Κυριακή, 14 Ιουλίου 2024 13:21

Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Μπαγκλαντές

Μουκτί Μπαχινί (মুক্তিবাহিনী   / Μαχητές της Ελευθερίας), 1971.

 

 

Alex de Jong

 

Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Μπαγκλαντές

 

 

Το 1968-69, το Πακιστάν συγκλονίστηκε από διαδηλώσεις[1]. Ο Τάρικ Άλι το περιέγραψε ως το «εκτός μόδας» 1968:

«Διαφέροντας επίσης από την άποψη της αίγλης της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε επίσης διαφορετικό χαρακτήρα. Το χάσμα μεταξύ των δράσεων των Πακιστανών φοιτητών και εργατών και της πραγματικής κατάκτησης της εξουσίας ήταν πολύ μικρότερο από ό,τι στη Γαλλία ή την Ιταλία, πόσο μάλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Βρετανία... Η κλίμακα του κινήματος έκοβε την ανάσα: κατά τη διάρκεια πέντε μηνών συνεχών αγώνων που ξεκίνησαν στις 7 Νοεμβρίου 1968 και τελείωσαν στις 26 Μαρτίου 1969, περίπου 10-15 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν στον αγώνα σε όλο το Ανατολικό και Δυτικό Πακιστάν.»

Η καταστολή ήταν θανατηφόρα, ιδίως στην Ανατολή, όπου σκοτώθηκαν σχεδόν δύο χιλιάδες άνθρωποι.

Μετά τη διχοτόμηση της Ινδίας το 1947, το Πακιστάν αποτελούσε μια ανωμαλία. Αποτελούνταν από δύο γεωγραφικά ξεχωριστές πτέρυγες: Το Δυτικό Πακιστάν, το οποίο έγινε το πολιτικό και οικονομικό κέντρο, παρόλο που μια μειοψηφία του πληθυσμού ζούσε εκεί, και το Ανατολικό Πακιστάν, το οποίο δημιουργήθηκε από τις ανατολικές περιοχές της Βεγγάλης που είχαν τη μουσουλμανική πλειοψηφία. Το Πακιστάν επρόκειτο να οικοδομηθεί γύρω από αυτή την κοινή μουσουλμανική ταυτότητα, αλλά υπήρχαν λίγοι άλλοι δεσμοί που συνέδεαν την Ανατολή και τη Δύση.

Η δυτικοπακιστανική γλώσσα Ουρντού, ανακηρύχθηκε επίσημη γλώσσα. Οι πολίτες του Ανατολικού Πακιστάν πραγματοποίησαν μεγάλες διαμαρτυρίες και η αστυνομία σκότωσε αρκετούς διαδηλωτές. Η Δύση έκανε διακρίσεις εις βάρος της Ανατολής και με άλλους τρόπους: αυτό που θα γινόταν το Μπαγκλαντές είχε λιγότερους εκπροσώπους στην πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία από τους δυτικούς ομολόγους τους.

Το 1968, τα αισθήματα υπέρ της ανεξαρτησίας στην Ανατολή διατηρούνταν σε υποβόσκουσα κατάσταση εδώ και δύο δεκαετίες. Με αφορμή τις φοιτητικές και εργατικές αναταραχές μετατράπηκε σε ισχυρή δύναμη.

Το Ανατολικό Πακιστάν αντιμετώπιζε κάτι που ισοδυναμούσε με εσωτερική αποικιοκρατία. Η οικονομική εκμετάλλευση απέφερε εκατομμύρια ετησίως και η πακιστανική κυβέρνηση εξακολουθούσε να κάνει σοβαρές διακρίσεις εις βάρος των πολιτών του Ανατολικού Πακιστάν. Ο Μπαντρουντίν Ουμάρ[2], που δραστηριοποιήθηκε εκείνη την περίοδο στο μαοϊκό κίνημα του Ανατολικού Πακιστάν, έγραψε ότι «το σύνθημα της Ανεξάρτητης Βεγγάλης είχε αρχίσει να ακούγεται στους δρόμους της Ντάκα, ιδίως από τους εργάτες που ανήκαν στις αριστερές φοιτητικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια του κινήματος του 1968-69. Στις μαζικές συγκεντρώσεις, οι διαδηλωτές φώναζαν Τζόι Μπάνγκλα (Ζήτω η Βεγγάλη) και ζητούσαν το Κρισόκ-Σραμίκ Ρατζ, “διακυβέρνηση από τους αγρότες και τους εργάτες”».

Φοβούμενοι ότι θα έχαναν τον έλεγχο λόγω της πίεσης από τα μαζικά κινήματα, οι στρατηγοί του Πακιστάν απαίτησαν από τον δικτάτορα Αγιούμπ Χαν να παραιτηθεί. Ο διάδοχός του, στρατηγός Γιαχία Χαν, κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Αλλά, με την ελπίδα να κατευνάσει τους διαδηλωτές, ανακοίνωσε επίσης τις πρώτες γενικές εκλογές της χώρας για τον Δεκέμβριο του 1970. Ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Αγιούμπ Χαν, αναδείχθηκε νικητής στη Δύση. Ο Μπούτο προερχόταν από αριστοκρατική και καλά δικτυωμένη οικογένεια και το 1967 είχε ιδρύσει το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν (Pakistan People’s Party / PPP). Το PPP συνδύαζε λαϊκιστική, ακόμη και σοσιαλιστική ρητορική με πακιστανικό εθνικισμό και συμμαχίες με τμήματα πλούσιων γαιοκτημόνων. Αλλά στην Ανατολή, η Ένωση Αουάμι (Αουάμι Λιγκ / Awami League / AL)[3] εκμεταλλεύτηκε το μαζικό κίνημα, κερδίζοντας 167 από τις 169 έδρες που αναλογούσαν στην Ανατολή στην εθνική κυβέρνηση.

Η AL είχε ουσιαστικά συντηρητικές θέσεις, προσανατολισμένες προς τη συνταγματική πολιτική. Ήταν το κόμμα των μικροαστών των πόλεων και των δημοσίων υπαλλήλων: δικηγόρων, δασκάλων και εμπόρων. Αλλά η AL απαιτούσε επίσης σεβασμό από το Δυτικό Πακιστάν και περιφερειακή αυτονομία, μια πλατφόρμα που της εξασφάλισε μαζική υποστήριξη.

Αν και η Ανατολή είχε ισχυρότερες αριστερές παραδόσεις από τη Δύση, τα κομμουνιστικά κόμματα απέτυχαν να ηγηθούν του μαζικού κινήματος ή να επωφεληθούν από τις εκλογές. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι τόσο τα πιο δυναμικά τμήματα της Αριστεράς όσο και το ίδιο το Πακιστάν είχαν ισχυρούς δεσμούς με την Κίνα του Μάο. Οι περισσότερες αριστερές δυνάμεις είχαν επηρεαστεί κατά κάποιο τρόπο από τον μαοϊσμό και η κυβέρνηση διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Κίνα ως αντίβαρο στον κοινό τους αντίπαλο, την Ινδία. Λόγω των «αντικειμενικών αντιιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών» του Αγιούμπ, μεγάλο μέρος της μαοϊκής αριστεράς δεν αντιτάχθηκε στο καθεστώς του και απέφυγε να προβάλει αιτήματα που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη θέση του Πακιστάν σε σχέση με την Ινδία, συμπεριλαμβανομένης της αυτοδιάθεσης για την Ανατολή.

