Οδόφραγμα στην Chaussée Ménilmontant, 18 Μαρτίου 1871.
Dan La Botz
Η κατανόηση της Παρισινής Κομμούνας στην επέτειο των 150 χρόνων της
Στο πρώτο μέρος αυτού του δοκιμίου, εξετάζω τα γεγονότα της Κομμούνας όπως εξελίχθηκαν, βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Jacques Rougerie, τον οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εκπρόσωπο της σχολής της «ιστορίας από τα κάτω», και της Carolyn J. Eichner, ιστορικού των γυναικών στην Κομμούνα. (Όπου τα αποσπάσματα δεν έχουν υποσημείωση, προέρχονται από τα βιβλία του Rougerie.) Στο Μέρος ΙΙ, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε ηλεκτρονικά εδώ, εξετάζω κριτικά την ερμηνεία του Μαρξ για την Κομμούνα για να διερευνήσω ζητήματα που απέφυγε να αντιμετωπίσει και τον λόγο για τον οποίο παραμέλησε ορισμένα σημαντικά ζητήματα.
Μέρος Ι - Η Κομμούνα όπως ήταν
Ο αυτοκράτορας και ο πόλεμος
Ο πόλεμος και η ταπεινωτική ήττα των Γάλλων δημιούργησαν την κρίση που οδήγησε στην Παρισινή Κομμούνα. Την 1η Σεπτεμβρίου 1870, στη μάχη του Σεντάν, ο Γάλλος αυτοκράτορας Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης (Ναπολέων Γ΄), η κυβέρνησή του και το γαλλικό έθνος υπέστησαν μια καταστροφική ήττα από τον Πρώσο καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Βοναπάρτης αιχμαλωτίστηκε μαζί με αρκετούς από τους στρατηγούς του. Ήταν το τέλος της βασιλείας του που είχε διαρκέσει πάνω από είκοσι χρόνια, πρώτα ως πρόεδρος από το 1848 και στη συνέχεια, μετά από πραξικόπημα το 1852, ως αυτοκράτορας.1 Το Σύνταγμα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας εκείνης της χρονιάς του έδωσε όλη την εξουσία, αν και επέτρεψε να υπάρξει ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο πάνω στο οποίο κυριαρχούσε ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής του διακυβέρνησης η γαλλική βιομηχανία εκσυγχρονίστηκε και ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε, ενώ η χώρα διεξήγαγε πολέμους με τη Ρωσία και την Αυστρία, καθώς επίσης επέκτεινε την αυτοκρατορία στο Μεξικό και την Ινδοκίνα.
Συμμαχώντας με την αστική τάξη και την Καθολική Εκκλησία, ο Λουδοβίκος Ναπολέων κατέπνιξε την πολιτική ζωή και περιόρισε τα δημοκρατικά δικαιώματα, απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις και κλείνοντας τις εφημερίδες. Παρόλα αυτά, παρέμεινε δημοφιλής τόσο στους πολύ πλούσιους όσο και στους αγρότες. Το 1868 οι φιλελεύθερες και συντηρητικές παρατάξεις του Βοναπαρτιστικού Κόμματός του κέρδισαν το 78% των ψήφων και οι Μοναρχικοί άλλο ένα 15%, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με επικεφαλής τον Λεόν Γαμβέτα [Léon Gambetta], έναν ειλικρινή επικριτή αντίπαλο του αυτοκράτορα και γνήσιο δημοκράτη, κέρδισε μόνο το 10%.2 Όταν τον Μάιο του 1870 ο Λουδοβίκος Ναπολέων πρότεινε δημοψήφισμα για μια σειρά προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, επτά στους οκτώ ψήφισαν υπέρ τους. Ήταν τα δύο τρίτα του γαλλικού λαού που ήταν αγρότες αυτοί που ψήφιζαν με συντριπτική πλειοψηφία τα κόμματα του Βοναπάρτη και τα δημοψηφίσματά του, αλλά οι Παριζιάνοι όλων των κοινωνικών τάξεων ψήφιζαν γενικά τους Ρεπουμπλικάνους.
Με το ξέσπασμα του πολέμου με την Πρωσία, η πατριωτική, σοβινιστική θέρμη σάρωσε τη χώρα και όλη η Γαλλία φαινόταν να είναι με τον αυτοκράτορα, εκτός από μερικούς αριστερούς συνδικαλιστές αγωνιστές της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Πρώτη Διεθνής) που διαδήλωσαν κατά του επερχόμενου πολέμου τον Ιούλιο του 1870. Ο πόλεμος ήταν σύντομος, μόλις έξι μήνες, οι Πρώσοι κέρδισαν σχεδόν όλες τις μάχες και με τη νίκη τους και τη σύλληψη του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, η αυτοκρατορία κατέρρευσε. Στο Παρίσι, εν μέσω θορυβωδών διαδηλώσεων, μια ομάδα μετριοπαθών ρεπουμπλικανών πολιτικών ανακήρυξε τη Γαλλία σε Δημοκρατία, ενώ οι παρισινοί βουλευτές του κοινοβουλίου με επικεφαλής τον Ζυλ Φερί [Jules Ferry] ανακήρυξαν το σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας. Επέλεξαν για επικεφαλής της κυβέρνησης τον στρατηγό Λουί Ζυλ Τροσύ [Louis Jules Trochu], συντηρητικό καθολικό, ο οποίος έγινε κυβερνήτης του Παρισιού και αρχιστράτηγος του στρατού και της φρουράς.
Ήταν μια νέα μέρα στη Γαλλία: Η αυτοκρατορία κατέρρευσε. Ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία. Ωστόσο, η χώρα βρισκόταν ακόμη σε πόλεμο και ο πρωσικός στρατός, με το δρόμο του στρωμένο με νίκες, βάδιζε προς το Παρίσι. Ο Εζέν Βαρλέν [Eugène Varlin], ο εξέχων ηγέτης της Πρώτης Διεθνούς στο Παρίσι, διακήρυξε:
«Με όλα τα δυνατά μέσα, θα συμμετάσχουμε στην εθνική άμυνα, η οποία είναι το πιο σημαντικό πράγμα αυτή τη στιγμή. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, ο φρικτός πόλεμος απέκτησε νέο περιεχόμενο· είναι πλέον μια μονομαχία μέχρι θανάτου μεταξύ της φεουδαρχικής μοναρχίας και της αβασίλευτης δημοκρατίας... Η επανάστασή μας δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί και θα το κάνουμε, μόλις απελευθερωθούμε από την εισβολή, και θα θέσουμε με επαναστατικό τρόπο τα θεμέλια για την ισότιμη κοινωνία που επιθυμούμε.»
Η ανάδειξη της Κομμούνας σε κυβέρνηση του Παρισιού θα ήταν, ωστόσο, μια αργή και περίπλοκη διαδικασία, με δισταγμούς, παραλήψεις και σύγχυση, καθώς ο λαός προσπαθούσε να βρει το δρόμο προς τα εμπρός.
Place Vendôme (Ομάδα ομοσπονδιακών στρατιωτών κοντά στο οδόφραγμα στην οδό Castiglione)
Το Παρίσι την παραμονή της Κομμούνας
Το Παρίσι ήταν η κατ’ εξοχήν πόλη του εργαζόμενου λαού. Στο σύνολο της Γαλλίας, ο πληθυσμός ήταν 38 εκατομμύρια, ενώ μόνο 3,5 εκατομμύρια ήταν εργάτες, αλλά στο Παρίσι, μια πόλη σχεδόν δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, περίπου το 70% ήταν μισθωτοί. Η εργατική τάξη του Παρισιού δεν ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη του ύστερου δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα που θα μπορούσε να μας έρθει στο μυαλό. Ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού ήταν ένα ποικιλόμορφο σύνολο από τεχνίτες, εργάτες, εμπορικούς υπαλλήλους και αυτοαπασχολούμενους, σε μεγάλο βαθμό ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων χωρίς υπαλλήλους. Το 1866 περίπου το 57% των Παριζιάνων εργαζόταν στη βιομηχανία και 12% στο εμπόριο, αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργάζονταν σε μικρά καταστήματα και εργαστήρια, λιγότερο από το 10% των οποίων είχαν πάνω από δέκα υπαλλήλους. Οι επιχειρήσεις με 100 ή 200 εργαζομένους ήταν πολύ λίγες, και μόνο ο σιδηρόδρομος είχε περισσότερους από 1.000 εργαζομένους. Ακόμα και το 1866 υπήρχαν 455.400 εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες. 120.600 υπάλληλοι (όπως υπάλληλοι γραφείου) και 100.000 οικιακοί βοηθοί. Το Παρίσι είχε 26.633 εργάτες ενδυμάτων, εκ των οποίων οι περισσότερες ήταν γυναίκες. Σχεδόν 12.000 εργάτες παρήγαγαν είδη πολυτελείας και υπήρχαν επίσης σχεδόν 5.000 εργάτες μετάλλου και λίγο πάνω από 5.000 εργάτες ξύλου και επίπλων. Υπήρχαν όμως πάνω από 50.000 εμποροϋπάλληλοι. Στη συνέχεια, υπήρχαν επίσης 120.000 ιδιοκτήτες καταστημάτων και εργαστηρίων, αλλά πολλοί από αυτούς δεν είχαν υπαλλήλους και τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο δεν διέφεραν πολύ από τους εργάτες και τους τεχνίτες. Υπήρχαν επίσης πολλοί επισφαλείς εργαζόμενοι που δεν είχαν σταθερή δουλειά. Κάτω από αυτές τις ομάδες, οι πολυάριθμοι φτωχοί, οι άθλιοι, les misérables.
