Seraj Assi
Η λογοτεχνία της αντίστασης του Γασσάν Καναφάνι
Στις 8 Ιουλίου 1972, ο Παλαιστίνιος συγγραφέας Γασσάν Καναφάνι [غسان كنفاني] βγήκε από το διαμέρισμά του σε ένα προάστιο της Βηρυτού, μπήκε στο Austin 1100 και άνοιξε τη μίζα. Μια χειροβομβίδα που περιείχε μια πλαστική βόμβα τριών κιλών, τοποθετημένη πίσω από τον προφυλακτήρα από πράκτορες της Μοσάντ, εξερράγη, ταρακουνώντας ολόκληρη τη γειτονιά. Ο Καναφάνι αποτεφρώθηκε ακαριαία, μαζί με τη δεκαεπτάχρονη ανιψιά του, Λάμις Νατζίμ. Ήταν μόλις τριάντα έξι ετών.
Ήταν τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ο Καναφάνι δολοφονήθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του. Το έργο του Άνθρωποι στον ήλιο [رجال في الشمس][1], μια προσφυγική οδύσσεια που αφηγείται την εξορία των Παλαιστινίων μετά τη Νάκμπα, τελειώνει με τον θάνατο των Παλαιστινίων προσφύγων στο πίσω μέρος ενός φορτηγού στην καρδιά της αραβικής ερήμου, με αποκορύφωμα την αλησμόνητη κραυγή του Αμπού αλ-Χαϊζουράν: «Γιατί δεν χτυπήσατε τους τοίχους του φορτηγού;»! Η γοητεία της ιστορίας του Καναφάνι έχει αποδειχθεί τόσο ανθεκτική που δύσκολα μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις τρομακτικές εικόνες που εκτυλίσσονται σήμερα στη Γάζα, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους Παλαιστίνιους να βρίσκουν καταφύγιο σε σκηνές που χτυπάει ο ήλιος και δεν έχουν πού να πάνε, χωρίς να θυμηθεί την τελική σκηνή του Άνθρωποι στον ήλιο.
Για τον εξόριστο Καναφάνι, ο θάνατος ήταν το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού του παλαιστινιακού εκτοπισμού. Τον στοίχειωνε, τόσο στη μυθοπλασία όσο και στην πραγματική ζωή. Ο θάνατός του ήταν ενορχηστρωμένος από τις ίδιες τις δυνάμεις που τον είχαν εκδιώξει.
Η προσωπική οδύσσεια του Καναφάνι ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της Νάκμπα, όταν ο ίδιος και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παλαιστινιακή γενέτειρά τους Άκκα (Άκρα) και να γίνουν πρόσφυγες σε όλη τους τη ζωή. Ξεκινώντας ένα μακρύ, βασανιστικό ταξίδι, ο δωδεκάχρονος πρόσφυγας περιπλανήθηκε από τη Δαμασκό μέχρι το Κουβέιτ και τη Βηρυτό, σπάνια σταματώντας για να κατανοήσει το βάθος της απώλειάς του. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Παλαιστίνη, παρά μόνο στη μυθοπλασία του.
Το έργο του Καναφάνι Επιστροφή στη Χάιφα [عائد إلى حيفا] αφηγείται την ιστορία ενός παλαιστινιακού ζευγαριού, του Σαΐντ και της Σαφίγια, που επιστρέφουν στο κατεχόμενο σπίτι τους στην κατεστραμμένη πόλη αναζητώντας τον χαμένο γιο τους, τον Χαλντούν, για να έρθουν αντιμέτωποι με τους νέους ισραηλινούς ιδιοκτήτες του, θέτοντας τις βάσεις για ένα καθηλωτικό οικογενειακό δράμα που αφήνει την παλαιστίνια πρωταγωνίστριά του εντελώς απογοητευμένη. Τελικά, ο Καναφάνι δεν επέστρεψε ποτέ πραγματικά στην Παλαιστίνη, ούτε καν πλήρως στη μυθοπλασία. Πράγματι, όταν η Σαφίγια αναρωτιέται: «Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ξαναέβλεπα τη Χάιφα», ο Σαΐντ ανταπαντά πικρόχολα: «Δεν τη βλέπεις, σου τη δείχνουν». Ο τελικός του απολογισμός: «Γνωρίζω αυτή τη Χάιφα, αλλά αρνείται να με αναγνωρίσει».
