Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2025 16:27

Ο Σαπρόνοφ και η Ρωσική Επανάσταση

Φωτογραφία του Τιμοφέι Σαπρόνοφ στις αρχές της 10ετίας του ’20.

 

 

Yurii Colombo

 

Ο Σαπρόνοφ και η Ρωσική Επανάσταση

 

 

Την εποχή του θανάτου του Λένιν το 1924, η ΕΣΣΔ πάλευε με βαθιές αντιφάσεις. Οι προσπάθειες για τη διεθνή εξάπλωση της επανάστασης στη Γερμανία, την Ουγγαρία και αλλού είχαν ηττηθεί και ο εμφύλιος πόλεμος ενάντια στις αντεπαναστατικές λευκές δυνάμεις είχε κερδηθεί, αλλά με μεγάλο κόστος. Η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς εξάντλησης. Η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) –που συνδύαζε οικονομικές παραχωρήσεις προς την αγροτιά με τη δημιουργία μιας ειδικής τάξης ιδιωτών εμπόρων που ονομάζονταν «Νέπμαν», μαζί με αυξημένο κρατικό συγκεντρωτισμό– είχε σταθεροποιήσει ξανά την οικονομία, αλλά μόνο και μόνο για να δημιουργήσει νέες οικονομικές ανισότητες και ένα βαθύ χάσμα μεταξύ της υπαίθρου και της πόλης. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα –που εκείνη τη στιγμή είχε μετατραπεί στο μοναδικό κυβερνών κόμμα– αντανακλούσε όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Τα σοβιέτ, ή εργατικά συμβούλια, είχαν πάψει να λειτουργούν ως δημοκρατικά όργανα εργατικής κυριαρχίας. Το πιο έμπειρο τμήμα της εργατικής τάξης είχε χαθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και οι γραμμές του κόμματος γέμισαν με νέους στρατολογημένους που δεν είχαν ζήσει τα σκληρά χρόνια της τσαρικής καταπίεσης ή μερικοί απ’ αυτούς δεν είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα του 1917.

Μια ισχυρή πολιτική και τεχνικοβιομηχανική γραφειοκρατία σχηματιζόταν γύρω από τον Στάλιν, η οποία θα γινόταν η ραχοκοκαλιά του έθνους τα επόμενα χρόνια. Η περίφημη συζήτηση του 1924-27 σχετικά με τις σοβιετικές οικονομικές προοπτικές και τη διεθνή επανάσταση –και η πολιτική μάχη που την ακολούθησε– εξελίχθηκε γύρω από την αριστερά, με επικεφαλής τον Τρότσκι (ο οποίος ουσιαστικά εκπροσωπούσε την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων), ενάντια στο κέντρο και τη δεξιά του κόμματος με επικεφαλής τον Στάλιν και τον Μπουχάριν (οι οποίοι εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των νέων κοινωνικών τάξεων που άρχισαν να αναδύονται από τον εμφύλιο πόλεμο και τη ΝΕΠ). Υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για το θέμα αυτό, η οποία δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ.[1]

Στην πραγματικότητα, ακόμη και πριν από το θάνατο του Λένιν, ορισμένα τμήματα του κόμματος γνώριζαν ότι το νεοσύστατο σοβιετικό κράτος ξεκινούσε έναν δρόμο που θα το απομάκρυνε κατά πολύ από τις προσδοκίες που είχε φέρει ο Οκτώβρης. Από τις αρχές του 1919 και μετά, σχηματίστηκαν διάφορες ομάδες της αντιπολίτευσης που απαιτούσαν την αναγέννηση της σοβιετικής εξουσίας, μικρότερο ρόλο για τους ειδικούς στην οικονομική ζωή και στον Κόκκινο Στρατό και εσωτερική δημοκρατία για το κόμμα. Η πιο σημαντική από αυτές τις ομάδες ήταν η Εργατική Αντιπολίτευση, με επικεφαλής τον Αλεξάντρ Σλιάπνικοφ και την Αλεξάντρα Κολλόνταϊ, η Εργατική Ομάδα του Γκαβρίλ Μιάσνικοφ, η Εργατική Αλήθεια, που επηρεαζόταν από τον Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ, και οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές του Τιμοφέι Σαπρόνοφ και του Βλαντιμίρ Σμιρνόφ.[2]

Ειδικότερα, αυτοί

«ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στην χρησιμοποίηση “ειδικών”, οι οποίοι πάντοτε υποκαθιστούσαν τους εργάτες· ήταν δυσαρεστημένοι με την αποδυνάμωση των σοβιέτ και ζητούσαν να ληφθούν μέτρα για την αποκατάσταση της ζωτικότητάς τους. Αλλά οι προτάσεις τους για την επαναφορά περισσότερης συζήτησης στις υποθέσεις των σοβιέτ και του κόμματος προσέκρουσαν στην υποψία των ηγετικών μπολσεβίκων ότι υποστήριζαν τον “κοινοβουλευτισμό”».[3]

Όπως παρατήρησε ο Άντε Τσίλιγκα:

«Η ομάδα των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών... είχε τις ρίζες της στην παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων ... Στις απαρχές της το 1919 και το 1921 αντιπροσώπευε τον τοπικό μηχανισμό. “Η αντιπολίτευση της Αυτού Μεγαλειότητας” ενάντια στο κέντρο. Στο όνομα του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”, αντιτάχθηκε στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό της Κεντρικής Επιτροπής του Λένιν... Χωρίς να θέλουν να το παραδεχτούν στον εαυτό τους, έθεταν τον Λένιν της παρακμής της επανάστασης ενάντια στον Λένιν της ανόδου της.»[4]

Οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές ήταν η μόνη ομάδα από αυτές που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που δεν θα διαλυόταν και θα παρέμενε ενεργή –μαζί με την τροτσκιστική αντιπολίτευση– πρώτα στον αγώνα ενάντια στην άνοδο του σταλινισμού και στη συνέχεια στην εξορία και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930.

Τυχαία, πριν από δεκαπέντε χρόνια, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο της Ιζβέστια ΚΠΣΣ, στο οποίο αναφερόταν ότι ο Σαπρόνοφ, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, είχε γράψει ένα δοκίμιο το 1931, στο οποίο υποστήριζε ότι η ΕΣΣΔ είχε μέχρι τότε μετατραπεί σε κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς. Το δοκίμιο αναφερόταν σε ένα ακόμα αδημοσίευτο κείμενο, το οποίο περιέγραφε μια πρώιμη σοβιετική και μαρξιστική θεωρία του κρατικού καπιταλισμού για τη φύση του σταλινικού καθεστώτος. Μετά από μερικούς μήνες αναζήτησης, κατάφερα να εισέλθω στα αρχεία της FSB (ρωσικής εσωτερικής ασφάλειας, της πρώην KGB) στη Λουμπιάνκα, όπου εκτός από αυτό το εξαιρετικό έγγραφο, ήρθαν στην κατοχή μου και πολλά έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες αυτής της ομάδας μέχρι το 1927.[5] Σε αυτό το άρθρο –με βάση αυτά τα αδημοσίευτα έγγραφα– θα προσπαθήσω να ρίξω νέο φως στην αγωνιστική και θεωρητική δράση των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920.

