαός να παραμείνει στην ανάγκη της αμερικανικής προστασίας». (Washington Post, 25 Ιουνίου 2004)

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μουκτάντα αλ-Σαντρ μίλησε κατά των αποκεφαλισμών: «Καταγγέλλουμε αυτούς που αποκεφαλίζουν αιχμαλώτους. Ο ισλαμικός νόμος δεν τους επιτρέπει να το κάνουν αυτό, και όποιος το κάνει μπορεί να θεωρηθεί εγκληματίας και να τιμωρηθεί αν συλληφθεί» (NY Times, 24 Ιουλίου 2004). Λίγες ημέρες αργότερα, καταδίκασε τις βομβιστικές επιθέσεις σε χριστιανικές εκκλησίες. (NY Times, 3 Αυγούστου 2004).

Αργότερα εκείνο το φθινόπωρο, οι Σαντριστές απελευθέρωσαν 15 Ιρακινούς εθνοφρουρούς που κρατούνταν προς ανταλλαγή με έναν συλληφθέντα κληρικό των Σαντριστών, δηλώνοντας: «Η απαγωγή δεν είναι το στυλ μας, πόσο μάλλον η δολοφονία. Δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα να ακολουθήσουμε αυτή τη μέθοδο». (GlobalSecurity.org, 25 Σεπτεμβρίου 2004)

Επιπλέον, οι Σαντριστές κυκλοφόρησαν ευρύτατα ένα φυλλάδιο που δήλωνε την προθυμία τους να συνεργαστούν με την αστυνομία για την προστασία των υποδομών της χώρας από τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις: «Ο Στρατός του Μάχντι είναι έτοιμος να συνεργαστεί ενεργά και θετικά με έντιμα στοιχεία από την ιρακινή αστυνομία και άλλες πατριωτικές δυνάμεις, για να συμμετάσχει στην προστασία των κυβερνητικών κτιρίων και εγκαταστάσεων, όπως νοσοκομεία, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, καυσίμων και διυλιστηρίων πετρελαίου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου χώρου που θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων». (Washington Post, 25 Ιουνίου 2004)

Για την προσπάθειά τους αυτή ευθυγραμμίστηκαν ακόμη και με την Προσωρινή Διοίκηση. Ο Σαγίντ Ραχίμ αλ-Άλακ, αναπληρωτής επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε τον κατάλογο των αδικημάτων που περιγράφονται παραπάνω, δήλωσε στον δημοσιογράφο των New York Times Fisher: «Είμαστε με την κυβέρνηση. Είμαστε αντιτρομοκράτες». (16 Ιουλίου 2004)

Η σημασία αυτής της ξεκάθαρης καταγγελίας των τρομοκρατών εκφράστηκε εύστοχα από τον ανεξάρτητο δημοσιογράφο Rahul Mahajan:

«Νομίζω ότι αυτό που συνέβη με την αντίσταση τις τελευταίες ημέρες είναι πραγματικά μια εντυπωσιακή, σημαντική και θετική εξέλιξη. Την περασμένη εβδομάδα, όπως γνωρίζετε, υπήρξε μια μέρα βίας κατά την οποία σκοτώθηκαν πάνω από 100 άνθρωποι. Η τζιχάντ του Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι ανέλαβε την ευθύνη γι’ αυτό... Σε ολόκληρη τη χώρα, προσωπικότητες κατά της κατοχής –στρατιωτικοί σουνίτες κληρικοί, η οργάνωση του Μουκτάντα αλ-Σαντρ, ακόμη και ένας εκπρόσωπος των μουτζαχεντίν στη Φαλούτζα– έκαναν ανοιχτές, δημόσιες δηλώσεις καταγγέλλοντας τις πράξεις του και κάνοντας διάκριση μεταξύ της τρομοκρατίας που διαπράττουν ξένοι –πολλές από τις οποίες στρέφονται εναντίον Ιρακινών– και αυτού που αποκαλούν νόμιμη αντίσταση. Αυτό σηματοδοτεί την ανάδυση της αντίστασης ως πολιτικής δύναμης...». (DemocracyNow.org, 28 Ιουνίου 2004)

Στο Σαντρ Σίτι δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί οριστικά οι επιτόπιες πολιτικές απέναντι στους τρομοκράτες. Ελλείψει σαφών πολιτικών, οι τρομοκράτες αποτελούν συνεχή απειλή για τη βιωσιμότητα της αντίστασης, καθώς οι αδιάκριτες επιθέσεις τους προκαλούν τον ανταγωνισμό των Ιρακινών πολιτών, ενώ αποτελούν την κύρια αιτία για την παρουσία των στρατευμάτων κατοχής.

