Κυριακή, 14 Ιουλίου 2024 13:13

Η Πακιστανική Επανάσταση του 1968-9: μια λαϊκή εξέγερση των φοιτητών και των εργατών

Μαζική εργατική διαδήλωση στη Λαχόρη. Το πανό (κέντρο) γράφει: «Να σταματήσει η απαγόρευση των συνδικάτων».

 

 

Jessica Bell

 

Η Πακιστανική Επανάσταση του 1968-9: μια λαϊκή εξέγερση των φοιτητών και των εργατών[1]

 

 

Για μια περίοδο σχεδόν πέντε μηνών, από τις αρχές του Νοέμβρη του 1968 έως τα τέλη του Μάρτη του 1969, υπήρξε μια ριζοσπαστική εξέγερση σε όλο το Πακιστάν. Σε αυτήν συμμετείχαν περίπου 10 έως 15 εκατομμύρια άνθρωποι τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό Πακιστάν.[2] «[Δεν] πέρασε ούτε μια μέρα... χωρίς κάποιου είδους πολιτική αναταραχή, εξέγερση, απεργία, αιματοχυσία ή διαδήλωση»[3].

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δέκα ετών, η χώρα κυβερνιόταν από «μια απροκάλυπτη δικτατορία της γραφειοκρατικής στρατιωτικής ελίτ»[4] με επικεφαλής τον στρατάρχη Μουχάμμαντ Αγιούμπ Χαν. Ο Αγιούμπ είχε αναλάβει την εξουσία με πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 1958∙ επρόκειτο για ένα προληπτικό χτύπημα κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να διασφαλιστεί ότι η πολιτική εξουσία παρέμενε στα χέρια της πολιτικής και της στρατιωτικής γραφειοκρατίας.

Λόγω της οικονομικής πολιτικής του καθεστώτος Αγιούμπ, το Πακιστάν έγινε μια χώρα με ακραία ποσοστά πλούτου και φτώχειας. Η καπιταλιστική τάξη έζησε μια περίοδο «κατά την οποία αναπτύχθηκαν περιουσίες, συγκεντρώθηκαν περιουσίες και η οικογένεια Αγιούμπ αναδείχθηκε σε μια από τις είκοσι πλουσιότερες οικογένειες της χώρας». Αλλά αντίθετα, «[γ]ια το λαό του Πακιστάν [η εποχή Αγιούμπ ήταν] δέκα χρόνια σκοταδιού, καταπίεσης και αυξανόμενης υλικής φτώχειας – και πνευματικής φτώχειας, αποτέλεσμα της αυστηρής πολιτικής και πολιτιστικής λογοκρισίας»[5].

Η ιστορία της αντίστασης κατά του Αγιούμπ χρονολογείται πολύ πριν από τους τελευταίους μήνες του 1968. Τρία χρόνια νωρίτερα, καθώς το Πακιστάν υπέστη αποφασιστική ήττα στον πόλεμό του με την Ινδία και αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική ειρηνευτική συμφωνία της Τασκένδης, η δυσαρέσκεια και η ανυπακοή έγιναν κοινός τόπος. Τον Νοέμβριο του 1968 αυτή η μακροχρόνια αντίθεση, η περιφρόνηση και η εχθρότητα προς τη στρατιωτική απολυταρχία του Αγιούμπ είχε φτάσει σε σημείο βρασμού και μετατράπηκαν σε μια απειλητική και τρομακτική δίνη.

Το κίνημα αυτό ξεκίνησε και καθοδηγήθηκε κυρίως από μαχητικούς πανεπιστημιακούς φοιτητές, οι οποίοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να οργανώσουν διαδηλώσεις, να ξεσηκώσουν το λαό και να πολεμήσουν την αστυνομία στους δρόμους. Τους ακολουθούσαν και τους υποστήριζαν οι συμπαθούντες σύμμαχοί τους από την εργατική τάξη των πόλεων, τους μικροκαταστηματάρχες, το λούμπεν προλεταριάτο και τη διανόηση που στερούνταν τα δικαιώματά της. Αλλά μόλις διαμορφώθηκε το ριζοσπαστικοποιημένο κλίμα και ο Αγιούμπ άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες, το οργανωμένο εργατικό κίνημα προσχώρησε στον αγώνα:

«Όπως συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις, η εργατική αναταραχή δεν ήταν προϊόν της τελευταίας φάσης, αλλά ξέσπασε με σφοδρότητα επειδή δόθηκε η ευκαιρία. Πράγματι, η ευκαιρία αυτή ενέπνευσε τόσο πολύ την κίνηση προς τη δράση, ώστε πολύ σύντομα έφτασε στο στάδιο στο οποίο η εργατική τάξη είχε βρεθεί εντελώς εκτός ελέγχου. Με τη βοήθεια των γκεράο* και άλλων μορφών βίας, απαίτησε και εξασφάλισε υποσχέσεις για αυξήσεις στους μισθούς και άλλες παροχές... Έφτασε η στιγμή που δεν υπήρχε σχεδόν κανένα εργοστάσιο, εμπορική εγκατάσταση ή εργαστήριο που δεν φλέγονταν από συγκεντρώσεις, διεκδικήσεις, αναταραχές και απειλές για βία και απεργίες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι υπήρξε ένα σημείο στο οποίο φαινόταν πιθανό ότι η οικονομική κατάρρευση θα μπορούσε να γίνει πλήρης.»[6]

Η δύναμη, το μέγεθος και η πρωτογενής ενέργεια της εξέγερσης έθεσε τις αρχές σε κατάσταση άμυνας, περιορίζοντάς τες ουσιαστικά σε ρόλο θεατή. Από απόγνωση, για να προστατευθεί το υπόλοιπο σύστημα από μια συνολική κοινωνική εξέγερση, ο απαξιωμένος πλέον δικτάτορας προσφέρθηκε ως θυσία: «ένας απογοητευμένος και ταπεινωμένος» Αγιούμπ αναγκάστηκε να παραιτηθεί[7], προκειμένου να διασωθεί το υπόλοιπο πακιστανικό κράτος. Τους αμέσως επόμενους μήνες, «η ατμόσφαιρα ήταν χαρούμενη. Η χώρα δεν είχε ποτέ πριν ή από τότε γεμίσει με τόση ελπίδα. Εκείνους τους λίγους μήνες, ο πακιστανικός λαός μιλούσε ελεύθερα. Όλα όσα είχαν κρατήσει καταπιεσμένα από το 1947 βγήκαν στην επιφάνεια»[8].

 

Ο Αγιούμπ Χαν και το στρατιωτικό πραξικόπημα

Ο Μουχάμμαντ Αγιούμπ Χαν ήταν η επιτομή του απλοϊκού και πεισματάρη μετα-αποικιακού γραφειοκράτη. Οι πολιτικές του ιδέες ήταν τυπικές για τον τύπο του στρατιωτικού αυταρχικού ηγέτη: ένας κλασικός συντηρητικός, που διακατεχόταν από μια ενστικτώδη δυσπιστία απέναντι στην αλλαγή και σε όσους θα την υποστήριζαν∙ λάτρευε την ομαλή λειτουργία μιας καλολαδωμένης, καλά οργανωμένης διοικητικής μηχανής. Ο προσωπικός του χαρακτήρας ήταν αυτός του ακαλλιέργειτου και του ημιμαθούς, γεγονός που εξηγεί κάπως το δια βίου μίσος του για τη διανόηση (ιδίως για τους φοιτητές και τους δημοσιογράφους)∙ ο τρόπος που σκεφτόταν για τον κόσμο ήταν δομημένος γύρω από τις πιο απλοϊκές (στα όρια της ωμότητας) ιδέες και έννοιες, γεγονός που τον καθιστούσε τον τέλειο οργανωτή διοίκησης, αλλά έναν απαράδεκτο πολιτικό. Οι πιο περίπλοκοι ή διαφοροποιημένοι τρόποι μελέτης και κατανόησης ήταν πέρα από τη γνωστική του αντίληψη, και έπρεπε να παραβλεφθούν είτε από άγνοια είτε από ζήλεια.

Μετά την απόσυρση του Βρετανού στρατηγού Σερ Ντάγκλας Γκρέισι, ο Αγιούμπ έγινε ο πρώτος ντόπιος αρχιστράτηγος του Πακιστάν, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το πραξικόπημα του Οκτώβρη του 1958. Το 1954 έγινε επίσης υπουργός Άμυνας, αλλά δεν του άρεσε η εμπειρία του πολιτικού αξιώματος και παραιτήθηκε από τη θέση αυτή μετά από μόλις ένα χρόνο. Το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αποκτήσει μια βαθιά εντύπωση για τις μεθόδους λειτουργίας της κυβέρνησης. Με απλά λόγια, ο Αγιούμπ μπορούσε να δει ότι το πακιστανικό πολιτικό σύστημα ήταν ένα αποκρουστικό χάος, τίποτα άλλο παρά μια δίνη από ίντριγκες και κουτσομπολιά, χαοτικές κοινοβουλευτικές μηχανορραφίες, τεράστια διαφθορά και νεποτισμό και αυταρχικές συνταγματικές παρεμβάσεις από την εκτελεστική εξουσία. Τα επόμενα χρόνια, αυτή η κακοδιαχείριση οδήγησε ολόκληρο το έθνος στην παρακμή ακολουθώντας το δρόμο της εντροπίας, σαπίζοντας από μέσα προς τα έξω. Όλα αυτά οδηγούσαν άμεσα σε μια ολοκληρωτική κατάρρευση της κοινωνίας των πολιτών: «[Το Πακιστάν ήταν] πολιτισμικά και οικονομικά ανομοιογενές∙ η φτώχεια και ο αναλφαβητισμός ήταν ευρέως διαδεδομένα... Αντί να εργαστούν για να διορθώσουν αυτά τα εθνικά προβλήματα, οι πολιτικοί τα εκμεταλλεύτηκαν για το ιδιωτικό τους κέρδος. Αυτή ήταν η προσωπική ανάγνωση του Αγιούμπ».[9]

Στην εικόνα αυτή πρέπει να προσθέσουμε έναν τρίτο παράγοντα (μετά τον οικονομικό και τον πολιτικό): τη σοβαρή εργατική αναταραχή σε όλη τη χώρα. Η εργατική τάξη έφτανε σε νέα ύψη βιομηχανικής μαχητικότητας∙ επρόκειτο για μια ριζοσπαστικοποίηση που απειλούσε να διαλύσει ολοσχερώς ολόκληρη την κοινωνική τάξη. Κοντά στο τέλος του 1958, ο ρυθμός των απεργιών και των εργατικών διαμαρτυριών άρχισε να αυξάνεται ραγδαία, σε τέτοιο βαθμό που προέκυψε η πραγματική πιθανότητα μιας γενικευμένης εξέγερσης. «[Ήταν] ολοφάνερο ότι η πολιτική διαδικασία είχε καταρρεύσει και ότι η επικρατούσα δυσαρέσκεια και αποξένωση απειλούσε την επιβίωση του πακιστανικού έθνους. Οι απειλές για εξέγερση και οι πράξεις πολιτικής ανυπακοής είχαν γίνει καθημερινότητα και η κεντρική κυβέρνηση είχε χάσει κάθε λαϊκό σεβασμό»[10].