Το 1926-1927, ο αγώνας μεταξύ της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της φράξιας Στάλιν-Μπουχάριν πλησίαζε στο τέλος του. Η αντιπολίτευση Τρότσκι-Καμένεφ-Ζινόβιεφ, απομονωμένη πια μέσα στο κόμμα και με αβέβαιους δεσμούς με την εργατική τάξη, έδωσε την τελευταία της μάχη στο 15ο Συνέδριο, υπερασπιζόμενη την υπόθεση της επιταχυνόμενης εκβιομηχάνισης και επικρίνοντας την πολιτική της Κομιντέρν στην κινεζική επανάσταση που ξέσπασε το 1925. Η ομάδα των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών (ή Ντεσιστών) δεν υποστήριξε την ενιαία αντιπολίτευση, πιστεύοντας ότι υποστηρίζοντας μόνο μερικές κοινές θέσεις, τροφοδοτούσε αυταπάτες για τη μεταρρυθμισιμότητα του Μπολσεβίκικου Κόμματος –το οποίο οι Ντεσιστές θεωρούσαν μέχρι τότε ανεπανόρθωτα εκφυλισμένο. Ο Έντουαρντ Ντούνε, ένας από τους κύριους ηγέτες των Ντεσιστών, εξήγησε την άποψη της ομάδας εκείνη την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο:

«[Για εμάς] ο αγώνας για εσωκομματική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε τίποτα ουσιαστικό, είτε ο Στάλιν είτε ο Τρότσκι ήταν στην εξουσία. Εκείνη την εποχή (1926), το ΠΕΚΚ(μπ) [Παν-Ενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι) δηλ. το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα] ήδη δεν ήταν κόμμα της εργατικής τάξης και δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η προλεταριακή επανάσταση είχε ηττηθεί, και επίσης ως προς την ταξική σύνθεση το ΠΕΚΚ(μπ) έγινε μέχρι τότε ένα μη προλεταριακό κόμμα. Απορρόφησε όλα τα ενεργά στοιχεία που ήταν εχθρικά προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτή η διαδικασία θα ενισχυόταν και θα αναπτυσσόταν. Το χάσμα μεταξύ των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της πολυάριθμης ελίτ θα συνέχιζε να διευρύνεται και να μεγαλώνει. Το Θερμιδόρ,[6] όποια μορφή και αν έπαιρνε, ήταν αναπόφευκτο. Ο αγώνας για εσωκομματική δημοκρατία δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μόνο ένα μέσο για την ενεργοποίηση και κινητοποίηση των προλεταριακών μαζών. Το επείγον καθήκον της οργάνωσης δεν ήταν ο αγώνας για την αντικατάσταση του Στάλιν με τον Τρότσκι ή κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά η επίπονη, μακρά δουλειά των αγωνιστών για την οργάνωση ενός πραγματικού προλεταριακού κόμματος σε αντιπαράθεση με το ΠΕΚΚ(μπ).»[7]

Οι θέσεις αυτές διατυπώθηκαν σε ένα κείμενο, την «Πλατφόρμα των 15» (από τότε η ομάδα θα ονομαζόταν «Ομάδα των 15» καθώς και «Ντεσιστές»), το οποίο παρουσιάστηκε στο Συνέδριο του Κόμματος το 1927. Η πλατφόρμα αυτή ξεκινούσε με τη δικαίωση του διεθνιστικού χαρακτήρα της Ρωσικής Επανάστασης:

«Ακόμη και πριν από το ξέσπασμα του παγκόσμιου πολέμου, ο καπιταλιστικός κόσμος είχε εισέλθει σε μια εποχή πολέμων και επαναστάσεων, η οποία δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην καταστροφή του καπιταλισμού και στο θρίαμβο της προλεταριακής επανάστασης.

Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε πόσα χρόνια θα φτάσει αυτή η νίκη. Ο Μαρξ και ο Λένιν έκριναν ότι η εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων θα μπορούσε να διαρκέσει δεκαετίες, με εναλλασσόμενα γεγονότα για την εργατική τάξη (νίκες και ήττες). Θα ήταν ουτοπικό να υποθέσουμε ότι το προλεταριάτο, έχοντας έρθει μια φορά στην εξουσία σε μια χώρα, θα παρέμενε στην εξουσία υπό όλες τις συνθήκες μέχρι τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης.

Θα ήταν επίσης αφελές να πιστεύουμε ότι ολόκληρη η περίοδος των πολέμων και των επαναστάσεων –μια περίοδος πολλών δεκαετιών– θα ήταν μια περίοδος αδιάκοπων πολέμων και επαναστάσεων, αδιάκοπων ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης. Οι παύσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων θα αντιμετωπίζαμε μια περισσότερο ή λιγότερο “ειρηνική” καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι αναπόφευκτες».[8]

Σε αυτή την κατάσταση, συνέχιζαν οι Ντεσιστές, η εκβιομηχάνιση της χώρας έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα με την αναγέννηση της σοβιετικής εξουσίας και της εργατικής δημοκρατίας:

«Η αντικειμενική κατάσταση φέρνει μαζί της ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους: τη διάσπαση μεταξύ των εργατών και του Σοβιετικού Κράτους. Η αύξηση του αντισοβιετικού αισθήματος μεταξύ των εργατών είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Δεν μπορούμε να την εξαλείψουμε, ούτε με αγκιτάτσια ούτε με καταστολή. Οι εργατικές μάζες μπορούν να θεωρήσουν τον εαυτό τους ως την κυρίαρχη τάξη –στην πραγματικότητα, όχι στη θεωρία– μόνο όταν βελτιωθούν οι υλικές συνθήκες τους, όταν αυξηθεί η συμμετοχή τους στη διοίκηση της παραγωγής και του κράτους. Γι’ αυτό γενικά, στη δικτατορία του προλεταριάτου, είναι απολύτως ανεπίτρεπτο να τίθεται σε δεύτερη μοίρα το ζήτημα της βελτίωσης της κατάστασης των εργατών».[9]

Για την Ομάδα των 15, η αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής έπρεπε να εγγυάται την προοδευτική αύξηση των μισθών, τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων και την αυτονομία των συνδικάτων από το κράτος και το κόμμα.

Στην πλατφόρμα, εξετάζονταν επίσης θέματα εξωτερικής πολιτικής και ο ρόλος της Κομιντέρν, η οποία μέχρι τότε είχε μετατραπεί σε ένα απλό εξάρτημα εξωτερικής πολιτικής του σοβιετικού κράτους. Ο Τιμοφέι Σαπρόνοφ είχε επίσης έρθει σε επαφή με τον Καρλ Κορς το 1925, ο οποίος επεδίωκε να οικοδομήσει ένα είδος «Διεθνούς της Αντιπολίτευσης». Η Χέντα Κορς, η σύζυγος του Καρλ, θυμόταν αργότερα:

«Ο ίδιος [ο Καρλ Κορς] είχε επαφές με άλλες ομάδες της αντιπολίτευσης. Συνάντησε τον Αμαντέο Μπορντίγκα, τον Ιταλό ηγέτη στη Μόσχα. Στη συνέχεια συνάντησε τον Σαπρόνοφ, της Ρωσικής Εργατικής Αντιπολίτευσης, όταν ο τελευταίος ήρθε στο Βερολίνο σε ένα πιθανότατα μυστικό ταξίδι κάποια στιγμή μετά το 1925. Μίλησαν πολύ και κατανόησαν ο ένας τον άλλον πολύ καλά και συμφώνησαν να συνεργαστούν στο αντιπολιτευτικό έργο. Ο Σαπρόνοφ και ο Κορς σκέφτηκαν ότι προτείνοντας μέτρα και προτάσεις για μεγαλύτερη αποκέντρωση και ελευθερίες για διάφορες ομάδες θα μπορούσαν να κάνουν κάτι αξιόλογο».[10]

Το σχέδιο δεν καρποφόρησε, αλλά στην Πλατφόρμα των 15 απαιτήθηκε ρήξη με όλη την πολιτική της Κομιντέρν των προηγούμενων ετών:

«Σε σχέση με το κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, θα πρέπει να μπει ένα τέλος στις παραμορφώσεις της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, η οποία είναι μια τακτική της ενότητας της βάσης και όχι μια τακτική συμφωνίας στην κορυφή με τους σοσιαλπροδότες... Ο ρόλος των ξένων εργατικών κομμάτων, πρώτα και κύρια των πιο έμπειρων (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) στην ηγεσία της Κομιντέρν πρέπει να ενισχυθεί... Όλα τα τμήματα που αποτελούν μέρος της [Κομιντέρν] πρέπει να υποτάσσονται με τον ίδιο τρόπο στην ηγεσία της – συμπεριλαμβανομένου του ΠΕΚΚ, του οποίου οι “εσωτερικές υποθέσεις” περισσότερο από ποτέ έχουν γίνει υπόθεση του διεθνούς προλεταριάτου.