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Κίνα το 1963, ο Μαουλανά Αμπντούλ Χαμίντ Χαν Μπασανί, ένας ηγέτης αγροτών και μια από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της αριστεράς που ήταν υπέρ του Πεκίνου, επαίνεσε το καθεστώς Αγιούμπ, λέγοντας ότι ήταν «ευχαριστημένος» που «η σημερινή κυβέρνηση του Πακιστάν έχει ήδη εξαλείψει μεγάλο μέρος της επιρροής του ιμπεριαλισμού στην πολιτική και την οικονομία. Ιδιαίτερα ευτυχές είναι το γεγονός ότι έχουν αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την Κίνα». Ο υπουργός Εξωτερικών του Μάο, Τσου Ενλάι, ζήτησε από τον Μπασανί να μην ασκεί υπερβολική πίεση στον Αγιούμπ Χαν στο μέλλον.

Τα επόμενα χρόνια δεν έλαβαν όλοι υπόψη τους το αίτημα. Εμπνευσμένα από τους Ναξαλίτες στην Ινδία, τμήματα της μαοϊκής αριστεράς του Ανατολικού Πακιστάν ριζοσπαστικοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αλλά εγκατέλειψαν τη δουλειά στα μαζικά κινήματα για να προχωρήσουν σε μικρής κλίμακας αντάρτικες επιθέσεις και μποϊκοτάρισαν τις εκλογές. Παρά τη ριζοσπαστική στροφή, οι περισσότερες μαοϊκές δυνάμεις εξακολουθούσαν να απορρίπτουν την αυτοδιάθεση.

Η αριστερά που υποστήριζε τη Μόσχα ήταν πολύ μικρότερη, αλλά απολάμβανε δυσανάλογη εκπροσώπηση στον Τύπο και τον ακαδημαϊκό χώρο. Και στα δύο μισά του Πακιστάν, αυτοί οι αριστεροί επικεντρώθηκαν στην αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τόσο μονοσήμαντα που έγιναν σχεδόν δυσδιάκριτοι από τις φιλελεύθερες δυνάμεις. Στην Ανατολή, οι συμπαθούντες τη Σοβιετική Ένωση υποστήριζαν την αυτοδιάθεση, αλλά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εξάρτημα της AL.

Η εκλογική νίκη της AL της έδωσε το δικαίωμα να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση, αλλά ο Μπούτο –ο οποίος είχε κάνει προεκλογική εκστρατεία με υποσχέσεις για ισχυρό στρατό και ισχυρή κεντρική κυβέρνηση και χρησιμοποιούσε φλογερή εθνικιστική ρητορική– αρνήθηκε να αποδεχτεί τα αποτελέσματα και μποϊκοτάρισε το νέο κοινοβούλιο. Οι στρατιωτικοί διοικητές, μια προνομιούχα κλίκα που ξόδευε πάνω από το ήμισυ του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας, απέρριψαν επίσης την αυτοδιάθεση του Ανατολικού Πακιστάν. Ακόμη και η μετριοπαθής πλατφόρμα της AL αποτελούσε απειλή για την εξουσία της άρχουσας τάξης όσον αφορά τους φτηνούς πόρους και την καταναλωτική αγορά της περιοχής.

Ένα νέο μαζικό κίνημα διαμορφώθηκε, αυτή τη φορά ειδικά γύρω από το ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Ο ηγέτης της AL Σεΐχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν κάλεσε σε διαδηλώσεις και απεργίες. Οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν αρκετούς ανθρώπους, αυξάνοντας την ένταση. Σε μια τεράστια συγκέντρωση, ο Ραχμάν κάλεσε την κυβέρνηση να άρει τον στρατιωτικό νόμο, να διερευνήσει τις δολοφονίες, να αποσύρει τον στρατό και να μεταβιβάσει την εξουσία σε εκλεγμένους αντιπροσώπους. Τα αισθήματα υπέρ της ανεξαρτησίας εξαπλώνονταν και ριζοσπαστικοποιούνταν, ενώ ακόμη και οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου αρνήθηκαν να εργαστούν.

Το καθεστώς Γιαχία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την AL, καθυστερώντας έτσι ώστε να μπορέσει να μεταφέρει στρατεύματα και όπλα στο Ανατολικό Πακιστάν. Τα μεσάνυχτα της 25ης Μαρτίου 1971, ο πακιστανικός στρατός χτύπησε. Μεταξύ των πρώτων στόχων του ήταν οι κοιτώνες του Πανεπιστημίου της Ντάκα. Οι στρατιώτες σκότωσαν και βίασαν εκατοντάδες φοιτητές/τριες και καθηγητές/τριες και ο Ραχμάν συνελήφθη την επόμενη μέρα.

Με κλασικό αποικιοκρατικό τρόπο, ο εθνοτικός και θρησκευτικός φανατισμός παρακίνησε τον πακιστανικό στρατό και τους υποστηρικτές τους μέσα στις ισλαμιστικές πολιτοφυλακές, τους Ραζακάρ. Οι στρατιώτες θεωρούσαν τον λαό της Βεγγάλης αδύναμο και κατώτερο. Στοχοποίησαν ιδιαίτερα την ινδουιστική μειονότητα: στη Ντάκα, οι στρατιώτες έκαψαν γειτονιές ινδουιστών και σκότωσαν ανθρώπους στους δρόμους. Ένας Πακιστανός αξιωματικός υποσχέθηκε ότι μόλις ηττηθεί η Ανατολή, «κάθε στρατιώτης του θα έχει μια Βεγγαλέζα ερωμένη και ότι ούτε σκυλιά ούτε Βεγγαλέζοι θα επιτρέπονταν στην κλειστή λέσχη του Τσιταγκόνγκ».

Καθώς η βία εξαπλωνόταν, η αντίσταση έπαιρνε μορφή. Τόσο οι φιλο-Μοσχοβίτικες όσο και οι μαοϊκές ομάδες οργάνωσαν πολιτοφυλακές και οι στρατιώτες και η αστυνομία της Βεγγάλης εξεγέρθηκαν.

Αλλά ενώ ο πακιστανικός στρατός διέπραττε θηριωδίες σε κλίμακα γενοκτονίας[4], το Πεκίνο παρέμεινε σιωπηλό. Στις 12 Απριλίου 1971, ο πακιστανικός Τύπος δημοσίευσε ένα μήνυμα του Τσου Ενλάι που επαινούσε την κυβέρνηση για το «χρήσιμο έργο» της στη διατήρηση της ενότητας της χώρας και δήλωνε ότι «αυτό που συμβαίνει στο Πακιστάν αυτή τη στιγμή είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση του Πακιστάν». Η Κίνα παρείχε περισσότερο από φραστική υποστήριξη στο καθεστώς του Γιαχία Χαν – τον Μάιο, έδωσε στο καθεστώς άτοκο δάνειο 100 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ορισμένοι μαοϊκοί εντός και εκτός Μπαγκλαντές κατήγγειλαν το κίνημα ανεξαρτησίας ως μια αντι-κινεζική συνωμοσία «Ινδών επεκτατιστών» με τη βοήθεια του «σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού». Άλλοι, αηδιασμένοι από αυτή την ανάλυση, ένωσαν τις δυνάμεις τους με την AL. Ο Μπασανί, για παράδειγμα, κάλεσε τους οπαδούς του να αγωνιστούν για ένα ανεξάρτητο Μπαγκλαντές. Αλλά μία από τις μεγαλύτερες φιλοπεκινικές παρατάξεις, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ανατολικού Πακιστάν (Μαρξιστικό-Λενινιστικό) [Πούρμπο Πακιστανά Καμι’ουνιστά Παρτί (Μαρκασαμπαντί-Λενιναμπαντί) / EPCP-ML / East Pakistan Communist Party (Marxist-Leninist)[5]] διέταξε τους αντάρτες του να πολεμήσουν όχι μόνο τον πακιστανικό στρατό αλλά και τους Μουκτί Μπαχινί (Μαχητές της Ελευθερίας)[6] υπό την ηγεσία της AL.

