Ilya Budraitskis
Το γέλιο του Λένιν
Λεβ Ντανίλκιν, Ο Παντοκράτορας της Ηλιακής Σκόνης (Лев Данилкин, Ленин. Пантократор солнечных пылинок, Молодая гвардия, [Λεβ Ντανίλκιν, Λένιν. Παντοκράτορ σόλνετσνιχ πιλίνοκ], Μολόβταγια Γκβάρντιγια, Μόσχα 2017.
Τι πρέπει να κάνουμε με τον Λένιν σήμερα; Πώς θα πρέπει να πλαισιωθεί μέσα σε αυτό που ο Χέιντεν Γουάιτ αποκαλεί «πρακτικό παρελθόν», μια αφήγηση που παρέχει έναν προσανατολισμό στο παρελθόν που μπορεί να φωτίσει χρήσιμα το παρόν; Στον έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Λένιν έπεσε θύμα τόσο μιας αγιογραφικής προσέγγισης στην ΕΣΣΔ όσο και μιας λιγότερο ή περισσότερο επιθετικής αντικομμουνιστικής σοβιετολογίας στη Δύση. Αυτός ο «καμπισμός» πάνω στην ιστοριογραφία επέζησε του τέλους του σοβιετικού συστήματος και περιόρισε το αναγνωστικό κοινό στον πυρήνα αυτών που μισούσαν ή αυτών που υποστήριζαν τον Λένιν, αφήνοντας πίσω την ανένταχτη πλειοψηφία. Σήμερα, η θέση που καταλαμβάνει ο Λένιν στην επίσημη ρωσική «πολιτική της μνήμης» καταδεικνύει την αντιφατική της φύση: Ο Λένιν γίνεται σεβαστός ως σελίδα στην ιστορία του κράτους, αλλά απορρίπτεται ως επαναστάτης. Αυτή η αποδέσμευση του Λένιν ως συμβόλου από την ουσία του ως επαναστάτη μαρξιστή έχει τις ρίζες της βαθιά στη σοβιετική περίοδο. Κατά την εποχή του Στάλιν, και ιδιαίτερα επί Μπρέζνιεφ, δημιουργήθηκε μια τεράστια υποδομή μνήμης για τον Λένιν, η οποία περιλάμβανε δεκάδες μουσεία του Λένιν – από τη γενέτειρά του, το Ουλιάνοφσκ, μέχρι την τελευταία του κατοικία στο Γκόρκι, κοντά στη Μόσχα. Η πλήρης έκδοση των Απάντων έργων του Λένιν κυκλοφόρησε σε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα∙ σχεδόν κάθε μήνας της ζωής του περιγράφεται προσεκτικά στους δώδεκα τόμους. Στο εθνικό Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού υπήρχε ένα ειδικό κτίριο, στους μακριούς διαδρόμους του οποίου κάθε δωμάτιο ήταν αφιερωμένο σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του Λένιν, με τίτλο «Πρώτο εξάμηνο του 1898» ή «1.07.1917-10.07.1917».
Κατά την περίοδο της Περεστρόικα, η σημασία του Λένιν στη σοβιετική προπαγάνδα άλλαξε. Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ ανακοινώθηκαν ως εφαρμογή των ιδεών του Λένιν για γνήσια σοβιετική δημοκρατία, που προδόθηκε από τον Στάλιν και τους κληρονόμους του. Ωστόσο, αυτό το τελευταίο σύντομο ξέσπασμα της δημοτικότητας του Λένιν ακολουθήθηκε σύντομα από τη ρωσική δεκαετία του 1990, με μια ριζική στροφή προς την αγορά. Ο φιλελεύθερος αντικομμουνισμός έγινε η νέα κρατική ιδεολογία. Σε μια χώρα όπου εκατοντάδες δρόμοι εξακολουθούν να φέρουν το όνομά του και ακόμη και το σώμα του εξακολουθεί να βρίσκεται στο Μαυσωλείο στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, ο Λένιν νομιμοποιήθηκε μόνο ως ένα βουβό μέρος της κρατικής παράδοσης, ισότιμο σε αυτό το καθεστώς με οποιοδήποτε άλλο δημιούργημα από το σοβιετικό ή το τσαρικό παρελθόν.
Σύμφωνα με την επίσημη άποψη, στην τριάδα των ιστορικών προσωπικοτήτων της Ρωσίας του εικοστού αιώνα, ο Λένιν αντιπροσωπεύει το απόλυτο κακό, ενώ η φήμη του Στάλιν είναι ανάμεικτη: «κακός» ως επαναστάτης και ως φανατικός αρχιτέκτονας της μαζικής τρομοκρατίας, αλλά «καλός» ως ένας άνθρωπος με κυβερνητικό πνεύμα, που οδήγησε τη χώρα σε μια μεγάλη νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τρίτη μορφή, ο τσάρος Νικόλαος Β΄, είναι κυριολεκτικά άγιος, αγιοποιημένος από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει δημιουργηθεί μια εντυπωσιακή λατρεία του τελευταίου τσάρου, που τον παρουσιάζει ως μεγάλο ηγεμόνα και αθώο θύμα που πέθανε για τις αμαρτίες του έθνους. Αυτή η συντηρητική, κληρικαλιστική και αντεπαναστατική θεώρηση της εθνικής ιστορίας έχει πολλές ομοιότητες με άλλα «ανελεύθερα» καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία∙ η κύρια διαφορά με τη Ρωσία του Πούτιν είναι ότι η σοβιετική κληρονομιά δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί εδώ ως προϊόν ξένης κυριαρχίας, κάτι εντελώς εξωτερικό για την εθνική ιστορία. Αυτό προσέδωσε στη συλλογική μνήμη που κατασκευάστηκε από το σύγχρονο ρωσικό κράτος έναν ημι-σχιζοφρενικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τον οποίο ο Λένιν μπορούσε να καταλάβει μια νόμιμη θέση μόνο ως κενή μορφή –ένα μουμιοποιημένο σώμα ή ένα ανούσιο μνημείο– ενώ οι ιδέες και οι πεποιθήσεις του μπορούσαν μόλις και μετά βίας να αντιμετωπιστούν ως αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
Στην επίσημη προπαγάνδα της τελευταίας δεκαετίας –ας πούμε, από το 2012– ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι παρουσιάζονται συνήθως ως φανατικοί εγκληματίες, έτοιμοι να θυσιάσουν τη χώρα για τις ουτοπικές τους ιδέες. Κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας της Επανάστασης το 2017, αυτή η άποψη της ιστορίας προβλήθηκε ευρέως, με τηλεοπτικές σειρές όπως ο Τρότσκι (μια τερατώδης μορφή) ή το εκτεταμένο δράμα με κοστούμια Τα φτερά της Αυτοκρατορίας (Wings of Empire). Μία από αυτές τις σειρές, ο Δαίμονας της Επανάστασης, που αργότερα ξαναγυρίστηκε σε ταινία, επικεντρώθηκε στις σχέσεις του Λένιν με τις γερμανικές αρχές στις αρχές του 1917 και αναπαρήγαγε την παλιά αφήγηση της θεωρίας συνωμοσίας περί «γερμανικού χρήματος». Ένα απλό μάθημα θα μπορούσε να αντληθεί από όλο αυτό το υλικό που παρήγαγε η σύγχρονη ρωσική πολιτιστική βιομηχανία: όλες οι επαναστάσεις, από τους Μπολσεβίκους μέχρι το ουκρανικό Μαϊντάν του 2014, ήταν επαναλήψεις της ίδιας στρατηγικής «αλλαγής καθεστώτος» που χρησιμοποίησε η Δύση για να αποσταθεροποιήσει και να καταστρέψει το ρωσικό κράτος.