Να αποκατασταθεί το δικαίωμα της συμμετοχής στην Κομιντέρν σε όλες εκείνες τις ομάδες που αποβλήθηκαν από αυτήν για την αντίθεσή τους στις οπορτουνιστικές διαστρεβλώσεις της γραμμής της Κομιντέρν, οι οποίες παραμένουν σε μπολσεβίκικες, λενινιστικές θέσεις εκτός της Κομιντέρν»[11].

Στο δέκατο πέμπτο συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1927, ολόκληρη η αντιπολίτευση ηττήθηκε. Ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ και ο Τρότσκι διαγράφηκαν από την Κεντρική Επιτροπή και στις 12 Δεκεμβρίου 1927 ο Σαπρόνοφ διαγράφηκε από το κόμμα.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξαπολύθηκε ένα πραγματικό κυνήγι μαγισσών εναντίον ολόκληρης της αντιπολίτευσης. Οι συλλήψεις και οι απελάσεις δεν μπορούσαν πλέον να υπολογιστούν· μια επιστολή του Βλαντιμίρ Σμιρνόφ το 1928 αναφέρει ότι εκατό τροτσκιστές και δεκαπέντε Ντεσιστές είχαν συλληφθεί στη Μόσχα την προηγούμενη μέρα. Ένα φυλλάδιο του 1928 από την ομάδα των Ντεσιστών στην περιοχή Κράσναγια Πρέσνια της Μόσχας απηύθυνε άμεση έκκληση στην εργατική τάξη:

«ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ!

Στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης, πίσω από την πλάτη των εργατικών μαζών συμβαίνουν γεγονότα που κάθε εργάτης πρέπει να γνωρίζει. Το καλύτερο μέρος της μπολσεβίκικης φρουράς, που πολέμησε για την υπόθεση των εργατών στην παρανομία επί τσαρισμού, που πραγματοποίησε την Οκτωβριανή Επανάσταση και καθοδήγησε το Κόμμα και την εργατική τάξη στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και μετά, τώρα είναι μέσα στη φυλακή και βρίσκεται σε μακρινή εξορία. Αρκεί να αναφέρουμε τους Ι. Ν. Σμιρνόφ, Σερεμπριάκοφ, Β. Μ. Σμιρνόφ, Μρατσκόφσκι, Μίνκοφ, Σμίλγκα, Σοσνόφσκι, Χορέτσκο, Ομπόριν, Πρεομπραζένσκι και Ραφαήλ, καθώς και πολλούς άλλους. Οι συλλήψεις και οι εξορίες αυξάνονται καθημερινά και υπολογίζονται ήδη σε εκατοντάδες.

Στις 17 Ιανουαρίου, ο σύντροφος Τρότσκι –ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης, στενότερος συνεργάτης του Λένιν, ένδοξος διοικητής του Κόκκινου Στρατού και ηγέτης του διεθνούς επαναστατικού προλεταριάτου– σύρθηκε με τη βία από το διαμέρισμά του μέρα μεσημέρι και πετάχτηκε σε ένα τρένο για να σταλεί στην Κεντρική Ασία.

Αλλά αυτά τα χτυπήματα δεν συνέτριψαν το ισχυρό αντιπολιτευτικό κίνημα στη χώρα. Ο κυρίαρχος μηχανισμός του κόμματος και του κράτους πανηγυρίζει πολύ νωρίς την κηδεία της αντιπολίτευσης. Ας συλλάβουν εκατοντάδες ή χιλιάδες αντιπολιτευόμενους. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες ξεσηκώνονται για τη μάχη για να συνεχίσουν τον αγώνα της αντιπολίτευσης.

Όχι απελάσεις, όχι φυλακή για τους αντιπολιτευόμενους!

Ζήτω η παλιά μπολσεβίκικη φρουρά που έχει συλληφθεί και απελαθεί!

Ζήτω η αντιπολίτευση!

Ζήτω η εργατική τάξη και η δικτατορία της!

Ζήτω η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση!»[12]

Η οργάνωση των Ντεσιστών, σε αντίθεση με τους τροτσκιστές, είχε ήδη από το 1924 αναπτύξει παράνομη δουλειά που την καθιστούσε λιγότερο ευάλωτη στη διείσδυση της KGB:

«Οι τοπικές μας οργανώσεις (πυρήνες) δεν αριθμούσαν περισσότερα από 5 άτομα· σε περίπτωση μεγαλύτερου αριθμού – ένας νέος πυρήνας στην ίδια επιχείρηση. Οι εκπρόσωποι των πυρήνων εξέλεγαν αντιπροσώπους στα κέντρα ... Τα μέλη της οργάνωσης ήταν υποχρεωμένα να τηρούν τους κανόνες μυστικότητας και να μην μιλούν εκ μέρους της “Ομάδας των 15”. Μόνο όσοι είχαν αποκωδικοποιήσει οι ίδιοι τα πράγματα μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους της ομάδας και να μιλήσουν στις συναντήσεις. Σε αναπόφευκτες περιπτώσεις σε εσωκομματικές διαμάχες, μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους των τροτσκιστών. Μια τέτοια μυστικότητα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το καυτό νεαρό αίμα. Επιδίωκε την ενεργό εμφάνιση. Οι νέοι άνθρωποι ήταν σε έξαψη και έβραζαν. Για τον Τρότσκι η νεολαία ήταν το βαρόμετρο του κόμματος. Στην πραγματικότητα, οι τροτσκιστές απορροφούσαν πολύ καλά στελέχη από τη νεολαία, ανάμεσα στους οποίους αναπτύσσονταν ταλαντούχες μορφές στη διαδικασία του αγώνα, τα λόγια των οποίων άκουγε η παλιά φρουρά· συχνά βρίσκονταν κάτω από την επιρροή αυτών των νέων. Οι υποστηρικτές των τροτσκιστών έγιναν όλοι γνωστοί και όλοι εξορίστηκαν. Οι υποστηρικτές των Ντεσιστών υπέφεραν λιγότερο. Δεν υπήρχε κανείς από το Σβερντλόφσκ ή από το Λουγκάνσκ στην εξορία. Οι τοπικοί πυρήνες προφανώς επιβίωσαν, εφόσον δεν “αυτοδιαλύθηκαν” μετά τη δεκαετία του 1930.»[13]

Σύμφωνα με τον Ντούνε, η οργάνωση των Ντεσιστών είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ μεταξύ 1924 και 1927, ώστε αριθμούσε δύο χιλιάδες αγωνιστές με ισχυρές ρίζες στο Χάρκοβο (όπου ο Σαπρόνοφ είχε δραστηριοποιηθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου), το Λουγκάνσκ, το Σβερντλόφσκ και τη Μόσχα. Στο Λένινγκραντ, ωστόσο, οι Ντεσιστές είχαν περιορισμένη παρουσία.

Τον Μάρτιο του 1928, ο Σαπρόνοφ συνέταξε ένα μακροσκελές κείμενο στο οποίο δήλωνε ότι η αντιπολίτευση έπρεπε να επαναπροσδιορίσει τις θέσεις της. Υποστήριξε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν υπήρχε πλέον στην ΕΣΣΔ και πρόσθεσε ότι, ακόμη κι αν το Θερμιδόρ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, είχε φτάσει σε ένα αποφασιστικό σημείο καμπής. Επιπλέον, έκανε πολεμική με τους τροτσκιστές, υποστηρίζοντας ότι ο σταλινικός κεντρισμός είχε έναν ακριβή ταξικό χαρακτηρισμό: η κοινωνική του φύση ήταν μικροαστική.