«Οι πρώτες γενικές εκλογές στη χώρα είχαν προγραμματιστεί να διεξαχθούν τον Μάρτιο του 1959. Η γραφειοκρατία ήταν εξαιρετικά ανήσυχη, και δικαίως. Υπήρχαν όλες οι πιθανότητες ότι η Αριστερά θα κέρδιζε σε επαρχιακό και εθνικό επίπεδο. Υπήρχε επίσης μια πραγματική πιθανότητα ότι η απλή διεξαγωγή γενικών εκλογών θα μπορούσε να προκαλέσει μια μαζική εξέγερση που θα μπορούσε να ξεπεράσει τα εκλογικά κανάλια.»[11]

Ο Αγιούμπ Χαν αποφάσισε ότι είχε έρθει η στιγμή να αναλάβει δράση. Πιστός στον συντηρητικό και γραφειοκρατικά προσανατολισμένο τρόπο σκέψης του, θεώρησε την αδίστακτη απολυταρχία ως το μόνο μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

«Ο στρατός, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μουχάμμαντ Αγιούμπ Χαν, ανέλαβε τον έλεγχο των ραδιοφωνικών και τηλεγραφικών σταθμών στο Καράτσι, τη Λαχόρη, το Πεσαβάρ και τη Ντάκα. Τα στρατεύματα εισέβαλαν και κατέλαβαν τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς και αεροπορικούς τερματικούς σταθμούς. Τα λιμάνια του Καράτσι και του Τσιταγκόνγκ κλείστηκαν σε μια ατσάλινη μέγγενη με ξιφολόγχες που άστραφταν. Η Εθνοσυνέλευση και τα επαρχιακά νομοθετικά σώματα περικυκλώθηκαν και σφραγίστηκαν... Το μέγεθος της στρατιωτικής επέμβασης έδειχνε ότι επρόκειτο για μια προσεκτικά σχεδιασμένη επιχείρηση σε ολόκληρη τη χώρα που προετοιμαζόταν επί μήνες.»[12]

Τότε, ως αυτοανακηρυχθείς πρόεδρος, ο Αγιούμπ δήλωσε:

«Τα προηγούμενα συστήματα είχαν αποτύχει λόγω της κατανομής της εξουσίας μεταξύ του Προέδρου και του Πρωθυπουργού. Είναι πολύ καλύτερο να υπάρχει ένας άνθρωπος. Θα είναι ένα πιο αυστηρό σύστημα από το αμερικανικό. Λέω, αφού εκλέξεις έναν άνθρωπο, είναι καλύτερα να τον αφήσεις να τρέξει και να μην τον τραβάς συνέχεια από το πόδι. Πρέπει να κάνετε τον Πρόεδρό σας πραγματικά ισχυρό.»[13]

Αν μη τι άλλο, ο Αγιούμπ ήταν πιστός στον λόγο του: επιδίωξε να μεταμορφώσει το πακιστανικό πολίτευμα, δημιουργώντας έναν νέο αυταρχισμό με επίκεντρο τις απεριόριστες, αδιαμφισβήτητες προεδρικές εξουσίες του. Προκειμένου να αποκατασταθεί η σταθερότητα και να τιμωρηθούν οι ριζοσπάστες ταραχοποιοί, ξεκίνησε μια ευρεία εκστρατεία κρατικής τρομοκρατίας, κυρίως κατά του εργατικού κινήματος, η οποία περιελάμβανε τη δημιουργία μιας νέας εργασιακής κουλτούρας συμμόρφωσης και υποταγής.

«Στις αστικές περιοχές, όλες οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες τέθηκαν υπό αυστηρό έλεγχο. Υπήρχαν διάφοροι λόγοι για την αργή ανάπτυξη του συνδικαλισμού. Η αποδοχή από πολλούς εργαζόμενους που είχαν μόλις πρόσφατα εισέλθει στα εργοστάσια ενός μοντέλου ενοικιαστή-ιδιοκτήτη στο χώρο του εργοστασίου ήταν ένας παράγοντας. Σημαντική ήταν επίσης η επίσημη συνδιαλλαγή και η καταστολή. Η δημιουργία επιχειρησιακών συνδικάτων ενθαρρυνόταν από το κράτος, ενώ οι τοπικοί γραφειοκράτες βοηθούσαν τους εργοστασιάρχες να βάζουν στο στόχαστρο όσους προσπαθούσαν να οργανώσουν αντιπροσωπευτικά συνδικάτα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του Αγιούμπ, όλες οι απεργίες τέθηκαν εκτός νόμου και πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες εντάχθηκαν στο μισθολόγιο του καθεστώτος. Υπάρχει όμως και ένας σημαντικός αντικειμενικός λόγος για την αδυναμία του συνδικαλισμού στο Πακιστάν. Η ύπαρξη μιας πολύ μεγάλης δεξαμενής ανέργων δεν διευκολύνει τη δημιουργία ισχυρών συνδικάτων.»[14]

Το μοναδικό κοινωνικό στρώμα που διέθετε ουσιαστική πολιτική δύναμη και το οποίο το καθεστώς Αγιούμπ δεν μπόρεσε ποτέ να παρενοχλήσει, να διώξει και να εξουδετερώσει πλήρως όπως όλα τα άλλα, ήταν το πανεπιστημιακό φοιτητικό κίνημα, στο οποίο θα αναφερθούμε τώρα.

 

Σύντομη ιστορία του φοιτητικού κινήματος, 1960-63

Ο φοιτητικός ακτιβισμός κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 –λόγω της εκκεντρικής μαχητικότητάς του τόσο στις δραστηριότητες όσο και στη ρητορική– κατάφερε να γίνει «μια σημαντική πτυχή της εθνικής ζωής»[15], ένα φωτεινό αστέρι ενάντια στο σκοτάδι της νύχτας. Αυτό το κίνημα ήταν τόσο επιτυχημένο επειδή οι φοιτητές –σε αντίθεση με τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, σε αντίθεση με τα ανεξάρτητα αριστερά μέσα ενημέρωσης και σε αντίθεση με το εργατικό κίνημα– ήταν πρόθυμοι και ικανοί να επιμείνουν, να αντέξουν και να παλέψουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανακόπτοντας τη γενική τάση των εθνικών γεγονότων και διατηρώντας ζωντανό (έστω και μικρό) ένα περιβάλλον αντι-Αγιουμπικής αντιπολιτευτικής κουλτούρας. Η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής απέδωσε τελικά καρπούς: κατά τη διάρκεια της περιόδου Αγιούμπ, οι φοιτητές κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ζωντανή παράδοση και κουλτούρα γύρω από τις οργανώσεις τους, τις διαδηλώσεις (τόσο στην πανεπιστημιούπολη όσο και στους δρόμους της πόλης) και το ιδιαίτερο στίγμα ριζοσπαστικού (και αφελούς) ιδεαλισμού.

Ο Ιμτιάζ Αλάμ, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Παντζάμπ, αναπολούσε χρόνια αργότερα:

«Ήταν μια θαυμάσια περίοδος. Κάθε φοιτητής διάβαζε Μαρξ, Λένιν, Μάο, Τολστόι ή άλλα προοδευτικά βιβλία καθώς και κλασικά λογοτεχνικά έργα. Παντού γίνονταν συζητήσεις μεταξύ των φοιτητών. Κάθε δεύτερη μέρα γίνονταν διαδηλώσεις κατά του Αγιούμπ Χαν και για διάφορα φοιτητικά αιτήματα. Οι συχνές αγωνιστικές κινητοποιήσεις έγιναν ο κανόνας. Εκείνες οι μέρες ήταν γεμάτες ενέργεια και ρομαντισμό. Όλοι είχαν ερωτευτεί την επανάσταση.»[16]

Κατά τη διάρκεια του πρώτου περίπου έτους μετά το πραξικόπημα –με τον στρατιωτικό νόμο να εξακολουθεί να ισχύει, κάθε άλλο τμήμα της χώρας να βιώνει τη σκληρή πλευρά της κρατικής καταστολής, και μια γενικευμένη αίσθηση φόβου και απάθειας να κυριαρχεί– το φοιτητικό κίνημα διατηρήθηκε με επιτυχία ήσυχο. Η Εθνική Φοιτητική Ομοσπονδία (NSF) απαγορεύτηκε και ο ακτιβισμός απουσίαζε από τις πανεπιστημιουπόλεις. Αυτό όμως είχε αλλάξει στα μέσα του 1960, όταν οι φοιτητές στη Λαχόρη «πραγματοποίησαν αποχώρηση από την αίθουσα των εξετάσεων, διαμαρτυρόμενοι ότι η εργασία για το Συνταγματικό Δίκαιο ήταν πολύ δύσκολη και πολύ μεγάλη».[17]

Το κίνημα κέρδισε μια σημαντική νίκη όταν ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, ένας υψηλόβαθμος υπουργός, ήρθε στο Πανεπιστήμιο Παντζάμπ στη Λαχόρη για να κάνει μια παρουσίαση για το ζήτημα του Κασμίρ. Η ομιλία –που είχε προγραμματιστεί ως μια εύκολη ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις– μετατράπηκε σε ντροπιαστικό φιάσκο όταν διαμαρτυρόμενοι φοιτητές μπήκαν στην αίθουσα και έπνιξαν τον Μπούτο με συνθήματα κατά του Αγιούμπ. Οι διαδηλωτές απαίτησαν να αλλάξει το θέμα της παρουσίασης και αντί για το Κασμίρ να αναφερθεί στα προβλήματα του ίδιου του Πακιστάν.[18]

Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Αργότερα εκείνο το έτος, μετά την ανακοίνωση του καθεστώτος Αγιούμπ ότι είχε συντάξει ένα νέο σύνταγμα, κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης πραγματοποίησαν ταξίδια σε όλη τη χώρα για να προωθήσουν τις αλλαγές. Αυτό έδωσε στο φοιτητικό κίνημα πολλές ακόμη ευκαιρίες για διαδηλώσεις. Για να αναφέρουμε ένα μόνο σημαντικό παράδειγμα, ο Μανζούρ Καντίρ, ένα άλλο υψηλόβαθμο μέλος του υπουργικού συμβουλίου, αναγκάστηκε να διαφύγει από ένα πλήθος εξαγριωμένων φοιτητών του Πανεπιστημίου της Ντάκα που προσπάθησαν να τον λιντσάρουν[19].

Σε αυτό το σημείο πρέπει να μετατοπίσουμε την προσοχή από τις μάζες σε έναν πολιτικό που θα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στα μελλοντικά γεγονότα.

 

Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο

Ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο (ο ίδιος άνθρωπος που μίλησε σε εκείνη τη χαοτική εκδήλωση για το Κασμίρ) ήταν ίσως το κατεξοχήν παράδειγμα του πακιστανικού περιβάλλοντος των νέων και ανερχόμενων επαγγελματιών∙ μοιραζόταν τον τρόπο ζωής, την πολιτική, τη γενική νοοτροπία και τα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς τους. Τον θαύμαζαν με τόση αγάπη επειδή φιλοδοξούσαν να τον μιμηθούν. Ήταν φυσικό, λοιπόν, καθώς ο Μπούτο ανέβαινε την πολιτική κλίμακα και αποκτούσε εξέχουσα εθνική θέση, να αναλάβει τελικά την ηθική και πολιτική ηγεσία αυτής της κοινωνικής τάξης.

Δικηγόρος στην εκπαίδευση, ο Μπούτο είχε μια φανταχτερή και θεατρική διάσταση στις δημόσιες παρουσιάσεις του, ικανός πάντα να εκφωνεί μια ομιλία με το πιο δραματικό ύφος. Είχε αναπτύξει απίστευτες ικανότητες εκφώνησης λόγων και μεταξύ άλλων ήταν ενστικτωδώς ικανός να διαβάζει τη διάθεση του ακροατηρίου και να σκέφτεται ακριβώς τι να πει και πώς να το πει για να το πάρει με το μέρος του. Όταν ερχόταν σε επαφή με νέες, σύνθετες και ανορθόδοξες ιδέες για το πώς λειτουργούσε ο κόσμος, ήταν περισσότερο από πρόθυμος να λάβει προσεκτικά υπόψη του τις ιδέες αυτές, γεγονός που συνέβαλε στη διεύρυνση της κριτικής του γνώσης. Ο Μπούτο έγινε «η εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα της γενιάς του. Κανένας Πακιστανός ηγέτης μετά τον Τζίννα δεν διέθετε το όραμα και το κύρος του»[20].

