Τρίτη, 05 Σεπτεμβρίου 2023 22:51

Ανατολική Γερμανία 1953: Η ξεχασμένη εξέγερση των εργατών κατά του σταλινισμού

 

 

Tess Lee Ack

 

Ανατολική Γερμανία 1953: Η ξεχασμένη εξέγερση των εργατών κατά του σταλινισμού

 

 

Τον Ιούνιο του 1953, οι εργάτες σε όλη την Ανατολική Γερμανία ξεσηκώθηκαν κατά την πρώτη μεγάλη εξέγερση στο Ανατολικό Μπλοκ. Για μια σύντομη περίοδο, η σιδερένια λαβή του σταλινισμού χαλάρωσε, και μόνο η επέμβαση των ρωσικών τανκς έσωσε το καθεστώς από την επαίσχυντη κατάρρευση.

Το άνοιγμα των κρατικών αρχείων μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έριξε νέο φως στα γεγονότα του 1953. Έχει πλέον διαπιστωθεί ότι η εξέγερση ήταν πιο εκτεταμένη και παρατεταμένη από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως και ότι «σε αντίθεση με την παραδοσιακή υπόθεση ότι οι ταραχές υποχώρησαν γρήγορα μετά τη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση... τα γεγονότα της 16ης και 17ης Ιουνίου σηματοδότησαν μόνο την κορύφωση μιας εξέγερσης που συνεχίστηκε... όλο το καλοκαίρι του 1953»[1].

Δεν είναι τυχαίο ότι η εξέγερση ξέσπασε λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν, το Μάρτιο του 1953, όταν διεξαγόταν ένας σκληρός αγώνας για την εξουσία στο εσωτερικό της ρωσικής ηγεσίας. Η εξέγερση «δημιούργησε διαιρέσεις τόσο εντός όσο και μεταξύ των ελίτ στη Μόσχα και το Ανατολικό Βερολίνο [όπου] βύθισε τους μηχανισμούς εξουσίας σε αβεβαιότητα και σύγχυση»[2] και είχε μόνιμες επιπτώσεις στο καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ).

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, η εξέγερση του 1953 παραμένει ένα ενθαρρυντικό παράδειγμα της αντίστασης των εργατών στην τυραννία ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες και του αγώνα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Το σύνθημά τους «Θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, όχι σκλάβοι!» εξακολουθεί να έχει απήχηση μέχρι σήμερα.

 

Ο Ψυχρός Πόλεμος και η διαίρεση της Γερμανίας

Παρά την παρουσίαση του ως πολέμου για τη δημοκρατία, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος «κατέληξε σε έναν ατιμωτικό λαβύρινθο οφθαλμοφανών δολοπλοκιών και ανταγωνισμού για πλεονέκτημα»3[3], με τους Συμμάχους να μοιράζουν τον κόσμο ανάμεσά τους. Οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση βγήκαν νικήτριες, με την ΕΣΣΔ να αποκτά τον έλεγχο της Ανατολικής Ευρώπης και να δημιουργεί κράτη κατ’ εικόνα της: γραφειοκρατικές κρατικές καπιταλιστικές δικτατορίες στις οποίες οι εργάτες αποτελούσαν καταπιεσμένη και εκμεταλλευόμενη τάξη.

Η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, οι οποίες διοικούνταν από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία στα δυτικά και από την ΕΣΣΔ στα ανατολικά. Η πρωτεύουσα, το Βερολίνο, χωρίστηκε επίσης σε τέσσερις τομείς, αφήνοντας το Δυτικό Βερολίνο έναν απομονωμένο θύλακα εντός της ρωσικής ζώνης.

Η εχθρότητα μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της ΕΣΣΔ ξέσπασε ανοιχτά το 1946-47. Τον Μάρτιο του 1946 ο Τσόρτσιλ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του για το «σιδηρούν παραπέτασμα».[4] Μια εβδομάδα αργότερα ο πρόεδρος των ΗΠΑ διατύπωσε το «Δόγμα Τρούμαν», το οποίο ήλπιζε να «περιορίσει» τον κομμουνισμό «ανακόπτοντας το κύμα του σοβιετικού επεκτατισμού».[5] Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν καθοριστικός για τη διαμόρφωση των προσεγγίσεων για τη μεταπολεμική Γερμανία.

Τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο κοινωνικών αναταραχών ή ακόμη και επανάστασης, όπως είχε συμβεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αντιμετώπιζαν με ανησυχία την αναβίωση του εργατικού κινήματος. Υπό τη ναζιστική δικτατορία, οι δυνατότητες αντίστασης της εργατικής τάξης ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Παρ’ όλα αυτά είχαν υπάρξει περιπτώσεις απεργιακής δραστηριότητας μικρής κλίμακας, σαμποτάζ, απουσίες από την εργασία, αναφορές[6].

Καθώς ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του, ξεπήδησαν αντιφασιστικές επιτροπές («Antifas»), περισσότερες από 500 συνολικά, και στη συντριπτική τους πλειοψηφία με εργατική σύνθεση. Μόνο στη Λειψία, υπήρχαν 38 τοπικές επιτροπές με 4.500 αγωνιστές και 15.000 υποστηρικτές.

«Οι Antifas ήταν αποφασισμένοι να ξεριζώσουν το ναζισμό... Σε ορισμένα μέρη οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους και η διοίκηση τράπηκε σε φυγή. Οι Antifas δημιούργησαν τις δικές τους εργοστασιακές πολιτοφυλακές και αντικατέστησαν τους αρχηγούς της αστυνομίας και τους δημάρχους με δικούς τους. Η κατάσταση στη Στουτγάρδη και το Ανόβερο ήταν μια κατάσταση “δυαδικής εξουσίας”, καθώς οι Antifas είχαν δημιουργήσει τις δικές τους αστυνομικές δυνάμεις, είχαν καταλάβει μια σειρά από ισχυρές τοπικές θέσεις και είχαν αρχίσει να διοικούν ζωτικές υπηρεσίες, όπως η προμήθεια τροφίμων.»[7]

Οι Antifas κράτησαν μόνο λίγες εβδομάδες πριν κατασταλούν – τόσο στη δυτική όσο και στη σοβιετική ζώνη. Αλλά πολλοί από τους συμμετέχοντες θα γίνονταν και πάλι πρωταγωνιστές το 1953.

Στις 20 Ιουνίου 1948 οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία συγχώνευσαν τις ζώνες τους. Η Ρωσία αντέδρασε λίγες ημέρες αργότερα με αποκλεισμό της διακίνησης αγαθών και τροφίμων προς το Βερολίνο. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντέδρασαν μεταφέροντας αεροπορικώς προμήθειες στους δυτικούς τομείς μέχρι την άρση του αποκλεισμού τον Μάιο του 1949. Η διαίρεση της Γερμανίας ήταν πλέον αναπόφευκτη. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ, Δυτική Γερμανία) ιδρύθηκε επίσημα στις 23 Μαΐου 1949∙ η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ, Ανατολική Γερμανία) ακολούθησε στις 7 Οκτωβρίου.

 

Δημιουργία ενός σταλινικού κράτους

Ο Βάλτερ Ούλμπριχτ ήταν ηγετικό στέλεχος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) από το 1923. Ευνοούμενος του Στάλιν, του ανατέθηκε η «επιχειρησιακή ηγεσία» του κόμματος κατά τη διάρκεια του πολέμου, τον οποίο πέρασε στη Ρωσία.[8] Τον Απρίλιο του 1945, στάλθηκε με μια μικρή ομάδα βετεράνων του KPD για να διευθύνει τη δραστηριότητα του κόμματος στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής (ΣΖΚ).

Το «Πρόγραμμα Δράσης» του KPD του Ιουνίου 1945, που υπαγορεύτηκε από τη Μόσχα, δεν περιείχε καμία αναφορά στο σοσιαλισμό. Υποστήριζε την ιδιωτική βιομηχανία και ιδιοκτησία και ζητούσε την «εγκαθίδρυση ενός αντιφασιστικού, δημοκρατικού καθεστώτος, μιας κοινοβουλευτικής ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας με όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες για το λαό» – αλλά οι θέσεις-κλειδιά πήγαιναν σε έμπιστους βετεράνους κομμουνιστές. Ο Ουλμπριχτ φέρεται να είπε: «Πρέπει να φαίνεται δημοκρατικό, αλλά πρέπει να έχουμε τα πάντα υπό τον έλεγχό μας»[9].

Ωστόσο, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος εντάθηκε, το πρόγραμμα αυτό εγκαταλείφθηκε. Η Μόσχα αποφάσισε να επιταχύνει την ενσωμάτωση της ΛΔΓ στο σοβιετικό μπλοκ. Ο Στάλιν και ο Ούλμπριχτ πίεσαν για τη συγχώνευση του KPD και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Δεδομένης της έντονης σεχταριστικής διαμάχης μεταξύ των κομμάτων αυτών κατά τα χρόνια της Βαϊμάρης,[10] σε αυτό αντιτάχθηκαν πολλά μέλη της βάσης και των δύο κομμάτων. Ο ηγέτης του SPD Όττο Γκρότεβολ αρχικά αντιστάθηκε, αλλά συνθηκολόγησε υπό την πίεση του Ούλμπριχτ και της Σοβιετικής Στρατιωτικής Διοίκησης. Τον Απρίλιο του 1946, το KPD και το SPD συγχωνεύτηκαν ως Σοσιαλιστικό Κόμμα Ενότητας (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands, SED).

Το SED έγινε στη συνέχεια το κυβερνών κόμμα της ΛΔΓ, με τον Βίλχελμ Πικ ως πρόεδρο του κράτους και τον Γκρότεβολ να ανταμείβεται με τη θέση του πρωθυπουργού. Αλλά ως πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του SED, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πραγματικός ηγέτης. Αυτός

«έφερε έναν σκληρό σταλινισμό στη ΛΔΓ. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τη δεκαετία του 1950 ανέπτυξε ένα καθεστώς τρομοκρατίας κατά του πληθυσμού της Ανατολικής Γερμανίας – καθώς και κατά των βετεράνων κομμουνιστών. Με ζήλο μετέτρεψε τη ΛΔΓ σε σοβιετικό δορυφορικό κράτος.»[11]

Η ίδρυση του SED συνοδεύτηκε από μια σειρά εκκαθαρίσεων που ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1948 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1953. Πραγματοποιήθηκαν σε στενή συνεργασία με Σοβιετικούς αξιωματούχους και είχαν ως στόχο τη δημιουργία ενός «πειθαρχημένου και ιδεολογικά καθαρού κόμματος» – δηλαδή ενός κόμματος που θα υπάκουε αδιαμαρτύρητα στις διαταγές της Μόσχας. Μεταξύ των στόχων ξεχώριζαν πρώην μέλη του SPD και «αντικομφορμιστές κομμουνιστές»: μέλη οργανώσεων όπως η Κομμουνιστική Κομματική Αντιπολίτευση (KPO) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP), οι οποίες είχαν παρουσία στην περιοχή πριν από το 1933. Ούτε η ηγεσία του κόμματος εξαιρούνταν: μέχρι το 1950 δέκα από τα δεκατέσσερα μέλη της Κεντρικής Γραμματείας του 1946 είχαν υποβιβαστεί, διαγραφεί ή εγκαταλείψει τη χώρα.[12]

Τα μέλη του κόμματος μειώθηκαν από 2 εκατομμύρια σε 1,2 εκατομμύρια μεταξύ 1948 και 1952. Το ποσοστό των μελών της εργατικής τάξης έπεσε στο 38%, αντανακλώντας «τη μετατόπιση από τις ρίζες του κόμματος στο εργατικό κίνημα στη θέση του ως ηγεμονικό κρατικό κόμμα.»[13].

«Από κόμμα του βιομηχανικού προλεταριάτου, μετατρεπόταν όλο και περισσότερο σε κόμμα διευθυντών, γραφειοκρατών και αξιωματούχων, οι οποίοι απολάμβαναν κάθε είδους οφέλη και προνόμια στα οποία δεν είχαν πρόσβαση οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν.»[14]

Πολλοί βετεράνοι του KPD, αν και δεν διαγράφηκαν, τέθηκαν στο περιθώριο. Είχαν παραμείνει πιστοί στο κόμμα κατά τη διάρκεια των χρόνων της Βαϊμάρης, αλλά ήταν δυσαρεστημένοι με πτυχές του νέου κράτους.

«Απεχθάνονταν την πιο επιεική αντιμετώπιση των πρώην ναζί που συνόδευε την εισαγωγή σταλινικών οικονομικών πρακτικών στα τέλη της δεκαετίας του 1940. [Δυσανασχετούσαν] βαθύτατα που τους παραγκωνίζονταν... για τους φιλόδοξους νεαρούς μηχανικούς που προωθούσε συστηματικά το καθεστώς, [θεωρώντας τους] ως “κομφορμιστές, πειθήνιους υποτακτικούς, έρποντες, δουλικούς yes-men”»[15].

Ωστόσο, δεν υπήρχε οργανωμένη αντιπολίτευση μεταξύ των παλαιών στελεχών του KPD. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στις συνήθειες της κομματικής πειθαρχίας και στο φόβο ότι η κριτική θα θεωρούνταν ως εγκατάλειψη των σοσιαλιστικών τους αρχών. Αλλά ένας άλλος παράγοντας ήταν «η πολιτική τρομοκρατία, με τη μορφή δημόσιων και μυστικών ερευνών... [που] έκανε πολλούς παλιούς κομμουνιστές απρόθυμους να εκφράσουν πολιτικές αμφιβολίες».[16]

Ο ευρύτερος πληθυσμός υπέστη επίσης σοβαρή καταστολή. Το 1950, για παράδειγμα, 78.000 άνθρωποι καταδικάστηκαν για «εγκλήματα» που ορίστηκαν ευρέως ως πολιτικά. Ένας 19χρονος καταδικάστηκε σε θάνατο για διανομή φυλλαδίων που επέκριναν το εκλογικό σύστημα.[17]

 

Εκμετάλλευση και αντίσταση

Σε μια οικονομία κατεστραμμένη από τον πόλεμο[18], η ανάκαμψη παρεμποδίστηκε εξαρχής από την ανεπάρκεια πρώτων υλών και το χαμηλό βιομηχανικό δυναμικό της ΛΔΓ. Οι πολεμικές αποζημιώσεις ήταν ένα επιπλέον βάρος: μέχρι την άνοιξη του 1948 πάνω από 1.900 εργοστάσια είχαν διαλυθεί και μεταφερθεί στη Ρωσία, μειώνοντας την παραγωγική ικανότητα της ΣΖΚ κατά περίπου 26%.[19] Μέχρι το 1953 περίπου το ένα τέταρτο του εθνικού προϊόντος της Ανατολικής Γερμανίας δαπανήθηκε για το κόστος κατοχής και τις πληρωμές επανορθώσεων.[20] Όταν λήφθηκαν υπόψη οι πολεμικές ζημιές, η συνολική απώλεια παραγωγικής ικανότητας ήταν περίπου 50% σε σύγκριση με το 1939.

Η ενίσχυση της παραγωγικότητας –η οποία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 παρέμενε σε λιγότερο από το μισό του επιπέδου του 1936[21]– αποτελούσε προτεραιότητα για τις αρχές. Τον Οκτώβριο του 1947, η διαταγή 234 επανέφερε την εργασία με το κομμάτι και άλλες μορφές μισθών με βάση την παραγωγικότητα. Αντανακλώντας τον σταχανονοβισμό στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1930, οι εργαζόμενοι που «συνέβαλαν περισσότερο στην αύξηση των παραγωγικών προτύπων θα χαρακτηρίζονταν “ακτιβιστές” και θα λάμβαναν οικονομικές και πολιτικές ανταμοιβές»[22]. Το 1949 η ΕΣΣΔ ανέλαβε τη διαχείριση και την ιδιοκτησία βασικών γερμανικών επιχειρήσεων, ιδρύοντας σοβιετικές μετοχικές εταιρείες (SAG). Οι συνθήκες εργασίας στις SAG ήταν συχνά χειρότερες από ό,τι σε παρόμοιες επιχειρήσεις: τα ωράρια ήταν μεγαλύτερα, τα ατυχήματα συχνότερα και οι περίοδοι ανάπαυσης σπανιότερες[23].