«Ποιες ταξικές δυνάμεις βρίσκονται πίσω από τον κρατικό και κομματικό μηχανισμό; Η υπεροχή του κεντριστικού κόμματος του Στάλιν, μεταφρασμένη σε ταξική γλώσσα, σημαίνει την υπεροχή της μικροαστικής τάξης, καθώς η κεντριστική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική της μικροαστικής τάξης, η οποία αναζητά πάντα τη “μέση γραμμή” μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, όπως συχνά σημείωνε ο Λένιν. Η μικροαστική τάξη δεν μπορεί να υλοποιήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο έχει χάσει την εξουσία∙ η αστική τάξη δεν την έχει αποκτήσει ακόμη. Έχει διαμορφωθεί ένας ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων, στα θεμέλια του οποίου έχει γεννηθεί ένα κεντριστικό μικροαστικό καθεστώς. Αυτή είναι η σημερινή πολιτική κατάσταση.»[14]

Ο Σαπρόνοφ φανταζόταν –όπως και οι τροτσκιστές– ότι το Θερμιδόρ θα ολοκλήρωνε την πορεία του αφού αποκαθιστούσε τον ιδιωτικό καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά. Παρόλα αυτά συμφωνούσε με τον Τρότσκι όταν δήλωνε ότι ήταν πρόωρο να σκεφτεί κανείς να οικοδομήσει ένα εναλλακτικό κόμμα:

«Παραμένοντας μια φράξια της αντιπολίτευσης του ΠΕΚΚ, πρέπει συστηματικά να ασκούμε επιρροή στο Κόμμα – όχι υπολογίζοντας να νικήσουμε έτσι το Θερμιδόρ και να αποκαταστήσουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου (αυτό είναι μια επιζήμια ψευδαίσθηση), αλλά με στόχο, την κρίσιμη στιγμή της ταξικής πάλης, όταν το προλεταριάτο γίνει ενεργό και ικανό και η μικροαστική τάξη αναποφάσιστη και αμφιταλαντευόμενη… να είμαστε σε θέση με την υποστήριξη του προλεταριακού τμήματος του κόμματος να αρπάξουμε τη λενινιστική μας κληρονομιά και να τη χρησιμοποιήσουμε στην άμεση πάλη με την αστική τάξη για την αποκατάσταση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πρέπει να προετοιμάσουμε την εργατική τάξη για την επερχόμενη αποφασιστική πάλη με την αναπτυσσόμενη αστική αντεπανάσταση. Οι κεντριστές και οι οπορτουνιστές αφοπλίζουν τους εργάτες. Δεν πρέπει μόνο να παλέψουμε με την αστική αντεπανάσταση, αλλά και να καταπολεμήσουμε το έργο των οπορτουνιστών και των κεντριστών που αποδιοργανώνει την εργατική τάξη.»[15]

Η θέση του Σαπρόνοφ ήταν στην πραγματικότητα ένας συμβιβασμός μεταξύ των διαφορετικών θέσεων που υπήρχαν στην ομάδα των Ντεσιστών. Από τη μία πλευρά, υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι ο εκφυλισμός της ΕΣΣΔ είχε πλέον ολοκληρωθεί και η οικοδόμηση ενός νέου επαναστατικού κόμματος ήταν απαραίτητη∙ από την άλλη πλευρά, υπήρχαν μέλη όπως ο Ντρόμπνις που ήθελαν να συμφιλιωθούν με τους τροτσκιστές.

Παρόλα αυτά, η κατάσταση στη Ρωσία επρόκειτο να αλλάξει γρήγορα. Με μια απότομη στροφή, ο Στάλιν περιθωριοποίησε και περιόρισε τη «δεξιά» του κόμματος υπό τους Μπουχάριν και Ρίκοφ. Μέχρι το τέλος του 1928, είχε ήδη δρομολογήσει την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της αγροτιάς στην ύπαιθρο και ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης. Αυτή η στροφή προκάλεσε έναν πραγματικό σεισμό στην τροτσκιστική αντιπολίτευση. Ορισμένοι από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης (ο Πρεομπραζένσκι, ο Ράντεκ και άλλοι) είδαν στην κίνηση του Στάλιν μια ευθυγράμμιση με το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης και σύντομα συνθηκολόγησαν με το καθεστώς, βλέποντας στον ελιγμό του Στάλιν μια στροφή προς τα αριστερά.

Η αντιπολίτευση θεωρούσε ότι ο κύριος κίνδυνος για την επανάσταση ήταν η αστική παλινόρθωση, η οποία διευκολυνόταν από τη σταλινική γραφειοκρατία. Η τελευταία δεν θεωρήθηκε ικανή να διαδραματίσει ανεξάρτητο ρόλο. Η επικείμενη μάχη στη Ρωσία τους φαινόταν ως μάχη μεταξύ των υποστηρικτών της κρατικά καθοδηγούμενης οικονομικής ανάπτυξης (που ταυτιζόταν κατά κάποιο τρόπο με τον σοσιαλισμό) εναντίον μιας αναδυόμενης εύπορης αγροτικής και εμπορικής τάξης που ήταν προσηλωμένη στον ιδιωτικό εμπορευματικό καπιταλισμό. Αυτό που ήταν δύσκολο να δει κανείς σε αυτή τη σύγκρουση ήταν ότι η γραφειοκρατία, με επικεφαλής τον Στάλιν, ετοιμαζόταν να διεκδικήσει το ρόλο της ανεξάρτητα και να δράσει ως μια νέα τάξη που είχε αποφασίσει να οικοδομήσει τη βαριά βιομηχανία εις βάρος τόσο της αγροτιάς όσο και της εργατικής τάξης. Όπως σημειώνει ο Τσίλιγκα, «Είχα ξεκινήσει ταυτίζοντας ασυνείδητα τη γραφειοκρατική κρατική οικονομία με το σοσιαλισμό».[16] Αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί τόσοι πολλοί αντιπολιτευόμενοι συνθηκολόγησαν με τον Στάλιν όταν αυτός έκανε τη στροφή του ενάντια στη ΝΕΠ και προς την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής γεωργίας.

Ο απόηχος από αυτή τη στροφή και από τη συζήτηση που αναπτύχθηκε μεταξύ των αντιπολιτευόμενων στις φυλακές βρίσκεται σε μια επιστολή του Β. Μ. Σμιρνόφ προς τους συντρόφους του στην ομάδα των Ντεσιστών:

«Αγαπητοί φίλοι!

Αύριο με στέλνουν κάπου αλλού. Νομίζω ότι θα είναι καλύτερα από την άποψη των συνθηκών διαβίωσης, αλλά από την άποψη των διασυνδέσεων με τους συντρόφους θα είναι χειρότερα. Ο Θεός ξέρει τι θα συμβεί κατά συνέπεια, και οι εικασίες είναι άχρηστες. Νομίζω ότι το να μιλάμε για θάρρος, αποφασιστικότητα και ούτω καθεξής σε έναν αποχαιρετισμό είναι περιττό και άχρηστο –σαν να μας έλειπε το ένα και να μην είχαμε το άλλο∙ γενικά, τίποτα δεν αυξάνεται ή δεν μειώνεται συνήθως από αυτές τις λέξεις. Θα ήθελα λοιπόν να συνοψίσω εδώ μόνο τις εντυπώσεις μου από την ομάδα μας –ίσως να είναι χρήσιμο.

Σε γενικές γραμμές, όσον αφορά το θεμελιώδες ζήτημα –ότι ο ρεφορμιστικός δρόμος του προλεταριάτου προς την εξουσία είναι ήδη αδύνατος και ότι το να σπέρνουμε αυταπάτες για το λόγο αυτό σημαίνει εξαπάτηση του προλεταριάτου–, για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν διαφωνίες μέσα στην ομάδα. Αυτό είναι σημαντικό. Αλλά υπάρχουν προσωπικές διαφωνίες –έχω ήδη γράψει ποιες από αυτές είναι υψίστης σημασίας– και το να το κρύβουμε αυτό από τους εαυτούς μας δεν έχει νόημα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να σκεφτούμε αυτά τα ζητήματα από κοινού, όπως οφείλουμε.»[17]

Παρόλο που μπορεί να εμφανιζόταν εξωτερικά ως η πιο συγκεντρωτική ομάδα, στο εσωτερικό των Ντεσιστών υπήρχε πάντα μια μάλλον ζωηρή συζήτηση και διαιρέσεις που αυξάνονταν όσο περισσότερο σταθεροποιούνταν το σταλινικό καθεστώς.