Αλλά η εικόνα του Μπούτο ως εκλεπτυσμένου, γοητευτικού και κοσμοπολίτη σοφού ήταν μια μάσκα. Κάτω από την επιφάνεια υπήρχε μια βαθιά, παθιασμένη επιθυμία για εξουσία. «Πίσω από τη φανταστική του ομοιότητα με τον Ναπολέοντα», ο Μπούτο παρουσίαζε πολλές «μεγαλομανείς τάσεις». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η συμπεριφορά αυτή προέρχεται από το οικογενειακό του υπόβαθρο: ήταν ένας πατρίκιος που γεννήθηκε μέσα στη φεουδαρχική γαιοκτητική αριστοκρατία στην επαρχία Σιντ. Το γεγονός ότι πέρασε τα παιδικά του χρόνια οικεία μέσα στην καταραμένη άβυσσο της πατριαρχικής βαρβαρότητας είχε σίγουρα τον αντίκτυπό του στον νεαρό Ζουλφικάρ – «δεν ξεπέρασε ποτέ την αυθαιρεσία και τη σκληρότητα του φεουδαρχικού του υπόβαθρου»[21].

Μετά το πραξικόπημα του Αγιούμπ το 1958, ο Μπούτο έγινε μέλος του υπουργικού συμβουλίου και ανέβηκε γρήγορα στο φημισμένο υπουργείο Εξωτερικών. Από τότε που εντάχθηκε στο καθεστώς μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Μπούτο και ο Αγιούμπ Χαν είχαν πολύ στενές σχέσεις. Παρόλο που είχαν διαφορετικό ταξικό υπόβαθρο, πολύ διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις για τη ζωή και οι προσωπικότητές τους ήταν διαμετρικά αντίθετες, υπήρχε μεγάλη αμοιβαία αγάπη. «Ο πρόεδρος τον αντιμετώπιζε σαν μέλος της οικογένειας. Και ο Μπούτο ανταπέδωσε αυτή τη στοργή, ουσιαστικά με μια λατρεία προς τον Αγιούμπ».[22] Θεωρήθηκε δεδομένο ότι επρόκειτο για μια σχέση δασκάλου-μαθητή – ο Αγιούμπ προετοίμαζε τον Μπούτο για την προεδρία.

Ο Μπούτο άρχισε να αποκτά δημόσιο κοινό για λογαριασμό του. Γινόταν ιδιαίτερα αγαπητός και σεβαστός από τους νέους και χωρίς δικαιώματα διανοούμενους του Πακιστάν, ιδίως από τους πανεπιστημιακούς φοιτητές, αλλά και από άλλες επίδοξες επαγγελματικές παρατάξεις, όπως οι δικηγόροι, οι δημοσιογράφοι και οι δάσκαλοι. Γρήγορα είχε γίνει ο «πραγματικός εκπρόσωπος της μορφωμένης και δυναμικής νεότερης γενιάς. Ήταν ένας από αυτούς, μιλούσε τη γλώσσα τους, γνώριζε τις σκέψεις τους και συμμεριζόταν τις προσδοκίες τους»[23].

 

Η Διακήρυξη της Τασκένδης και η ρήξη του Μπούτο με τον Αγιούμπ

Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος της ζημίας που προκλήθηκε στο Πακιστάν, τόσο σε υλικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, μετά τον αποτυχημένο πόλεμο με την Ινδία τον Σεπτέμβριο του 1965. Μέχρι τη στιγμή της διακήρυξης της κατάπαυσης του πυρός, το στρατιωτικό υλικό και τα όπλα του στρατού είχαν λίγο-πολύ καταστραφεί ή εξαντληθεί: «Παρόλο που και οι δύο πλευρές πλήρωσαν βαρύ κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οι Πακιστανοί επλήγησαν πιο σοβαρά. Το βαρύ στρατιωτικό υλικό και τα οπλικά συστήματα του Πακιστάν, με εξαίρεση τα γηρασμένα αεροσκάφη του, αναλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον πόλεμο»[24].

Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Αγιούμπ και ο Ινδός πρωθυπουργός Λαλ Μπαχαντούρ Σάστρι συναντήθηκαν σε διάσκεψη στην Τασκένδη για να διαπραγματευτούν μια ειρηνευτική διευθέτηση. Ως υπουργός Εξωτερικών, ο Μπούτο συμμετείχε ως ένας από τους συμβούλους του Αγιούμπ. Κατά τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων η σχέση μεταξύ του Αγιούμπ Χαν και του Μπούτο διαταράχθηκε. Ο Αγιούμπ, ως συντηρητικός και ρεαλιστής γραφειοκράτης, ήθελε να αποφύγει πάση θυσία την αστάθεια. Η πιο ορθολογική επιλογή που είχε στη διάθεσή του ήταν να υπογράψει απρόθυμα την ταπεινωτική Διακήρυξη της Τασκένδης και να προσφέρει σημαντικές παραχωρήσεις στην Ινδία με αντάλλαγμα την ειρήνη. Αλλά ο Μπούτο ήταν ένα γεράκι απέναντι στο περιστέρι Αγιούμπ: εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί∙ ήθελε το Πακιστάν να ξαναρχίσει τις μάχες και να αναποδογυρίσει το τραπέζι στην Ινδία.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών της διάσκεψης, ο Μπούτο επέμενε θρασύτατα να μπει το Κασμίρ στην ημερήσια διάταξη. (Εξάλλου, ο επίσημος λόγος για τον οποίο το Πακιστάν ξεκίνησε τον πόλεμο ήταν η απελευθέρωση του Κασμίρ από την ινδική κατοχή.[25]) Ο Αγιούμπ, για να αποτρέψει μια ινδική αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, φρόντισε μονομερώς να μην αναφερθεί πλέον το Κασμίρ∙ έλαβε επίσης το δραστικό αλλά συνετό μέτρο να αποκλείσει τον Μπούτο από την περαιτέρω συμμετοχή. Ο Μπούτο εξοργίστηκε και αποκάλεσε τη Διακήρυξη της Τασκένδης «ένα ξεκάθαρο ξεπούλημα της κυριαρχίας του Πακιστάν»[26].

Αφού επέστρεψε στην πατρίδα του, η διαταραγμένη σχέση μεταξύ των δύο ανδρών δεν βελτιώθηκε. Μέχρι τα μέσα του 1966 το υπουργικό συμβούλιο είχε αρχίσει να μην μπορεί να λειτουργήσει. Κάποιος έπρεπε να φύγει, και αυτός δεν επρόκειτο να είναι ο πρόεδρος. Είτε έφυγε είτε τον έδιωξαν, ο Μπούτο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Αλλά αντί αυτό να τερματίσει την πολιτική του καριέρα, ο Μπούτο παρέμεινε στο προσκήνιο. Οι ενέργειές του κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες –συμπεριλαμβανομένης της αντίθεσής του στη Διακήρυξη της Τασκένδης, της παθιασμένης υπεράσπισης του Πακιστάν στον ΟΗΕ και της φαινομενικά βασισμένης σε αρχές παραίτησής του από το υπουργικό συμβούλιο– είχαν μετατρέψει τη βάση υποστήριξής του από θαυμασμό γεμάτο σεβασμό σε αφοσιωμένη λατρεία. «Η δημοτικότητά του αυξήθηκε, ιδίως μεταξύ των φοιτητών και της νεότερης γενιάς, και θεωρήθηκε ως ο πραγματικός υπέρμαχος του Πακιστάν κατά της ινδικής επιθετικότητας»[27].

 

Οι διαδηλώσεις κατά της Διακήρυξης της Τασκένδης

Τον Σεπτέμβριο του 1965, κατά τη διάρκεια των ημερών του ολοκληρωτικού πολέμου κατά της Ινδίας, τα μέσα ενημέρωσης που υποστήριζαν τους Αγιούμπ κατέβαλαν εξαιρετικές προσπάθειες για να δημιουργήσουν ένα παθιασμένο κύμα εθνικιστικής υπερηφάνειας. Τα ρεπορτάζ τους ήταν ένας κυκεώνας φανατισμού και υπερβολών∙ μια ατέρμονη γραμμή προώθησης παραπλανητικής ή εντελώς ψευδούς δημοσιογραφίας, που παρουσίαζε τους Πακιστανούς στρατιώτες ως ευγενείς ισλαμιστές πολεμιστές που αγωνίζονταν για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία και τους Ινδούς ως δαιμονικά, αμαρτωλά, παράλογα κτήνη. Όμως το Πακιστάν είχε πάει τόσο άσχημα στον πόλεμο και η πιθανότητα στρατιωτικής νίκης είχε εξανεμιστεί εντελώς, ώστε ο Αγιούμπ αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν μια περίπτωση που έπρεπε να κοιμηθούν όπως είχαν στρώσει. Ο ενθουσιασμός και η έξαψη ενός ευσεβούς και πιστού πακιστανικού κοινού αυξανόταν με κάθε αναφορά των μέσων ενημέρωσης για την πρόοδο και τις επιτυχίες του στρατού. Όλα αυτά συσσωρεύονταν προς μια τεράστια κορύφωση πατριωτικής νίκης, η οποία θα ερχόταν με τη συνθηκολόγηση της Ινδίας. Αλλά τότε η αφήγηση των μέσων ενημέρωσης άλλαξε εντελώς, αναφέροντας την κατάπαυση του πυρός και το τέλος των μαχών. Αυτό τάραξε την ισορροπία του κοινού∙ έμεινε αρχικά σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης, σοκ και σύγχυσης και στη συνέχεια οργής επειδή εξαπατήθηκε τόσο προσβλητικά. Μόλις βρήκαν τον προσανατολισμό τους, οι πατριώτες αυτοί στράφηκαν βίαια εναντίον της κυβέρνησης: διαδηλώσεις κατά της κατάπαυσης του πυρός πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες του πολέμου, ιδίως στο Καράτσι και στη Λαχόρη.

Όταν ο Αγιούμπ επέστρεψε στην πατρίδα του μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Τασκένδης, η εθνική διάθεση ήταν ακόμη πολύ ασταθής και απρόβλεπτη. Καθώς οι πλήρεις λεπτομέρειες της συμφωνίας γίνονταν γνωστές, προέκυψε μια πιο καθαρή μορφή παθιασμένης απογοήτευσης και οργής, δημιουργώντας μια ανανεωμένη αίσθηση φανατισμού. Ξέσπασε ένας νέος γύρος διαδηλώσεων, με επικεφαλής οργισμένους πανεπιστημιακούς φοιτητές που αψήφησαν τις δημόσιες εντολές κατά των διαδηλώσεων, καταγγέλλοντας την εθνική προδοσία.

«[Μια] ομάδα φοιτητών, ντυμένων στα μαύρα και κρατώντας πανό που καλούσαν την κυβέρνηση να επανεξετάσει τη θέση που έλαβε στην Τασκένδη, στρατοπέδευσε έξω από την κεντρική πύλη που οδηγεί στην κατοικία του κυβερνήτη...

Οι ταραχές άρχισαν λίγο μετά το μεσημέρι. Η αστυνομία διέταξε να σταματήσουν οι διαδηλωτές που συνέκλιναν στην πόλη, πολλοί από τους οποίους ενώθηκαν με καλυμμένες γυναίκες που κουβαλούσαν παιδιά που λέγεται ότι ήταν  μέλη οικογενειών των ανδρών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Φωνές όπως “Φέρτε πίσω τους συζύγους, τους πατεράδες και τα αδέλφια μας” διαπερνούσαν τον αέρα και το πλήθος γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθεί...

Όλες οι προσπάθειες να σταματήσουν τους φοιτητές απαντήθηκαν με μεγαλύτερη αντίσταση και φασαρία. Σύντομα άρχισαν να πετάνε τούβλα και η αστυνομία διατάχθηκε να αντεπιτεθεί χρησιμοποιώντας τα δακρυγόνα της. Η μάχη διήρκεσε αρκετές ώρες.»[28]

Αυτές οι ημέρες και εβδομάδες αμέσως μετά την Τασκένδη ήταν πιο δύσκολες και επικίνδυνες για το καθεστώς Αγιούμπ από οποιαδήποτε άλλη φορά στη διάρκεια της θητείας του∙ ο πρόεδρος δεν ήταν ποτέ πιο απομονωμένος, ευάλωτος και απελπισμένος. Αλλά παρ’ όλα αυτά –παρ’ όλες τις φοιτητικές διαδηλώσεις και την ευρεία δημόσια αποδοκιμασία– όταν τελικά ο καπνός διαλύθηκε, το καθεστώς εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία.

