Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024 13:20

Μιρσαΐντ Σουλτάν-Γκαλίεφ, ο πρωτοπόρος μπολσεβίκος θεωρητικός του ιμπεριαλισμού, της εθνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού

Ο Σουλτάν Γκαλίεφ στο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης των Λαών της Ανατολής (1919)

 

 

Rohini Hensman

 

Μιρσαΐντ Σουλτάν-Γκαλίεφ, ο πρωτοπόρος μπολσεβίκος θεωρητικός του ιμπεριαλισμού, της εθνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού

 

 

Η πρώτη στημένη δίκη ενός μπολσεβίκου

Δεδομένης της προβολής του ως υψηλόβαθμου μπολσεβίκου, ο Μιρσαΐντ Σουλτάν-Γκαλίεφ είναι ελάχιστα γνωστός. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η σταδιοδρομία του σταμάτησε νωρίς λόγω των διώξεων και της τελικής εκτέλεσης στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν και τα γραπτά του αποσιωπήθηκαν για δεκαετίες, αλλά και στη διαστρέβλωση και την έλλειψη κατανόησης των επιχειρημάτων του ακόμη και από πολλούς αντισταλινικούς. Αυτό είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν πολλά που μπορούμε να μάθουμε από τα γραπτά του καθώς και από την πρακτική του ακόμη και σήμερα.

Γιος ενός προοδευτικού Τατάρου δασκάλου από φτωχή αγροτική οικογένεια και μιας μητέρας από πολύ πλουσιότερη οικογένεια Τατάρων ευγενών, έμαθε αυτό που αποκαλούσε «ταξικό μίσος» όταν αντιμετώπισε τον εκφοβισμό από τους συγγενείς της στο κτήμα του πατέρα της. Αυτό που τον προσέλκυσε στους Μπολσεβίκους ήταν η αντίθεσή τους τόσο στην ταξική όσο και στην ιμπεριαλιστική καταπίεση (Hamziç 2015, 4-5). Εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα ως νεαρός 25 ετών το 1917 και έγινε μέλος του «Κεντρικού Μουσουλμανικού Κομισιριάτου», ενός νέου οργάνου που ανήκε στο Ναρκομνάτς (το Λαϊκό Κομισιριάτο των Εθνικοτήτων, με επικεφαλής τον Γιόζεφ Στάλιν). Χάρη στο ταλέντο του ως ρήτορα και οργανωτή, σύντομα έγινε πρόεδρός του. Αν και ο ίδιος δήλωνε άθεος, συνέστησε ότι αντί να καταπολεμήσει το Ισλάμ, το κόμμα θα έπρεπε να το «αποφανατίσει» και να το εκκοσμικεύσει, πιστεύοντας ότι οι μουσουλμάνοι της Ρωσίας, ιδίως οι Τατάροι, θα μπορούσαν τότε να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση (Rodinson 2004). Βάση αυτής της πεποίθησης ήταν η δική του εμπειρία στη Σχολή Δασκάλων Τατάρων του Καζάν, η οποία αποτελούσε κέντρο του κινήματος τζαντίντ που επεδίωκε τον εκσυγχρονισμό των κοινωνικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών πρακτικών των μουσουλμάνων (Guadagnolo 2011, 5-6). Στη συνέχεια, εργαζόμενος ως δάσκαλος και δημοσιογράφος, μπήκε στους επαναστατικούς κύκλους και παντρεύτηκε τη Ράουζα Τσανίσεβα, η οποία συμμεριζόταν τις πολιτικές του απόψεις και έγινε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών (Mukhamedyarov and Sultanbekov 1990, 110).

Εκτός από πρωτότυπος στοχαστής, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ έγινε σημαντικός ηγέτης των Μπολσεβίκων και έπαιξε κρίσιμο ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο:

«Ο Σουλτάν-Γκαλίεφ βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των Τατάρων Μπολσεβίκων, δραστηριοποιήθηκε στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στην περιοχή του Βόλγα, στη συντριβή των εθνικιστικών εξεγέρσεων, στην οργάνωση της άμυνας του Καζάν τον Αύγουστο του 1918 και στην εκκαθάριση των αποτελεσμάτων της κατάληψης του Καζάν από τις λευκές δυνάμεις. Ο Σουλτάν-Γκαλίεφ διακρίθηκε για το οργανωτικό του ταλέντο, τη γενναιότητά του, το χάρισμά του στην προπαγάνδα και την ικανότητά του να κερδίζει τους ανθρώπους στις χειρότερες συνθήκες... Ένας απλός κατάλογος όλων των αρμοδιοτήτων που ανέλαβε ο Σουλτάν-Γκαλίεφ δείχνει το επίπεδο εμπιστοσύνης που του έδειξε το Κόμμα και η σοβιετική κυβέρνηση... συνολικά κατέλαβε είκοσι θέσεις…

Δεν έχουμε αξιόπιστες πηγές για τις συνομιλίες του Σουλτάν-Γκαλίεφ με τον Λένιν, αλλά πολλά θέματα που σχετίζονται με το έργο του Σουλτάν-Γκαλίεφ, όπως ο διορισμός του στα Ναρκομνάτς, αποφασίστηκαν με τη συμβολή του Λένιν. Ο Λένιν γνώριζε καλά τις επιστολές του Σουλτάν-Γκαλίεφ για δύσκολα ζητήματα που είχαν να κάνουν με την εθνική οικοδόμηση. Συμμετείχε επίσης σε μια συζήτηση με τον Λένιν, μαζί με ηγέτες των Τατάρων Μπολσεβίκων, για το ζήτημα της εκπαίδευσης στην Ταταρική ΑΣΣΔ.

Η περίοδος Μαΐου-Ιουνίου 1919 είναι ιδιαίτερα σημαντική. Διορίστηκε από το Orgburo της Κεντρικής Επιτροπής στο Επαναστατικό Στρατιωτικό Σοβιέτ (revoensovet) της Δεύτερης Στρατιάς στο Ανατολικό Μέτωπο, το οποίο διοικούσε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς του εμφυλίου πολέμου, ο Β. Ι. Σόριν. Είναι γνωστό ότι η κατάσταση στο ανατολικό μέτωπο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1919 ήταν κρίσιμη: τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από το Ιζέβσκ, το Σαραπούλ και πολλές άλλες πόλεις που απειλούνταν με κατάληψη, όπως ακριβώς και το Καζάν τον Αύγουστο του 1918. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, μαζί με άλλους εξαιρετικούς πολιτικούς εργάτες, όπως ο Π.Κ. Στέρνμπεργκ και ο Α.Κ. Σαφόνοφ, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ αποκατέστησε τις μαχητικές ικανότητες του στρατού και προετοίμασε μια αντεπίθεση». (Mukhamedyarov and Sultanbekov 1990, 110-11)

Ωστόσο, στις 4 Μαΐου 1923 συνελήφθη, διαγράφηκε από το κόμμα και υποβλήθηκε σε δίκη από τις 9 έως τις 12 Ιουνίου, κατά την οποία κατηγορήθηκε για (α) προδοσία και (β) φραξιονιστική δραστηριότητα. Μια σχολαστική εξέταση των αρχείων οδήγησε τον Stephen Blank (1990, 162-63) στο συμπέρασμα ότι «οι αποδείξεις είναι συντριπτικές στο ότι η σύλληψη και στη συνέχεια η δίκη του έγιναν με πρωτοβουλία του Στάλιν.» Ο ισχυρισμός του Στάλιν ότι είχε αποδείξεις για την προδοσία του Σουλτάν-Γκαλίεφ το 1920, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό επί τρία χρόνια «υποδηλώνει ότι ο Στάλιν δεν είχε τα μέσα να κατασκευάσει τις “αποδείξεις” της προδοσίας μέχρι το 1923, ούτε ίσως και την εξουσία να το κάνει». Στην πραγματικότητα, η υποκλαπείσα επιστολή που προσκόμισε ο Στάλιν για να κατηγορήσει τον Σουλτάν-Γκαλίεφ για φραξιονιστική δραστηριότητα εντός του κόμματος αντιφάσκει με το υποτιθέμενο περιεχόμενο της επιστολής (που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ), η οποία υποτίθεται ότι υποστήριζε μια αντικομματική συνωμοσία.