Το 1853 ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης είχε κάνει τον Ζορζ-Εζέν Οσμάν [George-Eugène Haussmann] νομάρχη του Παρισιού και του είχε αναθέσει την ανοικοδόμηση της πόλης. Υπό τη διοίκησή του εκατοντάδες κτίρια κατεδαφίστηκαν για να δημιουργηθούν νέες λεωφόροι και βουλεβάρτα, εκτοπίζοντας 350.000 ανθρώπους. Η κτηματομεσιτική κερδοσκοπία και ο εξευγενισμός έγιναν σοβαρά προβλήματα, με αποτέλεσμα η περιορισμένη στέγαση και τα αυξανόμενα ενοίκια να εξωθήσουν τους εργάτες στις περιοχές ακριβώς έξω από την παλιά πόλη στα βόρεια, νότια και ανατολικά της. Ενώ οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο των εργατών είχαν αυξηθεί μετά την Επανάσταση του 1848, πολλοί εξακολουθούσαν να είναι φτωχοί· και ο εξευγενισμός δημιούργησε οικονομικό διαχωρισμό, καθώς ο εργαζόμενος λαός εκδιώχθηκε από το κέντρο του Παρισιού. Ο ιστορικός Jacques Rougerie αναφέρεται στις «παθολογίες» της «κόκκινης ζώνης» γύρω από το Παρίσι εκείνη την εποχή, μεταξύ των οποίων οι συνθήκες υπερπληθυσμού, τα υψηλότερα επίπεδα ασθενειών και θνησιμότητας και μια επιδημία φυματίωσης που στοίχισε τη ζωή σε 10.691 ανθρώπους το 1870.3
Αντιμέτωπος με την αυξανόμενη αντιπολίτευση στην κυβέρνησή του, το 1864-1866 ο Λουδοβίκος Ναπολέων επέτρεψε στα εργατικά συνδικάτα να οργανώνονται και να απεργούν και επέτρεψε ορισμένες συγκεντρώσεις και δημοσιεύσεις. Με επικεφαλής σε μεγάλο βαθμό την Πρώτη Διεθνή, οι εργάτες οργανώθηκαν και δεν υπήρχε σχεδόν κανένα επάγγελμα στο Παρίσι που να μην είχε συνδικάτο. Για παράδειγμα, 6.000 από τους 12.000 εργάτες χαλκού ήταν οργανωμένοι, 12.000 από τους 30.000 μηχανικούς, 1.000 από τους 1.500 εργάτες σιδήρου και 2.500 από τους 3.500 τυπογράφους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 η Διεθνής ηγήθηκε κυμάτων απεργιών και ενώ κάποιες ήταν νικηφόρες, πολλές απέτυχαν. Όπως είπε ο Βαρλέν, οι Γάλλοι εργάτες είχαν εισέλθει, «στην εποχή της αντίστασης». Έτσι, μέχρι το 1870 υπήρχε ένα εργατικό κίνημα με δεκάδες χιλιάδες μέλη σε όλη τη Γαλλία και χιλιάδες στο Παρίσι, πολλοί από τους οποίους ήταν ενταγμένοι στην Πρώτη Διεθνή, στο ηγετικό συμβούλιο της οποίας βρισκόταν ο Καρλ Μαρξ.
Στην πραγματικότητα, υπήρχαν αρκετές αριστερές ομάδες που δραστηριοποιούνταν στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Οι περισσότερες θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρεπουμπλικάνους, σχεδόν όλες ζητούσαν μια αποκεντρωμένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ενώ οι ριζοσπάστες υποστήριζαν επίσης μια δημοκρατική και κοινωνική Δημοκρατία, η οποία πολλοί πίστευαν ότι θα μπορούσε να προκύψει μέσω μιας ειρηνικής επανάστασης.4 Οι αριστεροί έβλεπαν ως πρότυπα τις δύο αβασίλευτες Δημοκρατίες [democratic Republics] της εποχής, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η δουλεία είχε πρόσφατα ηττηθεί. Οι Γιακωβίνοι ήταν το τμήμα της ρεπουμπλικανικής αριστεράς που αναπολούσαν τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 ως έμπνευση και θεωρούσαν ότι η δουλειά τους ήταν να την ολοκληρώσουν. Οι Προυντονικοί, των οποίων το σοσιαλιστικό ιδεώδες βασιζόταν στο βιοτεχνικό εργαστήριο, και παρόλο που ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν είχε πεθάνει το 1865, είχαν επιρροή. Κατά τη διάρκεια των απεργιών της δεκαετίας του 1860 στη Γαλλία, οι Προυντονικοί είχαν σε μεγάλο βαθμό συμμαχήσει με τους Διεθνιστές στην πράξη, αν και διατηρούσαν κάποιες από τις παλιές τους θέσεις, όπως η αντίθεση στην είσοδο των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.5 Υπήρχε επίσης ακόμη η διάχυτη επιρροή των παλαιών «κομμουνιστών» της δεκαετίας του 1840, ουτοπικών σοσιαλιστών που ο καθένας είχε ένα περίτεχνο σχέδιο για την εγκαθίδρυση της τέλειας κομμουνιστικής κοινωνίας.6 Οι Διεθνιστές, των οποίων οι ηγέτες ήταν σοσιαλιστές, συχνά αναλάμβαναν την πρωτοβουλία και έπαιζαν ηγετικό ρόλο στην οργάνωση ενός μαζικού, δημοκρατικού κινήματος. Ο Μαρξ, μέλος του συμβουλίου της Πρώτης Διεθνούς, και ο Ένγκελς, ο οποίος αργότερα έγινε επίσης μέλος του συμβουλίου της, ενημερώνονταν για τις εξελίξεις από τους Διεθνιστές στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τους προσέφεραν πληροφορίες και συμβουλές, αν και δεν έλεγχαν και δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις εξελίξεις.7
Οι Μπλανκιστές, μια μικρή ομάδα οπαδών του Λουί Ογκύστ Μπλανκί, γνωστού ως «ο γέρος», υποστήριζαν τον σχηματισμό μιας συνωμοτικής ομάδας για τη διεξαγωγή ένοπλων ενεργειών.8 Αν και ο ίδιος ο Μπλανκί ήταν στη φυλακή κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, οι οπαδοί του έπαιξαν ενεργό και μερικές φορές ηγετικό ρόλο. Ο Ρώσος επαναστάτης και ηγέτης του αναρχικού κινήματος, Μιχαήλ Μπακούνιν, εμφανίστηκε επίσης στη Γαλλία το 1871 και συμμετείχε σε ανεπιτυχείς εξεγέρσεις στη Λυών και την Μπεζανσόν. Οι ιδέες του άσκησαν επιρροή και οι οπαδοί του δραστηριοποιήθηκαν στο Παρίσι.9 Τέλος, υπήρχε και ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ο «ήρωας των δύο κόσμων», ο διεθνής αγωνιστής στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική για την εθνική αυτοδιάθεση και τη δημοκρατική κυβέρνηση, με τους οπαδούς του, τα κόκκινα πουκάμισα.
Γυναίκες, σοσιαλίστριες φεμινίστριες πριν την εμφάνιση του όρου, μπορούσαν να βρεθούν σε ορισμένες από αυτές τις ομάδες, όπως η διεθνίστρια Ελίζαμπεθ Ντμιτρίεφ [Elizabeth Dmitrieff] και η αναρχική Λουίζ Μισέλ [Louise Michel].10 Όλες αυτές οι ομάδες συμφωνούσαν στην αντίθεσή τους στον Λουδοβίκο Ναπολέοντα και απέρριπταν οποιαδήποτε επιστροφή στην παλιά γαλλική μοναρχία από τους διάφορους διεκδικητές της. Σχεδόν όλες, βασισμένες στις θεωρίες των Γιακωβίνων και των Προυντονικών και αντιδρώντας στη βοναπαρτιστική δικτατορία, είχαν ως στόχο την αποκέντρωση της Γαλλίας και τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας κοινοτήτων. Με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, όλοι άρχισαν να εργάζονται για την υπεράσπιση του Παρισιού και την αναδιοργάνωση της πόλης και της χώρας σε μια πιο δημοκρατική και κοινωνικά προοδευτική βάση.
