Τρίτη, 19 Δεκεμβρίου 2023 23:43

Για την αντιρατσιστική εξέγερση στη Γαλλία. Η κρατική καταστολή της εξέγερσης του καλοκαιριού 2023

Συνοικία Πλανουάζ της Μπεζανσόν, 29 Ιουνίου 2023 Φωτογραφία: Toufik-de-Planoise – CC BY-SA 4.0

 

 

Ibrahim Bechrouri

 

Για την αντιρατσιστική εξέγερση στη Γαλλία

Η κρατική καταστολή της εξέγερσης του καλοκαιριού 2023

 

 

Στις 27 Ιουνίου, στη Ναντέρ, ένα υποβαθμισμένο προάστιο (που συνήθως αναφέρεται ως banlieue) του Παρισιού, ο Ναέλ Μερζούκ, ένας 17χρονος έφηβος, πυροβολήθηκε εν ψυχρώ από τη γαλλική αστυνομία κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου της τροχαίας. Ο αστυνομικός ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του, αλλά ένα βίντεο που δόθηκε στη δημοσιότητα λίγες ώρες μετά τη δολοφονία δείχνει ξεκάθαρα ότι το όχημα που οδηγούσε ο Ναέλ δεν αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για τον δολοφόνο.

Λίγες ώρες μετά τη δολοφονία, ένα άλλο βίντεο αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο ένας εξαγριωμένος οδηγός ασθενοφόρου καταφέρεται εναντίον των αστυνομικών της Ναντέρ. Μέσα στην οργή του, προέβλεψε βία, μια εξέγερση, η οποία θα γινόταν το ίδιο βράδυ στη Ναντέρ για να εκδικηθεί τον θάνατο του Ναέλ. Η πραγματικότητα ξεπέρασε τις προβλέψεις του: εκείνο το ίδιο βράδυ ξέσπασε εξέγερση στη Ναντέρ, αλλά διαδηλώσεις ξέσπασαν και πολύ πιο πέρα, και συγκεκριμένα σε πολλά γαλλικά banlieues, μέρη όπου συγκεντρώνονται μετανάστες της εργατικής τάξης από τις πρώην γαλλικές αποικίες, ιδίως της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής, καθώς και τα παιδιά τους. Οι διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους, ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία και έκαψαν επιχειρήσεις και δημόσια κτίρια για να απαιτήσουν δικαιοσύνη για τον Ναέλ και όλους τους άλλους που σκοτώθηκαν από την αστυνομική βία.

Η εξέγερση αυτή διήρκεσε λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα, αλλά ήταν μοναδική ως προς την έντασή της. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν με επιτυχία τους δρόμους και αντιμετώπισαν την αστυνομία για αρκετή ώρα, αναγκάζοντάς την να υποχωρήσει και να αποσυρθεί πολλές φορές. Κατάφεραν επίσης να ελέγξουν τη διαδικτυακή αφήγηση και κέρδισαν μεγάλη υποστήριξη παρουσιάζοντας μια εορταστική προσέγγιση της επαναστατικής βίας. Αυτές οι εξεγέρσεις ήταν επίσης πολύ πιο εκτεταμένες από την εξέγερση του 2005, που διήρκεσε τρεις εβδομάδες, μετά τον θάνατο των Ζιέντ Μπεννά και Μπουνά Τραορέ, οι οποίοι έπαθαν ηλεκτροπληξία σε υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν από αστυνομικό έλεγχο ταυτότητας.

