Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1968 στη Νότια Αφρική ριζοσπαστικοποίησαν τη νεολαία και άνοιξαν το δρόμο για τις μαζικές κινητοποιήσεις που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του Σοβέτο το 1976 (φωτογραφία)
Heike Becker
Φοιτητικές κινητοποιήσεις της Νότιας Αφρικής, 1968 έως 2016
Διαφωνία, αναταραχή, αποαποικιοποίηση
Πενήντα χρόνια αφότου οι φοιτητικές διαδηλώσεις συγκλόνισαν μεγάλο μέρος του κόσμου του Ψυχρού Πολέμου, στη «Δύση» και στην «Ανατολή», το «Παγκόσμιο 1968» έχει γίνει το σύνθημα για να περιγράψει αυτές τις συνταρακτικές εξεγέρσεις εκείνης της γενιάς. Ακούμε πολλά για το Δυτικό Βερολίνο, το Παρίσι, το Μπέρκλεϊ, το Λονδίνο και στη συνέχεια για την Άνοιξη της Πράγας, ακόμη και περιστασιακά μπορεί να αναφερθούν τα γεγονότα του 1968 στην Πόλη του Μεξικού∙ αντίθετα, καμία από τις σχετικές επισκοπήσεις δεν φέρνει στο προσκήνιο τα γεγονότα που συνέβησαν στην αφρικανική ήπειρο γενικά και στη Νότια Αφρική ειδικότερα. Αυτό εγείρει μια σειρά από ερωτήματα: Υπήρχε ένα «1968» στην ήπειρο που να ταιριάζει με τον ακτιβισμό της εξεγερμένης γενιάς αλλού; Και εφόσον πράγματι υπήρξε, όπως έχουμε δείξει σε ένα άρθρο επισκόπησης[1], πώς συνέβαλαν οι φοιτητές στις αφρικανικές χώρες στην παγκόσμια εξέγερση με τις δικές τους ερμηνείες, και γιατί αυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό «ξεχαστεί» στον παγκόσμιο διάλογο; Και τι σημαίνουν σήμερα όταν μιλάμε για διαδηλώσεις των φοιτητών και της νεολαίας; Εξάλλου, η Αφρική έχει γίνει πρόσφατα και πάλι εστία σημαντικών κινητοποιήσεων νέων ανθρώπων που μοιράζονται μια μεγάλη επιθυμία για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Από τη Σενεγάλη και τη Μπουρκίνα Φάσο μέχρι τη Ναμίμπια, τη Ζιμπάμπουε και τη Νότια Αφρική, οι νέοι Αφρικανοί έχουν βγει στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, σημειώθηκε μια μαζική εξέγερση φοιτητών κατά τη διάρκεια του 2015 και του 2016.
Αυτό το άρθρο εξετάζει τα φοιτητικά κινήματα της Νότιας Αφρικής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προσθέτοντας κάποιες σημειώσεις για την ευρύτερη ήπειρο, και συγκεκριμένα για τις διαδηλώσεις του Μάη του 1968 στη Σενεγάλη, το μοναδικό αφρικανικό γεγονός του 1968 που έχει τύχει περιορισμένης προσοχής. Στη συνέχεια, η εστίαση μετατοπίζεται στις πρόσφατες νοτιοαφρικανικές φοιτητικές διαδηλώσεις του 2015-2016 για να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους η εξέγερση της γενιάς που ενηλικιώθηκε μετά το τέλος του απαρτχάιντ μπορεί να σχετίζεται με προηγούμενες εξεγέρσεις στην ιδεολογία και την ακτιβιστική πρακτική.
Ντακάρ 1968
Τον Μάιο του 1968 δεν ήταν μόνο η Γαλλία όπου μια εξέγερση υπό την καθοδήγηση φοιτητών παραλίγο να στείλει μια κυβέρνηση στα τσακίδια∙ αυτό συνέβη και στη Σενεγάλη. Οι φοιτητές στην πρωτεύουσα της Σενεγάλης Ντακάρ είχαν ξεκινήσει αποχή από τον Μάρτιο του 1968, αρχικά λόγω των συνθηκών στο πανεπιστήμιο∙ από τον Απρίλιο του 1968 συνδέθηκαν με ευρύτερες ανησυχίες της κοινωνίας, όπως οι υψηλές τιμές των τοπικών βασικών προϊόντων, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η ανεργία των πτυχιούχων και η ξένη κυριαρχία στην εγχώρια βιομηχανία[2]. Τον Μάιο τα συνδικάτα της Σενεγάλης υιοθέτησαν τα συνθήματα των φοιτητών και προσχώρησαν στους αγώνες. Ο Λέο Ζέιλιγκ, ο οποίος έχει μελετήσει τα αφρικανικά φοιτητικά κινήματα και ειδικότερα τις διαδηλώσεις της Σενεγάλης, περιγράφει τα γεγονότα του Ντακάρ του ’68:
«Στις διαδηλώσεις το πλήθος φώναζε: “Εξουσία στο λαό: ελευθερία για τα συνδικάτα”, “Θέλουμε δουλειά και ρύζι”. Ο συνδιασμός των αιτημάτων των φοιτητών και της εργατικής τάξης κορυφώθηκε με τη γενική απεργία που ξεκίνησε στις 31 Μαΐου. Μεταξύ 1ης και 3ης Ιουνίου “είχαμε την εντύπωση ότι η κυβέρνηση ήταν απούσα ... οι υπουργοί ήταν περιορισμένοι στα διοικητικά κτίρια ... και οι ηγέτες του κόμματος και του κράτους κρύβονταν στα σπίτια τους!”.
Η κυβέρνηση αντέδρασε στην αποχή των φοιτητών διατάσσοντας τον στρατό να εισβάλει στην πανεπιστημιούπολη, με εντολή να πυροβολεί κατά βούληση. Κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης μετά από αυτά τα γεγονότα, εργάτες και φοιτητές αποφάσισαν να διαδηλώσουν προς το προεδρικό μέγαρο, το οποίο προστατευόταν από τον στρατό. Τα γαλλικά στρατεύματα επενέβησαν ανοιχτά, καταλαμβάνοντας βασικές εγκαταστάσεις της πόλης, το αεροδρόμιο, το προεδρικό μέγαρο και φυσικά τη γαλλική πρεσβεία. Το πανεπιστήμιο έκλεισε, οι ξένοι φοιτητές στάλθηκαν στις εστίες τους και χιλιάδες φοιτητές συνελήφθησαν.»[3]
Υπήρξε κάποια συζήτηση μεταξύ πρώην ακτιβιστών και αναλυτών σχετικά με το κατά πόσο τα γεγονότα στο Ντακάρ συνδέονταν με εκείνα στο Παρίσι. Αν και φαίνεται σαφές ότι σίγουρα δεν ήταν μακρινός απόηχος της καταιγίδας στη γαλλική μητρόπολη, συγγραφείς όπως ο Zeilig υποστηρίζουν ότι ήταν πράγματι μέρος του παγκόσμιου κινήματος της εξέγερσης της νεολαίας του 1968.
Σήμερα, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Ντακάρ το 1968 σπάνια συζητούνται ως κεντρικές εστίες ενός παγκόσμιου κινήματος διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60. Αυτό προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη καθώς η βίαιη καταστολή της εξέγερσης στη Σενεγάλη προκάλεσε αντιδράσεις στην Ευρώπη. Τον Σεπτέμβριο του 1968, χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν ενάντια στο «Βραβείο Ειρήνης της Ένωσης Γερμανών Εκδοτών» στον πρόεδρο της Σενεγάλης Λεοπόλντ Σενγκόρ κατά τη διάρκεια της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Οι διαμαρτυρίες στρέφονταν ρητά τόσο κατά της έννοιας της Négritude του Σενγκόρ, που θεωρήθηκε ότι προωθούσε τη νεοαποικιακή ανάπτυξη, όσο και κατά της βίαιης συντριβής των αντιπολιτευτικών κινημάτων της Σενεγάλης νωρίτερα εκείνο το έτος.[4]
Ωστόσο, τα γεγονότα στο Ντακάρ σχετίζονταν με το παγκόσμιο 1968 και με τα γεγονότα στην πρώην αποικιακή πρωτεύουσα της χώρας, το Παρίσι, με πιο σύνθετο τρόπο από ό,τι υποδηλώνουν όσοι ισχυρίζονται ότι «τα γαλλικά γεγονότα ... βρήκαν γρήγορα το δρόμο τους στο Ντακάρ».[5] Το κίνημα της Σενεγάλης όχι μόνο ξεκίνησε νωρίτερα, αλλά συνδέθηκε και με τοπικές ιστορίες κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας. Τον Φεβρουάριο του 1961, 250 φοιτητές είχαν βγει στους δρόμους του Ντακάρ για να διαμαρτυρηθούν για τη δολοφονία του Κονγκολέζου ηγέτη Πατρίς Λουμούμπα. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία οι φοιτητές της Σενεγάλης μετατοπίστηκαν από τον αντιαποικιακό προσανατολισμό σε μια αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία.[6]
Οι αφρικανικές εξεγέρσεις του 1968 πρέπει επίσης να εξεταστούν στο πλαίσιο ευρύτερων κυμάτων φοιτητικού ακτιβισμού και εξέγερσης στην ήπειρο. Και πάλι, τα γεγονότα στο Κονγκό ήταν κεντρικά σε αυτό, καθώς η δολοφονία του Λουμούμπα ριζοσπαστικοποίησε τη φοιτητική πολιτική με αντίκτυπο τόσο στα τοπικά, όσο και στα αφρικανικά, και ακόμα και στα διευνή (Παγκόσμιος Βορράς) φοιτητικά κινήματα.[7] Στη Δυτική Γερμανία, για παράδειγμα, πολύ πριν από τις μαζικές διαμαρτυρίες κατά του Σενγκόρ στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, οι φοιτητές είχαν διαδηλώσει στο Δυτικό Βερολίνο κατά της επίσημης επίσκεψης τον Δεκέμβριο του 1964 του προέδρου του Κονγκό Μοΐζ Τσομπέ, ο οποίος θεωρούνταν εμπλεκόμενος στη δολοφονία του Λουμούμπα, τον οποίο αντικατέστησε.