Οδοφράγματα στη Rue de Flandre Salle de la Marseillaise, 18 Μαρτίου 1871.
Ο λαός οργανώνει την άμυνα του Παρισιού
Οι Παριζιάνοι της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων αισθάνονταν ότι ο αυτοκράτορας τους είχε ληστέψει, γι’ αυτό και το κάλεσμα για Δημοκρατία ερμηνεύτηκε αρχικά ως η ευκαιρία των εργαζομένων να πάρουν πίσω την πόλη τους. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, οι Διεθνιστές εμφανίστηκαν στο Δημαρχείο με έναν κατάλογο αιτημάτων που περιελάμβανε εκλογές για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης διαμερισμάτων, κατάργηση του νομάρχη της αστυνομίας, οργάνωση μιας νέας δημοτικής αστυνομίας, πλήρη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, του λόγου και του Τύπου, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων και επιστράτευση των ικανών για την υπεράσπιση της χώρας. Δημοσίευσαν επίσης ένα διάγγελμα προς τον γερμανικό λαό λέγοντας ότι θα υπερασπιστούν τη Γαλλία τους από την εισβολή και την κατοχή, αλλά ότι προσβλέπουν στην ειρήνη, την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη σε μελλοντικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Στις 5 Σεπτεμβρίου οι Διεθνιστές συγκάλεσαν συνάντηση των Ρεπουμπλικάνων για να οργανώσουν την υπεράσπιση του Παρισιού. Τα 500 άτομα που συμμετείχαν αποφάσισαν να οργανώσουν «επιτροπές επαγρύπνησης» στις είκοσι περιφέρειες (Arrondissements) του Παρισιού, με επικεφαλής μια Κεντρική Επιτροπή. Μεταξύ 5 και 10 Σεπτεμβρίου οργάνωσαν τοπικές επιτροπές και στις 11 Σεπτεμβρίου την πρώτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής. Αυτή με τη σειρά της δημιούργησε διάφορες επιτροπές: την αστυνομία, τα σχολεία, την προμήθεια τροφίμων στον πληθυσμό, την άμυνα, την εργασία κ.ο.κ. Στη συνέχεια, στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου, η Κεντρική Επιτροπή ανάρτησε σε όλο το Παρίσι αυτό που αποκαλείται «η πρώτη κόκκινη αφίσα», επαναλαμβάνοντας το κάλεσμα για δημοκρατικές εκλογές και κατάλυση της αστυνομίας, αλλά κυρίως –με τους Πρώσους να πλησιάζουν το Παρίσι– καλώντας σε μαζική επιστράτευση για την υπεράσπιση της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών. Καλούσε σε επίταξη οποιουδήποτε υλικού ήταν απαραίτητο για την υπεράσπιση της πόλης, ενώ οι ιδιοκτήτες θα πληρώνονταν αργότερα. Παρόλα αυτά, η Κεντρική Επιτροπή σε αυτό το σημείο θεωρούσε τον εαυτό της ως βοηθητικό όργανο της νέας εθνικής δημοκρατικής κυβέρνησης.
Μια εβδομάδα περίπου αργότερα, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στις 20 Σεπτεμβρίου ψήφισε ομόφωνα την υιοθέτηση του όρου «Κομμούνα» όταν αναφερόταν στο Παρίσι, ένας όρος εκατοντάδων ετών που συνδέθηκε με μια εξέγερση του δέκατου τέταρτου αιώνα και με τη Γαλλική Επανάσταση της δεκαετίας του 1790. Η Κομμούνα ορίστηκε ως «μια άμεση κυβέρνηση από τους ίδιους τους πολίτες», κυρίαρχη και αυτόνομη, η οποία υπόσχεται να φροντίσει για όλους τους πολίτες και τις οικογένειές τους και να οργανώσει την άμυνα του Παρισιού και της χώρας. Προτάθηκε ότι το Παρίσι ήταν ο ηγέτης του γαλλικού έθνους και μάλιστα ο υπερασπιστής μιας ευρωπαϊκής επανάστασης! Αυτές οι αντιλήψεις για την Κομμούνα ως μια αναζωογονημένη, δημοκρατική δημοτική κυβέρνηση και ως το κέντρο μιας εθνικής και ακόμη και διεθνούς επανάστασης υπάρχουν παράλληλα σε όλη αυτή την περίοδο. Ωστόσο, αυτές οι πρώτες απόπειρες υιοθέτησης του όρου «Κομμούνα» και συγκρότησης μιας νέας κυβέρνησης με αυτό το όνομα ναυάγησαν.
Κομμούνα του Παρισιού τον Απρίλιο του 1871 στην Rue de Ravioli κοντά στο Hotel de Ville, η φωτογραφία αποδίδεται στον Pierre-Ambroise Richebourg.
Το Παρίσι πολιορκείται
Εν τω μεταξύ, στις 19 Σεπτεμβρίου οι Πρώσοι είχαν αποκλείσει το Παρίσι και άρχισε η πολιορκία της πόλης. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο απελπιστική, αλλά ταυτόχρονα οι κάτοικοι του Παρισιού βίωναν μια νεοαποκτηθείσα ελευθερία. Από τις επιτροπές επαγρύπνησης προέκυψαν πολιτικές λέσχες διαφόρων πεποιθήσεων, οι εφημερίδες πολλαπλασιάστηκαν, παντού οι άνθρωποι έκαναν συγκεντρώσεις και συζητήσεις. Μια ομάδα διακήρυξε: «Το κράτος ή το έθνος δεν είναι τίποτε άλλο από τη συγκέντρωση των κοινοτήτων της Γαλλίας... Ήμασταν ένα πλήθος· θα γίνουμε τελικά μια πόλη».
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου οι Πρώσοι συνέχισαν να κερδίζουν νίκες, κατέλαβαν εδάφη και ουσιαστικά κατέστρεψαν τον γαλλικό στρατό. Μερικές επιδρομές των παρισινών στρατευμάτων ηττήθηκαν. Διάφορες ομάδες με επικεφαλής τους ριζοσπάστες έφεραν πλήθη να διαμαρτυρηθούν στο Δημαρχείο και μάλιστα το κατέλαβαν για λίγο απαιτώντας εκλογές και σοβαρότερη προσοχή στην άμυνα. Η Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας ανακατέλαβε το κτίριο, αλλά επέτρεψε στους ριζοσπάστες να φύγουν σώοι και αβλαβείς. Ωστόσο, ένα δημοψήφισμα στις 3 Νοεμβρίου διαπίστωσε ότι 323.373 πολίτες εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας που αποτελούνταν από μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους, ενώ μόνο 53.584 ήταν αντίθετοι.
Με τον ερχομό του χειμώνα, το Παρίσι παρέμεινε αποκλεισμένο, έγινε «πόλη των ανέργων». Το κρύο, η πείνα και η επιδημία χολέρας διπλασίασαν το ποσοστό θνησιμότητας. Στις 6 Ιανουαρίου, 140 μέλη της Επιτροπής των Είκοσι Περιφερειών του Παρισιού, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι Διεθνιστές και στην οποία κυριαρχούσαν πλέον οι Μπλανκιστές, έβγαλαν άλλη μια Κόκκινη Αφίσα, προτείνοντας να αντικαταστήσει μια κυβέρνηση της Κομμούνας την κυβέρνηση που αδυνατούσε να παράσχει επαρκή άμυνα. Μια ομάδα μπλανκιστών και άλλων επαναστατών, μεταξύ των οποίων και η αναρχική φεμινίστρια Λουίζ Μισέλ, πραγματοποίησε πορεία προς το Δημαρχείο στις 22 Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα να πέσουν πυροβολισμοί και να σκοτωθούν έξι άνθρωποι, οι πρώτοι της επανάστασης.
Με την πόλη αποκλεισμένη, το εμπόριο σταματημένο και πολλά καταστήματα κλειστά, η συμμετοχή στην Εθνική Φρουρά έγινε το οικονομικό στήριγμα για πολλούς Παριζιάνους. Ο πατριωτισμός και η ανάγκη οδήγησαν στην ενίσχυση της φρουράς, η οποία αποτελούνταν από άνδρες ηλικίας 20 έως 40 ετών· μια μαζική επιστράτευση την ανέβασε θεωρητικά σε 300.000 άνδρες. Οι άνδρες της φρουράς αμείβονταν με 30 sous (περίπου τριάντα αμερικανικά σεντς) την ημέρα, το κόστος τριών καρβελιών ψωμιού. Η φρουρά δεν δεχόταν γυναίκες. Η Εθνική Φρουρά του Παρισιού, ωστόσο, έλαβε το ριζοσπαστικό μέτρο να καταβάλλει συντάξεις στις χήρες και στα παιδιά των unions libres (γάμων κοινής αποδοχής) των στρατιωτών, δηλαδή στις ανύπαντρες γυναίκες και σε όσα θεωρούνταν προηγουμένως εξώγαμα παιδιά τους. Ταυτόχρονα, η φρουρά αποτελούσε πυλώνα του ρεπουμπλικανισμού και του ριζοσπαστισμού, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στη φρουρά προέρχονταν από τη μικροαστική ή την εργατική τάξη και αντανακλούσαν τις λαϊκές αντιλήψεις.
