Μεσαιωνική απεικόνιση ανδρών που θερίζουν, σε σελίδα ημερολογίου για τον Αύγουστο. Ψαλτήρι της Βασίλισσας Μαρίας (Queen Mary's Psalter. Ms. Royal 2. B. VII), fol. 78v. Η εκκλησία στο Μεσαίωνα αποτελούσε βασικό ρυθμιστή της εκμετάλλευσης των αγροτών.
Elaine Graham-Leigh
Η Καθολική Εκκλησία ήταν πάντα ένας κοσμικός θεσμός
Η Καθολική Εκκλησία είναι ένας θεσμός με αξιοσημείωτη μακροβιότητα. Φέτος συμπληρώνονται 1700 χρόνια από τη Συνόδο της Νίκαιας, μια σύνοδο κορυφής εκπροσώπων από κάθε χριστιανική κοινότητα που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο για να επιβεβαιώσει την προσχώρηση του στον Χριστιανισμό και τη νέα θέση της θρησκείας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Από τότε, η Εκκλησία με τα διάφορα δόγματα αποτελεί μέρος της δομής των κοινωνιών σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής. Έχει επιβιώσει όχι μόνο από τις αλλαγές των καθεστώτων αλλά και από τις αλλαγές των τρόπων παραγωγής. Αυτή η όψη ουσιαστικής συνέχειας για την Εκκλησία μπορεί να την κάνει να φαντάζει ως ένα φαινόμενο που στέκεται έξω από μια ιστορική υλιστική κατανόηση αυτών των κοινωνιών.
Έτσι, ο Πέρι Άντερσον την περιέγραψε στο βιβλίο του Από την αρχαιότητα στον φεουδαρχισμό ως «ένα παράξενο ιστορικό αντικείμενο par exellence, που η ιδιέταιρη διαχρονικότητά του δεν συνέπεσε ποτέ με εκείνη μιας απλής διαδοχής από μια οικονομία ή πολίτευμα σε μια άλλη, αλλά επικάλυψε ή επιβίωσε μ’ ένα δικό του ρυθμό μέσα από διάφορες οικονομίες και πολιτεύματα». Ο υπαινιγμός εδώ ήταν ότι ο ιδιαίτερος ρυθμός της Εκκλησίας εξηγούσε γιατί «δεν μελετήθηκε θεωρητικά στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού»[1]. Μια τέτοια θεωρητικοποίηση είναι, ωστόσο, δυνατή.
Επιτυχία και συνέχεια
Για τους ιστορικούς του δέκατου ένατου αιώνα, το ερώτημα για το πώς ο χριστιανισμός από μια σκοτεινή λατρεία έγινε η επίσημη θρησκεία σε όλη την Ευρώπη μπορούσε να απαντηθεί απλά επισημαίνοντας αυτό που θεωρούσαν ως την έμφυτη ανωτερότητά του, είτε στην οργάνωση, είτε στο δόγμα, είτε και στα δύο. Ο Ελβετός ιστορικός Γιάκομπ Μπέρκχαρντ, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο Κωνσταντίνος επέλεξε τον χριστιανισμό επειδή είδε σε αυτόν, σε αντίθεση με άλλες λατρείες, τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια Εκκλησία που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να διοικήσει την αυτοκρατορία του[2].
Αν και κάθε ιστορικός μπορεί να διαφέρει στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών που καθιστούσαν τον χριστιανισμό ανώτερο, η βασική υπόθεση ήταν παρόμοια. Πράγματι, ακόμη και ο Φρίντριχ Ένγκελς χρησιμοποίησε μια εκδοχή αυτού του επιχειρήματος όταν περιέγραψε πώς ο χριστιανισμός κέρδισε «αυτό που μπορεί να ονομαστεί δαρβινιστικός αγώνας για την ιδεολογική ύπαρξη»[3], καθώς η ικανότητά του να απευθύνεται στις μάζες των καταπιεσμένων του επέτρεψε να «αναπτύξει τον χαρακτήρα της παγκόσμιας θρησκείας μέσω της φυσικής επιλογής στον αγώνα των αιρέσεων μεταξύ τους και εναντίον του ειδωλολατρικού κόσμου».
Η ιδέα ότι ο χριστιανισμός ήταν απλώς προορισμένος να γίνει κυρίαρχος έχει πλέον κάπως κλονιστεί από το γεγονός ότι, όπως το θέτει ο ιστορικός Πίτερ Χέδερ, οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι «επιλέγουν σε μεγάλο ποσοστό να μην ακολουθούν τον χριστιανισμό στην πράξη, ό,τι κι αν αναγράφουν στις δηλώσεις απογραφής»[4]. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν ποτέ μια ιδέα που προσέφερε μια υλιστική εξήγηση για την επί αιώνες επιβίωση της Εκκλησίας.
Για να εξηγήσουμε αυτή την επιβίωση, πρέπει να κατανοήσουμε τον ρόλο που έπαιξε η Εκκλησία στην εξουσία της άρχουσας τάξης σε τεράστιες χρονικές περιόδους, από το αρχαίο κράτος στη φεουδαρχία και στη συνέχεια στη μετάβαση στον καπιταλισμό. Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτό που ο Άντερσον αποκαλεί «ουσιαστική συνέχεια» της Εκκλησίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της μπορεί να είναι υπερτιμημένο.