Οι εργαζόμενοι αντιστάθηκαν σε αυτές τις επιθέσεις. Καταγγέλλοντας την εργασία με το κομμάτι ως μέθοδο αυξημένης εκμετάλλευσης, αναβίωσαν το παραδοσιακό σύνθημα «Akkord ist Mord» (η εργασία με το κομμάτι είναι φόνος).[24] Έξι μήνες μετά την έναρξη της πίεσης, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που λάμβανε μισθούς με το κομμάτι και με βάση την παραγωγικότητα είχε αυξηθεί μόνο κατά 3%. Τα αφεντικά παραπονέθηκαν ότι «πολλοί εργοδηγοί δεν μπορούσαν να εμποδιστούν να βάζουν όλα τα δελτία με το κομμάτι σε ένα κοινό τεφτέρι, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ισότητα της αμοιβής».[25] Υπήρχε μια κατάσταση «μόνιμου ανταρτοπόλεμου εναντίον των ακτιβιστών», οι οποίοι περιφρονούνταν από τους συναδέλφους τους. Σε πολλούς έκλεψαν τα εργαλεία τους και τους κακοποίησαν σωματικά.[26] Ο Kopstein σημειώνει ότι η εκτεταμένη αντίσταση σήμαινε ότι «η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια σταλινική εργατική αριστοκρατία στην Ανατολική Γερμανία απέτυχε μπροστά στην ισχυρή αλληλεγγύη για ισότητα της εργατικής τάξης».[27] Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη διατηρούσε «μια άμορφη, ανοργάνωτη δύναμη που, ακόμη και με μια καλή δόση σταλινικής τρομοκρατίας, δεν μπορούσε εύκολα να μειωθεί».[28]

Κατά τη διάρκεια των τριών ετών αμέσως μετά τον πόλεμο, υπήρξε μια αξιοσημείωτη αναζωπύρωση της συνδικαλιστικής συνείδησης και της αγωνιστικότητας στους εργασιακούς χώρους της ΣΖΚ. Σύμφωνα με έναν ιστορικό, οι εργαζόμενοι κατά την περίοδο αυτή ασκούσαν «σημαντικά μεγαλύτερη επιρροή στους... χώρους εργασίας τους από ό,τι συνέβαινε ποτέ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Γουλιέλμου ή της Βαϊμάρης». Αναφέρει χαρακτηριστικά έναν επισκέπτη της ΣΖΚ το 1947, στον οποίο «είπαν ευθέως» οι επιτροπές των εργατοϋπαλλήλων σε διάφορα εργοστάσια ότι «τίποτα δεν συμβαίνει εδώ χωρίς τη συγκατάθεσή μας.»[29]

Μέρος της εξήγησης γι’ αυτό ήταν ότι η Ανατολική Γερμανία περιείχε μια σχετικά υψηλή συγκέντρωση οργανωμένων σοσιαλιστών. Κατά τα προπολεμικά χρόνια εκεί ζούσε τουλάχιστον το ένα τρίτο των μελών του KPD (100-120.000) και το 60% των μελών του SPD (581.000).[30] Πολλοί είχαν διατηρήσει τις πολιτικές τους παραδόσεις και πεποιθήσεις κατά τη διάρκεια της ναζιστικής δικτατορίας∙ μια σημαντική μειοψηφία είχε συμμετάσχει στην παράνομη αντίσταση.[31]

 

Wismut: ένα πρώτο προειδοποιητικό σημάδι

Τα ορυχεία ουρανίου στη Θουριγγία και τη Σαξονία ήταν ζωτικής σημασίας για τον στόχο του Στάλιν να παράγει πυρηνικά όπλα. Η SAG Wismut χρησιμοποιούσε ένα ευμετάβλητο μείγμα από καταναγκαστική εργασία, επιστρέφοντες αιχμαλώτους πολέμου και πρόσφυγες από τα πρώην ανατολικά εδάφη της Γερμανίας. Υπέμειναν σκληρή πειθαρχία, σκληρή αστυνόμευση και απαράδεκτες συνθήκες: αναγκάστηκαν να ζουν σε υπερπλήρεις στρατώνες με κακές συνθήκες υγιεινής και έλλειψη φρέσκου νερού. Όλα αυτά μαζί έκαναν την περιοχή ώριμη για εξέγερση.

Στο Σάαλφελντ, στις 16 Αυγούστου 1951, ένας καυγάς μεθυσμένων και η σύλληψη αρκετών ανθρακωρύχων οδήγησαν σε απεργία και βίαιες διαδηλώσεις με αίτημα την απελευθέρωσή τους. Ένα πλήθος περίπου 3.000 ατόμων εισέβαλε στην τοπική φυλακή και το αστυνομικό τμήμα, όπου «πανικόβλητοι υπάλληλοι σκαρφάλωσαν από τα παράθυρα, στις στέγες και στα δέντρα για να αποφύγουν τις αιωρούμενες αξίνες των αγριεμένων ανθρακωρύχων που αρνούνταν να επιστρέψουν στους λάκκους μέχρι να απελευθερωθούν οι... συνάδερφοί τους».[32] Αρκετοί αστυνομικοί τραυματίστηκαν, περίπου χίλια παράθυρα έσπασαν, όπλα εκλάπησαν και ποινικοί φάκελοι κάηκαν. Οι αρχές, απελπισμένες να ξαναρχίσουν την παραγωγή, διέταξαν την άμεση απελευθέρωση των ανθρακωρύχων και απαγόρευσαν τη χρήση πυροβόλων όπλων.[33] Οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν μετά από αυτή τη νίκη. Στη συνέχεια ενισχύθηκαν τα μέτρα ασφαλείας, αλλά η μεταχείριση και η υλική θέση των ανθρακωρύχων του Wismut βελτιώθηκε. Αυτός ο συνδυασμός «καρότων και μαστιγίων» κατάφερε να «διατηρήσει την ειρήνη στην περιοχή, ώστε η εξόρυξη να συνεχιστεί σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα»[34].

Ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης του Wismut θα επαναλαμβάνονταν το 1953 – συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας της ηγεσίας του SED να κατηγορήσει τους «δυτικούς πράκτορες» για την υποκίνηση της δυσαρέσκειας.

 

Η «οικοδόμηση του σοσιαλισμού»

Τον Μάρτιο του 1952 ο Στάλιν προσφέρθηκε να επιτρέψει την ενοποίηση της Γερμανίας, υπό τον όρο ότι θα παρέμενε άοπλη και πολιτικά ουδέτερη. Όμως τον Μάιο υπογράφηκαν οι συνθήκες της Γενικής και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, που εδραίωναν την ένταξη της ΟΔΓ στη δυτική συμμαχία. Σε απάντηση, ο Στάλιν διέταξε την πλήρη μετατροπή της ΛΔΓ σε σοβιετικό δορυφόρο.

Στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη του κόμματος τον Ιούλιο του 1952 το SED υιοθέτησε ένα πενταετές σχέδιο για την επιτάχυνση της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Το σχέδιο επικεντρώθηκε στον επανεξοπλισμό και την ταχεία επέκταση της βαριάς βιομηχανίας. Περιελάμβανε επίσης επιθέσεις στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και κατασταλτικά μέτρα κατά της μεσαίας τάξης και των εκκλησιών. Αυτό παρουσιάστηκε ως «εντατικοποίηση της “ταξικής πάλης” ενάντια στους γαιοκτήμονες, τους καπιταλιστές, τους ιερείς και άλλους “εχθρούς του λαού”».[35] Όμως το Σχέδιο δεν είχε καμία σχέση με το σοσιαλισμό: ο κύριος στόχος του ήταν η αύξηση της συσσώρευσης προκειμένου να ανταγωνιστεί στρατιωτικά τη Δύση. Θα πληρωνόταν με τη μείωση των δαπανών για κατανάλωση, δηλαδή με τη μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

Υπό την πίεση της ΕΣΣΔ, η ηγεσία της ΛΔΓ διέθεσε 2 δισεκατομμύρια μάρκα –το 10% του προϋπολογισμού της για το 1952-53– για την ταχεία ανάπτυξη του στρατού της. Θα χρηματοδοτούνταν από την αύξηση των φόρων και των τιμών, τις περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και τη μείωση της κατανάλωσης[36] – «τα όπλα πάνω από το βούτυρο». Η παραστρατιωτική Kasernierte Volkspolizei (KVP, «φρουρά της λαϊκής αστυνομίας», που αργότερα θα γινόταν ο στρατός της Ανατολικής Γερμανίας) συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1952. Με την επιθετική στρατολόγηση οι αριθμοί της αυξήθηκαν από 90.250 τον Δεκέμβριο του 1952 σε 113.000 στα μέσα του 1953.[37] Η αύξηση των ενόπλων δυνάμεων, του οπλισμού και της αστυνομίας αποσπούσε πόρους από την παραγωγή και επιδείνωνε τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού.

Η απάντηση πολλών χιλιάδων Ανατολικογερμανών ήταν απλώς να εγκαταλείψουν τη ΛΔΓ. Η μετανάστευση προς τη Δυτική Γερμανία αυξανόταν σταθερά, φθάνοντας τις 166.000 το 1951, τις 182.000 το επόμενο έτος, και στη συνέχεια ανέβηκε απότομα στις 226.000 το πρώτο εξάμηνο του 1953[38], παρά την κατασκευή οχυρωμένων συνόρων το 1952. Τόσο πολλοί αγρότες μετανάστευσαν ώστε περίπου το 13% της παραγωγικής γης της χώρας παρέμεινε σε αγρανάπαυση.[39] Δεδομένης της κακής συγκομιδής του 1952, η επισιτιστική κρίση ήταν αναπόφευκτη.

Οι ελλείψεις σε βασικά τρόφιμα και καταναλωτικά αγαθά σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν δελτίο τροφίμων και υψηλότερες τιμές. Ο άνθρακας ήταν ανεπαρκής, οδηγώντας σε παρατεταμένες διακοπές της θέρμανσης και της ηλεκτροδότησης. Ταυτόχρονα, τα εργοστάσια μείωναν τις υπερωρίες. Έτσι, ενώ το κόστος διαβίωσης αυξανόταν, ο μισθός που έπαιρναν στο χέρι συρρικνωνόταν. Το βιοτικό επίπεδο το 1952 έπεσε κάτω από εκείνο που είχε παρατηρηθεί κατά την καταστροφική «κρίση πείνας» του 1947.[40] Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είδαν τους πραγματικούς μισθούς τους να μειώνονται κατά περίπου 33%.[41]

Αλλά δεν υπέφεραν όλοι το ίδιο. Η μετανάστευση είχε καταστήσει δύσκολη την εξεύρεση ειδικευμένου προσωπικού για τη διοίκηση των βιομηχανιών και των δημόσιων υπηρεσιών. Έτσι, η «διανόηση των τεχνικών» (μηχανικοί, τεχνικοί, επιστήμονες και διευθυντές – συμπεριλαμβανομένων των πρώην ναζί) έλαβε υψηλότερους μισθούς, επιδόματα και προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε υψηλότερης ποιότητας και σπάνια αγαθά σε ειδικά καταστήματα (Handelsorganisation ή HO).[42]

Δεν ήταν αυτό που περίμεναν οι εργαζόμενοι από ένα υποτιθέμενο σοσιαλιστικό κράτος: «θεωρούνταν αξίωμα μεταξύ των περισσότερων εργαζομένων... ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού θα έπρεπε να σημαίνει... ένα σύστημα μεγαλύτερης ισότητας... Όπως το έθεσε ένας ηλικιωμένος σύντροφος...: “Αν ο Καρλ Μαρξ ήξερε πώς ερμηνεύονται οι διδαχές του... θα στριφογύριζε στον τάφο του”».[43] Σύντομα οι πράκτορες των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών έκαναν αναφορές στη Μόσχα για την αυξανόμενη αναταραχή.

«Μέχρι το Νοέμβριο του 1952, σποραδικές ταραχές για τρόφιμα είχαν ξεσπάσει σε ορισμένα από τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα... και καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης άνοιξης οι εσωτερικές εκθέσεις δείχνουν μια αναμφισβήτητη αύξηση της... δυσαρέσκειας των εργασιακών χώρων σε όλη τη ΛΔΓ, που κυμαίνονταν από “ξεσηκωμούς” μέχρι γκράφιτι κατά του SED και υποτιθέμενα σαμποτάζ.»[44]

Για να διευκολύνει την εντατικοποιημένη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, το SED έπρεπε να φιμώσει τις εργατικές οργανώσεις. Η FDGB (Ελεύθερη Γερμανική Συνδικαλιστική Ένωση) υπέκυψε στην υποταγή με μια κυβερνητική εκστρατεία που της επιτέθηκε επειδή «επικεντρώθηκε στην προώθηση των συμφερόντων των μελών της αντί να υιοθετήσει μια “σωστή στάση απέναντι στους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας”».[45] Οι εργαζόμενοι όλο και περισσότερο «έχαναν την πίστη τους στο συνδικαλιστικό κίνημα... το οποίο γινόταν πλέον το κύριο όργανο της καταπίεσης τους» και «ένας ακόμη κλάδος της διοίκησης».[46] Ως αποτέλεσμα, ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων εγκατέλειψε την FDGB: 3.714 τον Ιανουάριο του 1951 και άλλοι 10.500 μέχρι τον Απρίλιο.[47]

Τα εργοστασιακά συμβούλια ήταν πιο δύσκολο να υποταχθούν. Δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία έμπειρων συνδικαλιστών και ήταν σταθερά ριζωμένα στους χώρους εργασίας, αυτές οι «αίθουσες διδασκαλίας της τέχνης της εργατικής δράσης» ήταν το κλειδί για την αναβίωση των παραδόσεων του εργατικού κινήματος.[48] Οι εξουσίες τους μειώθηκαν σταδιακά ή μεταβιβάστηκαν στην FDGB.

Οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν περαιτέρω το 1953. Τον Απρίλιο το Κρεμλίνο απέρριψε τα αιτήματα του SED για βοήθεια και συνέστησε την υιοθέτηση μιας «ηπιότερης γραμμής».[49] Αντ’ αυτού, όμως, το SED αποφάσισε να συμπιέσει ακόμη περισσότερο τους βιομηχανικούς εργάτες. Στις 9 Απριλίου, το Συμβούλιο Υπουργών ανακοίνωσε μια σειρά αυξήσεων των τιμών και την απόσυρση των επιδοτήσεων για τρόφιμα για δύο εκατομμύρια «μη απαραίτητους» εργαζόμενους.[50] Σε μια προσπάθεια να αυξήσει την ένταση της εργασίας, το καθεστώς είχε προσπαθήσει να πείσει τους εργαζόμενους να δεχτούν «εθελοντικά» υψηλότερους στόχους παραγωγής, αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, τον Μάιο η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια υποχρεωτική αύξηση κατά 10% στους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας.

Η «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» παρήγαγε έναν τοξικό συνδυασμό υπερβολικών απαιτήσεων για την παραγωγική ικανότητα, οικονομικής κρίσης και αυξανόμενης αντίδρασης. Με τους ακτιβιστές του κόμματος να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πλασάρουν την κυβερνητική πολιτική, το καθεστώς αύξησε την καταστολή. Υπήρξε μια άγρια καταστολή των «οικονομικών εγκληματιών», με την ψήφιση το 1952 ενός δρακόντειου νόμου που επέβαλε τουλάχιστον ένα χρόνο φυλάκιση για τις πιο ασήμαντες κλοπές.[51] Ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές «αυξήθηκε κατακόρυφα από 30.092 τον Ιούλιο του 1952 σε 61.377 τον Μάιο του 1953».[52] Ακόμη και πριν από την εξέγερση του Ιουνίου, υπήρχαν διαδηλώσεις έξω από τις φυλακές με αίτημα την απελευθέρωση των κρατουμένων.[53]

 

Ο θάνατος του Στάλιν και οι επιπτώσεις του

Μετά τον θάνατο του Στάλιν στις 5 Μαρτίου 1953, ο Μαλένκοφ, ο Μπέρια και ο Χρουστσόφ ανέλαβαν από κοινού την ηγεσία της σοβιετικής κυβέρνησης. Ο αγώνας διαδοχής που ακολούθησε δημιούργησε σημαντικές αλλαγές στη σοβιετική πολιτική.

Εδώ και μερικούς μήνες, η Μόσχα είχε λάβει πολλές ανησυχητικές αναφορές για αυξανόμενη αστάθεια στην Ανατολική Ευρώπη ως απάντηση στην επιβολή της σταλινικής πολιτικής. Μέχρι τον Μάιο του 1953, η σοβιετική ηγεσία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ θα έπρεπε να μετριάσουν αυτές τις πολιτικές, αν όχι να τις εγκαταλείψουν εντελώς. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω από το ξέσπασμα απεργιών και ταραχών μεταξύ των καπνεργατών στη Βουλγαρία, τα σοβαρά προβλήματα στην Τσεχοσλοβακία[54] και την αυξανόμενη αναταραχή στη ΛΔΓ.