Στην αφρικανική ήπειρο, όπως και αλλού, οι φοιτητικές εξεγέρσεις πήραν διαφορετικές μορφές, ανταποκρινόμενες σε διαφορετικές τοπικές, εθνικές και περιφερειακές συνθήκες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις σε όλες τις χώρες της Αφρικής, όπως το Σουδάν, το Κονγκό, η Αιθιοπία, η Τανζανία και σε μεγάλο μέρος των χωρών της Βόρειας Αφρικής. Τα γεγονότα που συζητήσαμε στην πρόσφατη επισκόπησή μας καταδεικνύουν ότι οι φοιτητές στην αφρικανική ήπειρο εξεγέρθηκαν με πολύ διαφορετικούς τρόπους και σε πολύ διαφορετικά πλαίσια από ό,τι οι φοιτητές στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη.[8] Οι πολλές περιπτώσεις εξέγερσης του 1968 στην Αφρική δείχνουν επίσης την ποικιλία των συνθηκών και των μορφών ακτιβισμού στην ήπειρο. Η εξέλιξη αυτών των γεγονότων και το ότι ορισμένα από αυτά συνάντησαν τότε αλληλεγγύη και ανάλογες διαδηλώσεις στα δυτικά κέντρα της εξέγερσης αναδεικνύουν ότι η Αφρική δεν πρέπει να μείνει κενή στον αναλυτικό χάρτη που επιδιώκει να κατανοήσει το 1968 σε παγκόσμια προοπτική.
Το 1968 της Νότιας Αφρικής: φοιτητική πολιτική, σε μαύρο και άσπρο
Η Νότια Αφρική, επίσης, γνώρισε στιγμές πολιτικής εκτός ορίων στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι οποίες επαναπροσδιόρισαν μορφές και ιδεολογίες αντίστασης και, απηχώντας τις διαδηλώσεις αλλού στο παγκόσμιο 1968, έσπασαν τους κανόνες με ποικίλους τρόπους, μερικοί σχετίζονταν με ρητά αντιπολιτευτικές πολιτικές ενάντια στο απαρτχάιντ και τον ρατσιστικό καπιταλισμό, ενώ άλλοι ήταν περισσότερο έμμεσα πολιτικοί στο πνεύμα της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60.
Όσον αφορά την αντίσταση στη Νότια Αφρική, η δεκαετία μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1960 και των μέσων της δεκαετίας του 1970 θεωρείται συνήθως ως περίοδος σιωπής του νεκροταφείου. Σίγουρα η σκληρή καταστολή συνόδευσε την οικονομική και πολιτική ακμή του απαρτχάιντ μετά την καταστολή της πολιτικής του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) και του αναδυόμενου παναφρικανισμού μετά τη σφαγή της Σάρπβιλ στις 21 Μαρτίου 1960. Η προσπάθεια συμμετοχής στον ένοπλο αγώνα από τα κινήματα που είχαν οδηγηθεί στην παρανομία μετά το Σάρπβιλ ήταν βραχύβια. Η δίκη στη Ριβόνια το 1964 έληξε με την καταδίκη του Νέλσον Μαντέλα και άλλων σε ισόβια κάθειρξη. Τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και στην κυρίαρχη ιστορική επιστήμη, μια μακρά περίοδος πολιτικής ηρεμίας έληξε μόνο με την εξέγερση του Σοβέτο στις 16 Ιουνίου 1976.
Ωστόσο, ορισμένοι έχουν αρχίσει πρόσφατα να εξετάζουν τη δεκαετία του 1960 και του 1970 με εντελώς διαφορετικό τρόπο, υπενθυμίζοντάς μας πολιτικούς χώρους και ακτιβισμούς που έχουν παραμεληθεί στις συνήθεις ιστορίες της πολιτικής του νοτιοαφρικανικού αγώνα. Ο Ρέιμοντ Σάτνερ υποστηρίζει ότι το παράνομο ANC, παρά τη σκληρή καταστολή των αρχών της δεκαετίας του 1960, παρέμεινε παρόν στα σπίτια και στις μνήμες των ανθρώπων. Διερωτάται για την ιστορία της παρανομίας «ως μοτίβο κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας που επηρέασε τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους τρόπους συμπεριφοράς στην κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων των φύλων».[9] Το έργο του υπογραμμίζει σημαντικά τη διατήρηση της πολιτικής της αντίστασης εκτός του δημόσιου χώρου. Η αφήγηση του Σάτνερ δεν ασχολείται, ωστόσο, με τις φοιτητικές οργανώσεις και τον ακτιβισμό που συνέδεσαν το 1968 στη Νότια Αφρική με τη λαϊκή αντίσταση που οδήγησε τελικά στην κατάρρευση του απαρτχάιντ.
Ο βασικός ρόλος της φοιτητικής πολιτικής για την αναβίωση και την επανεφεύρεση των λαϊκών αγώνων στη Νότια Αφρική έχει επισημανθεί, ωστόσο, από τον Τζούλιαν Μπράουν, ιστορικό και πολιτικό επιστήμονα με έδρα το Πανεπιστήμιο του Βιτβάτερσραντ στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο οποίος έχει μελετήσει την αντίσταση πριν από την εξέγερση της 16ης Ιουνίου 1976∙ την χαρακτηρίζει σημαντικό «δρόμο προς το Σοβέτο»:
«Πριν από πενήντα χρόνια, οι φοιτητές βρίσκονταν στο επίκεντρο της πολιτικής της Νότιας Αφρικής και νέες οργανώσεις ασκούσαν έντονη κριτική στην κοινωνική τάξη του απαρτχάιντ. Οι πολιτικές τους εκφράζονταν συχνά μέσω διαδηλώσεων που ήταν αυθόρμητες και συχνά ανοργάνωτες, ενίοτε κοντόφθαλμες και σπάνια βιώσιμες. Μέσα σε λίγα χρόνια, αναδιαμόρφωσαν την πολιτική στη Νότια Αφρική. Ιδέες που πριν ήταν αδιανόητες αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των διαδηλώσεων και αποτέλεσαν τη βάση νέων πολιτικών οργανώσεων. Νέες τάξεις και κατηγορίες ακτιβιστών έγιναν ορατές – όχι μόνο φοιτητές, αλλά και εργάτες. Νέες ταυτότητες έγιναν διαθέσιμες και νέες συμμαχίες –μεταξύ φοιτητών διαφορετικών φυλών και καταβολών, καθώς και μεταξύ φοιτητών και εργαζομένων και άλλων– έγιναν δυνατές».[10]
Ο Μπράουν υποστηρίζει ότι η δεκαετία πριν από την εξέγερση του Σοβέτο χαρακτηρίστηκε από την επανεφεύρεση της πολιτικής της διαμαρτυρίας στη Νότια Αφρική, από την ανάδυση νέων ιδεών διαφωνίας και νέων μορφών διαμαρτυρίας. Νέα ρεπερτόρια αντίστασης που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διαδηλώσεων∙ στη συνέχεια αντανακλώνται σε απεργίες και μαζικές δημόσιες συγκεντρώσεις. Μέσω του πειραματικού ακτιβισμού τους οι φοιτητές ριζοσπαστικοποιήθηκαν∙ οι διαμαρτυρίες τους έφτασαν να απηχούν εκείνες των εργαζομένων και άλλων κοινωνικών ομάδων. Είναι σημαντικό ότι και άλλες κοινωνικές ομάδες άρχισαν να υιοθετούν τις μεθόδους και τις μορφές που δοκίμασαν για πρώτη φορά οι φοιτητές. Σφυρηλατήθηκαν νέες συμμαχίες, αν και έτειναν να είναι ακανόνιστες. Η ανάδυση της νέας αντιπολίτευσης δεν συνέβη με μια μοναδική έκρηξη διαμαρτυρίας το 1976, δείχνει ο Μπράουν, «αλλά μάλλον μέσα από μια απρογραμμάτιστη σειρά πειραμάτων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια μιας μακράς δεκαετίας».[11]
Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες πήραν διαφορετικές μορφές και καθοδηγήθηκαν από διαφορετικές ομάδες φοιτητών. Από το 1959 και μετά, όταν ψηφίστηκε ο περιβόητος ψευδεπίγραφος «Νόμος για την επέκταση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης», οι Νοτιοαφρικανοί φοιτητές γίνονταν δεκτοί στα πανεπιστήμια αυστηρά με βάση φυλετικές και εθνοτικές γραμμές. Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες και οι μορφές οργάνωσης επηρεάστηκαν αναγκαστικά από αυτή την ακραία μορφή εκπαιδευτικού απαρτχάιντ, η οποία έκλεισε τους λίγους προηγούμενους χώρους διαφυλετικής αλληλεπίδρασης στα προηγουμένως «ανοιχτά» πανεπιστήμια της χώρας. Οι φοιτητικές οργανώσεις, ακόμη και όταν ήταν αφιερωμένες σε αντιπολιτευτικές πολιτικές, αντανακλούσαν την καταστροφή του διαχωρισμού. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, τα λίγα παραδείγματα που αναλύω παρακάτω καταδεικνύουν ότι εξακολουθούσαν να αναδύονται δειλές, σύνθετες συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών ομάδων φοιτητών, καθώς και μεταξύ φοιτητών και άλλων κοινωνικών ομάδων.
