Τρίτη, 21 Νοεμβρίου 2023 11:50

H μεταναζιστική Γερμανία δεν αποτελεί πρότυπο εξιλέωσης για το παρελθόν

 

 

Enzo Traverso

 

H μεταναζιστική Γερμανία δεν αποτελεί πρότυπο εξιλέωσης για το παρελθόν

 

 

Μια νέα «διαμάχη ιστορικών» (Historikerstreit) για το Ολοκαύτωμα συγκλονίζει αυτή τη στιγμή τη Γερμανία. Η πρώτη έλαβε χώρα πριν από τριάντα πέντε και πλέον χρόνια, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η χώρα ήταν ακόμη διαιρεμένη και πολλοί παράγοντες είχαν προσωπική εμπειρία από τον ναζισμό και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απέναντι στον νεοσυντηρητικό ιστορικό Ερνστ Νόλτε, ο οποίος στηλίτευσε τον εγκλωβισμό της Γερμανίας μέσα σε «ένα παρελθόν που δεν θα περάσει», ο κριτικός θεωρητικός Γιούργκεν Χάμπερμας επιβεβαίωσε τη μνήμη του Ολοκαυτώματος ως πυλώνα της γερμανικής ιστορικής συνείδησης.

Αναμφισβήτητα, η απολογητική ερμηνεία του Νόλτε για το Άουσβιτς ως απλό «αντίγραφο» του Γκούλαγκ –τα εγκλήματα των Μπολσεβίκων ήταν το «λογικό και πραγματικό prius [προηγούμενο]» του σύγχρονου ολοκληρωτισμού και τα ναζιστικά εγκλήματα ήταν η αντίδραση μιας απειλούμενης χώρας– θα μπορούσε να εκπληρώσει μια πολιτική λειτουργία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, ωστόσο, έχει καταστεί άχρηστη, ακόμη και για τους νεοσυντηρητικούς. Η Γερμανία δεν ανήκει πλέον στη Δύση ως γεωπολιτικό φυλάκιο σε έναν διπολικό κόσμο, αλλά ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του, μεταξύ άλλων ως κινητήριος μοχλός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα μιας μακράς, στρεβλής και βασανιστικής διαδικασίας «επεξεργασίας του παρελθόντος», αποτελεί σήμερα στην καρδιά του Βερολίνου αναμφίβολα μια εντυπωσιακή υλική μαρτυρία για την ενσωμάτωση του ναζισμού στη γερμανική ιστορική αυτοαναπαράσταση. Παρ’ όλα αυτά, εκπληρώνει και άλλους σκοπούς. Χάρη σε αυτή την επιτυχημένη «αναμέτρηση με το παρελθόν» (Vergangenheitsbewältigung), η Γερμανία είναι επιτέλους έτοιμη να αναλάβει την ηγεσία της ΕΕ· διότι, ακόμη και πέρα από την οικονομική ηγεμονία της, έχει τακτοποιημένα τα χαρτιά της και από την άποψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν είναι πλέον, όπως ίσως ήταν στις ημέρες του Νόλτε, το διαρκές και ανέφικτο έργο πένθους μιας χώρας που αντιμετωπίζει το ταραγμένο παρελθόν της. Σήμερα έχει γίνει το σημάδι μιας νέας πολιτικής κανονιστικότητας: της κοινωνίας της αγοράς, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της (επιλεκτικής) υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το νέο Historikerstreit θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό το νέο πολιτιστικό και πολιτικό τοπίο. Σε μια παγκόσμια εποχή, αυτή η δεύτερη «διαμάχη των ιστορικών» υπερβαίνει τα γερμανικά σύνορα. Ο εμπνευστής της, ο Ντιρκ Μόουζες, είναι ένας Αυστραλός μελετητής που έχει αποκτήσει διεθνή φήμη στις γερμανικές και μετα-αποικιακές σπουδές, κυρίως ερευνώντας την ιστορία και τη θεωρία των γενοκτονιών. Αυτός ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας έχει κύρος στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι θέσεις του δεν μπορούν να αγνοηθούν, όπως συμβαίνει συνήθως με τους μελετητές του Παγκόσμιου Νότου.

Δεν διστάζει να μιλήσει για μια νέα «γερμανική κατήχηση» που στηρίζεται στην ιδέα της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος, ένα ιερό δόγμα που αμύνεται στιγματίζοντας τη σύγκρισή του με τις αποικιακές γενοκτονίες ως ύπουλη μορφή αντισημιτισμού (και υποβαθμίζοντας έτσι τις αποικιακές γενοκτονίες ως «συνηθισμένες» γενοκτονίες δεύτερης κατηγορίας). Κατά ειρωνικό τρόπο, η Frankfurter Allgemeine Zeitung –η εφημερίδα που στη δεκαετία του 1980 υπερασπίστηκε τις θέσεις του Νόλτε– έχει γίνει ένας από τους πιο επίμονους απαξιωτές του Μόουζες και των υποστηρικτών του, που παρουσιάζονται ως «αναθεωρητές» αρνητές της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος.

Η εποχή των ενοχών έχει περάσει∙ το πένθος έχει αντικατασταθεί από το εμμονικό κυνήγι αντισημιτικών συνωμοσιών. Οι φετφάδες αυτού του νέου γερμανικού κομφορμισμού έχουν στραφεί εναντίον ενός μεγάλου καταλόγου προσωπικοτήτων, από φιλοσόφους όπως η Τζούντιθ Μπάτλερ και ο Ακίλε Μπέμπε (ένας επιστήμονας από τη Νότια Αφρική που τόλμησε να συγκρίνει τη Γάζα και την Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη με το απαρτχάιντ), μέχρι ιστορικούς όπως ο Μίχαελ Ρόθμπεργκ και ο Γιούργκεν Τσίμερερ. Δεν γλιτώνουν ούτε οι επικεφαλής μεγάλων δημόσιων ιδρυμάτων, όπως ο πρώην διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί επειδή προσκάλεσε προσωπικότητες που δεν υποστήριζαν ανεπιφύλακτα το Ισραήλ. Για άλλη μια φορά, το επίκεντρο της συζήτησης είναι η ιστορική σύγκριση και οι πολιτικές της χρήσεις.

 

Σχετικά με τις ιστορικές συγκρίσεις

Η σύγκριση είναι μια συνήθης πρακτική για τους ιστορικούς. Όμως οι μελετητές δεν συγκρίνουν ιδέες, γεγονότα και εμπειρίες για να δημιουργήσουν ομολογίες∙ αντίθετα, εντοπίζουν ομοιότητες και αναλογίες, οι οποίες τελικά μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε ιστορικές ιδιαιτερότητες. Όπως οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, έτσι και οι γενοκτονίες επαναλαμβάνονται και καινοτομούν, συγχωνεύοντας προβλέψιμες τάσεις με απροσδόκητες δυνατότητες. Κάθε γενοκτονία διαθέτει τη δική της «μοναδικότητα», την οποία το έργο της σύγκρισης βοηθά να ανιχνευτεί. Εν ολίγοις, η σύγκριση είναι μια αναγκαία επιστημολογική διάσταση της ιστορικής έρευνας∙ στόχος της είναι η κριτική κατανόηση.

