Διαδήλωση Αβορίγινων το 1983
Cathy Lewis
Καπιταλισμός, δικαιώματα γης και αντίσταση των Αβορίγινων
Τα δικαιώματα γης των Αβορίγινων έχουν διατυπωθεί και διεκδικηθεί από γενιές Αβορίγινων αγωνιστών της ελευθερίας, ακτιβιστών, συνδικαλιστών, αγωνιστών, κοινοτικών ομάδων και των υποστηρικτών τους για περισσότερα από 200 χρόνια.
Γιατί η γη έγινε κεντρικό πεδίο μάχης; Γιατί η καταστολή της αντίστασης των Αβοριγίνων εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση και τη βιομηχανία; Πώς μπορεί να νικήσει ο αγώνας;
Μια σύγκρουση κοινωνιών
Πριν από την εισβολή στην αυστραλιανή ήπειρο, η βιομηχανική επανάσταση είχε επιφέρει κοινωνική επανάσταση στην Αγγλία. Τα κοινά περιφράχθηκαν· οι αγρότες εκδιώχθηκαν από τη γη τους και αναγκάστηκαν να ενταχθούν στον αυξανόμενο στρατό των εργατών μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία των πόλεων. Η ατομική ιδιοκτησία έγινε ιερή και διασφαλίστηκε με δρακόντειους νόμους. Αυτή η τεράστια κοινωνική αναταραχή επεκτάθηκε και στις αποικίες.
Μετά τον πόλεμο ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, η Αγγλία δεν μπορούσε πλέον να στέλνει τον αυξανόμενο αριθμό καταδίκων της στη Βόρεια Αμερική. Αφού απέτυχε μια προσπάθεια μεταφοράς τους στη δυτική Αφρική, οι αρχές αποφάσισαν να ιδρύσουν αποικία καταδίκων στην Αυστραλία. Ο οικισμός προοριζόταν επίσης ως βάση για φαλαινοθηρικά πλοία και για την προστασία των βρετανικών συμφερόντων στον Ειρηνικό.
Η άφιξη του Πρώτου Στόλου έφερε μια νέα κοινωνική τάξη∙ μια ταξική κοινωνία που βασιζόταν στη συσσώρευση πλούτου και ιδιοκτησίας, στην εκμετάλλευση της εργασίας (αρχικά με τη μορφή της καταναγκαστικής και στη συνέχεια της μισθωτής εργασίας), στον ατομικισμό και, φυσικά, στην καταπίεση και την ανισότητα.
Αντίθετα, η κοινωνία των Αβοριγίνων ήταν εξισωτική. Οι ιθαγενείς είχαν μια θεμελιωδώς διαφορετική σχέση με το φυσικό περιβάλλον και μεταξύ τους από ό,τι οι Ευρωπαίοι εισβολείς. Οι οικονομίες και τα οικιστικά πρότυπα ήταν ποικίλα και βασίζονταν σε συγκεκριμένες μορφές χρήσης της γης. Αυτή η σχέση χαρακτηρίζεται συνήθως ως κυνηγετική-τροφοσυλλεκτική, αν και υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι υπήρχαν πιο αγροτικοί τύποι διαχείρισης της γης.
Ο Μπιλ Γκάματζ στο πρόσφατο βιβλίο του Το μεγαλύτερο κτήμα στη Γη [Bill Gammage, The Biggest Estate on Earth, Allen & Unwin 2011] εξηγεί ότι το 1788 δεν υπήρχε «άγρια φύση», αλλά ένα τοπίο που αντανακλούσε ένα εξελιγμένο, επιτυχημένο και ευαίσθητο σύστημα καλλιέργειας, ενσωματωμένο σε ολόκληρη την αυστραλιανή γη: «Η χρήση της φωτιάς δεν ήταν ένα ανεξέλεγκτο εργαλείο μείωσης της καύσιμης ύλης ή επέκτασης των χορτολιβαδικών εκτάσεων αλλά προσεκτικά εφαρμοσμένη για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη ορισμένων φυτών και ζώων, να διευκολυνθεί η πρόσβαση και η εναλλαγή και να διασφαλιστεί ότι οι πόροι ήταν άφθονοι, βολικοί και προβλέψιμοι».