Σε συνεδρίαση του Προεδρείου του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΣΣΔ στις 27 Μαΐου συζητήθηκαν οι «σοβαρές αδυναμίες» του ανατολικογερμανικού κράτους, αναγνωρίζοντας ότι «η παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων είναι το μόνο πράγμα που επιτρέπει στο σημερινό καθεστώς... να επιβιώσει». Η ΛΔΓ κινδύνευε με κατάρρευση, εκτός αν το SED λάμβανε μέτρα για να διορθώσει τις «απαράδεκτα απλοϊκές και απερίσκεπτες πολιτικές του». Ειδικά ο Ούλμπριχτ δέχτηκε σκληρή κριτική επειδή ακολουθούσε μια σκληροπυρηνική ατζέντα και αγνοούσε τις συμβουλές του Κρεμλίνου.[55] Ο Μολότοφ, ο Μπέρια και ο Μαλένκοφ ανέλαβαν να προετοιμάσουν ένα πρόγραμμα πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων για την Ανατολική Γερμανία.[56]

 

Η «νέα πορεία»

Στις αρχές Ιουνίου, ο Ούλμπριχτ και ο Γκρότεβολ κλήθηκαν στη Μόσχα και έλαβαν εντολή να εγκαταλείψουν την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» υπέρ μιας «Νέας Πορείας». Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και οι απαλλοτριώσεις έπρεπε να σταματήσουν, το βιοτικό επίπεδο να βελτιωθεί με τη μετατόπιση της έμφασης από τη βαριά βιομηχανία στην καταναλωτική παραγωγή, οι αυξήσεις των τιμών να ανακληθούν, η κατάργηση των επιδοτήσεων τροφίμων να ακυρωθεί, ακόμη και ορισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι να αφεθούν ελεύθεροι. Πολλά από τα μέτρα κατά της μεσαίας τάξης, των μικρών επιχειρήσεων, των αγροτών και των χριστιανών επρόκειτο να ανακληθούν[57].

Αφού οι ηγέτες του SED επέστρεψαν στο Βερολίνο, το Politbüro συνεδρίασε σχεδόν συνεχώς επί πέντε ημέρες υπό το άγρυπνο βλέμμα του Σοβιετικού Ύπατου Αρμοστή Βλαντιμίρ Σεμιόνοφ. Είχε λάβει εντολή να «συμμετέχει ενεργά στις συνεδριάσεις του [Politbüro]»[58] – δηλαδή να διασφαλίζει ότι τηρούσαν τη γραμμή. Οι εντάσεις στα ανώτερα κλιμάκια του SED είχαν αυξηθεί μετά τον θάνατο του Στάλιν και η παρέμβαση της Μόσχας αναστάτωσε περαιτέρω το καθεστώς. Δημιουργήθηκαν σοβαρές διαιρέσεις στο εσωτερικό της ηγεσίας του SED, οι οποίες αποτελούσαν απειλή για την εξουσία του Ούλμπριχτ. «Μεταρρυθμιστές» όπως ο Χέρνσταντ και ο Τσάισερ[59] αισθάνονταν πλέον σίγουροι ότι μπορούσαν να διατυπώσουν ανοιχτά εναλλακτικές απόψεις.

Στις 11 Ιουνίου η κομματική εφημερίδα Neues Deutschland δημοσίευσε ένα ανακοινωθέν του Politbüro, στο οποίο δεσμεύονταν ότι η κυβέρνηση θα διόρθωνε τα «σοβαρά λάθη» των τελευταίων ετών και ανακοίνωνε τη Νέα Πορεία. Ωστόσο, ο Ούλμπριχτ οχυρώθηκε σε ένα κρίσιμο σημείο, επιμένοντας ότι η αύξηση κατά 10% στους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας δεν θα ανακληθεί σε καμία περίπτωση.[60]

Η απότομη αλλαγή πολιτικής προκάλεσε εκτεταμένη σύγχυση και αποκάλυψε βαθιές διαιρέσεις μεταξύ μεταρρυθμιστών και σκληροπυρηνικών στο εσωτερικό του κόμματος. Οι τελευταίοι σοκαρίστηκαν και αποπροσανατολίστηκαν, βλέποντας τη Νέα Πορεία ως υποχώρηση. Ένας σκληροπυρηνικός σταλινικός σχολίασε με πικρία ότι: «Αν ο σύντροφος Στάλιν ήταν ακόμα ζωντανός, δεν θα υπήρχε Νέα Πορεία».[61] Κάποιοι ήταν τόσο αποθαρρυμένοι που παραιτήθηκαν από μέλη του κόμματος και πολλοί άλλοι ζήτησαν την παραίτηση των ηγετών του κόμματος.

Στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η ανακοίνωση δεν κατάφερε να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια∙ αντίθετα, η οργή των εργατών τροφοδοτήθηκε από τη διατήρηση της υψηλότερης νόρμας εργασίας. Μόνο αυτοί, όπως φάνηκε, δεν θα επωφελούνταν από τη Νέα Πορεία. Αλλά οι εργάτες ήταν ενθαρρυμένοι καθώς και θυμωμένοι. Υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι «η στροφή είχε προκύψει από την πίεση της μαζικής δυσαρέσκειας, ότι αντιπροσώπευε μια νίκη των μαζών επί των αξιωματούχων».[62] Μια μυστική έκθεση που συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή παραδέχτηκε αργότερα ότι «όταν δημοσιεύτηκε το ανακοινωθέν, ένα μεγάλο μέρος των εργατών το θεώρησε ως ένδειξη αδυναμίας ή και ανικανότητας του SED».[63] Σε ένα γνωστό πλέον μοτίβο, οι ανεπαρκείς παραχωρήσεις μιας ταλαιπωρημένης δικτατορίας μετέτρεψαν τη αγανακτισμένη δυσαρέσκεια σε ανοιχτή προκλητικότητα. Ο συνδυασμός της ακραίας οικονομικής δυσπραγίας, της απότομης στροφής, των διαφωνιών στο εσωτερικό της ηγεσίας του SED, της σύγχυσης που δημιουργήθηκε στη βάση του SED και της αβεβαιότητας σχετικά με το τι επρόκειτο να συμβεί με τους νέους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας δημιούργησε μια εκρηκτική κατάσταση.

Μεταξύ 12 και 16 Ιουνίου ξέσπασε σειρά απεργιών στα εργοτάξια του Ανατολικού Βερολίνου, από τις οποίες τουλάχιστον μία έθεσε το αίτημα για γενική απεργία. Στις 15 Ιουνίου οι εργάτες στο εργοτάξιο του νοσοκομείου Friedrichshain έστειλαν μήνυμα στον Γκρότεβολ διαμαρτυρόμενοι ότι «οι μόνοι που επωφελήθηκαν από τη νέα γραμμή ήταν οι καπιταλιστές» και απαιτώντας την άμεση απόσυρση των υψηλότερων ατομικών στόχων παραγωγικότητας.[64]

 

1 17551790 906

 

16-17 Ιουνίου

Την επόμενη μέρα, στις 16 Ιουνίου, η εφημερίδα Tribüne της FDGB δημοσίευσε ένα άρθρο που υπερασπιζόταν την αύξηση της νόρμας. Η εκτελεστική επιτροπή της FDGB περίμενε από τους εργαζόμενους να το πιστέψουν: «Οι ατομικοί στόχοι παραγωγικότητας. δεν αυξάνονται για να πιέσουν προς τα κάτω τους μισθούς, αλλά για να παράγουν περισσότερα, καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα για τον ίδιο όγκο εργασίας, αλλά με πιο οικονομικές μεθόδους εργασίας».[65]

Αυτό οδήγησε την οργή των εργαζομένων σε νέα επίπεδα∙ αποφασισμένοι να αναλάβουν δράση ενάντια στους νέους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας, οι εργαζόμενοι σε εργοτάξια σε όλη την [υπό κατασκευή – σ.τ.μ.] λεωφόρο Stalinallee του Βερολίνου προχώρησαν σε απεργία. Ένα προπαγανδιστικό πανό που έγραφε «Το μπλοκ 40 αυξάνει τις νόρμες του κατά δέκα τοις εκατό» ξηλώθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα που έγραφε: «Απαιτούμε μείωση των νορμών!»[66] Οι εργαζόμενοι στις οικοδομές είχαν ιστορικό μαχητικότητας, αφού είχαν αποκρούσει με επιτυχία προηγούμενες απόπειρες μείωσης των μισθών. Επιπλέον, βρίσκονταν σε ισχυρή θέση: η Stalinallee ήταν ένα έργο κύρους και υπήρχε έλλειψη περίπου 40.000 οικοδόμων. Νωρίς το πρωί οι εργάτες της Stalinallee και του Friedrichshain συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να διαδηλώσουν στην έδρα της FDGB. Αλλά πρώτα, πραγματοποίησαν πορεία σε κοντινές τοποθεσίες, πείθοντας και άλλους εργάτες να τους ακολουθήσουν. Βρίσκοντας το κτίριο της FDGB κλειστό, κατευθύνθηκαν προς το Κυβερνητικό Κτίριο.

Στη διαδρομή χιλιάδες άλλοι εργάτες ενώθηκαν μαζί τους, μετατρέποντας την πορεία σε μια μαζική διαδήλωση που κινήθηκε «με ακλόνητη θέληση και στοιχειακή δύναμη».[67] Ένα πλήθος περίπου 10.000 ατόμων συγκεντρώθηκε στο Κυβερνητικό Κτίριο, απαιτώντας από τον Ούλμπριχτ και τον Γκρότεβολ να βγουν από το οχυρωμένο πλέον κτίριο για να τους μιλήσουν.[68] Ωστόσο, αντί γι’ αυτό, τους ξεγέλασαν με κατώτερους αξιωματούχους.

Το Politbüro είχε συνεδριάσει εκείνο το πρωί και αποφάσισε απρόθυμα να αποσύρει τις υψηλότερες νόρμες. Όμως οι σχετικές διαβεβαιώσεις των αξιωματούχων απορρίφθηκαν. Η διατύπωση της απόφασης του Politbüro ήταν κάπως διφορούμενη: οι υψηλότερες νόρμες θα ήταν «εθελοντικές» και η εφαρμογή τους θα επανεξεταζόταν «σε συνεργασία με τα συνδικάτα».[69] Οι περισσότεροι εργαζόμενοι υποψιάζονταν, όχι αδικαιολόγητα, ότι οι αρχές θα επανέφεραν τις υψηλότερες νόρμες με την πρώτη ευκαιρία, και δεν εμπιστεύονταν τα συνδικάτα ότι θα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά τους. Ταυτόχρονα, η πιθανότητα να είχαν κερδίσει μια σημαντική παραχώρηση ενίσχυε την αίσθηση της τρωτότητας του καθεστώτος.

Οι έντονες διαφωνίες συνεχίστηκαν μπρος-πίσω μεταξύ των εργαζομένων και των αξιωματούχων. Κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος εργάτης ανέβηκε σε ένα τραπέζι για να απευθυνθεί στο πλήθος. Ένας ανταποκριτής της Πράβντα ανέφερε:

«Είπε ότι είχε σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τον Χίτλερ ως αγωνιστής για τα εργατικά δικαιώματα και τώρα θεωρούσε καθήκον του να υπερασπιστεί ξανά αυτά τα δικαιώματα. Ο κόσμος τον χειροκρότησε. Από αυτόν τον άνθρωπο ακούσαμε τα αιτήματα των απεργών... ακύρωση των αυξημένων νορμών εργασίας, μείωση των τιμών στα κρατικά καταστήματα λιανικής πώλησης (HO), γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, εγκατάλειψη της συγκρότησης του Λαϊκού Στρατού, διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών...»[70]

Στη συνέχεια, ένας νεότερος εργάτης ανέβηκε στο βήμα και κάλεσε το πλήθος να διαδηλώσει στην πόλη και να διαδώσει το κάλεσμα για γενική απεργία. Αυτό έγινε δεκτό με μια «θύελλα επιδοκιμασίας» και η πορεία ξεκίνησε. Οι διαδηλωτές πέταξαν πέτρες και μπουκάλια στο γιγαντιαίο μνημείο του Στάλιν στο κέντρο του Βερολίνου και κάλεσαν την κυβέρνηση να παραιτηθεί.[71]

Στη διαδρομή, οι εργαζόμενοι συνάντησαν πολλά φορτηγά με μεγάφωνα που είχαν σταλεί από την κυβέρνηση για να μεταδώσουν ότι οι νόρμες εργασίας είχαν ανακληθεί και να καλέσουν τους διαδηλωτές να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Αντί γι’ αυτό, κατέλαβαν ένα από τα οχήματα και το χρησιμοποίησαν για να μεταδώσουν το κάλεσμα για γενική απεργία και μαζική διαδήλωση στις 7 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ένας από αυτούς που κατέλαβαν το όχημα θυμόταν αργότερα «ένα υπέροχο αίσθημα δύναμης, επειδή είχαμε τολμήσει να δράσουμε έτσι απέναντι σε αυτό το καθεστώς».

«[Τ]α αισθήματα αβεβαιότητας έδωσαν τη θέση τους στην αίσθηση της δύναμης, οι περιορισμένοι στόχοι έδωσαν τη θέση τους σε πιο τολμηρούς και η υποβολή αιτημάτων προς την κυβέρνηση μετατράπηκε σε αντιπαράθεση με το καθεστώς. Μέσα από μια απεργία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια εξέγερση.»[72]

Μια σειρά από «αυτοδιορισμένους ταχυδρόμους» μετέφεραν το κάλεσμα για γενική απεργία σε χώρους εργασίας στα προάστια. Οι ομάδες κατασκευής σιδηροδρόμων, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας των οποίων είχαν ήδη περικοπεί άγρια, είχαν διαταχθεί να αυξήσουν τις νόρμες εργασίας κατά 20%, και όταν διαμαρτυρήθηκαν, 200 από αυτούς απολύθηκαν. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι «η άφιξη ποδηλατών από την Stalinallee [ήταν] το σήμα για άμεση διακοπή της εργασίας».[73] Μέχρι το απόγευμα πραγματοποιήθηκαν πορείες διαμαρτυρίας σε όλο το Ανατολικό Βερολίνο.

Παρ’ όλα τα προειδοποιητικά σημάδια, τα γεγονότα της 16ης Ιουνίου αιφνιδίασαν την κυβέρνηση και επικράτησε πανικός. Με τη διάσπαση του Politbüro, το κόμμα και ο κρατικός μηχανισμός είχαν παραλύσει από αναποφασιστικότητα. Το SED βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση αμηχανίας που στις 17 Ιουνίου,

«οι αξιωματούχοι των χώρων έμειναν αντιμέτωποι με μια δύσκολη κατάσταση χωρίς κανέναν να τους πει τι να κάνουν. Πολλοί απλά έφυγαν... Άλλοι υποχώρησαν κουτσά-στραβά στα αιτήματα των διαδηλωτών... Στην Betrieb Mifeu, οι εργάτες [απαίτησαν] από όλους τους αξιωματούχους του SED να εγκαταλείψουν αμέσως τις εργασίες, οπότε οι φοβισμένοι νεαροί απαράτσικ πήγαν υπάκουα στα σπίτια τους και ένιωθαν ότι μπορούσαν να επιστρέψουν μόνο με αστυνομική συνοδεία. Σε ολόκληρη τη ΛΔΓ υπήρχαν χιλιάδες περιπτώσεις αξιωματούχων του SED που έπεφταν θύματα μυστηριωδών και ξαφνικών ασθενειών ή δεν επέστρεφαν από τις διακοπές τους ή αφαιρούσαν κρυφά τα κομματικά τους διακριτικά.»[74]

Το καθεστώς αμφέβαλλε για την αξιοπιστία των δικών του δυνάμεων ασφαλείας, οπότε αρχικά αναπτύχθηκε μόνο μικρός αριθμός, με εντολή να μην ανοίξουν πυρ.[75] Οι σοβιετικές αρχές δεν είχαν καμία αμφιβολία για το πώς θα προχωρούσαν. Ο Σεμιόνοφ ανέλαβε την ευθύνη, ανακοινώνοντας ότι ρωσικά στρατεύματα θα σταλούν στο Βερολίνο για να καταστείλουν την εξέγερση. Διέταξε τους ηγέτες του SED να εκκενώσουν το σοβιετικό αρχηγείο στο Κάρλσορστ, όπου «παρέμειναν παθητικοί θεατές των γεγονότων».[76] Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις, όπως σιδηροδρομικούς σταθμούς και ταχυδρομεία στις μεγαλύτερες πόλεις, τις αποβάθρες και τα λιμάνια στη Βαλτική και τα ορυχεία ουρανίου στο Ερζγκεμπίργκε.

Εν τω μεταξύ, τα νέα διαδίδονταν σε όλη την Ανατολική Γερμανία με ταχύτητα που έκοβε την ανάσα. Ορισμένοι ιστορικοί (ιδίως οι φιλοαμερικανοί) το αποδίδουν αυτό στις εκπομπές του RIAS (Radio in the American Sector).[77] Μια πρόσφατη μελέτη της εμβέλειας και της ισχύος του σήματος του RIAS κατέρριψε αυτόν τον μύθο. Ορισμένες από τις πόλεις στις οποίες σημειώθηκε η μεγαλύτερη αναταραχή, όπως το Γκέρλιτς, δεν μπορούσαν καν να πιάσουν το RIAS. Επιπλέον, το RIAS διατάχθηκε να μην μεταδώσει το κάλεσμα για γενική απεργία, λόγω των φόβων των ΗΠΑ ότι αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση.[78]

Οι εργάτες χρησιμοποίησαν κάθε διαθέσιμο μέσο επικοινωνίας και μεταφοράς για να διαδώσουν την είδηση. Οι οδηγοί φορτηγών και οι εργάτες των σιδηροδρόμων έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Σε λιγότερο από 24 ώρες, οι άγριες απεργίες στο Βερολίνο εξελίχθηκαν σε απεργίες και διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα.