Η ιστορική σύγκριση, ωστόσο, δεν είναι μια «ουδέτερη» και αθώα διανοητική διαδικασία, στο βαθμό που συμβάλλει στην οικοδόμηση συλλογικών αναμνήσεων. Λέγοντας ότι το Άουσβιτς ήταν μια «αντιγραφή» του Γκούλαγκ (εκτός από την «τεχνική» διαδικασία της θανάτωσης με αέρια, επισήμανε ο Νόλτε) υποδηλώνει προφανώς ότι οι «κακοί» της ιστορίας ήταν οι Μπολσεβίκοι∙ οι Ναζί, σε αυτή την εξιστόρηση, γίνονται απλοί επίγονοι: διεφθάρησαν από τους αρχικούς και αληθινούς εφευρέτες του ολοκληρωτικού κακού.

Στους Ιταλούς αρέσει η ιδέα της «μοναδικότητας» των ναζιστικών εγκλημάτων: αυτό σημαίνει ότι ο φασισμός δεν ήταν και τόσο κακός, και η Ιταλία σαφώς προτιμά να μνημονεύει τα θύματα του Ολοκαυτώματος από εκείνα της δικής της γενοκτονίας στην Αιθιοπία. Για τους Ουκρανούς και τους Τούτσι, το να συγκρίνουν το Χολοντομόρ με το Άουσβιτς και να μιλούν για έναν «τροπικό ναζισμό» δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζουν το Ολοκαύτωμα, αλλά ότι αναγνωρίζουν τα δικά τους θύματα. Όσοι ξεθάβουν σήμερα τα πτώματα των Ισπανών Δημοκρατικών μιλούν για ένα φρανκικό Ολοκαύτωμα, ενώ οι νεοσυντηρητικοί και οι «αναθεωρητές» μελετητές προτιμούν να παρουσιάζουν τη Δημοκρατία ως «δούρειο ίππο» του μπολσεβικισμού και τον Φράνκο ως πατριώτη που, ενώ περιφρονούσε τη δημοκρατία, τελικά έσωσε την Ισπανία από τον ολοκληρωτισμό.

Ο χαρακτηρισμός της γαλλικής κατάκτησης της Αλγερίας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα αποτελεί αντικείμενο μόνιμης σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών. Το 2005, το γαλλικό κοινοβούλιο ψήφισε δύο νόμους που αναγνωρίζουν τη γενοκτονία των Αρμενίων που διέπραξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα «ευεργετικά αποτελέσματα» (bienfaits) της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αφρική, την Ασία και τις Αντίλλες. Ακόμη και ο πιο αφελής παρατηρητής δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την πολιτική διάσταση των πολιτικών μνήμης, οι οποίες μπορεί είτε να επιβαρύνουν την ιστορική συνείδηση είτε να ανακουφίσουν τις πληγωμένες κοινότητες: τα κράτη είναι υπόλογα για το παρελθόν τους. Για να πάρουμε δύο γνωστά παραδείγματα, η γονυκλισία του Βίλι Μπραντ μπροστά στο μνημείο του γκέτο της Βαρσοβίας και η παραδοχή της ενοχής της Γαλλίας για την τύχη των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Ζακ Σιράκ συνέβαλαν δυναμικά στην καθιέρωση μιας νέας πολιτικής ευθύνης στην αναπαράσταση του παρελθόντος.

Πολύ συχνά, η σύγκριση αποκαλύπτει ιστορικές διαπλοκές. Αυτό ισχύει για τα συγχρονικά γεγονότα: Τα εγκλήματα του Στάλιν δεν δικαιολογούν ή υποβαθμίζουν τα εγκλήματα του Χίτλερ και αντίστροφα, αλλά αναμφίβολα ο σταλινισμός και ο ναζισμός αλληλεπιδρούσαν και επηρέαζαν βαθιά ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας ένα σπιράλ ριζοσπαστικοποίησης που κατέληξε στην αποκαλυπτική σύγκρουση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια παρόμοια διαπλοκή –αν και όχι συγχρονική– συνδέει τη ναζιστική βία με την ιστορία της ευρωπαϊκής και γερμανικής αποικιοκρατίας. Οι μελέτες για το Ολοκαύτωμα αγνοούσαν συνήθως αυτόν τον γενεαλογικό δεσμό: η αποικιοκρατία είναι σχεδόν ανύπαρκτη στα έργα για τον ναζισμό διακεκριμένων ιστορικών όπως ο Τζορτζ Λ. Μόσε, Ραούλ Χίλμπεργκ, Χανς Μόμσεν, Μάρτιν Μπρόζατ ή Σαούλ Φρίντλαντερ, ή ακόμη και σε εκείνα της μεταγενέστερης γενιάς που εκπροσωπούνται από διακεκριμένους μελετητές όπως οι Γκοτζ Άλι, Ομέρ Μπάρτοφ, Κρίστιαν Γκέρλαχ και Πέτερ Λόνγκεριχ. Για τους περισσότερους από αυτούς, η αποικιοκρατία είναι μια εφήμερη «μεταφορά» (Friedländer) που εμφανίστηκε πολύ σύντομα το 1940, πριν από το Ολοκαύτωμα, όταν, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, οι Ναζί συζήτησαν εν συντομία το σχέδιο του εκτοπισμού των Ευρωπαίων Εβραίων στη Μαδαγασκάρη.

Ωστόσο, η διαπλοκή μεταξύ ναζισμού και αποικιοκρατίας έχει μελετηθεί από αρκετούς σύγχρονους ιστορικούς, από τον Άρνο Τζ. Μάγιερ έως τον Μαρκ Μαζάουερ, οι οποίοι τόνισαν την αυτοκρατορική διάσταση της ναζιστικής πολιτικής. Αυτό είχε προταθεί νωρίτερα από διάφορους μελετητές. Γράφοντας το 1942, ο Καρλ Κορς παρατήρησε ότι η Γερμανία του Χίτλερ είχε «επεκτείνει στους “πολιτισμένους” ευρωπαϊκούς λαούς τις μεθόδους που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν για τους “ιθαγενείς” ή τους “άγριους” που ζούσαν έξω από τον λεγόμενο πολιτισμό». Στο βιβλίο Η καταγωγή του ολοκληρωτισμού, η Χάννα Άρεντ [Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, 1951] αντιλήφθηκε μια προϋπόθεση για τον ναζισμό στις «διοικητικές σφαγές» που επινόησαν οι Βρετανοί κυβερνήτες της Αφρικής και της Ινδίας. Μόλις εγκαθιδρύθηκε αυτή η μοιραία σύνδεση μεταξύ της κρατικής βίας και του διοικητικού ορθολογισμού στον αποικιακό κόσμο, επισήμανε η Άρεντ, «η σκηνή φαινόταν να είναι έτοιμη για όλες τις πιθανές φρικαλεότητες».