Η αλληλογραφία του Σμιρνόφ υπογράμμιζε επίσης τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των Ντεσιστών και των τροτσκιστών:

«Δεν πρόκειται απλώς για μια διαφορετική εκτίμηση του ενός ή του άλλου φλέγοντος ζητήματος της ημέρας από αυτούς και από εμάς, αλλά για μια προσέγγιση στην επίλυση αυτών των ζητημάτων που μας είναι εντελώς ξένη. Αυτό που είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι το πιο επίπονο ψάξιμο στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής, το μικροσκοπικό σκάψιμο στα ζητήματα της πάλης μεταξύ “αριστερών” και “δεξιών” σταλινικών και σε προσωπικές παρατηρήσεις για τα αφεντικά, και μια ιδιαίτερα επιμελής αποφυγή της μελέτης της ευθυγράμμισης των ταξικών δυνάμεων στη χώρα, η οποία σχεδόν πάντα περιορίζεται μόνο στο ζήτημα των “διαθέσεων” της εργατικής τάξης. Τώρα αποδίδουν στις τελευταίες τις δικές τους αυταπάτες για τη σχέση με τη “σοβιετική εξουσία”· τώρα κοιτάζουν δειλά γύρω τους σχετικά με τις “θερμιδοριανές διαθέσεις” στο προλεταριάτο, προειδοποιώντας για “κακόβουλες αντιδράσεις στις ίδιες τις εργατικές μάζες” και ούτω καθεξής. Είναι έτοιμοι να κάνουν τις μάζες όργανο της περίφημης “μεταρρύθμισής” τους, αλλά φοβούνται μέχρι θανάτου την πραγματική ταξική πάλη, φοβούμενοι ορθά ότι αυτή θα ξεπεράσει τις χλιαρές “ντιρεκτίβες” τους.

Γι’ αυτό μου φαίνεται ότι, στο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου που δημιουργείται, αποτελούν μια οπορτουνιστική ομάδα –κάτι σαν τους πρώην Μενσεβίκους. Και γι’ αυτό, σε μια από τις επιστολές σχετικά με τη θέση του Τρότσκι, τον αποκάλεσα μισό-Μενσεβίκικο. Δεν νομίζω ότι έκανα λάθος σε αυτό.»[18]

Ο Άντε Τσίλιγκα ήταν έγκλειστος στις φυλακές Βέρχνε-Ουράλσκ από το 1930 έως το 1933, όπου δημιουργήθηκε ένα πραγματικό «Πανεπιστήμιο της Αντιπολίτευσης». Στην αυτοβιογραφία του «Το ρωσικό αίνιγμα», ανασυνθέτει τη συζήτηση, η οποία, σε εκείνη τη φάση, αναπτυσσόταν μεταξύ των αγωνιστών των διαφόρων αντιπολιτεύσεων και εντός των διαφόρων αντιπολιτεύσεων. Διαφορετικές θέσεις διατυπώθηκαν στην ομάδα των Ντεσιστών όσον αφορά τη φύση του σταλινικού καθεστώτος και τη σημασία του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου.

«Η μικρή ομάδα [των Ντεσιστών] στην απομόνωσή μας χωρίστηκε αυτή τη φορά σε τρεις ή τέσσερις φράξιες. Κάποιοι συνέχισαν να πιστεύουν ότι ο Λένιν, μετά τον Οκτώβρη, αν και έκανε κάποια μικρά λάθη, είχε μια σωστή στάση, και ότι η γραμμή αυτή άρχισε να παρεκκλίνει μόνο με τον Στάλιν. Άλλοι θεωρούσαν ότι ήδη από την εποχή του Λένιν, με την εγκαθίδρυση της ΝΕΠ, η αστικοδημοκρατική δομή της επανάστασης είχε υπερισχύσει της σοσιαλιστικής δομής και ότι ο ίδιος ο Λένιν δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε. Η τρίτη φράξια δήλωσε ότι παρά τις διακηρύξεις, η σοσιαλιστική δομή της επανάστασης ήταν πάντα πιο αδύναμη από τη μικροαστική δομή. Κατά συνέπεια, η αναθεώρηση του λενινισμού δεν αφορούσε πλέον μόνο τον κρατικό καπιταλισμό, αλλά και τη δικτατορία του προλεταριάτου.»[19]

Μία από τις πιο ριζοσπαστικές θέσεις είχε υιοθετήσει ο νεαρός Ντεσιστής Βολόντια Σμιρνόφ, η οποία είχε εξαιρετική ομοιότητα με εκείνη των Συμβουλιακών Κομμουνιστών Ότο Ρούλε και Πολ Μάτικ, αλλά και των Μαξ Σάχτμαν και Τζέιμς Μπάρναμ:

«Δεν υπήρξε ποτέ προλεταριακή επανάσταση, ούτε δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία, υπήρξε απλώς μια “λαϊκή επανάσταση” από τα κάτω και μια δικτατορία από τα πάνω. Ο Λένιν δεν ήταν ποτέ ιδεολόγος του προλεταριάτου. Από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν ιδεολόγος της διανόησης.»

Αυτές οι ιδέες του Σμιρνόφ ήταν συνδεδεμένες με τη γενική άποψη ότι ο κόσμος κατευθύνεται άμεσα προς μια νέα ταξική μορφή –τον κρατικό καπιταλισμό, με τη γραφειοκρατία ως τη νέα άρχουσα τάξη… «Ο κομμουνισμός είναι ένας ακραίος φασισμός, ο φασισμός είναι ένας μετριοπαθής κομμουνισμός», έγραφε στο άρθρο του «Κομφασισμός»... Η πλειοψηφία της φράξιας των Ντεσιστών, ο Νταβίντοφ, ο Σαπίρο κ.ά., θεώρησαν ότι η αίρεση του νεαρού Σμιρνόφ είχε ξεπεράσει κάθε όριο, και τον απέβαλαν από την ομάδα, σε κλίμα αναστάτωσης.[20]

Η επιθανάτια αγωνία της μικροαστικής δικτατορίας

Το κείμενο του Σαπρόνοφ για την καπιταλιστική φύση της ΕΣΣΔ, με τίτλο «Η θανάσιμη αγωνία της μικροαστικής δικτατορίας» και ημερομηνία Δεκέμβριος 1931, γράφτηκε κατά τη διάρκεια αυτής της συγκλονιστικής ιστορικής φάσης και στο πλαίσιο μιας συζήτησης που προσπαθούσε να εξηγήσει όχι μόνο την ήττα της επανάστασης αλλά και την άνοδο ενός νέου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος. Ο Σαπρόνοφ ξεκίνησε από τον εγγενώς καπιταλιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής στην ΕΣΣΔ:

«Το επίσημο δόγμα έχει ως εξής: “Έχουμε εισέλθει στην περίοδο του σοσιαλισμού. Δύο συστήματα υπάρχουν στον κόσμο: το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό. Εκεί υπάρχει κρίση, εμείς έχουμε ευημερία∙ εκεί είναι η φτωχοποίηση των μαζών, εδώ υπάρχει συνεχής αύξηση της ευημερίας τους κ.λπ.”.

Ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν δύο συστήματα είναι σωστός από την άποψη ότι πρόκειται για δύο μορφές εκμετάλλευσης. Αλλά αυτό δεν είναι καινούργιο∙ ακόμη και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν ορισμένες διαφορές και ιδιαιτερότητες στη μορφή και τα μέσα της εκμετάλλευσης. Στην Αμερική, η δωροδοκία της εργατικής αριστοκρατίας και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, καθώς και η οργάνωση ένοπλων ομάδων απεργοσπαστών είναι πιο ολοκληρωμένη από ό,τι στις χώρες της Ευρώπης. Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι αμερικανικές μέθοδοι –που πολλαπλασιάστηκαν από το φασισμό– διεθνοποιήθηκαν.