Πριν από μερικά χρόνια, η συμβολική «αποκομμουνιστικοποίηση» της Ουκρανίας και η απομάκρυνση των μνημείων του Λένιν καταδικάστηκαν έντονα από Ρώσους αξιωματούχους αυτής της συντηρητικής θέσης, ως επαναστατικές πράξεις που αποτελούσαν «προδοσία της κοινής μας ιστορίας». Ωστόσο, στην ομιλία του που δικαιολόγησε την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο Πούτιν επέρριψε την ευθύνη για την ανεξαρτησία της στον Λένιν. Από τη σκοπιά του Πούτιν, η πολιτική των εθνικοτήτων των μπολσεβίκων και η αρχή της αυτοδιάθεσης που ήταν εγγεγραμμένη στα ίδια τα θεμέλια της ΕΣΣΔ κατέστησαν δυνατή την ανάδυση της Ουκρανίας ως «τεχνητής χώρας» με έναν πλασματικό λαό. Ο στόχος της ρωσικής επίθεσης διακηρύσσεται ρητά ότι είναι η καταστροφή της αρχής της ουκρανικής ανεξαρτησίας και, επομένως, η διόρθωση του «λάθους» του Λένιν.
Πώς να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα για τον Λένιν, σε αυτό το πλαίσιο; Πώς μπορούμε να βρούμε έναν νέο τρόπο να μιλήσουμε για τη ζωή και τις ιδέες του, που θα ξεκινήσει μια επανεξέτασή τους, στη Ρωσία και αλλού; Ο Λεβ Ντανίλκιν άρχισε να προσεγγίζει αυτά τα ερωτήματα ενόψει των εκατό χρόνων, με μια παραγγελία από έναν παλιό εκδοτικό οίκο –κάποτε της Κομσομόλ– ο οποίος ειδικεύεται σε δημοφιλείς βιογραφίες ιστορικών προσωπικοτήτων. Γεννημένος το 1974, ο Ντανίλκιν είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτεχνικούς κριτικούς της νεότερης γενιάς, ο οποίος ήρθε στο προσκήνιο χάρη στις τακτικές βιβλιοκριτικές του στο Afisha, ένα περιοδικό με καταχωρίσεις που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 και ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για την προώθηση ενός «χιπστερικού» τρόπου ζωής και κουλτούρας στη Ρωσία. Ο Ντανίλκιν σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστερός, αλλά ταυτόχρονα ήταν πάντα ελαφρώς επικριτικός απέναντι στον υπέρ της αγοράς, αντικομμουνιστικό προσανατολισμό του δικού του φιλελεύθερου περιβάλλοντος. Αρχικά, παρουσίασε τη φιλόδοξη προσπάθειά του να επανεφεύρει τον Λένιν ως άνθρωπο με σάρκα και οστά και ως ιστορική προσωπικότητα ως ένα πείραμα πάνω στον εαυτό του: τι θα συμβεί σε έναν σύγχρονο Ρώσο που θα προσπαθήσει να διαβάσει και τους 55 τόμους των συλλογικών έργων του Λένιν, να επισκεφθεί όλα τα μουσεία Λένιν που σώζονται ακόμη και να ταξιδέψει σε όλα τα μακρινά μέρη όπου έμεινε ο Λένιν; Είναι δυνατόν, πράγματι, να κατανοήσει τον Λένιν μέσα από αυτά τα αντικείμενα, τα οποία είναι ακόμη στη διάθεση όλων στη Ρωσία, αλλά παραμένουν βουβά;
Η προσέγγιση του Ντανίλκιν είναι λαϊκιστική με την καλύτερη έννοια και εξαιρετικά αποτελεσματική για την προσέλκυση ενός νέου μαζικού αναγνωστικού κοινού. Δεν είναι ούτε επαγγελματίας ιστορικός ούτε «κομματικός», που προσπαθεί να υπερασπιστεί την προβλέψιμη –απολογητική ή αρνητική– άποψή του για τον Λένιν, αλλά ένας προικισμένος, ανεξάρτητος συγγραφέας, πρόθυμος να ακολουθήσει την έρευνα όπου αυτή οδηγεί. Όπως εξομολογείται, το ταξίδι του Ντανίλκιν στα αρχεία του Λένιν, το οποίο διήρκεσε πέντε και πλέον χρόνια, άλλαξε τη δική του άποψη για το θέμα του, η οποία στο τέλος του βιβλίου κατέληξε να είναι αυτή του «αδιαμφισβήτητου σεβασμού». Ο Παντοκράτορας της Ηλιακής Σκόνης –ο αινιγματικός, σχεδόν επιστημονικής φαντασίας τίτλος της βιογραφίας παραμένει ένα μυστήριο μέχρι τις τελευταίες σελίδες– είναι γεμάτος αναφορές και κρυφά αποσπάσματα από τη σοβιετική και μετασοβιετική λογοτεχνία, από τον Μαιτρ και Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ ή τις Δώδεκα Καρέκλες των Ιλφ και Πετρόφ μέχρι τα τελευταία μυθιστορήματα του Βίκτορ Πελέβιν. Ταυτόχρονα, ο Ντανίλκιν αναμειγνύει ελεύθερα υψηλές και χαμηλές πολιτιστικές αναφορές –συγκρίνοντας τον Πλεχάνοφ με την ποπ σταρ Σακίρα ή τους αντιπροσώπους του Δεύτερου Συνεδρίου του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος το 1903 με τα ξωτικά που χτυπούν την πόρτα του Μπίλμπο Μπάγκινς– οι οποίες πιθανώς βοηθούν στο να γίνει το βιβλίο συναρπαστικά ευανάγνωστο για το νεανικό ρωσικό κοινό, αν και μπορεί να το καταστήσουν αμετάφραστο στο εξωτερικό.