Η Εκκλησία που έγινε μέρος της αυτοκρατορικής διοίκησης στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν θεμελιωδώς διαφορετική από τη μεσαιωνική Εκκλησία, η οποία και η ίδια βέβαια μετασχηματίστηκε σημαντικά από την περίοδο μετά τη Μεταρρύθμιση. Μέρος της ιστορίας της επιβίωσης του χριστιανισμού γενικά και της θεσμικής Εκκλησίας ειδικότερα είναι η ιστορία της προσαρμοστικότητάς της.
Η Εκκλησία έπρεπε να συνυπάρξει για πολλούς αιώνες μετά τον Κωνσταντίνο με την επιβίωση των ειδωλολατρικών πρακτικών, ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη. Κανόνες που ψηφίστηκαν σε μια βυζαντινή σύνοδο το 691-92, για παράδειγμα, δείχνουν ότι οι άνθρωποι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τυπικά χριστιανική πλέον για σχεδόν τετρακόσια χρόνια, τραγουδούσαν ακόμη τραγούδια κατά τον τρύγο του κρασιού προς τιμήν του ειδωλολατρικού θεού Διονύσου[5].
Γνωρίζουμε για αυτές τις πρακτικές κυρίως από νομικούς κώδικες που τις απαγόρευαν. Ωστόσο, ο χριστιανισμός κατά την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο εξακολουθούσε να υιοθετεί εκτενώς προϋπάρχουσες παγανιστικές γιορτές στο χριστιανικό ημερολόγιο και να εκχριστιανίζει άλλες παγανιστικές πρακτικές, όπως η χρήση φυλαχτών για την αποτροπή ασθενειών. Το δόγμα μετατοπίστηκε επίσης για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των νέων πιστών. Όταν ο πρώιμος μεσαιωνικός χριστιανισμός έπρεπε να κερδίσει τις αριστοκρατικές πολεμικές ελίτ, για παράδειγμα, προώθησε τα πιο πολεμοχαρή εδάφια της Βίβλου και εισήγαγε πρακτικές όπως λειτουργίες με ευχαριστίες για τη νίκη στη μάχη.
Κατά τη διάρκεια της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου, η Εκκλησία αισθάνθηκε ικανή να γίνει λιγότερο ανεκτική στις παγανιστικές πρακτικές που επιβίωναν. Ωστόσο, διατήρησε την αναγκαία προσαρμοστικότητά της. Οι διαδοχικές προκλήσεις που έθεταν οι λαϊκές αντιλήψεις για τη θρησκεία και για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της Εκκλησίας, από το μεταρρυθμιστικό κίνημα του 11ου αιώνα έως τη Μεταρρύθμιση, ωθούσαν την Εκκλησία σε συνεχή ανανέωση. Αν και η διαδικασία αυτή δεν ήταν σε καμία περίπτωση πάντα εύκολη, η διαλεκτική διαδικασία της συνεχούς αλλαγής απέτρεψε την Εκκλησία να μην απολιθωθεί και αναμφισβήτητα τη βοήθησε να επιβιώσει.
Χριστιανισμός και τάξεις
Οποιαδήποτε εξέταση του λόγου της επιτυχίας της Χριστιανικής Εκκλησίας να επιβιώσει μετά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να εξαπλωθεί στη μεταρωμαϊκή Δύση πρέπει να μελετήσει την τάξη ή τις τάξεις στις οποίες η Εκκλησία κατάφερε να απευθυνθεί. Είναι σαφές ότι η εξάπλωση του χριστιανισμού καθοδηγήθηκε από τις ελίτ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν ειλικρινείς χριστιανοί μεταξύ των αγροτών ή των φτωχών των πόλεων – σαφώς και υπήρχαν. Το βασικό σημείο είναι ότι η ιστορία της μεταστροφής στον Χριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια των μεταρωμαϊκών βασιλείων είναι η ιστορία των αποφάσεων των ελίτ να υιοθετήσουν τη θρησκεία και να ενθαρρύνουν ή να διατάξουν την ευρεία μεταστροφή. Αυτή δεν ήταν μια διαδικασία που συνέβη με φυσικό τρόπο∙ ούτε καθοδηγήθηκε πρωτίστως από τον λαϊκό ενθουσιασμό.
Από πολύ νωρίς στην ιστορία του χριστιανισμού, αυτός προσέλκυε οπαδούς της ανώτερης τάξης. Οι ιστορικοί δεν συμμερίζονται πλέον την άποψη που διατύπωσε ο Ένγκελς για τον χριστιανισμό, παρουσιάζοντάς τον ως θρησκεία των «εργαζόμενων και των καταπονημένων»[6] στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – τουλάχιστον όχι από τη στιγμή που ξεπεράσαμε τον πρώτο αιώνα.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι τον τρίτο αιώνα, ορισμένοι συγγραφείς κατηγορούσαν ακόμη τις χριστιανικές εκκλησίες ότι προσπαθούσαν να προσελκύσουν «ανόητα και κατώτερα άτομα, και άτομα χωρίς αντίληψη, και σκλάβους, και γυναίκες, και παιδιά», αλλά αυτό ήταν αντιχριστιανική προπαγάνδα[7]. Κατά τον δεύτερο αιώνα, στις τάξεις των χριστιανών προσηλυτισμένων περιλαμβάνονταν ήδη μερικοί Ρωμαίοι συγκλητικοί και αυτοκρατορικοί διοικητικοί υπάλληλοι.