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Φραντς Νόιμαν, ένας Γερμανοεβραίος πολιτικός επιστήμονας που εξορίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Ράφαελ Λέμκιν, ο Πολωνοεβραίος νομικός που διαμόρφωσε την έννοια της γενοκτονίας, τόνισαν τις συγγένειες μεταξύ του σύγχρονου αντισημιτισμού και του αποικιακού ρατσισμού. Ο αποικιακός ρατσισμός, τόνισαν, είχε αποτελέσει έμπνευση για τον Βίλχελμ Μαρ, τον δοκιμιογράφο που επινόησε τον όρο «αντισημιτισμός» στα τέλη της δεκαετίας του 1870. Αρκετοί ιστορικοί έχουν τονίσει τον θαυμασμό του Χίτλερ για τη Βρετανική Αυτοκρατορία και πιο πρόσφατα ο νομικός του Χάρβαρντ Τζέιμς Κ. Γουίτμαν μελέτησε προσεκτικά την επιρροή του αμερικανικού ρατσισμού στη ναζιστική ιδεολογία και πολιτική.

Οι νόμοι του Τζιμ Κρόου στο Νότο μετά το τέλος του μεσοπολέμου ενέπνευσαν τους νόμους της Νυρεμβέργης του 1935 όσον αφορά τον ορισμό της φυλής και της ιθαγένειας, τη διάκριση μεταξύ των πολιτών της «καθαρής φυλής» (λευκοί, Άριοι), των φυλετικά κατώτερων ομάδων (μαύροι) και των «μιγάδων» (Mischlinge)· και την απαγόρευση και τιμωρία των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ φυλετικά διαφορετικών ατόμων. Οι Ναζί εξέφραζαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι οι νόμοι του Τζιμ Κρόου δεν επεκτάθηκαν στους Εβραίους, αλλά αυτό δεν μείωσε τον θαυμασμό τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την εχθρότητα των οποίων απέναντι στη ναζιστική Γερμανία απέδιδαν στην επιζήμια επιρροή των εβραϊκών ελίτ στην κυβέρνηση Ρούσβελτ. Εκτιμούσαν το ευέλικτο αμερικανικό νομικό σύστημα, το οποίο ήταν σε θέση να συγχωνεύσει δύο αντιφατικές τάσεις: μια τάξη λευκής υπεροχής και μια εξισωτική μετασχηματιστική τάξη∙ τον «ρεαλισμό» των φυλετικών νόμων και τον «φορμαλισμό» της συνταγματικής ισότητας. Για τους Ναζί, αυτό σήμαινε ότι οι φυλετικές ιεραρχίες έπρεπε να συνδυαστούν με την «ισότητα» στο πλαίσιο της Γερμανικής Volksgemeinschaft [Λαϊκής-Εθνικής Κοινότητας].

 

Οι αποικιακές ρίζες

Η ναζιστική βία είναι ακατανόητη χωρίς την υλική και πολιτιστική κληρονομιά της αποικιοκρατίας. Οι αποικιακοί πόλεμοι του 19ου αιώνα εκλαμβάνονταν ως πόλεμοι κατάκτησης και εξόντωσης, που δεν διεξάγονταν εναντίον κρατών αλλά εναντίον των ίδιων των πληθυσμών. Ο ναζισμός ολοκλήρωσε τη βιοπολιτική της αποικιοκρατίας, η οποία χρησιμοποιούσε την πείνα ως εργαλείο ελέγχου των υποταγμένων πληθυσμών (κυρίως στην Ινδία, όπως τονίζει ο Μάικ Ντέιβις στο Ολοκαυτώματα της ύστερης βικτωριανής εποχής [Mike Davis, Late Victorian Holocausts]). Ακόμη και μια επιφανειακή ανάλυση του ναζιστικού λεξιλογίου αποκαλύπτει την αποικιακή του καταγωγή: «ζωτικός χώρος» (Lebensraum), «παρακμάζοντες» και «ετοιμοθάνατοι» λαοί (untergehender, sterbender Völker), «υπάνθρωποι» (Untermenschentum), «κυρίαρχη φυλή» (Herren Rasse) και, τέλος, «εξόντωση» (Vernichtung). Αυτά ήταν τα λόγια της γερμανικής αποικιοκρατίας.

Όπως προτείνει ο Μάγιερ στο Γιατί δεν σκοτείνιασαν οι ουρανοί; [Arno J. Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: The Final Solution in History, 1988], η ναζιστική κοσμοθεωρία ήταν συγκρητιστική και επικεντρώθηκε σε τρεις αλληλένδετους στόχους: τον αντικομμουνισμό, την αποικιοκρατία και τον αντισημιτισμό. Ο πρώτος ήταν ιδεολογικός και φιλοσοφικός: Ο μαρξισμός, η πιο ριζοσπαστική μορφή του Διαφωτισμού, πρέπει να καταστραφεί. Ο δεύτερος ήταν γεωπολιτικός: η κατάκτηση του γερμανικού «ζωτικού χώρου» ήταν μια παραλλαγή του παγγερμανισμού που κληρονομήθηκε από τον völkisch εθνικισμό. Ο Χίτλερ εντόπισε τον γερμανικό ζωτικό χώρο στην Ανατολική Ευρώπη, έναν σλαβικό κόσμο οργανωμένο ως κομμουνιστικό κράτος. Ο τρίτος ήταν πολιτιστικός: η εξόντωση των Εβραίων ως εσωτερικού εχθρού της γερμανικότητας και «εγκεφάλου» της ΕΣΣΔ.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, αυτές οι τρεις διαστάσεις του ναζισμού συγχωνεύτηκαν με αποτέλεσμα μια μοναδική διαδικασία: η καταστροφή της ΕΣΣΔ, ο εποικισμός της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και η εξόντωση των Εβραίων έγιναν αδιαχώριστοι στόχοι. Για τη ναζιστική ιδεολογία, η ΕΣΣΔ συγκέντρωσε δύο μορφές ετερότητας που είχαν διαμορφώσει τη δυτική ιστορία για δύο αιώνες: τον Εβραίο και το αποικιακό υποκείμενο. Η πολιτική του Χίτλερ συνέθεσε αυτά τα πολιτισμικά, γεωπολιτικά και ιδεολογικά διλήμματα: Η Ευρώπη εναντίον της «Ασίας» (της Ρωσίας)∙ και ο ναζισμός εναντίον του μπολσεβικισμού.