 

Απελευθερωμένες περιοχές και «Νόμος και Τάξη»

Παρά τις σημαντικές διαφορές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, η πρωτοκυβέρνηση στο Σαντρ Σίτι είναι παρόμοια με τις πρωτοκυβερνήσεις που αναπτύχθηκαν στη Φαλούτζα και σε άλλες σουνιτικές πόλεις μετά την πρώτη μάχη της Φαλούτζα τον Απρίλιο του 2004. (Για ένα λεπτομερές πορτρέτο της κυβέρνησης της Φαλούτζα πριν από την ανακατάληψη της από τους Αμερικανούς τον Νοέμβριο, δείτε την εξαιρετική σειρά άρθρων του Nir Rosen στους Asia Times, 15-24 Ιουλίου 2004).

Το Καλοκαίρι του 2004 ο αριθμός των απελευθερωμένων πόλεων αυξήθηκε, με τα αμερικανικά στρατεύματα να βρίσκονται στα περίχωρα, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να τις ανακαταλάβουν, με αποτέλεσμα ο Tom Engelhardt να δημιουργήσει το κομψό πορτρέτο της νέας ιρακινής πραγματικότητας:

«Σκεφτείτε το σουνιτικό Ιράκ –και ενδεχομένως και τμήματα του σιιτικού Ιράκ– ως ένα “έθνος” από πόλεις-κράτη φέουδα, που το καθένα απειλεί να βγει από τον χάρτη της “κυριαρχίας” [των ΗΠΑ], παρά τους 140.000 στρατιώτες μας και τις τεράστιες βάσεις μας στη χώρα» (TomDispatch, 25 Ιουλίου 2003).

Ο Engelhardt επικαλέστηκε επίσης τον δημοσιογράφο του Independent, Robert Dreyfuss, στο απόσπασμα στην αρχή αυτού του άρθρου, λέγοντας ότι αυτή η διαδικασία έχει προχωρήσει πολύ.

Ενώ υπάρχουν πολλοί λόγοι για ανησυχία ότι η εδραίωση της εξουσίας του αλ-Μάχντι θα μπορούσε να οδηγήσει στη βίαιη επιβολή της φονταμενταλιστικής ορθοδοξίας, φαίνεται να υπάρχει μικρή πιθανότητα να διαλυθεί η έννομη τάξη. Χωρίς να υποτιμούμε τις εγκληματικές τάσεις μεταξύ των αλ-Μάχντι (βλέπε, για παράδειγμα, αναφορές από τη Νατζάφ στο Christian Science Monitor, 15 Ιουλίου 2004), και παραδεχόμενοι ότι σήμερα υπάρχει υπερβολικά μεγάλη εγκληματικότητα στους δρόμους του Σαντρ Σίτι, οι Σαντριστές είναι η μόνη αποτελεσματική κυβερνητική δύναμη στη σιιτική κοινότητα της Βαγδάτης.

Η αποµάκρυνση των αµερικανικών στρατευµάτων θα επέτρεπε στις πολιτικές αρχές των Σαντριστών να λειτουργήσουν ανοιχτά και έτσι να εδραιώσουν την καθηµερινή τους εποπτεία επί της πολιτοφυλακής. Αυτό θα ενίσχυε την ικανότητά τους να ελέγχουν τις υπερβολές της πολιτοφυλακής και να μειώνουν συστηματικά την εγκληματικότητα στους δρόμους, και θα είχε σχεδόν σίγουρα ως αποτέλεσμα μια ομαλή (ίσως υπερβολικά ομαλή) καθημερινότητα στις περιοχές που ελέγχουν.

Η ίδια πρόβλεψη θα μπορούσε να είχε γίνει με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα, στη Φαλούτζα και σε αρκετές άλλες σουνιτικές πόλεις που ήταν απαγορευμένες για τους Αμερικανούς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2004 – πριν οι ΗΠΑ ανατρέψουν αυτή την τάξη που επέβαλαν οι αντάρτες με εισβολές που ακολουθήθηκαν από συνεχείς μάχες με την αντίσταση.

Στις αρχές του χειμώνα του 2005, επομένως, η επιλογή στις σουνιτικές περιοχές φαίνεται να είναι μεταξύ ειρηνικά διοικούμενων πόλεων που ελέγχονται από την αντίσταση ή χαοτικών, συνεχώς διαταραγμένων πόλεων στις οποίες μεγάλος αριθμός αμερικανικών στρατευμάτων εμπόδιζε τους αντάρτες να ασκήσουν τον έλεγχο. Εν τω μεταξύ, οι κουρδικές επαρχίες είχαν μια ειρηνική ύπαρξη βασισμένη σε μια πολύ πιο ανεπτυγμένη μορφή τοπικού ελέγχου, που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη δική τους πολιτοφυλακή, τους πεσμεργκά, και στους δύο πολιτικούς σχηματισμούς που τις ελέγχουν.