Παρόλα αυτά τα πράγματα χειροτέρεψαν. Κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου, οι Πρώσοι έριξαν 12.000 οβίδες στο πεινασμένο Παρίσι, ελπίζοντας να κάμψουν τη θέληση της πόλης. Τμήματα της πόλης έγιναν ερείπια και 400 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Μη βλέποντας διέξοδο, στις 28 Ιανουαρίου η Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, που βρισκόταν πλέον στο Μπορντό και εκπροσωπούσε σε μεγάλο βαθμό πλούσιους γαιοκτήμονες της υπαίθρου, υπέγραψε προσωρινή ανακωχή με τον Μπίσμαρκ, η οποία προέβλεπε ότι ο πρωσικός στρατός δεν θα καταλάμβανε την πόλη. Οι Γάλλοι στρατιώτες θα παρέδιδαν τα όπλα τους, αλλά δεν θα αιχμαλωτίζονταν, και η πόλη του Παρισιού θα πλήρωνε αποζημιώσεις ύψους 200 εκατομμυρίων φράγκων. Η Εθνική Φρουρά θα διατηρούσε, ωστόσο, τα τουφέκια και τα κανόνια της προκειμένου να διαφυλάξει την τάξη στην πόλη.
Οδοφράγματα μπροστά από τη Madeleine κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, A. Disderi
Η κυβέρνηση του Θιέρσου
Με την ανακωχή αυτή, οι εκλογές για τη γαλλική Εθνοσυνέλευση διεξήχθησαν στις 8 Φεβρουαρίου, αν και, καθώς πολλά τμήματα της χώρας ήταν υπό την κατοχή του πρωσικού στρατού και η επικοινωνία με άλλες περιοχές είχε διακοπεί, δεν μπορούσαν να ψηφίσουν όλοι. Η Φιλελεύθερη Ένωση του Αντόλφ Τιερ [Adolphe Thiers, στ.εξ. Θιέρσος], ο οποίος είχε αντιταχθεί στον πόλεμο με την Πρωσία, η οποία αποτελούνταν από Φιλελεύθερους και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους κέρδισε 26 από τα ονομαστικά 89 διαμερίσματα της χώρας (πέντε διαμερίσματα είχαν παραχωρηθεί όλα ή μέρος αυτών στους Πρώσους), ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι του Γαμβέττα κέρδισαν μόνο σε οκτώ διαμερίσματα. Στο κοινοβούλιο κυριάρχησαν περίπου 360 μοναρχικοί, μισοβασιλικοί και συντηρητικοί και 15 βοναπαρτιστές· η επιτυχία αυτών των δεξιών κομμάτων οφειλόταν κυρίως στη συντηρητική, καθολική ψήφο των αγροτών, που αποτελούσαν τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος. Στα αριστερά βρίσκονταν 150 Ρεπουμπλικάνοι, μεταξύ των οποίων μόλις 40 ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνοι και λίγοι σοσιαλιστές. Στο Παρίσι, ωστόσο, όπου ψήφισαν 290.000 άνθρωποι, περίπου 180.000 ψήφισαν Ρεπουμπλικανούς, μεταξύ των οποίων και διάσημες προσωπικότητες όπως ο συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, ο Λουί Μπλαν [Louis Blanc], ο ήρωας της επανάστασης του 1848, και ο Γκαριμπάλντι, ο διεθνής μαχητής της ελευθερίας. Αρκετοί Γιακωβίνοι, Διεθνιστές, καθώς και διάφοροι σοσιαλιστές εξελέγησαν επίσης με βάση περίπου 40.000 ψήφους.
Τη νίκη του Θιέρσου και των συντηρητικών δυνάμεων στις εθνικές εκλογές ακολούθησε στις 17 Φεβρουαρίου 1871 η ταπείνωση της παρέλασης της νίκης του πρωσικού στρατού στους δρόμους του Παρισιού. Ταυτόχρονα, τιμώντας την ανακωχή, οι Πρώσοι επέτρεψαν να μεταφερθούν στην πόλη τρένα με τρόφιμα, ενώ ο πρωσικός στρατός άρχισε να αποσύρεται προς τα ανατολικά, παραμένοντας όμως κοντά στο Παρίσι. Ο Θιέρσος έγινε πλέον επικεφαλής της νέας Τρίτης Δημοκρατίας και υπέγραψε στις 26 Φεβρουαρίου μια ταπεινωτική συνθήκη με τον Μπίσμαρκ, παραχωρώντας την Αλσατία και τη Λωρραίνη, συμφωνώντας να καταβάλει αποζημίωση πέντε δισεκατομμυρίων φράγκων, επιτρέποντας την κατοχή 43 γαλλικών διαμερισμάτων και επιτρέποντας σε 30.000 Πρώσους να καταλάβουν το διαμέρισμα του Σηκουάνα. Ο Βίκτωρ Ουγκώ αποκάλεσε τη συνθήκη «αποτρόπαια».
Η κυβέρνηση του Θιέρσου προέβη επίσης σε τρεις ενέργειες που θα απέβαιναν καταστροφικές για τους κατοίκους του Παρισιού. Πρώτον, μείωσε τον μισθό της Εθνικής Φρουράς. Δεύτερον, τερμάτισε το de facto μορατόριουμ στις εξώσεις. Και, τρίτον, επέμεινε στην πληρωμή όλων των οφειλόμενων λογαριασμών. Το πρώτο θα στερούσε το εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων Παριζιάνων, το δεύτερο θα έβγαζε δεκάδες χιλιάδες Παριζιάνους στο δρόμο και το τρίτο θα έφερνε τη χρεοκοπία σε εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις. Λίγο αργότερα, φοβούμενη την αντίδραση των Παριζιάνων, στις 10 Μαρτίου η Εθνοσυνέλευση ψήφισε τη μεταφορά της κυβέρνησης στις Βερσαλλίες. Ο Θιέρσος προσπάθησε να πείσει τους Πρώσους να καταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό του, αλλά ο Μπίσμαρκ αρνήθηκε. Το Παρίσι έβραζε. Ηττήθηκε στον πόλεμο. Ταπεινώθηκε από την ειρήνη. Καταστράφηκε από τα νέα οικονομικά μέτρα. Και δεν ήταν πλέον η πρωτεύουσα της εθνικής κυβέρνησης.
Αφού η κυβέρνηση Θιέρσου και μεγάλο μέρος της ανώτερης αστικής τάξης κατέφυγαν στις Βερσαλλίες, ο λαός, οι μικροαστοί και η εργατική τάξη –πολιτικά ρεπουμπλικανική, οικονομικά απελπισμένη και ψυχολογικά εξαγριωμένη– βρέθηκαν αφημένοι στην τύχη τους. Τι θα έκανε ο λαός;
Οδόφραγμα της Rue des Amandiers κοντά στο νεκροταφείο Pere-Lachaise. 18 Μαρτίου 1871.
Η εμφάνιση της Κομμούνας
Παρόλα αυτά, το Παρίσι είχε το δημοκρατικό του πνεύμα και την Εθνοφρουρά του με τα τουφέκια και τα κανόνια της πόλης. Από τις 24 έως τις 27 Φεβρουαρίου, ενώ ο Μπίσμαρκ και ο Θιέρσος διαπραγματεύονταν, περίπου 100.000 μέλη της Εθνοφρουράς πήγαν στη Στήλη του Λαού (Στήλη του Ιουλίου) στη Βαστίλη, για να πενθήσουν τους πρόσφατους νεκρούς και να θυμηθούν τους μάρτυρες της Επανάστασης του 1830, καθώς και για να τιμήσουν την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη εκείνη τη χρονιά της Δεύτερης Δημοκρατίας. Ο Rougerie κάνει την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι εκείνη τη στιγμή «κάθε εξουσία στο Παρίσι διαλυόταν σταδιακά». Κάποια νέα εξουσία θα έπρεπε να δημιουργηθεί.