Κατά τη σύλληψη και την εφαρμογή αυτής της πολιτικής της κατάκτησης και της εξόντωσης, οι Ναζί δεν έβλεπαν ως διδακτικά παραδείγματα μόνο τη βρετανική και την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, αλλά και τη γερμανική ιστορία. Το 1904, η καταστολή της εξέγερσης των Χερέρο στη Ναμίμπια, τότε γερμανική αποικία, κατέληξε σε γενοκτονία. Ο στρατηγός Λόταρ φον Τρότα εξέδωσε διαταγή εξόντωσης και η γερμανική προπαγάνδα παρουσίασε αυτή την εκστρατεία εξόντωσης ως φυλετικό πόλεμο. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία έχασε τις αποικίες της και μετέφερε τις επεκτατικές της φιλοδοξίες από τη Mittelafrika στη Mitteleuropa. Αρκετοί ηγέτες των Ναζί προήλθαν από αυτή την αφρικανική εμπειρία.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Τίμοθι Σνάιντερ, το Ολοκαύτωμα έγινε ένα είδος υποκατάστατου για τις αποτυχημένες αποικιακές φιλοδοξίες της ναζιστικής Γερμανίας. Το καλοκαίρι του 1941, οι Ναζί είχαν «τέσσερις ουτοπίες: μια αστραπιαία νίκη που θα κατέστρεφε τη Σοβιετική Ένωση μέσα σε λίγες εβδομάδες· ένα Σχέδιο Πείνας που θα οδηγούσε στην λιμοκτονία τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε λίγους μήνες· μια Τελική Λύση που θα εξολόθρευε τους Ευρωπαίους Εβραίους μετά τον πόλεμο· και ένα Generalplan Ost που θα έκανε τη δυτική Σοβιετική Ένωση γερμανική αποικία. Έξι μήνες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ο Χίτλερ είχε αναδιατυπώσει τους πολεμικούς στόχους έτσι ώστε η φυσική εξόντωση των Εβραίων να αποτελεί προτεραιότητα». Καθώς η απέλασή τους έξω από την Ευρώπη ήταν αδύνατη, οι Εβραίοι έπρεπε να εξοντωθούν.

Ο Εμέ Σεζέρ και ο Φραντς Φανόν δεν ήταν ιστορικοί, αλλά η άποψή τους για τα ναζιστικά εγκλήματα ως «αντίδραση» (choc en retour) ήταν μια χρήσιμη και δικαιολογημένη προειδοποίηση σε μια εποχή συλλογικής αμνησίας. Για τον Σεζέρ, ο ναζισμός «εφάρμοσε στην Ευρώπη αποικιοκρατικές διαδικασίες που μέχρι τότε είχαν επιφυλαχθεί αποκλειστικά για τους Άραβες της Αλγερίας, τους κούληδες της Ινδίας και τους μαύρους της Αφρικής». Σύμφωνα με τον Φραντς Φανόν, ο οποίος έγραψε το Της Γης οι Κολασμένοι [Frantz Fanon, Les Damnés de la Terre, 1961] κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, ο φασισμός δεν μπορούσε να διαχωριστεί από την αποικιοκρατία: «Τι είναι ο φασισμός αν όχι αποικιοκρατία εφόσον έχει τις ρίζες του σε μια παραδοσιακά αποικιοκρατική χώρα;». Η προσέγγισή τους, η οποία κινδυνεύει να εξισώσει χονδροειδώς το Ολοκαύτωμα με την αποικιοκρατία, είναι αμφισβητήσιμη, αλλά παρόλα αυτά κρύβει μια γόνιμη διαίσθηση. Η παραίνεσή τους, ωστόσο, αγνοήθηκε δυστυχώς από τους περισσότερους ιστορικούς, οι οποίοι δεν αντιλήφθηκαν τον κρίσιμο γενεαλογικό δεσμό μεταξύ των ναζιστικών εγκλημάτων και του αυτοκρατορικού παρελθόντος της Ευρώπης.

Ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά του Ολοκαυτώματος αποδεικνύουν τη γενεαλογική του σχέση με τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, δεν τεκμηριώνουν καμία ισοδυναμία. Η μαζική βία δεν είναι μια μονολιθική κατηγορία στην οποία οι εμπειρίες σε διαφορετικές ηπείρους σε διαφορετικές εποχές είναι πανομοιότυπες. Αν το Ολοκαύτωμα διέθετε αναμφίβολα μια αποικιοκρατική διάσταση, αυτό δεν εξηγεί τον εκτοπισμό στο Άουσβιτς των Γάλλων, Ιταλών, Βέλγων, Ολλανδών, Ούγγρων ή Ελλήνων Εβραίων. Η συστηματική δολοφονία τους δεν ήταν υποβοηθητική για την κατάκτηση του lebensraum: σχετιζόταν με την ιδιότυπη ιστορία της völkisch ιδεολογίας και του αντισημιτισμού.

Αυτό σημαίνει ότι το Ολοκαύτωμα, σε αντίθεση με άλλες γενοκτονίες, ήταν μια «οντολογική» εξόντωση, κατά τον Τζορτζ Στάινερ; Όλες οι γενοκτονίες είναι «οντολογικές», ακόμη και αν η κατάκτηση μιας ηπείρου δεν μπορεί να σχεδιαστεί ως καταστροφή μιας μειονότητας. Διαφορετικά, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο ισπανικός αποικισμός της Αμερικής ήταν μια μικρή γενοκτονία, επειδή οι conquistadores δεν εξολόθρευσαν ολόκληρο τον πληθυσμό. Οι Εβραίοι που εξοντώθηκαν από τους Ναζί –είναι οδυνηρό να επαναλαμβάνουμε μια τέτοια κοινοτοπία– δεν αξίζουν ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη συμπόνια και ανάμνηση από τους Αρμένιους που εξοντώθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, τους Σοβιετικούς πολίτες που πέθαναν στα Γκούλαγκ, τους Ουκρανούς αγρότες που αφανίστηκαν στο Χολοντομόρ, τους Κονγκολέζους που θανατώθηκαν στις φυτείες καουτσούκ του Λεοπόλδου Β΄, τους Αλγερινούς που κάηκαν στα χωριά τους από τα γαλλικά στρατεύματα, τους Αιθίοπες που εξολοθρεύτηκαν με αέρια από τα ιταλικά αεροπλάνα, τους desaparecidos των στρατιωτικών δικτατοριών της Αργεντινής και της Χιλής, και ούτω καθεξής σε έναν ατελείωτο κατάλογο σύγχρονων θηριωδιών.

Η μαζική βία είναι ένα σύνολο συναφών, παρόμοιων, συγκρίσιμων, αλλά και μεμονωμένων γεγονότων. Αυτό δεν συνεπάγεται καμία ιεράρχηση της θυματοποίησης, αλλά παραμένει σημαντικό για την κριτική κατανόηση. Όλες οι γενοκτονίες είναι «ρήξεις του πολιτισμού» [“caesurae of civilization”] (Zivilisationsbruch), ακόμη και αν μπορεί να προκύπτουν από τις καταστροφικές δυνατότητες του ίδιου του πολιτισμού, από πολύ διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και αν η αντίληψη και η κληρονομιά τους δεν μπορεί να είναι παντού η ίδια.