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Για χιλιάδες χρόνια, ο λαός Γκουντιτζμάρα της Δυτικής Βικτώριας ευημερούσε χάρη στις έξυπνες μεθόδους διοχέτευσης των υδάτινων ροών και τη συστηματική αλίευση χελιών, ώστε να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός για όλο το χρόνο. Οι Γκουντιτζμάρα ζούσαν σε μόνιμους οικισμούς. Η περιοχή παρουσιάζει ενδείξεις μιας μεγάλης εγκατεστημένης κοινότητας Αβοριγίνων που χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν, οι οποίοι εκτρέφανε χέλια και έκαναν καπνιστά χέλια για τροφή και εμπόριο σε αυτό που θεωρείται ένα από τα πρώτα και μεγαλύτερα εγχειρήματα υδατοκαλλιέργειας στην Αυστραλία.
Οι παγίδες χελιών και τα φράγματα είναι μερικές από τις παλαιότερες ανθρώπινες κατασκευές στον πλανήτη. Οι Γκουντιτζμάρα χρησιμοποιούσαν τα χέλια για τις δικές τους ανάγκες και ως νόμισμα στις συναλλαγές τους με τους γειτονικούς Αβορίγινες. Αυτό παρείχε μια οικονομική βάση για την ανάπτυξη μιας εγκατεστημένης κοινωνίας.
Αυτή η σχέση με τη γη σήμαινε ότι η εργασία για τους Αβορίγινες ήταν επίσης διαφορετική. Οι άνθρωποι δούλευαν μόνο μέχρι να έχουν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις άμεσες ανάγκες τους. Αν και ορισμένοι άνθρωποι είχαν ειδικό καθεστώς, δεν υπήρχε παγιωμένη υποταγή των γυναικών και δεν υπήρχαν ταξικοί διαχωρισμοί. Η καπιταλιστική επιταγή για εργασία και συσσώρευση πλούτου ως αυτοσκοπός δεν υπήρχε.
Η Χέδερ Γκούντολ έχει επίσης επισημάνει αυτό το σημείο στο βιβλίο της Εισβολή στην Πρεσβεία [Heather Goodall, Invasion to embassy: land in Aboriginal politics in New South Wales, 1770–1972, Sydney University Press 1996]: «Φαίνεται σαφές ότι οι κοινωνίες των Αβοριγίνων ανέπτυξαν μια σαφή, αν και πολύπλοκη, αντίληψη της ιδιοκτησίας γης. Ήταν πολύ διαφορετική από την ευρωπαϊκή αντίληψη της γης ως ατομικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ενός εμπορεύματος που πρέπει να αγοραστεί, να πωληθεί και να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κεφαλαίου».
Η ιστορία των δικαιωμάτων γης αφορά, στον πυρήνα της, τη βιαιότητα της εισβολής και την επιβολή ενός ξένου κοινωνικού συστήματος στην ήπειρο. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής –που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, τον ταξικό διαχωρισμό και τον ανταγωνισμό– ήταν ασύμβατος με το υπάρχον σύστημα συλλογικής διαχείρισης και εξισωτισμού. Σε πολλές περιοχές εκδηλώθηκε βία, που κυμαινόταν από μικρές συγκρούσεις έως υπολογισμένες και συστηματικές γενοκτονίες. Αυτή η επίθεση αντιμετωπίστηκε συχνά με ένοπλη αντίσταση.
Εισβολή και αντίσταση
Η εισβολή δεν ήταν ένα ενιαίο γεγονός∙ πραγματοποιήθηκε από περιοχή σε περιοχή με μια σειρά ασύμμετρων βημάτων.