Οι μορφές εκμετάλλευσης στη χώρα μας είναι χαρακτηριστικές, επειδή αναπτύχθηκαν στο έδαφος της ήττας της προλεταριακής επανάστασης. Το υποκείμενο της εκμετάλλευσης (η γραφειοκρατία) κρύβει την πιο σκληρή εκμετάλλευση –μέχρι και τις φασιστικές μεθόδους– με φραστικό κομμουνισμό και ψεύτικο διεθνισμό, και γι’ αυτό οι μέθοδοί της φαίνονται λιγότερο κυνικές. Με αυτή την έννοια, υπάρχουν δύο οικονομικά συστήματα –ή, μάλλον, δύο συστήματα εκμετάλλευσης–, αλλά το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης παραμένει. Ο βαθμός εκμετάλλευσης στη χώρα μας, στο έδαφος της φτώχειας και της κακής διαχείρισης, είναι μεγαλύτερος. Ο ισχυρισμός για την περίοδο του σοσιαλισμού δεν καταργεί την εκμετάλλευση, αλλά την αποκρύπτει και την ενισχύει…

Αν τα μέσα παραγωγής στη χώρα μας είναι εθνικοποιημένα και η κρατική εξουσία δεν βρίσκεται στην εργατική τάξη, τότε το γεγονός από μόνο του της απουσίας ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής λέει ότι έχει αλλάξει το υποκείμενο της εκμετάλλευσης (ο ιδιοκτήτης) αλλά όχι το αντικείμενο (η εργατική τάξη)…

Στο σύνολό τους, οι συνθήκες της εργατικής τάξης στη χώρα μας χαρακτηρίζονται από το ίδιο πράγμα που συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή από την ύπαρξη της εργασιακής τους δύναμης ως εμπόρευμα. Οι μισθοί καθορίζονται από την αυθαιρεσία των κρατικών λειτουργών. Οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν συμμετέχουν στον καθορισμό της τιμής του δικού τους εμπορεύματος –της εργασιακής τους δύναμης– αλλά στερούνται ακόμη και της δυνατότητας να επηρεάσουν αυτόν τον καθορισμό. Εδώ, η εργασιακή δύναμη δεν είναι απλώς ένα εμπόρευμα, αλλά ένα εμπόρευμα που βρίσκεται σε χειρότερες συνθήκες πώλησης από ό,τι στην καπιταλιστική κοινωνία. Οι εργαζόμενοι στερούνται το στοιχειώδες δικαίωμα να επιλέγουν οι ίδιοι την εργασία τους. Στερούνται όλα τα μέσα άμυνας απέναντι στη σκληρή εκμετάλλευση από το κράτος-εργοδότη.»[21]

Ωστόσο, όταν εξέτασε την κολεκτιβοποίηση, ο ηγέτης των Μπολσεβίκων πρόσθεσε ότι:

«Η “κολεκτιβοποίηση” διεξάγεται με αστυνομικές μεθόδους. Οι αγρότες απαλλοτριώνονται από τον εξοπλισμό τους, τα ζώα μεταφοράς και τα άλλα ζώα, ακόμη και τα πουλερικά τους· τα πάντα σύρονται σε έναν άτακτο σωρό και αυτό το ονομάζουν σοσιαλισμό. Η γεωργία μετατρέπεται από ιδιωτική και μικρής κλίμακας –αν και εξατομικευμένη και με τον τρόπο της αναρχικά οργανωμένη– σε “μεγάλης κλίμακας” και κυβερνητική, αλλά ανοργάνωτη και στερημένη από παραγωγικά ερεθίσματα.»[22]

Όσον αφορά το νόμο της αξίας, ο προβληματισμός του Σαπρόνοφ θυμίζει τη μεταγενέστερη ανάλυση του Τόνι Κλιφ κατά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την οποία ο νόμος της αξίας δεν λειτουργούσε στο εσωτερικό της χώρας, αλλά μόνο στις σχέσεις της με την παγκόσμια αγορά.[23]

«Στο κρατικό εμπόριο στη χώρα μας δεν κυριαρχεί ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, αλλά ένα κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο με κερδοσκοπικές μονοπωλιακές τιμές (υπερκέρδη) και με επιβεβλημένο εύρος στην ποικιλία αγαθών. Εκτός των συνόρων της χώρας μας, τα εμπορεύματά μας υπόκεινται σε όλους τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Όχι μόνο πωλούνται κάτω από το κόστος παραγωγής, αλλά γενικά πωλούνται σε τιμές ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η εργατική τάξη της “Σοβιετικής Ένωσης” υφίσταται εκμετάλλευση όχι μόνο από την κυρίαρχη γραφειοκρατία στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και μέσω της διαμεσολάβησής της από την παγκόσμια αστική τάξη.

Συνολικά, όλα τα μέσα παραγωγής –τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο– είναι κυβερνητικοποιημένα, όλη η παραγωγή είναι ιδιοκτησία του κράτους. Το κράτος οργανώνει την παραγωγή και την πουλάει. Δημιουργήθηκε ένας στρατός από υπαλλήλους αρκετών εκατομμυρίων για τη διεξαγωγή των λειτουργιών της διοίκησης, της παραγωγής και του εμπορίου. Αυτός ο στρατός δεν παράγει, αλλά καταναλώνει το καλύτερο μέρος αυτού που παράγεται.»[24]

Σε αντίθεση με τον Κλιφ, ωστόσο, και με την επιφυλακτικότητα που θα είχε αργότερα ο Μπορντίγκα στον χαρακτηρισμό της σοβιετικής γραφειοκρατίας, ο Σαπρόνοφ δεν μιλούσε για αυτήν ως κοινωνική τάξη αλλά ως «κοινωνικό στρώμα» και αναγνώριζε σε αυτήν μερικά προλεταριακά χαρακτηριστικά.

«Αποτελεί ένα κοινωνικό στρώμα που ενδιαφέρεται να εκμεταλλευτεί τόσο την πόλη όσο και την ύπαιθρο. Ένα μέρος αυτής της γραφειοκρατίας προήλθε από τις τάξεις του επαναστατικού προλεταριάτου, αλλά η πλειοψηφία δεν έχει καμία σχέση με τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η πλειοψηφία αυτής της γραφειοκρατίας στρατολογήθηκε εν μέρει από τις δυνάμεις που εχθρεύονται ανοιχτά την εργατική τάξη, και εν μέρει από την παρακμασμένη μικροαστική τάξη και από τα χειρότερα ημιαγροτικά τμήματα της εργατικής τάξης.»[25]

Σύμφωνα με τον Σαπρόνοφ, η γραφειοκρατία παρ’ όλα αυτά δεν ανέπτυξε προοδευτικές λειτουργίες και έθεσε τον εαυτό της πάνω και έξω από τις τάξεις:

«Αυτή η γραφειοκρατία δεν ανατράφηκε με την επανάσταση, αλλά με την ασφυξία της. Γι’ αυτό είναι εχθρική τόσο προς την επανάσταση όσο και προς την εργατική τάξη. Ταυτόχρονα είναι αντι-αστική, στο βαθμό που είναι μικροαστική. Είναι εχθρική προς την εργατική τάξη επειδή η κυριαρχία της αποκλείει την ύπαρξη μιας παρασιτικής γραφειοκρατίας. Η αστική τάξη δεν χρειάζεται μια τέτοια κακής ποιότητας γραφειοκρατία (γενικά, μια τέτοια πολυάριθμη γραφειοκρατία είναι ακόμη και περιττή για την αστική τάξη). Η γραφειοκρατία το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και γι’ αυτό πολεμάει τόσο κατά της εργατικής τάξης όσο και κατά της αστικής τάξης. Και πολεμάει ενάντια στην ιδιωτική μικροαστική οικονομία, επειδή η ανάπτυξη της τελευταίας οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, και κατά συνέπεια στην απώλεια από τη γραφειοκρατία του κράτους της…

Αυτή η οικονομία... δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάτω από κανέναν άλλο ορισμό παρά μόνο κάτω από έναν ιδιότυπο, τερατώδη κρατικό καπιταλισμό.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν πίστευαν ότι οποιοσδήποτε κρατικός καπιταλισμός είναι προοδευτικός…

Από τη σκοπιά της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού, ο κρατικός μας καπιταλισμός όχι μόνο δεν είναι η υψηλότερη μορφή της ανάπτυξης του καπιταλισμού· μάλλον, είναι η αρχική του μορφή –η μορφή (υπό ιδιαίτερες συνθήκες) της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, μια μεταβατική μορφή από την προλεταριακή επανάσταση στον ιδιωτικό καπιταλισμό.