Στο τέλος του πολέμου, το EPCP-ML περιθωριοποιήθηκε. Αν και οι μαοϊκές παρατάξεις είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον αγώνα κατά του Πακιστάν, η στάση του Πεκίνου έβλαψε σοβαρά το κίνημα.

Για πολλούς παρόμοιους λόγους με την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενθουσιάστηκαν με τη γέννηση ενός νέου κράτους εις βάρος του παλιού τους συμμάχου. Ο Γκάρι Τζ. Μπας, στο βιβλίο του Το Ματωμένο Τηλεγράφημα[7], περιγράφει γιατί ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ υποστήριξαν το καθεστώς του Γιαχία Χαν. Πίστευαν ότι η Ινδία και, μέσω αυτής, η Σοβιετική Ένωση θα εξασφάλιζαν ισχυρή επιρροή στο νέο κράτος. «Οι Βεγγαλέζοι», εκτιμούσε ο Κίσινγκερ, «είναι από τη φύση τους αριστεροί». Όταν ο Αρτσερ Κ. Μπλαντ, ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στο Ανατολικό Πακιστάν, έστειλε τηλεγράφημα στο οποίο διαφωνούσε με αυτή την πολιτική και κατήγγειλε τα πακιστανικά εγκλήματα πολέμου, απομακρύνθηκε από τη θέση του.

Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο είναι άγνωστος – πολλοί μελετητές εκτιμούν ότι ο αριθμός είναι περίπου μισό εκατομμύριο, ενώ η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές ισχυρίζεται ότι πέθαναν 3 εκατομμύρια.

Η Ινδία είδε την κρίση ως ευκαιρία να αποδυναμώσει τον αντίπαλό της και να αποκτήσει επιρροή κατά μήκος των κινεζικών συνόρων. Το Νέο Δελχί παρείχε καταφύγιο και υποστήριξη στην ηγεσία της AL, αλλά η κυβέρνηση της Ίντιρα Γκάντι ανησυχούσε για το πώς εξελισσόταν ο αγώνας. Το κίνημα της ανεξαρτησίας εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την υποστήριξη των εργατών και των αγροτών. Οι αριστερές ιδέες κέρδιζαν υποστήριξη και, υπό την πίεση της λαϊκής της βάσης, η ΑΛ υιοθετούσε όλο και πιο ριζοσπαστικές θέσεις.

Για να αποτρέψει μια περαιτέρω μετατόπιση προς τα αριστερά και να διασφαλίσει την επιρροή της, η Ινδία αποφάσισε να παρέμβει άμεσα. Στις 3 Δεκεμβρίου 1971, ο στρατός της μπήκε στο Μπαγκλαντές. Με τη βοήθεια του ντόπιου πληθυσμού και των Μουκτί Μπαχινί, οι πακιστανικές δυνάμεις εκδιώχθηκαν μέσα σε δύο εβδομάδες.

Η ήττα σήμαινε επίσης το τέλος της διακυβέρνησης του Γιαχία Χαν, ο οποίος παρέδωσε την εξουσία στον Μπούτο λίγες ημέρες αργότερα. Τον επόμενο μήνα, ο Μουτζιμπούρ Ραχμάν απελευθερώθηκε από τη φυλακή και έγινε ο πρώτος ηγέτης του ανεξάρτητου Μπαγκλαντές.

 

Το ανεξάρτητο Μπαγκλαντές

Αρχικά, η AL και ο Μουτζιμπούρ Ραχμάν απολάμβαναν μαζική υποστήριξη, αλλά αντιμετώπισαν πιέσεις από τη ριζοσπαστικοποιημένη βάση τους. Τηρώντας μια μακρά παράδοση τακτικής ευελιξίας, όπως γράφει ο Μπαντρουντίν Ουμάρ, «η Αουάμι Λιγκ υιοθέτησε το σύνθημα [του σοσιαλισμού] και το διεκήρυξε ως δικό της». Το νέο κράτος ήταν επίσημα μια «λαϊκή δημοκρατία» και το σύνταγμά του περιέγραφε τις ιδρυτικές του αρχές ως «εθνικισμό, σοσιαλισμό, δημοκρατία και κοσμικότητα». Η AL υποσχέθηκε να εθνικοποιήσει όλες τις ντόπιες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, όλα τα εργοστάσια γιούτας, κλωστοϋφαντουργίας και ζάχαρης, καθώς και μεγάλα τμήματα του εξωτερικού εμπορίου ως πρώτο βήμα προς το σοσιαλισμό.

Όμως η νέα κυβέρνηση βυθίστηκε γρήγορα στη διαφθορά και τον νεποτισμό και οι ριζοσπαστικές υποσχέσεις της έμειναν ανεκπλήρωτες. Παρά την αμερικανική αντίθεση στον αγώνα για την ανεξαρτησία, μεγάλα τμήματα της ηγεσίας της AL είχαν ουσιαστικά φιλοαμερικανικές θέσεις. Το πρόγραμμα εθνικοποιήσεων απέφευγε να αγγίξει τα αμερικανικά ή βρετανικά συμφέροντα και η κυβέρνηση προσπαθούσε να αποφύγει να αντιπαρατεθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τιμές πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι μισθοί μειώθηκαν. Οι εθνικοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν απλώς επέτρεψαν σε αυτούς που είχαν πολιτικές διασυνδέσεις να λεηλατήσουν τις απαλλοτριωμένες επιχειρήσεις.

Τα υλικά αιτήματα της εξέγερσης χάθηκαν – η Αουάμι Λιγκ τήρησε μόνο τις πιο συμβολικές υποσχέσεις της. Με τα σαρκαστικά λόγια του Μπαγκλαντεσιανού συγγραφέα Αχμέντ Σοφά:

«Οι ηγέτες μας μιλούν συνεχώς για το ένα ή το άλλο [για] τη γλώσσα της Βεγγάλης. Η ουσία των ομιλιών τους είναι: Ο Λαέ της Βεγγάλης, υπέφερες πολύ για να αποκτήσεις ένα ανεξάρτητο έθνος. Το Μπαγκλαντές είναι μια όμορφη χώρα, γι’ αυτό και το αποκαλούμε μητέρα. Η γλώσσα της Βεγγάλης είναι η γλώσσα της μητέρας θεάς. Όσοι μιλούν εναντίον της, τους αποκαλούμε συνεργάτες και Πακιστανούς κατασκόπους. Έχετε θυσιάσει πολλά για αυτή τη γλώσσα της Βεγγάλης. Αν το ανεξάρτητο Μπαγκλαντές δεν μπορεί να σας δώσει ρούχα να φορέσετε, καλύψτε τα απόκρυφά σας με τον πολιτισμό της Βεγγάλης. Και αν δεν μπορείτε να έχετε δύο γεύματα ρύζι την ημέρα, μασήστε τη γλώσσα της Βεγγάλης με μεγάλη ευχαρίστηση!»

Καθώς η AL έχανε τους υποστηρικτές της, άρχισε να διασπάται. Τμήματα του φοιτητικού της κινήματος και ένα αριστερό εθνικιστικό ρεύμα οργάνωσαν το Τζαντία Σαματζταντρίκ Νταλ (Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα / JSD / Jatiya Samajtantrik Dal[8]). Και άλλα αριστερά κόμματα ενισχύθηκαν. Το μαοϊκό Πούρμπο Μπανγκαλάρ Σαρμπαχαρά Παρτί (Προλεταριακό Κόμμα Ανατολικής Βεγγάλης / PBSP / Purbo Banglar Sarbahara Party)[9], με επικεφαλής τον Σιράτζ Σικντέρ, είχε πολεμήσει τον πακιστανικό στρατό στο πλευρό του Μουκτί Μπαχίνι της AL. Η επιρροή του PBSP μειώθηκε κατά τη διάρκεια της ακμής του Μουτζιμπούρ Ραχμάν, αλλά καθώς η δημοτικότητα της AL μειώθηκε, το PBSP αναπτύχθηκε. Συνέχισε να διεξάγει αντάρτικους αγώνες χαμηλής κλίμακας και άρχισε να οργανώνει μαζικές απεργίες.