Στο Βερολίνο, ποδήλατα και αυτοκίνητα εξοπλισμένα με μεγάφωνα παρείχαν επικοινωνία ανάμεσα στις φάλαγγες των διαδηλωτών καθώς συνέκλιναν στο κέντρο της πόλης. Δώδεκα χιλιάδες εργάτες από το εργοστάσιο χάλυβα στο Χένιγκσντορφ βάδισαν όλη τη διαδρομή – 27 χιλιόμετρα. Μέχρι τις 9 το πρωί, παρά την καταρρακτώδη βροχή, ο αριθμός των διαδηλωτών στο Κτήριο του Υπουργικού Συμβουλίου είχε αυξηθεί σε περίπου 25.000. Καθώς οι διαδηλωτές και τα στρατεύματα του KVP αντιπαρατέθηκαν, έφτασαν σοβιετικά τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και στρατεύματα, οδηγώντας επάνω στο πλήθος. Οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν και συγκεντρώθηκαν ξανά στην Μαρξ-Ένγκελς Πλατς, όπου 50.000 άνθρωποι γέμισαν την πλατεία. Χωρίς προειδοποίηση, άρματα μάχης του Κόκκινου Στρατού εισέβαλαν στο πλήθος με πλήρη ταχύτητα, συνθλίβοντας και σκοτώνοντας έναν άνθρωπο. Υπήρξε πανικός καθώς ο κόσμος προσπαθούσε να απομακρυνθεί, καταδιωκόμενος από τα τανκς και τα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα.

Το μεσημέρι οι σοβιετικές αρχές κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Απαγορεύτηκε η συγκέντρωση περισσότερων από τρία άτομα. Πολλοί διαδηλωτές αγνόησαν αυτή την ανακοίνωση, παρά το γεγονός ότι πλέον δέχονταν πυροβολισμούς. Αλλά τελικά τα ρωσικά στρατεύματα και τα πιστά στοιχεία των γερμανικών δυνάμεων ασφαλείας επικράτησαν των άοπλων διαδηλωτών.

Η σοβιετική στρατιωτική δύναμη αναπτύχθηκε σε όλη τη ΛΔΓ, με σφοδρές μάχες να σημειώνονται σε ορισμένα μέρη. Ο ρωσικός στρατός συνέλαβε τους ηγέτες των απεργιών, απέκλεισε τις πύλες των εργοστασίων, διέλυσε τα πλήθη και κατέλαβε αστικές περιοχές. Ο στρατιωτικός νόμος κηρύχθηκε πριν πολλοί απεργοί προλάβουν να δράσουν. Στην Ερφούρτη, για παράδειγμα, σοβιετικά στρατεύματα απέκλεισαν τις πύλες ενός εργοστασίου με φορτηγά οπλισμένα με πολυβόλα για να εμποδίσουν τους εργάτες να διαδηλώσουν.

Μεταξύ 60 και 100 διαδηλωτές πυροβολήθηκαν ή συνθλίφθηκαν από τα τανκς, εκατοντάδες τραυματίστηκαν και τουλάχιστον 20 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες – συμπεριλαμβανομένων τριών αστυνομικών που κρίθηκαν ένοχοι για ανυπακοή σε διαταγές.[79] Παρά αυτόν τον τρομακτικό απολογισμό, οι περισσότερες αναφορές –συμπεριλαμβανομένων των δυτικών σχολιαστών– συμφωνούν ότι τα σοβιετικά στρατεύματα «έδρασαν με μεγάλη αυτοσυγκράτηση».[80]

Ενώ η ρωσική στρατιωτική δύναμη επικράτησε τελικά, πρόσφατη έρευνα αντικρούει τους ισχυρισμούς ότι το «επαναστατικό κύμα είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί» πριν από την επέμβασή τους[81].

Στις 18 του μηνός, παρά τον στρατιωτικό νόμο που οδήγησε στην κατάληψη δημόσιων χώρων και χώρων εργασίας από σοβιετικά στρατεύματα και τανκς, πάνω από 44.000 διαδήλωσαν, ενώ σε όλες τις περιοχές της χώρας σημειώθηκαν νέες ή συνεχιζόμενες απεργίες, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 100.000 εργαζόμενοι – συμπεριλαμβανομένων πολλών που δεν είχαν απεργήσει την προηγούμενη ημέρα. Σε πείσμα της στρατιωτικής καταστολής, οι αγωνιστές σε ορισμένα εργοστάσια διατήρησαν τις οργανώσεις τους και σχεδίαζαν περαιτέρω δραστηριότητες... Στις 18 του μήνα παρατηρήθηκε επίσης αυξημένη δραστηριότητα στην ύπαιθρο, κυρίως συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια και συγκρούσεις με τις τοπικές αρχές.[82]

 

2 17 june 1953 soviet tanks 001

 

Πόσο εκτεταμένη ήταν η εξέγερση;

Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των πόλεων όπου πραγματοποιήθηκαν απεργίες και διαδηλώσεις ποικίλλουν, όπως και οι εκτιμήσεις σχετικά με τον συνολικό αριθμό των συμμετεχόντων. Μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, σύμφωνα με τον Gareth Dale, «μεταξύ 1 και 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων, 6 έως 9% του συνολικού πληθυσμού, συμμετείχαν σε απεργίες, διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Πάνω από 700 πόλεις και χωριά επηρεάστηκαν και τουλάχιστον μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι σε πολύ περισσότερους από 1.000 χώρους εργασίας σταμάτησαν την εργασία τους».[83] Μια έρευνα της FDGB εκτιμά ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα του εργατικού δυναμικού στις μεταλλουργικές βιομηχανίες του Βερολίνου πήραν μέρος στη δράση.[84]

Οι οικοδόμοι και οι εργαζόμενοι στα μεγαλύτερα κρατικά εργοστάσια ήταν από τους πρώτους που απήργησαν, αλλά οι απεργίες επηρέασαν όλους τους τομείς και τα γεγονότα σε ολόκληρη τη χώρα έτειναν να ακολουθούν παρόμοιο μοτίβο. Νωρίς το πρωί της 17ης Ιουνίου, ομάδες εργατών συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν πώς θα «επιδείξουν αλληλεγγύη στο Βερολίνο». Όπως το θέτει ο Brant, «η λέξη “αλληλεγγύη”... απέκτησε ισχύ νόμου».[85] Σε πολλά μέρη, υπήρξε μια αλυσιδωτή επίδραση:

«Μόλις ένα τμήμα ενός εργοστασίου αποφάσιζε να απεργήσει, τα άλλα τμήματα σχεδόν πάντα ακολουθούσαν το παράδειγμά του, και μόλις το προσωπικό ενός ολόκληρου εργοστασίου κατέβαινε στους δρόμους, οι άνδρες άλλων εργοστασίων γρήγορα τους ακολουθούσαν.»[86]

Στο εργοστάσιο Sachsenwerk στη Δρέσδη μια ομάδα εργατών πραγματοποίησε πορεία προς τα γειτονικά εργοστάσια, τραγουδώντας τη Διεθνή και βγάζοντας στην πορεία τους υπαλλήλους τους. Η δράση δεν ήταν πάντα ομόφωνη: ορισμένοι εργάτες παρέμειναν στις θέσεις τους, ενώ οι διστακτικοί έπρεπε συχνά να πειστούν με επιχειρήματα για την ανάγκη ενότητας.

Το απόγευμα της 17ης Ιουνίου,

«σημειώθηκε μια μεγάλη ποικιλία γεγονότων εξεγέρσεων και ταραχών... Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της πόλης και τα συστήματα μεγαφώνων καταλήφθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για τη μετάδοση εκκλήσεων σε συλλαλητήριο. Πάνω από 100 γραφεία κρατικών ιδρυμάτων... λεηλατήθηκαν, ανοίχτηκαν αρχεία και σε πολλές περιπτώσεις κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν. Σε μια πόλη καταλήφθηκε το αρχηγείο της Στάζι και “όλο το κτίριο διαλύθηκε εντελώς από πάνω μέχρι κάτω”. Άλλοι δημοφιλείς στόχοι ήταν τα αστυνομικά τμήματα και οι φυλακές, δεκάδες από τα οποία κατακλύστηκαν. Πάνω από 1.300 κρατούμενοι απελευθερώθηκαν.»[87]

Συχνά, τα κτίρια όχι μόνο λεηλατούνταν, αλλά και καίγονταν ολοσχερώς. Σε πολλές πόλεις, «τα γραφεία της τοπικής αυτοδιοίκησης και του κόμματος, ακόμη και οι φυλακές, παραδόθηκαν χωρίς μάχη»[88], ενώ η αστυνομία παρέμενε αμέτοχη. Η κλίμακα της αναταραχής ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ μεγάλη για να την αντιμετωπίσουν χωρίς σοβιετική βοήθεια. Αλλά και οι αμφιβολίες των ηγετών του SED για την αξιοπιστία τους αποδείχθηκαν δικαιολογημένες∙ ορισμένοι αστυνομικοί, μέλη του KVP και ακόμη και της Στάζι είτε προσχώρησαν στις διαδηλώσεις είτε εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ούτε ήταν οι μόνοι αποστάτες. Δεκάδες αξιωματούχοι του SED και της κυβέρνησης, καθώς και πολλά μέλη της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος (FDJ) και μέλη και αξιωματούχοι της FDGB συμμετείχαν στις απεργίες και τις διαδηλώσεις.[89] Κάποιες διαδηλώσεις καθοδηγήθηκαν στην πραγματικότητα από συνδικαλιστικούς αξιωματούχους, κυρίως βετεράνους των συνδικάτων πριν από το 1933.[90]

Οι πορείες και τα συλλαλητήρια ξεκίνησαν ως επί το πλείστον ειρηνικά, αλλά οι εργαζόμενοι σε ορισμένες περιοχές αντιστάθηκαν όταν στάλθηκαν δυνάμεις ασφαλείας. Όσο περνούσε η μέρα, οι συγκρούσεις γίνονταν όλο και πιο βίαιες, ιδιαίτερα στα μεγάλα κέντρα αναταραχής, όπως το Μαγδεμβούργο, η Χάλε και η Λειψία.[91]

Υπήρξαν πολυάριθμες επιθέσεις εναντίον όσων θεωρούνταν ότι εκπροσωπούσαν το καθεστώς. Στο Βρανδεμβούργο ένας εισαγγελέας και ένας μισητός δικαστής, διαβόητοι για την επιβολή σκληρών ποινών για μικροαδικήματα, ξυλοκοπήθηκαν και οδηγήθηκαν στην πλατεία της αγοράς για να «ανακριθούν» από ένα πλήθος 5.000 εξαγριωμένων διαδηλωτών. Μόνο η παρέμβαση των ηγετών της απεργίας απέτρεψε το λιντσάρισμά τους επί τόπου, αν και οι δύο άνδρες πέθαναν αργότερα από τα τραύματά τους.[92]

 

3 1953ddr

 

Ποιοι συμμετείχαν... και ποιοι όχι;

Στις πανεθνικές διαμαρτυρίες συμμετείχαν και άλλα τμήματα του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων αγρότες, μαθητές και νοικοκυρές. Αλλά «τα στοιχεία αυτά δεν ήταν τυπικά των κοινωνικών ομάδων από τις οποίες προέρχονταν και ήταν... πολύ λιγότερα από το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής τάξης».[93] Οι εργάτες σε ένα εργοστάσιο στο Χάλμπερσταντ έδειξαν την προχωρημένη συνείδησή τους ψηφίζοντας να κρατήσουν μια θέση στην απεργιακή επιτροπή για μια γυναίκα[94], αλλά επειδή οι περισσότεροι απεργοί ήταν βιομηχανικοί εργάτες σε ανδροκρατούμενους τομείς, οι γυναίκες (κυρίως νοικοκυρές) αποτελούσαν μειοψηφία μεταξύ των διαδηλωτών. Ωστόσο, είχαν εξέχουσα θέση σε δράσεις όπως η εισβολή σε φυλακές και αστυνομικά τμήματα[95].

Η εξέγερση δεν περιορίστηκε στις πόλεις. Υπήρξαν διαδηλώσεις σε ορισμένες αγροτικές περιοχές, κυρίως σε περιοχές νότια του Βερολίνου. Πρόκειται για περιοχές όπου η οικονομία στηριζόταν τόσο στη βιομηχανική όσο και στη γεωργική παραγωγή και, κατά συνέπεια, υπήρχαν ισχυροί δεσμοί μεταξύ αγροτών και εργατών, οι οποίοι «ζούσαν δίπλα-δίπλα και αλληλεπιδρούσαν κοινωνικά μεταξύ τους».[96] Τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα στις κυρίως γεωργικές περιοχές.

Υπήρχαν και άλλα τμήματα του πληθυσμού των οποίων η υποστήριξη στην εξέγερση ήταν ελάχιστη ή ανύπαρκτη: η μεσαία τάξη, η διανόηση (ιδιαίτερα οι καθηγητές και οι φοιτητές πανεπιστημίων, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες), οι περισσότεροι υπάλληλοι που απασχολούνταν στη διοίκηση και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες.[97]

Ο Σεμιόνοφ ανέφερε στον Μολότοφ στις 18 Ιουνίου: «Οι εκπρόσωποι της διανόησης δεν έλαβαν σχεδόν καθόλου μέρος στις απεργίες και τις ταραχές.... Οι τάξεις στα σχολεία και στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης... συνεχίστηκαν κανονικά».[98] Όπως σημείωνε στην έκθεσή του στις 24 Ιουνίου: «Η εφαρμογή... των μέτρων για τη βελτίωση της κατάστασης της διανόησης [δηλαδή της Νέας Πορείας]... καθόρισε σε σημαντικό βαθμό την νομιμόφρονη συμπεριφορά και την ευνοϊκή στάση της απέναντι στην κυβέρνηση». Εξήρε επίσης «την νομιμόφρονη συμπεριφορά της Ευαγγελικής και της Καθολικής Εκκλησίας».[99]

Η μερική εξαίρεση σε αυτό ήταν τα μέλη της «διανόησης των τεχνικών» που βρίσκονταν στα εργοστάσια. Για παράδειγμα, πάνω από το 80% των επιστημόνων και τεχνικών που απασχολούνταν στο εργοστάσιο ηλεκτρονικών ειδών στο Berlin-Köpenick προσχώρησαν στους απεργούς,[100] ενώ ορισμένοι μηχανικοί και άλλοι τεχνικοί συμμετείχαν σε απεργιακές επιτροπές και έπαιξαν ενεργό ρόλο στην ηγεσία του κινήματος.[101] Η στενή καθημερινή τους σχέση με τους βιομηχανικούς εργάτες ήταν ένας βασικός παράγοντας.

 

Αυθορμητισμός και οργάνωση

Οι περισσότεροι ιστορικοί τονίζουν τον αυθορμητισμό της εξέγερσης και την έλλειψη συντονισμένης ηγεσίας. Ο Baring εντοπίζει δύο διακριτά στάδια στις 17 Ιουνίου. Το πρώτο περιλάμβανε απεργούς εργάτες που διαδήλωναν στα κέντρα των πόλεων, κατέστρεφαν φωτογραφίες ηγετών κομμάτων, πολιτικές αφίσες και πανό, καταλάμβαναν δημόσια κτίρια και προσπαθούσαν να απελευθερώσουν πολιτικούς κρατούμενους. «Σε ό,τι έκαναν οι εργάτες επέδειξαν αξιοσημείωτη πειθαρχία... λόγω της επιρροής των απεργιακών επιτροπών». Στο δεύτερο στάδιο συμμετείχαν ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, αλλά οι κεντρικές απεργιακές επιτροπές που δημιουργήθηκαν σε πολλές πόλεις «δεν είχαν την εξουσία των εργατικών επιτροπών και έτσι δεν μπορούσαν να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο».[102]

Καθώς οι διαδηλώσεις αυξάνονταν αργότερα μέσα στην ημέρα, «οι δράσεις γίνονταν όλο και λιγότερο συντονισμένες»· οι επιθέσεις σε κομματικά και κυβερνητικά κτίρια ήταν «σε μεγάλο βαθμό εκφράσεις οργής και αγανάκτησης παρά στρατηγικοί στόχοι».[103] Ο Brant περιγράφει την επικέντρωση στην απελευθέρωση των κρατουμένων ως «μοιραίο λάθος», καθώς η κυβέρνηση «δύσκολα θα μπορούσε να απειληθεί από... υποσιτισμένους πολιτικούς κρατούμενους».[104] Λίγες ήταν οι σοβαρές προσπάθειες για την κατάληψη του ελέγχου βασικών οδικών και σιδηροδρομικών κόμβων, των μέσων ενημέρωσης ή των μεταφορών και επικοινωνιών∙ ούτε υπήρξαν προσπάθειες κατάσχεσης όπλων από τις δυνάμεις ασφαλείας ή χρήσης πυροβόλων όπλων εναντίον τους.[105] Όπου οι διαδηλωτές προσπάθησαν να καταλάβουν ταχυδρομεία και κέντρα τηλεπικοινωνιών (Δρέσδη, Χάλε, Λειψία και Γκέρλιτς), αποκρούστηκαν.

