Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2024 14:25

Επιστολή από τη Γάζα

«Ψίθυροι της επιστροφής», της Σαμάρ Χουσσαϊνί.

 

 

Γασσάν Καναφάνι

غسان كنفاني

 

Επιστολή από τη Γάζα

ورقة من غزة

 

 

[1956]

 

 

Αγαπητέ Μουσταφά,

Έλαβα τώρα την επιστολή σου, στην οποία μου λες ότι έκανες ό,τι ήταν απαραίτητο για να μπορέσω να μείνω μαζί σου στο Σακραμέντο. Έλαβα επίσης την είδηση ότι έγινα δεκτός στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Πρέπει να σε ευχαριστήσω για όλα, φίλε μου. Αλλά θα σου φανεί μάλλον παράξενο όταν σου αναγγείλω αυτά τα νέα – και μην έχεις καμία αμφιβολία, δεν αισθάνομαι καθόλου δισταγμό, στην πραγματικότητα είμαι αρκετά σίγουρος ότι ποτέ δεν έχω δει τα πράγματα τόσο καθαρά όσο τώρα. Όχι, φίλε μου, άλλαξα γνώμη. Δεν θα σε ακολουθήσω «στη γη όπου υπάρχει πράσινο, νερό και όμορφα πρόσωπα» όπως έγραψες. Όχι, θα μείνω εδώ και δεν θα φύγω ποτέ.

Είμαι πραγματικά στεναχωρημένος που οι ζωές μας δεν θα συνεχίσουν να ακολουθούν την ίδια πορεία, Μουσταφά. Γιατί σχεδόν σε ακούω να μου θυμίζεις τον όρκο μας να συνεχίσουμε μαζί και πώς φωνάζαμε: «Θα γίνουμε πλούσιοι!» Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, φίλε μου. Ναι, θυμάμαι ακόμα τη μέρα που στεκόμουν στην αίθουσα του αεροδρομίου του Καΐρου, πιέζοντας το χέρι σου και κοιτάζοντας τη φρενιασμένη μηχανή. Εκείνη τη στιγμή τα πάντα περιστρέφονταν στον ίδιο ρυθμό με το μοτέρ που τρύπαγε τα αυτιά, κι εσύ στεκόσουν μπροστά μου, με το στρογγυλό σου πρόσωπο σιωπηλό.

Το πρόσωπό σου δεν είχε αλλάξει από τότε που μεγάλωνες στη γειτονιά Σατζίγια της Γάζας, εκτός από αυτές τις ελαφρές ρυτίδες. Μεγαλώσαμε μαζί, καταλαβαινόμαστε απόλυτα και υποσχεθήκαμε να συνεχίσουμε μαζί μέχρι το τέλος. Αλλά…

«Έχει απομείνει ένα τέταρτο της ώρας μέχρι να απογειωθεί το αεροπλάνο. Μην κοιτάς έτσι το κενό. Άκου! Του χρόνου θα πας στο Κουβέιτ και θα μαζέψεις αρκετά από τους μισθούς σου για να σου φτάσουν να πας από τη Γάζα στην Καλιφόρνια. Ξεκινήσαμε μαζί και πρέπει να συνεχίσουμε...»

Εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσα τα γρήγορα κινούμενα χείλη σου. Αυτός ήταν πάντα ο τρόπος που μιλούσες, χωρίς κόμματα ή τελείες. Αλλά με έναν σκοτεινό τρόπο ένιωσα ότι δεν ήσουν απόλυτα ευχαριστημένος με τη φυγή σου. Δεν μπορούσες να αναφέρεις τρεις καλούς λόγους γι’ αυτό. Υπέφερα κι εγώ από αυτή τη δυσκολία, αλλά η πιο ξεκάθαρη σκέψη ήταν: γιατί δεν εγκαταλείπουμε αυτή τη Γάζα και να το σκάσουμε; Γιατί δεν το κάνουμε; Ωστόσο, η κατάστασή σου είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Το υπουργείο Παιδείας στο Κουβέιτ σου είχε προσφέρει μια σύμβαση, αν και σε μένα δεν πρόσφερε. Στο τέλμα της μιζέριας όπου βρισκόμουν μου έστελνες μικρά χρηματικά ποσά. Ήθελες να τα θεωρήσω ως δάνεια. γιατί φοβόσουν ότι θα ένιωθα μειονεκτικά. Γνώριζες πολύ καλά την οικογενειακή μου κατάσταση∙ ήξερες ότι ο πενιχρός μισθός μου στα σχολεία της UNRWA ήταν ανεπαρκής για να συντηρήσει τη μητέρα μου, τη χήρα του αδελφού μου και τα τέσσερα παιδιά της.