 

Το Πακιστανικό Λαϊκό Κόμμα

Μέχρι τις αρχές του 1967 ο Μπούτο είχε διατηρήσει με επιτυχία την ευρεία βάση των συμπαθούντων και θαυμαστών του. Επιπλέον, είχε συγκροτήσει ένα στενό δίκτυο καμιά εικοσαριά συνεργατών: ανθρώπων που ήταν πλήρως αφοσιωμένοι σε αυτόν και που μπορούσαν να κληθούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Έτσι, ο Μπούτο δημιούργησε ένα ολοκαίνουργιο πολιτικό κόμμα εναντίον του Αγιούμπ από το μηδέν – το Πακιστανικό Λαϊκό Κόμμα (PPP). Ο ίδιος θα το καθοδηγούσε τόσο ως επικεφαλής οργανωτής όσο και ως δημόσιο πρόσωπό του∙ το στενό δίκτυο συνεργατών του θα αποτελούσε τον εσωτερικό κύκλο του κόμματος από κορυφαίους παράγοντες, διευθυντές και εκπροσώπους.

Το υλικό που δημοσίευσε το κόμμα κατά τη διάρκεια του 1967 και του ’68 ήταν ρητορικά πολύ ριζοσπαστικό, αποζητώντας οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη για όλους. Καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια να χαρακτηριστεί το PPP ως η ενσάρκωση όλων των αντι-Αγιούμπ συναισθημάτων, υποδεχόμενο τη δυσαρέσκεια που αισθάνονταν οι υποτελείς μάζες και τραβώντας τες όλες ομαλά και άμεσα σε ένα πολιτικό κίνημα που θα γινόταν τελικά το όχημα για την εκστρατεία του Μπούτο για την κρατική εξουσία. Το σημαντικότερο κείμενο που δημοσίευσε το κόμμα ήταν ένα μικρό φυλλάδιο γραμμένο από τον ίδιο τον Μπούτο με τίτλο Η Πολιτική Κατάσταση στο Πακιστάν, στο οποίο υποστηριζόταν με θέρμη η υπόθεση του σοσιαλισμού: «Μόνο ο σοσιαλισμός, που δημιουργεί ίσες ευκαιρίες για όλους, προστατεύει από την εκμετάλλευση, καταργεί τα εμπόδια των ταξικών διακρίσεων, είναι ικανός να εγκαθιδρύσει οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη. Ο σοσιαλισμός είναι η υψηλότερη έκφραση της δημοκρατίας και η λογική της ολοκλήρωση»[29].

Θα πρέπει όμως πάντα να έχουμε κατά νου ότι το PPP ιδρύθηκε με τη σαφή πρόθεση να προωθήσει την πολιτική καριέρα του Μπούτο. Δεν σχεδιάστηκε για να είναι ένα ακτιβιστικό κόμμα με μαζικά μέλη, στελέχη και υγιή εσωτερική δημοκρατία. Οι δομές εξουσίας και πολιτικής του κόμματος ήταν από πάνω προς τα κάτω, με όλη τη σημαντική εξουσία να βρίσκεται στα χέρια του Μπούτο και της στενής κλίκας των συνεργατών του. Όλες οι κομματικές εκδηλώσεις περιστρέφονταν γύρω από τη λατρεία της προσωπικότητας του Μπούτο.

«Συνολικά, η προσωπικότητα του Μπούτο λειτούργησε καλά γι’ αυτόν. Η οξύτατη ευφυΐα του και η κοσμική του σοφία εντυπωσίαζαν τους διανοούμενους, τις μορφωμένες τάξεις και τους ξένους διπλωμάτες, δημοσιογράφους και ειδικούς ερευνητές. Στον απλό λαό και στους πιστούς του κόμματος, ο δυναμισμός, το πάθος και το χιούμορ του προκάλεσαν ισχυρή ανταπόκριση. Είχε εξαιρετική μνήμη για ονόματα, πρόσωπα και παιδιά και πολλοί υπάλληλοι του κόμματος διηγούνταν... θερμές συναντήσεις που είχαν με τον Πρόεδρό τους. Ωστόσο, ο Μπούτο ήταν ένας δύσκολος, ακόμη και επικίνδυνος, άνθρωπος για να συναντήσει κανείς. Απαιτούσε ανεπιφύλακτη υπακοή από τους κοινωνικά ίσους του και υποταγή από τους κατώτερους. Όταν θύμωνε, μπορούσε να ενεργεί με έναν εξαιρετικά αυθαίρετο και συχνά αλαζονικό τρόπο...

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μπούτο χρησιμοποίησε ιδιαίτερα προσωποπαγείς μορφές ηγεσίας στο κόμμα, οι οποίες λειτουργούσαν μέσω μιας άτυπης ιεραρχίας πρόσβασης στον πρόεδρο. Ο εσωτερικός κύκλος που είχε σχηματιστεί γύρω από την Μπούτο ακόμη και πριν από την ίδρυση του κόμματος, και ο οποίος έγινε γνωστός στους πιστούς του κόμματος ως “κεντρικός πυρήνας”, αποτελούνταν από λίγους που είχαν άμεση προσωπική πρόσβαση στον Μπούτο.»[30]

Στις αρχές του 1968 ο Μπούτο ταξίδεψε σε όλη τη χώρα, κάνοντας ομιλίες που ξεσήκωναν το πλήθος και περιείχαν μεγάλο μέρος αυτής της νέας ριζοσπαστικής, σοσιαλιστικής ρητορικής που υποστήριζε την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη. Η δημοτικότητά του μεταξύ της εργατικής τάξης και των φτωχών αυξήθηκε προοδευτικά κατά τους επόμενους μήνες.

 

Η καμπάνια «Δεκαετία της Ανάπτυξης»

Το έτος 1968, επειδή σηματοδοτούσε τη δέκατη επέτειο από την ανάληψη της εξουσίας από τον Αγιούμπ, ανακηρύχθηκε επίσημα χρονιά εορτασμού. Τα επιτεύγματα του Αγιούμπ και της κυβέρνησής του επρόκειτο να διαφημιστούν μαζικά μέσω μιας χρηματοδοτούμενης σε μεγάλο βαθμό προπαγανδιστικής εκστρατείας, η οποία παρουσίαζε με τρόπο ενθουσιώδη τον πρόεδρο ως έναν μεγάλο μεταρρυθμιστή που είχε φέρει ευημερία, ασφάλεια και διαφωτισμό σε αυτή τη μέχρι τότε υπανάπτυκτη, χαοτική και αμόρφωτη χώρα. Αλλά η εκστρατεία «Δεκαετία της Ανάπτυξης» (όπως έγινε γνωστή), αντί να εκτοξεύσει τη δημοτικότητα του Αγιούμπ σε αστρονομικά ύψη και να καταστήσει τη συνέχιση της προεδρικής του θητείας αδιαμφισβήτητη, έγινε μια νέα πηγή δυσαρέσκειας μεταξύ των πολιτικά αφυπνισμένων πλέον μαζών: «Η φαινομενικά ατέρμονη επανάληψη συνθημάτων και μεγαλόστομων ομιλιών ήταν κάτι περισσότερο από ό,τι μπορούσε να ανεχθεί ο αντιφρονούντας αστικός πληθυσμός, ιδίως οι φοιτητές».[31]

Η βαθύτερη αιτία για αυτό το διογκούμενο αίσθημα δυσαρέσκειας ήταν το τεράστιο χάσμα που χώριζε τη μυθολογία της λατρείας της προσωπικότητας από την αποκρουστική πραγματικότητα που ζούσαν οι απλοί Πακιστανοί. Το βασικό θέμα της διαμάχης ήταν το οικονομικό σύστημα της χώρας: η επίσημη αφήγηση ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις και τα αναπτυξιακά προγράμματα του Αγιούμπ Χαν είχαν επιτρέψει την ολοκληρωμένη εκβιομηχάνιση, τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, καθιστώντας τον λαό πολύ πιο πλούσιο και πιο ικανοποιημένο από ό,τι ήταν ποτέ πριν από το 1958. Αλλά σε βάρος του Αγιούμπ, αυτή η εξιστόρηση των πραγμάτων δεν γινόταν υπάκουα αποδεκτή. Αντί να τους μετατρέψει σε πιστούς υποστηρικτές του Αγιούμπ, «[η] προπαγάνδα του είχε το απροσδόκητο αποτέλεσμα να αυξήσει την πολιτική συνείδηση των μαζών, οι οποίες δεν μπορούσαν παρά να παρατηρήσουν το τεράστιο και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της προπαγάνδας της κυβέρνησης Αγιούμπ και της σκληρής πραγματικότητας της καθημερινότητάς τους»[32].

«Στο Καράτσι, τη Λαχόρη και το Ραβαλπίντι μπορούσε κανείς να παρατηρήσει όλα τα σύμβολα του νέου πλούτου – νέα αυτοκίνητα, πολυτελή ξενοδοχεία και φανταχτερές κατοικίες για τους λίγους προνομιούχους. Αλλά για τα εξαθλιωμένα πλήθη και τη μη ανταμειβόμενη κατώτερη μεσαία τάξη υπήρχε μόνο φθόνος και πικρία. Παρόλο που η βιομηχανική παραγωγή είχε αυξηθεί κατά περίπου 160% μέσα σε οκτώ χρόνια, η εργατική τάξη δεν είχε ακόμη αντιληφθεί κανένα σημαντικό πλεονέκτημα.»[33]

Για να είμαστε σαφείς, ο ισχυρισμός ότι το Πακιστάν είχε αναπτυχθεί οικονομικά σε σημαντική κλίμακα κατά την εποχή του Αγιούμπ δεν ήταν επινόηση. Όλα τα οικονομικά στοιχεία έδειχναν ότι η χώρα μετασχηματιζόταν, πράγματι, σε μια πιο εκσυγχρονισμένη, πιο κερδοφόρα και πιο πλούσια κοινωνία. Το σημείο των πραγματικών παρανοήσεων και των ιδεολογικών προκαταλήψεων βρισκόταν στον κοινωνικό χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης: ποιες ομάδες και τάξεις επωφελούνταν από αυτή την οικονομική έκρηξη και ποιες όχι. Όταν εστιάζουμε σε αυτό το ερώτημα, η ουσία του καθεστώτος Αγιούμπ –τα συμφέροντα, η ατζέντα και η κοινωνική του βάση– μπορεί να αποκαλυφθεί με διαφάνεια. Αυτή η «Δεκαετία της Ανάπτυξης» ήταν μια χρυσή εποχή για τους βιομηχανικούς καπιταλιστές, τους πολιτικούς γραφειοκράτες και τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι έγιναν όλοι εξαιρετικά πλούσιοι. Αντίθετα, οι τάξεις των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώθηκαν ελάχιστα, παρέμειναν στάσιμες ή υποβαθμίστηκαν ήταν η εργατική τάξη, οι κατώτερες μεσαίες τάξεις, η αγροτιά και οι φτωχοί.

Ήταν οι ίδιες οι μάζες που βίωναν καθημερινά την πείνα, το κρύο, την αθλιότητα και την απελπισία στη ζωή τους, σε αντιδιαστολή με τα τεράστια ποσά πλούτου που δημιουργούνταν χρόνο με το χρόνο. «Οι ανώτερες τάξεις ζούσαν μια κατάσταση που δεν είχε καμία σχέση με εκείνη της υπόλοιπης κοινωνίας. Ενώ οι απεργοί εργάτες πυροβολούνταν με εντολές γραφειοκρατών και καπιταλιστών, οι σύζυγοι των τελευταίων παρακολουθούσαν πανάκριβες επιδείξεις μόδας σε πολυτελή διεθνή ξενοδοχεία».[34] Τόσο τα κυβερνητικά δημοσιεύματα, που διακήρυτταν ότι επρόκειτο για μια τεράστια εποχή ευημερίας, όσο και η ξεδιάντροπη συμπεριφορά των ελίτ, που καυχιόντουσαν για την ευμάρεια τους και επιδείκνυαν τα πλούτη τους, ήταν βέβαιο ότι θα ενοχλούσαν πολλούς.