Όπως στην Αγγλία τον 16ο και 17ο αιώνα, ο μικρής κλίμακας παραγωγός στερήθηκε τα μέσα παραγωγής μέσω των “περιφράξεων” (βλ. Κεφάλαιο, τόμος 1), έτσι και στη χώρα μας η λεγόμενη “κολεκτιβοποίηση” χώρισε τον μικρής κλίμακας αγρότη παραγωγό μας από τα μέσα παραγωγής. Και αν στην Αγγλία “τα πρόβατα καταβρόχθιζαν τους αγρότες”, στη χώρα μας τα γραφειοκρατικά κολχόζ έφαγαν τόσο τα πρόβατα όσο και τους αγρότες.»[26]

Τέλος, ο Σαπρόνοφ ασκούσε πολεμική εναντίον της τροτσκιστικής και ημι-τροτσκιστικής θέσης που αρνούνταν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του σταλινικού καθεστώτος με βάση το επιχείρημα ότι η οικονομία είχε εθνικοποιηθεί:

«Άλλοι σύντροφοι συμφωνούν ότι η εξουσία μας είναι μικροαστική, αλλά το κράτος είναι προλεταριακό. Επιπλέον, επικαλούνται το γεγονός της εθνικοποίησης ως επιχείρημα. Ας αφήσουμε στην άκρη το ότι αν τα μέσα παραγωγής βρίσκονται στα χέρια της γραφειοκρατίας, αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκονται στα χέρια του προλεταριάτου∙ αλλά είναι επιτακτική ανάγκη να σημειωθεί ότι εδώ αναμειγνύονται δύο παράγοντες: η οικονομική βάση με το πολιτικό εποικοδόμημα. Στην ιστορία, συνέβη το εξής: η πολιτική υπερδομή –το κράτος και η εξουσία– δεν αντιστοιχούσε στην οικονομική βάση, αλλά ποτέ δεν συνέβη και δεν μπορεί να συμβεί ότι το κράτος ανήκε σε μια τάξη και η εξουσία σε μια άλλη. Από αυτή την ιδέα –ότι το κράτος και η εξουσία δεν είναι ένα και το αυτό– δεν πρέπει να εξαχθεί ένα συμπέρασμα σχετικά με τη διαχωρισμένη ύπαρξή τους. Το να φανταζόμαστε το κράτος χωρίς την κρατική εξουσία σημαίνει να φανταζόμαστε ένα πρόσωπο χωρίς κεφάλι (αν και αυτό συμβαίνει στα παραμύθια).

Συναντάμε “αντιρρήσεις” κατά του χαρακτηρισμού της οικονομίας μας ως κρατικής καπιταλιστικής, ότι δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές. Ο “συνολικός καπιταλιστής” –το κράτος– ξεχνιέται εδώ, και ξεχνούν ότι ακόμα και στο σοσιαλισμό θα υπάρχει για κάποιο χρονικό διάστημα ένα “αστικό κράτος χωρίς τους αστούς” (Λένιν). Είτε μια μικρή ομάδα καπιταλιστών είτε ένας στρατός γραφειοκρατών (και μέσω αυτών, η παγκόσμια αστική τάξη) που αριθμεί εκατομμύρια, εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο, η πραγματικότητα ότι ο εργάτης παραμένει μισθωτός σκλάβος δεν αλλάζει εξαιτίας αυτού, και τα μέσα παραγωγής δεν χάνουν τα καπιταλιστικά τους χαρακτηριστικά εξαιτίας αυτού.»[27]

Η ανάλυση της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ ως κρατικού καπιταλισμού, με μαρξιστικό τρόπο, ξεκίνησε με αυτό το έργο που γράφτηκε από έναν εργάτη στις δύσκολες συνθήκες της φυλακής. Στη συνέχεια, άλλοι[28] θα προσδιόριζαν με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί στο Κρεμλίνο. Αν και ο καθένας τους έδινε διαφορετική έμφαση στις εκτιμήσεις του για τον ακριβή χαρακτήρα του καθεστώτος του Στάλιν, όλοι επέμεναν ότι όσο υπήρχαν εμπορεύματα, μισθοί και εκμετάλλευση δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε σοσιαλισμός ούτε εργατικό κράτος στη Ρωσία. Για το λόγο αυτό, το δοκίμιο του Σαπρόνοφ παραμένει ορόσημο του αντιγραφειοκρατικού και επαναστατικού σοσιαλισμού. Ο Σαπρόνοφ και ο Σμιρνόφ, όπως και όλοι οι άλλοι μαχητικοί επαναστάτες, επρόκειτο να εκτελεστούν το 1937, αλλά χωρίς να υποκύψουν, χωρίς να υποχωρήσουν. Το ρεύμα των Ντεσιστών, στραγγαλισμένο από την καταστολή, δεν θα επιβίωνε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Σαπρόνοφ πίστευε ότι αν και η πρώτη επαναστατική επίθεση είχε ηττηθεί από τις εσωτερικές δυνάμεις του σταλινισμού και τις εξωτερικές πιέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το κόμμα δεν είχε εκλείψει. Πίστευε ότι οι αντιφάσεις μέσα στις οποίες πάλευε το ρωσικό κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς θα εκρήγνυντο.

«Όλες οι πολιτικές του γραφειοκρατικού καθεστώτος, η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής της πόλης και της υπαίθρου στα χέρια του και η ανικανότητά του να οργανώσει την παραγωγή σε συνθήκες στραγγαλισμού της εργατικής τάξης θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στη μεταφορά των μέσων παραγωγής στα χέρια της εθνικής και παγκόσμιας αστικής τάξης...

Η διαλεκτική αντίφαση της ύπαρξης μιας τόσο παρασιτικής γραφειοκρατίας συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί να κυβερνήσει μόνο υπό συνθήκες αποταξικοποίησης όλων των τάξεων. Το τελευταίο συμβαίνει λόγω της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η καταστροφή οδηγεί αναπόφευκτα στην πτώση ολόκληρου του γραφειοκρατικού οικονομικού συστήματος∙ η κυριαρχία της γραφειοκρατίας θα χαθεί μαζί της. Από αυτό πηγάζουν οι προσπάθειές της, ξεκινώντας από το 1929 και χωρίς να στηρίζεται στη συνειδητή βούληση καμιάς τάξης, να κατασκευάσει μια ιδανική γραφειοκρατική κρατική καπιταλιστική οικονομία. Αλλά αυτές οι προσπάθειες οδηγούνται σε αποτυχία.»[29]

Τα γεγονότα της ιστορίας αποδείχθηκαν πιο πολύπλοκα από ό,τι θα μπορούσε να προβλέψει ο Σαπρόνοφ το 1931. Η ΕΣΣΔ κατέρρευσε εβδομήντα χρόνια αργότερα. Παρόλα αυτά, σε μια έκλαμψη διαύγειας, ο Σαπρόνοφ διατύπωσε ένα ενδεχόμενο που έσκισε τον γκρίζο ουρανό του χειμώνα της Σιβηρίας: «Όσο περισσότερο καθυστερεί η [πτώση αυτής της δικτατορίας], τόσο πιο καταστροφική θα είναι η πτώση της».[30]

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Yurii Colombo, “Sapronov and the Russian Revolution”, International Socialist Review, τεύχος 103, χειμώνας 2016/2017, https://isreview.org/issue/103/sapronov-and-russian-revolution/. Αναδημοσίευση: libcom.org, 20 Μαΐου 2017, https://libcom.org/article/sapronov-and-russian-revolution-yurii-colombo. Matrioska, 15 Απριλίου 2021, https://www.matrioska.info/storia/yurii-colombo-timofej-sapronov-and-russian-revolution/.