Υπό πίεση, ο Ραχμάν έγινε όλο και πιο αυταρχικός και πολιτοφυλακές της AL επιτέθηκαν σε ακτιβιστές της αντιπολίτευσης. Στις 2 Ιανουαρίου 1975, η αστυνομία σκότωσε τον Σικντέρ και ο Ραχμάν χλεύασε τους αντιπάλους του ρωτώντας στο κοινοβούλιο: «Πού είναι σήμερα αυτός ο Σιράτζ Σικντέρ;». Αργότερα τον ίδιο μήνα, ανακήρυξε μονοκομματική διακυβέρνηση – που εξακολουθούσε να υποστηρίζεται από το φιλοσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αλλά ενώ ο Μουτζιμπούρ Ραχμάν κατέστειλε τις δυνάμεις στα αριστερά του, η δεξιά πτέρυγα τον έριξε. Στις 15 Αυγούστου 1975, φιλοαμερικανοί αξιωματικοί δολοφόνησαν τον ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του, σηματοδοτώντας την αρχή μιας πολύμηνης πολιτικής αστάθειας. Τελικά, ο υποστράτηγος Ζιαούρ Ραχμάν αναδείχθηκε νέος ισχυρός άνδρας.

Μετά από ένα αντιπραξικόπημα στις αρχές Νοεμβρίου 1975, ο Ζιαούρ Ραχμάν τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, αλλά μια εξέγερση στρατιωτών, στην οργάνωση της οποίας βοήθησε το JSD, τον απελευθέρωσε λίγες ημέρες αργότερα. Ο Ζιαούρ Ραχμάν στράφηκε γρήγορα εναντίον των συμμάχων του, καταδικάζοντας σε θάνατο τον Αμπού Τάχερ, ηγέτη του JSD και ήρωα του απελευθερωτικού πολέμου, σε μυστική δίκη. Άλλοι ακτιβιστές του JSD καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.

 

Από τη δικτατορία στη δημοκρατία

Ο Ζιαούρ Ραχμάν στράφηκε στη Δύση για πολιτική υποστήριξη και συμμάχησε με τις ισλαμιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό. Το 1977 αφαίρεσε την κοσμικότητα από το σύνταγμα. Αποκατέστησε επίσης την Τζαμάατ-ε-Ισλάμι (JI / Jamaat-e-Islami[10]), η πολιτοφυλακή της οποίας είχε συνταχθεί με τον πακιστανικό στρατό και είχε διαπράξει εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.

Τελικά, ο ίδιος ο Ζιαούρ Ραχμάν δολοφονήθηκε. Ο διάδοχός του, ο στρατηγός Χ. Μ. Ερσάντ, προήδρευσε ενός άλλου αυταρχικού καθεστώτος μέχρι το 1990, συνεχίζοντας την πολιτική του Ζιαούρ όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, απελευθερώνοντας το εμπόριο και ιδιωτικοποιώντας επιχειρήσεις. Η εισροή ξένης βοήθειας και τα αναπτυξιακά έργα δημιούργησαν μια νέα μεσαία τάξη του Μπαγκλαντές, στενά συνδεδεμένη με τις ΜΚΟ.

Όπως και ο Ζιαούρ, ο Ερσάντ χρησιμοποίησε τις δεξιές θρησκευτικές δυνάμεις εναντίον της Αριστεράς. Και τα δύο καθεστώτα υποστήριξαν ισλαμιστικές φοιτητικές οργανώσεις με την ελπίδα να εξισορροπήσουν τις αριστερές επιρροές στις πανεπιστημιουπόλεις. Μια τροπολογία του 1988 ανακήρυξε το Ισλάμ κρατική θρησκεία και η κυβέρνηση υποστήριξε επιθέσεις πολιτοφυλακών σε ινδουιστικές επιχειρήσεις με την ελπίδα να εκτρέψει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση σε θρησκευτικές συγκρούσεις.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, τα αριστερά κόμματα έχασαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Πρώην αριστεροί, που αντιτάχθηκαν στην AL, κατέληξαν να υποστηρίζουν τα καθεστώτα Ζιαούρ και Ερσάντ, βλέποντας τον εχθρό του εχθρού τους ως φίλο τους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχισε να ακολουθεί το παράδειγμα της AL, αλλά οι μαοϊκές ομάδες αρνήθηκαν να συνεργαστούν με όσους θεωρούσαν «πληρωμένους πράκτορες του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού».

Ευτυχώς, οι αριστερές ιδέες βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε διάφορες ομάδες και κινήματα της αντιπολίτευσης. Οι γυναικείες οργανώσεις πρωτοστάτησαν στην αμφισβήτηση της θρησκευτικής στροφής του κράτους του Μπαγκλαντές. Δημιουργήθηκαν τόσο ανεξάρτητες ομάδες όσο και οργανώσεις που συνδέονταν με διάφορα αριστερά κόμματα, ανάμεσά τους και το Μπανγκλαντές Μαχίλα Παρισάντ [Συμβούλιο Γυναικών του Μπαγκλαντές][11], το οποίο ξεκίνησε ως παρακλάδι του φιλοσοβιετικού ΚΚ.

Αν και οι ακροδεξιές δυνάμεις περιέγραφαν τις δραστηριότητες αυτών των φεμινιστικών οργανώσεων ως πρωτίστως «αντιθρησκευτικές», οι οργανώσεις αυτές άσκησαν επίσης κριτική στις αναπτυξιακές πολιτικές του κράτους και αντιτάχθηκαν στους νόμους περί κληρονομιάς και διαζυγίων που εισάγουν διακρίσεις.

Οι φοιτητές αντιστάθηκαν επίσης στο καθεστώς του Ερσάντ. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις τους με βία, γεγονός που αύξησε περισσότερο την υποστήριξη της κοινής γνώμης προς τους φοιτητές. Τον Νοέμβριο του 1982, η αστυνομία και η πολιτοφυλακή εισέβαλαν στο Πανεπιστήμιο της Ντάκα, ξυλοκοπώντας άγρια φοιτητές και καθηγητές. Κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας τον επόμενο Φεβρουάριο, οι κυβερνητικές δυνάμεις σκότωσαν τουλάχιστον τέσσερα άτομα όταν πυροβόλησαν κατά των διαδηλωτών φοιτητών.

Οι γυναίκες και οι φοιτητές δεν ήταν οι μόνοι που κατέβηκαν στους δρόμους κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Ερσάντ. Το 1984, η συνδικαλιστική ομοσπονδία Συμβούλιο Ενότητας Εργατών και Υπαλλήλων κάλεσε σε διήμερο χαρτάλ. Περισσότερο εκτεταμένο από μια απεργία, το χαρτάλ είναι μια μαζική διαμαρτυρία που συχνά περιλαμβάνει το κλείσιμο όχι μόνο των χώρων εργασίας και των καταστημάτων αλλά και των σχολείων και των δρόμων. Οι διαδηλωτές απαίτησαν από την κυβέρνηση να επιτρέψει την οργάνωση ανεξάρτητων συνδικάτων. Εκατοντάδες συνελήφθησαν και αρκετοί σκοτώθηκαν. Στο κίνημα συμμετείχαν αγρότες και εργάτες γης, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, γιατροί και εργαζόμενοι στον πολιτισμό.