Υπάρχει μια απόλυτη μοναδικότητα των γενοκτονιών –μεταξύ των οποίων και του Ολοκαυτώματος– η οποία ενσαρκώνεται από τα θύματά τους. Καμία προσπάθεια ενσυναίσθησης ή κατανόησης δεν μπορεί να συλλάβει πλήρως τον πόνο τους. Οι ιστορικοί πρέπει να σέβονται τη μοναδικότητα αυτής της μη μεταβιβάσιμης βιωμένης εμπειρίας, αλλά δεν μπορούν να την υιοθετήσουν. Αυτή η μοναδικότητα είναι υποκειμενική και η ιστορική κατανόηση συνίσταται στην κατανόηση των πλαισίων και την υπέρβασή της, μεταξύ άλλων μέσω της σύγκρισής της με άλλες μορφές βίας, αντί της ιεροποίησής της.

Η μνήμη των επιζώντων –αυτό εννοούσε ο Πρίμο Λέβι όταν μιλούσε για την ανυπαρξία ενός «ολοκληρωμένου μάρτυρα»– δεν είναι παρά ένα θραύσμα ενός γεγονότος με ποικίλες μορφές και αιτίες. Το Ολοκαύτωμα είχε τουλάχιστον τέσσερις μεγάλες φαινομενολογικές διαστάσεις: τα γκέτο, τις μαζικές εκτελέσεις, τα στρατόπεδα εξόντωσης και τις πορείες θανάτου στα τέλη του 1944 έως τις αρχές του 1945. Οι ατομικές αναμνήσεις δεν μπορούν να αγκαλιάσουν μια τέτοια πολυπλοκότητα∙ η ιστορία αποτελείται από σχετικές –ούτε απόλυτες ούτε μη συγκρίσιμες– μοναδικότητες.

Για να επιστρέψουμε στον Μόουζες και στο νέο Historikestreit: υποστηρίζει ότι το κλειδί για την κατανόηση της γενοκτονίας βρίσκεται στην εμμονή των σύγχρονων κρατών για «μόνιμη ασφάλεια», μια νέα έννοια που αμφισβητεί τη συνήθη πρωτοκαθεδρία των εθνοτικών και φυλετικών κριτηρίων και τελικά δεν κάνει διάκριση μεταξύ του Ολοκαυτώματος και των αποικιακών γενοκτονιών. Η ιστοριογραφική συζήτηση που προκάλεσε αυτή η έννοια είναι προφανώς θεμιτή. Εξίσου θεμιτή είναι η επανεκτίμηση από τον Μόουζες της γενεαλογίας της έννοιας της γενοκτονίας, λαμβάνοντας υπόψη το (πρόσφατα ανακαλυφθέν) σιωνιστικό παρελθόν του Ράφαελ Λέμκιν, του εφευρέτη της.

Η έννοια αυτή, υποστηρίζει, δεν προέκυψε από μια σωρευτική διαδικασία έρευνας και γνώσης σχετικά με την ιστορία της μαζικής βίας. Ήταν μάλλον προϊόν της «απρόβλεπτης κατάστασης» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: ένα χρήσιμο εργαλείο για μια δικαστική κουλτούρα που είχε συνηθίσει να αξιολογεί εγκλήματα κατά εθνών (δηλαδή κοινοτήτων που αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο) για να αναγνωρίσει την εξόντωση των Εβραίων. Όποια και αν είναι η προέλευσή της, η έννοια αυτή τροφοδότησε δεκαετίες ακαδημαϊκής και ιστορικής έρευνας. Επιπλέον, ο Μόουζες δεν είναι ο πρώτος μελετητής που εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας νομικής κατηγορίας για την ιστορική ανάλυση, όταν ο σκοπός της δεν είναι να κατανοήσει το πλαίσιο και να εξηγήσει, αλλά να ορίσει την ενοχή και την αθωότητα, τους δράστες και τα θύματα.

Η συζήτηση αυτή είναι πολιτική και καθαρά ιστοριογραφική. Η έννοια της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος προβάλλεται σαν σύνθημα από τόσο διαφορετικούς μελετητές όπως ο Γκοτζ Άλι, ο οποίος έγραψε πολλά έργα για να αποδείξει την οικονομική ορθολογικότητα της εξόντωσης των Εβραίων, και ο Γιεχούντα Μπάουερ, σύμφωνα με τον οποίο το Ολοκαύτωμα διαφέρει από κάθε άλλη γενοκτονία στην ιστορία ακριβώς λόγω της έλλειψης οικονομικών κινήτρων.

Πίσω από τα ιστορικά τους επιχειρήματα, ωστόσο, διακυβεύεται η μνήμη: η θέση περί «μοναδικότητας» φέρνει κοντά μια γενιά Γερμανών επιστημόνων που πριν από μερικές δεκαετίες προσπάθησαν να «συμβιβαστούν με το παρελθόν», με Σιωνιστές διανοούμενους που υπερασπίζονται εδώ και καιρό μια ιουδαιοκεντρική θεώρηση της ιστορίας. Μια παρόμοια ιουδαιοκεντρική προσέγγιση εμπνέει τον Ομέρ Μπάρτοφ, ο οποίος εξισώνει τον Νόλτε και τον Μόουζες ως εκπροσώπους συμμετρικών μορφών ιστορικού «αναθεωρητισμού»: ο πρώτος αθωώνοντας τους Γερμανούς ως θύματα του μπολσεβικισμού, ο δεύτερος αναγνωρίζοντας την ιδιότητα του θύματος στους αποικιοκρατούμενους λαούς μαζί με τους Εβραίους. Και οι δύο θα έθεταν υπό αμφισβήτηση το αποκλειστικό καθεστώς της εβραϊκής θυματοποίησης.

Από ορισμένες απόψεις, αυτός ο ορισμός της «μοναδικότητας» –η ιεράρχηση των θυμάτων– έχει γίνει η επίσημη στάση του γερμανικού κράτους. Διαπραγματευόμενη συγγνώμες με τη Ναμίμπια, χωρίς να εξετάζει το ενδεχόμενο αποζημιώσεων για τις μειονότητες Νάμα και Χερέρο της χώρας αυτής, η Γερμανία υποβαθμίζει το αποικιοκρατικό της παρελθόν (και τα θύματά του) ως τομέα της raison d’état και όχι της συλλογικής μνήμης. Το Ολοκαύτωμα είναι «μοναδικό» και χρήζει εξιλέωσης∙ η εξόντωση των Χερέρο και των Νάμα είναι μια «συνηθισμένη» αποικιακή γενοκτονία για την οποία αρκούν οι συγγνώμες και μια μοναδική συνολική αποζημίωση.