Συχνά, «ο προσανατολισμός της διαμαρτυρίας ήταν λιγότερο προς την επίθεση στα κέντρα εξουσίας και περισσότερο σε [πράξεις] συμβολικής απελευθέρωσης [που] θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κινητοποιητικά για τη διαμαρτυρία... χωρίς να επηρεάσουν άμεσα τα δυνατά σημεία της κρατικής εξουσίας».[106] Η στρατιωτική επέμβαση «αύξησε το κόστος της διαμαρτυρίας, πολλαπλασίασε τις αβεβαιότητες που αντιμετώπιζαν οι συμμετέχοντες και συνέβαλε σε έναν μερικό κατακερματισμό της αίσθησης ενότητας που είχε χαρακτηρίσει τα προηγούμενα στάδια της εξέγερσης».[107]

Αλλά όπως σημειώνει ο Kopstein, «η απουσία [πολιτικής ηγεσίας] δεν εμπόδισε την έναρξη συλλογικής δράσης που απειλούσε να ανατρέψει το καθεστώς».[108] Και στην πραγματικότητα υπήρχε μεγαλύτερος βαθμός οργάνωσης από ό,τι είχε θεωρηθεί προηγουμένως, ιδίως σε περιοχές όπου υπήρχαν ισχυρότερες αριστερές παραδόσεις και ιστορικό αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και της κοινότητας.

Σε κρίσιμες στιγμές, άτομα και ομάδες ανέλαβαν την πρωτοβουλία. «Αυτές οι παρεμβάσεις ήταν κατά μία έννοια “αυθόρμητες” (δηλαδή αυτοσχέδιες) αντιδράσεις... αλλά, εξίσου, ήταν κοινωνικά και πολιτικά καθορισμένες, διαμορφωμένες από προηγούμενες εμπειρίες».[109] Πολλοί εργάτες που ξεκίνησαν απεργίες και πορείες «είτε το είχαν κάνει στο παρελθόν είτε είχαν μάθει τέτοιες πρακτικές... από συγγενείς, μέσα από την εμβάθυνση στην κουλτούρα του εργατικού κινήματος».[110]

Η ταχεία εξάπλωση των απεργιών ήταν προϊόν τόσο της καθοδήγησης συνειδητοποιημένων αγωνιστών όσο και της δεκτικότητας πλατιών στρωμάτων του εργατικού δυναμικού στα επιχειρήματα για συλλογική δράση.

«Στον πειθαρχημένο και στοχευμένο τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι απεργίες, οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις των εργοστασίων, μπορούσε κανείς να διακρίνει τις παραδόσεις της συλλογικής δράσης του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Επίσης, η εμπειρία όλων αυτών των παλαιών “στελεχών” του εργατικού κινήματος... που δραστηριοποιήθηκαν στις απεργιακές ηγεσίες, συνέβαλε στο να προσδώσουν στις απεργίες που ξεσπούσαν αυθόρμητα μια ορισμένη οργανωτική στερεότητα.»[111]

Οι εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές συχνά αποτελούνταν από άτομα που είχαν ιστορικό εναντίωσης στη διοίκηση ή που είχαν μιλήσει εναντίον των στελεχών του SED σε συγκεντρώσεις στους χώρους εργασίας το πρωί. Δεδομένου του σύντομου χρόνου που είχαν στη διάθεσή τους, οι επιτροπές αυτές επέδειξαν ένα αξιοσημείωτο επίπεδο δημοκρατικής οργάνωσης και σε ορισμένες περιπτώσεις άσκησαν γρήγορα έναν εκπληκτικό βαθμό πρωτοβουλίας και εξουσίας.

«Σε κάποιο βαθμό οι απεργιακές επιτροπές έγιναν προσωρινά “όργανα εξουσίας”: ανέλαβαν το συντονισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης...[και] ηγήθηκαν των διαπραγματεύσεων με τις εργοστασιακές διοικήσεις. Ανέλαβαν επίσης την ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης και της τάξης στους χώρους εργασίας, προστάτευαν την περιουσία από ζημιές και απέτρεπαν επιθέσεις σε άτομα∙ σε ορισμένες περιπτώσεις οργανώνονταν και περιφρουρήσεις... Σε αναρίθμητους χώρους εργασίας οι επιτροπές συντόνιζαν την εξάπλωση της απεργίας στα γειτονικά εργοστάσια, καθώς και τις πορείες στα κέντρα των πόλεων και μερικές φορές, ακόμη και περαιτέρω δραστηριότητες στην τοπική περιοχή.»[112]

Τα κύρια κέντρα του αγώνα ήταν οι βιομηχανοποιημένες περιοχές του Μητροπολιτικού Βερολίνου, η Λειψία, το Μαγδεμβούργο, η περιοχή Χάλε-Μέρσεμπουργκ-Μπίτερφελντ και το Γκέρλιτς. Πρόκειται για περιοχές όπου οι εργάτες ήταν συγκεντρωμένοι σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, με κυριότερες τις κατασκευές, τα ορυχεία,[113] τη μηχανουργία και τις βιομηχανίες χημικών και σιδηρομεταλλευμάτων. Ήταν επίσης παραδοσιακά προπύργια της γερμανικής αριστεράς και του εργατικού κινήματος.[114]

Σε ορισμένα από αυτά τα μέρη δημιουργήθηκαν κοινές απεργιακές επιτροπές και στο Χάλε-Μέρσεμπουργκ και στο Μαγδεμβούργο κατέλαβαν προσωρινά τον έλεγχο. Προσπαθώντας να εξαπλώσουν την απεργία, κατέλαβαν το τηλεφωνικό κέντρο για να έρθουν σε επαφή με άλλους χώρους εργασίας και επιτάχθηκαν οχήματα για να τα χρησιμοποιήσουν για περιφρούρηση. Στο Μαγδεμβούργο, ομάδες απεργών από άλλους χώρους [flying pickets] έσπασαν τις πόρτες του εργοστασίου Karl Marx προκειμένου να βγάλουν έξω τους εργάτες που βρίσκονταν μέσα.

Στις πόλεις Γκέρλιτς και Μπίτερφελντ παρατηρήθηκε το υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης και εργατικού ελέγχου.[115] Στο Μπίτερφελντ, μια εκλεγμένη επιτροπή από εκπροσώπους των μεγάλων εργοστασίων καθώς και μια νοικοκυρά και ένας φοιτητής «άρπαξαν τόσο την οικονομική όσο και την πολιτική εξουσία, μέσα σε λίγες ώρες». Αυτό το «τέλεια δομημένο όργανο ηγεσίας ενεργούσε, έδινε οδηγίες, διόριζε, εξέδιδε διακηρύξεις∙ όλα αυτά σε συνεχή... επικοινωνία με τις ταραχώδεις μάζες στους δρόμους και σε επαφή με άλλους τόπους της εξέγερσης».[116] Εξασφάλισε ότι τα τρόφιμα και η ενέργεια βρίσκονταν στα χέρια των εξεγερμένων και οργάνωσε μονάδες εργατών που έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη φυλακή, το ταχυδρομείο, το δημαρχείο, τα γραφεία του SED, το τηλεφωνικό κέντρο και τα κεντρικά γραφεία της Στάζι. Ο δήμαρχος συνελήφθη, οι αστυνομικοί αφοπλίστηκαν και ο αρχηγός της αστυνομίας φυλακίστηκε. Η απεργιακή επιτροπή έστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση με το οποίο ζητούσε την παραίτησή της, το σχηματισμό μιας «προσωρινής κυβέρνησης προοδευτικών εργατών» και τη διάλυση του στρατού.

Στο Γκέρλιτς μια «επιτροπή λαϊκής κυριαρχίας» δημιούργησε μια εναλλακτική διοίκηση, απέλυσε τον αρχηγό της αστυνομίας, ανάγκασε τον δήμαρχο να εγκρίνει την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και προσπάθησε να αποκτήσει τον έλεγχο των επικοινωνιών. Μια άοπλη «εργατική πολιτοφυλακή» διηύθυνε την κατάληψη των δικαστηρίων, των αστυνομικών τμημάτων, του δημαρχείου, των γραφείων του SED, της FDJ και της Στάζι, της περιφερειακής εφημερίδας και του σιδηροδρομικού σταθμού. Η επιτροπή μπόρεσε μάλιστα να συνεδριάσει ταυτόχρονα και να αλληλεπιδράσει με τη μαζική συγκέντρωση. «Όλοι μπορούσαν να θέσουν τα αιτήματά τους», θυμόταν ένας διαδηλωτής.

Αλλά αυτές οι κορυφαίες στιγμές ήταν εξαιρέσεις. Συχνά ο χρόνος τελείωνε πριν οι προσπάθειες συντονισμού της απεργιακής δράσης μπορέσουν να αποδώσουν καρπούς. Στη Δρέσδη, για παράδειγμα, μια κοινή απεργιακή επιτροπή εμποδίστηκε από την παρελκυστική τακτική των τοπικών κομματικών μηχανισμών. Μέχρι να συσταθεί μια «παράνομη απεργιακή επιτροπή» από αντιπροσώπους από πέντε εργοστάσια, είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος και οι αντιπρόσωποι συνελήφθησαν πριν προλάβουν να συνεδριάσουν.

 

4 17551786 906

 

Η αντίσταση συνεχίζεται

Ο συντριπτικός αριθμός βαριά οπλισμένων σοβιετικών δυνάμεων κατέστειλε την εξέγερση σχετικά γρήγορα. Οι μαζικές διαδηλώσεις διαλύθηκαν βίαια, οι εργάτες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην εργασία τους υπό την απειλή των όπλων και τα μέλη των απεργιακών επιτροπών συνελήφθησαν. Αλλά όταν ο Σεμιόνοφ ανέφερε στη Μόσχα στις 24 Ιουνίου ότι οι απεργίες στο Βερολίνο είχαν καταλαγιάσει και ότι «αποκαταστάθηκε μια κανονική κατάσταση»[117], μίλησε πολύ νωρίς. Η καταστολή, και ιδίως η σύλληψη των ηγετών των απεργιών, προκάλεσε στην πραγματικότητα νέες απεργίες.

Η ανυπακοή της εργατικής τάξης συνεχίστηκε στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, με σποραδικές απεργίες που ξέσπασαν σε μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα.[118] Η Λειψία παρέμεινε σε κατάσταση πολιορκίας για αρκετές εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια του Ιουλίου σημειώθηκε ένα μίνι απεργιακό κύμα. Στις 4 Ιουλίου οι εργάτες στις χαλυβουργίες στο Τάλε πραγματοποίησαν απεργία με καθιστική κατάληψη και εξασφάλισαν την απελευθέρωση ορισμένων απεργών ηγετών. Στα μέσα Ιουλίου αρκετές χιλιάδες εργάτες στο Carl-Zeiss-Jena και στα Χημικά Εργοστάσια Buna στο Τσκόπαου κατέβηκαν σε απεργία, οι τελευταίοι απαιτώντας ελεύθερες εκλογές, την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, τη μείωση του KVP και τη μετατροπή της FDGB σε «μαχητική οργάνωση όλων των εργατών».[119] Η διάσπαση των δύο απεργιών απαιτούσε μαζική επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας και ουσιαστικά τερμάτισε το δεύτερο κύμα αναταραχών.

Αλλά ακόμη και μετά από αυτό, οι παθητικές μορφές αντίστασης, όπως οι καθυστερήσεις και οι απουσίες, ήταν συνηθισμένες. Η παραγωγή στα ανθρακωρυχεία του Τσβίκαου, τα οποία δεν είχαν απεργήσει στις 17 Ιουνίου, μειώθηκε απότομα, επειδή οι εργάτες βρίσκονταν συνεχώς «να μην κάνουν τίποτα, ακόμα και να κοιμούνται».[120] Στις αρχές Σεπτεμβρίου, το ποσοστό των ασθενών στα ανθρακωρυχεία γύρω από το Στόλμπεργκ, που κανονικά ήταν 3%, αυξήθηκε στο 22,5%.[121]

 

Τα επακόλουθα

Για το SED –και τα ρωσικά αφεντικά του– η επιτακτική ανάγκη ήταν τώρα να αποκατασταθεί η σταθερότητα και να προληφθούν τυχόν περαιτέρω εκρήξεις. Αυτό επιτεύχθηκε με έναν συνδυασμό πολιτικής καταστολής και οικονομικών παραχωρήσεων.

 

Καταστολή

Στις 16-17 Ιουνίου συνελήφθησαν 1.744 κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου και τις επόμενες εβδομάδες η υπόλοιπη χώρα γνώρισε ένα κύμα καταστολής. Ο αριθμός των συλλήψεων έφθασε σε μία μόνο ημέρα, στις 23 Ιουνίου, στο μέγιστο των 6.325 και αυξήθηκε σε 13.000 μέχρι την 1η Αυγούστου.[122] Από αυτούς, 1.524 άτομα καταδικάστηκαν σε σκληρές ποινές φυλάκισης, από ένα έως δέκα χρόνια και άνω, με τρεις καταδίκες ισόβιας κάθειρξης. Αρκετές εκατοντάδες «αντικομμουνιστές» απελάθηκαν στη Σιβηρία.

Σκοπός της καταστολής δεν ήταν μόνο η τιμωρία των συμμετεχόντων, αλλά και ο εκφοβισμός του πληθυσμού. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μαξ Φέχνερ ήταν ένα θύμα υψηλού προφίλ. Σε συνεντεύξεις του που δημοσιεύθηκαν στη Neues Deutschland στις αρχές Ιουλίου, είχε υπερασπιστεί το δικαίωμα στην απεργία, όπως αυτό κατοχυρωνόταν από το σύνταγμα της ΛΔΓ, και είχε υποστηρίξει ότι ούτε η συμμετοχή σε απεργίες ούτε η καθοδήγηση απεργιών αποτελούσαν έγκλημα. Καταγγέλθηκε ως «εχθρός του κράτους» και του αφαιρέθηκε η ιδιότητα του μέλους του κόμματος, συνελήφθη στις 16 Ιουλίου και καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση.[123]

Το καθεστώς, μη θέλοντας να βρεθεί και πάλι προ εκπλήξεως, αναμόρφωσε τη Στάζι και ενίσχυσε τον μηχανισμό της. Το MfS (Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας), που ιδρύθηκε το 1950, απασχολούσε μέχρι το 1952 περισσότερους από 10.000 υπαλλήλους, καθιστώντας το μεγαλύτερο από ό,τι ήταν κάποτε η Γκεστάπο του Χίτλερ.[124] Αρχικά η Στάζι είχε επικεντρωθεί σε αντικομμουνιστικές οργανώσεις που είχαν την έδρα τους στη Δυτική Γερμανία. Αυτό όμως άλλαξε τώρα. Η Στάζι όχι μόνο γνώρισε «εκθετική ανάπτυξη» (έφτασε τους 17.400 μέχρι το Νοέμβριο του 1957)[125], αλλά άρχισε επίσης να αυξάνει μαζικά το πρόγραμμα εσωτερικής επιτήρησης, στρατολογώντας πληροφοριοδότες για να κατασκοπεύουν τον πληθυσμό.[126] Μέχρι το 1954, η Στάζι είχε σχεδόν 145.900 πράκτορες στα βιβλία της.[127]

Στα εργοστάσια, η πρόσθετη επιτήρηση γινόταν από νεοσύστατες εργατικές ομάδες μάχης (Kampfgruppen der Arbeiterklasse) που αποτελούνταν από εργάτες που επιλέγονταν για την πολιτική τους αξιοπιστία. Όλος αυτός ο κατασταλτικός μηχανισμός «παρείχε στην ηγεσία μια πανταχού παρούσα καταναγκαστική δύναμη που συνέβαλε στην εξωτερική επίφαση σταθερότητας στη ΛΔΓ μεταξύ 1953 και 1989».[128] Η ροή της μετανάστευσης προς τη Δύση ανακόπηκε σε μεγάλο βαθμό με την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου το 1961, μετατρέποντας την Ανατολική Γερμανία σε «κράτος-φυλακή».