Τον Οκτώβριο του 1990, το καθεστώς αντιμετώπισε και πάλι τους φοιτητές που διαδήλωναν με φονική βία. Σε απάντηση, δεκάδες χιλιάδες ορκίστηκαν ότι δεν θα τα παρατούσαν μέχρι να παραιτηθεί ο Ερσάντ. Τον επόμενο μήνα, φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές επιτέθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Ντάκα, αλλά, μετά από πολύωρες μάχες, εκδιώχθηκαν από την πανεπιστημιούπολη. Οι μαχητικές διαδηλώσεις και οι στάσεις εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Αντιμέτωπος με τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες, ο Ερσάντ παραιτήθηκε τελικά τον Δεκέμβριο του 1990.

Από τότε, η πολιτική του Μπαγκλαντές είναι ένα παιχνίδι με μουσικές καρέκλες. Το Εθνικιστικό Κόμμα του Μπανγκλαντές (Μπάγκλαντες Τζατιγιαταμπαντί Νταλ / BNP / Bangladesh Nationalist Party[12]), υπό την ηγεσία της χήρας του Ζιαούρ Ραχμάν, Χαλέντα Ζία, και η AL, υπό την ηγεσία της κόρης του Μουτζιμπούρ Ραχμάν και σημερινής πρωθυπουργού Σεΐχ Χασίνα, δίνουν και παίρνουν την εξουσία.

Οι ιδεολογικές διαφορές του κόμματος εκτείνονται μέχρι τον Απελευθερωτικό Πόλεμο. Το BNP εξακολουθεί να έχει στενούς δεσμούς με το σώμα των αξιωματικών του στρατού και με δεξιές ισλαμιστικές δυνάμεις, ενώ η AL εξακολουθεί να διεκδικεί τον μανδύα του κοσμικού εθνικισμού. Ως αποτέλεσμα, απολαμβάνει ιδιαίτερα ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων.

Όμως η AL δεν είναι συνεπής υπερασπιστής του κοσμικότητας ή της δημοκρατίας. Αποκατέστησε την αρχή της κοσμικότητας, αλλά διατήρησε τη διατύπωση για την κρατική θρησκεία. Στην πραγματικότητα, ελπίζοντας να κατακτήσει τη βάση του BNP, η Σεΐχ Χασίνα έχει υιοθετήσει όλο και πιο αντιδραστικές θέσεις, υποσχόμενη «αυστηρή δράση» εναντίον οποιουδήποτε «δυσφημεί το Ισλάμ».

Η AL συμμαχεί με τους ισλαμιστές όταν βλέπει μια ευκαιρία. Το 2006 υποσχέθηκε να δώσει σε ορισμένους ισλαμιστές το δικαίωμα να εκδίδουν φάτουα και να τιμωρούν τις βλάσφημες δηλώσεις. Είπε επίσης ότι θα απορρίψει κάθε νόμο που έρχεται σε αντίθεση με το Κοράνι ή τη Σούννα. Έχει μάλιστα ενώσει τις δυνάμεις του με το Κόμμα Τζατίγια (Εθνικό Κόμμα / JP / Jatiya Party[13]) του Ερσάντ, το οποίο ζητά την «ευθυγράμμιση» των υφιστάμενων νόμων με το Κοράνι, την τιμωρία της βλασφημίας και την παροχή υποχρεωτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν τερμάτισε την πολιτική βία. Σύμφωνα με την οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Άιν Ο Σαλίς Κεντρά [Νομικό και Διαμεσολαβητικό Κέντρο[14]], πάνω από χίλιοι άνθρωποι σκοτώθηκαν σε πολιτικές συγκρούσεις στο χρονικό διάστημα 2013-2018.

Ο στρατός εξακολουθεί επίσης να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική. Ανέλαβε τον άμεσο πολιτικό έλεγχο της χώρας το 2007-9 και έχει σημαντική οικονομική δύναμη χάρη στις δεκάδες εταιρείες που του ανήκουν. Ο αριστερός ακαδημαϊκός Ανού Μουχάμμαντ[15] δήλωσε σε συνέντευξή του το 2010 ότι «εκλεγμένες και μη εκλεγμένες, στρατιωτικές και μη στρατιωτικές κυβερνήσεις δεν έκαναν καμία διαφορά στο πεδίο της κυβερνητικής πολιτικής»[16].

 

Οι σημερινοί κοινωνικοί αγώνες

Από τα 160 εκατομμύρια πολίτες του Μπαγκλαντές, πάνω από το 40% ζει με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα. Το ΔΝΤ κατατάσσει το Μπαγκλαντές στις τριάντα φτωχότερες χώρες του κόσμου, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα επαινεί τη χώρα για τους «ανταγωνιστικούς μισθούς» της.

Η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού εργάζεται χωρίς συμβάσεις ή οποιοδήποτε είδος κοινωνικής προστασίας. Το μέγεθος του άτυπου τομέα καθιστά δύσκολο για τα συνδικάτα να οργανώσουν τους εργαζόμενους, αλλά, το σημαντικότερο, οι τρεις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, οι οποίες εκπροσωπούν περίπου τα δύο τρίτα των εργατών στη βιομηχανία, είναι στην πραγματικότητα βιτρίνες των τριών μεγαλύτερων κομμάτων: της AL, του BNP και του JP. Τα κόμματα χρησιμοποιούν αυτά τα συνδικάτα για την προεκλογική τους εκστρατεία ή για να επιτεθούν στους αντιπάλους τους. Όταν η AL ήταν στην αντιπολίτευση από το 2006 έως το 2009, η ομοσπονδία της κάλεσε περισσότερες από 170 ημέρες απεργιών.

Παρά το χαμηλό ποσοστό συνδικαλισμού και τις ομοσπονδίες που συνδέονται με κόμματα, η εργατική τάξη του Μπαγκλαντές οργανώνει τακτικά μαχητικές δράσεις, όπως χαρτάλ. Το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού συναισθήματος διοχετεύεται πλέον σε κοινωνικούς αγώνες. Για παράδειγμα, η Εθνική Επιτροπή για την Προστασία του Πετρελαίου, του Φυσικού Αερίου, των Ορυκτών Πόρων, της Ηλεκτρικής Ενέργειας και των Λιμένων έχει αγωνιστεί ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τα ανοιχτά ορυχεία και τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα.

Αρκετά αριστερά κόμματα, όπως το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα και το Επαναστατικό Δημοκρατικό Κόμμα, κατάφεραν να δημιουργήσουν συνδικάτα στην κλωστοϋφαντουργία. Η οργάνωση σε αυτόν τον τομέα αποτελεί ένα δύσκολο και επείγον καθήκον.

Στον τομέα της ένδυσης σημειώθηκε ραγδαία ανάπτυξη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.[17] Το 1984, το Μπαγκλαντές διέθετε 177 εργοστάσια∙ μέχρι το 1992, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε πάνω από χίλια. Τώρα, τα είδη ένδυσης αποτελούν περίπου τα τρία τέταρτα των εξαγωγών του Μπαγκλαντές και το έθνος είναι δεύτερο μετά την Κίνα στις εξαγωγές ενδυμάτων για δυτικές μάρκες. Τα περισσότερα εργοστάσια ανήκουν σε επιχειρηματίες από το Μπαγκλαντές, αλλά οι παραγγελίες προέρχονται κυρίως από μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων παραβιάζουν συστηματικά την ήδη περιορισμένη νομοθεσία γύρω από τις συνθήκες εργασίας και τους μισθούς.[18] Για παράδειγμα, τα περισσότερα αφεντικά πληρώνουν λιγότερο από τον νόμιμο κατώτατο μισθό των 68 δολαρίων μηνιαίως.