 

Αντιαποικιακή μνήμη

Για σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το 1945, μια εποχή κατά την οποία οι κυβερνήσεις δεν δημιούργησαν μουσεία και μνημεία Ολοκαυτώματος, κατά την οποία τόσο οι επιζώντες όσο και οι διώκτες τους εξακολουθούσαν να είναι πολυάριθμοι και ενεργοί, οι προσπάθειες να θυμηθούμε την εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων δεν έδιναν έμφαση στη «μοναδικότητά» της. Το Ολοκαύτωμα ήταν σχεδόν δυσδιάκριτο από την ανάμνηση της Αντίστασης και τροφοδοτούσε δυναμικά τον αντιαποικιοκρατισμό. Η ιστορική γνώση του Ολοκαυτώματος ήταν ακόμη ελλιπής και προσεγγιστική –οι ιστορικοί δεν έκαναν ακόμη διάκριση μεταξύ στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης– αλλά η κληρονομιά του και η πολιτική του σημασία ήταν προφανείς, ιδίως για την Αριστερά.

Στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, πολλοί πρώην αντάρτες –ανάμεσά τους και πολλοί Εβραίοι– θεώρησαν ότι η υποστήριξή τους στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) ήταν συνέχεια των προηγούμενων αντιφασιστικών δεσμεύσεών τους. Σίγουρα δεν θα είχαν αντίρρηση για την εξομοίωση του ναζισμού με την αποικιοκρατία από τον Σεζέρ και τον Φανόν. Ο Γιάκομπ Μονέτα –ένας Γερμανοεβραίος που είχε βιώσει τα πογκρόμ στην Πολωνία ως παιδί, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και είχε επιβιώσει από το Ολοκαύτωμα μεταναστεύοντας στην Παλαιστίνη– έπαιξε σημαντικό ρόλο, επωφελούμενος από τη διπλωματική του ασυλία ως πολιτικός υπάλληλος της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι, στην παροχή υλικής και οικονομικής υποστήριξης στο FLN.

Η συνέχεια μεταξύ του αντιφασισμού, του αγώνα κατά του αντισημιτισμού και του αντιαποικιοκρατισμού ήταν εξίσου εμφανής για τους Βόλφγκανγκ Άμπντενροθ, Γκύντερ Άντερς, Λέλιο Μπάσο, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ισαάκ Ντόιτσερ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Ραλφ Σένμαν, Ζιζέλ Χαλιμί και άλλους διανοούμενους που συμμετείχαν στο Δικαστήριο Ράσελ κατά του πολέμου του Βιετνάμ.

Μετά τη σφαγή στο Μι Λάι, ο Άντερς, ένας Γερμανοεβραίος, πρότεινε τη διεξαγωγή μιας συνεδρίασης του δικαστηρίου στο Άουσβιτς, ακριβώς για να τονίσει τη συνέχεια μεταξύ των ναζιστικών εγκλημάτων και των εγκλημάτων των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, που και τα δύο αποδίδονται στον ιμπεριαλισμό. Το 1967, ο Ζαν Αμερί (Χανς Μάγιερ), επιζών από το Άουσβιτς, συγκέντρωσε διάφορα κείμενα αφιερωμένα στο Ολοκαύτωμα στο βιβλίο At the Mind’s Limits (Στα όρια του νου), ένα κεφάλαιο του οποίου επικεντρώνεται στα βασανιστήρια. Πριν απελαθεί ως Εβραίος, ο Αμερί είχε υποστεί βασανιστήρια ως μαχητής της Αντίστασης στο Βέλγιο. Αφού πέρασε ένα χρόνο δίπλα στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, περιέγραψε τα βασανιστήρια όχι ως «τυχαίο χαρακτηριστικό του Τρίτου Ράιχ», αλλά μάλλον ως «ουσία» του. Σύμφωνα με τον Αμερί, τα βασανιστήρια ήταν «η αποθέωση του εθνικοσοσιαλισμού»: «Ακριβώς στα βασανιστήρια το Τρίτο Ράιχ πραγματώθηκε σε όλη την πυκνότητα της ύπαρξής του».

Πώς εξηγείται αυτή η παράδοξη εκτίμηση από έναν επιζώντα του Άουσβιτς; Τα βασανιστήρια έχουν χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως από όλα τα είδη των πολιτικών καθεστώτων, από στρατιωτικές δικτατορίες μέχρι δημοκρατίες (σκεφτείτε το Αμπού Γράιμπ), ενώ το Ολοκαύτωμα ήταν γενοκτονία. Το κείμενο του Αμερί ερμηνεύεται συνήθως ως ένας διαχρονικός στοχασμός πάνω στη βία, αλλά θα πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στη γαλλική συζήτηση για τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, η οποία προκλήθηκε από το έργο La Question του Ανρί Αλέγκ του 1958. Ο Αμερί επανεξέτασε το Ολοκαύτωμα μέσα από το πρίσμα της αποικιοκρατίας. Η ιστορική ερμηνεία που εμφανίζει το κείμενό του είναι συζητήσιμη, αλλά ο πολιτικός του στόχος ήταν απολύτως σαφής. Ο Αμερί δεν επεδίωκε να ανεγείρει ένα μνημείο στη μνήμη των επιζώντων, αλλά να ενεργοποιήσει την κριτική της δύναμη.

Για τον Αμερί ήταν σαφές ότι μαρτυρία για το Ολοκαύτωμα σήμαινε αγώνα κατά της καταπίεσης στο παρόν και όχι να περιβάλλει ένα βιωμένο τραύμα με μια μυστικιστική αύρα ιερότητας. Δεν ήταν αφελής. Ένιωθε ότι η τάση της γερμανικής Νέας Αριστεράς να μιλάει για φασισμό αντί για ναζισμό (σε μια εποχή κατά την οποία τόσοι πολλοί πρώην ναζί όχι μόνο ζούσαν ακόμη αλλά ήταν σε σημαντικό βαθμό ενσωματωμένοι στο δυτικογερμανικό κράτος) ήταν ύποπτη, όπως και η επιμονή της να μιλάει για αντισιωνισμό αγνοώντας τον αντισημιτισμό.

Για τη γερμανική Νέα Αριστερά, το Ολοκαύτωμα περισσότερο απομακρύνθηκε παρά αφομοιώθηκε ή ξεπεράστηκε. Ο Αμερί έγραψε ένα άρθρο για το Konkret, το σημαντικότερο πολιτιστικό περιοδικό της Νέας Αριστεράς, για να επισημάνει αυτές τις αμφισημίες. Όταν το Ολοκαύτωμα βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής τη δεκαετία του 1980, πρώτα με μια μάλλον μέτρια αμερικανική τηλεοπτική σειρά, το Holocaust, και στη συνέχεια με το Historikerstreit, η Νέα Αριστερά περιθωριοποιήθηκε εντελώς και πολλές ηγετικές φυσιογνωμίες την εγκατέλειψαν. Αυτό που ο Μόουζες αποκαλεί «γερμανικό κατηχητικό», με την εμμονή του στη μοναδικότητα, τη δυσπιστία του στη σύγκριση, τον ακραίο σιωνισμό του και την τάση του να θεωρεί τις μεταποικιακές σπουδές ως μια μορφή αντισημιτισμού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος αντίδρασης: αυτή η υπερβολική εστίαση στη «μοναδικότητα» του Ολοκαυτώματος είναι η συμμετρική αντιστροφή και η καθυστερημένη αποζημίωση για μια μακρόχρονη απώθηση, που τώρα θεωρείται ως ένοχη σιωπή.