Κέιπ Τάουν 1968
Η «υπόθεση Μαφέτζε» του UCT
Το πρώτο μου παράδειγμα προέρχεται από το αρχαιότερο πανεπιστήμιο της χώρας, το Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν (UCT / University of Cape Town), το οποίο στο παρελθόν ήταν ένα από τα λίγα «ανοικτά» πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής. Το 1968 ο Άρτσι Μαφέτζε, ένας μαύρος απόφοιτος του UCT με μεταπτυχιακό (με άριστα) και που μέχρι τότε βρισκόταν στη διαδικασία ολοκλήρωσης του διδακτορικού του στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, διορίστηκε σε θέση ανώτερου λέκτορα στην κοινωνική ανθρωπολογία. Το πανεπιστήμιο του προσέφερε τη θέση, αλλά στη συνέχεια, μετά από κυβερνητικές πιέσεις του καθεστώτος του απαρτχάιντ, ανακάλεσε την προσφορά.
Το θέμα συζητήθηκε στο συνέδριο της Εθνικής Ένωσης Νοτιοαφρικανών Φοιτητών (NUSAS / National Union of South African Students), η οποία οργάνωνε τότε τους περισσότερους φοιτητές του UCT, και προέκυψε η ιδέα μιας καθιστικής διαμαρτυρίας κατά τα πρότυπα των καταλήψεων πανεπιστημίων που λάμβαναν τότε χώρα στον υπόλοιπο κόσμο. Ορισμένοι από αυτούς που συμμετείχαν θυμούνται ότι οι ευρωπαϊκές διαμαρτυρίες αναφέρθηκαν εκτενώς στη Νότια Αφρική και ότι οι φοιτητές τις παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον.[12]
Έτσι, όταν οι πανεπιστημιακές αρχές απέτυχαν να αντισταθούν στην κυβερνητική παρέμβαση όσον αφορά την πολιτική προσλήψεων τον Αύγουστο του 1968, πραγματοποιήθηκε μια μαζική συγκέντρωση στο μεγάλο Jameson Hall του πανεπιστημίου, όπου συνήθως πραγματοποιούνται αποφοιτήσεις και άλλες ακαδημαϊκές εκδηλώσεις. Μετά από ενθουσιώδεις ομιλίες από τους ηγέτες των φοιτητών, οι περισσότεροι από τους 1.000 ακροατές αποχώρησαν και περίπου 600 φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο διοίκησης του πανεπιστημίου. Η καθιστική διαμαρτυρία των φοιτητών και ορισμένων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού, όπως ονομάστηκε η δράση μετά τον προσδιορισμό παρόμοιων μορφών ακτιβισμού από το Μπέρκλεϊ μέχρι το Δυτικό Βερολίνο, αποφάσισε «να καθίσει σε αυτό το κτίριο διοίκησης μέχρις ότου το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου συνεδριάσει για να (1) διορίσει τον Μαφέτζε στο πανεπιστημιακό προσωπικό, (2) να προβεί σε δήλωση πολιτικής για να διασφαλίσει ότι οι μελλοντικοί διορισμοί θα γίνονται αποκλειστικά με ακαδημαϊκά κριτήρια».[13]
Τελικά, οι καταληψίες –περίπου ενενήντα είχαν παραμείνει στον χώρο– τα παράτησαν και αποχώρησαν μετά από μιάμιση εβδομάδα. Στη θέση του Μαφέτζε διορίστηκε ένας λευκός ανθρωπολόγος. Το παλαιότερο πανεπιστήμιο της Νότιας Αφρικής είχε υποκύψει στις απαιτήσεις της πολιτικής του απαρτχάιντ όσον αφορά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Η υπόθεση Μαφέτζε του 1968 πρέπει να γίνει αντιληπτή ως αντιπροσωπευτική της επιβολής των πολιτικών του απαρτχάιντ στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Στο UCT, το οποίο είχε ανακηρυχθεί ίδρυμα λευκών, οι μαύροι φοιτητές γίνονταν δεκτοί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάθε «μη λευκός» υποψήφιος που φιλοδοξούσε να σπουδάσει στο UCT έπρεπε να ζητήσει ειδική άδεια από την κυβέρνηση. Αν και ο νόμος αυτός δεν αφορούσε τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, ο διορισμός του Μαφέτζε εμποδίστηκε.
Ωστόσο, για μια σύντομη περίοδο τον Αύγουστο του 1968, η Νότια Αφρική είχε πάρει μια γεύση από το 1968. Ένας από τους καταληψίες περιέγραψε αυτή τη δράση μιας μερίδας λευκών φοιτητών της Νότιας Αφρικής:
«Εξακόσιοι από εμάς αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε στην κατάληψη, αποφασισμένοι να μη φύγουμε μέχρι η UCT να ανακαλέσει την απόφασή της. Για δέκα ημέρες αντέξαμε και κοιμόμασταν στα πατώματα. Το φαγητό μαγειρευόταν από κοινού – ακόμη και από τους άνδρες που, εκείνη την εποχή, αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά μιας κουζίνας. Καταναλώθηκε άφθονο κρασί και μαριχουάνα και χάθηκαν παρθενιές, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν μια προσεκτικά διαχειριζόμενη διαμαρτυρία, με μια πινακίδα που ζητούσε να απομακρυνθούν τα σκουπίδια και να διατηρηθούν καθαροί οι χώροι που καταλαμβάνονταν. Τα μηνύματα υποστήριξης κατέφθαναν από φοιτητές στο Παρίσι και το Λονδίνο και υπήρξε ευνοϊκή κάλυψη στα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Ίσως το πιο σημαντικό πράγμα ήταν ότι ανακαλύψαμε την πνευματική απελευθέρωση. Οργανώθηκαν εναλλακτικές διαλέξεις στις σκάλες. Δημιουργήσαμε μια εφημερίδα. Με μια κίνηση είχαμε αποτινάξει τα πνευματικά μας δεσμά. Επιτέλους δεν ήμασταν απλώς κάποιο απομονωμένο ρατσιστικό φυλάκιο της αυτοκρατορίας, αλλά μέρος ενός διεθνούς φοιτητικού κινήματος.»[14]
Η γλώσσα της καθιστικής διαμαρτυρίας στο UCT, με έμφαση στην «ακαδημαϊκή ελευθερία», παρέμεινε μέσα στα όρια της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης ενάντια στο καθεστώς του απαρτχάιντ. Υστερούσε σε σχέση με πιο ριζοσπαστικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς που συζητούνταν στο αναδυόμενο μαύρο φοιτητικό κίνημα εκείνη την εποχή και μεταξύ μικρών ομάδων φοιτητών ακτιβιστών. Ωστόσο, η μορφή του ακτιβισμού των φοιτητών του UCT ήταν αρκετά ριζοσπαστική, με την κατάληψη ενός πανεπιστημιακού χώρου για περισσότερο από μία εβδομάδα∙ αμφισβητώντας έτσι μετωπικά ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον που ήταν σαφώς συντηρητικό∙ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόλις ένα χρόνο νωρίτερα το UCT είχε επιτέλους επιτρέψει στους φοιτητές να παρακολουθούν τις διαλέξεις με απλό ντύσιμο.[15]
Η «υπόθεση της γραβάτας» του UWC
Όπως και αλλού, στον παγκόσμιο Βορρά και Νότο, το 1968 αποτέλεσε μια κοινωνική και πολιτική παρά μια αυστηρά χρονολογική στιγμή. Η υπόθεση της γραβάτας στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Ακρωτηρίου (UWC) συνέβη το 1970, αλλά παρέχει μια εξαιρετική απεικόνιση των περίπλοκων συνδέσεων που δημιουργούσε το 1968 στη Νότια Αφρική μεταξύ των αναδυόμενων νέων μορφών αντίστασης, των νέων πολιτικών ιδεολογιών και της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60.