Όπως γράφει ο Ολλανδός ακτιβιστής και ακαδημαϊκός Πέτερ Κούστερς[19], η άνοδος της βιομηχανίας ένδυσης σημαίνει ότι, «για πρώτη φορά στην ιστορία του Μπαγκλαντές, [οι γυναίκες] έχουν επιστρατευτεί σε μεγάλους αριθμούς για να εργαστούν ως συλλογικές εργάτριες στα εργοστάσια». Αλλά η εργασία των γυναικών εξακολουθεί να θεωρείται «ανειδίκευτη» και οι «εξειδικευμένες» θέσεις συχνά πηγαίνουν σε άνδρες. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σεξουαλική βία στο χώρο του εργοστασίου, για να μην αναφέρω τη διαδρομή τους προς τη δουλειά. Οι εργοστασιάρχες είναι νομικά υποχρεωμένοι να παρέχουν εγκαταστάσεις φροντίδας παιδιών, αλλά, στην πραγματικότητα, απολύουν τις γυναίκες που μένουν έγκυες.

Η «καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας [των γυναικών]», γράφει ο Κούστερς, «είναι συνυφασμένη με την πατριαρχική καταπίεση που διαπερνά ολόκληρο τον ιστό της κοινωνίας του Μπαγκλαντές». Παρόλο που η πλειοψηφία των εργατών ενδυμάτων είναι γυναίκες, ιστορικά υποεκπροσωπούνται στην εργατική ηγεσία, πράγμα που σημαίνει ότι τα συνδικάτα συχνά αγνοούν τις ανάγκες των εργαζομένων γυναικών. Ευτυχώς, αυτό φαίνεται να αλλάζει, καθώς οι γυναίκες ακτιβίστριες του εργατικού κινήματος, όπως η Καλπόνα Ακτέρ και η Μουσρέφα Μισού, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη προβολή. Τα δύο τρίτα των ηγετών εργοστασιακού επιπέδου είναι πλέον γυναίκες.

Άλλοι σημαντικοί αγώνες εκτυλίσσονται στην ύπαιθρο. Ο αγροτικός τομέας του Μπαγκλαντές εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό οικονομικό ρόλο. Περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν στην ύπαιθρο και, από ένα συνολικό εργατικό δυναμικό περίπου 75 εκατομμυρίων, 32 εκατομμύρια εργάζονται στη γεωργία. Η μεγάλη πλειονότητα αυτού του πληθυσμού είναι φτωχοί από γη, που σημαίνει ότι είτε δεν έχουν καθόλου γη είτε έχουν ανεπαρκή γη για να συντηρηθούν. Επιπλέον, λείπουν οι δημόσιες εγκαταστάσεις και οι αγώνες για τους πόρους αυτούς μπορεί να κλιμακωθούν μέχρι και σε βία. Το 2004-5, περισσότεροι είκοσι άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ενός αγροτικού κινήματος που ζητούσε ηλεκτρικό ρεύμα.

Μια από τις μεγαλύτερες αγροτικές οργανώσεις, η Ομοσπονδία Κρισόκ του Μπανγκλαντές (BKF / Bangladesh Krishok Federation[20]), ιδρύθηκε το 1976, αρχικά ως η αγροτική πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Μπανγκλαντές (Μαρξιστικό-Λενινιστικό) (CPB-ML, η νέα ονομασία του EPCP-ML). Στη δεκαετία του ’80 οι ακτιβιστές άρχισαν να καταλαμβάνουν γη και να τη διανέμουν στους αγρότες. Συνήθως, οι εκτάσεις που κατέλαβαν έπρεπε νομικά να παραμείνουν σε αγρανάπαυση, αλλά οι τοπικοί επιχειρηματίες τις χρησιμοποιούσαν για να καλλιεργούν φυτείες που αποφέρουν μετρητά. Οι καταλήψεις κατά καιρούς οδηγούσαν σε σκληρές συγκρούσεις με μπράβους που πληρώνονταν για να διώχνουν τους αγρότες, επιτίθονταν στους ακτιβιστές με οξύ και μερικές φορές τους δολοφονούσαν. Παρά ταύτα, η BKF μοίρασε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα σε δεκάδες χιλιάδες από τους φτωχότερους ανθρώπους του Μπαγκλαντές. Οι επιτυχημένες καταλήψεις είναι μόνο το πρώτο στάδιο του αγώνα, ο οποίος στη συνέχεια καλεί την κυβέρνηση να παρέχει δημόσιες υποδομές, όπως σχολεία, καταφύγια από καταιγίδες και πόσιμο νερό. Η BKF αναπτύχθηκε ως κοινωνικό κίνημα ακόμη και όταν το κόμμα με το οποίο συνδέεται άρχισε να παρακμάζει. Το CPB-ML προσπαθεί τώρα να αναδιοργανωθεί, να συνδεθεί με την Τέταρτη Διεθνή και να επανεκτιμήσει την προηγούμενη ιδεολογία του.

Η BKF επικεντρώνεται τώρα στην κλιματική αλλαγή, η οποία θα έχει επιζήμιες επιπτώσεις στο Μπαγκλαντές. Η αλλαγή του καιρού πλήττει τη γεωργική παραγωγή και η αύξηση των κυκλώνων και των πλημμυρών απειλεί τη ζωή και τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων. Τα δύο τρίτα της χώρας βρίσκονται λιγότερο από δεκαπέντε πόδια πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, οπότε μια άνοδος του ωκεανού κατά τρία πόδια θα βύθιζε σχεδόν το 20% της χώρας και θα εκτόπιζε περισσότερους από 30 εκατομμύρια ανθρώπους. Η BKF απαιτεί βιώσιμες γεωργικές πρακτικές και διατροφική ανεξαρτησία προκειμένου να βοηθήσει τις αγροτικές κοινότητες να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και να προσαρμοστούν σε αυτές.

Ένα άλλο τμήμα της Αριστεράς εξακολουθεί να υποστηρίζει την AL∙ τα μοναδικά κατ’ όνομα αριστερά κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Μεγάλο μέρος της μη κυβερνητικής αριστεράς, πάνω από δέκα κόμματα, είναι μέρος της Δημοκρατικής Αριστερής Συμμαχίας [Μπάμα Γκαναταντρίκα Τζότα][21]. Τα κοινωνικά κινήματα έχουν γίνει η αιχμή του δόρατος των αγώνων στη χώρα, ενώ τα αριστερά κόμματα έχασαν την επιρροή και τη δύναμή τους.

 

Η αντιπαράθεση με τον φονταμενταλισμό

Το άλλο σημαντικό πεδίο αντιπολίτευσης ήταν κατά του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Όπως συμβαίνει με πολλές άλλες πολιτικές συγκρούσεις στο Μπανγκλαντές, και αυτή συνδέεται με την κληρονομιά του Απελευθερωτικού Πολέμου.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 2013, ο Αμπντούλ Καντέρ Μουλλά, βοηθός γενικός γραμματέας της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι, του μεγαλύτερου ισλαμιστικού κόμματος της χώρας, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, καταδικάστηκε για τις σφαγές που διέπραξε κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Πολέμου, οι οποίες του χάρισαν το παρατσούκλι «χασάπης».

Βγαίνοντας από το δικαστήριο, ο Μουλλά χαμογέλασε στις κάμερες και έκανε το σήμα της νίκης. Τον προηγούμενο μήνα, ένας άλλος πολιτικός της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι, ο Αμπούλ Καλάμ Αζάντ, είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τις φρικαλεότητες που διέπραξε κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Πολέμου. Ο Αζάντ, ο οποίος εξακολουθεί να κρύβεται, είχε δικαστεί ερήμην. Οι ισλαμιστές είχαν οργανώσει εκστρατεία βίας και εκφοβισμού τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της δίκης του Μουλλά και θεώρησαν νίκη την καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη.