Άλλοι μουσουλμάνοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι επίσης δέχθηκαν επιθέσεις, υποστήριξαν ότι η κατάσταση στην Κεντρική Ασία δεν ήταν καλύτερη από ό,τι ήταν επί τσαρικής κυριαρχίας και ότι ο «φόβος της σύλληψης ή της εκτέλεσης» τους εμπόδιζε να μιλήσουν ελεύθερα. Ο Λέον Τρότσκι, ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, ο Λεβ Κάμενεφ και άλλα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής αρνήθηκαν οικτρά να υπερασπιστούν τον Σουλτάν-Γκαλίεφ, ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί και να υποσχεθεί καλή συμπεριφορά στο μέλλον προκειμένου να παραμείνει ζωντανός. ’Εκτός από τις βαθιές συνέπειες για την πολιτική των εθνοτήτων, το αποτέλεσμα και οι διαδικασίες αυτής της διάσκεψης έδειχναν έντονα ότι ο Στάλιν εγκατέλειπε τη συζήτηση με τους αντιπάλους του για να τους καταστρέψει πολιτικά, ψυχολογικά και προσωπικά (Blank 1990, 168, 170-72, 175).

Πράγματι, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ καταστράφηκε με όλους αυτούς τους τρόπους με τη διαγραφή του από το κόμμα και την καταγγελία του ως αντεπαναστάτη. Όπως έγραψε με απόγνωση και αμηχανία: «Η ταμπέλα του αντεπαναστάτη, κολλημένη πάνω μου, με καταπίεζε ακόμη περισσότερο, γιατί στην καρδιά μου θεωρούσα τον εαυτό μου κομμουνιστή, λενινιστή, μέλος του κόμματος, επαναστάτη. Διαμαρτύρομαι σε όλα τα κομμάτια της ύπαρξής μου γι’ αυτό... Το θεωρούσα μεγάλη αδικία απέναντι στον εαυτό μου και το βίωνα σαν τη μεγαλύτερη τραγωδία» (Σουλτάν-Γκαλίεφ 1923-25). Ακόμη και ενώ η δίκη ήταν σε εξέλιξη, έγραψε μια δυνατή αυτοάμυνα στη φυλακή, απευθυνόμενος στην Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του Κομμουνιστικού Κόμματος, με πρόσθετα αντίγραφα προς τον Στάλιν και τον Τρότσκι. Έφερε τον τίτλο «Ποιος είμαι;» και σε αυτήν επιβεβαίωνε την αφοσίωσή του σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, υπερασπιζόταν τις επικρίσεις του για την πολιτική του κόμματος για τις εθνότητες και τη δική του πεποίθηση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση εξαρτιόταν από την απελευθέρωση όλων των αποικιών και απέρριπτε όλες τις κατηγορίες εναντίον του, διαψεύδοντας έτσι την «ομολογία» του (Guadagnolo 2011, 1, 22-27).

Ένας ηγέτης που απουσίαζε από αυτό το δράμα ήταν ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν. Είχε υποστεί σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο τον Δεκέμβριο του 1922, μετά το οποίο εγκαταστάθηκε στο Κρεμλίνο υπό τις αυστηρές οδηγίες του Στάλιν ότι μόνο η σύζυγός του Ναντέζντα Κρούπσκαγια, η αδελφή του, τρεις ή τέσσερις γραμματείς και το ιατρικό προσωπικό θα είχαν πρόσβαση σε αυτόν και ότι δεν θα έπρεπε να του δίνεται καμία πληροφορία για τις κρατικές και κομματικές υποθέσεις. Όταν η Κρούπσκαγια παραβίασε αυτές τις εντολές, με την άδεια του γιατρού, ο Στάλιν της τηλεφώνησε και, σύμφωνα με τα δικά της λόγια, «της εκτόξευσε αναξιοπρεπείς ύβρεις και απειλές» (Lewin 1968, 71). Ο βαθμός παρακολούθησης του Λένιν από τον Στάλιν δίνει βάση στον ισχυρισμό του Γερμανού κομμουνιστή συνδικαλιστή Χάινριχ Μπράντλερ ότι από το 1921 το τηλέφωνο του Λένιν ήδη παρακολουθούνταν (Blank 1990, 163). Παρά τη μερική του παράλυση, υπαγόρευσε αυτό που ονομάστηκε «διαθήκη» του. Τον Μάρτιο του 1923, ο Λένιν υπέστη άλλο ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε ανίκανο να μιλήσει και με το μισό του σώμα παράλυτο (Lewin 1968, 103). Κατάκοιτος, τον Απρίλιο δεν μπόρεσε να παραστεί στο δωδέκατο συνέδριο του κόμματος, στο οποίο ο Σουλτάν-Γκαλίεφ απέρριψε ανοιχτά την πολιτική του Στάλιν για τις εθνότητες (Guadagnolo 2011, 18-19). Τον Ιούλιο, η υγεία του άρχισε να βελτιώνεται, και τον Οκτώβριο ήταν σε θέση να περπατάει στη Μόσχα και να δέχεται επισκέπτες, οι οποίοι του έφερναν ειδήσεις και συζητούσαν για τις τρέχουσες υποθέσεις. Στις αρχές του 1924 συμμετείχε σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι και μεταξύ 17 και 20 Ιανουαρίου αφιέρωσε χρόνο στην ανάγνωση της έκθεσης του 13ου Συνεδρίου του Κόμματος, αλλά πέθανε ξαφνικά στις 21 Ιανουαρίου (Lewin 1968, 175-176). Πριν από τον θάνατό του υπέφερε από σοβαρές επιληπτικές κρίσεις, γεγονός που οδήγησε τους ειδικούς σε ένα κλινικοπαθολογικό συνέδριο που αφορούσε ιστορικές προσωπικότητες στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ να θεωρήσουν ότι δεν πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο αλλά από δηλητηρίαση (Kolata 2012).

Έχοντας συνεργαστεί στενά με τον Λένιν και νιώθοντας ότι ο Λένιν θα καταλάβαινε και θα συμφωνούσε με τη θέση του για το εθνικό ζήτημα, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ πίστευε ότι «ο Ίλιτς θα ενδιαφερόταν για τις δραστηριότητές μου και θα με αποκαθιστούσε στο κόμμα. Ανυπομονούσα για την ανάρρωσή του. Ο θάνατός του σκότωσε αυτή την ελπίδα μέσα μου. Η απώλεια του Ίλιτς για μένα ήταν, επομένως, ένα διπλό χτύπημα», ο θάνατος ενός πολυαγαπημένου συντρόφου καθώς και κάθε ελπίδα αποκατάστασης (Sultan-Galiev 1923-25). Αυτή η κατάθεση δόθηκε όταν δικάστηκε εκ νέου το 1928, μετά την οποία καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σολόβκι (Rodinson 2004). Εν τω μεταξύ, η κατηγορία του «σουλτανγκαλιεφισμού» χρησιμοποιήθηκε για την εκκαθάριση μελών του κόμματος που προέρχονταν από μουσουλμανικές εθνότητες και θεωρούνταν ότι αποτελούσαν πρόκληση για τη γραμμή του Στάλιν (Guadagnolo 2011, 31-32). Μπορεί να αντικαταστάθηκαν από διορισμένους του Στάλιν από τις ίδιες εθνότητες, αλλά αυτό ήταν ανάλογο με την αντικατάσταση που έκανε ο Βλαντιμίρ Πούτιν του Ασλάν Μασκάντοφ, εκλεγμένου προέδρου της Τσετσενίας, από τον πολέμαρχο Ραμζάν Καντίροφ, διορισμένο από τον ίδιο (Hensman 2018, 66-71). Το 1939 ο Σουλτάν-Γκαλίεφ καταδικάστηκε σε θάνατο ως εχθρός του κράτους και εκτελέστηκε τον Ιανουάριο του 1940. Την ίδια μοίρα είχαν και η σύζυγός του και τα δύο παιδιά του. Μόνο τον Μάιο του 1990, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας γκλάσνοστ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το κόμμα τον αποκατέστησε τελικά (Guadagnolo 2011, 38).

Ποιες ήταν οι θέσεις του Σουλτάν Γκαλίεφ που οδήγησαν στη σύλληψη, την εκδίωξη και την εκτέλεση του; Είχε δίκιο να πιστεύει ότι ο Λένιν θα τον προστάτευε και θα τον αποκαθιστούσε; Η εξέταση του έργου τους μπορεί να μας δώσει κάποιες ενδείξεις.

 

Sultan Galiev in Second All Russia Congress of Communist Organization of Orient Peoples in 1919 1 1024x756

Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης των Λαών της Ανατολής το 1919. Ο Σουλτάν Γκαλίεφ στο κέντρο.