 

Το SED: εκκαθαρίσεις και παραιτήσεις

Μετά την εξέγερση, ο Ούλμπριχτ έφτασε κοντά στο να χάσει τη θέση του. Ωστόσο, στο τέλος όχι μόνο επέζησε, αλλά στην πραγματικότητα εδραίωσε την ηγεσία του. Ο αγώνας για τη διαδοχή στη Ρωσία παρέμεινε άλυτος. Ο Μαλένκοφ και ο Χρουστσόφ συνωμοτούσαν εδώ και καιρό για να εκδιώξουν τον Μπέρια, αλλά η κρίση στην Ανατολική Γερμανία «προκάλεσε μια μικρή καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμα [τους]».[129] Ο Ουλμπριχτ χρησιμοποίησε τη σύλληψη του Μπέρια στις 26 Ιουνίου για να δυσφημίσει τους αντιπάλους του στην ηγεσία του SED. Σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στις 24 Ιουλίου, άφησε να εννοηθεί ότι ο Τσάισερ και ο Χέρνσταντ «συνωμοτούσαν κρυφά με τον Μπέρια για την επιδίωξη μιας “πολιτικής συνθηκολόγησης που θα κατέληγε στην αποκατάσταση του καπιταλισμού”»[130] .

Αλλά ο Ούλμπριχτ επέζησε κυρίως επειδή η Μόσχα δεν είχε την πολυτέλεια να αναλάβει το ρίσκο της αντικατάστασής του. Δεδομένου ότι η παραίτηση του Ούλμπριχτ ήταν ένα από τα βασικά αιτήματα της εξέγερσης, το Κρεμλίνο φοβόταν ότι η απομάκρυνσή του θα θεωρούνταν συνθηκολόγηση και ότι η αναταραχή θα μπορούσε να επεκταθεί στα γειτονικά κράτη του ανατολικού μπλοκ.

Για μια σύντομη περίοδο, το SED έκανε μια επίδειξη μεταμέλειας και αυτοκριτικής. Μεταξύ της 20ής Ιουνίου και των αρχών Ιουλίου, κορυφαίοι αξιωματούχοι επισκέφθηκαν μια σειρά από μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου συμμετείχαν σε «πολύωρες, αυτοκριτικές και... εξαιρετικά ανοιχτές συζητήσεις με τους εργάτες σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους»[131]. Η ανταπόκριση δεν ήταν αυτή που ήλπιζαν. Στις 23 Ιουνίου ο ίδιος ο Ούλμπριχτ προσπάθησε να συνομιλήσει με τους εργαζόμενους σε ένα κρατικό εργοστάσιο εργαλειομηχανών, αλλά «έγινε δεκτός με φωνές, αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα».[132] Κατά την επίσκεψή του στα εργοστάσια Leuna την επόμενη ημέρα, αναγκάστηκε να ακούσει τα αιτήματα των εργαζομένων για ελευθερία του λόγου και διαχωρισμό κόμματος και συνδικάτων.[133]

Αλλά μόλις η κατάσταση σταθεροποιήθηκε και ο Ούλμπριχτ ανέκτησε τον έλεγχο, η προσποιητή αυτοκριτική σταμάτησε απότομα. Το SED εκκαθαρίστηκε εξονυχιστικά: μαζί με τους αντιφρονούντες στην ηγεσία και τους αξιωματούχους που θεωρήθηκαν ότι απέτυχαν στα καθήκοντά τους, πολλά μέλη της βάσης διαγράφηκαν. Το ένα τρίτο από αυτά ήταν μέλη του KPD από πριν από το 1933.[134] Αλλά το 1953, η ταξική τους αλληλεγγύη υπερίσχυσε της κομματικής πίστης.

Οι εργάτες μέλη εγκατέλειψαν μαζικά το κόμμα. Μια αναφορά από το Τσκόπαου σημείωνε ότι: «ήταν κυρίως οι παλαιότεροι σύντροφοι που... εξέφρασαν την άποψη ότι δεν υπάρχει πλέον καμία εμπιστοσύνη στην εξουσία». Οι διαδεδομένες αναφορές για τέτοιες συμπεριφορές σηματοδοτούσαν μια «ρήξη μεταξύ του κόμματος και της τάξης που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε» και παρέχουν «σαφείς αποδείξεις ότι, για πολλούς εργάτες, η απόρριψη του SED δεν βασιζόταν στην αγάπη τους για τη Δυτική Γερμανία και την καπιταλιστική δημοκρατία, αλλά σε μια απόρριψη του σταλινισμού από σοσιαλιστική άποψη και με αρχές».[135]

 

Παραχωρήσεις - και ανθεκτικότητα της εργατικής τάξης

Η καταστολή από μόνη της δεν ήταν αρκετή. Το SED αναγκάστηκε να κάνει σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις για να κατευνάσει τη δύναμη που φοβόταν περισσότερο – τους εργάτες. Οι αυξήσεις στους ατομικούς στόχους παραγωγικότητας ανακλήθηκαν και οι περισσότεροι εργαζόμενοι γνώρισαν σημαντικές βελτιώσεις στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1954 υπολογίζεται ότι 3,7 δισεκατομμύρια μάρκα Ανατολικής Γερμανίας είχαν αναδιανεμηθεί στον γενικό πληθυσμό.[136] Μετά το 1953 «το κράτος εξασφάλισε ότι τουλάχιστον τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης ήταν διαθέσιμα... σε λογικές τιμές. Τα τρόφιμα, η στέγαση και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό επιδοτούμενα και φθηνά μέχρι το τέλος του καθεστώτος»[137].

«Οι συχνές ανεπίσημες στάσεις εργασίας –μικρές πράξεις δολιοφθοράς, διαμαρτυρίας ή μικρής διάρκειας απεργίες και αποχωρήσεις– ήταν συνεχείς υπενθυμίσεις της σημασίας που είχε να παραμείνουν οι εργαζόμενοι τουλάχιστον ικανοποιημένοι, αν όχι ευτυχισμένοι. Οι υποχωρήσεις προς τον καταναλωτισμό ήταν επαναλαμβανόμενα τεχνάσματα για να μην αυξηθούν τα επίπεδα της αναταραχής.»[138]

Ο φόβος της αναζωπύρωσης των εργατικών συγκρούσεων σήμαινε ότι «ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί διευθυντές εργοστασίων έμαθαν να διαπραγματεύονται με τους εργάτες... Οι εμπειρίες του 1953 υπονόμευσαν την ικανότητα της κομματικής ηγεσίας να αποκτήσει τον έλεγχο των εργατικών χώρων».[139]

Κατά συνέπεια, καθ’ όλη τη δεκαετία της δεκαετίας του 1950 οι μισθοί αυξήθηκαν ταχύτερα από την παραγωγικότητα σε κάθε τομέα της βιομηχανίας. Παρά τις πολυάριθμες ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη διόρθωση αυτού του προβλήματος, το καθεστώς δεν τόλμησε ποτέ ξανά να εισαγάγει αυθαίρετες αυξήσεις στις νόρμες. Η εξισορρόπηση των μισθών «παρέμεινε μια σταθερά της ανατολικογερμανικής βιομηχανίας [και] σταδιακά έγινε κοινωνικός κανόνας... Μαζί με την ασφάλεια της εργασίας, οι εργαζόμενοι της Ανατολικής Γερμανίας είχαν τη δύναμη να απαιτούν... τιμές καταναλωτή που παρέμεναν χαμηλές σε σχέση με τους μισθούς».[140]

Από τη σκοπιά των ηγετών του SED, «λίγα μπορούσαν να γίνουν για να αλλάξουν οι οικονομικές δομές ή οι εργασιακές σχέσεις χωρίς τον κίνδυνο ανοιχτής εξέγερσης».[141] Για να αποφευχθεί αυτό, η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να υποχωρήσει σε οικονομικά αιτήματα – υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκρούσεις θα κρατούνταν «μέσα στο εργοστάσιο και έξω από την πολιτική». Οι εργαζόμενοι σπάνια τιμωρούνταν για παραβάσεις των κανόνων του εργοστασίου και οι επικρίσεις τους ήταν ανεκτές – αρκεί να παρέμεναν «απολίτικες» και να μην εκφράζονταν δημοσίως. Αυτή η στρατηγική «ήταν αποτελεσματική στο να κρατήσει τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων πολύ κάτω από οποιοδήποτε πραγματικό επίπεδο κινδύνου».[142] Αλλά η μακροπρόθεσμη συνέπεια ήταν ότι το καθεστώς έμεινε σε μια μονίμως αποδυναμωμένη κατάσταση. Η αδυναμία του να προβεί σε «ουσιαστική οικονομική μεταρρύθμιση» –δηλαδή να συμπιέσει τους μισθούς των εργαζομένων– περιόρισε σοβαρά την ικανότητά του να ανταγωνιστεί τη Δύση.

Μέχρι το 1989, το σοκ του 1953 και η πιθανότητα επανάληψής του αποτελούσε πηγή έντονης ανησυχίας για την ηγεσία του SED. Ο Ερνστ Βόλβεμπερ, υπουργός Κρατικής Ασφάλειας μεταξύ 1953 και 1957, έγραψε αργότερα ότι ο Ούλμπριχτ «στοιχειωνόταν» από «τον τρόμο της 17ης Ιουνίου».[143]

Στις δύο πρώτες επετείους της εξέγερσης, η αστυνομία, ο KVP και οι Kampfgruppen διατάχθηκαν να παραμείνουν σε «κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας».[144] Αυτό που αποτέλεσε ένα «μόνιμο τραύμα» για το καθεστώς είχε δώσει στην εργατική τάξη «μια ορισμένη επίγνωση της δύναμης και του κύρους της».[145]

«Το φάντασμα της 17ης Ιουνίου πήρε εντελώς μυθικές διαστάσεις τόσο στα εργοστάσια όσο και στις αίθουσες της εξουσίας. Έγινε ένα πολιτιστικό σύμβολο συνώνυμο της δυσαρέσκειας των εργατών... Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι αναφορές γύρω από την επέτειο της εξέγερσης της 17ης Ιουνίου αναφέρουν συνήθως διάφορες “προκλήσεις” από τους εργάτες, όπως στιγμές σιωπής στο εργοστάσιο, κραιπάλες με ποτό στο κυλικείο, υψηλά ποσοστά απουσιών, αυξημένη διανομή εχθρικών φυλλαδίων και γράψιμο συνθημάτων όπως “Δώστε μας κι άλλο φαγητό, ξεχάσατε την 17η Ιουνίου;”»[146]

 

Η φύση της εξέγερσης

Το SED προσπάθησε να παρουσιάσει την εξέγερση ως μια απόπειρα φασιστικού πραξικοπήματος, που οργανώθηκε από δυτικούς πράκτορες.[147] Όμως, τα μηνύματα που έστειλαν οι σοβιετικοί αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών «δεν παρείχαν κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει... τους ισχυρισμούς περί “ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας”». Αντίθετα, οι εκθέσεις τους «περιείχαν πολλά καυστικά σχόλια για τις “απαράδεκτες γκάφες” και τις “εξαιρετικά ανεπαρκείς” επιδόσεις του SED» και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «οι λανθασμένες πολιτικές» και οι «καταχρήσεις» του SED ήταν η «κύρια αιτία των ταραχών και των αναταραχών».[148] Μετά από μήνες ερευνών, «η κρατική υπηρεσία ασφαλείας αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν είχε βρει κανένα στοιχείο ούτε για μεγάλης κλίμακας δυτική συμμετοχή στην εξέγερση ούτε παρουσία στην ηγεσία της».[149]

Η επικρατούσα δυτική ερμηνεία είναι ότι επρόκειτο για μια «λαϊκή εξέγερση», η εργατική τάξη ήταν απλώς ένα στοιχείο σε μια κοινωνική απόρριψη του «κομμουνισμού». Ο Brant γράφει ότι η εξέγερση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια «αταξική επανάσταση», καθοδηγούμενη από μια «κοινή και στοιχειώδη επιθυμία για ελευθερία», έχοντας ως παράδειγμα τη Δύση.[150] Αυτό διαψεύδεται από τα στοιχεία, τα οποία συντριπτικά επιβεβαιώνουν ότι «ήταν πάνω απ’ όλα η βιομηχανική εργατική τάξη... που έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση και καθόρισε το χαρακτήρα της».[151]

Το πιο πειστικό επιχείρημα έχει διατυπωθεί από αριστερούς αντισταλινικούς ιστορικούς, οι οποίοι επιμένουν ότι ήταν «πρωτίστως μια “εργατική εξέγερση” κατά του σταλινισμού, ο στόχος της οποίας δεν ήταν να καταστρέψει τον σοσιαλισμό στην Ανατολική Γερμανία, αλλά να τον απαλλάξει από τις γραφειοκρατικές και αυταρχικές στρεβλώσεις του».[152] Ένας από αυτούς, ο Torsten Diedrich, γράφει ότι:

«το αίτημα για την κατάργηση της ΛΔΓ απλώς δεν τέθηκε. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι αναμφισβήτητα ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων στη ΛΔΓ δεν θεωρούσε το πολιτικό σύστημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας... ως εναλλακτική λύση. Η κατεύθυνση της εξέγερσης των εργατών στόχευε επομένως στον δημοκρατικό μετασχηματισμό του ανατολικογερμανικού κράτους.»[153]

Αντίστοιχα, ο Martin Jänicke υποστηρίζει ότι «το 1953 η εργατική τάξη της Κεντρικής Γερμανίας έγινε ο φορέας της γενικής αντίστασης κατά του σταλινισμού, “μια τάξη της οποίας η αντίδραση... καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις σοσιαλιστικές παραδόσεις”».[154] Τέτοιες απόψεις επιβεβαιώνονται από πολλά μικρά περιστατικά. Για παράδειγμα, στην πλατεία της αγοράς του Χάλε «ένα μεγάλο προπαγανδιστικό πορτραίτο του Καρλ Μαρξ... έμεινε ανέγγιχτο, ενώ το αντίστοιχο του Στάλιν καταστράφηκε».[155]

Συνοψίζοντας τα επιχειρήματα των αντισταλινικών ιστορικών, ο Pritchard γράφει:

«Δεν ήταν τυχαίο... ότι η Εξέγερση ήταν πιο έντονη σε εκείνες ακριβώς τις πόλεις... που αποτελούσαν επί μακρόν τα παραδοσιακά προπύργια του γερμανικού εργατικού κινήματος. Η Εξέγερση, υποστηρίζουν, έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης εργατικής διαφωνίας, όπως η συγκρότηση εργοστασιακών επιτροπών και εργοστασιακών συμβουλίων, το φώναγμα παραδοσιακών σοσιαλιστικών συνθημάτων και τα σοσιαλιστικά τραγούδια.»[156]

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της εργατικής τάξης φαίνεται από την αναλογία της στον αριθμό των συλλήψεων. Μέχρι τις 30 Ιουνίου είχαν συλληφθεί 6.171 άτομα∙ από τα 5.296 άτομα των οποίων η ταξική προέλευση είναι γνωστή, το 65,2% ήταν εργάτες. Στη Λειψία το 85% των 143 ατόμων που είχαν συλληφθεί μέχρι τις 10 Αυγούστου ήταν εργάτες.[157] Εσωτερικά κυβερνητικά έγγραφα δείχνουν ότι συνολικά τουλάχιστον το 70% των συλληφθέντων ήταν εργάτες.[158]

 

Μια επαναστατική ευκαιρία;

Οι εργαζόμενοι της Ανατολικής Γερμανίας δεν ξεκίνησαν να κάνουν επανάσταση. Όπως γράφει ο Brant: «είναι αμφίβολο αν, τη στιγμή που άφησαν κάτω τα εργαλεία, πολλοί από τους οικοδόμους συνειδητοποιούσαν τις πλήρεις συνέπειες της δράσης τους».[159] Όμως η γενίκευση και η ταχεία εξάπλωση της απεργιακής δράσης έθεσε αναπόφευκτα το ερώτημα, τόσο για τους συμμετέχοντες όσο και για το καθεστώς. Άλλωστε, κάθε σοβαρή γενική απεργία «ισοδυναμεί με γάντι που πετάγεται όχι μόνο στις διοικήσεις των εργοστασίων και των εταιρειών αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση».[160] Όπως υποστήριξε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην «Μαζική απεργία», η σχέση μεταξύ οικονομικών και πολιτικών αγώνων είναι άκρως αμοιβαία, ο ένας ενισχύει τον άλλο∙ «αποτελούν τις δύο αλληλένδετες πλευρές της προλεταριακής ταξικής πάλης».[161]

Ο Baring παρατηρεί ότι «οι απεργίες προκλήθηκαν... από οικονομικές ανησυχίες και μόνο όταν οι εργάτες συγκεντρώθηκαν στους δρόμους και οι τάξεις τους διογκώθηκαν από τους περαστικούς, ένιωσαν αρκετά ενθαρρυμένοι για να ζητήσουν πολιτικές αλλαγές», προβάλλοντας αιτήματα που «έδωσαν στις διαδηλώσεις έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα».[162]

Ενώ οι υψηλότερες εργασιακές νόρμες ήταν ο καταλύτης, οι εργάτες προέβαλαν μια σειρά από άλλα αιτήματα. Ορισμένα ήταν οικονομικά, όπως η ίση αμοιβή για τις γυναίκες, το οκτάωρο και η κατάργηση της δουλειάς με το κομμάτι. Αλλά έθεταν επίσης συνδέσεις μεταξύ καθαρά «υλικών» και πολιτικών ζητημάτων, όπως η διόγκωση των δυνάμεων ασφαλείας και οι περικοπές μισθών των εργαζομένων. Έτσι, τα πολιτικά αιτήματα τέθηκαν στους περισσότερους χώρους εργασίας από πολύ νωρίς, και όλο και περισσότερο στις μαζικές διαδηλώσεις.