Όχι μόνο η γλώσσα και το λογοτεχνικό ύφος, αλλά και η μέθοδος του βιβλίου του Ντανίλκιν είναι πολύ διαφορετική από τις συμβατικές προσεγγίσεις του Λένιν στη σημερινή Ρωσία. Κατά καιρούς, ο Παντοκράτορας μοιάζει περισσότερο με έργο μυθοπλασίας, ερευνητικής δημοσιογραφίας ή ακόμη και με ταξιδιωτικό οδηγό παρά με τυπική βιογραφία μιας ιστορικής προσωπικότητας. Ο Ντανίλκιν ξεκινά με μια εντυπωσιακή συζήτηση για ένα «γράμμα σε τοτέμ» από φλοιό σημύδας που σχεδίασε ο 12χρονος Βλαντίμιρ Ίλιτς για έναν σχολικό του φίλο που είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη. Τα εικονογραφικά στοιχεία θυμίζουν τις περίφημες αναφορές των ινδιάνικων φυλών προς το Κογκρέσο των ΗΠΑ, σκέφτεται ο Ντανίλκιν – και το καλοκαίρι τα έξι παιδιά του Ουλιάνοφ, αφού καταβρόχθισαν τον Κούπερ και τον Μέιν Ριντ, έτρεχαν άγρια στην εξοχή, φτιάχνοντας ινδιάνικες σκηνές και κυνηγώντας με τόξα και βέλη. Ο βιογράφος μένει στην εξεζητημένη λατινική χρήση του hendiadys [ἓν διὰ δυοῖν], δύο σε ένα («τοτέμ γράμμα»), εξαιρετικά ασυνήθιστη στα ρωσικά. Αλλά το κωδικοποιημένο γράμμα περιέχει επίσης τα εικονογράμματα των αιγυπτιακών τάφων και τις ραβδόμορφες φιγούρες των προϊστορικών σπηλαιογραφιών. Στη συνέχεια, υπάρχουν τα ακριβώς σχεδιασμένα τοτέμ –σαμοβάρι, αστακός, γερανός, φίδι, βάτραχος, γουρούνι– ο σουρεαλιστικής εμφάνισης Κοιμώμενος Άνθρωπος, ο γενειοφόρος κολυμβητής, το Βασίλειο της Τροφής στη δεξιά γωνία, με μια κανάτα γάλα, ένα λουκάνικο κομμένο στα δύο και μουστακαλήδες που μοιάζουν με μάσκες του Γκάι Φοκς.
Ο νεαρός κρυπτογράφος θα είναι γνωστός στους αναγνώστες του μεγάλου αποσπάσματος του Ισαάκ Ντόιτσερ, «Η παιδική ηλικία του Λένιν»: το ατίθασο μεσαίο παιδί, γεμάτο σκανταλιές και λάτρης των θορυβωδών παιχνιδιών, που κολυμπούσε στον Βόλγα, οδηγούσε νυχτερινές εξορμήσεις στα δάση∙ αν και ήταν επίσης πρώτος στην τάξη του στα ελληνικά, τα λατινικά, τη γερμανική και τη ρωσική λογοτεχνία, με επαίνους από τον διευθυντή του (τον πατέρα του Κερένσκι) για τα εξαιρετικά ταλέντα και την επιμέλειά του, ξεχειλίζει από ενθουσιασμό για τα μυθιστορήματα και την ποίηση, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός και η αδελφή του μελετούσαν το Das Kapital – πριν το απίστευτο χτύπημα της εκτέλεσης του αδελφού του Σάσα με την κατηγορία της βασιλοκτονίας καταστρέψει τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας και προσδώσει ατσάλινη αποφασιστικότητα στην πολιτική του δέσμευση. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Ντανίλκιν:
«Το ντοκουμέντο του Λένιν από φλοιό σημύδας είναι αποθαρρυντικό για τον βιογράφο: αρχαία σύμβολα, παραισθήσεις, απύθμενες λίμνες, Ινδιάνοι, μυστικές συνδέσεις μεταξύ αντικειμένων και φαινομένων, οπτικές μεταφορές, σειρές από διπλά, σαμοβάρια που δεν είναι αυτό που φαίνονται. Το πεδίο είναι γενναιόδωρα σπαρμένο με κλειδιά, αλλά κανένα από αυτά δεν ανοίγει τίποτα. Το ντοκουμέντο με τον αριθμό ένα [στο αρχείο Λένιν] ... δεν προσφέρεται για εύκολη ερμηνεία. Ο Λένιν ήταν επαγγελματίας κρυπτογράφος. Οι απομνημονευματογράφοι τού απέδωσαν την ικανότητα να κινείται απαρατήρητος, να εξαφανίζεται γρήγορα και άλλες “ινδιάνικες” ικανότητες ανίχνευσης διαδρομών. Υπάρχουν απόκρυφες ιστορίες που τον θέλουν να βρίσκει το δρόμο του μέσα στο δάσος με βάση τα αστέρια και μέσα στα λιβάδια με βάση τις διαδρομές πτήσης των μελισσών. Αλλά δεν πρόκειται για τα δάση – ακόμη και στο δωμάτιό του, γράφοντας άρθρα, βάδιζε αθόρυβα σαν τους Ινδιάνους του Κούπερ, χωρίς να αφήνει ίχνη. Δεν πρόκειται να καταφέρεις να τον εντοπίσεις και μετά να τον αρπάξεις με το χέρι σου στη γροθιά: σε έπιασα!»