«Άκου προσεκτικά. Γράφε μου κάθε μέρα... κάθε ώρα... κάθε λεπτό! Το αεροπλάνο μόλις φεύγει. Αντίο! Ή μάλλον, στο επανιδείν!»

Τα κρύα σου χείλη άγγιξαν το μάγουλό μου, γύρισες το πρόσωπό σου μακριά μου προς το αεροπλάνο, και όταν με κοίταξες ξανά, είδα τα δάκρυά σου.

Αργότερα το Υπουργείο Παιδείας στο Κουβέιτ μου προσέφερε ένα συμβόλαιο. Δεν χρειάζεται να σου επαναλάβω με λεπτομέρειες πώς κύλησε η ζωή μου εκεί. Σου έγραφα πάντα για τα πάντα. Η ζωή μου εκεί ήταν κολλώδης, κενή, σαν να ήμουν ένα μικρό στρείδι, χαμένο στην αβάσταχτη μοναξιά, ένας αργός αγώνας με ένα μέλλον τόσο θολό σαν την αρχή της νύχτας, παγιδευμένος σε μια σάπια ρουτίνα, ένας αγώνας μπερδεμένος με τον χρόνο. Όλα ήταν ζεστά και κολλώδη. Υπήρχε μια ολισθηρότητα σε ολόκληρη τη ζωή μου, όλα ήταν μια προσμονή για το τέλος του μήνα.

Στα μέσα του έτους, εκείνου του έτους, οι Εβραίοι βομβάρδισαν την κεντρική συνοικία της Σάμπχα και επιτέθηκαν στη Γάζα, τη δική μας Γάζα, με βόμβες και φλογοβόλα. Αυτό το γεγονός μπορεί να έκανε κάποια αλλαγή στην καθημερινότητά μου, αλλά δεν υπήρχε τίποτα για μένα που να με απασχολεί ιδιαίτερα∙ θα άφηνα πίσω μου αυτή τη Γάζα και θα πήγαινα στην Καλιφόρνια όπου θα ζούσα για μένα, για τον ίδιο μου τον εαυτό που υπέφερε τόσο καιρό. Μισούσα τη Γάζα και τους κατοίκους της. Τα πάντα στην ακρωτηριασμένη πόλη μου θύμιζαν αποτυχημένους πίνακες ζωγραφισμένες με γκρίζο χρώμα από έναν άρρωστο άνθρωπο. Ναι, θα έστελνα στη μητέρα μου και στη χήρα του αδελφού μου και στα παιδιά της ένα πενιχρό ποσό για να τους βοηθήσω να ζήσουν, αλλά θα απελευθερωνόμουν και από αυτό το τελευταίο νήμα, εκεί στην καταπράσινη Καλιφόρνια, μακριά από τη δυσωδία της ήττας που για επτά χρόνια γέμιζε τα ρουθούνια μου. Η συμπόνια που νιώθω για τα παιδιά του αδελφού μου, τη μητέρα τους και τη δική μου δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να δικαιολογήσει την τραγωδία μου να κάνω αυτή την κάθετη βουτιά. Δεν έπρεπε να με παρασύρει περισσότερο από όσο με είχε ήδη παρασύρει. Πρέπει να δραπετεύσω!

Γνωρίζεις αυτά τα συναισθήματα, Μουσταφά, επειδή τα έχεις βιώσει. Ποιος είναι αυτός ο ακαθόριστος δεσμός που είχαμε με τη Γάζα, ο οποίος αμβλύνει τον ενθουσιασμό μας για τη φυγή; Γιατί δεν αναλύσαμε το θέμα με τέτοιο τρόπο ώστε να του δώσουμε ένα σαφές νόημα; Γιατί δεν αφήσαμε πίσω μας αυτή την ήττα με τις πληγές της και δεν προχωρήσαμε σε μια πιο πολύχρωμη και πιο βαθιά παρηγοριά; Γιατί; Δεν ξέραμε ακριβώς.

Όταν πήρα άδεια τον Ιούνιο και μάζεψα όλα μου τα υπάρχοντα, λαχταρώντας τη γλυκιά αναχώρηση, το ξεκίνημα προς εκείνα τα μικρά πράγματα που δίνουν στη ζωή ένα ωραίο, φωτεινό νόημα, βρήκα τη Γάζα όπως ακριβώς την είχα γνωρίσει, κλειστή σαν την εσωστρεφή επίστρωση ενός σκουριασμένου κελύφους σαλιγκαριού που το πέταξαν τα κύματα στην κολλώδη, αμμώδη ακτή δίπλα στο σφαγείο. Αυτή η Γάζα ήταν πιο στενόχωρη από την ανάσα ενός κοιμισμένου στη δίνη ενός φοβερού εφιάλτη, με τα στενά δρομάκια της που είχαν τα προεξέχοντα μπαλκόνια τους... αυτή η Γάζα! Αλλά ποιες είναι οι σκοτεινές αιτίες που έλκουν έναν άνθρωπο στην οικογένειά του, στο σπίτι του, στις αναμνήσεις του, όπως μια πηγή έλκει ένα μικρό κοπάδι από κατσίκια του βουνού; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πήγα στη μητέρα μου στο σπίτι μας εκείνο το πρωί. Όταν έφτασα, με συνάντησε εκεί η γυναίκα του μακαρίτη αδελφού μου και με ρώτησε, κλαίγοντας, να επληρώσω την επιθυμία της Νάντιας, της τραυματισμένης κόρης της, στο νοσοκομείο της Γάζας και να την επισκεφτώ εκείνο το βράδυ. Ξέρεις τη Νάντια, την όμορφη δεκατριάχρονη κόρη του αδελφού μου;