Στις σιιτικές περιοχές της χώρας, ο αμερικανικός στρατός διατηρεί μια μορφή τεχνικού ελέγχου, αλλά τα περισσότερα στρατεύματα σταθμεύουν εκτός των πόλεων και δεν ειρηνεύουν ούτε διαταράσσουν την καθημερινή ζωή. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η αμερικανική παρουσία έχει μειώσει τη βία ή έχει αποτρέψει το χάος. Στην πραγματικότητα, η κοινή πεποίθηση είναι ότι η αμερικανική είσοδος στις πόλεις θα ήταν μια διαλυτική και όχι ειρηνευτική δύναμη. Μια άλλη μορφή χάους, που αναφέρεται λιγότερο συχνά, είναι ο εμφύλιος πόλεμος, που προκαλείται από μακροχρόνιες τριβές μεταξύ των βασικών ομάδων της ιρακινής κοινωνίας. Τέτοια ζητήματα όπως οι διαμάχες για την ηγεμονία στο Κιρκούκ, ο βαθμός αυτονομίας που θα παραχωρηθεί στις κουρδικές επαρχίες και οι φόβοι των Σουνιτών και των Κούρδων ότι η κυριαρχία των Σιιτών θα οδηγήσει σε τυραννία της πλειοψηφίας είναι όλα πραγματικά σημεία διαίρεσης που απαιτούν προσοχή όποτε το Ιράκ γίνει κυρίαρχο κράτος.

Η αμερικανική παρουσία, ωστόσο, δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να αναβάλει την επίλυση αυτών των τριβών. Και ενώ δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την πορεία των διαπραγματεύσεων, υπάρχει κάποιος λόγος να είμαστε αισιόδοξοι. Ο βασικός παράγοντας είναι οι σιίτες, καθώς αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, και ο Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί φαίνεται ότι μπορεί να οδηγήσει τους σιίτες σε συμβιβασμό σε αυτά τα ζητήματα. (Βλέπε, για παράδειγμα, την περιγραφή του Juan Cole για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Σιστανί και των Κούρδων, ή τη μακροσκελή ανάλυση της πολιτικής του Σιστανί (JuanCole.com, 18 Ιουλίου 2004, 9 Ιουνίου 2004)).

Κατά ειρωνικό τρόπο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ηγεσία του Σιστανί (εκτός από την Κατοχή) είναι η ραγδαία αύξηση της δημοτικότητας του Μουκτάντα αλ-Σαντρ, η οποία στηρίζεται στη μαχητική του αντίσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και οι Σαντριστές έχουν υποστηρίξει σταθερά τη συνεργασία με τους Σουνίτες και τους Κούρδους, φαίνεται να είναι πιο ασταθείς και λιγότερο προσηλωμένοι σε αυτή τη στάση από ό,τι ο Σιστανί.

Όσο περισσότερο παραμένει η παρουσία των ΗΠΑ, επομένως, τόσο περισσότερο ο συνεχιζόμενος ανταρτοπόλεμος ενισχύει τη θέση των Σαντριστών και αποδυναμώνει την ηγεσία του Σιστανί. Κατά συνέπεια, η συνεχιζόμενη αμερικανική παρουσία μπορεί να υπονομεύσει τις πιθανότητες ειρηνικής επίλυσης των βασικών διχαστικών ζητημάτων της ιρακινής κοινωνίας.

Η τελική ειρωνεία είναι ότι η επιτυχία των ΗΠΑ κατά των ανταρτών θα εγγυηθεί σχεδόν σίγουρα μακροπρόθεσμο χάος στην ιρακινή κοινωνία. Η εκκένωση και η καταστροφή της Φαλούτζα σίγουρα υποδηλώνει κάτι τέτοιο, αλλά το χάος εκεί είναι τόσο μνημειώδες που μάλλον δεν είναι τυπικό.