Το UWC βρίσκεται στο ανεμοδαρμένο Κέιπ Φλατς, στην περιφέρεια του Κέιπ Τάουν. Εκεί –μόλις είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω από το UCT με το υπέροχο σκηνικό στις πλαγιές του Ταμπλ Μάουντεν– η κυβέρνηση του απαρτχάιντ ίδρυσε ένα πανεπιστήμιο για τους «έγχρωμους», την κατηγορία του απαρτχάιντ για τα άτομα μεικτής φυλής που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού του Κέιπ Τάουν. Το UWC ιδρύθηκε το 1960 ως άμεση συνέπεια του διαβόητου νόμου του απαρτχάιντ που έδιωχνε τους έγχρωμους φοιτητές από το UCT, όπου προηγουμένως είχε σπουδάσει μια μικρή αλλά δυναμική έγχρωμη διανόηση. Όπως και τα άλλα «μαύρα» πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1960, το UWC σχεδιάστηκε ως ίδρυμα του απαρτχάιντ, επιφορτισμένο να παρέχει ακαδημαϊκή εκπαίδευση δεύτερης κατηγορίας για μια κατηγορία του «μη λευκού» πληθυσμού. Οι διδάσκοντες στα πρώτα χρόνια ήταν κυρίως λευκοί και, ακαδημαϊκά, δεν διέπρεψαν λαμπρά. Το πανεπιστήμιο διοικούνταν με ξεκάθαρα αυταρχικό τρόπο. Υπήρξαν λίγες αναταράξεις κατά την πρώτη δεκαετία του πανεπιστημίου. Το 1966 ορισμένοι φοιτητές μποϊκοτάρισαν την επιμνημόσυνη δέηση του ιδρύματος μετά τη δολοφονία του Χέντρικ Φέρβερντ, του «αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ».
Αυτή η πρώτη φοιτητική διαμαρτυρία του UWC επαναπροσδιορίστηκε με εξαιρετικό τρόπο από τη συγγραφέα Ζόε Γουίκομπ, η οποία ήταν φοιτήτρια στο UWC εκείνη την εποχή. Στο Ένα ξέφωτο στους θάμνους (A Clearing in the Bush) δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του αυταρχικού, χωρίς φαντασία χώρου που ήταν τότε το πανεπιστήμιο.[16] Τη δεκαετία του 1980, το UWC θα αποκτούσε φήμη ως το «πνευματικό σπίτι της Αριστεράς» της Νότιας Αφρικής. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ήταν ένα βουβό και ανιαρό ίδρυμα.
Η στιγμή της πνευματικής απελευθέρωσης του UWC ήρθε το 1970. Εκείνη τη χρονιά το πανεπιστήμιο απέβαλε έναν φοιτητή με το όνομα Ντέσμοντ Ντέμας επειδή δεν φορούσε γραβάτα στις διαλέξεις. Ο Ντέμας ένιωθε ότι ο επίσημος ενδυματολογικός κώδικας που απαιτούσε από τους άνδρες φοιτητές να φορούν γραβάτα στο μάθημα ήταν καταπιεστικός. Επιπλέον, ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένος που οι φοιτητές σε λευκά πανεπιστήμια όπως το UCT μπορούσαν να ντύνονται άνετα, ενώ οι έγχρωμοι φοιτητές στο UWC αντιμετωπίζονταν «σαν παιδιά».[17] Ακολούθησε μποϊκοτάζ γραβάτας από έναν αυξανόμενο αριθμό φοιτητών του UWC. Η διαμαρτυρία μετατράπηκε σε ευφάνταστη διασκέδαση. Οι διαμαρτυρόμενοι φορούσαν γραβάτες με τα μπλουζάκια τους ή μαντήλια δεμένα σε στυλ γραβάτας. Σύντομα το πανεπιστήμιο υποχώρησε και απέσυρε την απαίτηση να φοράει κανείς γραβάτα στις διαλέξεις.
Η διαμαρτυρία της γραβάτας ήταν η είσοδος του UWC στην εξέγερση της αντικουλτούρας, όπως ήταν και η καθιστική διαμαρτυρία του UCT, με όλες τις καθημερινές παραβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας και της κατανάλωσης μαλακών ναρκωτικών. Εξίσου σημαντικό ήταν ότι οι φοιτητές του UWC διαπίστωσαν ότι με την οργανωμένη διαμαρτυρία τους μπορούσαν να «νικήσουν το σύστημα». Το περιστατικό με τη γραβάτα άλλαξε την πολιτική ατμόσφαιρα κάνοντάς την προκλητική, σε μια εποχή που μια νέα πολιτική συνείδηση, η Μαύρη Συνείδηση, άρχιζε να διαπερνά τις μαύρες πανεπιστημιουπόλεις της Νότιας Αφρικής.[18]
Η Μαύρη Συνείδηση και ο σχηματισμός της SASO
Η στιγμή του 1968 στη Νότια Αφρική δεν αφορούσε μόνο τις εξεγέρσεις στις πανεπιστημιουπόλεις υπό το πρίσμα της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Τα γεγονότα σε διάφορα πανεπιστήμια ήταν επίσης βαθιές εξεγέρσεις κατά του απαρτχάιντ και του θεσμικού ρατσισμού. Η πιο σημαντική νέα οργάνωση φοιτητικής διαμαρτυρίας προέκυψε τις τελευταίες ημέρες του 1968, όταν ιδρύθηκε η SASO (South African Students Organization) κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης, στην οποία συμμετείχαν αποκλειστικά μαύροι φοιτητές στο Μάριανχιλ, μια καθολική ιεραποστολή δυτικά του Ντέρμπαν, της οποίας το μικτό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Σεντ Φράνσις ήταν το σχολείο στο οποίο πήγε ο Στίβεν Μπάντου (Στιβ) Μπίκο. Ο Μπίκο, γεννημένος το 1946, έγινε ο πρώτος πρόεδρος της SASO όταν αυτή ιδρύθηκε επίσημα στην πανεπιστημιούπολη Τέρφλουπ του Πανεπιστημίου του Βορρά (UNIN) τον Ιούλιο του επόμενου έτους.
Η SASO προέκυψε από βαθύτατες εξεγέρσεις κατά του απαρτχάιντ και του θεσμικού ρατσισμού, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλα τα πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στο Φορτ Χέαρ, το μέχρι τότε αρκετά ανεξάρτητο μαύρο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι φοιτητές το 1968 μποϊκοτάρισαν την εγκατάσταση του νέου πρύτανη Γιοχάνες Μαρτχίνους ντε Βέτ, μέλους της Afrikaner broederbond (μυστικός σύλλογος ανδρών λευκών εθνικιστών). Αργότερα μέσα στη χρονιά το πανεπιστήμιο έκλεισε και σε είκοσι τρεις φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο Μπάρνεϊ Πιτυάνα, αναμφισβήτητα ο στενότερος σύντροφος και φίλος του Μπίκο και σύντομα διάδοχός του ως πρόεδρος της SASO, δεν επετράπη να επιστρέψουν.
Οι εξελίξεις που οδήγησαν στον σχηματισμό της SASO πρέπει επίσης να κατανοηθούν στο πλαίσιο των πολύπλοκων σχέσεων των μαύρων φοιτητών με την επί μακρόν υπάρχουσα εθνική φοιτητική οργάνωση της χώρας NUSAS (Εθνική Ένωση Νοτιοαφρικανών Φοιτητών). Η NUSAS, η οποία είχε ιδρυθεί το 1924, ήταν ανοιχτή σε φοιτητές όλων των φυλών. Κατά την προηγούμενη περίοδο του απαρτχάιντ των δεκαετιών του 1950 και 1960, η NUSAS έδωσε ιδεολογικά έμφαση στον «πολυφυλετισμό» και τον «φιλελευθερισμό» της νοτιοαφρικανικής παραλλαγής που υποστήριζε το ασυμβίβαστο μεταξύ απαρτχάιντ και καπιταλισμού. Αν και ακόμη και τότε ένας μικρός αριθμός μαρξιστών και μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Νότιας Αφρικής ήταν μέλη του φοιτητικού συλλόγου.
Στα «μαύρα» πανεπιστήμια που είχαν ιδρυθεί ως ιδρύματα του απαρτχάιντ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μικρός αριθμός φοιτητών εντάχθηκε στο NUSAS, και σε ορισμένα ιδρύματα διεξήχθησαν μάχες για τη χορήγηση άδειας να σχηματίσουν αυτόνομα Συμβούλια Εκπροσώπησης Φοιτητών (SRC / Student Representative Councils) και να ενταχθούν στο NUSAS. Παρόλα αυτά, υπήρχε επίσης απογοήτευση για τις ρατσιστικές τάσεις εντός της ένωσης, η οποία παρά την πολυφυλετική σύνθεση των μελών της κυριαρχούνταν και ελέγχονταν ουσιαστικά από λευκούς φοιτητές.