Αυτή η επιτυχία να κερδίσει οπαδούς της ανώτερης τάξης δεν ήταν μια πρόσκαιρη αναλαμπή. Ενώ ο χριστιανισμός εξακολουθούσε να αποτελεί μειονοτική θρησκεία τον τρίτο αιώνα, οι οπαδοί του περιλάμβαναν σημαντικούς αριστοκράτες όπως η οικογένεια του Κωνσταντίνου. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος δεν πιέστηκε να υιοθετήσει τον χριστιανισμό από μια έξαρση της λαϊκής πίστης, αλλά επέλεξε να αναβαθμίσει αυτό που είχε γίνει μια αξιόπιστη θρησκευτική ένταξη της ελίτ. Μπορεί κάλλιστα να ήταν η δική του θρησκεία πολύ πριν από την επίσημη ιστορία της μεταστροφής του.
Μόλις ο Κωνσταντίνος ανακοίνωσε ότι έγινε χριστιανός, ο χριστιανισμός έγινε η θρησκεία που έπρεπε να υιοθετήσουν οι επίδοξοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι αν ήθελαν να σταδιοδρομήσουν. Το καθεστώς του χριστιανισμού ως αυτοκρατορικής θρησκείας οδήγησε επομένως στον εκχριστιανισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, σε τέτοιο βαθμό που μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας στη Δύση, αυτά τα δύο έγιναν ουσιαστικά συνώνυμα. Γιατί ο χριστιανισμός δεν ακολούθησε τον δρόμο αυτής της αποτυχημένης αυτοκρατορικής διοίκησης και πώς κατάφερε να γίνει αρκετά ελκυστικός για τις μεταρωμαϊκές ελίτ ώστε να τις κάνει να προσηλυτιστούν;
Βασιλικοί προσηλυτισμοί
Οι ιστορικοί συχνά εξετάζουν τις αποφάσεις μεμονωμένων ηγεμόνων να ασπαστούν τον χριστιανισμό με βάση τις πολιτικές εκτιμήσεις που τις διέπουν. Η μεταστροφή μπορούσε να δημιουργήσει δεσμούς με μεγαλύτερες δυνάμεις: η υιοθέτηση του χριστιανισμού από τον βασιλιά Έθελμπερτ του Κεντ στις αρχές του έβδομου αιώνα, για παράδειγμα, τον συνέδεσε με τον φραγκικό κόσμο στην άλλη πλευρά της Μάγχης.
Θα μπορούσε επίσης να δέσει συμμαχίες. Ο προσηλυτισμός του στρατού των Βανδάλων που κατέκτησε τη ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής στα μέσα του πέμπτου αιώνα παρείχε μια ενοποιητική θρησκεία για μια δύναμη που αποτελούνταν, όπως παρατηρεί ο Πίτερ Χέδερ, «από Βανδάλους γερμανόφωνους αγρότες που αναμείχθηκαν με ομάδες ιρανόφωνων Αλανών νομάδων, μερικούς Γότθους, μερικούς Ρωμαίους και πολλούς άλλους»[8]. Χωρίς αυτή την κοινή θρησκεία, οι στρατιώτες δεν θα είχαν ούτε κοινό πολιτισμό ούτε κοινή γλώσσα.
Έτσι, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη θέση που υιοθέτησε η Εκκλησία ως αποτέλεσμα αποφάσεων όπως αυτές, ως ένα καθαρά υπερδομικό ζήτημα. Η Εκκλησία είχε έναν σαφή ιδεολογικό ρόλο στη δικαιολόγηση των αξιώσεων υπεροχής συγκεκριμένων ηγεμόνων και στην καθιέρωσή τους ως εντεταλμένων από τον Θεό.
Στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Καρολίδες ηγεμόνες. Ο Καρλομάγνος και οι διάδοχοί του, όπως παρατηρεί ο Κρις Γουίκχαμ, δεν αποσκοπούσαν «σε τίποτε λιγότερο από τη δημιουργία ενός συλλογικού ηθικού πλαισίου για τη σωτηρία ολόκληρου του φραγκικού λαού»[9], με τη συνέχιση της διακυβέρνησής τους στο επίκεντρο.
Με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, οι Ευρωπαίοι μονάρχες συνέχισαν να χρησιμοποιούν την ιδέα του ηγεμόνα ως προσωπικότητας που είχε ευνοηθεί και οριστεί από τον Θεό, και ως εκ τούτου βρισκόταν πάνω από άλλους μεγάλους αριστοκράτες, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου. Η ιδέα αυτή μεταφέρθηκε στην πρώιμη νεότερη περίοδο ως το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων.
Αυτή η προσέγγιση των αιτίων της μεταστροφής αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως μέρος της κουλτούρας της μεσαιωνικής κοινωνίας και όχι ως ένα σώμα που έπαιζε τον δικό του ρόλο στις φεουδαρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τα λόγια του Πέρι Άντερσον: «Η αυτόνομη αποτελεσματικότητά της δεν βρισκόταν στη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων ή των κοινωνικών δομών, όπου μερικές φορές λανθασμένα την αναζητούσαν, αλλά στην πολιτιστική σφαίρα πάνω από αυτά – σε όλη της την έκταση και την απεραντοσύνη».