Η ασθένεια ήταν το πρώτο βήμα. Η ευλογιά αποδεκάτισε τις φυλές γύρω από το Σίδνεϊ. Από το Πορτ Τζάκσον, η ασθένεια εξαπλώθηκε στα βουνά και στα δίκτυα των ανθρώπων που ζούσαν κατά μήκος των κοιλάδων των ποταμών Μάρεϊ και Ντάρλινγκ. Ακολούθησαν η γρίπη, η ιλαρά και άλλες ασθένειες. Το αποτέλεσμα ήταν η ερήμωση και η αποδιοργάνωση. Ωστόσο, οι επιζώντες ανασυντάχθηκαν και παρέμειναν στη γη τους.
Η φυσική εισβολή ήταν το επόμενο βήμα, καθώς οι Ευρωπαίοι κατέλαβαν γη για γεωργία και έφεραν τα πρόβατα και τα βοοειδή τους για βοσκή. Συχνά επρόκειτο για εκτάσεις υψηλής ποιότητας που ήταν ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση των κοινοτήτων των Αβοριγίνων.
Κατά μήκος του Χόκσμπερι, η βία ήταν έντονη. Όπως περιγράφει η Γκούντολ, οι μάχες χαρακτηρίζονταν πόλεμος από τους λευκούς παρατηρητές και ο αριθμός των νεκρών ήταν μεγάλος. Τουλάχιστον 26 λευκοί σκοτώθηκαν στις όχθες του Χόκσμπερι από το 1794 έως το 1800. Υπήρχαν πολύ περισσότεροι θάνατοι Αβορίγινων:
«Κάποια στιγμή στάλθηκαν 60 στρατιώτες για να εξοντώσουν όλους [τους Αβορίγινες] που μπορούσαν να συναντήσουν και να τους διώξουν εντελώς από το Χόκσμπερι. Οι νεκροί Αβορίγινες σε έναν καταυλισμό αφέθηκαν κρεμασμένοι σε αγχόνες, για να τρομοκρατούν τους συγγενείς τους [...] Η σύγκρουση στη γη των Ντάρουκ συνεχίστηκε, με τους Κούρις, ιδίως γύρω από την Παραραμάτα, να σχηματίζουν καλά συντονισμένες πολεμικές ομάδες υπό έναν ικανό στρατηγό, τον Πεμούλγουι. Μόνο με τον θάνατό του στα χέρια των Βρετανών το 1802 η ένοπλη αντίσταση περιορίστηκε».
Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα Αβορίγινων που υπερασπίστηκαν τη γη τους από την εισβολή. Κατά μήκος των παράκτιων περιοχών, σε όλη τη χορτολιβαδική γη, κατά μήκος του Μάρεϊ και μέχρι τα βορειοδυτικά, διεξήχθησαν σκληροί αγώνες.
Όταν οι Ευρωπαίοι έφτασαν στη γη των Γκουντιτζμάρα τη δεκαετία του 1830, καθιέρωσαν νέες μορφές διαχείρισης της γης. Τα υπάρχοντα κοινωνικά συστήματα που βασίζονταν στην κοινοτική ιδιοκτησία της γης και στην ισότητα έπρεπε να καταστραφούν. Οι Γκουντιτζμάρα πολέμησαν ηρωικά για τη γη τους κατά τη διάρκεια των πολέμων του Γιουμερέλα, ενός ανταρτοπόλεμου που διήρκεσε 20 χρόνια.
Τα είδη της βιομηχανίας που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι διαμόρφωσαν τη φύση της καταπίεσης των Αβορίγινων και την αντίσταση σε αυτήν. Οι κτηνοτρόφοι αναζητούσαν τεράστιες εκτάσεις βοσκοτόπων. Για να επεκταθεί και να επιτύχει η βιομηχανία, ήταν απαραίτητη η απομάκρυνση των ανθρώπων – των οποίων το κοινωνικό σύστημα αποτελούσε εμπόδιο στη βιομηχανική ανάπτυξη. Η ενσωμάτωση της νέας αποικίας στην ταχέως αναπτυσσόμενη βρετανική οικονομία μέσω του εμπορίου μαλλιού οδήγησε στην απαλλοτρίωση.