Ως εκ τούτου, η μέθοδος του Ντανίλκιν είναι να βαδίζει ο ίδιος με ελαφρά βήματα, ακολουθώντας τα ίχνη του υποκειμένου του. Η παρουσίαση της οικογενειακής ιστορίας και της παιδικής ηλικίας του Λένιν αποτελεί παράδειγμα αυτής της επιδέξιας προσέγγισης. Η βιογραφία απέχει σταθερά από φτηνές συγκινήσεις του τύπου «Δαίμονας της επανάστασης». Περιγράφοντας την εθνοτική καταγωγή του Λένιν, αναφέρει ορθά τόσο τους Εβραίους και Γερμανούς προγόνους της μητέρας του, η οποία είχε επίσης σουηδικές και βαλτικές ρίζες, όσο και τους Καλμούκους προγόνους του πατέρα του, στα πορτραίτα του οποίου διακρίνονται τα μογγολικά χαρακτηριστικά με τα έντονα μάγουλα. Ο παππούς του Λένιν από τη μητέρα του, ο Δρ Αλεξάντερ Μπλανκ, ήταν ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος γιατρός που επέμενε στην εκπαίδευση των θυγατέρων του και αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό σπίτι στο Κοκούσκινο, κοντά στο Καζάν, όπου τα παιδιά του Ουλιάνοφ περνούσαν τις διακοπές τους. Ο παππούς του από την πατρική πλευρά ήταν ράφτης Καλμούκος από τη φτωχότερη συνοικία του Αστραχάν, κοντά στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Ο μικρότερος γιος του, ο πατέρας του Λένιν, κέρδισε την εισαγωγή στο τοπικό σχολείο με τη βοήθεια του οικογενειακού ιερέα, σπούδασε αστρονομία στο Πανεπιστήμιο του Καζάν και έγραψε μια διατριβή για το Παράδοξο του Όλμπερς, προτού γίνει δάσκαλος και στη συνέχεια επιθεωρητής σχολείων. Τέτοιες μικτές καταβολές, τονίζει ο Ντανίλκιν, ήταν χαρακτηριστικές για τις μεσαίες τάξεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στις οποίες η ορθόδοξη πίστη αποτελούσε το κύριο κριτήριο της «ρωσικότητας».
Γεννημένος το 1870, ο Λένιν πέρασε τα εφηβικά του χρόνια κάτω από τα σκοτεινά σύννεφα της δεκαετίας του 1880: το περιορισμένο άνοιγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και τη δεκαετία του ’70 αντιστράφηκε βάναυσα μετά τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β’ από αγωνιστές της Narodnya Volya το 1881. Υπό τον Αλέξανδρο Γ’, τα επαρχιακά σχολεία που ο πατέρας του Λένιν είχε εργαστεί τόσο σκληρά για να βελτιώσει, επανήλθαν στην ευθύνη των ιερέων της ενορίας. Συντετριμμένος από την ήττα, ο Ουλιάνοφ πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία το 1886, σε ηλικία 55 ετών. Τον επόμενο χρόνο, η εκτέλεση του Σάσα, ο οποίος ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για μια κακοσχεδιασμένη φοιτητική συνωμοσία κατά του Αλέξανδρου Γ’, άφησε τον νεαρό Λένιν μόνο του με τη μητέρα, τις αδελφές και τον μικρότερο αδελφό του, στιγματισμένο ως συγγενή ενός βασιλοκτόνου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αυτή η στενή οικογενειακή ομάδα παρέμεινε οι άνθρωποι με τους οποίους ήταν πιο κοντά και με τους οποίους, μαζί με τη Ναντέζντα Κρούπσκαγια, είχε σχέσεις βαθύτατης εμπιστοσύνης.
Ως προς τη δομή του, ο Παντοκράτορας της Ηλιακής Σκόνης ακολουθεί δύο γραμμές της υλικής κληρονομιάς του Λένιν: τα γραπτά του και τους τόπους όπου έζησε. Για την τελευταία, ο Ντανίλκιν ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα, από το χωριό Κοκουσκίνο μέχρι το απομακρυσμένο σιβηρικό φυλάκιο Σουσένσκοε, από το Παρίσι μέχρι την Κρακοβία, τη Ζυρίχη και το Κάπρι. Οι λεπτομερείς περιγραφές αυτών των τόπων –όπως τους βρίσκει σήμερα ο Ντανίλκιν, καθώς και οι αναπαραστάσεις του πώς ήταν πριν από έναν αιώνα– παίζουν σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Ακόμα κι αν δεν δικαιολογείται πλήρως ως βιογραφία, αυτές οι πνευματώδεις και καλοδουλεμένες περιγραφές διαβάζονται με ευχαρίστηση. Και στην πραγματικότητα αυτή η χαρτογράφηση της ζωής του Λένιν συμβάλλει στην κατανόηση της προοπτικής του, ως ανθρώπου που είχε βαθιά γνώση τόσο της Ρωσίας όσο και της Δυτικής Ευρώπης, όπου πέρασε σχεδόν τη μισή σύντομη ενήλικη ζωή του. Ο Ντανίλκιν ακολουθεί τα βήματά του, από τις αριστερές ομάδες συζήτησης στη Σαμάρα –όπου, σε ηλικία 19 ετών, ο Λένιν μετέφρασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο στα ρωσικά– μέχρι την παράνομη εργασία στην Αγία Πετρούπολη, όπου συνάντησε την Κρούπσκαγια το 1894· από τις συναντήσεις με επαναστάτες στη Γενεύη, το Παρίσι, το Βερολίνο μέχρι τη σύλληψη και την εξορία στο Σουσένσκοε, όπου ο Λένιν επεξεργάστηκε τον όγκο των δεδομένων που είχε πάρει μαζί του για να γράψει την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία (1899). Ο Ντανίλκιν συζητά τη σημασία του ως μια μεγάλης κλίμακας εικόνα του κοινωνικού μετασχηματισμού σε μια χώρα στο κατώφλι του 20ού αιώνα, που μαστίζεται από τη φτώχεια, με μια κολοσσιαία κατάρρευση των υφιστάμενων δομών της αγροτικής ζωής –δηλαδή της απόλυτης πλειοψηφίας του πληθυσμού– και τη δυναμική ανάδυση μιας νέας εργατικής τάξης. Ο Λένιν του Ντανίλκιν βλέπει τον ερχομό του καπιταλισμού ως μια τεράστια τραγωδία αλλά και ως μια ευκαιρία για επαναστατική αλλαγή.