Τον Φεβρουάριο, ένας υπαξιωματικός με το όνομα Κουρτί [Courty] και ένας αξιωματικός με το όνομα Ζορζ Αρνό [Georges Arnold], άρχισαν να οργανώνουν τα μέλη της Εθνικής Φρουράς σε αυτό που ονομάστηκε Ομοσπονδία, ένα κίνημα που αναπτύχθηκε ραγδαία μαζί με την πρωσική κατοχή. Αρχικά διστακτικοί λόγω του μικτού ταξικού χαρακτήρα της Φρουράς, οι ηγέτες της Διεθνούς πείστηκαν για το εγχείρημα και τρία μέλη της υπηρέτησαν στην Κεντρική Επιτροπή της Ομοσπονδίας, αν και πολλά από τα βασικά μέλη της Διεθνούς είχαν ήδη ενταχθεί. Η Επιτροπή των Είκοσι Περιφερειών προσχώρησε επίσης στην Ομοσπονδία.
Πώς οργανώθηκε η Ομοσπονδία; Κάθε λόχος της Φρουράς έστελνε στη γενική συνέλευση των 500 μελών έναν στρατιώτη, έναν εκλεγμένο αξιωματικό και τον διοικητή του λόχου. Περίπου το 67% των εκλεγμένων αντιπροσώπων ήταν εργάτες (ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων), το 15% ήταν υπάλληλοι και το 8% ήταν μέλη των ελεύθερων επαγγελμάτων. Από αυτή την ομάδα προήλθε η κεντρική επιτροπή που απαρτιζόταν από τα 38 άτομα, με παρόμοια σύνθεση εργατικής τάξης, αλλά με περισσότερους καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφους. Επιπλέον, η κεντρική επιτροπή περιλάμβανε επίσης 20 εκπροσώπους των συνδικάτων, αρκετοί από τους οποίους ήταν διεθνιστές. Αυτή η Ομοσπονδία περιέγραφε τον εαυτό της ως «το εμπόδιο σε κάθε απόπειρα ανατροπής της Δημοκρατίας, αντιτιθέμενη σε όλους τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές». Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε καμία αναφορά στην Κομμούνα.
Βλέποντας ότι η πόλη ριζοσπαστικοποιούνταν, ο ίδιος ο Θιέρσος οδήγησε προσωπικά αρκετές χιλιάδες γαλλικά κυβερνητικά στρατεύματα στο Παρίσι για να καταστείλουν τυχόν επαναστατικές κινήσεις· ένας από τους στόχους τους ήταν να καταλάβουν τα σαράντα κανόνια της πόλης. Η νεοσύστατη Ομοσπονδία της Φρουράς είχε τοποθετήσει τα περισσότερα κανόνια σε πάρκα σε εργατικές συνοικίες όπως η Μονμάρτη και η Μπελβίλ. Όταν στις 18 Μαρτίου τα κυβερνητικά στρατεύματα των Βερσαλλιών υπό τον στρατηγό Κλοντ Λεκόντ [Claude Lecomte] έφτασαν στη Μονμάρτη για να καταλάβουν τα κανόνια, οι γυναίκες της γειτονιάς σήμαναν συναγερμό και ενώθηκαν με τους εθνοφρουρούς, αρνούμενες να αφήσουν τα στρατεύματα του Θιέρσου να πάρουν τα κανόνια. Όταν ο Λεκόντ διέταξε τα στρατεύματά του να πυροβολήσουν, εκείνα έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον του και τον αιχμαλώτισαν.
Σε όλες τις εργατικές συνοικίες η Ομοσπονδία της Φρουράς και ο γενικός πληθυσμός έδιωξαν τα γαλλικά στρατεύματα. Δύο δεξιοί στρατηγοί του Δημοκρατικού Γαλλικού Στρατού, ο Λεκόντ και ο Κλεμάν Τομά [Clément Thomas], οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην καταστολή της Επανάστασης του 1848, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την Εθνική Φρουρά. Όπως γράφει ο Rougerie, όλα αυτά «δεν έμοιαζαν καθόλου με εξέγερση», ωστόσο αυτή ήταν η αρχή της Παρισινής Κομμούνας.
Η Ομοσπονδία κατέλαβε το δημαρχείο και πολλά κυβερνητικά κτίρια. Σε όλο το Παρίσι, η Εθνοφρουρά και ο λαός πολεμούσαν αμυντικά, ενώ οι μπλανκιστές άρχισαν να οργανώνουν και επιθετικές ενέργειες. Όταν ο Θιέρσος είδε ότι τα γαλλικά στρατεύματα συναδελφώνονταν με το λαό, υποχώρησε με τους στρατιώτες του στις Βερσαλλίες. Εκείνη τη νύχτα η Κεντρική Επιτροπή της Ομοσπονδίας συνεδρίασε στο Δημαρχείο. Οι διάφορες ηγετικές πολιτικές ομάδες ανέλαβαν τις επιτροπές της νέας κυβέρνησης: Οι Διεθνιστές ήταν επικεφαλής των οικονομικών. Οι Μπλανκιστές ανέλαβαν την αστυνομία. Ο Εμίλ Εντ [Émile Eudes], ένας αναρχικός, ήταν επικεφαλής του υπουργείου πολέμου. Οι μπλανκιστές πρότειναν την άμεση επίθεση στις Βερσαλλίες, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε. Η πλειοψηφία ήταν απρόθυμη να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο, ειδικά με τους Πρώσους να βρίσκονται ακόμα στις πύλες του Παρισιού.
Η Κεντρική Επιτροπή της Ομοσπονδίας στο Δημαρχείο, μαζί με την υπάρχουσα μετριοπαθή ρεπουμπλικανική κυβέρνηση της πόλης –αποτελούμενη από τους δημάρχους των συνοικιών της και τους βουλευτές της πόλης στην Εθνοσυνέλευση– ελπίζοντας να βρουν μια νόμιμη λύση προσπάθησαν αμέσως να καταλήξουν σε συμφωνία με την κυβέρνηση του Θιέρσου στις Βερσαλλίες. Ζήτησαν δημοτικές εκλογές, την εκλογή των αξιωματικών της Εθνοφρουράς και μορατόριουμ στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η Εθνοσυνέλευση των Βερσαλλιών απέρριψε το αίτημα για δημοτικές εκλογές. Το Παρίσι και οι Βερσαλλίες δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία. Μερικές ημέρες αργότερα, οι δεξιές παρατάξεις του νόμου της τάξης στο Παρίσι διαδήλωσαν στην Πλας Βαντόμ, συγκρούστηκαν με την Εθνική Φρουρά και υπήρξαν νεκροί και από τις δύο πλευρές.
Η Κεντρική Επιτροπή των Είκοσι Περιφερειών, η Ομοσπονδία, καθώς και οι διάφορες πολιτικές οργανώσεις συνειδητοποιούσαν σταδιακά ότι η νόμιμη οδός που επιδίωκαν δεν ήταν δυνατή. Αντιπροσώπευαν μια νέα δημοκρατική κυβέρνηση στο Παρίσι. Την πραγματική θα έλεγαν οι ίδιοι. Ο Εντ σχολίασε: «Μετά τις 18 Μαρτίου, το Παρίσι δεν έχει άλλη κυβέρνηση από αυτή του Λαού. Το Παρίσι έχει γίνει μια ελεύθερη πόλη». Οι Διεθνιστές συμφώνησαν. Στα τέλη Μαρτίου, η Κεντρική Επιτροπή διέταξε το πάγωμα της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ένα μορατόριουμ στις εξώσεις, την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων και την κατάργηση του μόνιμου στρατού. Έστειλε επίσης την Εθνική Φρουρά να καταλάβει διάφορα οχυρά στα περίχωρα του Παρισιού.
Στις 26 Μαρτίου διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού. Συμμετείχε το 48% των 474.569 ανδρών πολιτών με δικαίωμα ψήφου, ενώ οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Στις πλούσιες συνοικίες ψήφισαν λίγοι, ενώ η συμμετοχή ήταν καλή στις εργατικές και φτωχές περιοχές, σε ορισμένες έφτασε το 70%. Η Επιτροπή των είκοσι συνοικιών δημοσίευσε ένα μανιφέστο τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές που εξέφραζε τις απόψεις πολλών αριστερών:
«Η Κομμούνα είναι η βάση του πολιτικού κράτους, όπως η οικογένεια είναι το έμβρυο της κοινωνίας. Πρέπει να είναι αυτόνομη, να κυβερνά και να αυτοδιοικείται με βάση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, τις παραδόσεις της, τις ανάγκες της... επιτρέποντας στις εθνικές και ομοσπονδιακές πολιτικές ομάδες να διαθέτουν πλήρη ελευθερία, τον χαρακτήρα τους και την πλήρη κυριαρχία τους... Αυτό είναι το κοινοτικό ιδεώδες που υπάρχει από τον δωδέκατο αιώνα, επιβεβαιωμένο από την ηθική, το δίκαιο και την επιστήμη, το οποίο θα θριαμβεύσει.»