Οι πρώτοι συνοριακοί πόλεμοι ήταν μόνο η αρχή. Μια εργατική τάξη Αβοριγίνων άρχισε να αναδύεται από τις πρώτες ημέρες του αποικισμού. Για παράδειγμα, οι Αβορίγινες εργάζονταν (μερικές φορές ως σκλάβοι) στη βιομηχανία της ναυτιλίας στο κυνήγι της φώκιας ή σε συνεργεία δρόμων.
Βασικά τμήματα του κεφαλαίου εξαρτήθηκαν από την εργασία των Αβοριγίνων, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, όπου το εργατικό δυναμικό μπορεί να ήταν σπάνιο. Αυτό επέφερε απίστευτη καταπίεση, αλλά σήμαινε επίσης ότι οι Αβορίγινες ήταν σε θέση να αναπτύξουν τη δύναμή τους ως βιομηχανικοί εργάτες και να οργανωθούν συλλογικά. Από τη δεκαετία του 1880, οι Αβορίγινες δραστηριοποιήθηκαν στο συνδικαλιστικό κίνημα, οργανωμένοι παράλληλα με τους λευκούς συναδέλφους τους και μερικές φορές επικεφαλής αυτών. Αυτό άνοιξε τη δυνατότητα αλληλεγγύης μεταξύ Αβορίγινων και μη Αβορίγινων εργατών.
Τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έφεραν τεράστιες αλλαγές και εγκαινίασαν μια νέα περίοδο αγώνων των Αβορίγινων. Ταυτόχρονα με τη γενικευμένη αύξηση της εργατικής τάξης, οι Αβορίγινες εντάχθηκαν στην εργατική τάξη σε σημαντικούς αριθμούς. Πολλοί Αβορίγινες της υπαίθρου έφτασαν στα αστικά κέντρα, όπως το Φιτζρόι της Μελβούρνης και το Ρέντφερν του Σίδνεϊ. Στη Βόρεια Επικράτεια, πολλοί άνθρωποι έπιασαν δουλειά στο στρατό∙ πολλοί από τους λευκούς στρατιώτες επέκριναν τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι μαύροι.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, οι Αβορίγινες εργάτες οργάνωσαν μια σειρά σημαντικών απεργιών στη Βόρεια Επικράτεια και, πιο γνωστή, την απεργία της Πιλμπάρα στη Δυτική Αυστραλία. Αυτή ήταν η πρώτη βιομηχανική διαμάχη των Αβοριγίνων που απέκτησε μεγάλη προβολή. Ξεκίνησε την 1η Μαΐου 1946 και επηρέασε 6.500 τετραγωνικά μίλια βοσκοτόπων.
Ο αγωνιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ντον ΜακΛάουντ και οι ηγέτες των Αβοριγίνων Ντούλεϊ Μπιν Μπιν και Κλάνσι ΜακΚένα φυλακίστηκαν, επειδή ήταν παράνομο να «αποσπάσουν τους Αβορίγινες από την εργασία τους». Στο Περθ συγκεντρώθηκε υποστήριξη για τους απεργούς εργάτες και από τα συνδικάτα, και μια πορεία των απεργών προς τη φυλακή ανάγκασε την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Οι Κλάνσι και Ντούλεϊ αφέθηκαν ελεύθεροι και στον ΜακΛάουντ επιβλήθηκε ένα μικρό πρόστιμο.
Η διαμάχη αυτή σηματοδότησε μια σημαντική ανακάλυψη για τα δικαιώματα των Μαύρων. Οι Αβορίγινες είχαν ενωθεί πέρα από τα φυλετικά σύνορα και ζήτησαν και έλαβαν την υποστήριξη των λευκών συνδικαλιστών. Η απεργία στην Πιλμπάρα έγινε η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Αυστραλίας, με τους Αβορίγινες εργάτες κτηνοτροφίας να νικούν μετά από τρία χρόνια. Οι Αβορίγινες της Πιλμπάρα αμφισβήτησαν με επιτυχία την άρχουσα τάξη της Αυστραλίας και κέρδισαν.