 

Η εξέγερση του 2005

Έζησα την εξέγερση του 2005 από πρώτο χέρι. Εκείνη την εποχή, φοιτούσα στο Λύκειο Maurice Utrillo στο Σταιν, το οποίο τότε κατατασσόταν ως το δεύτερο χειρότερο λύκειο στη Γαλλία (πέρασα υπέροχα εκεί). Το 2005, εκείνοι που εξεγέρθηκαν ήταν συχνά μεγαλύτεροι από εμάς τους μαθητές λυκείου, είχαν τελειώσει το σχολείο και, όπως τόσοι πολλοί νέοι στα banlieues μέχρι σήμερα, βρέθηκαν χωρίς δουλειά ή ευκαιρίες. Η ταπείνωση και η αστυνομική βία ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους. Δεν συμμετείχα άμεσα στις εξεγέρσεις, αλλά ένιωσα άμεση συμπάθεια για τους διαδηλωτές, επειδή, από πολλές απόψεις, η κατάστασή μου ήταν παρόμοια με τη δική τους. Ζούσα σε μια υποβαθμισμένη κοινότητα, παρενοχλούμουν τακτικά από την αστυνομία με ελέγχους ταυτότητας, βίωνα συχνά την ισλαμοφοβία, φοιτούσα σε ένα σχολείο που στην πραγματικότητα έμοιαζε με φυλακή, έβλεπα ταλαντούχους ανθρώπους γύρω μου να παλεύουν να βρουν στέγη ή δουλειά εξαιτίας της θρησκείας ή της εθνικότητάς τους, και είχα φίλες και συμμαθήτριες που αναγκάστηκαν να σταματήσουν να φορούν χιτζάμπ επειδή, το 2004, ένας νόμος το κατέστησε παράνομο στα σχολεία.

Εκείνη την εποχή είχα ελάχιστη πολιτική συνείδηση. Ήμουν 15 ετών, τα πήγαινα αρκετά καλά στο σχολείο. Δεν σκεφτόμουν καν αμυδρά τον εαυτό μου ως μαρξιστή, κομμουνιστή ή επαναστάτη. Δεν καταλάβαινα πραγματικά τις εξεγέρσεις ή το νόημά τους, απλά ένιωθα ότι οι εξεγερμένοι είχαν δίκιο. Αυτό το συναίσθημα ενισχύθηκε όταν, τρεις ημέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο σημαντικές νύχτες του ιερού μήνα του Ραμαζανιού, η αστυνομία, κυνηγώντας μια ομάδα διαδηλωτών, έριξε δακρυγόνα σε ένα τζαμί κατά τη διάρκεια του Ταραουίχ, μιας προσευχής που συνήθως παρακολουθούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Αρκετοί άνθρωποι έπεσαν αναίσθητοι, και αν αυτό το τζαμί έμοιαζε με το υπόγειο που χρησιμοποιούσαμε ως τζαμί όπου ζούσα στο Σεν Ντενί, εκπλήσσομαι που δεν υπήρξαν θύματα, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ηλικιωμένων που παρακολουθούσαν το Ταραουίχ και του σχεδόν ανύπαρκτου εξαερισμού.

Μετά από περίπου δέκα ημέρες εξέγερσης, το γαλλικό κράτος κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένα μέτρο που επινόησε η Γαλλία όταν αντιμετώπιζε το τέλος του αποικιακού της πολέμου στην Αλγερία το 1955, και το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί μόνο μία φορά από τότε, το 1985 στη Νέα Καληδονία για να καταστείλει ένα άλλο κίνημα αποαποικιοποίησης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της Γαλλίας παραχωρεί έκτακτες εξουσίες στο κράτος και επεκτείνει δραματικά τις αστυνομικές δικαιοδοσίες. Η εξέγερση καταπνίγηκε στη συνέχεια με μια βίαιη καταστολή.

 

Το πλαίσιο των εξεγέρσεων του 2023

Το καλοκαίρι του 2023, πολλοί δημοσιογράφοι έθεταν το ερώτημα πότε ο Εμανουέλ Μακρόν θα κατέφευγε σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να καταπνίξει την εξέγερση. Είχαν χάσει την ουσία, διότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είχε ήδη κανονικοποιηθεί. Το 2015, η τρίτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας διατάχθηκε από τον τότε πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ. Το μέτρο ισχυρίστηκε ότι ανταποκρινόταν σε επιθέσεις που πραγματοποίησε το ISIS στο γαλλικό έδαφος, αλλά χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για την τρομοκράτηση χιλιάδων μουσουλμάνων που ζούσαν στη Γαλλία μέσω βίαιων αστυνομικών επιδρομών και αυθαίρετων κατ’ οίκον συλλήψεων. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για να εμποδίσει τους ακτιβιστές του κλίματος να συμμετάσχουν σε μια διαμαρτυρία που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της COP21.

Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ανανεώθηκε αρκετές φορές, αλλά, το 2017, ο τότε υποψήφιος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, που εμφανιζόταν τότε ως ένα είδος κοινωνικά συνειδητοποιημένου αντιρατσιστή φιλελεύθερου, υποσχέθηκε να την τερματίσει, καταγγέλλοντας παράλληλα την ισλαμοφοβία. Μόλις εξελέγη, χρειάστηκαν μόνο λίγοι μήνες για να τηρήσει ο Εμανουέλ Μακρόν την υπόσχεσή του: η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έληξε. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά με τον Μακρόν, υπήρχαν ένα σωρό σκουλήκια στο μήλο. Ο νέος πρόεδρος τερμάτισε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης μόνο αφού πέρασε το λεγόμενο αντιτρομοκρατικό νομοσχέδιο (loi SILT) που έφερε μέρος των μέτρων της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο κοινό δίκαιο. Ο νόμος αυτός ενσωμάτωσε στο νομοθετικό οπλοστάσιο μέτρα όπως η δημιουργία περιμέτρων ασφαλείας (στις οποίες ρυθμίζεται η μετακίνηση και όλοι υπόκεινται σε ελέγχους ταυτότητας χωρίς εύλογη αιτία), η δυνατότητα να κλείνουν τζαμιά καθώς και επιχειρήσεις και σχολεία που ανήκουν σε μουσουλμάνους, και οι κατ’ οίκον συλλήψεις καθώς και οι κατ’ οίκον έφοδοι για όποιον είναι ύποπτος ότι συνδέεται με τρομοκρατική ενέργεια, είτε η αρχή μπορεί να το αποδείξει είτε όχι. Σηματοδότησε την έναρξη μιας μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Αυτό, εν μέρει, εξηγεί γιατί οι εξεγέρσεις του 2023 καταπνίγηκαν πολύ πιο γρήγορα από εκείνες του 2005. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης υπήρχε από την αρχή, επιτρέποντας την άγρια αστυνομική καταστολή. Οι τακτικές της αντεπανάστασης, που κληρονομήθηκαν από τα αποικιοκρατικά πλαίσια, και πιο συγκεκριμένα από τον πόλεμο της Αλγερίας, αναπτύχθηκαν με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα από ό,τι το 2005. Στρατιωτικοποιημένες μονάδες επιβολής του νόμου, όπως η RAID και η BRI, αναπτύχθηκαν γρήγορα εναντίον των διαδηλωτών. Οι σκηνές ήταν τρομακτικές: ένας νεαρός άνδρας πυροβολήθηκε από κοντινή απόσταση από έναν αστυνομικό που κρατούσε μια καραμπίνα∙ ένας άλλος, ο Εντί, 22 ετών, δεν συμμετείχε καν στις εξεγέρσεις όταν ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικούς τόσο πολύ που έχασε μέρος του κρανίου του∙ στην ίδια πόλη, τη Μασσαλία, και την ίδια νύχτα, ο Μοχάμεντ Μπεντρίς, ένας 27χρονος Αλγερινός, σκοτώθηκε από την αστυνομία. Αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι, είτε συμμετείχαν είτε όχι στις εξεγέρσεις, τραυματίστηκαν, ενώ ορισμένοι κατέληξαν σε κώμα.

Η δικαστική τιμωρία ήταν επίσης αυστηρή. Το 2005 επιβλήθηκαν 763 ποινές φυλάκισης, ενώ το 2023, για μια εξέγερση που διήρκεσε το ένα τρίτο της διάρκειας αυτής, 1.787 άτομα έλαβαν ποινές φυλάκισης. Χάρη στο έργο ανεξάρτητων δημοσιογράφων, ακτιβιστών και της Αντιρατσιστικής Νομικής Ομάδας που σχηματίστηκε γύρω από τα γεγονότα, το κοινό μπόρεσε να παρακολουθήσει τι συνέβαινε στα δικαστήρια. Οι ποινές ήταν εξαιρετικά αυστηρές. Ένας διαδηλωτής, για παράδειγμα, έλαβε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για κλοπή ενεργειακού ποτού. Για τους μη λευκούς που δεν είναι Γάλλοι πολίτες, η εικόνα ήταν ακόμη χειρότερη, καθώς οι καταδίκες τους συχνά συνδυάζονταν με μια διαδικασία απέλασης σε χώρες καταγωγής που συχνά είχαν να δουν από την παιδική τους ηλικία.