Μια τέτοια προοπτική θα εξακολουθούσε, φυσικά, να δίνει στην Εκκλησία σημαντική σημασία. Η ύπαρξη της Εκκλησίας επέτρεψε την επιβίωση της κλασικής παιδείας και του αλφαβητισμού από τη ρωμαϊκή περίοδο έως τον Μεσαίωνα, διατηρώντας μέρος του πολιτισμού και των διοικητικών δομών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε μεγάλο μέρος της Γαλλίας, μάλιστα, οι επίσκοποι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη συνέχιση της αστικής ζωής μετά το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας[10]. Σε γενικές γραμμές, οι πόλεις που είχαν επισκόπους επιβίωναν, ενώ οι πόλεις που δεν είχαν ήταν πιθανό να εξαφανιστούν, ακόμη και αν στο παρελθόν είχαν υπάρξει σημαντικά ρωμαϊκά κέντρα.
Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει την Εκκλησία να σχετίζεται συμπληρωματικά και μόνο με τη φεουδαρχική παραγωγή – για παράδειγμα, με την έννοια ότι τα εκκλησιαστικά ιδρύματα ήταν οι ίδιοι φεουδάρχες γαιοκτήμονες ή επειδή η κοσμική διοίκηση χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες γραμματισμού που παρείχε η Εκκλησία. Η Έλεν Μέικσινς Γουντ περιγράφει έτσι την Εκκλησία ως μέρος των «μοτίβων κοινωνικής τάξης στην Ευρώπη, πέρα από τις χαρακτηριστικά “φεουδαρχικές” σχέσεις μεταξύ γαιοκτημόνων, αγροτών και βασιλιάδων»[11].
Για ορισμένους, ακολουθώντας το επιχείρημα του Έντουαρντ Γκίμπον, η Εκκλησία ήταν στην πραγματικότητα ένα θετικό εμπόδιο για τη φεουδαρχική οικονομία, καθώς λειτουργούσε ως αφαίμαξη για την κοινωνία απομακρύνοντας τόσους πολλούς ανθρώπους από την παραγωγική δραστηριότητα για να γίνουν μοναχοί και καλόγριες. Η χριστιανική ιδεολογική υποστήριξη της βασιλικής εξουσίας είχε ένα τίμημα, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται.
Για ορισμένους, ακολουθώντας το επιχείρημα του Έντουαρντ Γκίμπον, η Εκκλησία ήταν στην πραγματικότητα ένα δραστικό εμπόδιο για τη φεουδαρχική οικονομία, καθώς λειτουργούσε ως αφαίμαξη για την κοινωνία απομακρύνοντας τόσους πολλούς ανθρώπους από την παραγωγική δραστηριότητα για να γίνουν μοναχοί και καλόγριες. Η χριστιανική ιδεολογική υποστήριξη της βασιλικής εξουσίας είχε ένα τίμημα, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται.
Για άλλους, οι ιστορικές συνθήκες επέτρεψαν στην Εκκλησία να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο σε ορισμένα μέρη στην ανάπτυξη της φεουδαρχικής εκμετάλλευσης, αλλά όχι σε κάποια άλλα. Ο Κρις Γουίκχαμ επισημαίνει τον ρόλο της Εκκλησίας στο σχέδιο των Καρολιδών και τη βλέπει ως μια δύναμη που υποβοηθούσε την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης στην Αγγλία. Σύμφωνα με τον Γουίκχαμ, ωστόσο, αυτό δεν έφτασε μέχρι το σημείο να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στο φεουδαρχικό σύστημα στο σύνολό του, καθώς σε άλλα μέρη, όπως στη Δανία, «η εκκλησία ήταν μια προσθήκη, έστω και σημαντική, στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που συνέβαιναν ούτως ή άλλως»[12].
Η Εκκλησία και η εκμετάλλευση
Ωστόσο, είναι δυνατόν να δούμε την Εκκλησία ως ένα ουσιαστικό μέρος του φεουδαρχικού συστήματος και όχι απλώς ως ένα συμπλήρωμα των λειτουργιών του. Κατά κάποιον τρόπο, ο ρόλος αυτός παραμένει ιδεολογικός, καθώς η Εκκλησία δεν παρείχε μόνο τη δικαιολόγηση της βασιλικής εξουσίας αλλά και της εργασίας. Όπως υποστηρίζει η Γουντ σε σχέση με την αξιοποίηση της Εκκλησίας από τους Καρολίδες: «Το χριστιανικό δόγμα και η τελετουργία διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να καλύπτουν όλες τις πτυχές της ζωής με όλο και πιο πολύπλοκες λειτουργικές μορφές, δίνοντας ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην αμαρτία και στον σωφρονιστικό, πειθαρχικό ρόλο της θρησκείας»[13].
Αλλά αυτή η ιδεολογική λειτουργία δεν αντιπροσωπεύει την πλήρη έκταση της χρησιμότητας της Εκκλησίας στη φεουδαρχία. Έπαιξε επίσης έναν έντονα πρακτικό ρόλο, επιτρέποντας στους φεουδάρχες να ελέγχουν την εργασία των αγροτών και να αναπτύσσουν την ικανότητά τους να τους εκμεταλλεύονται, είτε αυτοί οι αγρότες ήταν δουλοπάροικοι είτε τυπικά ελεύθεροι.
Σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, από τον δέκατο αιώνα και μετά, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα πρωτοστάτησαν στη συστηματοποίηση της διαχείρισης των γαιών τους, μετακινώντας τους αγρότες τους από διάσπαρτους οικισμούς σε μεγαλύτερα χωριά, όπου μπορούσαν να παρακολουθούνται και να ελέγχονται ευκολότερα. Το Μεγάλο Αββαείο του Κλυνί το έκανε ήδη αυτό στα εκτεταμένα εδάφη του στα τέλη του δέκατου αιώνα[14]. Αυτό λειτούργησε τόσο ως παράδειγμα όσο και ως ευλογία για τους κοσμικούς άρχοντες της περιοχής να κάνουν το ίδιο.
Το σύστημα της δεκάτης, μέσω του οποίου ο καθένας έπρεπε να πληρώνει το ένα δέκατο των εισοδημάτων του στην Εκκλησία, είχε συμβάλει στη δημιουργία αυτής της σταθερής δομής αρχικά, συνδέοντας κάθε οικισμό με μια εκκλησία στην οποία έπρεπε να καταβληθεί η δεκάτη. Η οικοδόμηση πέτρινων εκκλησιών για αυτά τα χωριά τα καθήλωνε στη συνέχεια στη θέση τους, περιορίζοντας τη δυνατότητα ακόμη και των ελεύθερων αγροτών να μετακινούνται. Το ενοριακό σύστημα, που αναπτύχθηκε μέχρι το τέλος του δωδέκατου αιώνα, ολοκλήρωσε αυτή τη διαδικασία θέτοντας την ύπαιθρο υπό τον απόλυτο έλεγχο της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία όχι μόνο καθόριζε πού εργάζονταν οι αγρότες, αλλά και διαχειριζόταν όλο και περισσότερο τον χρόνο εργασίας, καθιερώνοντας το ημερολόγιο των εργάσιμων ημερών και των εορτών που θα έλεγχαν την εργασιακή συμπεριφορά των αγροτών. Αυτό ίσχυε σε κάποιο βαθμό ακόμη και στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο.
Ο Γρηγόριος της Τουρ, γράφοντας στα τέλη του έκτου αιώνα, αφηγείται διάφορα θαύματα που δείχνουν την Εκκλησία να οργανώνει την εργασία προς όφελος των κοσμικών αρχόντων. Τέτοιες ιστορίες υπενθυμίζουν στο ακροατήριό του ότι η δύναμη των αγίων μπορούσε να χτυπήσει οποιονδήποτε δεν υπάκουε στις απαιτήσεις της εκκλησιαστικής εποχής. Μια ιστορία αφορά έναν άνδρα που επέμενε να δουλεύει τον αμπελώνα του κατά τη γιορτή του Αγίου Αβίτου: το χτύπημα ήταν άμεσο, «ο λαιμός του στράβωσε και το πρόσωπό του ... γύρισε προς τα πίσω»[15].
Επεισόδια όπως αυτό δείχνουν τους κινδύνους του να εργάζεται κάποιος όταν η Εκκλησία του είπε να μην το κάνει. Το ίδιο ηθικό δίδαγμα θα μπορούσε εξίσου καλά να ισχύσει και για εκείνους που δεν εργάζονταν όταν έπρεπε. Αυτός ο έλεγχος του χρόνου εργασίας είχε επεκταθεί από τον Μέσο Μεσαίωνα σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής των αγροτών, όπως αποκαλύπτει το αριστουργηματικό διάγραμμα ροής του Τζέιμς Μπράντεϊτζ για τη διαδικασία λήψης σεξουαλικών αποφάσεων σύμφωνα με τα εγχειρίδια μετάνοιας[16].
Η Κριστίν Κάλντγουελ Έιμς παρατηρεί ότι η Εκκλησία διεκδικούσε την εξουσία της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «με διάφορα αλληλένδετα μέσα που περιλάμβαναν την Ιερά Εξέταση, μια νέα και αναπόφευκτη εξουσία πάνω σε όλες τις ψυχές και τα σώματα»[17]. Η λειτουργία όλου αυτού του ελέγχου είχε ως στόχο την αύξηση της υπερεργασίας που αποσπάστηκε από την αγροτιά μέσω της εντατικής διαχείρισης τόσο της παραγωγικής διαδικασίας όσο και της αναπαραγωγής της εργασίας.
Ως προς αυτό, η φεουδαρχία διέφερε θεμελιωδώς από ένα αρχαίο κράτος, το οποίο γενικά δεν εμπλεκόταν σε τέτοιο βαθμό στο ζήτημα του τρόπου παραγωγής του πλεονάσματος, αρκεί να πληρώνονταν οι φόροι. Η Εκκλησία παρείχε σε αυτή την εντατική φεουδαρχική εκμετάλλευση νομιμότητα.
Σύμφωνα με τα δόγματά της, οι άρχοντες, είτε εκκλησιαστικοί είτε κοσμικοί, δεν αποσπούσαν απλώς τα προϊόντα της εργασίας των αγροτών με τη βία (αν και φυσικά η απειλή της βίας υπήρχε πάντα). Εισέπρατταν αυτό που ο Θεός είχε δώσει εντολή στους αγρότες να παραδώσουν. Ενώ οποιοσδήποτε άρχοντας μπορούσε να αρπάξει τα πρόβατα των χωρικών σαν ληστής, μόνο οι άρχοντες σε ένα χριστιανικό βασίλειο μπορούσαν να επωφεληθούν από μια αγροτιά τακτοποιημένη και διοικούμενη ώστε να μεγιστοποιείται η εκμετάλλευσή της.