«Υπήρχαν μακροχρόνιες δυσαρέσκειες που πηγάζουν από γνήσιες λαϊκές δυσαρέσκειες που γεννιούνται από τη συμπεριφορά μιας γραφειοκρατίας η οποία μεθούσε από την άσκηση περισσότερης εξουσίας από όση είχε γνωρίσει ποτέ∙ από το ολοένα και πιο καταπιεστικό βάρος του αυξανόμενου κόστους ζωής∙ από την αυξανόμενη αίσθηση, ιδίως μεταξύ των μορφωμένων τάξεων, του πολιτικού αποκλεισμού∙ και από τη θρασύτατη επίδειξη συγγενών και ευνοούμενων που έβγαζαν χρήματα και περιφρονούσαν το νόμο. Κανένα από αυτά δεν μπορούσε να διαλυθεί από τη μαγεία μιας διαφημιστικής εκστρατείας που μάλλον χωρίς φαντασία διαλαλούσε τις αρετές και τα επιτεύγματα του προέδρου Αγιούμπ Χαν.»[35]

Το Πακιστάν είχε μετατραπεί σε μια πυριτιδαποθήκη, εξαιρετικά ασταθής, γεμάτη με πολλές εύφλεκτες χημικές ουσίες και έτοιμη να αναφλεγεί και να εκραγεί με την ανάφλεξη.

 

Η επανάσταση των φοιτητών και των εργατών: η αρχή

Χρειάστηκε ένα ιδιαίτερα δραματικό περιστατικό κρατικής καταστολής για να πυροδοτηθεί η λαϊκή εξέγερση που τελικά θα έριχνε τον Αγιούμπ Χαν. Αυτό το περιστατικό έδωσε τη σπίθα που έβαλε φωτιά σε ολόκληρη τη χώρα, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μια μακρά και γεμάτη πάθος αναταραχή. Εν συντομία, αυτό έμελλε να είναι η «Ματωμένη Κυριακή» του Πακιστάν.

Μια από τις μεταβλητές που συνέβαλαν στην πρόκληση αυτού του περιστατικού ήταν η παρουσία του Μπούτο, ο οποίος βρισκόταν στο Ραβαλπίντι σε περιοδεία ομιλίας. Οι φοιτητές του Gordon College και του Polytechnic College ήθελαν πολύ να τον ακούσουν να μιλάει, αλλά η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε για να τους εμποδίσει. Οι φοιτητές είχαν ζητήσει από τον Μπούτο να σταματήσει στο Πολυτεχνείο και να τους μιλήσει. Εκείνη την ημέρα, υπήρχαν δύο ξεχωριστές ομάδες διαδηλωτών φοιτητών: η μία στο ίδιο το Πολυτεχνείο και η άλλη στο ξενοδοχείο Intercontinental όπου διέμενε ο Μπούτο. Όταν έφτασε στο Πολυτεχνείο, η αστυνομία αρνήθηκε να αφήσει τον Μπούτο να βγει από το αυτοκίνητό του. Οι φοιτητές που έγιναν μάρτυρες αυτής της βίαιης συμπεριφοράς εκτόξευσαν σκληρές βρισιές προς την αστυνομία. Λίγα λεπτά αργότερα, με τον Μπούτο να έχει απομακρυνθεί και να έχει πλέον εξαφανιστεί με ασφάλεια, η αστυνομία εξαπέλυσε τεράστια αντεπίθεση εναντίον των διαδηλωτών:

«Χωρίς καμία φυσική πρόκληση η αστυνομία, η οποία ήταν πλήρως οπλισμένη με τουφέκια, γκλομπ και βόμβες δακρυγόνων, άνοιξε πυρ. Μια σφαίρα χτύπησε τον Αμπντούλ Χαμίντ, έναν δεκαεφτάχρονο πρωτοετή φοιτητή, ο οποίος πέθανε επί τόπου. Εξοργισμένοι, οι φοιτητές αντεπιτέθηκαν με τούβλα και πλάκες πεζοδρομίου και υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές.»[36]

Στο ξενοδοχείο Intercontinental οι φοιτητές περίμεναν υπομονετικά την ευκαιρία να δουν τον Μπούτο. Αλλά τότε, σαν να επρόκειτο για έναν απόηχο που ερχόταν από το Πολυτεχνείο, δέχθηκαν και αυτοί επίθεση:

«Η αστυνομία τους διέταξε να διαλυθούν. Εκείνοι αρνήθηκαν, και τους έριξαν βόμβες δακρυγόνων και η αστυνομία έκανε άγριες επιθέσεις με γκλομπ, τραυματίζοντας αρκετούς φοιτητές. Κάποιοι φοιτητές εισέβαλαν στο λόμπι του ξενοδοχείου, το οποίο ήταν πλέον γεμάτο δακρυγόνα∙ άλλοι λιθοβόλησαν το ξενοδοχείο από μπροστά, ενώ μια μικρή ομάδα καταδρομέων πραγματοποίησε επίθεση από πίσω και λιθοβόλησε μερικούς Αμερικανούς διπλωμάτες που έκαναν ηλιοθεραπεία κοντά στην πισίνα.»[37]

Τα νέα για το τι είχε συμβεί διαδόθηκαν γρήγορα από τη μια άκρη του Ραβαλπίντι στην άλλη. Σύντομα μάζες απλών ανθρώπων κατέκλυσαν τους δρόμους για μια βραδιά πένθους. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, μεγάλος αριθμός ανθρώπων συγκεντρώθηκε στους δρόμους και μια δυσοίωνη σιωπή κατέστειλε τη συνήθως θορυβώδη πόλη. Σε όλους τους κεντρικούς δρόμους ήταν τοποθετημένη αστυνομία με χαλύβδινα κράνη και οπλισμένη και μονάδα του στρατού φρουρούσε το σπίτι του Προέδρου»[38].

Οι ηγέτες των φοιτητών αποφάσισαν να διοργανώσουν την επόμενη ημέρα μια κηδεία για τον Αμπντούλ Χαμίντ∙ είχαν πλήρη συνείδηση ότι αυτό θα σήμαινε παραβίαση του νόμου που απαγόρευε τις διαδηλώσεις. Η κυβέρνηση προσπάθησε να το προλάβει κλείνοντας αμέσως όλες τις τριτοβάθμιες σχολές και τα κολέγια. Εκείνο το πρωί, περίπου δέκα χιλιάδες φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο Government College. Με έναν πονηρό ελιγμό, απέφυγαν με επιτυχία την αστυνομία και έφτασαν στο κέντρο του Ραβαλπίντι.

«Όταν οι φοιτητές έκαναν πορεία μέσα στις εμπορικές περιοχές... φώναζαν συνθήματα απαιτώντας να μειωθούν οι τιμές της ζάχαρης και του αλευριού... Οι φοιτητές ενώθηκαν με τον κόσμο και πολλούς άνεργους εργάτες, και συγκρούστηκαν με την αστυνομία σε τακτά χρονικά διαστήματα – αλλά αυτή τη φορά πολέμησαν μόνο εκεί όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν ευνοϊκός. Από το μίσος τους για την ιδιωτική ιδιοκτησία επιτέθηκαν σε τράπεζες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις πιο φανταχτερές από τις ιδιωτικές κατοικίες. Όσο περνούσε η μέρα, όλο και περισσότεροι εργάτες και μικροαστοί ενώνονταν μαζί τους... Η πόλη είχε βγει εντελώς εκτός ελέγχου.»[39]

Διαδηλώσεις αλληλεγγύης πραγματοποιήθηκαν στο Καράτσι, τη Λαχόρη, το Μουλτάν, τη Χαϊντεραμπάντ, την Πεσαβάρ και σε πολλές άλλες πόλεις και κωμοπόλεις. Κάθε φορά που οι φοιτητές κατέβαιναν στους δρόμους για να διαδηλώσουν, τους ακολουθούσαν και τους υποστήριζαν διανοούμενοι, επαγγελματίες, εργάτες, άνεργοι και κάποιοι από τους φτωχούς των πόλεων. Οι φοιτητές αποτελούσαν σαφώς την πρωτοπορία αυτών των διαδηλώσεων εναντίον του Αγιούμπ, επειδή ήταν αυτοί που ξεκινούσαν τις δράσεις, που διατύπωναν πιο επιθετικά επιχειρήματα για μεγαλύτερη μαχητικότητα και που ήταν πιο πρόθυμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους στους δρόμους ενάντια στην αστυνομική καταστολή.

«Στη Λαχόρη οι ταραχές άρχισαν στις 8 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν στις 9 Νοεμβρίου, ιδίως στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου συγκεντρώθηκαν πλήθη για να συναντήσουν τον κ. Μπούτο κατά την άφιξή του από το Ραβαλπίντι. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη Λαχόρη έχουν επίσης κλείσει. Παρόμοιες ταραχές έλαβαν χώρα μία ή και δύο ημέρες στην Πεσαβάρ, τη Νουσερά, το Μαρντάν, την Τσαρσάντντα, την Αμποταμπάντ, την Ντέρα Ισμαήλ Χαν, τη Λιαλπούρ, το Σιαλκότ, το Κοχάτ, το Σουκκούρ, τη Σαργκόντα, την Γκουτζρανβάλα, την Μπαχαβαλπούρ και σε άλλα μέρη του Δυτικού Πακιστάν.»[40]

Ήταν μόλις δύο ημερών, αλλά ήδη η εξέγερση προκαλούσε φόβο και τρόμο: αναπτυσσόταν από τη δική της δυναμική, εξαπλωνόταν σε κάθε γωνιά της χώρας και οδηγούσε την ιστορία μπροστά με τεράστια ταχύτητα. «Μόλις ο κόσμος ανακάλυψε ότι μπορούσε να υψώσει τη φωνή του, ότι μπορούσε να αψηφήσει την αστυνομία και το στρατό, ότι η έκφραση της γνώμης είχε κατά κάποιο περίεργο τρόπο απελευθερωθεί, τότε κάθε παράπονο, κάθε κριτική και κάθε στόχος βρήκε τον εκφραστή του»[41].

 

Ο Μπούτο συλλαμβάνεται

Το καθεστώς Αγιούμπ έβλεπε ότι η κατάσταση εξελισσόταν γρήγορα σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από οτιδήποτε άλλο είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν. Όλοι οι παλιοί, αξιόπιστοι μηχανισμοί για να συγκρατούν τον όχλο στην τάξη –αποκλεισμός εγκαταστάσεων, έλεγχος των δρόμων από την αστυνομία, προπαγάνδα στα μέσα ενημέρωσης, εκφοβισμός και τρομοκρατία– δεν λειτουργούσαν πλέον, χάρη σε αυτή τη νέα αυτοπεποίθηση και προθυμία για αντίσταση στη θέληση της κυβέρνησης, η οποία εξαπλωνόταν και γενικευόταν. Κάτι έπρεπε να γίνει για να πνιγεί η φωτιά πριν εξαπλωθεί πολύ μακριά. Το πιο προφανές τακτικό μέτρο για το καθεστώς ήταν να πιάσει τη στρόφιγγα και να κόψει την παροχή ενέργειας της εξέγερσης, δηλαδή την αντιπολιτευτική αναταραχή. Μόλις αυτές οι στασιαστικές ιδέες δεν θα ήταν πλέον διαθέσιμες στη δημόσια σφαίρα, το κίνημα κατά του Αγιούμπ θα έχανε γρήγορα τη δυναμική του και η χώρα θα επέστρεφε αμέσως σε μια κατάσταση κανονικότητας. Για το σκοπό αυτό, ο Αγιούμπ ενέκρινε την άμεση σύλληψη του Μπούτο.

Σχολιαστές τόσο από τα τοπικά (νομιμόφρονα) όσο και από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης συμφώνησαν ότι με τον υπ’ αριθμόν ένα εκπρόσωπο της εξέγερσης εκτός παιχνιδιού, ήταν εγγυημένο ότι η σταθερότητα θα επέστρεφε στο Πακιστάν. Ο Νέβιλ Μάξγουελ, για τους London Times, έγραψε: «Με την πολιτική δυσαρέσκεια να είναι επιφανειακή, στα αστικά κέντρα και χωρίς ηγέτη στο Δυτικό Πακιστάν, η κυβέρνηση δεν θα δυσκολευτεί να καταστείλει τις σημερινές ταραχές, ακόμη και αν αυτές αναζωπυρωθούν εκ νέου λόγω της σύλληψης του κ. Μπούτο».[42] Αλλά αντί η κατάσταση να βελτιωθεί, τα πράγματα χειροτέρεψαν σταδιακά∙ τόσο όσον αφορά τους συγκεκριμένους αριθμούς των διαδηλωτών στους δρόμους όσο και την ευρύτερη, πιο ασαφή, πιο λεπτή «διάθεση» της χώρας.