Οι ποινές που επέβαλε ο ίδιος δικαστής για παρόμοια αδικήματα διέφεραν επίσης ριζικά ανάλογα με το αν ο κατηγορούμενος ήταν λευκός ή όχι – με μία εξαίρεση. Οι λευκοί διαδηλωτές που αναγνωρίστηκαν ως μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων τιμωρήθηκαν επίσης αυστηρά για τη συμμετοχή τους στις εξεγέρσεις. Αλλά, τις περισσότερες φορές, οι λευκοί νέοι που συμμετείχαν στην εξέγερση δεν υπέστησαν βάναυση καταστολή. Ένα βίντεο, για παράδειγμα, έδειχνε δύο εμφανώς λευκούς διαδηλωτές να προσεγγίζονται από την αστυνομία, η οποία απλώς υπέθεσε ότι δεν ήταν διαδηλωτές και τους ρώτησε προς ποια κατεύθυνση είχαν πάει οι εξεγερμένοι.

Πίσω από τις εξεγέρσεις, πίσω από τον θάνατο του Ναέλ –ο οποίος γεννήθηκε από Μαροκινό πατέρα και Αλγερινή μητέρα– υπάρχει προφανώς μια ρατσιστική δυναμική. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία κατέστειλε τους διαδηλωτές, ακόμη πιο βίαια απ’ ό,τι έκανε για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων του 2019, που μύησε τη λευκή Γαλλία στην αστυνομική βία, έκανε ακόμη πιο σαφή τον ρατσισμό του γαλλικού κράτους κατά των μαύρων και των βορειοαφρικανών.

Η Γαλλία προσπαθεί να κρύψει τον ρατσισμό της πίσω από την ακόμη πιο βίαιη πραγματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι ο ρατσισμός υπάρχει στη Γαλλία αλλά είναι πολύ χειρότερος στις ΗΠΑ. Το κάνει αυτό εδώ και χρόνια, υποδεχόμενη με ανοιχτές αγκάλες μαύρους Αμερικανούς καλλιτέχνες και ελίτ της διανόησης στα μέσα του 20ού αιώνα, ενώ ταυτόχρονα καταπιέζει τους μαύρους και άλλους έγχρωμους ανθρώπους τόσο στις αποικίες της όσο και στην ηπειρωτική Γαλλία (αυτή τη δυναμική αφηγείται πολύ καλά το βιβλίο Το πέτρινο πρόσωπο που έγραψε ο Γουίλιαμ Γκάρντνερ Σμιθ [William Gardner Smith, The Stone Face]). Σήμερα, οι πολιτικές ελίτ στη Γαλλία ισχυρίζονται ακόμη και ότι δεν υπάρχει αστυνομική βία στη Γαλλία και ότι οι ακτιβιστές και οι ερευνητές που την αναφέρουν απλώς μεταφέρουν ζητήματα των ΗΠΑ στο γαλλικό πλαίσιο. Θα μπορούσε πράγματι κανείς να συγκρίνει την αστυνομική βία στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, δεν έχει μεγάλη αξία να προσπαθήσει κανείς να τις κατατάξει και τελικά να προσδιορίσει αν η Γαλλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο ρατσιστική κοινωνία. Όπως είπε ο διάσημος Φανόν, «μια κοινωνία είτε είναι ρατσιστική είτε δεν είναι. Δεν υπάρχουν βαθμοί ρατσισμού. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι μια συγκεκριμένη χώρα είναι ρατσιστική αλλά ότι δεν υπάρχουν εκεί λιντσαρίσματα ή στρατόπεδα εξόντωσης. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά και ακόμη άλλα πράγματα υπάρχουν στον ορίζοντα».