Εκείνο το βράδυ αγόρασα ένα κιλό μήλα και ξεκίνησα για το νοσοκομείο να επισκεφτώ τη Νάντια. Ήξερα ότι υπήρχε κάτι που η μητέρα μου και η κουνιάδα μου μου έκρυβαν, κάτι που η γλώσσα τους δεν μπορούσε να ξεστομίσει, κάτι παράξενο που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Αγαπούσα τη Νάντια από συνήθεια, την ίδια συνήθεια που με έκανε να αγαπώ όλη εκείνη τη γενιά που είχε γαλουχηθεί τόσο πολύ με την ήττα και τον εκτοπισμό που είχε καταλήξει να πιστεύει ότι μια ευτυχισμένη ζωή ήταν ένα είδος κοινωνικής ανωμαλίας.

Τι συνέβη εκείνη τη στιγμή; Δεν ξέρω. Μπήκα στο λευκό δωμάτιο πολύ ήρεμος. Τα άρρωστα παιδιά έχουν κάτι από αγιοσύνη, και πόσο μάλλον αν το παιδί είναι άρρωστο εξαιτίας σκληρών, επώδυνων πληγών. Η Νάντια ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με την πλάτη της στηριγμένη σε ένα μεγάλο μαξιλάρι πάνω στο οποίο τα μαλλιά της ήταν απλωμένα σαν πυκνό χνούδι. Υπήρχε βαθιά σιωπή στα μεγάλα της μάτια και ένα δάκρυ έλαμπε πάντα στο βάθος μέσα στις μαύρες τους κόρες. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και ακίνητο, αλλά εύγλωττο όπως θα μπορούσε να είναι το πρόσωπο ενός βασανισμένου προφήτη. Η Νάντια ήταν ακόμα παιδί, αλλά έμοιαζε να είναι κάτι περισσότερο από παιδί, πολύ περισσότερο, και μεγαλύτερη από παιδί, πολύ μεγαλύτερη.

«Νάντια!»

Δεν έχω ιδέα αν ήμουν εγώ αυτός που το είπε ή αν ήταν κάποιος άλλος πίσω μου. Αλλά σήκωσε τα μάτια της πάνω μου και ένιωσα να με διαλύουν σαν ένα κομμάτι ζάχαρη που είχε πέσει σε ένα καυτό φλιτζάνι τσάι.

Μαζί με το ελαφρύ χαμόγελό της άκουσα και τη φωνή της. «Θείε! Τώρα ήρθες από το Κουβέιτ;»

Η φωνή της έσπασε στο λαιμό της, και σηκώθηκε με τη βοήθεια των χεριών της και τέντωσε το λαιμό της προς το μέρος μου. Της χάιδεψα την πλάτη και κάθισα κοντά της.

«Νάντια! Σου έφερα δώρα από το Κουβέιτ, πολλά δώρα. Θα περιμένω μέχρι να μπορέσεις να σηκωθείς από το κρεβάτι σου, εντελώς καλά και θεραπευμένη, και θα έρθεις στο σπίτι μου και θα σου τα δώσω. Σου αγόρασα το κόκκινο παντελόνι που μου έγραψες και μου το ζήτησες. Ναι, το αγόρασα.»

Ήταν ένα ψέμα, γεννημένο από την τεταμένη κατάσταση, αλλά καθώς το πρόφερα ένιωσα ότι για πρώτη φορά έλεγα την αλήθεια. Η Νάντια έτρεμε σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και χαμήλωσε το κεφάλι της σε μια τρομερή σιωπή. Ένιωσα τα δάκρυά της να βρέχουν το πίσω μέρος του χεριού μου.

«Πες κάτι, Νάντια! Δεν θέλεις το κόκκινο παντελόνι;» Σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου και έκανε σαν να ήθελε να μιλήσει, αλλά μετά σταμάτησε, έσφιξε τα δόντια της και άκουσα ξανά τη φωνή της, που ερχόταν από μακριά.