 

Σημειώσεις

[1] Για μια σύντομη αλλά χρήσιμη περίληψη των συζητήσεων αυτής της περιόδου, βλέπε Chris Harman, “How the Revolution Was Lost”, International Socialism (1η σειρά), τεύχος 30, (Φθινόπωρο 1967), https://www.marxists.org/archive/harman/1967/xx/revlost.htm [Κρις Χάρμαν, «Πώς χάθηκε η επανάσταση;» στο Κώστας Πίττα (επιμέλεια), ΕΣΣΔ απ’ το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1989· αναδημοσίευση: Κώστας Πίττα (επιμέλεια), Πώς χάθηκε η ρώσικη επανάσταση. Από το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1998].

[2] Η Εργατική Αντιπολίτευση, η οποία ιδρύθηκε από την Κολλοντάι και τον Σλιάπνικοφ το 1920, χαρακτηριζόταν από έντονη κριτική προς τη γραφειοκρατικοποίηση του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) [ΡΚΚ(μπ)] και απαιτούσε να περάσει η διαχείριση της οικονομίας στα χέρια των συνδικάτων. Διαλύθηκε το 1922. Η Εργατική Ομάδα -που ιδρύθηκε μυστικά το 1923 και είχε επικεφαλής τον Γκαβρίλ Μιάσνικοφ- αντιτάχθηκε ευθέως στη ΝΕΠ, συμμετείχε στις απεργίες των εργατών στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και απαίτησε την ελευθερία του Τύπου για όλους τους εργάτες. Μετά τη μετανάστευση του Μιάσνικοφ στη Γαλλία, η ομάδα ανέπτυξε μερικές ακόμη δραστηριότητες στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η «Εργατική Αλήθεια» -η οποία ιδρύθηκε το 1922 και ανάγεται στις ιδέες του φιλοσόφου, επιστήμονα και συγγραφέα Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ- έδρασε ως παράνομη φράξια εντός του Μπολσεβίκικου Κόμματος και συμμετείχε ενεργά στους εργατικούς αγώνες. Καταδιωκόμενη από την Τσεκά (τη μυστική αστυνομία της Ρωσίας εκείνη την εποχή), αποδεκατίστηκε και εξαφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ενώ ο Μπογκντάνοφ αποσύρθηκε από την πολιτική για να επικεντρωθεί σε επιστημονικές έρευνες. [Βλ. Michel Olivier, «Η ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, η Εργατική Αντιπολίτευση, τα παράνομα κινήματα της αντιπολίτευσης, η κρίση του κόμματος, η Κρονστάνδη και το τέλος της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία», e la libertà, 21 Ιουνίου 2021, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/7479-%CE%B7-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7,-1919-1928.]

[3] Ronald Gregor Suny, The Soviet Experiment: Russia, the USSR, and the Successor States (Λονδίνο: Oxford University Press, 1998), 131.

[4] Ante Ciliga, The Russian Enigma (Λονδίνο: Ink Links Ltd., 1979), 275.

[5] Το υλικό των κεντρικών αρχείων της FSB σχετικά με την «Ομάδα των 15» αποτελείται από σαράντα επτά έγγραφα, φυλλάδια και επιστολές. Τη δεκαετία του 1990, μαζί με μια μικρή ομάδα από τη ρωσική αριστερά, διέθεσα αυτά τα έγγραφα στο σύνολό τους –χωρίς επεξεργασία και διάταξη– στο Διαδίκτυο. Βλ. https://leftcom.wordpress.com/wp-content/uploads/2011/10/collection-of-documents-on-the-decists.pdf.

[6] Θερμιδόρ –ο ενδέκατος μήνας στο γαλλικό επαναστατικό ημερολόγιο του 1794– όταν ο Ροβεσπιέρος και η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από το Διευθυντήριο. Στο σοβιετικό αντιπολιτευτικό κίνημα ο όρος σήμαινε την ολοκλήρωση της διαδικασίας της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης στη Ρωσία. [Βλ. σχετικά: Mark Hoskisson, «Οι κόκκινοι Γιακοβίνοι: Το Θερμοδόρ και η ρωσική επανάσταση το 1921», e la libertà, 18 Φεβρουαρίου 2024, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9444-%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%81-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF-1921].

[7] Edward Dune, “Democratic Centralism”, http://libcom.org/library/democratic-centralism-eduard-dune. Αρχείο του Λ.Δ. Τρότσκι, τόμος 2 [Eduard Dune, «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», e la libertà, 1 Ιανουαρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9914-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82].

[8] Πρόκειται για το μοναδικό κείμενο της Ομάδας των 15 που δημοσιεύτηκε στο εξωτερικό, στη Γαλλία, στο Le reveil communiste, το Συμβουλιακό Κομμουνιστικό περιοδικό του Ιταλού Michelangelo Pappalardi, υπό τον τίτλο «Avant Thermidor» το 1927.

[9] Ό.π.

[10] Hedda Korsch, «Memories of Karl Korsch», New Left Review, τεύχος 76, 1972, https://www.marxists.org/archive/korsch/memories-korsch.htm.

[11] Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας (Russian State Archive of Social and Political History / RGASPI): (τόμος 1), 109-22. Οι δεκαπέντε αγωνιστές που υπέγραψαν την πλατφόρμα ήταν οι εξής: Ν. Ζαβαριάν, μέλος του κόμματος από το 1906, Μπ. Εμελιάνοφ (Καλίν), μέλος του κόμματος από το 1910, Τ. Β. Σαπρόνοφ, μέλος του κόμματος από το 1911, Μ. Ν. Μίνο, μέλος του κόμματος από τον Απρίλιο του 1917, Μ. Ι. Μίνκοφ, μέλος του κόμματος από το 1912, Β. Μ. Σμιρνόφ, μέλος του κόμματος από το 1907, Τ. Χαρέτσκο, μέλος του κόμματος από το 1914- Β. Π. Ομπόριν, μέλος του κόμματος από το 1904, Ι. Κ. Ντασκόφσκι, μέλος του κόμματος από τον Μάρτιο του 1917, Σ. Σράιμπερ, μέλος του κόμματος από το 1908, Μ. Σμιρνόφ, μέλος του κόμματος από τον Απρίλιο του 1917, Φ. Ι. Πιλιπένκο, μέλος του κόμματος από τον Μάρτιο του 1917, Ε. Ντούνε, μέλος του κόμματος από τον Μάρτιο του 1917, Α. Λ. Σλίντοβκερ, μέλος του κόμματος από τον Απρίλιο του 1917, και Λ. Τιχόνοφ, μέλος του κόμματος από το 1917.

[12] RGASPI: 9685 (τόμος 1), 145-47.

[13] Eduard Dune, “Democratic Centralism” [Eduard Dune, «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», ό.π.].

[14] RGASPI: Fund 589, List 1, File 9685 (τόμος 2), 144-162.

[15] Ό.π.

[16] Ciliga, The Russian Enigma, 93.

[17] RGASPI: Smirnov, 10/III-30, Verkhne-Ur[alsky] P/IZO: Vladimir Smirnov, “Letter to decists”, libcom.org, 6 Νοεμβρίου 2011, https://libcom.org/article/letter-decists-vladimir-smirnov.

[18] Ό.π.

[19] Ciliga, The Russian Enigma, 276.

[20] Ό.π., 281.

[21] RGASPI: Р-37963, τόμος 2, 1-11. Timofei Sapronov, “The Death-Throes of the Petty Bourgeois Dictatorship” [Timofei Sapronov, «Η θανάσιμη αγωνία της μικροαστικής δικτατορίας», e la libertà, 1 Ιανουαρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9916-%CE%B7-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%B7-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%BF%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82].

[22] Ό.π.

[23] Tony Cliff, Russia: A Marxist Analysis (Λονδίνο: International Socialism, 1964).

[24] RGASPI: Ρ-37963, τόμος 2, 1-11.

[25] Ό.π.

[26] Ό.π.

[27] Ό.π.

[28] Οι C. L. R. James, Grandizo Munis, Amadeo Bordiga και Tony Cliff.

[29] Ό.π.

[30] Ό.π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:28

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.