Όπως και στις ΗΠΑ, ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων είναι μια από τις κυριότερες μορφές ρατσισμού στη Γαλλία. Προέρχεται από μια μακρά ιστορία που ανάγεται, μεταξύ άλλων, στη συμμετοχή της Γαλλίας στο υπερατλαντικό δουλεμπόριο και στη εκμετάλλευση μαύρων σκλάβων στις γαλλικές αποικίες. Τα ίχνη του είναι επίσης άφθονα στα γραπτά των φιλοσόφων του διαφωτισμού.

Όμως, η γαλλική ταυτότητα του ρατσισμού περιστρέφεται επίσης γύρω από τον αντιαραβικό ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, η οποία έχει ιστορικές ρίζες στις σταυροφορίες και την αποικιοκρατία, και διαπερνά τόσο τη γαλλική πνευματική παραγωγή όσο και την ποπ κουλτούρα. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες μορφές ρατσισμού (αντι-Ρόμα, αντι-Ασιατικός, αντι-Ινδικός[1]) που διαμορφώνουν τη ζωή των μη λευκών ανθρώπων στη Γαλλία, αλλά ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων και ο ρατσισμός εναντίον των Αράβων είναι τα κύρια στοιχεία της διττής ρατσιστικής κληρονομιάς της Γαλλίας. Τα τελευταία χρόνια η τελευταία μορφή έχει υπερφορτιστεί από μια ισλαμοφοβία που στρέφεται ευκολότερα κατά των Αράβων και των Βορειοαφρικανών (που συνδέονται, μέσω των στερεοτύπων με το Ισλάμ), αλλά επεκτείνεται και στους μαύρους μουσουλμάνους.

Η δολοφονία του Ναέλ στη Ναντέρ, στα περίχωρα του Παρισιού, αποτέλεσε το έναυσμα, ή μάλλον την απελευθερωτική δύναμη, ενός θυμού που διαπερνά τη μαύρη και βορειοαφρικανική/αραβική νεολαία της Γαλλίας που ζει σε φτωχές γειτονιές. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετές παραγκουπόλεις ξεφύτρωσαν στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων της Γαλλίας. Μία από αυτές, στη Ναντέρ, φιλοξενούσε μεγάλο πληθυσμό Αλγερινών μεταναστών. Στην αθλιότητα αυτής της παραγκούπολης οργανώθηκε μέρος της αλγερινής αντίστασης ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία, μια αντίσταση που συχνά καταστέλλονταν από τις αρχές επιβολής του νόμου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι παραγκουπόλεις διαλύθηκαν σταδιακά για να δημιουργηθεί χώρος για την κατασκευή κατοικιών. Σε ένα από αυτά τα κτίρια ζούσε ο Ναέλ με τη μητέρα του.

Γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και της εργατικής τάξης υπάρχουν στο κέντρο των πόλεων της Γαλλίας, αλλά τα γαλλικά banlieues είναι επίσης συχνά φτωχές/εργατικές περιοχές. Ορισμένες, όπως της Ναντέρ, προέκυψαν από παραγκουπόλεις ή τουλάχιστον φιλοξενούσαν παραγκουπόλεις. Περιοχές όπως η Ναντέρ, τα λεγόμενα «δύσκολα» προάστια, είναι ένα συνηθισμένο θέαμα στη Γαλλία. Συγκεντρώνονται μη λευκοί, φτωχοί πληθυσμοί ή πληθυσμοί της εργατικής τάξης. Λαμβάνουν λιγότερη δημόσια χρηματοδότηση, τα ποσοστά ανεργίας είναι υψηλότερα (ιδίως μεταξύ των νέων) και τα ασανσέρ, είτε κυριολεκτικά είτε φανταστικά (μιλάμε για το κοινωνικό ασανσέρ στη Γαλλία όταν μιλάμε για το σχολικό σύστημα και την αξιοκρατία μεταξύ άλλων) είναι εκτός λειτουργίας.