Οι άνθρωποι ψήφιζαν γι’ αυτό που πολλοί έβλεπαν ως τη δημιουργία της Δημοκρατίας του Παρισιού, μιας δημοκρατικής και κοινωνικής δημοκρατίας. Στις 28 Μαρτίου η νέα κυβέρνηση του Παρισιού ανακήρυξε την ίδρυση της Κομμούνας μπροστά σε ένα πλήθος 100.000 ανθρώπων, ενώ ο κόσμος τραγουδούσε τη «Μασσαλιώτιδα» και άλλους δημοκρατικούς ύμνους.
Μετά από δεύτερες εκλογές που διεξήχθησαν στις 16 Απριλίου, η κυβέρνηση της Κομμούνας απαρτιζόταν τελικά από 79 μέλη, αν και γενικά δεν συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της πάνω από 50 ή 60. Οι Μπλανκιστές κατείχαν εννέα έδρες, οι Διεθνιστές και τα συνδικάτα αριθμούσαν σαράντα και οι Ελεύθεροι Τέκτονες είκοσι.11 Υπήρχαν επίσης Γιακωβίνοι, παλιοί κομμουνιστές και Προυντονικοί. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τον εργαζόμενο λαό: τριάντα τρεις ήταν εργάτες (μερικοί από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων) δεκατέσσερις ήταν υπάλληλοι, δώδεκα ήταν δημοσιογράφοι και δώδεκα προέρχονταν από τα ελεύθερα επαγγέλματα.
Το άγαλμα του Ναπολέοντα γκρεμισμένο στο έδαφος, Place Vendôme.
Το έργο της Κομμούνας
Η Κομμούνα συνεδρίασε 57 φορές κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της, αν και σε αντίθεση με τις ριζοσπαστικές παραδόσεις της Γαλλίας, οι συνεδριάσεις της έγιναν μυστικά και δεν άρχισε να δημοσιεύει τα πρακτικά της μέχρι τα μέσα Απριλίου. Μεταξύ των πρώτων πράξεών της ήταν η δημιουργία εννέα επιτροπών για την εκτέλεση του τεράστιου διοικητικού έργου της πόλης: δημόσιες υπηρεσίες, οικονομικά, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, δημόσια ασφάλεια, διατροφή, εργασία και εμπόριο, πόλεμος και εξωτερικές σχέσεις. Πάνω από αυτά τα όργανα συγκρότησε μια εκτελεστική επιτροπή. Οι μπλανκιστές ήταν επικεφαλής πολλών από τις επιτροπές, αλλά οι διεθνιστές στις υποεπιτροπές έκαναν μεγάλο μέρος της διοικητικής εργασίας.
Η Κομμούνα άρχισε να ψηφίζει νέους νόμους, αν και θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, δεδομένης της κατάστασης, πολλοί από αυτούς ήταν περισσότερο φιλόδοξοι παρά υλοποιήσιμοι. Η αριστερή ηγεσία της Κομμούνας, η οποία απεχθανόταν την Καθολική Εκκλησία, ψήφισε τον τερματισμό των οικονομικών επιδοτήσεων προς την εκκλησία, τον πλήρη διαχωρισμό της εκκλησίας και την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πολλές πολιτικές λέσχες κατέλαβαν εκκλησίες για τις συνεδριάσεις τους. Η Κομμούνα κατέστησε την εκπαίδευση λαϊκή, δωρεάν και υποχρεωτική και ενέκρινε σχολεία τόσο για αγόρια όσο και για κορίτσια. Οι άνδρες και οι γυναίκες εκπαιδευτικοί έπρεπε να αμείβονται με τον ίδιο μισθό. Η εκπαίδευση έπρεπε να βασίζεται όχι στο θρησκευτικό δόγμα αλλά στην επιστήμη. Το δικαστικό σύστημα, με επικεφαλής τον Μπλανκιστή Εζέν Πορό [Eugène Porot], αναθεωρήθηκε επίσης, με την κατάργηση όλων των πολλών παλαιών δικαστικών θέσεων και με την καθιέρωση εκλεγμένων ενόρκων, καθώς και με τον τερματισμό των δικαστικών τελών.
Η Κομμούνα εργάστηκε αμέσως για να ανακουφίσει την κατάσταση του εργαζόμενου λαού, συμπεριλαμβανομένων των μικρών επιχειρήσεων, και των φτωχών. Η Κομμούνα σταμάτησε τις εξώσεις, ακύρωσε κάποιες που είχαν πραγματοποιηθεί και επέστρεψε τα ενοίκια, σταμάτησε επίσης την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών, επιτρέποντας την πληρωμή τους σε βάθος τριετίας. Η επιστράτευση καταργήθηκε, αλλά όλοι οι άνδρες πολίτες κλήθηκαν να ενταχθούν στην Εθνική Φρουρά, η οποία τους εξασφάλιζε εισόδημα.
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, τα εργατικά συνδικάτα είχαν κατασταλεί, αν και στη δεκαετία του 1860 μια σειρά από απεργιακά κύματα τα είχαν αναζωογονήσει. Ωστόσο, τα συνδικάτα δεν έπαιζαν ηγετικό ρόλο, ο οποίος ανατέθηκε στην Επιτροπή Εργασίας της Κομμούνας. Δύο διεθνιστές, ο Λεό Φρανκέλ [Leó Frankel] και ο Μπενουά Μαλόν [Benoît Malon], ήταν επικεφαλής αυτής της Επιτροπής που ανέλαβε τώρα να βελτιώσει τη ζωή των εργατών. Δημιουργήθηκαν εργαστήρια για τους ανέργους. Η Κομμούνα κατήργησε την πρακτική της επιβολής προστίμων ή της παρακράτησης του μισθού των εργατών· κατήργησε τη νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία· και απαγόρευσε τα ακριβά τέλη ένταξης. Το εθνικό ενεχυροδανειστήριο μετατράπηκε σε λαϊκή τράπεζα και τα ενεχυριασμένα αντικείμενα κάτω των 20 φράγκων έπρεπε να επιστραφούν στους ιδιοκτήτες. Η Επιτροπή Εργασίας ζήτησε να οργανώνεται η εργασία από τους ίδιους τους εργάτες μέσω των επαγγελματικών οργανώσεων των τεχνιτών, με μια ένωση παραγωγής για κάθε επάγγελμα, με την υποστήριξη της Κομμούνας που προσέφερε οικονομικές πιστώσεις.12
Η Κομμούνα ανέλαβε κρατικά μονοπώλια, όπως ο καπνός και η εθνική τυπογραφική εταιρεία, τα οποία στη συνέχεια παραδόθηκαν για να διοικούνται από τους εργάτες. Η Κομμούνα κατάσχεσε επίσης (χωρίς αποζημίωση) επιχειρήσεις που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας· και αυτές παραδόθηκαν στις αρμόδιες εργατικές ενώσεις. Ορισμένες από αυτές προσπάθησαν στη συνέχεια να επεκταθούν και να θέσουν και άλλα συναφή καταστήματα υπό τον έλεγχο των σωματείων. Ο Rougerie το ονομάζει αυτό «συνδικαλισμό» (συνδικαλιστική ιδιοποίηση) των μέσων παραγωγής. Ωστόσο, τα περισσότερα μέσα παραγωγής, εργοστάσια, εργαστήρια και καταστήματα, παρέμειναν σε ιδιωτικά χέρια.
Τα πάντα στην οικονομία εξαρτιόνταν, φυσικά, από την Τράπεζα της Γαλλίας, η οποία παραδόξως παρείχε πίστωση και νόμισμα τόσο στις Βερσαλλίες όσο και στο Παρίσι. Κατά την περίοδο της Κομμούνας η Τράπεζα παρείχε στο Παρίσι 16,7 εκατομμύρια φράγκα, ενώ οι Βερσαλλίες έλαβαν 257,6 εκατομμύρια. Η Κομμούνα προφανώς δίστασε να κατασχέσει την τράπεζα, επειδή κατείχε κυρίως χαρτονομίσματα, καθώς η χρυσή και ασημένια κάλυψη του νομίσματος είχε μεταφερθεί στην πόλη-λιμάνι της Βρέστης στη Βρετάνη το 1870. Οι κομμουνάροι προφανώς φοβήθηκαν ότι η κατάληψη της τράπεζας θα διατάρασσε την ήδη ευαίσθητη ισορροπία της αδύναμης και ασταθούς οικονομίας του Παρισιού.
Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι ηγέτες της έβλεπαν την Κομμούνα ως προάγγελο και πρώτη έκφραση των μελλοντικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, καλωσόρισαν τη συμμετοχή των αλλοδαπών. Αρκετοί ξένοι διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο ως στρατιωτικοί αξιωματικοί στην Εθνική Φρουρά, μεταξύ των οποίων δύο Πολωνοί, ο Γιάροσλαβ Ντομπρόφσκι [Jaroslav Dombrowski] και ο Βάλερι Άντονι Βρομπλέφσκι [Walery Antoni Wróblewski]. Ένας άλλος αξιωματικός της Εθνοφρουράς, γιος Ισπανών και Ιταλών γονέων και πρώην μαχητής στο πλευρό του Γκαριμπάλντι, ήταν ο Ναπολέον Λα Σεσίλια. Ο Λέο Φράνκελ, ένας Ούγγρος Εβραίος που είχε εργαστεί στη Γερμανία πριν έρθει στη Γαλλία, ήταν επικεφαλής της Επιτροπής Εργασίας, ενώ η ρωσικής καταγωγής Ελιζάμπετ Ντμιτρίεφ, οργάνωσε την Ένωση Γυναικών.