 

Πολιτική θρησκεία

Από ορισμένες απόψεις, αυτό που ο Μόουζες αποκαλεί «γερμανική κατήχηση» είναι η διαστρεβλωμένη μορφή μιας πολιτικής θρησκείας. Το Ολοκαύτωμα ως «πολιτική θρησκεία» διαθέτει αναμφισβήτητα τις αρετές του, ιεροποιώντας αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της φυλετικής, εθνοτικής ή σεξουαλικής ετερότητας μέσω τελετουργικών εκδηλώσεων μνήμης. Η «γερμανική κατήχηση», ωστόσο, ιεροποιεί τόσο την εβραϊκή θυματοποίηση όσο και τη γερμανική ενοχή διαχωρίζοντάς τα από την ιστορία του εθνικισμού, του ρατσισμού, του φασισμού και της αποικιοκρατίας. Αντί να αντιμετωπίζει το Ολοκαύτωμα ως προειδοποίηση κατά των σημερινών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας, εξυμνεί την ακατάλυτη συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ισραήλ.

Σε καιρούς αυξανόμενης ισλαμοφοβίας και ξενοφοβικής απόρριψης των μεταναστών και των προσφύγων, αυτή η σεχταριστική και κοντόφθαλμη μνήμη μπορεί εύκολα να γίνει ένα άνετο άλλοθι για τον μεταφασισμό. Από τον Ματέο Σαλβίνι μέχρι τη Μαρίν Λεπέν, από τον Ερίκ Ζεμούρ μέχρι τον Βίκτορ Όρμπαν, όλοι οι Ευρωπαίοι δεξιοί λαϊκιστές ηγέτες επιδεικνύουν τις άριστες σχέσεις τους με το Ισραήλ για να αποδείξουν την άμεμπτη στάση τους σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πριν από μερικά χρόνια, ο Σαλβίνι διοργάνωσε, την ίδια εβδομάδα, μια επιδρομή κατά των μεταναστών στα ρωμαϊκά προάστια και, στην ιταλική Γερουσία, ένα συμπόσιο για το Ολοκαύτωμα με τη συμμετοχή του ισραηλινού πρέσβη. Στη Γερμανία, τονίζει ο Μόουζες, η «κατήχηση» ομοσπονδοποιεί ένα μεγάλο πολιτικό φάσμα που εκτείνεται από την Antideutsche (μια παθολογικά υπερ-σιωνιστική ριζοσπαστική αριστερά) μέχρι τη μεταφασιστική Alternative für Deutschland, από τους πιο αδιάλλακτους πολέμιους της γερμανικής ενοχής μέχρι τους νοσταλγούς επιγόνους του γερμανικού εθνικισμού.

Οι περισσότεροι σύγχρονοι νεοσυντηρητικοί έχουν εγκαταλείψει τον αντισημιτισμό. Το να θεωρούν τους Εβραίους ξένους στην Ευρώπη –λένε– ήταν το μοιραίο λάθος των προγόνων τους, των οπαδών του völkisch εθνικισμού. Η Γερμανία αποσαφήνισε αυτή την ασυγχώρητη παρανόηση και μετανόησε για τα εγκλήματά της δίνοντας σπίτι στους Εβραίους, που επιτέλους αναγνωρίστηκαν ως συστατικό μέρος του δυτικού πολιτισμού. Τώρα έχουν γίνει αποδεκτοί και η Ευρώπη πρέπει να προστατευτεί από τους πραγματικούς εχθρούς της: το Ισλάμ και την ισλαμική τρομοκρατία. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, σε αντίθεση με τους Εβραίους, ενσαρκώνουν μια κουλτούρα, μια θρησκεία και έναν τρόπο ζωής που είναι κατά βάση ασύμβατοι με τη Δύση (και τον εβραϊκό-χριστιανικό πολιτισμό)∙ αποτελούν προνομιακό φορέα του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας.

Ο νεοσυντηρητικός φιλοσημιτισμός και η υποστήριξη του Ισραήλ συμβαδίζουν με την ισλαμοφοβία, η οποία συχνά προβάλλεται υπό τη σημαία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (η υπεράσπιση των δυτικών αξιών έναντι του ισλαμικού σκοταδισμού). Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των νεοσυντηρητικών και μεταφασιστικών ρευμάτων που εγκατέλειψαν τον αντισημιτισμό είναι το μίσος τους για τους μετανάστες και η απόρριψη του Ισλάμ. Οι υπερασπιστές του δόγματος της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος, σύμφωνα με την επίσημη πολιτική του γερμανικού κράτους, δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό.

Από ορισμένες απόψεις, η «γερμανική κατήχηση» εμφανίζει τις αμφισημίες της έντονης μάχης μνήμης που έδωσε ο Χάμπερμας την εποχή του πρώτου Historikerstreit. Υπερασπιζόμενος την ιδέα μιας μετα-εθνικής γερμανικής ταυτότητας –ο Χίτλερ είχε απαξιώσει ανεπανόρθωτα ολόκληρη την παράδοση του γερμανικού εθνικισμού– ο Χάμπερμας τόνισε τον λυτρωτικό χαρακτήρα της μνήμης του Ολοκαυτώματος: μόνο «μετά και μέσω (nach und durch) του Άουσβιτς», έγραψε, η Γερμανία είχε τελικά «ενταχθεί στη Δύση».

Αυτό είχε συνέπειες πέρα από την επιβεβαίωση ενός «συνταγματικού πατριωτισμού» που έχει σαφείς ρίζες στη δυτικοφιλελεύθερη παράδοση. Πρώτον, διεκδικούσε την ενοχή δυνατά και ξεκάθαρα, όπως καμία γερμανική φωνή δεν είχε κάνει προηγουμένως (εκτός από τον Καρλ Γιάσπερς, που γρήγορα απομονώθηκε και σιώπησε το 1946). Επιπλέον, θόλωσε πλήρως τη γενεαλογική σύνδεση μεταξύ του Ολοκαυτώματος και της αποικιοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο, το Ολοκαύτωμα έγινε μια παθολογική απόκλιση από μια γραμμική δυτική πορεία∙ σίγουρα όχι, όπως η αποικιοκρατία, προϊόν του ίδιου του δυτικού πολιτισμού. Τριάντα πέντε χρόνια μετά το Historikerstreit, το γερμανικό κράτος αντικατέστησε τον «λυτρωτικό» αντισημιτισμό των Ναζί (Friedländer) με ένα είδος «λυτρωτικού» φιλοσημιτισμού, που δεν σημαίνει τον αγώνα κατά του ρατσισμού, αλλά την εγγεγραμμένη στο νόμο ασφάλεια του Ισραήλ.