 

Ο Σουλτάν-Γκαλίεφ και ο Λένιν για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα

Στο δεύτερο μέρος ενός άρθρου τριών τμημάτων που δημοσιεύτηκε στο Ζιζν’ Νατσιονάλ’νοστεϊ (Ζωή των Εθνικοτήτων) 39 (47) το 1919, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ ξεκινά με την κοινά αποδεκτή θέση μεταξύ των Μπολσεβίκων εκείνης της εποχής ότι το σοβιετικό σύστημα ήταν το αντίθετο του αστικού-καπιταλιστικού κράτους και ότι η ρωσική επανάσταση έπρεπε να εξελιχθεί σε παγκόσμια επανάσταση, αλλιώς θα κινδύνευε με αφανισμό. Αντιλαμβανόμενοι αυτό, οι ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης προσέβλεπαν στη Δύση για να διεθνοποιήσουν την επανάστασή τους. Σε αυτό το σημείο διαφωνούσε μαζί τους:

«Είναι αλήθεια ότι τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της συμμάχου τους Αμερικής, φαίνεται να είναι οι χώρες όπου συγκεντρώνονται όλες οι υλικές και “ηθικές” δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού και φαίνεται ότι τα εδάφη τους προορίζονται να γίνουν το κύριο πεδίο μάχης στον πόλεμο κατά του ιμπεριαλισμού. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι υπάρχει αρκετή δύναμη στο δυτικό προλεταριάτο για να ανατρέψει τη δυτική αστική τάξη. Αυτή η αστική τάξη είναι διεθνής και παγκόσμια και η ανατροπή της απαιτεί τη συγκέντρωση όλης της επαναστατικής θέλησης και όλης της επαναστατικής ενέργειας ολόκληρου του διεθνούς προλεταριάτου, συμπεριλαμβανομένου του προλεταριάτου της Ανατολής.

Επιτιθέμενοι στον διεθνή ιμπεριαλισμό μόνο με το δυτικοευρωπαϊκό προλεταριάτο, του αφήνουμε πλήρη ελευθερία δράσης και ελιγμών στην Ανατολή. Όσο ο διεθνής ιμπεριαλισμός, εκπροσωπούμενος από την Αντάντ, κυριαρχεί στην Ανατολή, όπου είναι ο απόλυτος κυρίαρχος όλου του φυσικού πλούτου, τόσο του είναι εγγυημένη η επιτυχής έκβαση όλων των συγκρούσεών του στο οικονομικό πεδίο με τις εργαζόμενες μάζες των δικών του χωρών, γιατί μπορεί πάντα να τους “κλείνει το στόμα” ικανοποιώντας τις οικονομικές τους απαιτήσεις.

Οι απέλπιδες προσδοκίες μας για επαναστατική βοήθεια από τη Δύση κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών της επανάστασης στη Ρωσία επιβεβαιώνουν με εύγλωττο τρόπο αυτή τη θέση». (Sultan-Galiev 1919)

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στο Zhizn’ Natsional’nostei 42 (50) το 1919, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ ξεκινά περιγράφοντας πώς οι αυτόχθονες λαοί της Αμερικής εξοντώθηκαν και δεκάδες εκατομμύρια Αφρικανοί υποδουλώθηκαν από τον δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, ο οποίος στη συνέχεια «έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή, με κύριο στόχο την Ινδία». Επιστρέφει στη θέση του ότι «η Ανατολή στο σύνολό της είναι η κύρια πηγή τροφής του διεθνούς καπιταλισμού» και επομένως, «στερούμενος την Ανατολή και αποκομμένος από την Ινδία, το Αφγανιστάν, την Περσία και τις άλλες ασιατικές και αφρικανικές αποικίες του, ο δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός θα μαραθεί και θα πεθάνει με φυσικό θάνατο» (Sultan-Galiev 1919). Αλλά υπάρχει μια αντιστροφή:

«Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι, αν από τη μια πλευρά η Ανατολή στο σύνολό της είναι πλήρως υποδουλωμένη από τη Δύση, από την άλλη πλευρά η δική της εθνική αστική τάξη ασκεί μια όχι λιγότερο βαριά “εσωτερική” καταπίεση στις εργαζόμενες μάζες της Ανατολής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε λεπτό το γεγονός ότι η ανάπτυξη της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ανατολή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιοριστεί μόνο στην ανατροπή της εξουσίας του δυτικού ιμπεριαλισμού, αλλά πρέπει να προχωρήσει παραπέρα. Μετά από αυτό το πρώτο στάδιο, πρέπει να επιτευχθεί ένα δεύτερο στάδιο. Αυτό το δεύτερο στάδιο είναι το σύνθετο ζήτημα της ανατροπής της ανατολικής κληρικο-φεουδαρχικής αστικής τάξης, η οποία προσποιείται ότι είναι φιλελεύθερη, αλλά στην πραγματικότητα είναι βάναυσα δεσποτική και η οποία είναι ικανή, για χάρη των δικών της ιδιοτελών συμφερόντων, να αλλάξει αμέσως τη στάση της απέναντι στους πρώην ξένους αντιπάλους της». (Sultan-Galiev 1919)

Δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί ότι είναι επιεικής απέναντι στις αποικιακές ελίτ∙ μάλιστα, με αξιοσημείωτη προνοητικότητα προειδοποιεί ότι «δεν είμαστε καθόλου ασφαλείς από την πιθανότητα ότι, μετά την ανατροπή του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, θα αναδυθεί ένας ανατολικός ιμπεριαλισμός» (Sultan-Galiev 1919). Ωστόσο, έβλεπε ότι η επανάσταση απαιτούσε εθνική απελευθέρωση για όλες τις αποικίες, συμπεριλαμβανομένων των πρώην τσαρικών, και όπου το προλεταριάτο αποτελούσε μια ελάχιστη μειοψηφία του πληθυσμού και ήταν, επιπλέον, φτωχό και αμόρφωτο, θεωρούσε ότι τα στελέχη θα έπρεπε να στρατολογηθούν από τη μεσοαστική διανόηση και ακόμη και από τον ρεφορμιστικό κλήρο. «Ήθελε να μετατρέψει το Καζάν σε κέντρο του εθνικού πολιτισμού των Τατάρων και... εργάστηκε για να γίνει η ταταρική και όχι η ρωσική η επίσημη γλώσσα της διοίκησης» (Rodinson 2004).

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Νάρκομνατς, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ ταξίδεψε πολύ και απέκτησε βαθιά γνώση της ποικιλομορφίας των συνθηκών στις μουσουλμανικές περιοχές. Για παράδειγμα, σε ένα άρθρο του τον Απρίλιο του 1920, χαιρέτισε την ίδρυση του «Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν με το παλιό και έμπειρο επαναστατικό προλεταριάτο και το ισχυροποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα του.» Αντίθετα, όταν στάλθηκε για να διερευνήσει μια κρίση μεταξύ των Τατάρων της Κριμαίας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1921, άσκησε έντονη κριτική στην απουσία ντόπιων μπολσεβίκων, στην υπερβολική χρήση της τρομοκρατίας, στην παραμέληση σημαντικών ζητημάτων της αγροτικής μεταρρύθμισης, της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας. Προειδοποίησε ότι η κραυγαλέα διαφορά μεταξύ των σοβιετικών κυβερνητικών αξιωματούχων που ξεκουράζονταν στα «Κόκκινα Θέρετρα» και των Τατάρων της Κριμαίας που πέθαιναν στους δρόμους από πείνα και αρρώστιες είχε κάνει τους Τατάρους της Κριμαίας να βλέπουν τη σοβιετική εξουσία ως μια νέα μορφή ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Το άρθρο του «Πώς να διεξάγουμε αντιθρησκευτική προπαγάνδα μεταξύ των μουσουλμάνων», που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1921, καταδεικνύει ένα διαφοροποιημένο επιχείρημα ότι τόσο η σημασία της πίστης τους στην καθημερινή ζωή των μουσουλμάνων όσο και η αποθάρρυνσή τους λόγω των ηττών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διεξαγωγή μιας τέτοιας προπαγάνδας. Συνιστούσε να εκπαιδεύονται οι Μπολσεβίκοι στις ιδιαιτερότητες του Ισλάμ πριν αναλάβουν ένα τέτοιο έργο μεταξύ των μουσουλμάνων και να απαγορεύεται στους πρώην ορθόδοξους χριστιανούς ιεραπόστολους που είχαν ενταχθεί στους Μπολσεβίκους να συμμετέχουν σε αυτό. Θα έπρεπε επίσης να προσαρμόσουν το μήνυμά τους στις θρησκευτικές κουλτούρες που κυριαρχούσαν στις συγκεκριμένες κοινότητες: μια πιο κοσμική κουλτούρα μεταξύ των Τατάρων, ο ανιμισμός και η δεισιδαιμονία στην Μπασκιρία, ο θρησκευτικός δογματισμός στο Τουρκεστάν, τη Χίβα και τη Μπουχάρα (Guadagnolo 2011, 12-16).