«Η σύλληψη των ηγετών επιτάχυνε περισσότερο το κίνημα παρά το επιβράδυνε. Η επαναστατημένη νεολαία δεν είχε ανάγκη από ηγεσία, γιατί ο στόχος της ήταν η καταστροφή του παλιού συστήματος... Με την απομάκρυνση των εθνικών προσωπικοτήτων από το προσκήνιο, τα πλήθη έγιναν περισσότερο, όχι λιγότερο, εριστικά...

Σε όλο το Πακιστάν οι περιουσίες κείτονταν σε ερείπια... Τα αφηνιασμένα πλήθη ήταν αμείλικτα... Κανείς δεν καθοδηγούσε τα αστικά πλήθη και σίγουρα κανείς δεν τα έλεγχε. Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει εκ μέρους τους. Η εκρηκτική μανία του λαού είχε φτάσει σε σημείο αυθόρμητης καταστροφής.»[43]

Η παλιά κουλτούρα υποταγής και φόβου –που είχε επικρατήσει επί δέκα χρόνια προσεκτικής κυβερνητικής διαχείρισης– είχε διαλυθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Το σχέδιο του Αγιούμπ Χαν για την εγκαθίδρυση ενός εθνικού πολιτεύματος ψυχρής, ανελέητης απολυταρχίας κατέρρεε μπροστά στα μάτια του. Οι ριζοσπαστικές διαδηλώσεις είχαν πλέον καθιερωθεί ως ο κανόνας για τη μαζική πολιτική δραστηριότητα∙ είχε γίνει γρήγορα η νέα κοινή λογική για τους ανθρώπους που ήταν δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους να βγαίνουν στους δρόμους και να απαιτούν συνολική, συστημική αλλαγή.

Παρά τη φυλάκισή του, ο Μπούτο δεν είχε φιμωθεί και απομονωθεί, αλλά αντίθετα είχε οδηγηθεί στο εθνικό προσκήνιο. Ως εξέχον θύμα της κρατικής καταστολής, μετατράπηκε στην κατεξοχήν ενσάρκωση όλων των συναισθημάτων κατά του Αγιούμπ∙ «[ο ίδιος] εμφανιζόταν ως υπερασπιστής των εκατομμυρίων αποστερημένων, ως σταυροφόρος κατά της διαφθοράς, ως εκπρόσωπος της δημοκρατικής μεταρρύθμισης και ως σωτήρας της ισλαμικής κληρονομιάς».[44] Αυτό σήμαινε ότι η προσωπική πολιτική περιπέτεια του Μπούτο για την αντικατάσταση του προέδρου συνδέθηκε με τη μεγάλη αφύπνιση όλων των καταπιεσμένων και ταλαιπωρημένων λαών της χώρας. Έτσι, το Πακιστανικό Λαϊκό Κόμμα από μια μικροσκοπική ομάδα μερικών δεκάδων μελών από την επαγγελματική μεσαία τάξη μεταμορφωνόταν σε μια συζήτηση με εκατομμύρια Πακιστανούς για το τι δεν πήγαινε καλά με τη σημερινή κοινωνία και ποιες αλλαγές έπρεπε να επέλθουν.

 

Οι φοιτητικές διαδηλώσεις συνεχίζονται· το εργατικό κίνημα αφυπνίζεται

Πίσω στο Ραβαλπίντι, μια de facto συμφωνία είχε επιτευχθεί μεταξύ του φοιτητικού κινήματος και του καθεστώτος. Χρησιμοποιώντας πολύ τακτ και πονηριά, οι φοιτητές είχαν διατυπώσει επίσημα τα αιτήματά τους με στενούς, μεταρρυθμιστικούς και σχετικούς με την εκπαίδευση όρους, οι οποίοι έδιναν την εντύπωση ότι απλώς ήθελαν καλύτερες υποδομές και προγράμματα σπουδών. Έτσι, η κυβέρνηση ενέκρινε την επαναλειτουργία όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, περιμένοντας ότι οι φοιτητές θα ήταν τόσο ευγνώμονες που θα σταματούσαν τις καμπάνιες και θα επέστρεφαν στις σπουδές τους. Αλλά στις 26 Νοεμβρίου, με τα σχολεία να είναι και πάλι ανοιχτά, «[οι] ηγέτες των φοιτητών συγκάλεσαν αμέσως γενικές συνελεύσεις, συζήτησαν την κατάσταση και βγήκαν στους δρόμους»[45].

Οι ηγέτες των φοιτητών είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι οι δραστηριότητές τους από μόνες τους δεν θα ήταν αρκετές για να απαλλαγούν από τον Αγιούμπ. Χρειάζονταν συμμάχους από τις άλλες καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, όχι απλώς πράξεις συμπάθειας, αλλά σύμπραξη και συνεργασία. Έτσι, σε εκείνη τη συγκέντρωση της 26ης Νοεμβρίου, απηύθυναν έκκληση στον λαό του Ραβαλπίντι να συμμετάσχει ολοκληρωτικά στο κίνημα. Οι φοιτητές κάλεσαν σε γενική απεργία στις 29 Νοεμβρίου∙ όχι μόνο οι εργάτες, αλλά και οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι επαγγελματίες και οι καταστηματάρχες ενθαρρύνονταν να σταματήσουν τη δουλειά τους και να διαδηλώσουν ενάντια στη δικτατορία.

«Οι εργάτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των φοιτητών και πραγματοποιήθηκε πλήρης και γενική απεργία στο Ραβαλπίντι, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της πόλης. Όλος ο πληθυσμός, όπως φάνηκε, είχε βγει στους δρόμους για να συμπαραταχθεί με τους φοιτητές...

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για περισσότερες από έξι ώρες και κοινές διμοιρίες φοιτητών και εργατών επιτέθηκαν σε διάφορα αστυνομικά τμήματα και έβαλαν φωτιά σε τουλάχιστον δύο από αυτά.»[46]

Μια γενική απεργία παρέλυσε το Πίντι στα τέλη Νοεμβρίου, ενώ ακολούθησε μια απεργία που έκανε το ίδιο και στην Ντάκα στις 7 Δεκεμβρίου. Στις 10 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε απεργία των δημοσιογράφων σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Αγιούμπ Χαν βρέθηκε στην Ντάκα στις 8 Δεκεμβρίου και έγινε δεκτός από μια μεγάλη φοιτητική διαδήλωση∙ στη σύγκρουση που ακολούθησε με την αστυνομία, δύο διαδηλωτές πυροβολήθηκαν. Πέντε ημέρες αργότερα, όλο το Ανατολικό Πακιστάν βρισκόταν σε γενική απεργία.[47]

Μέχρι τώρα, το κυρίαρχο μήνυμα της εξέγερσης –ότι τα τελευταία δέκα χρόνια δεν έφεραν ευημερία στις μάζες, αλλά στην πραγματικότητα περιλάμβαναν μόχθο, δυστυχία και ανεκπλήρωτα όνειρα– είχε αρχίσει να φτάνει στα αυτιά του εσωτερικού κύκλου του Αγιούμπ. Ο πρόεδρος άκουγε επιτέλους τους διαδηλωτές που στέκονταν συμβολικά στις πύλες του παλατιού, και τους απάντησε, αλλά όχι με θετικό τρόπο. Κατά τη διάρκεια μιας ραδιοφωνικής εκπομπής την 1η Δεκεμβρίου, αντέστρεψε την πραγματικότητα και κατηγόρησε τον λαό για εσκεμμένη άγνοια∙ χλεύασε συγκαταβατικά: «Αν μπροστά στα στοιχεία κάποιος κλείνει τα μάτια του και λέει ότι δεν βλέπει καθόλου πρόοδο∙ ότι δεν έχει σημειωθεί καμία ανάπτυξη∙ ότι, στην πραγματικότητα, οι συνθήκες επιδεινώνονται, τότε δεν υπάρχει θεραπεία για την ασθένεια.»[48] Στις 30 Δεκεμβρίου, απευθυνόμενος σε συνάντηση αξιωματούχων της Μουσουλμανικής Λίγκας, ο Αγιούμπ δήλωσε με θράσος ότι «οι διαδηλώσεις δεν θα καταφέρουν ποτέ να ανατρέψουν την κυβέρνησή του και προειδοποίησε την Αντιπολίτευση ότι η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος που εγκαθίδρυσε ο ίδιος θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο»[49].

Στα μέσα Ιανουαρίου, οι φλόγες της εξέγερσης εξακολουθούσαν να καίνε τόσο δυνατά και έντονα όσο και τους τελευταίους δύο μήνες. Μαχητικές, βίαιες και αποφασιστικές διαδηλώσεις πολλών χιλιάδων εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται σε κάθε μεγάλο αστικό κέντρο, χωρίς καμία ένδειξη ότι η δυναμική μειωνόταν ή ότι ο ενθουσιασμός χανόταν.[50]

«Οι φοιτητικές διαδηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα πολυάριθμους θανάτους στην Ντάκα και μια γενική απεργία παρέλυσε την πόλη. Οργισμένοι νέοι κυριάρχησαν στους δρόμους∙ η πολεμική τους κραυγή απαιτούσε την παραίτηση του Αγιούμπ. Στην αναταραχή κάηκαν γραφεία εφημερίδων που ανήκαν στο κυβερνητικό National Press Trust, επιτέθηκαν σε κυβερνητικές εγκαταστάσεις και περικύκλωσαν την Εθνοσυνέλευση (η οποία συνεδρίαζε εκείνη την περίοδο). Στο Καράτσι, τη Λαχόρη, το Ραβαλπίντι, το Τσιταγκόνγκ και αλλού η ιστορία ήταν η ίδια. Πλήθη έτρεχαν ενθουσιασμένα στους δρόμους, χλευάζοντας, καίγοντας και λεηλατώντας... Οι πυρκαγιές που φούντωναν στις κατεστραμμένες πόλεις και κωμοπόλεις συχνά τροφοδοτούνταν από χαρούμενους φοιτητές που απολάμβαναν ιδιαίτερα να καταστρέφουν τη νεοεκδοθείσα αυτοβιογραφία του Προέδρου, Φίλοι όχι Αφέντες[51]

Στο Καράτσι και στη Λαχόρη, ο Ιανουάριος ήταν ένας μήνας μεγάλων φοιτητικών συγκεντρώσεων, εργατικών απεργιών, ταραχών και γενικής αναταραχής στις πόλεις:

«Στις 25 Ιανουαρίου έγιναν άγριες οδομαχίες στο Καράτσι... Εργάτες, φοιτητές και άνεργοι έκαψαν λεωφορεία, τραμ, αντλίες βενζίνης, πρατήρια πετρελαίου και κυβερνητικά γραφεία. Οι εργάτες εισέβαλαν σε τράπεζες, έβγαλαν χρηματοκιβώτια στους δρόμους και τα ανατίναξαν. Το ταξικό μίσος του προλεταριάτου του Καράτσι ήταν απαράμιλλο σε όλη τη χώρα. Εκατοντάδες άνθρωποι τραυματίστηκαν και πάνω από πεντακόσιοι συνελήφθησαν.»[52]

Τον Φεβρουάριο, ο Αγιούμπ προσέφερε απεγνωσμένα παραχωρήσεις στο κίνημα, απελευθερώνοντας τον Μπούτο από τη φυλακή και αίροντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης – αλλά αυτά δεν οδήγησαν σε αναχαίτιση της εξέγερσης.