Το 2015, στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης, η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε πανηγυρικά ότι, δεδομένου του παρελθόντος της, η Γερμανία δεν μπορούσε να ξεφύγει από το ηθικό καθήκον να τους υποδεχθεί. Τώρα, ένα νέο κύμα γερμανικού εθνικισμού αντιμετωπίζει τους μη Ευρωπαίους πρόσφυγες και μετανάστες (συχνά σε αντίθεση με τους Ουκρανούς πρόσφυγες) ως βαρβάρους. Από πολλές απόψεις, ο Μόουζες έχει δίκιο να τονίζει ότι η Γερμανία εξακολουθεί να στοιχειώνεται από το «εβραϊκό της ζήτημα». Τον δέκατο ένατο αιώνα, ο αντισημιτισμός ήταν ένας «πολιτιστικός κώδικας» στη διαδικασία οικοδόμησης του έθνους του Kaiserreich. Ελλείψει θετικών μύθων –η Μεταρρύθμιση κατέληξε σε θρησκευτικούς πολέμους και ο φιλελευθερισμός απέτυχε το 1848– η Γερμανία σφυρηλάτησε αρνητικά την αυτοαναπαράστασή της μέσω του αντισημιτισμού: το να είσαι Γερμανός σήμαινε, πάνω απ’ όλα, να μην είσαι Εβραίος∙ η γερμανικότητα ήταν το αντίθετο του εβραϊσμού. Σήμερα, ο φιλοσημιτισμός έχει γίνει ο «πολιτιστικός κώδικας» μιας επανενωμένης, μετα-εθνικής Γερμανίας, που θεωρεί τους Εβραίους ως ιδιαίτερους φίλους και την υπεράσπιση του Ισραήλ ως ηθικό καθήκον. Είτε στιγματισμένοι (στο παρελθόν) είτε ιεροποιημένοι (τώρα), οι Εβραίοι παραμένουν ένας συμβολικός δείκτης μέσω του οποίου μια εθνική κοινότητα προσπαθεί να προσδιορίσει τον εαυτό της, τις αρετές της και την ταυτότητά της.

Παρά τις ασάφειες που αναφέρθηκαν παραπάνω, η μάχη του Χάμπερμας κατά τη διάρκεια του Historikerstreit είχε προφανώς γόνιμες συνέπειες. Η μάχη του να καταστήσει το Ολοκαύτωμα πυλώνα της γερμανικής ιστορικής συνείδησης οδήγησε, μιάμιση δεκαετία αργότερα, σε έναν νέο νόμο περί ιθαγένειας που καθιερώνει το jus soli δίπλα στο jus sanguinis. Το να είσαι Γερμανός πολίτης δεν σημαίνει πλέον ότι ανήκεις σε μια εθνοτική ομάδα Stammgenosse («αδελφοί εξ αίματος»), αλλά ότι είσαι μέλος μιας πολιτικής κοινότητας, μοιράζεσαι υποχρεώσεις και δικαιώματα παρά την εθνοτική σου καταγωγή. Αυτή ήταν μια μεταθανάτια αναγνώριση για εκατομμύρια Γερμανοεβραίους που, για δεκαετίες, θεωρούνταν ξένοι στην ίδια τους τη χώρα.

Σήμερα, η Γερμανία έχει γίνει ένα πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό έθνος, με σημαντικό αριθμό νέων πολιτών μεταποικιακής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εκατομμύρια Γερμανοί ταυτίζονται περήφανα με ποδοσφαιριστές που φέρουν πολωνικά, τουρκικά, αφρικανικά ή λατινοαμερικάνικα επίθετα. Αυτό είναι το σημάδι μιας τεράστιας και θετικής πολιτισμικής αλλαγής. Σίγουρα, οι Γερμανοί πολίτες με μεταποικιακή καταγωγή δεν πρέπει να αγνοούν ότι το Ολοκαύτωμα ανήκει στην ιστορία της χώρας τους, αλλά ενσαρκώνουν και άλλες μνήμες που διεκδικούν νόμιμα την αναγνώρισή τους. Η αποικιοκρατία αποτελεί συστατικό μέρος της ευρωπαϊκής και γερμανικής ιστορίας, όπως και ο αντισημιτισμός∙ η μνήμη τους θα πρέπει να αποτελεί μέρος της γερμανικής συλλογικής μνήμης, όχι απλώς της μνήμης των μειονοτήτων της. Αυτός ο κοινός τόπος, ωστόσο, είναι απλώς ασύμβατος με το δόγμα της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος και της υπεράσπισης του Ισραήλ. Θα έπρεπε οι Γερμανοί πολίτες παλαιστινιακής καταγωγής να θεωρούν την ασφάλεια του Ισραήλ ως δικό τους πολιτικό και ηθικό καθήκον;

Ο Ντιρκ Μόουζες παρατηρεί ότι, σύμφωνα με διάφορες έρευνες, πολλοί μη λευκοί Γερμανοί μαθητές που επισκέφθηκαν το Άουσβιτς δεν αισθάνθηκαν ενοχές για τις γερμανικές πράξεις, αλλά μάλλον ταυτίστηκαν αυθόρμητα με τους Εβραίους. Ένα σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε μια αστική θρησκεία της μνήμης που απορρίπτει τις μετα-αποικιακές ταυτότητες ως αντισημιτικές. Μια πολυπολιτισμική κοινωνία θα πρέπει να διατηρήσει την ποικιλομορφία της, ως το πεδίο μιας «πολυκατευθυντικής μνήμης» (Michael Rothberg), στην οποία η μνήμη του Ολοκαυτώματος και εκείνη της αποικιοκρατίας θα μπορούσαν όχι μόνο να συνυπάρξουν αλλά και να ενισχύσουν τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η ιστορική συνείδηση και η παιδαγωγική του πλουραλισμού και της δημοκρατίας δεν μπορούν να στηρίζονται αποκλειστικά στη μνήμη του Ολοκαυτώματος, όσο σημαντική και αν είναι και όσο ουσιαστική και αν υπήρξε για να μπορέσουν η Γερμανία και η Ευρώπη να «επεξεργαστούν το παρελθόν». Δυστυχώς, οι «κατηχητές» δεν έχουν την τάση για διάλογο∙ είναι ακριβώς το αντίθετο της ευγενούς παράδοσης του εβραϊκού οικουμενισμού, που βρήκε τόσους σπουδαίους εκπροσώπους στη Γερμανία.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Enzo Traverso, “No, Post-Nazi Germany Isn’t a Model of Atoning for the Past”, Jacobin, 6 Ιουνίου 2022, https://jacobin.com/2022/06/post-nazi-germany-colonialism-holocaust-israel-atonement. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article67579.

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 21 Νοεμβρίου 2023 12:12

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.