Τα άρθρα και οι πολιτικές του ήταν σε μεγάλο βαθμό μέρος μιας μαρξιστικής συζήτησης που είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τη Ρωσική Επανάσταση. Ο Λένιν, ξεκινώντας από μια θέση που ευνοούσε τον συγκεντρωτισμό του κόμματος και του κράτους και την αφομοίωση των μη ρωσικών εθνοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας στη ρωσική γλώσσα και κουλτούρα, άλλαξε τη θέση του ως αποτέλεσμα της συζήτησης με μαρξιστές από τις τσαρικές αποικίες, της συνθηκολόγησης των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς με τον ιμπεριαλισμό της άρχουσας τάξης το 1914 και του δικού του μίσους για τον ρατσισμό και τον «μεγαλορωσικό σοβινισμό», έναν όρο που χρησιμοποιούσε για να εννοήσει κάτι σαν το εθνοτικό ρωσικό ισοδύναμο της λευκής υπεροχής (Blanc 2016). Μια συνέπεια αυτής της αλλαγής ήταν η επιμονή του στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των πρώην τσαρικών αποικιών, μέχρι και το δικαίωμά τους να αποσχιστούν από οποιαδήποτε ένωση με τη Ρωσία. Υπήρξε έντονη αντίδραση σε αυτή τη θέση στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά η θέση του Λένιν επικράτησε, με την πλήρη ανεξαρτησία που παραχωρήθηκε στην Πολωνία, τη Φινλανδία και τις βαλτικές δημοκρατίες της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, τον σχηματισμό δεκαπέντε ενωσιακών δημοκρατιών με δικαίωμα απόσχισης και δεκάδων αυτόνομων δημοκρατιών και περιφερειών.

«Μέσα σε αυτό το συνταγματικό πλαίσιο, για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1920, οι Σοβιετικοί ακολούθησαν μια σειρά από πολιτικές που αποσκοπούσαν στην προώθηση της εθνικής, οικονομικής και πολιτιστικής προόδου των μη Ρώσων: προτεραιότητα στην τοπική γλώσσα, μαζική αύξηση των σχολείων μητρικής γλώσσας, ανάπτυξη εθνικών πολιτισμών και στελέχωση της σοβιετικής διοίκησης όσο το δυνατόν περισσότερο με ντόπιους πολίτες. Συλλογικά, αυτές οι πολιτικές ήταν γνωστές ως κορενιζάτσια, ή “ρίζωμα”. Παρόλο που αντιτάχθηκαν έντονα οι ντόπιοι Ρώσοι (και ορισμένοι μη Ρώσοι) κομμουνιστές, οι πολιτικές αυτές ήταν γενικά επιτυχείς στη δημιουργία τοπικών εθνικών ηγεσιών και στην ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων που συνδέονταν με συγκεκριμένα εδάφη, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση γι’ αυτό που αργότερα έγιναν τα μετασοβιετικά ανεξάρτητα κράτη». (Smith 2004)

Ο Στάλιν βρισκόταν στο αντίθετο άκρο, έχοντας την πρόθεση να προχωρήσει προς τον απόλυτο συγκεντρωτισμό και να γίνει επιθετικός εκρωσιστής, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε γεωργιανή καταγωγή (Lebedev 2023). Όταν ο Λένιν, αναρρώνοντας από εγκεφαλικό επεισόδιο, έμαθε ότι ένας από τους συνεργάτες του Στάλιν είχε καταφύγει σε σωματική βία εναντίον ενός Γεωργιανού μέλους του κόμματος που αντιδρούσε στον συγκεντρωτισμό, τρομοκρατήθηκε (Lewin 1968, 68-69). Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1922 υπαγόρευσε τις ακόλουθες σημειώσεις:

«Λένε ότι ήταν απαραίτητη η ενότητα του μηχανισμού... [Α]υτό που ονομάζουμε δικό μας μηχανισμό, που ουσιαστικά είναι πέρα για πέρα ξένος προς εμάς και αποτελεί ένα αστικό και τσαρικό μείγμα... Σε τέτοιες συνθήκες είναι πολύ φυσικό η “ελευθερία εξόδου από την Ένωση”, με την οποία δικαιολογούμαστε, να αποδειχτεί ένα άχρηστο χαρτί, που είναι ανίκανο να υπερασπιστεί τους Αλλοεθνείς που ζουν στη Ρωσία από την επιδρομή του βέρου εκείνου ρώσου, του μεγαλορώσου σοβινιστή, του ουσιαστικά παλιανθρώπου και δυνάστη, όπως είναι ο τυπικός ρώσος γραφειοκράτης.

Εδώ προβάλλει ήδη ένα σοβαρό ζήτημα αρχών: πώς εννοούμε το διεθνισμό;

Έγραψα ήδη στις εργασίες μου για το εθνικό ζήτημα ότι δεν έχει καμιά αξία η αφηρημένη τοποθέτηση του ζητήματος για τον εθνικισμό γενικά. Είναι απαραίτητο να ξεχωρίσουμε τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζει από τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζεται… Εδώ προβάλλει ήδη ένα σοβαρό ζήτημα αρχών: πώς εννοούμε το διεθνισμό;

Έγραψα ήδη στις εργασίες μου για το εθνικό ζήτημα ότι δεν έχει καμιά αξία η αφηρημένη τοποθέτηση του ζητήματος για τον εθνικισμό γενικά. Είναι απαραίτητο να ξεχωρίσουμε τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζει από τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζεται... εμείς, οι πολίτες του μεγάλου έθνους, είμαστε υπεύθυνοι για τις αμέτρητες πράξεις βίας, και μάλιστα κάτι περισσότερο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε πραγματοποιούμε αμέτρητες πράξεις βίας και προσβολών.

Και έχω τη γνώμη ότι σε τούτη την περίπτωση, τη σχετική με το γεωργιανό έθνος, έχουμε μπροστά μας ένα τυπικό παράδειγμα για το πως μια αληθινά προλεταριακή στάση απέναντι στην υπόθεση αυτή απαιτεί απόμερους μας μια εξαιρετική περίσκεψη, προνοητικότητα και υποχωρητικότητα. Ο γεωργιανός [Στάλιν] που περιφρονεί την πλευρά αυτή του ζητήματος, ρίχνει περιφρονητικά κατηγορίες για “σοσιαλεθνικισμό” (ενώ ο ίδιος είναι ένας πραγματικός και αληθινός όχι μόνο “σοσιαλεθνικός”, άλλο και σκαιός μεγαλορώσος ντερζιμόρντα). Ο γεωργιανός αυτός ουσιαστικά παραβιάζει τα συμφέροντα της προλεταριακής ταξικής αλληλεγγύης, γιατί τίποτε δεν καθυστερεί τόσο την ανάπτυξη και τη στερέωση της προλεταριακής ταξικής αλληλεγγύης, όσο η εθνική αδικία…

Θα ήταν ασυγχώρητος οπορτουνισμός, αν εμείς στις παραμονές αυτής της εμφάνισης της Ανατολής και στις αρχές της αφύπνισης της κουρελιάζαμε το κύρος μας ανάμεσά της, έστω και με την παραμικρότερη βάναυση συμπεριφορά μας και αδικία μας απέναντι στους δικούς μας Αλλοεθνείς. Άλλο πράγμα είναι η ανάγκη της συσπείρωσης ενάντια στους ιμπεριαλιστές της Δύσης που υπερασπίζονται τον καπιταλιστικό κόσμο. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία και είναι περιττό να το τονίσω ότι εγκρίνω ανεπιφύλακτα τα μέτρα αυτά. Άλλο πράγμα όμως είναι όταν εμείς οι ίδιοι ξεπέφτουμε... στις ιμπεριαλιστικές μεθόδους απέναντι στις καταπιεζόμενες λαότητες, υποσκάπτοντας έτσι εντελώς όλη την ειλικρίνεια των αρχών μας, όλη τη στηριζόμενη σε αρχές υπεράσπιση της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Και η αυριανή μέρα στην παγκόσμια ιστορία θα είναι μια τέτοια ακριβώς μέρα, όταν θα ξυπνήσουν πια οριστικά οι αφυπνισμένοι και καταπιεζόμενοι από τον ιμπεριαλισμό λαοί και θα αρχίσει η αποφασιστική, μακρόχρονη και σκληρή μάχη για την απελευθέρωση τους.» (Lenin 1922)