Μέχρι τότε, πολλοί από τους αγώνες που είχαν λάβει χώρα είχαν επικεντρωθεί στην απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, στην ισότητα ενώπιον του νόμου και στον τερματισμό των νομικών και κοινωνικών διακρίσεων, αλλά τώρα το μακροχρόνιο ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο. Ήταν αυτός ο αγώνας και στη συνέχεια η απεργία του Γκουρίντζι που έθεσαν τις βάσεις για το σύγχρονο κίνημα για τα δικαιώματα στη γη.
Επίσης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το εξορυκτικό κεφάλαιο άρχισε να πρωτοστατεί στην εκστρατεία κατά των δικαιωμάτων γης και να διώχνει τους ιθαγενείς από τα ελάχιστα απομεινάρια των προστατευόμενων εδαφών τους. Οι μεταγενέστερες επιθέσεις σε σημαντικά (αν και επιμέρους) κεκτημένα, όπως οι ιστορικές αποφάσεις Μάμπο και Γουίκ, καθοδηγήθηκαν από τα μεταλλευτικά συμφέροντα. Οι εταιρείες εξόρυξης ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια για να κάνουν εκστρατεία για να αποδυναμωθεί η νομοθεσία. Ο Γουέιν Γκος, πρωθυπουργός των Εργατικών του Κουίνσλαντ, το έθεσε με σαφήνεια όταν είπε για την απόφαση Μάμπο: «Με κατηγόρησαν ότι στάθηκα προσοχή μπροστά στις εταιρείες εξόρυξης μόλις μου έκαναν νόημα. Σε αυτό, δηλώνω ένοχος».
Διαίρει και βασίλευε
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της αποικιοκρατίας, ο ρατσισμός υπήρξε βασικό ιδεολογικό εργαλείο που χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Αυστραλοί καπιταλιστές για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Ήταν σύμφυτο με το σύστημα που εισήχθη εδώ το 1788, και παραμένει μέρος του συστήματος σήμερα.
Ενώ είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι ρατσιστικές συμπεριφορές έκαναν τους αποικιοκράτες βίαιους και απάνθρωπους, υπήρχαν πιο θεμελιώδεις λόγοι. Όπως αναλύει ο Μικ Άρμστρονγκ στο βιβλίο Τάξη και Αγώνας στην Αυστραλία [Mick Armstrong, “Aborigines: problems of race and class”, στο Rick Kuhn (επ.), Class and Struggle in Australia, Pearson Education Australia 2005], «Η εχθρότητα των κτηνοτρόφων [...] δεν αντανακλά απλώς ρατσιστικές συμπεριφορές∙ είναι μια διεκδίκηση των ταξικών τους συμφερόντων, τα οποία απειλούνται αν η γη παραχωρηθεί για μη εμπορικούς σκοπούς. Οι πολιτικές δομές της κοινωνίας τείνουν να υποστηρίζουν αυτά τα εμπορικά συμφέροντα».
Η Τζίλιαν Κόουλισου στο βιβλίο της Μαύρο, άσπρο ή στικτό: η φυλή στην αγροτική Αυστραλία [Gillian Cowlishaw, Black, white or brindle: race in rural Australia, Cambridge University Press 1988], το διατυπώνει ως εξής: «Η επιτυχία της [κτηνοτροφικής] επιχείρησης εξαρτιόταν από την απομάκρυνση ... των διεκδικητών της ιδιοκτησίας της γης ... Η αντίσταση των [Αβορίγινων] ήταν αρκετά αποτελεσματική ώστε να καταστήσει την ολική ήττα τους αναγκαία για να πετύχει η [κτηνοτροφική] επιχείρηση. Όπως και με άλλους τρόπους, η φυσική βία υποστηριζόταν από ένα πλέγμα ιδεών και ερμηνειών».
Ο ρατσισμός είναι η αντανάκλαση των υλικών συμφερόντων της καπιταλιστικής τάξης και το ιδεολογικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη γενοκτονία και τη συνεχιζόμενη απαλλοτρίωση της γης των Αβοριγίνων. Αλλά ο ρατσισμός παρέχει και άλλα πλεονεκτήματα για τους καπιταλιστές: μπορεί να αποτρέψει τη συμπάθεια και την υποστήριξη της εργατικής τάξης, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για να μπορέσουν οι καταπιεσμένες ομάδες να αντεπιτεθούν και να νικήσουν.