Όταν ανακοινώθηκε η καταδίκη του Μουλλά, πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Σαχμπάγκ Σερκλ της Ντάκα[22]. Κανένα από τα συστημικά κόμματα δεν κάλεσε σε αυτή τη διαδήλωση. Αντίθετα, νέοι ακτιβιστές την οργάνωσαν σε αντίθεση με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και τον κοινοτισμό. Οι διαδηλωτές φώναζαν ότι είναι πρώτα Μπαγκλαντεσιανοί και μετά Μουσουλμάνοι, Ινδουιστές ή Χριστιανοί.

Από πολιτική άποψη, οι διαδηλωτές ήταν ετερόκλητοι. Πολλοί υποστήριζαν την AL, αλλά και άλλες αριστερές ομάδες υποστήριξαν την κινητοποίηση. Ένας παρατηρητής σημείωσε ότι η διαμαρτυρία σηματοδότησε «την πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες [που] δώδεκα από τις δεκατέσσερις φοιτητικές οργανώσεις συγκεντρώθηκαν για έναν ενιαίο σκοπό». Οι ακτιβιστές συνέταξαν ένα καταστατικό που απαιτούσε τη θανατική ποινή για όλους τους εγκληματίες πολέμου και την απαγόρευση της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι, των συναφών κοινωνικών οργανώσεων και των μέσων ενημέρωσης. Ο Μουλλά καταδικάστηκε σε θάνατο μετά από έφεση και εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2013.

Η κινητοποίηση του Σαχμπάγκ προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση ισλαμιστικών ομάδων. Ένας διαδηλωτής δολοφονήθηκε λίγο μετά την έναρξη της διαδήλωσης. Βίαιες συγκρούσεις μεταξύ ισλαμιστών και της αστυνομίας σημειώθηκαν μετά την καταδίκη σε θάνατο ενός άλλου ηγέτη της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι τον ίδιο μήνα.

Σε ολόκληρη τη χώρα, οι ισλαμιστές οργάνωσαν διαδηλώσεις και απεργίες∙ επιτέθηκαν σε δημοσιογράφους και άλλους πολίτες, ιδίως Ινδουιστές∙ βανδάλισαν και κατέστρεψαν ινδουιστικούς τόπους λατρείας και εθνικά μνημεία. Τον Μάιο, οι ισλαμιστικές οργανώσεις κινητοποίησαν δεκάδες χιλιάδες στη Ντάκα, απαιτώντας τη θανατική ποινή για τους άθεους και για όποιον κατηγορείται για «βλασφημία». Ζήτησαν επίσης περαιτέρω περιορισμούς στα δικαιώματα των γυναικών και μια κυβερνητική διακήρυξη που να καταγράφει τη μειονότητα Αχμεντίγια ως «μη μουσουλμανική».

Ακόμη και πριν από τις διαδηλώσεις, διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούσαν για βία. Στις 5 Μαΐου 2013, οι ισλαμιστές έστησαν οδοφράγματα και απαίτησαν από την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Όταν η αστυνομία τους διέλυσε, σκότωσαν δεκάδες. Ο ακριβής αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από την αστυνομία είναι άγνωστος και οι έρευνες για τη βία μπλοκαρίστηκαν.

Η πολιτική υποστήριξη στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό παραμένει περιορισμένη∙ η Τζαμάατ-ε-Ισλάμι κέρδισε λιγότερο από 5% στις εκλογές του 2008, όταν συμμάχησε με το BNP. Όμως οι ομάδες αυτές έχουν κερδίσει υποστήριξη στις κοινωνικές οργανώσεις, όπως δείχνει το μέγεθος των κινητοποιήσεών τους. Διαμορφώνοντας τη σύγκρουση ως μάχη μεταξύ πιστών και βλάσφημων, οι ισλαμιστές ηγέτες μπορούν να προσελκύσουν περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους από όσους μπορούν να πείσουν να υποστηρίξουν το πολιτικό τους πρόγραμμα.

Μια κρίσιμη βάση προέρχεται από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, τόσο τα θρησκευτικά όσο και τα δημόσια. Ο αριθμός των θρησκευτικών σχολείων –που μερικές φορές είναι ο μόνος τρόπος για να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση οι φτωχοί άνθρωποι σε απομακρυσμένες περιοχές– έχει αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980, συχνά χάρη στην υποστήριξη από το εξωτερικό. Οι ηγέτες των σχολείων κάλεσαν τους μαθητές τους να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις του Μαΐου και οργάνωσαν τη μεταφορά τους∙ αυτοί οι μαθητές αποτέλεσαν τον κύριο όγκο του πλήθους.

Οι ηγέτες της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι περιγράφουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους ως «σιωπηλή επανάσταση». Μέσω της δραστηριότητας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στοχεύουν να αλλάξουν την ελίτ του έθνους και να μετασχηματίσουν την κοινωνία από τα πάνω. Ο ηγέτης της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι, Μαουλανά Ντελουάρ Χουσσαΐν Σαγιεντί, υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι Μπαγκλαντεσιανοί δεν είναι γνήσιοι μουσουλμάνοι. Λατρεύουν γκουρού, πιρ [πνευματικούς καθοδηγητές των Σούφι], γονατίζουν μπροστά σε τάφους, λατρεύουν είδωλα όπως οι Ινδουιστές... Το έργο μας συνίσταται στην ισλαμοποίηση αυτής της κοινωνίας».

Το ισλαμιστικό κίνημα οφείλει τη σημερινή του δύναμη εν μέρει στην υποστήριξη που απολαμβάνει εδώ και καιρό από την κυβέρνηση. Ο Ζιαούρ Ραχμάν και ο Μοχάμεντ Ερσάντ έθεσαν τις βάσεις. Ο Ραχμάν αντικατέστησε την κοσμικότητα στο σύνταγμα με την «απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στον παντοδύναμο Αλλάχ»∙ έκανε επίσης το Ισλάμ μέρος του υποχρεωτικού προγράμματος σπουδών. Ο Ερσάντ συνέχισε αυτή τη διαδικασία, ανακηρύσσοντας το Ισλάμ κρατική θρησκεία. Όταν το BNP της Χαλέντα Ζία κυβέρνησε από το 2001 έως το 2006, συμμάχησε με ισλαμιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι. Το BNP χρησιμοποίησε ισλαμιστικές πολιτοφυλακές για να φιμώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης κατά ηγετών της AL το 2004, κατά την οποία σκοτώθηκαν είκοσι δύο άτομα.

Αλλά οι φονταμενταλιστές δεν είναι οι μόνοι πολιτικοί παράγοντες που καταφεύγουν στη βία και την καταστολή. Η αντίδραση της αστυνομίας στη διαμαρτυρία του Μαΐου προσφέρει αποδείξεις γι’ αυτό που ορισμένοι έχουν αποκαλέσει αυταρχική διολίσθηση της AL. Η Σεΐχ Χασίνα χρησιμοποίησε επίσης τις δίκες για εγκλήματα πολέμου για να αποδυναμώσει τους αντιπάλους της, και πριν από τις εκλογές του 2014,[23] η κυβέρνηση ακύρωσε την εκλογική εγγραφή της Τζαμάατ-ε-Ισλάμι. Το BNP μποϊκοτάρισε τις εκλογές, χαρακτηρίζοντάς τες παράνομες. Ως αποτέλεσμα, πολύ λίγοι άνθρωποι ψήφισαν και η AL κέρδισε 280 από τις 300 έδρες.[24]

Η κυβέρνηση έχει επίσης καταστείλει τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης, καταθέτοντας υποθέσεις εναντίον δημοσιογράφων που επικρίνουν την κυβέρνηση. Ο Ματιούρ Ραχμάν, εκδότης της φιλελεύθερης εφημερίδας Προτόμ Αλό [Πρώτο Φως[25]], κατηγορήθηκε για δυσφήμιση και «προσβολή θρησκευτικών συναισθημάτων» τον Φεβρουάριο του 2016. Οι συλλήψεις συντακτών και δημοσιογράφων σηματοδοτούν ένα κλίμα που γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης.