«Το παζάρι της Χαϊντεραμπάντ πυρπολήθηκε, οι διαδηλωτές δέχθηκαν δακρυγόνα και ξυλοκοπήθηκαν στη Λαχόρη και το Καράτσι ήταν ουσιαστικά μια νεκρή ζώνη. Στο Ανατολικό Πακιστάν δύο ακόμη εφημερίδες πυρπολήθηκαν και άρχισαν σοβαρές εργατικές διαμάχες. Οι επιχειρήσεις και οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν ακινητοποιηθεί και στις δύο επαρχίες και είχε αρχίσει να επέρχεται πλήρης παράλυση. Ήταν μια περίοδος ανεξέλεγκτου πάθους.»[53]

Στις 14 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε γενική απεργία (χαρτάλ) σε πανεθνικό επίπεδο:

«Κάθε κατάστημα, τσαγερί, εστιατόριο και κινηματογράφος έκλεισε και όσοι τολμηροί θέλησαν να ανοίξουν τα καταστήματά τους, διατάχθηκαν από την αστυνομία να κλείσουν με την αιτιολογία ότι αν παρέμεναν ανοιχτά θα προκαλούσαν προβλήματα. Τα περισσότερα αυτοκίνητα, φορτηγά και μοτοσικλέτες έφεραν μαύρη σημαία ή μαύρη κορδέλα, όχι απαραίτητα επειδή ο οδηγός συμπαθούσε την αντιπολίτευση, αλλά επειδή ήταν σοφότερο να το κάνει. Ακόμη και τα επίσημα οχήματα, όπως τα δημοτικά απορριμματοφόρα, έφεραν μαύρες σημαίες. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το μεσημέρι η κίνηση στο δρόμο ήταν πολύ μικρή»[54].

 

Ο Αγιούμπ Χαν παραιτείται

Κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, ο Αγιούμπ συνέχισε να κάνει μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις –για παράδειγμα, υποσχέθηκε στις 21 Μαρτίου ότι θα παραιτηθεί από την προεδρία μέχρι το 1970– ελπίζοντας ότι προσφέροντας ένα αρκετά μεγάλο τίμημα θα μπορούσε να εξαγοράσει την εμπιστοσύνη του λαού στο πρόσωπό του και να αμβλύνει το αίσθημα οργής και αγανάκτησης∙ αλλά αυτά δεν είχαν καμία αξιοσημείωτη επίδραση στα γεγονότα ή στο κλίμα της εξέγερσης. Φοβισμένος και απελπισμένος, ο Αγιούμπ δεν έβλεπε καμία διέξοδο – εκτός από μια στρατιωτική επίθεση πλήρους κλίμακας εναντίον της εξέγερσης: κήρυξε στρατιωτικό νόμο και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας σε όλη τη χώρα, έστειλε στρατεύματα να καταλάβουν τους δρόμους κάθε μεγάλης πόλης, χρησιμοποίησε κάθε αναγκαία βία για να σταματήσει τις διαδηλώσεις και τις πικετοφορίες και έθεσε υπό κράτηση κάθε ηγέτη των φοιτητών και των εργατών. Αλλά ο αρχηγός του στρατού, ο στρατηγός Μοχάμμαντ Γιαχιά Χαν, αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτές τις εντολές. Δεν είχε την αυτοπεποίθηση ότι η στρατιωτική πειθαρχία θα μπορούσε να αντέξει έναν εμφύλιο πόλεμο αυτού του μεγέθους. Είχε επίσης επίγνωση της αυξανόμενης έντασης και της δυσαρέσκειας στο εσωτερικό του στρατού: οι ιδέες της αδικίας και της εξέγερσης είχαν περάσει στις κατώτερες τάξεις και η υποστήριξη προς το PPP μεταξύ των απλών στρατιωτών ήταν πολύ ισχυρή. Αφού έσβηναν τα φώτα, συχνά συζητούσαν πολύ στο σκοτάδι, για θέματα που κυμαίνονταν από τη σκληρότητα των αξιωματικών τους μέχρι τη δυνατότητα του σοσιαλισμού. Η ανυπακοή ήταν ευρέως διαδεδομένη και ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να ενεργούν ενάντια στις διαταγές των αξιωματικών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν κατά των διαδηλώσεων∙ υπήρξαν ακόμη και μερικές φορές που οι στρατιώτες πήραν άμεσα το μέρος της εξέγερσης, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και ενώθηκαν με τις μάζες. Ο Γιαχιά Χαν συμβούλευσε τον Αγιούμπ ότι μόνο μια πραγματική πολιτική διευθέτηση θα έθετε τις βάσεις για την επίλυση της κρίσης[55].

Χωρίς κανένα καλό χαρτί στο χέρι του, δεν υπήρχε περίπτωση ο Αγιούμπ να παραμείνει πρόεδρος. Αν αυτό το κίνημα αφηνόταν να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί για πολύ ακόμα, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει επαναστατικό και να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του πακιστανικού κράτους. Η μόνη αξιόπιστη επιλογή που είχε απομείνει ήταν να προσφερθεί στις μάζες μια τεράστια ανθρωποθυσία, με την ελπίδα ότι αυτό θα ικανοποιούσε την πείνα τους για αίμα και θα άρχιζε να τις ηρεμεί. Ο Αγιούμπ θα παραιτούνταν από την προεδρία, ώστε το υπόλοιπο σύστημα –και ιδίως τα προνόμια και η εξουσία της πολιτικής και της στρατιωτικής γραφειοκρατίας– να παραμείνει στη θέση του. Το βράδυ της 25ης Μαρτίου, ο Αγιούμπ Χαν απηύθυνε την τελευταία του ραδιοφωνική ομιλία προς το έθνος:

«Ο όχλος καταφεύγει σε γκεράο κατά βούληση και επιβάλει τα αιτήματά του με πίεση... Η οικονομία της χώρας έχει παραλύσει, τα εργοστάσια κλείνουν και η παραγωγή μειώνεται καθημερινά... Η ασφάλεια της χώρας απαιτεί να μην τεθεί κανένα εμπόδιο στο δρόμο των Αμυντικών Δυνάμεων... Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αποφάσισα να παραιτηθώ σήμερα από το αξίωμα του Προέδρου.»[56]

 

Επίλογος

Ο Λένιν μας έδωσε μια απλή και διαλεκτικά ορθή εξήγηση για το πώς προκύπτει μια πραγματικά επαναστατική περίοδος, δηλαδή μέσω μιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης που αποσταθεροποιεί ριζικά τη φυσιολογική λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο μεγάλων τάξεων, καθιστώντας έτσι αδύνατη τη συμφιλίωσή τους και μιας επαναστατικοποίησης της κοινωνίας. Όταν και οι δύο τάξεις φτάνουν στο σημείο όπου η επιστροφή στους παλιούς τρόπους δεν λαμβάνεται υπόψη, τότε ο ολοκληρωτικός ταξικός πόλεμος είναι η μόνη εναλλακτική οδός που απομένει διαθέσιμη:

«Ο βασικός νόμος της επανάστασης... συνίσταται στο εξής: για την επανάσταση δεν είναι αρκετό να κατανοήσουν οι εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες μάζες πως είναι αδύνατο να ζουν με τον παλιό τρόπο και να απαιτούν αλλαγή· για την επανάσταση είναι απαραίτητο οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο. Μόνο όταν “οι κάτω” δεν θέλουν το παλιό και οι “οι πάνω” δεν μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο, μόνο τότε μπορεί να νικήσει η επανάσταση. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται διαφορετικά με τα λόγια: η επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς μια πανεθνική κρίση (που να θίγει τόσο τους εκμεταλλευόμενους όσο και τους εκμεταλλευτές).»[57]

Αλλά αυτός ο αλγόριθμος δεν ισχύει, ούτε μετριοπαθώς ούτε σοβαρά, για τα γεγονότα στο Πακιστάν το 1968-9. Δεν υπήρχε βαθιά, σοβαρή και αδυσώπητη κοινωνική κρίση∙ οι δύο μεγάλες τάξεις δεν είχαν φτάσει σε ασυμβίβαστη κατάσταση και η κοινωνία των πολιτών δεν είχε αποσταθεροποιηθεί σε σημείο χωρίς επιστροφή. Η εξέγερση των εργατών και των φοιτητών που ανέτρεψε τον Αγιούμπ Χαν ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένα τεράστιο και φοβερό επίτευγμα – αλλά δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια να θέσει τις βάσεις για έναν ολοκληρωμένο μετασχηματισμό της πακιστανικής κοινωνίας και την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής τάξης. Αντιθέτως, το Πακιστάν βρισκόταν σε μια περίοδο σταθερότητας, με συνεχή δημιουργία νέου πλούτου∙ με τον εκσυγχρονισμό να εξαπλώνεται και την κερδοφορία να αυξάνεται∙ και με ακόμα μεγαλύτερη ευημερία ορατή στον ορίζοντα. Σίγουρα, η πίτα μοιραζόταν πολύ άνισα μεταξύ των διαφόρων τάξεων – αλλά αυτό είναι απλώς ένα γενικό σύμπτωμα του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο σε όλη την ιστορία, όχι μοναδικό για το Πακιστάν της δεκαετίας του 1960.

Αλλά ήταν ακριβώς αυτή η παρατεταμένη κατάσταση οικονομικής άνθησης που άθελά της δημιούργησε ένα γενικό αίσθημα δυσαρέσκειας και απογοήτευσης, τροφοδοτώντας έτσι τη λαϊκή εξέγερση. Κάτω από ένα τέτοιο ευνοϊκό κλίμα, οι υποτελείς τάξεις μπορούν να αναπτύξουν ένα γενικευμένο αίσθημα ότι «έφτασαν στο όριο» όσον αφορά τη δική τους οικονομική και κοινωνική ευημερία: αυτή η εποχή είναι το απόγειο, η καλύτερη που έχει υπάρξει ποτέ ή θα υπάρξει ποτέ∙ η ζωή δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει καλύτερη από ό,τι είναι τώρα και θα μπορούσε να πάρει μόνο την κατηφόρα από εδώ και πέρα. Χωρίς αυτό το καρότο της αργής, σταθερής, εξελικτικής προόδου να κρέμεται μπροστά τους, χωρίς την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής στο μέλλον με την προϋπόθεση ότι σκύβουν το κεφάλι και συνεχίζουν να εργάζονται σκληρά, οι μάζες δεν θα μπορούσαν πλέον να κρατηθούν υπάκουες και δουλικές μέσω του παλιού κοινωνικού συμβολαίου της σταδιακής εξέλιξης. Και τότε, η αγανάκτηση που αφορούσε τις διάφορες αδικίες, τις ανισότητες και το αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα της κοινωνίας δεν μπορούσε πλέον να ανακατευθύνεται με προσοχή στις ακίνδυνες λαχτάρες για ένα ελαφρώς καλύτερο αύριο – αλλά αντίθετα εκφράζονταν ανοιχτά σε εθνικό επίπεδο με τις πιο βίαιες και επικίνδυνες εκδηλώσεις.

Το δεύτερο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ένα φοιτητικό κίνημα στην πρόκληση και υποκίνηση μιας ευρύτερης εξέγερσης. Σε γενικές γραμμές, οι φοιτητές των πανεπιστημίων είναι μια πιο αδόμητη, ρευστή, ευέλικτη και απρόβλεπτη κοινωνική δύναμη σε σχέση με το προλεταριάτο των πόλεων, το οποίο πειθαρχεί, παρακολουθείται και συγκρατείται στη θέση του μέσω της ιδεολογικής παραπληροφόρησης της άρχουσας τάξης, των οικονομικών πιέσεων, του συνδικαλιστικού ρεφορμισμού και του επιθετικού εκφοβισμού από τη διοίκηση. Επειδή οι φοιτητές είναι σχετικά πιο δύσκολο να επιτηρηθούν και να ελεγχθούν όσον αφορά τις ιδέες και τις ενέργειές τους, έχουν μεγαλύτερη ελευθερία για την πρόκληση πολιτικών προβλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι είναι οι τέλειοι υποψήφιοι για να αναλάβουν την πρωτοβουλία: να σπάσουν το μονοπώλιο της νομιμότητας της άρχουσας τάξης διαδηλώνοντας μαχητικά, όταν καμία άλλη δύναμη στην κοινωνία δεν είναι πρόθυμη ή ικανή να το κάνει, να μπορέσουν να προκαλέσουν αρκετό χάος στους δρόμους ώστε να αρχίσει να δημιουργείται ένα ριζοσπαστικοποιημένο πολιτικό κλίμα και επίσης, να προσφέρουν κάποιες ανθρώπινες θυσίες για να βοηθήσουν στην αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων και της ατζέντας της άρχουσας τάξης.