«Θείε!»

Άπλωσε το χέρι της, σήκωσε το λευκό κάλυμμα με τα δάχτυλά της και έδειξε το πόδι της, ακρωτηριασμένο από την κορυφή του μηρού.

Φίλε μου ... Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πόδι της Νάντιας, το ακρωτηριασμένο από την κορυφή του μηρού. Όχι! Ούτε θα ξεχάσω τη θλίψη που είχε πλάσει το πρόσωπό της και είχε ενσωματωθεί για πάντα στα χαρακτηριστικά του. Βγήκα από το νοσοκομείο της Γάζας εκείνη την ημέρα, με το χέρι μου να σφίγγει με σιωπηλό χλευασμό τις δύο λίρες που είχα φέρει μαζί μου για να δώσω στη Νάντια. Ο καυτός ήλιος γέμισε τους δρόμους με το χρώμα του αίματος. Και η Γάζα ήταν ολοκαίνουργια, Μουσταφά! Εσύ κι εγώ δεν την είχαμε δει ποτέ έτσι. Οι πέτρες που είχαν στοιβαχτεί στην αρχή της γειτονιάς Σατζίγια, όπου μέναμε, είχαν ένα νόημα, και έμοιαζαν να έχουν τοποθετηθεί εκεί όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να το εξηγήσουν. Αυτή η Γάζα, στην οποία εμείς και οι καλοί της άνθρωποι είχαμε ζήσει επτά χρόνια Νάκμπα, ήταν κάτι καινούργιο. Μου φάνηκε ότι ήταν απλώς μια αρχή. Δεν ξέρω γιατί πίστευα ότι ήταν απλώς μια αρχή. Φανταζόμουν ότι ο κεντρικός δρόμος καθώς επέστρεφα στο σπίτι ήταν μόνο μια μικρή αρχή ενός μεγάλου, μακρύ δρόμου που οδηγούσε στη Σάφεντ. Τα πάντα σε αυτή τη Γάζα ήταν πένθος για το πόδι της Νάντιας το ακρωτηριασμένο από την κορυφή του μηρού, ένα πένθος που δε σταματά στο κλάματα, μια πρόκληση, αλλά περισσότερο κι απ’ αυτό ήταν κάτι σαν ανάκτηση του ακρωτηριασμένου ποδιού!

Βγήκα στους ηλιόλουστους δρόμους της Γάζας. Μου είπαν ότι η Νάντια είχε χάσει το πόδι της όταν έπεσε πάνω στα μικρά αδέρφια της για να τα προστατέψει από τις βόμβες και τις φλόγες που είχαν καρφώσει τα νύχια τους στο σπίτι. Η Νάντια θα μπορούσε να είχε σωθεί, θα μπορούσε να είχε τρέξει μακριά, να είχε σώσει το πόδι της. Αλλά δεν το έκανε.

Γιατί;

Όχι, φίλε μου, δεν θα έρθω στο Σακραμέντο και δεν το μετανιώνω. Όχι, και ούτε θα τελειώσω αυτό που ξεκινήσαμε μαζί στην παιδική ηλικία. Αυτό το σκοτεινό συναίσθημα που είχες καθώς έφευγες από τη Γάζα, αυτό το μικρό συναίσθημα πρέπει να μεγαλώσει και να γίνει ένας γίγαντας βαθιά μέσα σου. Πρέπει να επεκταθεί, πρέπει να το αναζητήσεις για να βρεις τον εαυτό σου... Εδώ, ανάμεσα στα ερείπια μιας φρικτής ήττας...

Δεν θα έρθω σε σένα. Αλλά εσύ, γύρνα σε μας! Γύρνα πίσω, για να μάθεις από το πόδι της Νάντια, ακρωτηριασμένο από την κορυφή του μηρού, τι είναι η ζωή και τι αξίζει η ύπαρξη.

Γύρνα πίσω, φίλε μου! Σε περιμένουμε όλοι.

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

«غسان كنفاني, « ورقة من غزة

عرب ٤٨, https://www.arab48.com/%D8%AB%D9%82%D8%A7%D9%81%D8%A9-%D9%88%D9%81%D9%86%D9%88%D9%86/%D9%86%D8%B5/2015/07/11/%D9%88%D8%B1%D9%82%D8%A9-%D9%85%D9%86-%D8%BA%D8%B2%D8%A9-%D8%BA%D8%B3%D8%A7%D9%86-%D9%83%D9%86%D9%81%D8%A7%D9%86%D9%8A

Ghassan Kanafani, “Letter from Gaza” [1956], Marxists Internet Archive, Μάιος 2014, https://www.marxists.org/archive/kanafani/1956/letterfromgaza.htm.

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 19 Αυγούστου 2024 23:24

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.