Ο αυταρχισμός του Λένιν έπαιξε αναμφίβολα ρόλο στην άνοδο του Στάλιν στην εξουσία (Blank 1990), αλλά ήταν αδιάλλακτα αντίθετοι μεταξύ τους στα ζητήματα της εθνικής απελευθέρωσης των αποικιών της Ρωσίας και των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων. Ο Σουλτάν-Γκαλίεφ είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι ο Λένιν θα τον προστάτευε –όπως και, στην πραγματικότητα, όλους τους άλλους μπολσεβίκους που υποστήριζαν αυτό που τότε αποκαλούνταν «εθνική αυτοδιάθεση»– από την αποπομπή και τις διώξεις. Η ασθένεια και ο θάνατος του Λένιν επέτρεψαν στον Στάλιν να αντιστρέψει την πολιτική του στο εθνικό και αποικιακό ζήτημα. Ο «μεγαλορωσικός σοβινισμός» επαναπροσδιορίστηκε ως «διεθνισμός», η υποστήριξη της αυτοδιάθεσης ως αντεπαναστατικός «εθνικιστικός σοσιαλισμός» και οι μπολσεβίκοι που υποστήριζαν το τελευταίο εκκαθαρίστηκαν. Στη συνέχεια, ολόκληροι λαοί –για παράδειγμα το ουκρανικό και το μουσουλμανικό έθνος– υποβλήθηκαν σε αυτό που ο Raphael Lemkin (1953) ονόμασε «γενοκτονία» επειδή δεν αποδέχτηκαν την εθνοτική ρωσική υπεροχή, ενώ με τα μυστικά πρωτόκολλα του συμφώνου του Στάλιν με τον Χίτλερ το 1939 του επέτρεψαν να αποικίσει εκ νέου μέρος της Πολωνίας και των δημοκρατιών της Βαλτικής.

 

Πρόδρομος της θεωρίας της υπανάπτυξης και του Κινήματος των Αδεσμεύτων

Μετά τη δίκη του, ο Σουλτάν-Γκαλίεφ αφέθηκε ελεύθερος, αλλά παρέμεινε υπό συνεχή παρακολούθηση. Γνώριζε ότι τα γραπτά και οι δραστηριότητές του έπρεπε να είναι παράνομα. Όλη αυτή η εμπειρία τον οδήγησε να επανεξετάσει τις βασικές του πεποιθήσεις:

«Ο κομμουνισμός, σύμφωνα με την ανάλυσή μου και μια νέα κατανόηση, μου απεικονιζόταν ως μια νέα και προοδευτική μορφή ευρωπαϊκού εθνικισμού..., δηλαδή η πολιτική της εδραίωσης και ενοποίησης των υλικών και πολιτιστικών δυνάμεων των μητροπολιτικών χωρών υπό την αιγίδα του προλεταριάτου... Σύμφωνα με τη θεωρία μου για τον ιμπεριαλισμό, ο ιμπεριαλισμός είναι εγγενής στον καπιταλισμό γενικά, ανεξάρτητα από το στάδιο της ανάπτυξής του... Συνεπώς, από τη διατύπωσή μου, υπήρχε η δυνατότητα στη θεωρία και την πράξη να υπάρξει σοσιαλιστικός ή κομμουνιστικός ιμπεριαλισμός, αφού σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής του το διεθνές κεφάλαιο (που πρέπει να αναπτυχθεί από μια επανάσταση προς το σοσιαλισμό) αντιπροσωπεύει ένα σύστημα αποικιοκρατικής διαχείρισης.

Στο σημείο αυτό σας ζητώ να μη συγχέετε την αντίληψή μου με την κακοποιημένη και σαθρή γελοιότητα του Κάουτσκι και τα βρώμικα ψέματα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης για τον “κόκκινο ιμπεριαλισμό των Σοβιέτ”. Από τις ίδιες τις θέσεις μου, θα δείτε ότι είμαι ασυμβίβαστος εχθρός τόσο της παγκόσμιας αστικής τάξης όσο και του μενσεβικισμού». (Sultan-Galiev 1923-25)

Η διατύπωσή του, η οποία υπέθετε ότι η Ρωσία και η Κομιντέρν παρέμεναν προλεταριακές και κομμουνιστικές, ήταν σίγουρα συγκεχυμένη, αλλά το ίδιο συνέβαινε και με τον χαρακτηρισμό της Σοβιετικής Ρωσίας από τον Τρότσκι ως «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ότι η ανάλυσή του ήταν μια από τις πρώτες από την Αριστερά που χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ρωσία ως καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική. Η Ράγια Ντουνάγιεφσκαγια (1941) και ο Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς (1986[1950], 6-11) κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα βάσει μιας πιο αυστηρής μαρξιστικής ανάλυσης, ενώ φυσικά απέρριπταν την ιδέα ότι η Σοβιετική Ρωσία ήταν υπό οποιαδήποτε έννοια προλεταριακή, σοσιαλιστική ή κομμουνιστική.

Το ημιτελές σχέδιο άρθρου του Σουλτάν-Γκαλίεφ χωρίζει τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα: το 20-25% του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελεί τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές και το υπόλοιπο τους αποικιοκρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων των αυτοχθόνων λαών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Χαρακτηρίζει τη σχέση «των λαών της Δύσης (μητροπολιτικές χώρες) με τους λαούς των αποικιών και των ημιαποικιών» ως σχέση «δουλοκτησίας». Στο σημείο αυτό δημιουργείται η εντύπωση, που ενισχύεται αργότερα, ότι η «Δύση» περιλαμβάνει και τη Ρωσία. Δεν αρνείται την ταξική καταπίεση στις μητροπολιτικές χώρες, αλλά λέει ότι «οι λαοί της Δύσης επέκτειναν το σύστημα της ενδοεθνικής δουλείας τους (αν η δουλοπαροικία στην εποχή της φεουδαρχίας ήταν μια μορφή δουλοκτητικής οικονομίας, τότε η ταξική καταπίεση στην εποχή του καπιταλισμού είναι επίσης δουλοκτητική – η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά μόνο σε μια άλλη, αναμορφωμένη μορφή) εξ ολοκλήρου στις αποικίες τους – ...δίνοντάς του έτσι διεθνή χαρακτήρα και μετατρέποντάς το σε “διεθνές” σύστημα δουλείας». Συνεχίζει,

«Στα χέρια των μητροπολιτικών χωρών με περίπου 300-350 εκατομμύρια κατοίκους έχουν συσσωρευτεί όλα τα κύρια μέσα παραγωγής (εργοστασιακή βιομηχανία), τα μέσα κυκλοφορίας (χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του), οι τρόποι και τα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας (θαλάσσιες διαδρομές, σιδηροδρομικές γραμμές, μηνύματα από αέρος, τηλέγραφος και ακτινογραφία), καθώς και οι πηγές πρώτων υλών (πετρέλαιο, άνθρακας, μεταλλεύματα, ζώα και φυτικά προϊόντα) και οι αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα. Από αυτή την άποψη, η Δύση φαίνεται να είναι ένα γιγάντιο χταπόδι, που αγκαλιάζει με τα πλοκάμια του τα τέσσερα πέμπτα της ανθρωπότητας και της ρουφάει όλους τους ζωτικούς της χυμούς. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι το χταπόδι δεν είναι ένα συνηθισμένο χταπόδι από τα νερά του ωκεανού, αλλά ένα χταπόδι-αρμαντίλο... οπλισμένο με την τελευταία στρατιωτική τέχνη και τις στρατιωτικές “εφευρέσεις” της Δύσης...».

Ωστόσο, συνεχίζει, ο αποικισμός δεν είναι απλώς μια επέκταση του μονοπωλιακού καπιταλισμού στις αποικίες και τις ημιαποικίες, αλλά κάτι πολύ χειρότερο: μια σκόπιμη «καθυστέρηση της ανάπτυξης των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων των τελευταίων», «καταστολή της ανάπτυξης του υλικού πολιτισμού τους», «διατήρηση του γεωργικού, καθαρά αγροτικού χαρακτήρα αυτών των χωρών» και «απουσία ή υπανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας». Όλα αυτά αποσκοπούν στην εξασφάλιση πηγών φθηνών πρώτων υλών και δεσμευμένων αγορών για τη βιομηχανία των μητροπολιτικών χωρών και είναι μια εγγενώς συγκρουσιακή διαδικασία, που απαιτεί τη βίαιη καταστολή των κινημάτων ανεξαρτησίας στις αποικίες καθώς και ανταγωνιστικούς πολέμους μεταξύ των μητροπολιτικών χωρών. Είναι καυστικός για την παράλογη και σπάταλη φύση αυτής της παγκόσμιας οικονομίας:

Για παράδειγμα, κάποιες πρώτες ύλες από μαλλί ή δέρμα από το Θιβέτ, την Ινδία ή το Αφγανιστάν θα πρέπει να φτάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, να μετατραπούν σε υφάσματα, παπούτσια ή άλλα προϊόντα και στη συνέχεια να ταξιδέψουν πίσω στην «πατρίδα» τους. Ή, για παράδειγμα, το βαμβάκι από το Τουρκεστάν ή την Υπερκαυκασία (παρεμπιπτόντως, μαζί με το πετρέλαιο του Μπακού) πρέπει πρώτα να κάνει ένα ταξίδι στη χώρα των «πολιτισμένων» – κάπου στη Μόσχα ή στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ και, μετατρεπόμενο σε βιομηχανικό ή κάτι άλλο, να κάνει το αντίθετο (δευτερεύον) ταξίδι στο ίδιο Τουρκεστάν ή την Υπερκαυκασία, και μερικές φορές πιο πέρα – στην Περσία, το Αφγανιστάν κ.λπ…

Η σπατάλη μαζικής ανθρώπινης ενέργειας για τη συνεχή και τακτική «προστασία» της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της δομής που αυτή απαιτεί, με άλλα λόγια, ο υπάρχων παραλογισμός στην οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας και η συνάφεια αυτής της κοινωνικής αδιαφορίας (αδικίας)... εκφράζεται στο λυσσαλέο μιλιταρισμό της Δύσης, στην τερατώδη αύξηση των χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων εξοπλισμών της και των σωμάτων της εσωτερικής και εξωτερικής φρουράς. Οι λαοί της Δύσης προστατεύονται όχι μόνο από τους καταπιεσμένους λαούς των αποικιών και των ημιαποικιών και από κάθε είδους «κίτρινους», «μαύρους» και άλλους «κινδύνους» και «παν-ισμούς», αλλά και «μεταξύ τους».

Εδώ επιβεβαιώνεται ότι η Ρωσία θεωρείται μέρος της «Δύσης» ή των «μητροπολιτικών χωρών», ενώ οι αποικίες της δεν διαφέρουν από το Θιβέτ, την Ινδία ή το Αφγανιστάν. Αυτό επιβεβαιώνεται καθώς συνεχίζει:

«Δεν θα ασχοληθούμε λεπτομερέστερα με το κίνημα της Αιγύπτου, του Μαρόκου και άλλων αφρικανικών ή ασιατικών αποικιών της Δύσης, διότι τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι γνωστά. Εδώ θα αναφερθούμε στο κίνημα των αποικιακών λαών της Ρωσίας. Σημειώνουμε ότι το απελευθερωτικό κίνημα στις αποικίες της Ρωσίας (Τουρκεστάν, Καύκασος, Ουκρανία, Κριμαία, Λευκορωσία, τουρκοφινλανδικοί και μογγολικοί λαοί) είναι ορατό. Αν η ήττα της τσαρικής Ρωσίας από την Ιαπωνία το 1904, που προκάλεσε την επανάσταση του 1905, συνέβαλε στην αφύπνιση της εθνικής αυτοσυνειδησίας των αποικιοκρατούμενων, καταπιεσμένων λαών της χώρας αυτής, η ήττα της στο δυτικό και καυκασιανό μέτωπο στον παγκόσμιο πόλεμο που προκάλεσε την επανάσταση του 1917 απλώς βάθυνε τη διαδικασία των απελευθερωτικών κινημάτων αυτών των λαών. Τα γεγονότα της απόσχισης της Πολωνίας, της Φινλανδίας και των μικρών κρατών της Βαλτικής από τη Ρωσία, τα γεγονότα της ανάδυσης των δημοκρατιών των Τατάρων, των Μπασκίρων, των Κιργίσιων, της Κεντρικής Ασίας, της Υπερκαυκασίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και άλλων δημοκρατιών, καθώς και δώδεκα αυτόνομων εθνικών περιοχών, που αγωνίζονται συστηματικά για την επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, επιβεβαιώνουν εύγλωττα αυτή τη θέση…

Με την ίδρυση της ΕΣΣΔ, οι παν-Ρωσιστές θα ήθελαν να αποκαταστήσουν, στην πραγματικότητα, μια ενιαία, αδιαίρετη Ρωσία, την ηγεμονία των Μεγάλων Ρώσων πάνω στους άλλους λαούς…

Η πρώην Ρωσία, η οποία αποκαταστάθηκε με τη σημερινή μορφή της ΕΣΣΔ, δεν θα διαρκέσει πολύ. Είναι παροδική και προσωρινή...»

Όλα αυτά είναι αξιοσημείωτα προφητικά, καθώς προαναγγέλλουν την εμφάνιση των θεωριών της υπανάπτυξης και της νεοαποικιοκρατίας, καθώς και τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991. Είναι επίσης καινοτόμα, και μπορούμε να διδαχθούμε από αυτά ακόμη και σήμερα. Αντί για τον Πρώτο, τον Δεύτερο και τον Τρίτο Κόσμο, όπου ο Δεύτερος Κόσμος (η Σοβιετική Ένωση) περιλαμβάνει τόσο την αυτοκρατορική μητρόπολη όσο και τις αποικίες της, αντί για τον «Παγκόσμιο Νότο», ο οποίος αποκλείει τις ρωσικές αποικίες, υπάρχει μια απλή διχοτόμηση μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών και αποικιών.

Το πρακτικό μέρος των θέσεων του Σουλτάν-Γκαλίεφ αντιπαραθέτει την εθνική απελευθέρωση των αποικιών στην μπολσεβίκικη φόρμουλα της αυτοδιάθεσης και αντιπαραθέτει μια «Διεθνή των αποικιοκρατούμενων λαών» στην Κομμουνιστική Διεθνή. Ο σύντροφός του Γιούνους Βαλίντοφ, ο οποίος διαγράφηκε από το κόμμα, καθώς και άλλοι σύντροφοί του «αμφισβήτησαν την ορθότητα του βασικού συνθήματος της “αποικιακής δικτατορίας επί της μητρόπολης”», το οποίο μάλιστα έρχεται σε σύγκρουση ακόμη και με τις παρατηρήσεις του ίδιου του Σουλτάν-Γκαλίεφ σχετικά με τον αυταρχισμό στις αποικίες και την οικονομική τους καθυστέρηση ως αποτέλεσμα της υπανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια εντατικών συζητήσεων μεταξύ του Βαλίντοφ και του Σουλτάν-Γκαλίεφ, αποφάσισαν ότι η κοινωνική βάση της Διεθνούς τους θα ήταν οι εργάτες, οι αγρότες και η μικροαστική τάξη και μια τακτική συμμαχία με το προοδευτικό τμήμα της εθνικής βιομηχανικής αστικής τάξης. Η έδρα τους θα ήταν σε μια από τις ανατολικές χώρες. Ο Βαλίντοφ θα ερχόταν σε επαφή με τον Σουν Γιατ-Σεν στην Κίνα και το κίνημα ανεξαρτησίας στην Ινδία, ο ίδιος ο Σουλτάν-Γκαλίεφ θα οργάνωνε έναν μικρό αλλά ισχυρό πυρήνα μέσα στην ΕΣΣΔ. Ο θάνατος του Βαλίντοφ έβαλε τέλος σε αυτά τα σχέδια, αλλά ο Σουλτάν-Γκαλίεφ συνέχισε να προβληματίζεται πάνω στο αίνιγμα της σχέσης της εθνικής απελευθέρωσης με τον κομμουνισμό, δείχνοντας ότι δεν είχε εγκαταλείψει τον στόχο της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Δεκαετίες αργότερα, το Κίνημα των Αδεσμεύτων (NAM) δημιούργησε κάτι παρόμοιο με μια «Διεθνή των Αποικιακών Λαών». Η πρώτη σύνοδος κορυφής του ΝΑΜ συγκλήθηκε στο Βελιγράδι από τον Τζαβαχαρλάλ Νεχρού της Ινδίας, τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ της Αιγύπτου, τον Κουάμε Νκρούμα της Γκάνας, τον Σουκάρνο της Ινδονησίας και τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο της Γιουγκοσλαβίας το 1961. Ο ηγετικός ρόλος του Τίτο, ο οποίος είχε αντισταθεί στις προσπάθειες του Στάλιν να κυριαρχήσει στη Γιουγκοσλαβία, έδειξε ότι το ΝΑΜ ήταν κατ’ αρχήν ανοικτό και στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετη στις συμμαχίες με οποιοδήποτε από τα ιμπεριαλιστικά μπλοκ και σε όλες τις μορφές αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού, η τρίτη σύνοδος κορυφής του ΝΑΜ στη Λουσάκα επαναβεβαίωσε την υποστήριξη της «εθνικής ανεξαρτησίας και της πλήρους κυριαρχίας όλων των εθνών στη βάση της ισότητας», καθώς και του αφοπλισμού και της παγκόσμιας ειρήνης. Εξήγησε ότι η πολιτική της μη προσχώρησης ήταν «προϊόν της παγκόσμιας αντιαποικιακής επανάστασης και της εμφάνισης μεγάλου αριθμού νεοαπελευθερωμένων χωρών». Δεσμευόμενη για «τη μέγιστη δυνατή ηθική, πολιτική και υλική υποστήριξή τους στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα», η διάσκεψη καταδίκασε την υποστήριξη της Δύσης στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, εξέφρασε την αλληλεγγύη της στους λαούς της Αγκόλα, της Μοζαμβίκης και της Γουινέας-Μπισάου στον αγώνα τους κατά της Πορτογαλίας και την πλήρη υποστήριξη στον ηρωικό αγώνα των λαών του Βιετνάμ, της Καμπότζης και του Λάος για ελευθερία και ανεξαρτησία, ενώ καταδίκασε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία (Ψηφίσματα της Τρίτης Διάσκεψης των Αδεσμεύτων Κρατών 1970).