Για τους κατοίκους αυτών των περιοχών, ο εξευτελισμός είναι καθημερινό φαινόμενο. Τα μέσα ενημέρωσης και ο πολιτικός λόγος περιγράφουν διαρκώς τα banlieues ως κρησφύγετα εγκληματιών, φωλιές τρομοκρατών, κρησφύγετα ισλαμιστών, χαμένες περιοχές της δημοκρατίας και καταφύγια για τους δικαιούχους κοινωνικής πρόνοιας. Οι εξευτελισμοί είναι επίσης πιο άμεσοι, ιδίως για τους νέους, οι οποίοι παρενοχλούνται από την αστυνομία, υποβάλλονται από αυτήν σε προσβολές, βία, ελέγχους ταυτότητας και μη αιτιολογημένη σωματική έρευνα.

Άλλοι θεσμοί του γαλλικού κράτους εμπλέκονται επίσης στο πρόβλημα. Για παράδειγμα, ενώ στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που σέβονται τους μαθητές τους, τα ρατσιστικά, πατερναλιστικά και συγκαταβατικά σχόλια από το διδακτικό προσωπικό είναι συνηθισμένα. Ρατσιστικές και συχνά ισλαμοφοβικές οδηγίες αποστέλλονται επίσης στα δημόσια σχολεία. Τον Σεπτέμβριο του 2023, ενώ οι αδικημένες μειονότητες επέστρεψαν στα σχολεία που αντιμετώπιζαν προβλήματα έλλειψης εξοπλισμού και εκπαιδευτικών, το γαλλικό κράτος αποφάσισε ότι προτεραιότητα ήταν να απαγορεύσει επίσημα τα φαρδιά ενδύματα που φορούσαν οι μουσουλμάνες μαθήτριες, μια επιχείρηση που περιλαμβάνει καθημερινές ρατσιστικές και θρησκευτικές αναλύσεις προφίλ που πραγματοποιούνται από το προσωπικό των σχολείων.

Οι ομάδες που προσπαθούν να οργανώσουν αυτές τις γειτονιές ή που προσπαθούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους συκοφαντούνται, απειλούνται ή ακόμη και διαλύονται. Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο από τότε που ο Εμανουέλ Μακρόν ήρθε στην εξουσία. Για παράδειγμα, η μεγάλη διαδήλωση κατά της ισλαμοφοβίας που διοργάνωσε το Collectif Contre l’Islamophobie en France (CCIF) τον Νοέμβριο του 2019 δυσφημίστηκε για υποτιθέμενη συνεργασία με τον ισλαμισμό. Δύο χρόνια αργότερα, το CCIF διαλύθηκε από την κυβέρνηση Μακρόν με την αιτιολογία ότι καταγγέλλοντας την ισλαμοφοβία, το CCIF παρήγαγε μια ρητορική θυματοποίησης που τροφοδοτούσε τη ριζοσπαστικοποίηση και την τρομοκρατία.

Πιο πρόσφατα, η ετήσια διαδήλωση του Collectif Justice pour Adama, μιας οργάνωσης που μάχεται κατά της αστυνομικής βίας, απαγορεύτηκε λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Ναέλ. Μια διαδήλωση που οργανώθηκε για να την αντικαταστήσει καταστάλθηκε βίαια από την αστυνομία, η οποία έφτασε στο σημείο να κακοποιήσει βάναυσα τον Γιουσούφ Τραορέ, τον αδελφό του Ανταμά Τραορέ, ο οποίος σκοτώθηκε από την αστυνομία το 2016 με μια λαβή ασφυξίας παρόμοια με εκείνη που αφαίρεσε τη ζωή του Τζορτζ Φλόιντ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Γιουσούφ Τραορέ είχε επίσης υποστεί την ίδια επικίνδυνη και πολυσυζητημένη λαβή ασφυξίας.