Φυσικά, υπήρχαν σημαντικές περιφερειακές και χρονικές διακυμάνσεις στην ένταση της φεουδαλικοποίησης σε ολόκληρη τη μεσαιωνική Ευρώπη. Περιοχές όπου η φεουδαρχία δεν είχε ακόμη φτάσει στην πληρέστερη έκταση, όπως τμήματα της Νότιας Γαλλίας πριν από την Αλβιγγενική Σταυροφορία στις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα, αποτελούν από πολλές απόψεις τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ο κόσμος του Λανγκεντόκ του δωδέκατου αιώνα, όπου τα χωριά μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ή να οχυρωθούν κατά βούληση και όπου πολλοί κοσμικοί άρχοντες συμπεριφέρονταν μάλλον σαν ληστές, υπογραμμίζει σε αντιδιαστολή την εντατική φεουδαλικοποίηση περιοχών όπως η Αγγλία και η Βόρεια Γαλλία. Η Εκκλησία δεν επέζησε απλώς από τη μετάβαση από την ύστερη αρχαιότητα στη φεουδαρχία∙ ήταν μέρος της δημιουργίας του φεουδαρχικού συστήματος.
Ο χριστιανισμός ως εξέγερση
Αυτή η περιγραφή του ουσιαστικού ρόλου της Εκκλησίας στη φεουδαρχία θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι ο χριστιανισμός κατά τη μεσαιωνική περίοδο αφορούσε μόνο την εκμετάλλευση – ένα μονόδρομο σύστημα πίστης που απλώς επιβλήθηκε στους αγρότες εις βάρος τους. Ωστόσο, υπήρχε και μια άλλη πλευρά στην αξιοποίηση του χριστιανισμού για τον κοινωνικό έλεγχο. Ως αποτέλεσμα της θέσης της Εκκλησίας στην εγκαθίδρυση και διατήρηση του φεουδαρχικού ελέγχου, η θρησκευτική διαφωνία –η αίρεση– όλων των ειδών, εκτός από το πιο θεωρητικό, είχε πάντα την εγγενή δυνατότητα κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ορισμένα αιρετικά κινήματα μοιάζουν με ξεκάθαρες κοινωνικές εξεγέρσεις. Αυτό ισχύει στην πρώιμη Εκκλησία, με παραδείγματα όπως οι Circumcelliones, μια ομάδα του τέταρτου αιώνα στη Βόρεια Αφρική που καταγγέλθηκε ως αιρετική. Οι Circumcelliones ήταν ως επί το πλείστον εποχικοί εργάτες γης και αγωνίζονταν κατά της δουλείας και της εκμετάλλευσης, στήνοντας ενέδρες σε πλούσιους ταξιδιώτες και βάζοντάς τους να τρέχουν πίσω από τα οχήματά τους «σαν σκλάβοι»[18].
Κατά τη μέση μεσαιωνική περίοδο, έχουμε παραδείγματα όπως ο αιρετικός Εόν ντε λ’ Ετουάλ και οι οπαδοί του, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στη Βρετάνη τη δεκαετία του 1140 και έκαναν επιδρομές σε μοναστήρια και εκκλησίες και γλεντούσαν με τα λάφυρά τους στα δάση. Ο Εόν πίστευε ότι τον καθοδηγούσε ο Θεός και ότι τα λόγια της λειτουργίας απευθύνονταν προσωπικά σε αυτόν, αλλά το μίσος για τον πλούτο και την εκμεταλλευτική δύναμη της Εκκλησίας εμπεριέχεται επίσης στις πράξεις του και στις πράξεις των οπαδών του[19].
Με παρόμοιο τρόπο, οι οπαδοί του Φρα Ντολτσίνο στο Πιεμόντε, στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα, επιτέθηκαν σε πόλεις και απέσπασαν λύτρα από έναν τοπικό στρατιωτικό ηγέτη. Ωστόσο, δήλωναν ξεκάθαρα ότι εμπνέονταν από θρησκευτικές αντιλήψεις – από την ανάγκη της αποστολικής φτώχειας ενάντια στη διαφθορά της Εκκλησίας και όλο και περισσότερο από την επικείμενη αποκάλυψη και τον ιδιαίτερο ρόλο τους σε αυτήν. Υποστήριζαν ότι ήταν «υποταγμένοι μόνο στον Θεό και σε κανέναν άλλον, όπως ακριβώς οι απόστολοι ήταν υποταγμένοι στον Χριστό και σε κανέναν άλλον»[20].
Οι πεποιθήσεις τους αποτελούσαν σαφή πρόκληση για την εκκλησιαστική και κατ’ επέκταση την κοσμική εξουσία. Υπό την καθοδήγηση του Φρα Ντολτσίνο, απέρριπταν ρητά την επικρατούσα κοινωνία και προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια δική τους κοινωνία, σε πλήρη αντιπαράθεση με τις υπάρχουσες εξουσίες που συνεπαγόταν μια τέτοια πορεία δράσης.
Οι εξεγέρσεις στις πόλεις μπορούσαν επίσης να συνδυάσουν τις εκκλήσεις για θρησκευτική μεταρρύθμιση με εκφράσεις κοσμικής κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ο Άρνολντ της Μπρέσια, για παράδειγμα, ηγήθηκε μιας λαϊκής εξέγερσης το 1155 στη Ρώμη κατά της διαφθοράς του κλήρου, η οποία αναμείγνυε «θρησκευτικό ιδεαλισμό και πολιτικό ριζοσπαστισμό», όπως παρατηρούν οι Μισέλ Μολλάτ και Φιλίπ Γουλφ[21].