Αυτό είχε στο μυαλό του ο Μπίκο, τότε φοιτητής ιατρικής στο «μη ευρωπαϊκό» τμήμα του Πανεπιστημίου του Νατάλ, όταν εξέφρασε την αντίθεσή του «στην πνευματική αλαζονεία των λευκών που τους κάνει να πιστεύουν ότι η ηγεσία των λευκών είναι sine qua non σε αυτή τη χώρα και ότι οι λευκοί είναι θεόσταλτοι ρυθμιστές του ρυθμού της προόδου».[19] Το 1968 ίδρυσε μαζί με άλλους τη SASO, η οποία για πολιτικούς λόγους προσέφερε τη δυνατότητα ένταξης σε φοιτητές όλων των «μαύρων» τμημάτων του πληθυσμού, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και όσοι κατατάσσονταν σύμφωνα με τις κατηγορίες του απαρτχάιντ ως «Αφρικανοί», «έγχρωμοι» και «Ινδοί». Το 1971 το Πολιτικό Μανιφέστο της SASO διατύπωσε το δόγμα της Μαύρης Συνείδησης.
Σε οργανωτικό επίπεδο, οι ακτιβιστές της SASO θεωρούσαν ότι για να αποφύγουν την κυριαρχία των λευκών «φιλελεύθερων», οι μαύροι έπρεπε να οργανωθούν ανεξάρτητα. Το 1970, ο Μπίκο έγραψε στο ενημερωτικό δελτίο της SASO, υπογράφοντας υπαινικτικά ως «Frank Talk»:
«Ο ρόλος των λευκών φιλελεύθερων στην ιστορία των Μαύρων στη Νότια Αφρική είναι περίεργος. Πολύ λίγες οργανώσεις των Μαύρων δεν βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση λευκών. Πιστοί στην εικόνα τους, οι λευκοί φιλελεύθεροι ήξεραν πάντα τι ήταν καλό για τους Μαύρους και τους το έλεγαν...
Πουθενά δεν αποδεικνύεται τόσο καλά η αλαζονεία της φιλελεύθερης ιδεολογίας όσο στην επιμονή τους ότι τα προβλήματα της χώρας μπορούν να επιλυθούν μόνο με μια διμερή προσέγγιση στην οποία συμμετέχουν τόσο οι μαύροι όσο και οι λευκοί. Αυτό έχει, σε γενικές γραμμές, φτάσει να θεωρείται με κάθε σοβαρότητα ως ο τρόπος λειτουργίας στη Νότια Αφρική από όλους εκείνους που ισχυρίζονται ότι θα ήθελαν μια αλλαγή στο status quo. Εξ ου και οι πολυφυλετικές πολιτικές οργανώσεις και κόμματα και οι “μη φυλετικές” φοιτητικές οργανώσεις, οι οποίες επιμένουν στην ενσωμάτωση όχι μόνο ως τελικό στόχο αλλά και ως μέσο.»[20]
Η ιδεολογία της SASO επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανάγνωση του Φραντς Φανόν από την ηγεσία της, ιδίως από το βιβλίο του μαχητικού φιλοσόφου Μαύρο δέρμα, λευκές μάσκες και από το κίνημα της Μαύρης Δύναμης των Αφροαμερικανών. Η εστίαση ήταν αρχικά στην ψυχολογική ενίσχυση των Μαύρων∙ οι οπαδοί της Μαύρης Συνείδησης πίστευαν ότι οι Μαύροι έπρεπε να απαλλαγούν από κάθε αίσθηση φυλετικής κατωτερότητας, ιδέα που εξέφρασαν με τη διάδοση του συνθήματος «Το μαύρο είναι όμορφο». Είχαν επίγνωση ότι αυτό δεν αφορούσε μόνο τους φοιτητές. Ήδη από το 1971, η ηγεσία της SASO συζήτησε προτάσεις για την απόρριψη της νοοτροπίας μόνο για φοιτητές, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός Συμβουλίου Μαύρων Εργαζομένων (που αργότερα μετονομάστηκε σε Σχέδιο Μαύρων Εργαζομένων / Black Workers Project) και ξεκίνησε το Συνέδριο των Μαύρων (BPC), ένα νέο πολιτικό κίνημα που σύντομα θα λειτουργούσε παράλληλα με τη SASO. Πρακτικά οι ακτιβιστές οργάνωσαν Προγράμματα της Μαύρης Κοινότητας (BCPs / Black Community Programmes).[21]
Κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, η αμιγώς μαύρη SASO είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί στα μαύρα πανεπιστήμια, εν μέρει επειδή η κυβέρνηση θεωρούσε ότι η ξεχωριστή ένωση Μαύρων φοιτητών και η έμφαση που έδινε στη Μαύρη συνείδηση με ψυχολογικό προσανατολισμό ήταν συμβατή με την ιδεολογία του απαρτχάιντ. Σύντομα θα ανακάλυπταν ότι η SASO, και γενικότερα το κίνημα της Μαύρης Συνείδησης που προωθούσε ο Μπίκο, αποτελούσε σημαντική απειλή για το καθεστώς. Αλλά από τη στιγμή που η SASO άρχισε να είναι πιο ενεργή σε πολιτικές καμπάνιες, η οργάνωση είχε ήδη αποκτήσει σταθερές δομικές ρίζες, γεγονός που δυσκόλεψε την κυβέρνηση να την καταστείλει ολοκληρωτικά. Ένα πρώιμο παράδειγμα της διαλεκτικής της καταστολής και της ριζοσπαστικοποίησης συνέβη κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διαμαρτυριών στο «Τέρφλουπ» το 1972, αφού ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εκπροσώπησης Φοιτητών (SRC), Ονγκοπότσε Τίρο, αποβλήθηκε αφού μίλησε κατά της εκπαίδευσης Μπαντού κατά τη διάρκεια μιας τελετής αποφοίτησης στο πανεπιστήμιο. Το 1974 έγινε μια κρίσιμη χρονιά: τον Ιανουάριο η SASO καταδίκασε επίσημα την παρουσία των δυνάμεων του Απαρτχάιντ στη Ναμίμπια∙ η οργάνωση επαναβεβαίωσε επίσης τη στάση μη συνεργασίας του κινήματος της Μαύρης Συνείδησης και καταδίκασε τους ηγέτες των Μπαντουστάν. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε στο UNIN μια συγκέντρωση υπέρ του FRELIMO για τον εορτασμό της ανόδου του FRELIMO (απελευθερωτικό κίνημα της Μοζαμβίκης υπό την ηγεσία του Σαμόρα Ματσέλ) στην εξουσία στη Μοζαμβίκη, παρά την άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει άδεια για την εκδήλωση.
Ακολούθησε η καταστολή. Ογδόντα ηγέτες της SASO και της BPC συνελήφθησαν χωρίς δίκη για την υποστήριξή τους στη συγκέντρωση υπέρ του FRELIMO και στη συνέχεια δικάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πρετόριας∙ το 1976 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση στο Ρόμπεν Άιλαντ. Το 1974 η SASO καταχωρήθηκε ως μία από τις επηρεαζόμενες οργανώσεις βάσει του νόμου περί επηρεαζόμενων οργανώσεων του 1974. Αυτό της απαγόρευε να λαμβάνει ξένη χρηματοδότηση για την επιδίωξη των στόχων της. Τον Ιούλιο του 1975, η SASO πραγματοποίησε το ετήσιο συνέδριό της υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Μόνο ένα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής μπόρεσε να παραστεί στη συνεδρίαση. Τα υπόλοιπα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής είτε είχαν τεθεί εκτός νόμου είτε είχαν συλληφθεί. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1977, η SASO και άλλες οργανώσεις Μαύρης Συνείδησης απαγορεύτηκαν βάσει του νόμου περί εσωτερικής ασφάλειας. Το πιο βάναυσο παράδειγμα καταστολής ήταν φυσικά η δολοφονία του Στιβ Μπίκο ενώ βρισκόταν υπό κράτηση τον Σεπτέμβριο του 1977.
Παρά την οργανωτική διάσπαση μεταξύ NUSAS και SASO, λευκοί και μαύροι ακτιβιστές φοιτητές συνέχισαν να συνεργάζονται σε συγκεκριμένες καμπάνιες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ριζοσπάστες αντι-απαρτχάιντ και όλο και περισσότερο «νεοαριστεροί» λευκοί φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Βιτβάτερσραντ (Βιτς) προσκάλεσαν ομιλητές για να ανακαλύψουν ξανά την ιστορία της αντίστασης, η οποία είχε αποσιωπηθεί μέσα στο κατασταλτικό κλίμα της δεκαετίας του 1960.[22] Ακολούθησε εκστρατεία για την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, συμπεριλαμβανομένων των Ναμιμπιανών αγωνιστών της ελευθερίας που κρατούνταν στο Ρόμπεν Άιλαντ.[23] Οι φοιτητές ήρθαν σε επαφή με τους εργάτες και ασχολήθηκαν με τις συνθήκες εργασίας, αρχικά στους χώρους της πανεπιστημιούπολης, αλλά σύντομα αυτό βγήκε έξω από το πανεπιστήμιο. Τον Ιούλιο του 1971 σε συνέδριο της NUSAS διατυπώθηκε η πρόταση να δημιουργηθούν επιτροπές μισθών και οικονομικών, βασισμένες σε ένα μοντέλο που αναπτύχθηκε στο Πανεπιστήμιο του Νατάλ στο Ντέρμπαν, στο Βιτς, στο UCT, στο Πανεπιστήμιο Ρόουντς και στο τμήμα του Πανεπιστημίου του Νατάλ στο Πιτερμάριτσμπουργκ. Η πρόταση προέβλεπε μια εθνική προσπάθεια των φοιτητών να παρουσιάζουν έρευνες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στις συνεδριάσεις των πανεπιστημιακών συμβουλίων και να υποστηρίζουν τους εργαζόμενους, εντός και εκτός πανεπιστημιουπόλεων, για την προβολή των αιτημάτων τους.