Ο Ναέλ υπήρξε θύμα ρατσιστικού εγκλήματος της αστυνομίας. Αλλά δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο στη Γαλλία. Από τότε που ψηφίστηκε το 2017 ένας νόμος που επιτρέπει στους αστυνομικούς να χρησιμοποιούν τα όπλα τους πιο ελεύθερα, ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται σχεδόν κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Sihame Assbague, ο οποίος ειδικεύεται στην αστυνομική βία, η αστυνομία σκότωσε 30 ανθρώπους το 2019, 46 το 2020, 53 το 2021 και 39 το 2022, αν και ο αριθμός αναμένεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Και έπειτα, υπάρχουν εκείνοι όπως ο Νορντέν Α. που επέζησαν, αλλά εξακολουθούν να παρενοχλούνται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Το 2021, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του ένα βράδυ με τη σύζυγό του, Μερρίλ Μπ. (έγκυος τότε), ένα αυτοκίνητο τον απέκλεισε, ενώ τρεις άνδρες προσπαθούσαν επιθετικά να διαρρήξουν το αυτοκίνητό του. Το συμβάν έλαβε χώρα στη 1:30 τα ξημερώματα σε μια γειτονιά που θεωρείται επικίνδυνη. Ο Νορντέν φοβήθηκε και προσπάθησε να διαφύγει. Τον πυροβόλησαν επτά φορές, ενώ η σύζυγός του δέχτηκε μία σφαίρα στην πλάτη. Επιβίωσαν και οι δύο, όχι όμως και το παιδί που κουβαλούσε η Μερρίλ. Οι τρεις δράστες ήταν στην πραγματικότητα αστυνομικοί, αν και δεν υπήρχε εμφανής ένδειξη της ιδιότητάς τους. Η υπόθεση των αστυνομικών εξετάστηκε από τη δικαιοσύνη μόνο όταν, στα τέλη του 2022, ο Νορντέν καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών για βία και αντίσταση κατά της αρχής.

Ο θάνατος του Ναέλ δεν είναι σίγουρα ένα μεμονωμένο γεγονός που ξαφνικά απελευθέρωσε την οργή μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος ρατσιστικής και ταξικής καταπίεσης που αποτελεί μέρος της μακράς αποικιακής και μετα-αποικιακής ιστορίας της Γαλλίας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εξαφανίσεις και δολοφονίες από την αστυνομία, όπως οι διαβόητες «γαρίδες Μπιγκάρ»[2] κατά τη διάρκεια του αλγερινού πολέμου, ή όταν, γύρω στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι, η γαλλική αστυνομία σκότωσε πάνω από 200 άτομα, κυρίως Αλγερινούς, που αψηφούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας για να διαδηλώσουν ειρηνικά για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Αυτή η ιστορία παρήγαγε ένα βάναυσο και διαρκώς επανεφευρισκόμενο δόγμα αντι-εξέγερσης για την πειθάρχηση και την τιμωρία των μετα-αποικιακών λαών, και ιδίως των μαύρων και των Αράβων/Βορειοαφρικανών.

Έκτοτε, η Γαλλία έχει επίσης επανεφεύρει τους εξεγερμένους της. Ενώ οι «εξεγερμένοι» μπορεί να εξακολουθούν να συμμετέχουν σε κινήματα ανεξαρτησίας σε εδάφη που ελέγχονται από τη Γαλλία εκτός της ηπειρωτικής Γαλλίας, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ισλαμιστές αυτονομιστές, αυτονομιστές από τα banlieues ή διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή πολιτικά πρόσωπα που «διχάζουν τη δημοκρατία»: όλα φαντασιώσεις που κρατούν τη γαλλική κρατική μηχανή σε λειτουργία και αλέθουν κάθε μορφή αντιπολίτευσης.