 

Επίλογος

Η δίωξη και η εκτέλεση του Σουλτάν Γκαλίεφ ήταν μια καταστροφή για τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά ήταν επίσης μια τεράστια απώλεια για τους σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και μέσα στην πικρία και την απογοήτευσή του μετά το 1923, παρέμεινε ένας οραματιστής, που προανήγγειλε τις θεωρίες της υπανάπτυξης και της νεοαποικιοκρατίας και την ίδρυση του ΝΑΜ. Προχώρησε ακόμη και πέραν αυτών αναγνωρίζοντας την αποικιακή σχέση μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των πρώην τσαρικών αποικιών, η οποία ήταν αόρατη στους περισσότερους αντιιμπεριαλιστές μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991∙ πράγματι, μέχρι σήμερα υπάρχουν σοσιαλιστές που δεν αναγνωρίζουν αυτή τη σχέση. Αν τα γραπτά του ήταν ευρύτερα προσβάσιμα, για παράδειγμα, θα υπήρχε άμεση αναγνώριση ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελούσε επίθεση σε μια πρώην αποικία από μια αυτοκρατορική δύναμη.

Τα προηγούμενα γραπτά και οι δραστηριότητές του θα πρέπει επίσης να προβληθούν, συμπεριλαμβανομένης της επιμονής του ότι η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί αν ο εργαζόμενος λαός των αποικιών και των ημιαποικιών δεν συμμετάσχει ενεργά σε αυτήν. Αντιμετώπιζε ένα ερώτημα στο οποίο κανείς, από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και μετά, δεν είχε απαντήσει ικανοποιητικά: τι πρέπει να κάνουν οι σοσιαλιστές σε μια αποικία όπου μόνο μια μικρή μειοψηφία των εργαζομένων είναι προλετάριοι; Αν μια σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να γίνει μόνο από το σύνολο του προλεταριάτου, όταν αυτό αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, όπως πίστευαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, τι είδους επανάσταση είναι δυνατή σε αυτές τις χώρες; Είναι πιθανό ότι αν ο Σουλτάν-Γκαλίεφ και οι ομοϊδεάτες του είχαν παραμείνει στο κόμμα και ήταν ελεύθεροι να διατυπώσουν τις απόψεις τους προς συζήτηση αντί να φιμωθούν και να σφαγιαστούν, θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει προς την κατεύθυνση της υποστήριξης μιας επανάστασης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις προκαπιταλιστικές ελίτ που θα συνοδευόταν από την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού ρεπουμπλικανικού καθεστώτος [democratic republic] («η τελευταία μορφή του αστικού κράτους» στο οποίο «η ταξική πάλη πρέπει να διεξαχθεί μέχρι τέλους» σύμφωνα με τον Μαρξ [1875]), στο οποίο η εργατική τάξη, όπως αναδύθηκε, θα είχε την ελευθερία να οργανωθεί και να αγωνιστεί ενάντια στον καπιταλισμό καθώς και σε άλλες μορφές καταπίεσης.

Οι γνώσεις του σχετικά με τις στρατηγικές για να κερδίσει κανείς έναν πληθυσμό βυθισμένο σε μια θρησκευτική κουλτούρα, καταπολεμώντας τους φονταμενταλιστές κληρικούς και άλλους ηγέτες και υποστηρίζοντας ταυτόχρονα εκείνους που προπαγανδίζουν κοσμικές και δημοκρατικές ερμηνείες της θρησκείας, είναι επίσης πολύ σημαντικές. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα που μας ταλαιπωρεί ακόμη και σήμερα: πώς να καταπολεμήσουμε τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό και τον πολιτικό ισλαμισμό και ταυτόχρονα να καταπολεμήσουμε τον αντιμουσουλμανικό φανατισμό. Η προσοχή του επικεντρώθηκε στο Ισλάμ, αλλά σε όλο τον κόσμο βλέπουμε οπισθοδρομικές, φονταμενταλιστικές εκδοχές όλων των θρησκειών να ενισχύονται και να επιδίδονται σε βάναυση καταπίεση των θρησκευτικών μειονοτήτων (συμπεριλαμβανομένων των άθεων και των αγνωστικιστών), των γυναικών και των κοριτσιών και των ΛΟΑΤ+ ατόμων, και οι στρατηγικές του έχουν νόημα στην καταπολέμηση όλων αυτών. Στο σύνολό του, το έργο του, όπως παρατηρεί ο Hamziç (2015, 11), χαρακτηρίζεται από την «πρωτοποριακή συνειδητοποίηση των θρησκευτικών, πολιτισμικών και φυλετικών προεκτάσεων της ταξικής πάλης σε αποικιακά και μετα-αποικιακά πλαίσια», η οποία σήμερα θα προσδιοριζόταν ως διατομεακότητα.

Το 1923 σηματοδότησε μια καμπή στη ρωσική ιστορία. Έχει αποδειχθεί ότι η πάταξη του σουλτανγκαλιεφισμού οργανώθηκε από τον Στάλιν, αλλά δεν θα μπορούσε να το πετύχει χωρίς τη συνέργεια σχεδόν όλων των κορυφαίων ηγετών του κόμματος. Ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Τρότσκι ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστος. Ο Λένιν του είχε αναθέσει την καταπολέμηση του Στάλιν στην υπόθεση της Γεωργίας (Lewin 1968, 99), οπότε γνώριζε ότι σε οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ του εθνικισμού των καταπιεσμένων εθνών και του εθνικισμού ενός καταπιεστικού έθνους, ο Λένιν θα πήγαινε με το μέρος του πρώτου. Ο Σουλτάν-Γκαλίεφ του είχε στείλει ένα επιπλέον αντίτυπο του «Ποιος είμαι εγώ;», στο οποίο αντέκρουε όλες τις κατηγορίες εναντίον του. Και θα γνώριζε ότι στο δωδέκατο συνέδριο του κόμματος ο Σουλτάν-Γκαλίεφ υποστήριζε όχι τη διάλυση της Ένωσης αλλά πιο ισότιμες σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και των πρώην αποικιών της. Θα έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει ότι ο Σουλτάν-Γκαλίεφ δεν ήταν αντεπαναστάτης, να αντιταχθεί στην αποπομπή του και να πείσει και την υπόλοιπη Κεντρική Επιτροπή να κάνει το ίδιο. Το γεγονός ότι δεν το έκανε θέτει ερωτηματικά για την άποψή του σχετικά με τον ιμπεριαλισμό και την εθνική απελευθέρωση. Η συζήτηση αυτού του ζητήματος με τον Σουλτάν-Γκαλίεφ εντός του κόμματος θα ήταν αναμφίβολα πιο γόνιμη από το να τον διαγράψει και να τον φιμώσει.

Ακόμη και μετά την απαλλαγή του Σουλτάν-Γκαλίεφ από όλες τις κατηγορίες και την αποκατάστασή του υπό τον Γκορμπατσόφ, συνέχισε να βρίσκεται στο περιθώριο. Εκατό χρόνια αφότου υποβλήθηκε σε μια μοίρα που ο ίδιος βίωσε ως τη μέγιστη σκληρότητα, πολύ λίγο υλικό από ή γι’ αυτόν είναι ευρέως διαθέσιμο. Πολλά από όσα είναι διαθέσιμα είναι διαστρεβλωμένα από υποστηρικτές και απολογητές του Στάλιν ή από ψυχροπολεμιστές από την άλλη πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος που χρησιμοποιούν τον Σουλτάν-Γκαλίεφ για τους δικούς τους σκοπούς. Μια καλά τεκμηριωμένη βιογραφία και μια ολοκληρωμένη συλλογή των έργων του σε μετάφραση θα ήταν ανεκτίμητα βοηθήματα για την αξιοποίηση της κληρονομιάς του.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Rohini Hensman, “Mirsaid Sultan-Galiev, the Pioneering Bolshevik Theorist of Imperialism, National Liberation and Socialism”, Logos, καλοκαίρι 2023, https://logosjournal.com/2023/mirsaid-sultan-galiev-the-pioneering-bolshevik-theorist-of-imperialism-national-liberation-and-socialism/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 1 Σεπτεμβρίου 2023, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article68103.