Στις μεταγενέστερες ιστορίες του Καναφάνι, η Παλαιστίνη γίνεται μια μακρινή οφθαλμαπάτη, Η χώρα των θλιμμένων πορτοκαλιών [أرض البرتقال الحزين][2], όπως τιτλοφορείται μια από τις ιστορίες του, και το μόνο που απομένει στους Παλαιστίνιους είναι να περιπλανώνται ανάμεσα στα σύνορα και τις ερήμους, όπου δεν αναπνέει τίποτα άλλο παρά ο θάνατος. Στο Όλα όσα σου μένουν [ما تبقّى لكم], το οποίο επαναλαμβάνει την αλληγορία της ερήμου από το Άνθρωποι στον ήλιο, η έρημος μεταξύ Γάζας και Ιορδανίας γίνεται «ένας τόπος όπου επιβιώνει μόνο η λάμψη του θανάτου – το σιωπηλό σημείο συνάντησης του Παλαιστίνιου πρωταγωνιστή και του Ισραηλινού στρατιώτη», για να παραθέσω τον Παλαιστίνιο συγγραφέα Ελίας Χούρι, συγγραφέα του βιβλίου Πύλη του ήλιου.
Αλλά δεν ήταν όλα τόσο ζοφερά. Ενώ οι άντρες του Καναφάνι χάνονται στην έρημο, η επαναστάτρια Παλαιστίνια μητέρα Ουμμ Σά’αντ, η ηρωίδα του ομότιτλου Ουμμ Σά’αντ [أم سعد][3], αναλαμβάνει ξανά το ρόλο της αντίστασης. Η τελευταία κραυγή της ηρωίδας είναι μια κραυγή ελπίδας και ανανέωσης: «Ένα πράσινο κεφάλι που φύτρωσε μέσα από το χώμα με σφρίγος και είχε τη δική του φωνή. Το αμπέλι ανθίζει, το αμπέλι ανθίζει!».
Ο Καναφάνι πολέμησε με την πένα του, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως εκπρόσωπος του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Ήταν, όπως έγραψε μια νεκρολογία, «ένας κομάντο που δεν πυροβόλησε ποτέ». Επαναστάτης συγγραφέας που γεννήθηκε την παραμονή της Μεγάλης Παλαιστινιακής Επανάστασης, ο Καναφάνι υπερασπίστηκε την παλαιστινιακή αντίσταση και απελευθέρωση. Αυτό τον έβαλε τελικά στο στόχαστρο των πρακτόρων της Μοσάντ, οι οποίοι δεν ανέχονταν καμία αντίσταση.
Αλλά ποτέ δεν υποχώρησε. Όταν, την παραμονή της δολοφονίας του, η ανιψιά του Λάμις τον παρακάλεσε να μετριάσει την αντιστασιακή του πολιτική και να επιστρέψει στη λογοτεχνία, εκείνος ανταπάντησε ότι η αντίσταση ήταν η δική του λογοτεχνία. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, η επανάσταση –η ατέρμονη αναζήτηση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας– δεν ήταν μόνο το δικό του πεπρωμένο, αλλά και της ανθρωπότητας στο σύνολό της: «Η παλαιστινιακή υπόθεση δεν είναι υπόθεση μόνο για τους Παλαιστίνιους, αλλά υπόθεση για κάθε επαναστάτη, όπου κι αν βρίσκεται, ως υπόθεση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων μαζών στην εποχή μας».
Αυτός ο επαναστατικός ανθρωπισμός έχει γίνει σήμερα μια κραυγή συσπείρωσης στο παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης για τη Γάζα. Ο Καναφάνι προέβλεψε την τραγωδία της Γάζας. Το πρώτο του έργο ήταν μια ποιητική ιστορία με τίτλο Επιστολή από τη Γάζα [ورقة من غزة][4], μια επαναστατική επιστολή αγάπης προς την πατρίδα που έγραψε ο νεαρός Καναφάνι κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα το 1956. Στην ιστορία, ο νεότερος συγγραφέας κλαίει για την ανιψιά του Νάντια, η οποία βρίσκεται τραυματισμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου ύστερα από μια ισραηλινή επίθεση: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πόδι της Νάντια, ακρωτηριασμένο από την κορυφή του μηρού. Όχι! Ούτε θα ξεχάσω τη θλίψη που είχε πλάσει το πρόσωπό της και είχε συγχωνευτεί για πάντα στα χαρακτηριστικά της».
Από την οπτική γωνία της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Γάζας, όπου οι Παλαιστίνιοι θεωρούνται απλοί αριθμοί, η Νάντια είναι ένα τυχερό θύμα, αφού γλίτωσε από τη μοίρα χιλιάδων Παλαιστινίων που ζουν και πεθαίνουν ως απρόσωποι αριθμοί, και τους οποίους ο Καναφάνι θρηνεί στο εξαιρετικό διήγημά του, Ο θάνατος του κρεβατιού αριθ. 12 [موت سرير رقم 12 ][5].
Αλλά ο Καναφάνι ήταν επίσης ένας σοσιαλιστής οραματιστής που πίστευε ότι ο σοσιαλισμός ήταν απαραίτητος για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Σε μια συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν από το θάνατό του, υποστήριξε ότι το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα «δεν θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό αν δεν στηριζόταν σε ορισμένες [κοινωνικές] τάξεις: εκείνες τις τάξεις που αγωνίζονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό όχι μόνο για την αξιοπρέπειά τους, αλλά και για τα προς το ζην. Και ήταν αυτός [ο δρόμος] που θα οδηγούσε κατευθείαν στο σοσιαλισμό»[6].