Περιγράφοντας λεπτομερώς τις μάχες για την οικοδόμηση του ΡΣΔΕΚ πριν και μετά την Επανάσταση του 1905, ο Ντανίλκιν δεν διστάζει να συγκρίνει την Ίσκρα με μια επιτυχημένη καινούργια επιχείρηση ή το Μπολσεβίκικο Κόμμα με μια αποτελεσματική επιχειρηματική ομάδα. Εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο –η εν μέρει παιχνιδιάρικη προσπάθειά του να φέρει σε επαφή με τη γλώσσα ενός σύγχρονου ρωσικού αναγνωστικού κοινού της μεσαίας τάξης– τέτοιες μορφές όπως οι «άνθρωποι των πράξεων» των Μπολσεβίκων, ο Λεονίντ Κράσιν ή ο Νικολάι Μπάουμαν, τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής από ό,τι οι «άνθρωποι των λόγων», ο Ζινόβιεφ ή ο Ράντεκ. Συζητώντας την προεπαναστατική καθημερινή ζωή του Λένιν, ο Ντανίλκιν εφιστά την προσοχή στη σημασία της μυστικότητας. Ο Λένιν βελτίωνε διαρκώς τις δεξιότητές του στην απόκρυψη και την αυτομεταμόρφωση, όχι μόνο στη Ρωσία τα πρώτα χρόνια και κατά την επιστροφή του το 1917, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της μετανάστευσης. Είχε το ταλέντο να μοιάζει με μέσο άνθρωπο όπου κι αν βρισκόταν, σε ένα χωριό της Σιβηρίας ή σε ένα παρισινό καφενείο, έτοιμος για κουβεντούλα με όλους. (Σε αυτή τη βάση, ο Ντανίλκιν τολμά να πει ότι ο Λένιν μπορεί κάλλιστα να είχε συναντήσει τον ντανταϊστή Τριστάν Τζάρα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στη Ζυρίχη). Για τον Λένιν, όμως, αυτές οι πρακτικές δεν ήταν απλώς θέμα τακτικής για την παρανομία, αλλά του έδιναν πρόσβαση σε ένα μεγάλο εμπειρικό θησαυρό λαϊκών συναισθημάτων. Αυτό αποδείχθηκε καθοριστικό για την τεκμηρίωση της ανάλυσής του σχετικά με τις προοπτικές του διεθνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ή τις προοπτικές κατάληψης της εξουσίας τον Οκτώβριο του 1917.
Ο Ντανίλκιν κάνει εξαιρετική δουλειά στην παρουσίαση της πνευματικής κληρονομιάς του Λένιν. Δίνει μια προσεκτική απόδοση όλων των κύριων κειμένων του Λένιν με χρονολογική σειρά, από την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία και το Τι να κάνουμε μέχρι τα τελευταία κείμενα. Στην εξέταση του Ιμπεριαλισμός: το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, ο Ντανίλκιν δηλώνει ευθέως ότι η ανάλυση του Λένιν διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της σήμερα, και εξηγεί αρκετά απλά και πειστικά για τον σύγχρονο Ρώσο αναγνώστη γιατί συμβαίνει αυτό. Παρέχει μια λεπτομερή και εντυπωσιακή ανάλυση της ανάγνωσης του Χέγκελ από τον Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια, βασιζόμενος στο βιβλίο του Κέβιν Άντερσον, Ο Λένιν, ο Χέγκελ και ο δυτικός μαρξισμός [Kevin Anderson, Lenin, Hegel and Western Marxism]. Ίσως η πιο αποκαλυπτική ανάλυση είναι αυτή του Κράτους και Επανάστασης. Ο Ντανίλκιν εξηγεί σωστά την αντι-κρατική πρόθεση του κειμένου του Λένιν και αντιπαραβάλλει αυτή την χωρίς κράτος και αυτοοργανωμένη εναλλακτική λύση με τη μελλοντική ανάπτυξη του σοβιετικού κράτους. Για τον Ντανίλκιν, αυτό αποτελεί παράδειγμα της τραγικής φύσης του Λένιν ως ιστορικής μορφής, του οποίου η τελική κληρονομιά ήταν απλώς άλλη μια τεράστια κρατική μηχανή – ενάντια στη δική του φανερή βούληση. Ο Παντοκράτορας δείχνει ότι στα τελευταία του χρόνια ο Λένιν αντιλαμβανόταν σαφώς τον κίνδυνο της ανερχόμενης κομματικής γραφειοκρατίας και της κυριαρχίας της πάνω στην κοινωνία∙ παρά την αποτυχία του να σταματήσει αυτή τη διαδικασία, η «χωρίς κράτος» προοπτική του παραμένει αναγκαία και επίκαιρη.
Η αφήγηση του Ντανίλκιν επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον Λένιν και τους γύρω του. Παρέχει μόνο μια ελάχιστη και επιλεκτική περιγραφή του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου. Ο συγγραφέας θεωρεί δεδομένη τη γνώση των Ρώσων αναγνωστών για τα μείζονα επεισόδια της εθνικής ιστορίας: την αιματηρή αρχή της διακυβέρνησης του Νικολάου Β’ στα μέσα της δεκαετίας του 1890, όταν μια νέα γενιά επαναστατών στάλθηκε στο ικρίωμα∙ την εντυπωσιακή ήττα στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο, πρόλογο της «πρόβας τζενεράλε» του 1905∙ τις επαναστάσεις του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου του 1917 και τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο του 1918-21. Ο Ντανίλκιν επικεντρώνεται αντίθετα σε ένα είδος ιστορικής πλαισίωσης που βρίσκεται πέρα από τη συμβατική πολιτικοϊστορική διδακτέα ύλη: παρέχει ζωντανές εικόνες για τις κοινωνικές συνθήκες των Ρώσων εργατών στην αλλαγή του αιώνα ή για τον κρίσιμο ρόλο του Λένιν στις συζητήσεις για το σοβιετικό σχέδιο εξηλεκτρισμού.