Το 1196, το Λονδίνο γνώρισε μια μεγάλη εξέγερση με επικεφαλής τον Γουίλιαμ Λόνγκμπερντ [Μακρυγένης][22]. Όπως και ο Άρνολντ της Μπρέσια, ο Λόνγκμπερντ ήταν ένας άγιος άνθρωπος (που υποδηλώνεται από τη μακριά γενειάδα του), αλλά σε αυτή την περίπτωση ενεργούσε με μη εξουσιοδοτημένο ρόλο και όχι ως εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής εξουσίας. Το μήνυμά του ήταν αποκαλυπτικό αλλά και επαναστατικό, καθώς δεν διεκδικούσε απλώς τα δικαιώματα των φτωχών αλλά τους συνέδεε με τους σωζόμενους και τους ισχυρούς με τους καταραμένους.
Η δυνατότητα της θρησκευτικής έκφρασης να χρησιμεύσει ως δίαυλος κοινωνικής διαμαρτυρίας ήταν σημαντική ακόμη και όταν τα συγκεκριμένα κινήματα δεν κατέληγαν σε ανοιχτή εξέγερση. Από τη μια πλευρά, τα άτομα που εγκατέλειπαν τη ζωή και τα υπάρχοντά τους για μια νομαδική, ασκητική ζωή απλώς ακολουθούσαν το παράδειγμα των αποστόλων των Ευαγγελίων. Ωστόσο, ο λαϊκός ενθουσιασμός για την αποστολική φτώχεια και όσους την εφάρμοζαν μπορούσε να αποτελέσει πρόκληση για την Εκκλησία και τις κοσμικές αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου. Ακόμη και όταν η ίδια η Εκκλησία έκανε χρήση αυτού του λαϊκού θρησκευτικού ενθουσιασμού, όπως στο κίνημα της Ειρήνης του Θεού [Pax et treuga Dei] στα τέλη του δέκατου και στις αρχές του ενδέκατου αιώνα, υπήρχε πάντα η δυνατότητα τα κινήματα για θρησκευτική μεταρρύθμιση να γίνουν οχήματα λαϊκής διαμαρτυρίας.
Αυτοί οι θρησκευτικοί επαναστάτες δεν κάλυπταν τους κοσμικούς στόχους τους με θρησκευτική γλώσσα, ούτε υπέφεραν από ψευδή συνείδηση, καθώς υιοθετούσαν το θρησκευτικό πλαίσιο της εκμετάλλευσής τους. Όπως ακριβώς ο χριστιανισμός είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της φεουδαρχικής εκμετάλλευσης, έτσι και οι ιδέες της θρησκευτικής μεταρρύθμισης αποτελούσαν γνήσιο μέρος της αντίστασης στην εκμετάλλευση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου.
Η πρόκληση που αυτό συνιστούσε για την Εκκλησία ήταν πραγματική, αλλά η προσαρμοστικότητα που χρειαζόταν ήταν επίσης ουσιαστική. Η διαλεκτική της πρόκλησης και της αντίδρασης που δημιούργησε η θρησκεία ως κοινωνική διαμαρτυρία είναι μέρος της ιστορίας της επιβίωσης της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία μετά τον Μεσαίωνα
Δεδομένου του πλούτου της και της θέσης της ως μέρος του κατεστημένου, η Εκκλησία μάλλον ήταν πάντα πιθανό να επιβιώσει με κάποια μορφή κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηγέτες της πρώιμης νεωτερικότητας διατήρησαν και επέκτειναν το μεσαιωνικό ενδιαφέρον για τον ιδεολογικό έλεγχο, τόσο σε προτεσταντικά κράτη (όπου το κοσμικό κράτος κατέλαβε την εξουσία επί της Εκκλησίας) όσο και σε καθολικά.
Η εντατική διαχείριση των ψυχών των πολιτών ως μέσο ελέγχου της παραγωγής συνεχίστηκε, είτε μέσω της Ιεράς Εξέτασης είτε μέσω άλλων μορφών επιβολής του νόμου, τόσο κοσμικών όσο και εκκλησιαστικών. Αυτό δείχνει τη συνεχιζόμενη συνάφεια του χριστιανισμού με την εκμετάλλευση, ακόμη και σε μια εποχή που πολλά κράτη απέρριπταν την εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας και του Πάπα.
Ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι προσπάθειες προσηλυτισμού στον Χριστιανισμό στην ιστορία της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας καταδεικνύει ότι ακόμη και στη σύγχρονη περίοδο, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης έβλεπαν τον Χριστιανισμό ως μια δύναμη με χρήσιμη πειθαρχική επίδραση στην εργασία. Οι προσπάθειες επιβολής της προσέλευσης στην εκκλησία για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, όπου αυτό ήταν δυνατό, μαρτυρούν επίσης τέτοιες αντιλήψεις. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, ο εκκλησιασμός ήταν θεωρητικά υποχρεωτικός μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, με πιο αυστηρές και επιβαλλόμενες απαιτήσεις σε άτομα της εργατικής τάξης που ήταν προσιτά, όπως οι κάτοικοι των πτωχοκομείων ή των ασύλων για απόρους[23].