Σε μερικές περιοχές, όπως είδαμε, τα γεγονότα άρχισαν να παίρνουν εξεγερσιακό χαρακτήρα. Ο Brant και πάλι: «η στάση... στη Stalinallee έγινε ο πρόλογος ενός επαναστατικού δράματος και το γεγονός ότι η επανάσταση κατεπνίγη ενώ βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της εξέγερσης δεν αλλάζει τον χαρακτήρα και τους στόχους της»[163].

Το 1915, ο Λένιν υποστήριξε ότι υπάρχει μια επαναστατική κατάσταση:

«(1) όταν είναι αδύνατο για τις άρχουσες τάξεις να διατηρήσουν την κυριαρχία τους χωρίς καμία αλλαγή∙ όταν υπάρχει μια κρίση... στην πολιτική της άρχουσας τάξης, που οδηγεί σε ένα ρήγμα μέσα από το οποίο ξεσπά η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση των καταπιεσμένων τάξεων... (2) όταν τα βάσανα και οι ελλείψεις των καταπιεσμένων τάξεων έχουν οξυνθεί περισσότερο από το συνηθισμένο∙ (3) όταν, ως συνέπεια των παραπάνω αιτιών, υπάρχει μια σημαντική αύξηση της δραστηριότητας των μαζών, οι οποίες... σε ταραγμένους καιρούς, ωθούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης όσο και από τις ίδιες τις “ανώτερες τάξεις” σε ανεξάρτητη ιστορική δράση.»[164]

Όλες αυτές οι συνθήκες υπήρχαν στην Ανατολική Γερμανία το 1953. Αλλά, όπως σημείωνε ο Λένιν, δεν οδηγεί κάθε επαναστατική κατάσταση σε επανάσταση. Στη Ρωσία το 1917, η επανάσταση πέτυχε λόγω της καθοδήγησης των Μπολσεβίκων: ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα που χτίστηκε σε δεκαετίες αγώνα, με σαφή κατανόηση του τι έπρεπε να γίνει, και με την εξουσία και την αξιοπιστία να καθοδηγήσει την εργατική τάξη. Αυτό σίγουρα δεν υπήρχε στην Ανατολική Γερμανία, και όπως έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά (κυρίως στη Γερμανία το 1918[165]), μια τέτοια οργάνωση δεν μπορεί να οικοδομηθεί εν μία νυκτί μέσα στη φωτιά του αγώνα. Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία σαφήνεια –στη Γερμανία ή οπουδήποτε αλλού– σχετικά με τη φύση του εχθρού. Το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς αριστεράς υποστήριζε τη Ρωσία ως σοσιαλιστική∙ οι τροτσκιστές έβλεπαν τη Ρωσία ως «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» και τους δορυφόρους της ως «παραμορφωμένα εργατικά κράτη» που είχαν «πάψει να είναι... καπιταλιστικές χώρες».[166] Στον πολύ περιορισμένο βαθμό που ήταν γνωστή εκείνη την εποχή η πρωτοποριακή ανάλυση του Τόνι Κλιφ για τη Ρωσία ως κρατικό καπιταλισμό, απορρίφθηκε από την αριστερά.[167]

Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν τέτοιος που οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να είχαν νικήσει. Η επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων ήταν καθοριστική, όπως θα γινόταν και στην Ουγγαρία τρία χρόνια αργότερα.

 

Επίλογος

Η εξέγερση της Ανατολικής Γερμανίας ήταν «η πρώτη ρωγμή στην πανοπλία της σοβιετικής ηγεμονίας στην Ανατολική Ευρώπη»[168] και οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές. Στη Ρωσία επηρέασε τον αγώνα της ηγεσίας του ΚΚΣΕ και τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, ιδίως όσον αφορά τα δορυφορικά κράτη. Η είδηση της εξέγερσης πυροδότησε ένα κύμα απεργιών στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας των γκουλάγκ και αποτέλεσε παράγοντα της εξέγερσης στη Βορκούτα (Ιούλιος 1953), όπου φιλοξενούνταν κυρίως πολιτικοί κρατούμενοι.

Ο απόηχος έγινε αισθητός σε όλο το ανατολικό μπλοκ. Τα επόμενα χρόνια, και άλλες εξεγέρσεις αμφισβήτησαν τον σταλινικό μονόλιθο: στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968, στην Πολωνία το 1956 και ξανά το 1980-81.[169] Η ΛΔΓ, ωστόσο, παρέμεινε σχετικά σταθερή μέχρι το 1989. Η μακροχρόνια συνοχή του κυβερνώντος κόμματος αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα σε αυτό, λόγω της εκκαθάρισης των «μεταρρυθμιστών» από τον Ούλμπριχτ. Επίσης, το αυξημένο επίπεδο πολιτικής επιτήρησης και καταστολής υπονόμευσε την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων να συμμετάσχουν σε συλλογική αντίσταση πέρα από τον μεμονωμένο χώρο εργασίας.

Παρόλα αυτά, όμως, οι εργαζόμενοι κατάφεραν να διατηρήσουν σε κάποιο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο με τη δράση (ή την απειλή της) στο επίπεδο του εργοστασίου.

«Χάρη στη θεαματική ένταση της εξέγερσης, την επιμονή της κατά τις επόμενες ημέρες παρά τη στρατιωτική κατοχή και τις υλικές παραχωρήσεις που έγιναν στη συνέχεια, η ήττα της δεν βιώθηκε ως ολοκληρωτική. Ούτε η καταστολή μπόρεσε να στερήσει από τους συμμετέχοντες την εμπειρία της ίδιας της κινητοποίησης – την ευφορία και την αλληλεγγύη...»[170]

Ο Niethammer φτάνει στο σημείο να γράψει ότι: «ο εργασιακός χώρος αντιπροσώπευε ένα απελευθερωμένο περιβάλλον όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν, να μιλούν, να ασκούν κριτική και να πηγαίνουν ακόμη και για ψώνια κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας».[171]

Αλλά ενώ η εργατική τάξη δεν αποθαρρύνθηκε εντελώς, δεν επιβίωσε καμία μόνιμη οργάνωση ή ηγεσία. Και με την πάροδο του χρόνου, οι έμπειροι παλαιότεροι αγωνιστές που είχαν παίξει ηγετικό ρόλο το 1953 πέθαναν, με τις αναμνήσεις και τις παραδόσεις τους να πεθαίνουν συχνά μαζί τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επανάσταση του 1989 είχε πολύ διαφορετικό ταξικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με το 1953, οι εργάτες ως οργανωμένη δύναμη δεν έπαιξαν ηγετικό ρόλο.[172]

Παρά τη σύντομη διάρκεια και την ήττα της, η εξέγερση του 1953 αξίζει να τη θυμόμαστε και να την τιμούμε ως παράδειγμα της δύναμης, του θάρρους και της ανθεκτικότητας της εργατικής τάξης, της ικανότητάς της για αλληλεγγύη, δημοκρατική οργάνωση και συλλογική δράση και της ικανότητάς της να ηγηθεί του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Tess Lee Ack, “East Germany 1953: Workers’ forgotten rebellion against Stalinism”, Marxist Left Review, τεύχος 25, Φθινόπωρο 2023, ηλεκτρονική δημοσίευση 27 Μαρτίου 2023, https://marxistleftreview.org/articles/east-germany-1953-workers-forgotten-rebellion-against-stalinism/.

 

Βιβλιογραφία

Baras, Victor 1975, “Beria’s Fall and Ulbricht’s Survival”, Soviet Studies, 27 (3), Ιούλιος, σσ. 381–95.

Baring, Arnulf M 1972 [1959], Uprising in East Germany: June 17, 1953 (μετάφρ. Gerald Onn), Cornell University Press.

Bessel, Richard 2002, “The People’s Police and the People in Ulbricht’s Germany”, στο The Workers’ and Peasants’ State. Communism and Society in East Germany under Ulbricht 1941–1971, Patrick Major and Jonathan Osmond (επιμ.), Manchester University Press.

Brant, Stefan 1957 [1954], The East German Rising (μετάφρ. Charles Wheeler), Praeger.

Bruce, Gary 2003, “The Prelude to Nationwide Surveillance in East Germany: Stasi Operations and Threat Perceptions, 1945–1953”, Journal of Cold War Studies, 5 (2), σσ. 3–31.

Callinicos, Alex 1990, Trotskyism, Open University Press.

Churchill, Winston, 1946, “Iron curtain” ομιλία, The National Archives, 5 Μαρτίου. https://www.nationalarchives.gov.uk/education/resources/cold-war-on-file/iron-curtain-speech/.

Collins, Steven Morris 2017, Intelligence and the Uprising in East Germany 1953: An Example of Political Intelligence, Μεταπτυχιακή εργασία, University of North Texas. https://digital.library.unt.edu/ark:/67531/metadc1011823/.

Crabtree, Charles, Holger Kern and Steven Pfaff 2018, “Mass Media and the Diffusion of Collective Action in Authoritarian Regimes: The June 1953 East German Uprising”, International Studies Quarterly, 62, σσ. 301–14.

Dale, Gareth 2003, “‘Like Wildfire’? The East German Rising of June 1953”, Συζήτηση: Journal of Contemporary Central and Eastern Europe, 11 (2). https://www.academia.edu/28659208/_Like_Wildfire_The_East_German_Uprising_of_1953.

Dale, Gareth 2005, Popular Protest in East Germany, 1945–1989, Routledge.

Dennis, Mike 2000, The Rise and Fall of the German Democratic Republic, 1945–1990, Longman.

Diedrich, Torsten 1992, ”Der 17. Juni 1953 in der DDR. Zu militärhistorischen Aspekten bei Ursachen und Verlauf der Unruhen“, Militärgeschichtliche Zeitschrift, 51 (2), 8 Ιανουαρίου, σσ. 357–84. https://www.degruyter.com/document/doi/10.1524/mgzs.1992.51.2.357/html?lang=de.

Epstein, Catherine 2003, The Last Revolutionaries: German Communists and Their Century, Harvard University Press.

Fulbrook, Mary 1995, Anatomy of a Dictatorship: Inside the GDR 1949–1989, Oxford University Press.

Fulbrook, Mary 2002, History of Germany 1918–2000. The Divided Nation (2η έκδοση), Blackwell.

Geerling, Wayne, Gary B Magee and Russell Smyth 2021, “Occupation, Reparations, and Rebellion: The Soviets and the East German Uprising of 1953”, The Journal of Interdisciplinary History, 52 (2), σσ. 225–50. https://www.researchgate.net/publication/344036995_Occupation_Reparations_and_Rebellion_The_Soviets_and_the_East_German_Uprising_of_1953.

Gluckstein, Donny 1999, The Nazis, Capitalism and the Working Class, Bookmarks.

Grabas, Margrit 2015, “17 June 1953 – The East German Workers’ Uprising as a Catalyst for a Socialist Economic Order”, Vierteljahrschrift für Sozial- und Wirtschaftsgeschichte, 102 (2), σσ. 182–90.

Grieder, Peter 1999, The East German Leadership, 1946–73: Conflict and Crisis, Manchester University Press.

Grieder, Peter 2007, “Perspectives on Resistance with the People”, Journal of Cold War Studies, 9 (3), καλοκαίρι, MIT Press.

Grieder, Peter 2012, The German Democratic Republic, Palgrave Macmillan.

Harman, Chris 1982, The Lost Revolution. Germany 1918–1923, Bookmarks.

Harman, Chris 1988, Class Struggles in Eastern Europe 1945–83 (3η έκδοση), Bookmarks.

Henderson, David R n.d.,German Economic Miracle”. https://www.econlib.org/library/Enc/GermanEconomicMiracle.html.

Kopstein, Jeffrey 1996, “Chipping Away at the State: Workers’ Resistance and the Demise of East Germany”, World Politics, 48, σσ. 391–423. https://cpb-us-e2.wpmucdn.com/faculty.sites.uci.edu/dist/9/994/files/2021/05/chipping_away_at_the_state.pdf.

Kramer, Mark 1999a, “The Early Post-Stalin Succession Struggle and Upheavals in East-Central Europe. Part 1”, Journal of Cold War Studies, 1 (1), χειμώνας, σσ. 3–55, MIT Press.

Kramer, Mark 1999b, “The Early Post-Stalin Succession Struggle and Upheavals in East-Central Europe. Part 2”, Journal of Cold War Studies, 1 (2), άνοιξη, σσ. 3–38, MIT Press.

Lenin, Vladimir Ilyich 1974 [1915], “The Collapse of the Second International”, στο Collected Works, τόμος 21, Progress Publishers, σσ. 205–59. https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/csi/ii.htm#v21pp74h-212.

Luxemburg, Rosa 1970, “The Mass Strike, the Political Party and the Trade Unions” [1906], στο Rosa Luxemburg Speaks, επιμ. Mary-Alice Walters, Pathfinder Press. https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1906/mass-strike/index.htm.

Merson, Allan 1985, Communist Resistance in Nazi Germany, Lawrence and Wishart.

Niethammer, Lutz 1993, “The Structure and Restructuring of the German Working Classes after 1945 and after 1990”, The Oral History Review, 21 (2), χειμώνας, σσ. 9–18.

Ostermann, Christian F 1996, “‘Keeping the Pot Simmering’: The United States and the East German Uprising of 1953”, German Studies Review, 19 (1), Φεβρουάριος, σσ. 61–89, Johns Hopkins University Press.

Ostermann, Christian F (επιμ.) 2001, Uprising in East Germany 1953: the Cold War, the German question, and the first major upheaval behind the Iron Curtain, Central European University Press.

Port, Andrew 1997, “When workers rumbled: The Wismut upheaval of August 1951 in East Germany”, Social History, 22, Μάιος, σσ. 145–73.

Pritchard, Gareth 2000, The Making of the GDR, 1945–1953: from Antifascism to Stalinism, Manchester University Press.

Pritchard, Gareth 2002, “Workers and the Socialist Unity Party of Germany in the Summer of 1953”, στο The Workers’ and Peasants’ State. Communism and Society in East Germany under Ulbricht 1941–1971, Patrick Major and Jonathan Osmond (επιμ), Manchester University Press.

Richie, Alexandra 1998, Faust’s Metropolis: A History of Berlin, Carroll & Graf Publishers.

Ross, Corey 2000, Constructing Socialism at the Grass-Roots: The Transformation of East Germany, 1945–65, St. Martin’s Press.

Scholmer, Joseph 1964, Επισκόπηση του Der dritte Weg: Die antistalinistische Opposition gegen Ulbricht seit 1953 [Ο τρίτος δρόμος: Η αντισταλινική αντιπολίτευση στον Ούλμπριχτ μετά το 1953] του Martin Jänicke, Neuer Deutscher Verlag, στο Zeit, 31, 31 July. https://www.zeit.de/1964/31/die-opposition-gegen-ulbricht/komplettansicht?utm_referrer=https%3A%2F%2Fwww.google.com%2F.

Sperber, Jonathan 2004, “17 June 1953: Revisiting a German Revolution”, German History, 22 (4), σσ. 619–43.

Stibbe, Matthew 2006, “The SED, German Communism and June 1953 Uprising: New Trends and New Research”, στο Revolution and Resistance in Eastern Europe: Challenges to Communist Rule, K McDermott and M Stibbe (επιμ), σσ. 37–56, Berg.

Thomson, Henry 2017, “Repression, Redistribution and the Problem of Authoritarian Control”, East European Politics and Societies, 31 (1), σσ. 68–92.

Wierling, Dorothee 1996, “Work, Workers, and Politics in the German Democratic Republic”, International Labor and Working-Class History, 50, σσ. 44–63, Cambridge University Press.

Witkowski, Gregory R 2006, “Peasants’ Revolt? Re-evaluating the 17 June Uprising in East Germany”, German History, 24 (2), Μάιος, σσ. 243–66.

 

 

Σημειώσεις

[1] Ostermann 1996, σελ. 2.

[2] Dale 2005, σελ. 10.

[3] Kolko 1990, σελ. 388.

[4] Churchill 1946.

[5] Fulbrook 2002, σσ. 132–33.

[6] Gluckstein 1999, σελ. 217.

[7] Gluckstein 1999, σελ. 220.

[8] Epstein 2003, σελ. 103.

[9] Αναφέρεται στο Epstein 2003, σελ. 103.

[10] Η υπεραριστερή σταλινική τρέλα της «Τρίτης Περιόδου» και η καταδίκη των Σοσιαλδημοκρατών ως «σοσιαλφασιστών» ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη γι' αυτό. Βλέπε Gluckstein 1999, κεφάλαιο 5.