Ο Καναφάνι υποστήριζε τον σοσιαλισμό ως τον τελικό στόχο της παλαιστινιακής εθνικής απελευθέρωσης:
«Ο αντιιμπεριαλισμός δίνει ώθηση στο σοσιαλισμό αν δεν σταματήσει να πολεμάει στη μέση της μάχης και αν δεν έρθει σε συμφωνία με τον ιμπεριαλισμό. Αν συμβεί αυτό, το κίνημα αυτό δεν θα μπορέσει να γίνει σοσιαλιστικό κίνημα. Αλλά αν κάποιος συνεχίσει να αγωνίζεται [είναι φυσικό] ότι το [αντιιμπεριαλιστικό] κίνημα θα εξελιχθεί σε σοσιαλιστική βάση.»
Τελικά, ο Καναφάνι δεν δολοφονήθηκε απλώς, αλλά φιμώθηκε μέχρι θανάτου, όπως ακριβώς φιμώθηκε μέχρι θανάτου η δημοσιογράφος του Al Jazeera Σιρίν Αμπού Άκλεχ από το Ισραήλ πενήντα χρόνια αργότερα[7]. Αυτή ήταν επίσης η μοίρα του Ρεφάατ Αλ-Αρίρ και εκατοντάδων Παλαιστινίων συγγραφέων και δημοσιογράφων στη Γάζα – όλοι δολοφονήθηκαν βάναυσα από ένα κράτος που φοβάται τις λέξεις, δεν ανέχεται καμία αντίσταση και αρνείται να δεχτεί την πρόκληση σε οποιαδήποτε μορφή. Ωστόσο, η κληρονομιά του Καναφάνι θα διαρκέσει, επειδή οι λέξεις ζουν και επειδή, για τον Καναφάνι, η σιωπή είναι η απόλυτη έκφραση βαθύτερων αληθειών.
Όπως το έθεσε κάποτε σε μια επιστολή προς το γιο του: «Σε άκουσα στο άλλο δωμάτιο να ρωτάς τη μητέρα σου: “Μαμά, είμαι Παλαιστίνιος;”. Όταν εκείνη απάντησε “Ναι”, μια βαριά σιωπή έπεσε σε όλο το σπίτι. Ήταν σαν να είχε πέσει κάτι που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, ο θόρυβος του να εξερράγη, και μετά – σιωπή».
Ήταν μια καλή σιωπή, δυνατή και δημιουργική, γιατί «ήξερα, ωστόσο, ότι μια μακρινή πατρίδα γεννιόταν ξανά: λόφοι, ελαιώνες, νεκροί άνθρωποι, σκισμένα λάβαρα και διπλωμένα, όλα χάραζαν το δρόμο τους σε ένα μέλλον με σάρκα και αίμα και γεννιόντουσαν στην καρδιά ενός άλλου παιδιού».
Μετάφραση: elaliberta.gr
Seraj Assi, “Resistance Was Ghassan Kanafani’s Only Story”, Jacobin, 9 Ιουλίου 2024, https://jacobin.com/2024/07/ghassan-kanafani-palestinian-writer-socialism.
Σημειώσεις
[1] Γασσάν Καναφάνι, Άνθρωποι στον ήλιο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, μετάφραση Νασίμ Αλάτρας.
[2] Ghassan Kanafani, “The Land of Sad Oranges”, http://www.nobleworld.biz/images/sad_orange.pdf.
[3] “Umm Saad”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Umm_Saad.
[4] Γασσάν Καναφάνι, «Επιστολή από τη Γάζα», e la libertà, 12 Αυγούστου 2024, https://www.elaliberta.gr/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7/9713-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%AC%CE%B6%CE%B1.
[5] Ghassan Kanafani, “The Death of Bed Number 12” [1961], https://assets.website-files.com/5abeb47f0c8918507ba2ed01/5b6dc71ce5d6e283efe9aec1_C)%20%20Death%20of%20Bed%20%2312.pdf.
[6] “Ghassan Kanafani interviewed in 1972: ‘Anti-imperialism gives impetus to socialism if it does not stop fighting in the middle of the battle’”, Samidoun, 11 Ιουλίου 2022, https://samidoun.net/2022/07/ghassan-kanafani-interviewed-in-1972-anti-imperialism-gives-impetus-to-socialism-if-it-does-not-stop-fighting-in-the-middle-of-the-battle/.
[7] Hamza Ali Shah, “Israel Assassinated Journalist Shireen Abu Akleh”, Jacobin, 11 Μαΐου 2022, https://jacobin.com/2022/05/israel-palestine-journalist-killed-al-jazeera-abu-akleh.