Η στήλη Vendôme που γκρεμίστηκε κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, A. Disderi
Γυναίκες στην Κομμούνα
Εκτός από το επίσημο έργο της Κομμούνας, οι κάτοικοι του Παρισιού οργανώθηκαν και μόνοι τους. Τον Απρίλιο του 1871 η Ελιζάμπετ Ντμιτρίεφ, μια διεθνίστρια, δημοσίευσε ένα κάλεσμα προς τις γυναίκες του Παρισιού να ενωθούν για τη δημιουργία μιας νέας οργάνωσης.
«Citoyennes13, η αποφασιστική ώρα έχει φτάσει. Ήρθε η ώρα να τελειώσει ο παλιός κόσμος! Θέλουμε να είμαστε ελεύθερες! Και η Γαλλία δεν ξεσηκώνεται μόνη της, όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι έχουν τα μάτια τους στραμμένα στο Παρίσι.... Citoyennes, όλοι αποφασισμένοι, όλοι ενωμένοι....στις πύλες του Παρισιού, στα οδοφράγματα, στις γειτονιές, παντού! Θα αδράξουμε την ευκαιρία....Και αν τα όπλα και οι ξιφολόγχες χρησιμοποιούνται όλα από τους αδελφούς μας, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε πέτρες από τα πλακόστρωτα για να συντρίψουμε τους προδότες!»14
Οι γυναίκες του Παρισιού δημιούργησαν τότε την Ένωση Γυναικών για την Υπεράσπιση του Παρισιού και τη Φροντίδα των Τραυματιών με παραρτήματα σε κάθε συνοικία του Παρισιού, με περίπου 130 γυναίκες να υπηρετούν στην κεντρική επιτροπή της ομάδας και με περίπου 1.000 μέλη.
Σε έναν κόσμο αυστηρού επαγγελματικού διαχωρισμού και δυσαρέσκειας των ανδρών για τις εργαζόμενες γυναίκες ως χαμηλόμισθους ανταγωνιστές, η Ντμιτρίεφ και άλλες στην Ένωση Γυναικών υποστήριζαν την οικονομική ισότητα. Ήθελαν να μπορούν να κάνουν τις ίδιες δουλειές με τους άνδρες και να αμείβονται με τους ίδιους μισθούς. Αυτό οδήγησε σε αντιπαράθεση με τους Προυντονιστές κυρίως (ο Rougerie τους αποκαλεί «αντιφεμινιστές»), καθώς και με άλλους που πίστευαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να αποκλείονται από τη μισθωτή εργασία και να αφιερώνονται στο σπίτι και τα παιδιά. Σε συνεργασία με την ηγεσία της Κομμούνας, η Ένωση Γυναικών οργάνωσε γυναικεία συνεταιριστικά εργαστήρια, αλλά με τρόπο που επέτρεπε στις γυναίκες να συνεχίσουν να εργάζονται από το σπίτι. Δημιούργησαν συνεταιρισμούς παραγωγών στην παραγωγή υφασμάτων, την κατασκευή ενδυμάτων και την εκλεκτή χειροτεχνία στα είδη πολυτελείας από εποχιακά λουλούδια και φτερά. Η Ένωση απευθύνθηκε στην Κομμούνα για δάνεια και για χώρους συνεδριάσεων. Άνδρες όπως ο διεθνιστής Εζέν Βαρλέν της Διεθνούς υποστήριξαν τα αιτήματα των γυναικών.
Η Ένωση Γυναικών επιθυμούσε ευκαιρίες για τις γυναίκες να εργάζονται σε εργαστήρια και εργοστάσια, αλλά ήθελε επίσης να συμμετάσχει στον στρατιωτικό αγώνα, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να υπηρετούν «στα ασθενοφόρα, στη κουζίνα και στα οδοφράγματα». Ενώ τους απαγορεύτηκε να ενταχθούν στην Εθνοφρουρά, έκαναν όλα αυτά και κάποιες πέθαναν στα οδοφράγματα της Κομμούνας. Άλλες γυναικείες οργανώσεις διεκδικούσαν την εκπαίδευση, το δικαίωμα στο διαζύγιο και την αναγνώριση των εξώγαμων παιδιών. Υπήρχαν αιτήματα να έχουν οι ανύπαντρες σύντροφοι των ανδρών τα ίδια δικαιώματα με τις συζύγους και ορισμένες γυναίκες ζητούσαν την κατάργηση της πορνείας. Οι γυναίκες, ιδίως οι αριστερές, εξέφρασαν ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον για το δικαίωμα ψήφου, ίσως επειδή τα δημοψηφίσματα του Λουδοβίκου Ναπολέοντα είχαν απαξιώσει τις εκλογές.
Πολλά από όσα πρότειναν η Κομμούνα και οργανώσεις όπως η Ένωση Γυναικών παρέμειναν φιλοδοξίες σε μια πόλη που βρισκόταν υπό πολιορκία και ήταν απομονωμένη από το εμπόριο με τις γύρω περιοχές που συνήθως παρείχαν τρόφιμα. Λίγες από τις αποφάσεις της Κομμούνας θα μπορούσαν να υλοποιηθούν πλήρως και οι 72 ημέρες που διήρκεσε η Κομμούνα θα αποδεικνυόταν πολύ λίγος χρόνος για να γίνουν πολλά από όσα πρότειναν.
Η Εθνική Φρουρά, η οποία αποτελούσε το θεμέλιο της Κομμούνας, ήταν η ίδια αδύναμη. Ενώ τυπικά αριθμούσε 180.000 άνδρες, πολλοί δεν εμφανίστηκαν και όσοι εμφανίστηκαν ήταν συχνά απείθαρχοι. Ο Rougerie εικάζει ότι μπορεί να υπήρχαν τριάντα ή σαράντα χιλιάδες πραγματικοί στρατιώτες ή ίσως και λιγότεροι. Παρόλα αυτά, σε όλο το Παρίσι, έστω και ελλιπώς, ο εργαζόμενος λαός είχε πάρει τη διοίκηση της πόλης στα χέρια του.
Οδόφραγμα στη Boulevard de Belleville
Η συντριβή της Κομμούνας
Οι προσπάθειες του Παρισιού επί δύο μήνες να βρει υποστήριξη από τις επαρχιακές πόλεις είχαν αποτύχει. Αρκετές άλλες πόλεις της Γαλλίας είχαν ανακηρύξει κομμούνες, μερικές ακόμη και πριν από το Παρίσι, αλλά αυτές οι κομμούνες, με σημαντικότερες αυτές που είχαν προκύψει στη Λυών και τη Μασσαλία, παρέμεναν απομονωμένες ή είχαν συντριβεί. Οι αγρότες του έθνους, τα δύο τρίτα του πληθυσμού, καθολικοί και συντηρητικοί, υποστήριζαν τις Βερσαλλίες ή τουλάχιστον δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με το Παρίσι, το οποίο στο μυαλό τους ήταν συνδεδεμένο με τους γαιοκτήμονες και τους πιστωτές. Την ίδια στιγμή, ο μετριοπαθής Σύνδεσμος της Ρεπουμπλικανικής Ένωσης, που αποτελούνταν εν μέρει από γαιοκτήμονες της υπαίθρου, ήθελε να οργανώσει μια συμφιλίωση μεταξύ Παρισιού και Βερσαλλιών, αλλά θεωρήθηκε από την Κομμούνα ως μια ομάδα προδοτών· και όταν προσπάθησαν να οργανώσουν μια εθνική διάσκεψη των ρεπουμπλικανικών δήμων για την επίλυση της κρίσης, ο Θιέρσος το απέτρεψε.
Η παρισινή Εθνική Φρουρά και άλλες δυνάμεις αριθμούσαν τυπικά 234 τάγματα και σαράντα λόχους,συμπεριλαμβανομένων ενός τάγματος γυναικών και ενός τάγματος παιδιών· θεωρητικά δηλαδή περίπου 250.000 στρατιώτες. Αλλά στην πραγματικότητα, μόνο περίπου τριάντα ή σαράντα χιλιάδες πολέμησαν τον Απρίλιο και τον Μάιο, και ίσως μόνο 10.000 κατά τη διάρκεια της «αιματηρής εβδομάδας» που έθεσε τέρμα στην Κομμούνα. Από την άλλη πλευρά, ο Θιέρσος διέθετε 130.000 στρατιώτες και στρατολόγησε 6.000 εθελοντές από την περιοχή του Σηκουάνα, οι οποίοι θα έπαιζαν ιδιαίτερα άγριο ρόλο στην επίθεση κατά της Κομμούνας.