Όταν οι εργαζόμενοι διχάζονται από την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, είτε πρόκειται για ρατσισμό, σεξισμό ή ομοφοβία, είναι πιο δύσκολο να ενωθούν και να αγωνιστούν ενάντια στον κοινό εχθρό. Ο ρατσισμός είναι μια αδυναμία για τη δική μας πλευρά, αλλά μια βασική δύναμη για τη δική τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αγώνας κατά του ρατσισμού δεν είναι μόνο ένας αγώνας για την υποστήριξη των Αβορίγινων – είναι ένας αγώνας για την ενοποίηση της εργατικής τάξης, ώστε να μπορεί να αγωνιστεί πιο αποτελεσματικά ενάντια στο σύστημα.
Έτσι, ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση σε όλες τις μορφές της δεν είναι δευτερεύων για τους μαρξιστές, ούτε καν ξεχωριστός από την ταξική πάλη. Είναι ένα κρίσιμο μέρος της ταξικής πάλης.
Η αναγνώριση ότι τα αφεντικά και το σύστημά τους είναι η αιτία του ρατσισμού και της γενοκτονίας είναι ζωτικής σημασίας. Ο καπιταλισμός συνεχίζει να είναι η πηγή της καταπίεσης των Αβορίγινων. Αυτή η καταπίεση μπορεί να φανεί με μύριους τρόπους: το προτεινόμενο κλείσιμο περισσότερων από 150 απομακρυσμένων κοινοτήτων Αβοριγίνων στη Δυτική Αυστραλία, η παρέμβαση στη Βόρεια Επικράτεια, η κλοπή των παιδιών, οι θάνατοι υπό κράτηση, οι επιθέσεις στη Νομική Υπηρεσία των Αβορίγινων και τα ντροπιαστικά υψηλά ποσοστά παιδικής θνησιμότητας και αυτοκτονιών που υφίστανται οι κοινότητες των Αβοριγίνων.
Επειδή οι Αβορίγινες αποτελούν σήμερα ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού –περίπου 3%– θα χρειαστεί μια πολιτική και εργατική εκστρατεία με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού μη Αβοριγίνων εργαζομένων καθώς και Αβορίγινων για να αναγκαστούν οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις να δώσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις πιο συμβολικές παραχωρήσεις.
Η εργατική τάξη, η οποία περιλαμβάνει την πλειοψηφία των Αβοριγίνων, έχει τη δυνατότητα να ηγηθεί ενός αγώνα προς το συμφέρον όλων εκείνων που υφίστανται αδικία και καταπίεση. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή η εργατική τάξη είναι ηθικά ανώτερη, αλλά επειδή έχει την κοινωνική δύναμη να αμφισβητήσει το σύστημα του κέρδους.
Οι σοσιαλιστές στέκονται απερίφραστα στο πλευρό των Αβορίγινων στον αγώνα τους για τα δικαιώματα της γης, την αυτοδιάθεση και την κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Το κάνουμε όχι μόνο επειδή αυτός ο αγώνας είναι σωστός και δίκαιος, αλλά και επειδή αντιμετωπίζουμε τον ίδιο εχθρό, το ίδιο σύστημα, και χρειαζόμαστε ενότητα για να νικήσουμε.
Η Μούρι ακτιβίστρια και καλλιτέχνιδα Λίλα Γουάτσον είπε κάποτε: «Αν ήρθατε εδώ για να με βοηθήσετε, χάνετε τον χρόνο σας. Αλλά αν έχετε έρθει επειδή η απελευθέρωσή σας είναι συνδεδεμένη με τη δική μου, τότε ας δουλέψουμε μαζί». Αυτό είναι ένα συναίσθημα με το οποίο συμφωνούμε.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Cathy Lewis, “Capitalism, land rights and Aboriginal resistance”, Red Flag, 20 Απριλίου 2015, https://redflag.org.au/article/capitalism-land-rights-and-aboriginal-resistance.