Η σύγχρονη ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, ειδικότερα, έχει δείξει ότι πασχίζει να προσαρμοστεί στον φιλελευθερισμό. Ωστόσο, ο κεντρικός ρόλος της Εκκλησίας στα συστήματα εκμετάλλευσης από τον τέταρτο αιώνα σημαίνει ότι εξακολουθεί να αποτελεί θεσμικό μέρος των καθολικών κρατών, τόσο στην Ευρώπη όσο και (χάρη στην αποικιοκρατία) σε όλο τον κόσμο.
Το γεγονός ότι αυτό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα δεν αποτελεί τόσο ένα σχόλιο για τη φύση της θρησκείας καθεαυτή, ή για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Χριστιανισμού, όσο μια υπενθύμιση για το πόσα πολλά κληρονόμησε ο καπιταλισμός από τη φεουδαρχία. Η Εκκλησία ήταν αναπόσπαστο μέρος της φεουδαρχίας, και γι’ αυτό εξακολουθεί να είναι μαζί μας σήμερα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Elaine Graham-Leigh, “The Catholic Church Has Always Been a Worldly Institution”, Jacobin, 5 Μαΐου 2025, https://jacobin.com/2025/05/catholic-church-feudalism-class-exploitation.
Η Elaine Graham-Leigh είναι συγγραφέας των βιβλίων The Southern French Nobility and the Albigensian Crusade (2005) και A Diet of Austerity: Class, Food, and Climate Change (2015). Στο e la libertà έχει μεταφραστεί το άρθρο της: «Η Μεσαιωνική Σταυροφορία κατά των Καθαρών [Αλβιγηνών] αποτέλεσε πρότυπο για τη σύγχρονη καταπίεση»
Σημειώσεις
[1] Perry Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism, NLB, Λονδίνο 1974, σελ. 131 [Πέρι Άντερσον, Από την αρχαιότητα στον φεουδαρχισμό, Οδυσσέας, Αθήνα 1980, μετάφραση Ελένη Οικονόμου-Αστερίου, σελ. 150].
[2] Jacob Burckhardt, The Age of Constantine the Great, Routledge, Νέα Υόρκη 1949, ιδ. chapter IX “Constantine and the Church”.
[3] Frederick Engels, “Bruno Bauer and Early Christianity” [Sozialdemokrat, 4-11 Μαΐου 1882], διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1882/05/bauer.htm.
[4] Peter Heather, Christendom. The Triumph of a Religion, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2022, σελ. 20.
[5] Georg Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Bassil Blackwell, Οξφόρδη 1968, σελ. 138 [Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος πρώτος, Ιστορικές εκδόσεις Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος, [1979], σσ. 207, 208].
[6] Frederick Engels, “On the History of Early Christianity” [Die Neue Zeit, 1894–95], διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1894/early-christianity/.
[7] “Contra Celsum”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Contra_Celsum [Κατὰ Κέλσου, 3.44].
[8] Peter Heather, ό.π., σελ. 186.
[9] Chris Wickham, Medieval Europe, Yale University Press, Νιου Χέιβεν και Λονδίνο 2016, σελ. 70.
[10] Edward James, The Origins of France: From Clovis to the Capetians, 500-1000, Macmillan, 1982, σσ. 49 κ.ε.
[11] Ellen Meiksins Wood, Citizens to Lords:A Social History of Western Political Thought from Antiquity to the Late Middle Ages, Verso, Λονδίνο 2008, σελ. 171.
[12] Chris Wickham, ό.π., σελ. 91.
[13] Ellen Meiksins Wood, ό.π., σελ. 179.
[14] Robert I. Moore, The First European Revolution: 970-1215, Blackwell, 2000, σελ. 77 κ.ε.
[15] Gregory of Tours: Glory of the Confessors, Liverpool University Press, Λίβερπουλ 1988, σελ. 74.
[16] JamesA. Brundage, Law, Sex, and Christian Society in Medieval Europe, The University of Chicago Press, Σικάγο και Λονδίνο 1987, σελ. 162.
[17] Christine Caldwell Ames, “Does Inquisition Belong to Religious History?”, The American Historical Review, τόμος 110, τεύχος 1, Φεβρουάριος 2005.
[18] Jairus Banaji, Theory as History. Essays on Modes of Production and Exploitation, Brill, Λέιντεν, Βοστώνη 2010, σσ. 124, 125.
[19] R.I. Moore, The Origins of European Dissent, Basil Blackwell, Οξφόρδη 1977, σσ. 69-76, 247-274.
[20] Bernard Gui, Practica inquisitionis heretice pravitatis, auctore Bernardo Guidonis ... document publié pour la première fois par le chanoine C. Douais, A. Picard, 1886.
[21] Michel Mollat, Philippe Wolff, The Popular Revolutions of the Late Middle Ages, Routledge, Νέα Υόρκη 2022.
[22] Dominic Alexander, “William Longbeard: A Rebel Holy Man of Twelfth-Century England”, Viator, τόμος 48, τεύχος 3, 2017, https://www.brepolsonline.net/doi/10.1484/J.VIATOR.5.116351?mobileUi=0 [Βλ. επίσης Dominic Alexander, «Γουίλιαμ Λόνγκμπερντ, ο πρώτος επαναστάτης ηγέτης της Αγγλίας», e la libertà, 27 Απριλίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/8878-%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BC-%CE%BB%CF%8C%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%84,-%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%B3%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82].
[23] Clive D. Field, “A Shilling for Queen Elizabeth: The Era of State Regulation of Church Attendance in England, 1552–1969”, Journal of Church and State, τόμος 50, τεύχος 2, άνοιξη 2008.