 

Η Rohini Hensman είναι συγγραφέας, ανεξάρτητη μελετήτρια και αγωνίστρια που κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και ζει στην Ινδία. Ασχολείται με τα εργατικά δικαιώματα, τον φεμινισμό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την παγκοσμιοποίηση και τα δημοκρατικά κινήματα και έχει δημοσιεύσει εκτενώς για τα θέματα αυτά. Τα πιο πρόσφατα βιβλία της είναι: Εργατική τάξη, συνδικάτα και παγκόσμιος καπιταλισμός: Μαθήματα από την Ινδία και Απαράδεκτο: Η δημοκρατία, η αντεπανάσταση και η ρητορική του αντιιμπεριαλισμού.[1]

*

 

Σημειώσεις

[1] Rohini Hensman, Workers, Unions, and Global Capitalism: Lessons from India, Columbia University Press, 2011. https://cup.columbia.edu/book/workers-unions-and-global-capitalism/9780231148009.

Rohini Hensman, Indefensible: Democracy, Counter-Revolution, and the Rhetoric of Anti-Imperialism, Haymarket Books, 2018. https://www.haymarketbooks.org/books/1164-indefensible.

*

Βιβλιογραφία

Blanc, Eric, “Anti-imperial Marxism: Borderland socialists and the evolution of Bolshevism on national liberation”, International Socialist Review, τεύχος 100, άνοιξη 2016, https://isreview.org/issue/100/anti-imperial-marxism/index.html.

Dunayevskaya, Raya, “The Union of Soviet Socialist Republics is a Capitalist Society”, (γράφτηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1941 και δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1941 στο Internal Discussion Bulletin του Workers’ Party). Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/dunayevskaya/works/1941/ussr-capitalist.htm [Dunayevskaya Raya, «Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών είναι μια καπιταλιστική κοινωνία», e la libertà, 19 Απριλίου 2024, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9551-%CE%B7-%CE%AD%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1].

Guadagnolo, Gary, 2011. Revolutionary Narrative, Revolutionary Defense: Reading Stalin’s “First Victim”, Μεταπτυχιακή διατριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill.

Hamziç, Vanja, “Mirsaid Sultan-Galiev and the Idea of Muslim Marxism: Empire, Third World(s) and Praxis”, SOAS Research Online, 2015, https://eprints.soas.ac.uk/21304/1/HAMZIC%20-%20Mir-Said%20Sultan-Galiev%20and%20the%20Idea%20of%20Muslim%20Marxism%20-%20Empire%2C%20Third%20World%28s%29%20and%20Praxis.pdf.

Hensman, Rohini, Indefensible: Democracy, Counter-Revolution, and the Rhetoric of Anti-Imperialism, Haymarket Books, Σικάγο 2018.

James, C.L.R., (σε συνεργασία με τη Raya Dunayevskaya και την Grace Lee), State Capitalism and World Revolution, Charles H. Kerr Publishing Company, Σικάγο 1986 [πρώτη έκδοση 1950]. Διαθέσιμο: https://files.libcom.org/files/State%20capitalism%20and%20world%20revolution%20-%20CLR%20James.pdf.

Kolata, Gina, “Lenin’s stroke: Doctor has a theory – and a suspect”, The New York Times, 7 Μαΐου 2012, https://www.nytimes.com/2012/05/08/health/research/lenins-death-remains-a-mystery-for-doctors.html

Lebedev, Sergei, “Sandarmokh. When the Graves Speak”, Muzeum Pamięci Sybiru, 4 Σεπτεμβρίου 2023, https://swiatsybiru.pl/en/sandarmokh-when-graves-speak/

Lemkin, Raphael, 1953. “Soviet genocide in the Ukraine”, 1953. https://willzuzak.ca/tp/holodomor2013/oliver20171004Lemkin.pdf

Lenin, V.I., “The question of Nationalities or ‘Autonomisation’” [1922]. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/dec/testamnt/autonomy.htm [Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με το Ζήτημα των Εθνοτήτων ή της “Αυτονόμησης” στην ΕΣΣΔ», e la libertà, 20 Αυγούστου 2017, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/3364-%CF%83%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%84%CE%AE%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82-%C2%AB%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82%C2%BB-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B4, από το βιβλίο του Μοσέ Λεβίν, Η τελευταία μάχη του Λένιν, Παρουσία, Αθήνα 1983].

Lewin, Moshe, Lenin’s last Struggle, Random House, Νέα Υόρκη 1968. [Μοσέ Λεβίν, Η τελευταία μάχη του Λένιν, Παρουσία, Αθήνα 1983. Τα κεφάλαια στα οποία αναφέρεται η σύγκρουση του Λένιν με τον Στάλιν για το εθνικό ζήτημα, αναδημοσιευμένα: Μοσέ Λεβίν, «Η μάχη του Λένιν ενάντια στη σοβιετική γραφειοκρατία για τα δικαιώματα των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ», e la libertà, 20 Αυγούστου 2017, επιμέλεια e la libertà, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/3365-%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CF%87%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%B5%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%84%CE%AE%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B4].

Marx, Karl, Critique of the Gotha Programme, [1875], κεφάλαιο 4, στο Marx/Engels Selected Works, τόμος 3, σσ. 13-30. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/gotha/ch04.htm [Καρλ Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010].

Mukhamedyarov, Sh.F. and B.F. Sultanbekov, “Mirsaid Sultan-Galiev: His character and fate”, Central Asian Survey, 9 (2), 1990, σσ. 109–117.

“Resolutions of the Third Conference of Non-Aligned States, 1970. https://web.archive.org/web/20220401121552/https:/media.africaportal.org/documents/SAIIA_RESOLUTIONS_OF_THE_THIRD_CONFERENCE_OF_NON-ALIGNED_STATES.pdf¨.

Rodinson, Maxime, “Sultan Galiev – a forgotten precursor. Socialism and the National Question”, Europe Solidaire sans Frontiѐres, 2004, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article3638. [«Ρώσικη Επανάσταση και Ισλάμ (Μέρος ΙV, Maxime Rodinson, “Σουλτάν Γκαλίεφ - ένας ξεχασμένος πρόδρομος”», e la libertà,) 30 Δεκεμβρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/802-%CF%81%CF%8E%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B9%CF%83%CE%BB%CE%AC%CE%BC-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B9%CE%B9%CE%B9-maxime-rodinson,-%C2%AB%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%AC%CE%BD-%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B5%CF%86-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BE%CE%B5%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82%C2%BB].

Smith, Jeremy, “Nationalities Policies: Soviet”, Encyclopedia of Russian History, 2004, https://www.encyclopedia.com/history/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/nationalities-policies-soviet.

Sultan-Galiev, Mirsaid, 1919. “Two articles by Mirsaid Sultan-Galiev, 1919”, δημοσιεύτηκε από τον Joshua Alexander στο Anti-Imperialism.org, 8 Αυγούστου 2016. Διαθέσιμο: https://web.archive.org/web/20200629112952/https://anti-imperialism.org/2016/08/08/two-articles-by-mirsaid-sultan-galiev-1919/.

“Considerations on the Basis of the Socio-Political, Economic and Cultural Development of the Turkic Peoples of Asia and Europe by Mirsaid Sultan Galiev”, μετάφρ. Örsan Şenalp and Asim Khairdean, Cosmonaut, 25 Ιουνίου 2019, https://cosmonaut.blog/2019/06/25/considerations-on-the-basis-of-socio-political-economic-and-cultural-development-of-the-turkic-peoples-of-asia-and-europe-by-mirsaid-sultan-galiev/. (Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα ρωσικά το 1995, έχοντας παραμείνει για δεκαετίες στα αρχεία του Πολιτικού Γραφείου, της GPU και αργότερα της KGB, και πιθανόν να έχει μεταφραστεί από τα ταταρικά, οπότε υπάρχει η πιθανότητα λανθασμένης μετάφρασης και τροποποιήσεων από τις υπηρεσίες αυτές. Η αγγλική μετάφραση έχει πολλά προβλήματα, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχουμε).

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:36

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.