Ο Θιέρσος εξαπέλυσε την επίθεση κατά της Κομμούνας στις 11 Απριλίου, ενώ ο στρατός των Βερσαλλιών κατέλαβε πρώτα ορισμένα απομακρυσμένα χωριά στα νότια. Ο στρατός πολιόρκησε και βομβάρδισε το Παρίσι όπως ακριβώς είχαν κάνει οι Πρώσοι. Νωρίς στις 21 Μαΐου ο στρατός κατέλαβε ένα ανεπιτήρητο προκεχωρημένο φυλάκιο και στη συνέχεια κινήθηκε προς την πόλη. Οι εισβολείς των Βερσαλλιών επιτέθηκαν στις εργατικές συνοικίες όπου οι Παριζιάνοι είχαν κατασκευάσει πεντακόσια ή εξακόσια οδοφράγματα από καλντερίμια, τα περισσότερα από τα οποία υπερασπίζονταν με κανόνια ή πολυβόλα. Οι μάχες ήταν σφοδρές στις γειτονιές της Μονμάρτης, της Μπελβίλ και του Φομπούρ Σεντ Αντουάν. Παριζιάνοι άνδρες και γυναίκες πολεμούσαν στους δρόμους, ενώ ορισμένες γυναίκες πετούσαν αντικείμενα από τους επάνω ορόφους των σπιτιών τους στους εισβολείς που βρίσκονταν από κάτω. Κάθε φορά που οι στρατιώτες των Βερσαλλιών έπαιρναν ένα οδόφραγμα, εκτελούσαν τους αιχμαλώτους. Μέχρι τις 27 Μαΐου είχαν φτάσει σε μάχη σώμα με σώμα και την επόμενη μέρα όλα είχαν τελειώσει. Η Κομμούνα πνίγηκε στο αίμα.
Οι υπερασπιστές της Κομμούνας, κατόπιν προτροπής των μπλανκιστών, εκτέλεσαν τουλάχιστον 100 ομήρους, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής 36 στην οδό Αξό. Ο Βαρλέν και άλλοι διεθνιστές προσπάθησαν να σταματήσουν αυτές τις άσκοπες δολοφονίες, πράξεις εκδίκησης που δεν είχαν λάβει χώρα στις προηγούμενες επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Σκοτώνοντας τους αιχμαλώτους τους, οι μπλανκιστές έπεσαν στο επίπεδο των Βερσαλλιών, οι οποίες έκαναν το ίδιο πράγμα από την αρχή.
Ενώ οι μάχες εξακολουθούσαν να διεξάγονται, ξέσπασαν πυρκαγιές, μερικές από τις οποίες προκλήθηκαν από πυρά κανονιών και άλλες από εμπρηστές. Οι Κομμουνάροι έκαψαν σκόπιμα το Δημαρχείο, «το σπίτι του λαού», αντί να το παραδώσουν στις Βερσαλλίες. Έβαλαν επίσης φωτιά στο παλάτι του Κεραμεικού [Tuileries], το άντρο των βασιλιάδων, και στο Παλάτι της Δικαιοσύνης, την πηγή τόσων αδικιών. Η Λουίζ Μισέλ, η αναρχική, την οποία αποκαλούσαν «la petrolouse» (η εμπρήστρια), διακήρυξε: «Το Παρίσι θα είναι δικό μας ή δεν θα υπάρχει»! Το ένα τρίτο του Παρισιού κάηκε.
Οι Βερσαλλίες ισχυρίστηκαν ότι κατά την κατάληψη της πόλης έχασαν 877 άνδρες, 183 εξαφανίστηκαν και 6.454 τραυματίστηκαν, ενώ κάπου μεταξύ 10.000 και 20.000 Παριζιάνοι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της «αιματηρής εβδομάδας». Επισήμως, 43.522 άνθρωποι –άντρες, γυναίκες και παιδιά– συνελήφθησαν εκείνη την περίοδο και άλλοι 20.000 τους επόμενους μήνες. Τελικά πάνω από 36.000 δικάστηκαν, 87 καταδικάστηκαν σε θάνατο και άλλοι σε φυλάκιση ή απέλαση σε γαλλικές σωφρονιστικές αποικίες. Ο Θιέρσος και η αστική τάξη, έχοντας καταστρέψει την Κομμούνα, κυβερνούσαν πλέον την Τρίτη Δημοκρατία της Γαλλίας.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Dan La Botz, “150 years of the Paris Commune. Understanding the Paris Commune On its 150th Anniversary”, New Politics, 4 Αυγούστου 2021, https://newpol.org/understanding-the-paris-commune-on-its-150th-anniversary/. Αναδημοσίευση: International Viewpoint, 18 Νοεμβρίου 2021, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article7399
Σημειώσεις
1 Ο Ναπολέων Βοναπάρτης είχε γίνει ο πρώτος αυτοκράτορας το 1804- ο ανιψιός του Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν ο δεύτερος αυτοκράτορας.
2 Οι μοναρχικοί επιθυμούσαν την αποκατάσταση των παλαιών γαλλικών βασιλικών οικογενειών, είτε των Βουρβόνων είτε του κλάδου της Ορλεάνης.
3 «Μετά τον μέσο όρο των 8.250 θανάτων ετησίως από πνευμονική φυματίωση μεταξύ 1865 και 1869, στο Παρίσι είδαν ξαφνικά τον αριθμό αυτό να εκτοξεύεται σε 10.691 το 1870 και 11.900 το 1871, προτού υποχωρήσει σε μόλις 7.436 το 1872». David S. Barnes, The Making of a Social Disease (Berkeley: University of California Press, 1995). Από την εισαγωγή. Ηλεκτρονικό βιβλίο διαθέσιμο εδώ: https://publishing.cdlib.org/ucpressebooks/view?docId=ft8t1nb5rp&chunk.id=introduction&toc.depth=1&toc.id=introduction&brand=ucpress.
4 Η λέξη «κοινωνικός» σήμαινε με ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα, κυρίως τη φτώχεια. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι σημαίνει κάτι παρόμοιο με τη λέξη «προοδευτικός», όπως χρησιμοποιείται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
5 Χρησιμοποιώ τη λέξη «διεθνιστής» εδώ για να αναφερθώ σε όσους συνδέονται ή ακολουθούν την πολιτική καθοδήγηση της Πρώτης Διεθνούς με την οποία συνδέθηκε ο Καρλ Μαρξ.
6 Αν και ο Σαρλ Φουριέ είχε πεθάνει το 1837, είναι το πρότυπο αυτών των κομμουνιστών της δεκαετίας του 1840. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τους αποκαλούσαν «ουτοπικούς σοσιαλιστές».
7 Stathis Kouvélakis, “On the Commune,” Part I: https://www.versobooks.com/blogs/5039-on-the-paris-commune-part-1. Υποστηρίζει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, παρόλο που δεν βρίσκονταν στο Παρίσι, θα πρέπει να θεωρηθούν συμμετέχοντες στην Κομμούνα.
8 Ο Blanqui ήταν 65 ετών την εποχή της Κομμούνας. Ο Blanqui αντιπροσώπευε τη συνέχεια της παράδοσης του Γράκχου Μπαμπέφ [Gracchus Babeuf], ηγέτη της «συνωμοσίας των ίσων» που οργανώθηκε για την ανατροπή του Διευθυντηρίου το 1796, μια επαναστατική θεωρία που μεταβιβάστηκε από τον Φίλιππο Μπουοναρότι [Phillipe Buonarroti] στον Blanqui.
9 Ιδιαίτερα μέσω του Μπακούνιν: Mikhail Bakunin, “Letters to a Frenchman on the Present Crisis”, online στο Marxist Internet Archive, https://www.marxists.org/reference/archive/bakunin/works/1870/letter-frenchman.htm#s1.
10 Οι λέξεις féminisme και féministe με τη σύγχρονη έννοιά τους δεν υπήρχαν στα γαλλικά μέχρι τη δεκαετία του 1880.
11 Στη Γαλλία του δέκατου ένατου αιώνα οι Ελεύθεροι Τέκτονες καθώς υποστήριζαν γενικά τη Δημοκρατία και αντιτάσσονταν στην Καθολική Εκκλησία, κατατάσσονταν στην Αριστερά.
12 Τα Επιμελητήρια Επαγγελμάτων και Βιοτεχνιών. Αυτά δεν ήταν συνδικάτα αλλά κάτι σαν συντεχνίες.
13 Γυναίκες πολίτες· πολίτισσες.
14 Αναφέρεται στο Carolyn J. Eichner, Surmounting the Barricades: Women in the Paris Commune (Μπλούμινγκτον: Indiana University Press, 2004), σελ. 17.