[11] Epstein 2003, σελ. 261.

[12] Dale 2005, σελ. 15.

[13] Dennis 2000, σελ. 32.

[14] Pritchard 2000, σελ. 156.

[15] Pritchard 2000, σελ. 179. Ο Lutz Niethammer σημειώνει ότι «περίπου τα τέσσερα πέμπτα του [SED] δεν είχαν καθόλου αριστερό υπόβαθρο. Ήταν απολίτικοι άνθρωποι που είχαν κινητοποιηθεί από το κόμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και το 1950». Niethammer 1993, σελ. 15.

[16] Epstein 2003, σελ. 123.

[17] Dale 2005, σελ. 14.

[18] Ορισμένοι βασικοί δείκτες: η βιομηχανική παραγωγή το 1947 ήταν μειωμένη κατά το ένα τρίτο σε σύγκριση με το 1938, η παραγωγή τροφίμων ήταν η μισή σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, το 20% του αποθέματος κατοικιών είχε καταστραφεί και ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών σε ηλικία εργασίας της Γερμανίας ήταν νεκροί ή ανάπηροι. Henderson n.d.

[19] Η παραγωγική ικανότητα της χαλυβουργίας μειώθηκε κατά 85 τοις εκατό το 1946 λόγω της διάλυσης των εργοστασίων. Baring 1972, σελ. 6.

[20] Fulbrook 2002, σελ. 126-27.

[21] Kopstein 1996, σελ. 399.

[22] Kopstein 1996, σελ. 400.

[23] Geerling et al 2020, σελ. 4, 10. Οι εργαζόμενοι σε SAG, όπως τα χημικά εργοστάσια Buna και Leuna, το εργοστάσιο ταινιών Agfa στο Wolfen, η εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών μηχανημάτων Sachsenwerk στη Δρέσδη και διάφορες τεχνικές εταιρείες στο Μαγδεμβούργο, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των γεγονότων τον Ιούνιο του 1953.

[24] Kopstein 1996, σελ. 402.

[25] Kopstein 1996, σελ. 403.

[26] Dale 2003, σελ. 35.

[27] Kopstein 1996, σσ. 407-8.

[28] Kopstein 1999, σελ. 421.

[29] Pritchard 2000, σελ. 43.

[30] Dale 2003, σελ. 30.

[31] Merson 1985, σελ. 89.

[32] Port 1997, σελ. 145.

[33] Bruce 2003, σελ. 27.

[34] Port 1997, σελ. 168.

[35] Stibbe 2006, σελ. 40.

[36] Grabas 2015, σελ. 186∙ Kopstein 1996, σελ. 411∙ Dale 2005, σελ. 17.

[37] Diedrich 1992, σσ. 363-64.

[38] Dale 2005, σελ. 17.

[39] Baring 1972, σελ. 17.

[40] Grieder 2012, σελ. 37.

[41] Ross 2000, σελ. 55∙ Kopstein 1996, σελ. 412.

[42] Pritchard 2000, σσ. 195-96.

[43] Ross 2000, σελ. 53.

[44] Ross 2000, σελ. 54.

[45] Baring 1972, σελ. 13.

[46] Pritchard 2000, σσ. 194, 205.

[47] Collins 2017, σελ. 65.

[48] Dale 2003, σελ. 33.

[49] Baring 1972, σελ. 20.

[50] Stibbe 2006, σελ. 42.

[51] Dale 2005, σελ. 16.

[52] Dennis 2000, σελ. 63.

[53] Sperber 2004, σελ. 625.

[54] Kramer 1999a, σελ. 15-20. Βλ. επίσης Ostermann 2001, σελ. 16.

[55] Ο Sperber 2004, σελ. 627 εικάζει ότι ο ζήλος του Ούλμπριχτ μπορεί να προχώρησε «πέρα από αυτό που ήθελε ο ίδιος ο Στάλιν, ή τουλάχιστον με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι [εκείνος] σκόπευε».

[56] Kramer 1999a, σελ. 28.

[57] Περίπου δέκα ημέρες αργότερα, οι ηγέτες των κομμάτων της Τσεχοσλοβακίας και της Ουγγαρίας κλήθηκαν στη Μόσχα και έλαβαν παρόμοιες οδηγίες. Sperber 2004, σελ. 625.

[58] Kramer 1999α, σελ. 32.

[59] Ο Ρούντολφ Χέρνσταντ ήταν εκδότης της κομματικής εφημερίδας Neues Deutschland∙ ο Βίλχελμ Τσάισερ ήταν υπουργός Κρατικής Ασφάλειας. Και οι δύο ήταν υποστηρικτές της Νέας Πορείας.

[60] Pritchard 2000, σελ. 206.

[61] Pritchard 2000, σελ. 218.

[62] Dale 2005, σελ. 19.

[63] Kramer 1999a, σελ. 40.

[64] Baring 1972, σελ. 42.

[65] Otto Lehmann (εκτελεστικό μέλος της FDGB) στο Die Tribüne, 16 Ιουνίου 1953. Παρατίθεται στο Baring 1972, σελ. 146-47.

[66] Richie 1998, σελ. 683.

[67] Όπως περιγράφεται από το στέλεχος του SED Χάιντς Μπραντ, όπως αναφέρεται στο Harman 1998, σελ. 66.

[68] Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Ούλμπριχτ και ο Γκρότεβολ κρύβονταν στο κελάρι και τους έβγαλαν από μια πλαϊνή πόρτα μερικές ώρες αργότερα. Richie 1998, σελ. 683.

[69] «Δήλωση του Politbüro για το ζήτημα των ποσοστώσεων», 16 Ιουνίου 1953, παρατίθεται στο Baring 1972, σελ. 152.

[70] P Naumov, “Report on the Events in Berlin on 16 and 17 June 1953”, στο Ostermann 2001, σελ. 202-3.

[71] Dale 2003, σελ. 8· Kramer 1999a, σελ. 44.

[72] Dale 2005, σελ. 22.

[73] Brant 1957, σελ. 67.

[74] Pritchard 2000, σελ. 219. Βλ. επίσης Baring 1972, σσ. 94-95.

[75] Kramer 1999a, σελ. 48∙ Dennis 2000, σελ. 66. Την επόμενη ημέρα, με τεράστιο αριθμό απεργών και διαδηλωτών στους δρόμους, οι περισσότεροι αστυνομικοί «κλείδωσαν τον οπλισμό τους, ώστε οι εξεγερμένοι να μην μπορούν να τον βρουν, και έτσι έγιναν ανίσχυροι». Sperber 2004, σελ. 688.

[76] Sperber 2004, σελ. 637.

[77] Για παράδειγμα, Ostermann 2001, σελ. 172-74. Το RIAS ήταν ένας γερμανόφωνος ραδιοφωνικός σταθμός που δημιουργήθηκε από τις αμερικανικές στρατιωτικές αρχές το 1946 στον αμερικανικό τομέα του Βερολίνου για να μεταδίδει προπαγάνδα προς την ΣΖΚ.

[78] Crabtree κ.ά. 2018, σσ. 302, 304, 311.

[79] Dale 2005, σελ. 10· Stibbe 2006, σελ. 44.

[80] Baring 1972, σελ. 80. Οι αξιωματούχοι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών επαίνεσαν τα σοβιετικά στρατεύματα για την «αξιοσημείωτη πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία τους» (Kramer 1999a, σελ. 54), ενώ είδαν την εξέγερση ως «εξαιρετική ευκαιρία προπαγάνδας» (John Foster Dulles, όπως αναφέρεται στο Ostermann 2001, σελ. 213). Ο Τσώρτσιλ έγραψε στον Βρετανό Διοικητή ότι οι σοβιετικές αρχές είχαν «το δικαίωμα να κηρύξουν στρατιωτικό νόμο προκειμένου να αποτρέψουν την αναρχία» (Ostermann 1996, σελ. 21).

[81] Baring 1972, σελ. 76.

[82] Dale 2003, σελ. 21.

[83] Dale 2005, σελ. 9. Τα στοιχεία αυτά είναι τα υψηλότερα, στα οποία κατέληξαν αξιολογώντας πολυάριθμες πηγές. Για λεπτομέρειες, βλέπε Dale 2003, σσ. 1-4. Για ένα χάρτη που δείχνει τα κέντρα των ταραχών, βλέπε https://germanhistorydocs.ghi-dc.org/sub_document.cfm?document_id=2999.

[84] Dale 2003, σελ. 2.

[85] Brant 1957, σελ. 81.

[86] Baring 1972, σελ. 68.

[87] Dale 2005, σελ. 27.

[88] Brant 1957, σελ. 188.

[89] Dennis 2000, σελ. 66.

[90] Ross 2000, σελ. 55.

[91] Βλέπε Brant 1957, κεφάλαιο 8.

[92] Brant 1957, σελ. 84. Για μια λεπτομερή περιγραφή των απεργιών και των διαδηλώσεων στο Βρανδεμβούργο, βλ. σσ. 80-87.

[93] Grieder 2007, σελ. 152.

[94] Sperber 2004, σελ. 633.

[95] Grieder 2012, σελ. 39. Η ηγεσία του SED στη Λειψία εκτίμησε ότι το ένα τέταρτο των διαδηλωτών εκεί ήταν νοικοκυρές. Sperber 2004, σελ. 633.

[96] Witkowski 2006, σελ. 261.

[97] Stibbe 2006, σελ. 48∙ Dennis 2000, σελ. 68∙ Brant 1957, σελ. 78∙ Fulbrook 2002, σελ. 155.

[98] “Telephonogram from Vladimir Semyonov and Vasilii Sokolovskii to Vyacheslav Molotov Reporting on the Situation in East Berlin”, στο Ostermann 2001, σελ. 217.

[99] “Report on the Events of 17-19 June 1953”, στο Ostermann 2001, σσ. 273, 274.

[100] Brant 1957, σελ. 77.

[101] Dennis 2000, σελ. 68∙ Dale 2003, σελ. 41.

[102] Baring 1972, σσ. 73-74.

[103] Fulbrook 1995, σελ. 184.

[104] Brant 1957, σσ. 188-89.

[105] Fulbrook 1995, σελ. 184∙ Pritchard 2000, σελ. 209.

[106] Dale 2003, σελ. 16.

[107] Dale 2003, σελ. 15.

[108] Kopstein 1996, σελ. 414.

[109] Dale 2003, σσ. 27-28.

[110] Dale 2003, σελ. 29.

[111] Klaus Ewers and Thorsten Quest, όπως αναφέρεται στο Dale 2003, σελ. 29.

[112] Heidi Roth, όπως αναφέρεται στο Dale 2005, σελ. 24.

[113] Κυρίως σε ορυχεία σιδηρομεταλλεύματος, καλίου και χαλκού. Οι εργάτες εξόρυξης ουρανίου και άνθρακα έπαιξαν μικρότερο ρόλο στην απεργία, κυρίως επειδή τα σοβιετικά στρατεύματα επενέβησαν γρήγορα σε αυτές τις εξαιρετικά στρατηγικές βιομηχανίες. Baring 1972, σσ. 59-60.

[114] Στο Χάλε-Μέρσεμπουργκ, το KPD ήταν το ισχυρότερο κόμμα κατά την περίοδο της Βαϊμάρης∙ το Μαγδεμβούργο, το Γκέρλιτς και η Δρέσδη ήταν προπύργια του SPD. Η Λειψία και το Βερολίνο είχαν ισχυρή εκπροσώπηση και από τα δύο κόμματα. Baring 1972, σελ. 68∙ Dale 2003, σελ. 31.

[115] Η ακόλουθη αναφορά βασίζεται στο Dale 2003, σσ. 19-20.

[116] Manfred Hagen, όπως αναφέρεται στο Dale 2003, σελ. 19.

[117] “Report on the Events of 17-19 June 1953 in Berlin and the GDR and Certain Conclusions from These Events”, στο Ostermann 2001, σελ. 263.

[118] Pritchard 2002, σελ. 113. Σε πολλές περιπτώσεις, τα αιτήματα των εργαζομένων περιλάμβαναν την απελευθέρωση των συλληφθέντων συναδέλφων τους. Baring 1972, σελ. 101.

[119] Dennis 2000, σελ. 69∙ Dale 2003, σελ. 22.

[120] Brant 1957, σελ. 161.

[121] Pritchard 2002, σελ. 115.

[122] Bruce 2003, σελ. 27∙ Kramer 1999α, σελ. 55.

[123] Baras 1975, σελ. 389∙ ο Fechner αποφυλακίστηκε το 1956.

[124] Sperber 2004, σελ. 624.

[125] Grieder 2012, σελ. 44.

[126] Thomson 2017, σελ. 83.

[127] Grieder 2012, σελ. 44.

[128] Ostermann 2001, σελ. 416.

[129] Kramer 1999b, σελ. 21.

[130] Stibbe 2006, σελ. 46. Βλ. επίσης Baring 1972, σσ. 108-9.

[131] Baring 1972, σελ. 103. Βλ. επίσης Brant 1957, σελ. 159.

[132] Stibbe 2006, σελ. 45.

[133] Dennis 2000, σελ. 69∙ Dale 2003, σελ. 21. Οι εργάτες της Leuna είχαν ιστορικό επαναστατικής μαχητικότητας. Στην καταστροφική δράση του Μαρτίου του 1921, για παράδειγμα, το εργοστάσιο καταλήφθηκε από ένοπλους εργάτες. Dale 2003, σελ. 31. Βλ. επίσης Brant 1957, σσ. 96-97.

[134] Pritchard 2000, σελ. 216. Ο αριθμός των παλιών μελών που διαγράφτηκαν ήταν υψηλότερος στα κέντρα της εξέγερσης: 52% στο Μαγδεμβούργο, 59% στη Λειψία, 68% στο Ανατολικό Βερολίνο.

[135] Pritchard 2000, σσ. 213-14.

[136] Stibbe 2006, σελ. 47. Οι παραχωρήσεις περιγράφονται λεπτομερώς στο κείμενο «Για την παρούσα θέση του κόμματος και τα καθήκοντα που αντιμετωπίζει στο άμεσο μέλλον», ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής του SED, 21 Ιουνίου 1953, στο Baring 1972, σσ. 170-72.

[137] Grieder 2012, σελ. 44.

[138] Ostermann 2001, σελ. 416.

[139] Ross 2000, σελ. 59.

[140] Kopstein 1999, σσ. 415, 416, 421.

[141] Kopstein 1999, σσ. 421-22.

[142] Wierling 1996, σσ. 58, 59.

[143] Epstein 2003, σελ. 111.

[144] Bessel 2002, σελ. 71.

[145] Wierling 1996, σελ. 58.

[146] Ross 2000, σελ. 57.

[147] Βλέπε «Για τη σημερινή θέση του κόμματος και τα καθήκοντα που θα αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον», ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής του SED, 21 Ιουνίου 1953, στο Baring 1972, σσ. 160-65.

[148] Kramer 1999b, σελ. 7-8.

[149] Sperber 2004, σελ. 631.

[150] Brant 1957, σσ. 196, 197, 199.

[151] Pritchard 2000, σελ. 211.

[152] Pritchard 2000, σελ. 207.

[153] Παρατίθεται στο Pritchard 2002, σελ. 113.

[154] Scholmer 1964. Ο Γιάνικε ήταν εξέχων υποστηρικτής του «τρίτου δρόμου», τον οποίο όριζε ως «προσπάθεια σύνθεσης των θετικών στοιχείων και των δύο συστημάτων [Δύση και Ανατολή], εύρεσης μιας μέσης γραμμής, εκδημοκρατισμού του σοσιαλισμού και πλήρωσής του με φιλελεύθερο περιεχόμενο».

[155] Sperber 2004, σελ. 635.

[156] Pritchard 2000, σσ. 211-12.

[157] Pritchard 2000, σελ. 212.

[158] Για παραδείγματα μελών του SED που συμμετείχαν σε απεργίες ή και ηγήθηκαν αυτών, βλ. Pritchard 2002, σελ. 121.

[159] Brant 1957, σελ. 184.

[160] Dale 2003, σελ. 13.

[161] Luxemburg 1970, σελ. 185.

[162] Baring 1972, σελ. 73.

[163] Brant 1957, σελ. 185.

[164] Lenin 1974, σελ. 213.

[165] Βλέπε Harman 1982, κεφάλαια 3, 4 και 5.

[166] Παρατίθεται στο Callinicos 1990, σελ. 32.

[167]The Nature of Stalinist Russia” γράφτηκε ως εσωτερικό έγγραφο το 1948. Μια τροποποιημένη εκδοχή του δημοσιεύθηκε το 1955 ως Stalinist Russia”: A Marxist Analysis, και επανεκδόθηκε ως State Capitalism in Russia το 1974.

[168] Stibbe 2006, σελ. 51.

[169] Βλέπε Harman 1988.

[170] Dale 2003, σελ. 51.

[171] Niethammer 1993, σελ. 15.

[172] Βλ. Dale 2005, Μέρος 2.

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 05 Σεπτεμβρίου 2023 23:17

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.