Παρ’ όλα αυτά, η βιογραφία βρίσκει χώρο όχι μόνο για θεωρητικές ιδέες αλλά και για ιστοριογραφική συζήτηση. Ο Ντανίλκιν αναφέρεται –και καταφέρνει να το εκλαϊκεύσει– στο έργο του Βλαντλέν Λογκίνοφ, συγγραφέα των καλύτερων ίσως ιστορικών μελετών για τον Λένιν που γράφτηκαν στη Ρωσία του 21ου αιώνα και δυστυχώς δεν είναι ευρέως γνωστές. (Περιέργως, το έργο του Ντόιτσερ μένει ασχολίαστο.) Πολύ σωστά ασκεί πολεμική εναντίον αντικομμουνιστικών ερμηνειών του Λένιν, όπως αυτές του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν ή του Ντμίτρι Βολκογκόνοφ, αλλά ταυτόχρονα υιοθετεί εν μέρει την αμφίβολη άποψη του ημι-σταλινικού ιστορικού Βαλεντίν Σαχάροφ, ο οποίος υποστήριξε ότι η «Διαθήκη» του Λένιν και το «Ζήτημα των Εθνοτήτων ή της “Αυτονόμησης”», αμφότερα έντονα επικριτικά για τον Στάλιν, ήταν πλαστά, πιθανώς κατασκευασμένα από τον Τρότσκι. Ο Ντανίλκιν συμφωνεί ότι η «Διαθήκη» δεν γράφτηκε από τον Λένιν, αλλά πιστεύει ότι ο πραγματικός δημιουργός δεν ήταν ο Τρότσκι αλλά η Κρούπσκαγια. Αυτή η παράξενη εκδοχή δεν βασίζεται σε σοβαρή αρχειακή έρευνα αλλά στη διαίσθηση ενός συγγραφέα. Το επιχείρημα είναι ότι, με τη σοβαρή ασθένεια του Λένιν και την αυξανόμενη πάλη μεταξύ Τρότσκι και Στάλιν, με τον τελευταίο να κερδίζει το πάνω χέρι, η Κρούπσκαγια άρχισε να παίζει ένα δικό της παιχνίδι, προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία δυνάμεων στο κόμμα και να εξασφαλίσει τη δυνατότητα μιας καθαρής λενινιστικής γραμμής και μετά τον Λένιν.
Αδύναμη σε αποδείξεις, η περιγραφή αυτή προφανώς επινοήθηκε από τον Ντανίλκιν προκειμένου να αναδείξει τον πολιτικό ρόλο της Κρούπσκαγια, αντί να την παρουσιάσει ως απλή σκιά του Λένιν. (Ως επακόλουθο, στη συζήτησή του για την Privatsache [ιδιωτική ζωή] του Λένιν, υποστηρίζει ότι ο σύζυγος της Κρούπσκαγια έβλεπε την Ινέσα Αρμάντ, την όμορφη μπολσεβίκα που θεωρούνταν ευρέως ως η κρυφή ερωμένη του, αποκλειστικά ως στενή φίλη, πρακτικά ως αδελφή). Αυτή η έντονη δραματουργική προσέγγιση του συγγραφέα –σχεδόν σίγουρα λανθασμένη για τον ιστορικό– συνάδει με τη συνολική στρατηγική του Ντανίλκιν, ο οποίος εστιάζει όχι τόσο στις αναμενόμενες φυσιογνωμίες του περιβάλλοντος του Λένιν, αλλά σε εκείνους που έχουν αδίκως ξεχαστεί. Για παράδειγμα, παρέχει εντυπωσιακά πορτρέτα του Ιβάν Μπαμπούσκιν, ηγετικού αγωνιστή της πρώτης ομάδας του Λένιν, του Συνδέσμου Αγώνα για τη Χειραφέτηση της Εργατικής Τάξης, που οργανώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1890 στην Αγία Πετρούπολη, του Ελβετού σοσιαλιστή Φριτς Πλάτεν, ο οποίος συνόδευσε τον Λένιν στο τρένο μέσω της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1917, έμεινε στη Ρωσία και αργότερα πέθανε στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν· και του Ρομάν Μαλινόφσκι, μιας από τις μεγάλες απογοητεύσεις του Λένιν, ηγέτη της κοινοβουλευτικής ομάδας των Μπολσεβίκων στη Δούμα, ο οποίος αποκαλύφθηκε ότι ήταν προβοκάτορας της αστυνομίας.
Είναι αδύνατο να μην προσέξει κανείς την αλλαγή του τόνου του Παντοκράτορα μετά το 1917. Αν κατά τη διάρκεια της εξορίας υπάρχουν στοιχεία χιούμορ στην παρουσίαση του Λένιν, ιδίως κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων μικροαγώνων του μέσα στο κόμμα κατά τη διάρκεια της μετεπαναστατικής περιόδου, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση γίνεται πολύ πιο υποβλητική και τραγική. Στην πορεία, ο Ντανίλκιν αναδεικνύεται σε ειλικρινή υποστηρικτή του Λένιν, υπερασπιζόμενος τη θέση του στα πιο ευαίσθητα επεισόδια – τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, την εκτέλεση των Ρομανόφ. Αυτά τα γεγονότα είναι κεντρικά για τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν για ανηθικότητα, σκληρότητα και διεξαγωγή ενός άνευ αρχών αγώνα για την εξουσία. Ο Ντανίλκιν τα αντιλαμβάνεται ως ορθολογικές απαντήσεις σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, αναλύει λεπτομερώς την κατηγορία που διατύπωσε η Προσωρινή Κυβέρνηση το καλοκαίρι του 1917, και η οποία ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη για τη ρωσική πολιτική μυθολογία, ότι ο Λένιν συνεργάστηκε με τις γερμανικές αρχές για την επιστροφή του με το «σφραγισμένο τρένο». Ο Ντανίλκιν αποδεικνύει την ασυνέπεια της υπόθεσης. Αναλύει επίσης λεπτομερώς αμφιλεγόμενες στιγμές όπως η σύναψη της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918 και η εισαγωγή της ΝΕΠ το 1921, υπερασπιζόμενος κάθε φορά τον ήρωά του και υποστηρίζοντας τις αποφάσεις του ως επιβεβλημένες από τις επικρατούσες συνθήκες, τις μόνες δυνατές εκείνη την εποχή.