Το Μπαγκλαντές έχει σημειώσει σημαντικές βελτιώσεις στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και η φτώχεια έχει μειωθεί. Η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντική: περίπου 6 τοις εκατό. Η AL ποντάρει στο ότι αρκετοί άνθρωποι θα είναι πρόθυμοι να ανταλλάξουν τη δημοκρατία για μια τέτοια υλική πρόοδο. Οι ηγέτες του κόμματος συζητούν ανοιχτά το «παράδειγμα της Μαλαισίας», το οποίο υποτίθεται ότι αποδεικνύει ότι η μονοκομματική διακυβέρνηση είναι προτιμότερη για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Το Μπανγκλαντές δημιουργήθηκε χάρη σε έναν πόλεμο για την εθνική απελευθέρωση που είχε βαθιά ριζοσπαστική επίδραση στο λαό. Η εργατική τάξη του έχει μακρά και μαχητική παράδοση κοινωνικών αγώνων, καθώς οι αγρότες, οι εργάτες ένδυσης και άλλοι αγωνίστηκαν για μια καλύτερη ζωή. Σήμερα, οι αριστερές ιδέες εξακολουθούν να έχουν απήχηση σε όσους είναι έτοιμοι να αντιταχθούν στον θρησκευτικό και κυβερνητικό αυταρχισμό και να διασφαλίσουν τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του 1971.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Alex de Jong, “Bangladesh’s Incomplete Revolution”, Jacobin, 7 Απριλίου 2018, https://jacobin.com/2018/04/bangladesh-pakistan-partition-revolution-maoism.

 

Σημειώσεις

[1] Για την εξέγερση στο Πακιστάν το 1968-1969 βλ. Jessica Bell, «Η Πακιστανική Επανάσταση του 1968-9: μια λαϊκή εξέγερση των φοιτητών και των εργατών», e la libertà, 14 Ιουλίου 2024, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B2%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE/9667-%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-1968-9-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%86%CE%BF%CE%B9%CF%84%CE%B7%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CF%8E%CE%BD].

[2] Badruddin Umar, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Badruddin_Umar.

[3] “Awami League”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Awami_League.

[4] Baixas Lionel, “Thematic Chronology of Mass Violence in Pakistan, 1947-2007”, Sciences Po, 24 Ιουνίου 2008, https://www.sciencespo.fr/mass-violence-war-massacre-resistance/fr/document/thematic-chronology-mass-violence-pakistan-1947-2007. “Bangladesh Genocide Archive”, https://www.genocidebangladesh.org/.

[5] “East Pakistan Communist Party (Marxist-Leninist)”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/East_Pakistan_Communist_Party_(Marxist%E2%80%93Leninist).

[6] “Mukti Bahini”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Mukti_Bahini.

[7] Gary J. Bass, The Blood Telegram: Nixon, Kissinger, and a Forgotten Genocide, Alfred A. Knopf, 2-13. Dexter Filkins, “Collateral Damage”, The New York Times, 29 Σεπτεμβρίου 2013, https://www.nytimes.com/2013/09/29/books/review/the-blood-telegram-by-gary-j-bass.html.

[8] “Jatiya Samajtantrik Dal”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jatiya_Samajtantrik_Dal.

[9] Naeem Mohaiemen, “‘Kothai Aj Shei Shiraj Sikder (Where Today Is that Shiraj Sikder)?’ Terrorists or Guerrillas in the Mist”, Monica Narula et al. (επιμ.), Sarai Reader 06: Turbulence, Center for the Study of Developing Societies, Δελχί 2006. http://archive.sarai.net/files/original/aa81240315ea2e06d9a102b63ffffe21.pdf.

[10] “Bangladesh Jamaat-e-Islami”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Bangladesh_Jamaat-e-Islami.

[11] “Bangladesh Mahila Parishad”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Bangladesh_Mahila_Parishad.

[12] “Bangladesh Nationalist Party”, Wikipedia, https://simple.wikipedia.org/wiki/Bangladesh_Nationalist_Party.

[13] “Jatiya Party (Ershad)”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jatiya_Party_(Ershad)

[14] “Ain o Salish Kendra”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Ain_o_Salish_Kendra.

[15] “Anu Muhammad”, Front Line Defenders, https://www.frontlinedefenders.org/en/profile/anu-muhammad.

[16] “‘Development’, capitalism, NGOs and people's movements in Bangladesh: an interview with Anu Muhammad”, Links \ International Journal of Socialist Renewal, https://links.org.au/development-capitalism-ngos-and-peoples-movements-bangladesh-interview-anu-muhammad.

[17] Anna Plowman, “Bangladesh’s Disaster Capitalism”, Jacobin, 22 Ιανουαρίου 2016, https://jacobin.com/2016/01/bangladesh-rana-plaza-rmg-garment-industry-climate-change-environment/.

[18] Colin Long, “After Rana Plaza”, Jacobin, 16 Ιουνίου 2014, https://jacobin.com/2014/06/after-rana-plaza/.

[19] Ansar Ahmed Ullah, “A friend of Bangladesh passes away”, The Daily Star, 6 Σεπτεμβρίου 2015, https://www.thedailystar.net/backpage/friend-bangladesh-passes-away-138652. “Peter Custers, 1949 – 2015”, Monthly Review, https://monthlyreview.org/press/peter-custers-1949-2015/.

[20] Bangladesh Krishok Federation, https://krishok.org/.

[21] “Democratic Left Alliance”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Left_Democratic_Alliance_(Bangladesh).

[22] Badruddin Umar, “On the Shahbagh Movement Against War Criminals of 1971”, MRonline, 29 Μαρτίου 2013, https://mronline.org/2013/03/29/umar290313-html/.

[23] “Bangladesh: Ruling Awami League wins election marred by boycott and violence”, Independent, 6 Ιανουαρίου 2014, https://www.independent.co.uk/news/world/asia/bangladesh-s-ruling-awami-league-wins-election-marred-by-boycott-and-violence-9041436.html.

[24] [Σ.τ.Μ.:] Η Αουάμι Λιγκ εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία: «Στις 7 Ιανουαρίου 2024 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Η ψηφοφορία κατέληξε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε νίκη της Αουάμι Λιγκ, η οποία απέσπασε μεγάλη πλειοψηφία παρά το μποϊκοτάζ των κυριότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η Λιγκ δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει υψηλή συμμετοχή, η οποία ανήλθε περίπου στο 40% των ψηφοφόρων. Παρ’ όλα αυτά, η πρωθυπουργός Σεΐχ Χασίνα κέρδισε μια πέμπτη θητεία, την τέταρτη συνεχόμενη από το 2008. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε τις εκλογές ως “απάτη”, με το Εθνικιστικό Κόμμα του Μπανγκλαντές να φτάνει στο σημείο να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι γέμισε τις κάλπες.» Badrul Alam, “Bangladesh and the BKF, an overview: history, political situation, peasant struggles…”, συνέντευξη στον Pierre Rousset, International Viewpoint, 24 Ιανουαρίου 2024, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8391.

[25] [Στ.Μ.:] «Prothom Alo», Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/Prothom_Alo.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 20 Ιουλίου 2024 12:35

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.