Η στιγμή του Ντέρμπαν
Καθώς η νοτιοαφρικανική φοιτητική πολιτική γινόταν πιο ριζοσπαστική, οι διαμαρτυρίες που αρχικά περιορίζονταν στην πανεπιστημιακή πολιτική αγκάλιαζαν όλο και περισσότερο τις ανησυχίες των μη φοιτητών∙ ειδικότερα, συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία των νέων συνδικάτων των μαύρων. Ριζοσπαστικοί ακαδημαϊκοί συμμετείχαν επίσης στις προσπάθειες γύρω από τις απεργίες και τα εργατικά συνδικάτα των μαύρων. Η σύνδεση μεταξύ φοιτητών, ριζοσπαστικών ακαδημαϊκών, εργατών και άλλων περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων γίνεται ιδιαίτερα εμφανής σε αυτό που έχει γίνει γνωστό ως η «στιγμή του Ντέρμπαν», ίσως η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη μετά το 1968 στη Νότια Αφρική.
Στις αρχές του 1973 σημειώθηκε ένα μαζικό κύμα απεργιών στη πόλη του Ντέρμπαν που έχει και λιμάνι. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1973, σχεδόν 100.000 κυρίως Αφρικανοί εργάτες, περίπου οι μισοί από το σύνολο των Αφρικανών εργατών που εργάζονταν στο Ντέρμπαν, είχαν κατέβει σε απεργία. Με τραγούδια και πορείες, οι εργάτες έκαναν τα αιτήματά τους να ακουστούν – η πρώτη δημόσια μαζική δράση μετά τον ακτιβισμό της δεκαετίας του 1950. Αυτή ήταν πολιτική δράση και ταυτόχρονα εργατική εξέγερση∙ οι εργάτες χρησιμοποίησαν τη δύναμη της μαζικής δράσης στο εργοστάσιο. Αυτό που έμοιαζε με αυθόρμητες απεργίες προήλθε από ένα σύνθετο μείγμα: οι χαμηλοί μισθοί, ο εξευτελισμός από τους νόμους για το εσωτερικό διαβατήριο και τον ρατσισμό, οι κακουχίες της μεταναστευτικής εργασίας, οι αναγκαστικές μετακινήσεις και, κυρίως, η στέρηση του δικαιώματος των μαύρων εργατών να οργανώνονται.[24] Οι απεργίες σηματοδότησαν την ανάπτυξη του μαχητικού μη φυλετικού συνδικαλισμού και την αναβίωση του επαναστατικού πνεύματος στη χώρα.
Η στιγμή του Ντέρμπαν προανήγγειλε την έναρξη ενός νέου κύματος αντίστασης που οδήγησε στην εξέγερση του Σοβέτο, στις μαζικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1980 και τελικά στην πτώση του καθεστώτος. Υπήρχαν δεσμοί μεταξύ της έκρηξης της δράσης των εργαζομένων και των παράνομων απελευθερωτικών κινημάτων∙ η αναβίωση της μαρξιστικής σκέψης μεταξύ μιας νέας γενιάς μπήκε στο παιχνίδι. Υπήρξε όμως επίσης, αν και αυτό έχει μερικές φορές αμφισβητηθεί, καθοριστική επιρροή από τις ιδέες των πρόσφατα αναδυόμενων κινημάτων Μαύρης Συνείδησης.[25] Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι δεσμοί μεταξύ των ακτιβιστών διανοουμένων, οι οποίοι με διαφορετικούς τρόπους ενσάρκωναν τη στιγμή του 1968 στη Νότια Αφρική, σκεπτόμενοι με νέες ιδεολογικές προοπτικές και έχοντας δοκιμάσει νέες μεθόδους ακτιβισμού. Η πιο σημαντική ήταν η ιδιαίτερη πολιτική, πνευματική και προσωπική φιλία μεταξύ του Στιβ Μπίκο και του Ρίτσαρντ («Ρικ») Τέρνερ, λέκτορα πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Νατάλ. Και οι δύο αυτοί λαμπροί νέοι δυστυχώς δολοφονήθηκαν από το κράτος του απαρτχάιντ, ο Μπίκο τον Σεπτέμβριο του 1977 και ο Τέρνερ τον Ιανουάριο του 1978.
Στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, ο Τέρνερ, ο οποίος ήταν ερευνητής εργατικών θεμάτων και οργανωτής κοινοτήτων και εργατικών οργανώσεων, ήταν μέλος της βασικής ομάδας που συγκρότησε την πρώτη «επιτροπή μισθών» στο Ντέρμπαν. Πριν από αυτό, ο Τέρνερ, ο οποίος γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν το 1941, είχε συμβάλει καθοριστικά στη ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών. Το 1966 είχε επιστρέψει στη Νότια Αφρική από το Παρίσι, όπου είχε ολοκληρώσει στη Σορβόννη τη διδακτορική του διατριβή για το πολιτικό έργο του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Η εμπειρία με τη γαλλική αριστερή διανόηση είχε βαθιά επίδραση στον νεαρό Νοτιοαφρικανό, την οποία μοιράστηκε με φοιτητές και φίλους αρχικά στο Κέιπ Τάουν και από το 1970 στο Ντέρμπαν.
Η σκέψη του Τέρνερ αντλούσε από τις γαλλικές αριστερές διανοητικές παραδόσεις. Ο Σαρτρ αποτέλεσε σημαντική επιρροή, αλλά ενσωμάτωσε και μαρξιστικές προοπτικές∙ μεταξύ άλλων, μετέφρασε και δίδαξε τα έργα του Αλτουσέρ. Ο καπιταλισμός ήταν η βασική αιτία της κοινωνικής ανισότητας και των συγκρούσεων στη Νότια Αφρική, υποστήριξε ο Τέρνερ,[26] αν και το νοτιοαφρικανικό «καπιταλιστικό μοντέλο ανθρώπου» ήταν βαθιά πολιτιστικοποιημένο και φυλετικοποιημένο.[27] Φανταζόταν «μια ιδανική εφικτή κοινωνία στη Νότια Αφρική» ως «συμμετοχική δημοκρατία».[28] Αυτή θα περιελάμβανε όχι μόνο το καθολικό δικαίωμα ψήφου, αλλά και «την αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τον εργατικό έλεγχο στη βιομηχανία και τη γεωργία».[29]
Ο Τέρνερ τόνισε την αναγκαιότητα της ουτοπικής σκέψης, την οποία αντιλαμβανόταν ως το όραμα μιας άλλης εφικτής νοτιοαφρικανικής κοινωνίας.[30] Θεωρούσε ακόμη ότι όσοι αγωνίζονται για την απελευθέρωση όφειλαν να «προεικονίζουν το μέλλον. Οι οργανώσεις πρέπει να είναι συμμετοχικές και όχι αυταρχικές. Πρέπει να είναι χώροι στους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν την ανθρώπινη αλληλεγγύη και να μάθουν να εργάζονται μεταξύ τους με αρμονία και αγάπη».[31]
Η υπεράσπιση της συμμετοχικής δημοκρατίας από τον Τέρνερ περιλάμβανε την αναγνώριση της Μαύρης Συνείδησης, αν και προειδοποιούσε ότι «η επιβεβαίωση της αξιοπρέπειας του μαύρου δέρματος δεν είναι αρκετή» ως προσανατολισμός της αντίστασης.[32] Ενώ συμμετείχε σε συντροφική συζήτηση με το κίνημα της Μαύρης Συνείδησης, ο Τέρνερ ήταν μάλλον ο μόνος που κάλεσε τους λευκούς της Νότιας Αφρικής να αναπτύξουν μια κριτική «Λευκή Συνείδηση», καλώντας έτσι σε μια νέα σκέψη σχετικά με τη φυλή ως κοινωνική δύναμη. Οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί έπρεπε να καταλάβουν, κατήγγειλε ο Τέρνερ, ότι η υπάρχουσα νοτιοαφρικανική κοινωνία και η θέση τους σε αυτήν ήταν αποτέλεσμα όχι του «θριάμβου του λευκού πολιτισμού» αλλά της «αιματηρής και αμφιλεγόμενης γέννησης μιας νέας τεχνολογίας»∙ όφειλαν ωστόσο να τα δουν αυτά τα πράγματα «όχι με ενοχές για το παρελθόν αλλά με ελπίδα για το μέλλον».[33]
Ο Τέρνερ αμφισβήτησε το απαρτχάιντ και τον φιλελευθερισμό των λευκών της Νότιας Αφρικής∙ ήταν επίσης επικριτικός απέναντι στις αποκλίσεις της πρωτοπορίας του νοτιοαφρικανικού μαρξισμού, ιδίως του Κομμουνιστικού Κόμματος με τη στενή του συγγένεια με το σοβιετικό μπλοκ. Σε παρόμοιο πνεύμα, ένας μικρός αλλά δυναμικός αριθμός ακτιβιστών, φοιτητών και διανοουμένων της Νοτιοαφρικανικής Νέας Αριστεράς υιοθέτησε τις προκλήσεις της Μαύρης Συνείδησης και ασκούσε ριζοσπαστική κριτική στην πολυφυλετική φιλελεύθερη πολιτική που μέχρι τότε κυριαρχούσε στην (λευκή) αντιπολίτευση. Αξιολόγησαν τη «φυλή» και τη σχέση της με την τάξη στην κοινωνία του απαρτχάιντ και διερεύνησαν διάφορες μορφές μαρξιστικής και σοσιαλιστικής κριτικής.[34]
Αυτές οι προσεγγίσεις της Νέας Αριστεράς ταίριαζαν καλά με την κυρίαρχη πολιτική της αντιπολίτευσης της δεκαετίας του 1980, η οποία αγκάλιαζε εμφατικά τον μη-φυλετισμό. Τι απέμεινε όμως από την ιστορία της πολιτικής των φοιτητών και των συμμαχιών της δεκαετίας του 1960 και του 1970; Στο συμπέρασμα που ακολουθεί θα μελετηθεί η σημασία της στιγμής του 1968 στη Νότια Αφρική για την κατανόηση της πορείας των φοιτητικών κινητοποιήσεων, και ιδιαίτερα οι παρακαταθήκες της για τα πρόσφατα κινήματα μιας νέας γενιάς φοιτητών στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ.