Ο Ντανίλκιν υπερασπίζεται τον Λένιν όχι ως λενινιστής, αλλά ως βιογράφος που μπόρεσε να κατανοήσει σε βάθος το αντικείμενό του. Γι’ αυτόν, ο Λένιν δεν είναι απλώς ένας επαναστάτης που πίστευε στη δυνατότητα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά ένας στοχαστής με ένα ευρύ και ρεαλιστικό όραμα για τις αντιφάσεις και τα όρια του καπιταλισμού ως συστήματος. Αυτή η κατανόηση, θεμελιωμένη στη μαρξιστική διαλεκτική, επέτρεψε στον Λένιν να αντιληφθεί τη σχέση μεταξύ των ενδοϊμπεριαλιστικών πολέμων και των επαναστατικών εξεγέρσεων, να δει τις μεγάλες δυνατότητες των αντιαποικιακών αγώνων. Από αυτή την οπτική γωνία, ο Ντανίλκιν περιγράφει τη δημιουργία της Κομιντέρν υπό την καθοδήγηση του Λένιν όχι απλώς ως το όργανο μιας αφηρημένης «παγκόσμιας επανάστασης», αλλά ως ένα σχέδιο «κόκκινης παγκοσμιοποίησης», που σχετιζόταν με τις ειδικές συνθήκες της κρίσης της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης μετά το 1918 – μια αντιστροφή της σημερινής παγκοσμιοποίησης, καθώς θα έδινε δύναμη στους «ηττημένους» και θα προσέφερε στις περιφερειακές χώρες την ανεξαρτησία τους.
Η βιογραφία του Ντανίλκιν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «λενινοκεντρική» βιογραφία, μια εσωτερικά κατευθυνόμενη προσπάθεια να φτάσει στην καρδιά της πολιτικής λογικής του Λένιν. Θα μπορούσαμε να τη συγκρίνουμε με ένα άλλο πρόσφατο έργο που επιχειρεί να προσφέρει μια νέα προοπτική στο θέμα. Το βιβλίο του Τάρικ Αλί, Τα διλήμματα του Λένιν, [Tariq Ali, Dilemmas of Lenin], ακολουθεί την αντίθετη προσέγγιση – εξηγεί τον ηγέτη των Μπολσεβίκων μέσα από μια σειρά από γνώσεις για την εποχή του. Το βιβλίο του είναι δομημένο γύρω από πέντε «καταστάσεις» που αντιμετώπισε ο Λένιν: τρομοκρατία, πόλεμος, αυτοκρατορία, αγάπη και επανάσταση – πολιτικές προκλήσεις που βρήκαν προσωρινές απαντήσεις στη ζωή και τη σκέψη του Λένιν. Κάθε «δίλημμα» θα μπορούσε να σταθεί ως ξεχωριστό δοκίμιο που φωτίζει κάποιο αμφισβητήσιμο ή μη προφανές μέρος της μπολσεβίκικης κληρονομιάς. Παρά τις διαφορές με την προσέγγιση του Ντανίλκιν, οι δύο συγγραφείς μοιράζονται παρόμοιους στόχους: την προσπάθεια να «απομουμιοποιήσουν τον Λένιν», να βρουν τόσο μια νέα μέθοδο όσο και μια νέα γλώσσα με την οποία θα μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτόν σήμερα. Ενώ ο Ντανίλκιν προσπαθεί να το κάνει αυτό σε ένα ρωσικό πλαίσιο, η αφήγηση του Άλι προορίζεται για ένα αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό. Κατά συνέπεια, ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει μια εισαγωγή στην ιστορία του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Σύμφωνα με τον Άλι, το πρώτο δίλημμα του Λένιν είχε τις ρίζες του στις περίπλοκες σχέσεις του με το λαϊκιστικό κίνημα των Ναρόντνικων (οι Ναρόντνικοι εξομοιώνονται με τους αναρχικούς, κάτι που στο ρωσικό πλαίσιο δεν είναι απολύτως σωστό). Η εξήγηση –ότι ο Λένιν έγινε μαρξιστής και ανέπτυξε μια κριτική της επαναστατικής τρομοκρατίας μετά την εκτέλεση του αδελφού του– συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με την κανονική εκδοχή. Αλλά δίνει στον Άλι την ευκαιρία να εξερευνήσει την ευρύτερη επαναστατική παράδοση στη ρωσική γλώσσα, την προϊστορία των μπολσεβίκων, από τους Δεκεμβριστές του 1825 μέχρι τη «Λαϊκή Θέληση» και τους κληρονόμους τους στο Κόμμα των Σοσιαλιστών Επαναστατών (Εσέροι). Από τη μια πλευρά, ο Λένιν ήταν ένας ασυμβίβαστος επικριτής αυτής της παράδοσης, αλλά από την άλλη, έδειχνε αδιάκοπο ενδιαφέρον γι’ αυτήν∙ αυτός και η Κρούπσκαγια επισκέπτονταν τους παλιούς Ναρόντνικους και φρόντισε ώστε η σοβιετική κυβέρνηση να οργανώσει μια πανηγυρική κηδεία για τον Κροπότκιν, τον πατριάρχη του ρωσικού αναρχισμού, το 1921.
Τα Διλήμματα του Λένιν δείχνουν τον σκληρό πολεμιστή που ήταν ικανός να σέβεται τους αντιπάλους του μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα και να αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματά τους. Ο Άλι περιγράφει λεπτομερώς την πολύπλοκη σχέση μεταξύ του Λένιν και του Γιούλιους Μάρτοφ, του ηγέτη των μενσεβίκων, ο οποίος παρέμεινε προσωπικός φίλος μέχρι το τέλος. Στα κεφάλαια που περιγράφουν λεπτομερώς την κρίση της Δεύτερης Διεθνούς μετά το 1914 και τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο –όπου δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στον Μιχαήλ Τουχατσέφσκι– ο ίδιος ο Λένιν πρακτικά απουσιάζει. Επιστρέφει, ωστόσο, στο κεφάλαιο για τον έρωτα, με επίκεντρο το προσωπικό του «δίλημμα»: τις σχέσεις του με τις δύο σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Κρούπσκαγια και την Αρμάντ. Ο Άλι ακολουθεί την αντίθετη γραμμή από τον Ντανίλκιν –ο Λένιν και η Αρμάντ είχαν παθιασμένη σχέση– αλλά την περιγράφει ως ένα ασυνήθιστο ερωτικό τρίγωνο: χωρίς συγκρούσεις και βασισμένο στην ισότητα των φύλων και την πίστη στον κοινό σκοπό. Για τον Άλι, η προσωπική ιστορία της Αρμάντ χρησιμεύει ως άνοιγμα για να συζητηθεί το ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων των φύλων στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα, αντλώντας στοιχεία από το κλασικό βιβλίο του Ρίτσαρντ Στάιτς, Το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα στη Ρωσία: Φεμινισμός, μηδενισμός και μπολσεβικισμός, 1860-1930 [Richard Stites, The Women’s Liberation Movement in Russia: Feminism, Nihilism and Bolshevism, 1860–1930].