Η κατάσταση στη Σαμάρρα, που ανακαταλήφθηκε με επιτυχία από τον αμερικανικό στρατό λίγο πριν από τη Φαλούτζα, και στη Μοσούλη –το κύριο πεδίο μάχης μετά τη Φαλούτζα– είναι πιο αντιπροσωπευτική. Σε κάθε πόλη, το φθινόπωρο και οι αρχές του χειμώνα του 2004-05 σημαδεύτηκαν από τον συνεχιζόμενο ανταρτοπόλεμο, τη συνεχή αναστάτωση της ζωής της πόλης, την απουσία οποιασδήποτε οργανωμένης επιβολής του νόμου και την επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ να καταστρέψουν το αντάρτικο μπορεί να πετύχει μόνο αν καταστρέψει και την ικανότητα των Ιρακινών να κυβερνούν τις δικές τους κοινότητες. Δεδομένου ότι οι τοπικοί κληρικοί και οι ηγέτες των φυλών, από την αρχή, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αντίσταση, η ήττα των ανταρτών συνεπάγεται την κράτηση ή τη δολοφονία των ηγετών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της τοπικής κοινωνίας των πολιτών.

Αυτό φάνηκε το φθινόπωρο του 2004, πριν από την ισοπέδωση της Φαλούτζα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να πείσουν τους «μετριοπαθείς» σε πόλεις-κλειδιά να διαπραγματευτούν συμφωνίες εκεχειρίας που θα παρέδιδαν τους ηγέτες των μαχητών στους Αμερικανούς για σύλληψη και τιμωρία. (Βλέπε το άρθρο μου “The New U.S. Strategy after the Battle of Najaf”, ZNet, 25 Σεπτεμβρίου 2004 [διαθέσιμο στο Global Policy Forum, https://archive.globalpolicy.org/security/issues/iraq/occupation/2004/0928newstrategy.htm]).

Η αποτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων άφησε τον αμερικανικό στρατό με την επιλογή να παραχωρήσει την κυριαρχία στους αντάρτες ή να επιχειρήσει να ανακαταλάβει τις πόλεις και να απομακρύνει την τοπική ηγεσία. Στη Φαλούτζα, η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ αποφάσισε ότι θα μπορούσε να το επιτύχει αυτό μόνο με την ισοπέδωση μεγάλου μέρους της πόλης και τη μετατροπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων σε πρόσφυγες. Σε αντίθεση με το σχεδόν καθολικά αποδεκτό σλόγκαν, οι ΗΠΑ δεν αποτρέπουν το χάος στο Ιράκ, αλλά το δημιουργούν.

Μέχρι στιγμής, το Σαντρ Σίτι έχει γλιτώσει από τις μετωπικές επιθέσεις που δέχτηκε το Ταλ Αφάρ, η Σαμάρρα, η Μοσούλη και η Φαλούτζα. Κατά μία έννοια, η αποτυχία του αμερικανικού στρατού να ολοκληρώσει την ειρήνευση αυτών των πόλεων μπορεί να είναι η κύρια προστασία του Σαντρ Σίτι, δεδομένου ότι τα αμερικανικά στρατεύματα έχουν εξαντληθεί από τις συνεχιζόμενες μάχες εκεί. Η ιδιότητα του Σαντρ Σίτι ως το κέντρο της σιιτικής εξέγερσης είναι μια άλλη προστασία, δεδομένου ότι μια πλήρους κλίμακας επίθεση εκεί θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει εξεγέρσεις σε όλες τις επί του παρόντος ήρεμες σιιτικές περιοχές του Ιράκ. Καθώς αυτό το άρθρο τυπώνεται, ο αμερικανικός στρατός έχει τηρήσει μια ημιεπίσημη εκεχειρία που κρατάει τα αμερικανικά στρατεύματα μακριά από την περιοχή που ελέγχεται από τους αντάρτες, και ως εκ τούτου επιτρέπει στην κυβέρνηση των Σαντρ να συνεχίσει να κυβερνά την υπό διαμόρφωση πόλη-κράτος. Όσο διαρκεί αυτό, θα υπάρχει «νόμος και τάξη» στην πόλη Σαντρ, ακόμη και αν ο νόμος είναι αντιαμερικανικός και η τάξη είναι το φονταμενταλιστικό Ισλάμ.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Michael Schwartz, “Iraq: Guerrilla War in Sadr City”, Against the Current, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2005. Αναδημοσίευση: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/newspape/atc/1136.html.

 

 

Ο Michael Schwartz, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Στόνι Μπρουκ, έχει γράψει εκτενώς για τις λαϊκές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, καθώς και για τη δυναμική των αμερικανικών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Το έργο του για το Ιράκ έχει δημοσιευθεί στα TomDispatch, ZNet και Asia Times, καθώς και στο περιοδικό Z Magazine. Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται τα: Radical Politics and Social Structure, The Power Structure of American Business (με την Beth Mintz) και Social Policy and the Conservative Agenda (επιμέλεια, με τον Clarence Lo).

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 31 Μαρτίου 2023 14:47

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.