Η εργατική τάξη, παρά το γεγονός ότι η εν δυνάμει οικονομική και κοινωνική της δύναμη είναι απείρως ανώτερη από εκείνη των φοιτητών, επειδή βρίσκεται υπό αυστηρότερο ιδεολογικό και γραφειοκρατικό έλεγχο, συχνά δεν θα είναι η τάξη που θα εγκαινιάσει την αυγή μιας νέας επαναστατικής περιόδου. Οι εργάτες είναι κάπως πιο συντηρητικοί και αποφεύγουν το ρίσκο όσον αφορά την προθυμία τους να αναλάβουν την πρωταρχική πρωτοβουλία για μαχητική δράση ενάντια στην κυβέρνηση. Αντίθετα, η τόλμη και η προθυμία τους για έναν αγώνα θα είναι συνήθως παράλληλη με την αντιληπτή πιθανότητα της νίκης τους, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από το γενικό πολιτικό κλίμα της κοινωνίας.

Η φοιτητική μαχητικότητα, που εκφράζεται μέσα από μια μικρή αλλά έντονη καμπάνια κινητοποιήσεων για κάποιου είδους δημοκρατική μεταρρύθμιση, γεμάτη τόλμη και προκλητικότητα, μπορεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες να συμβάλει στη μετατροπή του πολιτικού κλίματος σε κλίμα αυτοπεποίθησης, αντίστασης και ηρωισμού, ανοίγοντας χώρο για τη γέννηση ενός εναλλακτικού, αντιπολιτευτικού λόγου. Αυτός μπορεί στη συνέχεια να διεισδύσει στη συνείδηση της εργατικής τάξης, δίνοντάς της νέα αυτοπεποίθηση στην ικανότητά της να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της και να αντιστέκεται στις πιέσεις που μέχρι τώρα την έλεγχαν και την έπνιγαν. Το εργατικό κίνημα εισέρχεται τότε στην εθνική σκηνή σε μια τεράστια και ισχυρή επίδειξη οικονομικής δύναμης, μετατρεπόμενο από άσχετο σκηνικό σε πρωταγωνιστή αυτής της μεγάλης μάχης για τη μελλοντική κατεύθυνση της κοινωνίας. Μέχρι τη δεύτερη πράξη, οι βιομηχανικές απεργίες έχουν γίνει το βασικό συστατικό για τη διατήρηση και την αύξηση της ενέργειας και της ισχύος της εξέγερσης· οι φοιτητικές διαδηλώσεις υποβιβάζονται έτσι σε ρόλο υποστηρικτικής δράσης.

Η επανάσταση του Πακιστάν το 1968-9 μας δίνει μια ενδεικτική περίπτωση του πόσο ισχυρό μπορεί να είναι το προλεταριάτο. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, η εργατική τάξη προκάλεσε απίστευτη αστάθεια –και, για να είμαστε ειλικρινείς, απόλυτο χάος– στην εθνική οικονομία μέσω του ενός κύματος μετά το άλλο απεργιών και γκεράο. Μια καμπάνια κινητοποιήσεων από μόνη της, αποτελούμενη μόνο από φοιτητές και επαγγελματίες, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο. Οδήγησε στο σημείο όπου η θέση του Αγιούμπ Χαν ως προέδρου δεν ήταν πλέον βιώσιμη. Ο άνθρωπος που κάποτε κυβερνούσε το Πακιστάν με τόσο απόλυτη εξουσία, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει τη δεκαετή επέτειο της διακυβέρνησής του ως μεγάλη ευλογία για την ευημερία της χώρας, δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποκλιθεί μπροστά στην πανίσχυρη πακιστανική εργατική τάξη, γλιστρώντας μακριά από τη σκηνή στη σκιά της ιστορικής ασημαντότητας.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Jessica Bell, “The 1968-9 Pakistan Revolution: a students’ and workers’ popular uprising”, Marxist Left Review, τεύχος 12, χειμώνας 2016, https://marxistleftreview.org/articles/the-1968-9-pakistan-revolution-a-students-and-workers-popular-uprising/.

*

Σημειώσεις

[1] Η συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά τους Shail Shah, Hamza Culin, Sandra Bloodworth και Mick Armstrong.

[2] Βλ. Ali 2008, σελ. 64 [(Σ.τ.Μ.:) Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή την εποχή με τον όρο Ανατολικό Πακιστάν εννοείται το σημερινό Μπαγκλαντές, το οποίο διαχωρίστηκε από το Πακιστάν και έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1971. Για το Ανατολικό Πακιστάν / Μπαγκλαντές, βλ. Alex de Jong, «Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Μπαγκλαντές», e la libertà, 14 Ιουλίου 2024, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/9668-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AD%CF%82].

[3] Feldman 1972, σελ. 241.

[4] Khan 2009, σελ. 107.

[5] Ali 1970, σελ. 20.

* [Σ.τ.Μ.:] «Γκεράο [Gherao / گھیراؤ], σημαίνει “περικύκλωση”, είναι μια λέξη που υποδηλώνει μια τακτική που χρησιμοποιείται από τους ακτιβιστές του εργατικού κινήματος και τους συνδικαλιστικούς ηγέτες στην Ινδία... Συνήθως, μια ομάδα ανθρώπων περικυκλώνει έναν πολιτικό ή ένα κυβερνητικό κτίριο μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους ή να δοθούν απαντήσεις. Η αρχή αυτή εισήχθη ως επίσημο μέσο διαμαρτυρίας στον εργασιακό τομέα από τον Σουμπόντ Μπανερτζί, τον υπουργό εργασίας στις κυβερνήσεις του Ενιαίου Μετώπου της Δυτικής Βεγγάλης το 1967 και το 1969, αντίστοιχα.» “Gherao”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Gherao. ,گھیراؤ", ویکیپیڈیا", https://ur.wikipedia.org/wiki/%DA%AF%DA%BE%DB%8C%D8%B1%D8%A7%D8%A4.

[6] Feldman 1972, σσ. 259-60.

[7] Talbot 1998, σελ. 148.

[8] Ali 2008, σελ. 65.

[9] Ziring 1971, σσ. 7-8.

[10] Ziring 1999, σελ. 218.

[11] Ali 1983, σελ. 60.

[12] Ziring 1999, σσ. 218-9.

[13] Αναφέρεται στο Khan 1959, σσ. 228-9.

[14] Ali 1983, σελ. 70.

[15] Feldman 1967, σελ. 100.

[16] Αναφέρεται στο Khan 2009, σελ. 140.

[17] Feldman 1967, σελ. 100. Βλ. επίσης Khan 2009, σελ. 137.

[18] Βλ. Ali 1970, σελ. 106.

[19] Βλ. Ali 1970, σσ. 106-7.

[20] Talbot 1998, σελ. 215.

[21] Talbot 1998, σσ. 216, 215.

[22] Ziring 1971, σελ. 48. Βλ. επίσης Feldman 1972, σελ. 314.

[23] Ziring 1971, σελ. 49.

[24] Ziring 1971, σελ. 61. Βλ. επίσης Khan 2009, σελ. 122.

[25] Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Εξωτερικών, ο Μπούτο δημοσιοποίησε τις απόψεις του υπέρ του Κασμίρ και κατά της Ινδίας. Αναφερόμενος στον εθνικό μύθο ότι ο λόγος ύπαρξης του Πακιστάν ήταν να αποτελεί πατρίδα για όλους τους μουσουλμάνους της Νότιας Ασίας, έγραψε ότι «το Κασμίρ πρέπει να απελευθερωθεί [δηλαδή να προσαρτηθεί] αν το Πακιστάν πρόκειται να αποκτήσει το πλήρες νόημά του»- παρατίθεται στο Ziring 1971, σ. 51. Σε άλλη περίπτωση, πρότεινε ότι το Πακιστάν ήταν τόσο αποφασισμένο να διεκδικήσει το Κασμίρ που θα έκανε έναν «χιλιόχρονο πόλεμο» με την Ινδία για να το αποκτήσει∙ Talbot 1998, σελ. 172.

[26] Khan 2009, σελ. 122. Βλ. επίσης Talbot 1998, σελ. 179.

[27] Feldman 1972, σελ. 158.

[28] Ziring 1971, σσ. 68-9.

[29] Αναφέρεται στο Khan 2009, σελ. 273.

[30] Phillip E. Jones, αναφέρεται στο Khan 2009, σσ. 286-7.

[31] Ziring 1971, σελ. 89.

[32] Ali 1970, σελ. 154.

[33] Ziring 1971, σελ. 98.

[34] Ali 1983, σελ. 75.

[35] Feldman 1972, σελ. 235.

[36] Ali 1970, σελ. 159.

[37] Ali 1970, σελ. 159. Βλ. επίσης Khan 2009, σσ. 130-1.

[38] Ali 1970, σελ. 160.

[39] Ali 1970, σελ. 161.

[40] Michael Stewart, αναφέρεται στο Khan 2009, σελ. 132.

[41] Feldman 1969, σελ. 256.

[42] Αναφέρεται στο Ali 1970, σελ. 166. Βλ. επίσης Feldman 1972, σελ. 242.

[43] Ziring 1971, σσ. 100-1.

[44] Ziring 1999, σελ. 312.

[45] Ali 1970, σελ. 169.

[46] Ali 1970, σελ. 171.

[47] Βλ. Khan 2009, σσ. 143-144.

[48] Αναφέρεται στο Ziring 1971, σελ. 101.

[49] The Guardian, αναφέρεται στο Ali 1970, σελ. 194.

[50] Βλ. Ali 1970, σελ. 186.

[51] Ziring 1971, σσ. 102-3.

[52] Ali 1970, σελ. 198.

[53] Ziring 1971, σελ. 105.

[54] Feldman 1972, σελ. 265· η έμφαση στο πρωτότυπο.

[55] Βλ. Ali 1970, σελ. 209-10· Khan 2009, σσ. 160-3· Feldman 1972, σελ. 254.

[56] Αναφέρεται στο Feldman 1972, σελ. 271· όλες οι ελλειπτικές γραμμές εκτός από την τρίτη από το πρωτότυπο.

[57] Lenin 1999, σελ. 83 [Β. Ι. Λένιν, «Ο “Αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 41, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χέ., σσ. 69, 70].

 

*

Βιβλιογραφία

Ali, Tariq 1970, Pakistan: Military Rule or People’s Power, William Morrow and Company.

Ali, Tariq 1983, Can Pakistan Survive? The Death of a State, Penguin Books.

Ali, Tariq 2008, The Duel: Pakistan on the Flight Path of American Power, Simon & Schuster.

Feldman, Herbert 1967, Revolution in Pakistan: A Study of the Martial Law Administration, Oxford University Press.

Feldman, Herbert 1969, “The Toppling of Ayub Khan”, Round Table, 59 (235).

Feldman, Herbert 1972, From Crisis to Crisis: Pakistan 1962-9, Oxford University Press.

Khan, Samin 1959, “The Revolution in Pakistan”, Pakistan Horizon, 12 (3), Σεπτέμβριος.

Khan, Lal 2009, Pakistan’s Other Story: The 1968-9 Revolution, Aakar Books.

Lenin, Vladimir Ilyich 1999 (1920), “’Left-wing’ Communism: An Infantile Disorder”, Resistance Books [Β. Ι. Λένιν, «Ο “Αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 41, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χ.έ.].

Talbot, Ian 1998, Pakistan: a Modern History, Palgrave Macmillan.

Ziring, Lawrence 1971, The Ayub Khan Era: Politics in Pakistan 1958-69, Syracuse University Press.

Ziring, Lawrence 1999, Pakistan in the Twentieth Century: a Political History, Oxford University Press.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 20 Ιουλίου 2024 09:59

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.