Η κληρονομιά του 1968 στη Φανονική στιγμή της Νότιας Αφρικής
Από τον Μάρτιο του 2015, οι φοιτητές στα πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής ξεσηκώθηκαν σε μια μαζική εξέγερση. Διαδήλωσαν στις πανεπιστημιουπόλεις, επιτέθηκαν με γκράφιτι στις ιερές αγελάδες της αποικιοκρατικής κληρονομιάς και μερικές φορές χρησιμοποίησαν άλλα, πιο αμφιλεγόμενα μέσα. Έκαναν τη φωνή τους να ακουστεί από τις πανεπιστημιουπόλεις τους, από τους δρόμους, από τους χώρους του Κοινοβουλίου στο Κέιπ Τάουν, και τους χλοοτάπητες των κτιρίων της Ένωσης, και την έδρα της εθνικής κυβέρνησης στην Πρετόρια. Οι φοιτητές γκρέμισαν ένα σύμβολο της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης, αγωνίστηκαν κατά των αυξήσεων των διδάκτρων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και απαίτησαν δωρεάν εκπαίδευση, ζήτησαν να μπει τέλος στο ρατσισμό και στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές υπεργολαβίας των υποστηρικτικών υπηρεσιών στα πανεπιστήμια. Οι φοιτητές απαίτησαν δωρεάν εκπαίδευση με περισσότερες από μία έννοιες – απαιτώντας αφενός να καταργηθούν τα δίδακτρα και αφετέρου το περιεχόμενο, οι μεθοδολογίες και οι ακαδημαϊκοί καθηγητές να αντικατοπτρίζουν την «ελεύθερη» Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ.
Η αποαποικιοποίηση των θεσμών, η αποαποικιοποίηση της γνώσης και η αποαποικιοποίηση του πνεύματος ήταν τα χαρακτηριστικά της νέας γενιάς ακτιβιστών που κυριάρχησαν στη «Φανονική στιγμή» της Νότιας Αφρικής, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που επινόησε ο πολιτικός φιλόσοφος της μετα-αποικιοκρατίας Ασίλ Μπεμπε. Ο Μμπέμπε, καθηγητής στο Βιτς του Γιοχάνεσμπουργκ, εξήγησε τη Φανονική στιγμή κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας στο Κέιπ Τάουν το 2009 ως το σημείο της μεταποικιακής πορείας, όταν περίπου είκοσι χρόνια μετά την αρχική ανεξαρτησία μιας χώρας, μια νέα γενιά εισέρχεται στην κοινωνική σκηνή και θέτει νέα ερωτήματα σχετικά με την ατελή αποαποικιοποίηση της μεταποικίας.[35]
Η «αποαποικιοποίηση» ήταν το σύνθημα των πιο πρόσφατων φοιτητικών κινημάτων σε όλη τη Νότια Αφρική. Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει, ωστόσο, ότι πίσω από αυτή τη νέα γλώσσα κρύβεται αναμφισβήτητα μια αναβίωση της φιλοσοφίας της Μαύρης Συνείδησης. Γιατί, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, η ιδεολογία που αναπτύχθηκε από τον Μπίκο και τους συνεργάτες του πριν από μισό αιώνα κατά τη διάρκεια της ακμής του απαρτχάιντ είναι σχετική με την «τάξη του 2015», η οποία γεννήθηκε ως επί το πλείστον μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Νέλσον Μαντέλα το 1994; Η απάντηση είναι, θα ισχυριστούν πολλοί από τους σημερινούς φοιτητές, ότι ενώ τα νοτιοαφρικανικά πανεπιστήμια έχουν σήμερα γενικά μια μαύρη πλειοψηφία στο φοιτητικό τους σώμα (αν και όχι στο ακαδημαϊκό τους προσωπικό), η θεσμική τους κουλτούρα, οι συμβολισμοί και τα προγράμματα σπουδών έχουν αλλάξει ελάχιστα. Οι μαύροι φοιτητές συχνά περιγράφουν τις εμπειρίες τους ως αποξενωτικές, παρατηρώντας ότι το τυπικό πρότυπο στα πανεπιστήμια εξακολουθεί να εξυπηρετεί τους λευκούς, μεσοαστούς, αρτιμελείς και ετεροκανονικούς ταυτοποιημένους άνδρες φοιτητές.[36]
Στο πλαίσιο των νέων φοιτητικών κινημάτων, η κληρονομιά του Στιβ Μπίκο και της SASO απέκτησε και πάλι σημασία. Οι νέοι φοιτητές του εικοστού πρώτου αιώνα θεωρούν ότι το κάλεσμα του Μπίκο για αυτόνομη δράση των Μαύρων εξακολουθεί να είναι επίκαιρο για τη σύγχρονη Νότια Αφρική. Η φιλοσοφία της Μαύρης Συνείδησης απέκτησε και πάλι βαρύνουσα σημασία για τους φοιτητές που επιμένουν στη μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών, τα οποία, όπως λένε, μεταφέρουν ρατσιστικές και αποικιοκρατικές μορφές γνώσης και αγνοούν, ακόμη και περιφρονούν, την αφρικανική πνευματική εμπειρία. Οι εκκλήσεις προς τους Μαύρους να απελευθερώσουν πρώτα το δικό τους μυαλό, να αποκτήσουν συνείδηση των δικών τους συνθηκών και των συνθηκών του καθενός και να εργαστούν από κοινού για να αλλάξουν τις υλικές συνθήκες των Μαύρων φοιτητών αποτέλεσαν τις κατευθυντήριες αρχές των νέων νοτιοαφρικανικών φοιτητικών κινημάτων, όπως ήταν και για τη γενιά των τελών της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Τα γραπτά του Μπίκο έχουν έτσι διαβαστεί και πάλι εκτενώς από νέους φοιτητές που θεωρούν ότι το κάλεσμά του για αυτόνομη δράση των Μαύρων εξακολουθεί να είναι επίκαιρο για τη σύγχρονη Νότια Αφρική.[37]
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νέα γενιά βασίστηκε επίσης στα γραπτά του Φανόν, υιοθετώντας ιδιαίτερα τη φιλοσοφική κριτική του στο ρατσισμό και επιμένοντας, όπως είχε κάνει και ο ίδιος, στην ανάγκη οι Μαύροι να κατακτήσουν την αναγνώριση. Η ιδεολογία της Μαύρης Συνείδησης της δεκαετίας του 1970, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, επηρεάστηκε βαθιά από την ανάγνωση του Φραντς Φανόν από την ηγεσία της SASO, ιδίως από το βιβλίο του μαχητικού φιλοσόφου Μαύρο δέρμα, λευκές μάσκες και από το κίνημα της Μαύρης Δύναμης των Αφροαμερικανών∙ στη γενιά μετά το απαρτχάιντ, σίγουρα ορισμένοι από τους πιο σκεπτόμενους νέους διανοούμενους ασχολήθηκαν με τον Φανόν σε μια νέα προοπτική. Οι νέοι ακτιβιστές-διανοούμενοι έχουν τονίσει την ανάγκη οι Μαύροι να κατακτήσουν την αναγνώριση. Οι ριζοσπάστες κριτικοί έχουν επιπλέον υιοθετήσει τα αιχμηρά σχόλια του Φανόν για τους κινδύνους της μετα-αποικιακής περιόδου ως εφαρμόσιμα για τη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ. Ο Φανόν έχει απασχολήσει τους ακτιβιστές φοιτητές και για τη μαχητική κριτική του στον ρυθμιστικό καταναγκασμό της μη βίας.