Όπως και ο Ντανίλκιν, ο Άλι τελειώνει το βιβλίο του με έναν προβληματισμό για την «τελευταία μάχη του Λένιν» – τον αγώνα του ενάντια στον εκφυλισμό του κόμματος και την ασθένειά του. Παρά τη διαφορά στις προσεγγίσεις τους, ο Άλι και ο Ντανίλκιν καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Λένιν πάλεψε μέχρι τέλους ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση, τον «μεγαλορωσισμό» και την ενίσχυση της σοβιετικής κρατικής μηχανής. Έχασε, πολιτικά – αλλά όχι ηθικά ή πνευματικά. Παραμένει μια κολοσσιαία πολιτική φιγούρα και ένας προσιτός αν και εξαιρετικά περίπλοκος άνθρωπος. Σε μια εξαιρετική «σκηνή μετά τους τίτλους τέλους», αφού πρώτα φαντάζεται τα εκατοντάδες ονόματα που έχουν φιλοξενηθεί στο βιβλίο του να κυλούν στη σκοτεινή οθόνη, ο Ντανίλκιν επικαλείται το έργο του πατέρα του Λένιν για το Παράδοξο του Όλμπερς. Σύμφωνα με αυτό, δεδομένων των αμέτρητων άστρων στον ουρανό, που όλα εκπέμπουν φως, θα έπρεπε να βλέπουμε ένα συμπαγές εκτυφλωτικό τοίχο φωτός, όπως ακριβώς όταν κοιτάμε ένα δάσος βλέπουμε έναν τοίχο από δέντρα. Και όμως ο ουρανός τη νύχτα είναι σκοτεινός, με μόνο μια διασπορά αστέρων που αναβοσβήνουν. Η εξήγηση του Όλμπερς γι’ αυτό ήταν ότι ανάμεσα στα αστέρια υπήρχε ένα πέπλο, ένα σύννεφο κοσμικής σκόνης. Η σύγχρονη φυσική υποστήριξε ότι, αν ήταν έτσι, τα ίδια τα σωματίδια της σκόνης θα έπρεπε να λάμπουν σαν αστέρια.
«Η Μεγάλη Έκρηξη της Επανάστασης γέμισε το διάστημα με έναν εκπληκτικό αριθμό ανθρώπων που, για πρώτη φορά στην ιστορία, έλαμψαν έτσι ώστε να είναι ορατοί από την άλλη άκρη του σύμπαντος», γράφει ο Ντανίλκιν. Οι μεταφορές της «ηλιοποίησης» του Λένιν πολλαπλασιάστηκαν μετά το θάνατό του – μια πραγματική «ηλιακή λατρεία». Η πίστη σε αυτόν ως έμπιστο προμηθευτή ενέργειας μειώθηκε από τα γεγονότα του 1989. Ωστόσο, το φαινόμενο Λένιν, «ένα τεράστιο φωτεινό σώμα που επιδεικνύει ανεξέλγκτη και απρόβλεπτη δραστηριότητα», παραμένει ανεξάντλητη πηγή ανησυχίας. Μια «τελική ειρηνευτική συμφωνία για τον Λένιν» –μεταξύ των υποστηρικτών του, των βιογράφων του ή στη σύγχρονη ρωσική κοινωνία– εξακολουθεί να είναι αδύνατη, εξηγεί ο Ντανίλκιν. Αντίθετα, η αλληλουχία των σκηνών μετά τους τίτλους γεμίζει την οθόνη. Το σκοτάδι, οι όχθες του ποταμού Γενισέι∙ τα αιωρούμενα καλάμια ψαρέματος∙ ο κυματισμός του νερού∙ το τρίξιμο της φωτιάς. Τρεις άνθρωποι γύρω του: ο Στρογκάνοφ, ο καταστηματάρχης του χωριού Σουσένσκοε, τον οποίο ο Λένιν έχει μάθει να παίζει σκάκι, το χωριατόπαιδο Σοσιπάτιτς, που κοιμάται βαθιά, και ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, που ονειρεύεται τυλιγμένος στο παλτό του από δέρμα προβάτου. Ο Στρογκάνοφ ελέγχει τις πετονιές και βρίσκει έναν τεράστιο μπακαλιάρο του γλυκού νερού να σπαρταράει, με λέπια και μουστάκι. Για πλάκα, το βάζει μέσα στο παλτό του Λένιν και μετά τρέχει πίσω στη θέση του δίπλα στη φωτιά. Ο Λένιν πετάγεται πάνω, φωνάζει, τινάζει το ψάρι από τα ρούχα του, φαντάζεται κάτι τρομερό – και μετά βλέπει τον Στρογκάνοφ, τραντάζεται από τα γέλια και επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο, «έναν κόσμο που είναι ακόμα γνωστός και πολλά υποσχόμενος σε όποιον μπορεί να δει τους παραλογισμούς του και το άπειρο εύρος των δυνατοτήτων του». Εκείνη τη στιγμή, γράφει ο Ντανίλκιν, τα αστέρια αναβοσβήνουν τόσο λαμπρά, που το φως γίνεται σαν της ημέρας. Ο Λένιν βάζει τους αντίχειρές του κάτω από τις μασχάλες του, κλείνει τα μάτια του και αρχίζει να γελάει, γέρνοντας προς τα πίσω, μετά λυγίζοντας τη μέση, μπρος-πίσω, φωτεινά, τρανταχτά, σαν καμπάνα. Χαχαχαχαχαχα – Χαχαχαχαχαχα – Χαχαχαχαχαχα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Ilya Budraitskis, “Russia: Lenin’s Laughter”, New Left Review, τεύχος 140/141, Μάρτιος/Ιούνιος 2023, https://newleftreview.org/issues/ii140/articles/ilya-budraitskis-lenin-s-laughter. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 2 Μαΐου 2023, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article66437.