Με επιμελείς επαναγνώσεις του Φανόν και του Μπίκο, η νέα γενιά ασκεί μια φιλοσοφική κριτική του ρατσισμού και της μετα-αποικιακής κατάστασης. Με αξιώσεις για αμοιβαία αναγνώριση και αποαποικιοποίηση ως προϋπόθεση του αληθινού ανθρωπισμού, η ακτιβιστική πρακτική έχει επικεντρωθεί στη διατάραξη: διατάραξη των χώρων στα πανεπιστήμια και πέρα από αυτά, επιμένοντας ότι η «συνήθης λειτουργία» έχει αποτρέψει την αποαποικιοποίηση της κοινωνίας της Νότιας Αφρικής μετά το 1994.
Οι πρόσφατες φοιτητικές κινητοποιήσεις προέκυψαν σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη κοινωνικοοικονομική ανισότητα στη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ και από τις πολιτικές νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της κυβέρνησης ANC. Η νέα εύπορη ελίτ της Νότιας Αφρικής, με διασυνδέσεις με τους κυβερνώντες, διεκδικεί φαινομενικά την αφρικανικότητά της. Όπως επισημαίνει ο Νάιτζελ Γκίμπσον, ένας νεοφιλελεύθερος (ή: επιχειρηματικός) λόγος Μαύρης Συνείδησης επικρατεί σήμερα στη Νότια Αφρική. Αυτή η ιδεολογία του αποκλεισμού έχει ελάχιστα κοινά, ωστόσο, με τη μαχητική φιλοσοφία της Μαύρης Συνείδησης που συνδέεται με τον Στιβ Μπίκο. Αντίθετα, στις νέες συνθήκες, οι «απάνθρωπες και υποτιμητικές συμπεριφορές που προηγουμένως προβάλλονταν προς όλους τους Μαύρους κατευθύνονται τώρα προς τους Μαύρους φτωχούς».[38] Στο σύνολό τους, αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν την απογοήτευση της νεολαίας των πόλεων από την κυβέρνηση του ANC. Για πολλούς νέους, η αξίωση της παλαιότερης γενιάς για σεβασμό βάσει των αγωνιστικών της διαπιστευτηρίων δεν ισχύει πλέον.
Φαίνεται ότι, παρά τις διαφορετικές τεχνικές του αγώνα, όπως η μεγάλη σημασία των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης στα πρόσφατα κινήματα, οι ιδεολογικές κατευθύνσεις –ιδιαίτερα η Μαύρη Συνείδηση– και η εστίαση σε παραβατικές και διαταρακτικές μορφές αντίστασης συνδέουν τα φοιτητικά κινήματα του 2015-2016 με εκείνα των τελών της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Η ανάλυση αυτή δείχνει ότι η αντίσταση, και ιδίως οι φοιτητικές κινητοποιήσεις ακόμη και πριν από την εξέγερση του Σοβέτο το 1976, εκδηλώθηκαν με πολλαπλές διαταρακτικές δράσεις ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας πριν από το 1976, όπως αυτές που συνέβησαν στο UCT το 1968 και στο UWC το 1970. Αυτές οι εμπειρίες διαμόρφωσαν νέες ομάδες ακτιβιστών, νέες μορφές κινητοποιήσεων και νέα πολιτικά οράματα, τα οποία τελικά βγήκαν από τα όρια της φοιτητικής πολιτικής και εισήλθαν σε, αν και συχνά δυσχερείς, συμμαχίες φοιτητών και ορισμένων ριζοσπαστών ακτιβιστών ακαδημαϊκών με εργάτες και άλλες περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Η σύντομη, αν και βαρυσήμαντη στιγμή του Ντέρμπαν αποδεικνύει κυρίως αυτό. Στις πιο ζωτικές στιγμές τους τα πρόσφατα κινήματα απηχούσαν αυτή τη δύναμη της διαφωνίας, της δημιουργικότητας, της φαντασίας και της αλληλεγγύης.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Heike Becker, “South African student protests, 1968 to 2016. Dissent, disruption, decolonization”, International Socialist Review, τεύχος 111, χειμώνας 2018–1019, https://isreview.org/issue/111/south-african-student-protests-1968-2016/index.html.
Σημειώσεις
[1] Heike Becker and David Seddon, “Africa’s 1968: Protests and Uprisings Across the Continent”, Review of African Political Economy online, 31 Μαΐου 2018. http://roape.net/2018/05/31/africas-1968-protests-and-uprisings-across-the-continent/.
[2] Leo Zeilig, Revolt and Protest: Student Politics and Activism in Sub-Saharan Africa (ΛΟνδίνο: I.B. Tauris, 2007), 181–82.
[3] Zeilig, Revolt and Protest, 182.
[4] Timothy Scott Brown, West Germany and the Global Sixties: The Anti-authoritarian Revolt, 1962–1978, Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 2013), 117–20.
[5] Brown, West Germany and the Global Sixties, 118.
[6] Pascal Bianchini, “Le mouvement étudiant sénégalais: Un essai d’interpretation”, στο Momar Coumba Diop επιμ., La société sénégalaise entre le local et le global, Παρίσι: Karthala, 2002, 359–396.
[7] Pedro A. G. Monaville, “Decolonizing the University: Postal Politics, the Student Movement, and Global 1968 in the Congo”, Διδακτορική διατριβή, University of Michigan, 2013.
[8] Becker and Seddon, “Africa’s 1968.”
[9] Raymond Suttner, The ANC Underground in South Africa to 1976: A Social and Historical Study, Γιοχάνεσμπουργκ: Jacana, 2008, 15.
[10] Julian Brown, The Road to Soweto: Resistance and the Uprising of 16 June 1976, Λονδίνο: James Currey, 2016, vii.
[11] Brown, The Road to Soweto, 4.
[12] Martin Plaut, “How the 1968 Revolution Reached Cape Town”, Martin Plaut, 1 Σεπτεμβρίου 2011, https://martinplaut.com/2011/09/01/the-1968-revolution-reaches-cape-town/.
[13] BUZV UCT. Photograph and Clipping Collection, University of Cape Town Libraries, Special Collections. “Academic Freedom—1968: Sit-in Protest.” mss_buz_acad_freedom_1968_sit_in.
[14] Plaut, “How the 1968 Revolution Reached Cape Town.”
[15] Cornelius Thomas, “Finding Voice, Vocabulary and Community. The UWC Student Movement 1972–1976”, Journal for Contemporary History, 39 τεύχος 1, Ιούνιος 2014: 21.
[16] Zoë Wiccomb, “A Clearing in the Bush”, στο You Can’t Get Lost in Cape Town, Νέα Υόρκη: The Feminist Press at the City University of New York, 2000, 37–61.
[17] Thomas, “Finding Voice”, 21.
[18] Thomas, “Finding Voice”, 22.
[19] Steve Biko, I Write What I Like: Selected Writings by Steve Biko, Λονδίνο: Heinemann, 1987, 24.
[20] Steve Biko, I Write What I like. Steve Biko, A Selection of his Writings, 40th Anniversary Edition, Γιοχάνεσμπουργκ: Picador Africa, 2017, 21.
[21] Brown, The Road to Soweto, 115.
[22] Glenn Moss, The New Radicals: A Generational Memoir of the 1970s, Γιοχάνεσμπουργκ: Jacana Media, 2014, 105–20.
[23] Moss, The New Radicals, 121–46.
[24] South African History Online, “1973 Durban Strikes”, South African History Online, https://www.sahistory.org.za/article/1973-durban-strikes.
[25] 24 South African History Online, “1973 Durban Strikes”, South African History Online, https://www.sahistory.org.za/article/1973-durban-strikes.
[26] Βλ. Baruch Hirson, Year of Fire, Year of Ash: The Soweto Revolt, Λονδίνο: Zed Books, 2016 (1979), 289.
[27] Richard Turner, The Eye of the Needle: Towards Participatory Democracy in South Africa, Λονδίνο, New York, Calcutta: Seagull Books, 2015 (1972), 104.
[28] Turner, The Eye of the Needle, 100.
[29] Turner, The Eye of the Needle, 110.
[30] Turner, The Eye of the Needle, 108.
[31] Turner, The Eye of the Needle, 10.
[32] Turner, The Eye of the Needle, 124.
[33] Turner, The Eye of the Needle, 119.
[34] Turner, The Eye of the Needle, 122–23.
[35] Moss, The New Radicals, 150.
[36] Heike Becker, “South Africa’s May 1968: Decolonising Institutions and Minds”, Review of African Political Economy online, 17 Φεβρουαρίου 2016. http://roape.net/2016/02/17/south-africas-may-1968-decolonising-institutions-and-minds/.
[37] Leigh-Ann Naidoo, “Contemporary Student Politics in South Africa”, στο Anne Heffernan and Noor Nieftagodien, επιμ., Students Must Rise: Youth Struggle in South Africa Before and Beyond Soweto ’76, (Γιοχάνεσμπουργκ: Wits University Press, 2016), 181.
[38] Nigel Gibson, Fanonian Practices in South Africa: From Steve Biko to Abahlali baseMjondolo, Πίτερμαριτσμπουργτκ: University of KwaZulu-Natal Press, 2011, 194.