 

Η πολιτική της εξέγερσης

Από αυτή την οπτική γωνία πρέπει να κατανοήσουμε τις εξεγέρσεις που ακολούθησαν το θάνατο του Ναέλ. Ναι, δεν ήταν όλοι οι διαδηλωτές πολιτικοποιημένοι, αλλά οι κοινωνιολόγοι δείχνουν ότι ο θυμός στα προάστια είναι πολιτικός, ακόμη και αν δεν εκφράζεται πάντα με την ορολογία που θα θέλαμε να ακούσουμε. Πώς γίνεται να μην βλέπουμε την πολιτική όταν δεκάδες αθλητικά παπούτσια, λεηλατημένα από εμπορικά κέντρα, στοιβάζονται και πυρπολούνται; Πώς μπορούμε να μη δούμε πολιτική όταν ένα πολυτελές σπορ αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει τις πόρτες ενός εκπτωτικού καταστήματος Aldi, υπό τις επευφημίες των υπόλοιπων διαδηλωτών; Πώς μπορούμε να μην βλέπουμε την πολιτική όταν ένας από τους στόχους των διαδηλωτών ήταν να καταστρέψουν ή να ανοίξουν τις γαλλικές φυλακές; Πώς μπορούμε να μην δούμε τη «λεηλασία» ως πράξη ιδιοποίησης στο πλαίσιο μιας κρίσης όπου οι πολυεθνικές εταιρείες καταγράφουν κέρδη ρεκόρ και οι τιμές διατηρούνται τεχνητά υψηλές. Αυτές οι ταραχές ήταν για τον Ναέλ, για όλα τα θύματα της αστυνομικής βίας, αλλά και για τους ίδιους τους διαδηλωτές και για όλους εμάς που έχουμε υποφέρει και συνεχίζουμε να υποφέρουμε από τη βία του γαλλικού σύγχρονου κρατικού καπιταλιστικού σχεδίου.

Στο τέλος, η καταστολή εντάθηκε και τα πλάνα από τις εξεγέρσεις εξαφανίστηκαν, αφαιρεθέντα επιμελώς από τους γίγαντες της τεχνολογίας που ήθελαν να παίξουν το ρόλο του λογοκριτή υπέρ της κυβέρνησης του δεξιού τους χεριού, του Εμανουέλ Μακρόν. Η επανάσταση δεν θα μπορούσε να τουιταριστεί (ή να αναρτηθεί στο Snapchatt, στο Tiktok ή στο Instagramm), διότι για ποιο λόγο οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας, που διοικούνται από τους μεγαλύτερους δισεκατομμυριούχους, θα πήγαιναν ενάντια στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης;

Το καλοκαίρι έχει περάσει προ πολλού, οι εξεγέρσεις έχουν περάσει προ πολλού, αλλά η καταστολή που εξαπολύθηκε εναντίον τους είναι ακόμα μαζί μας. Όπως και κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων, πολυάριθμοι άνθρωποι έχουν συλληφθεί και διωχθεί για σχόλια που έγιναν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με τη γενοκτονία που πραγματοποιείται στη Γάζα. Όπως και κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων, οι ειρηνικές συγκεντρώσεις για τη Γάζα απαγορεύτηκαν και καταστέλλονται βάναυσα από την αστυνομία. Την ίδια στιγμή, ο αστυνομικός που δολοφόνησε τον Ναέλ αφέθηκε ελεύθερος εν μέσω εκτεταμένης αδιαφορίας εκ μέρους των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, που αναμφίβολα είναι πολύ απασχολημένα με την αναμετάδοση της ισραηλινής προπαγάνδας και την επίρριψη της ευθύνης για τον γαλλικό αντισημιτισμό στον μουσουλμανικό πληθυσμό της.

Μετά τη δολοφονία του Ναέλ, ο κόσμος, ιδίως όσοι δεν ζουν στη Γαλλία ή στις γειτονιές που έχουν πληγεί, με ρωτούσε συχνά αν τα πράγματα βελτιώνονται. Υπονοούσαν ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν σταματούσε η βία. Συχνά ανησυχούσαν για μένα και τους αγαπημένους μου και το εκτιμώ αυτό. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα είναι καλύτερα επειδή η εξέγερση είναι πίσω μας. Η εξέγερση ήταν σημαντική και αναγκαία. Ήταν η έκφραση της επαναστατικής βίας, όχι ενάντια σε ένα σύστημα που μας απογοήτευσε, αλλά ενάντια σε ένα σύστημα που είχε σχεδιαστεί ακριβώς για να πάει ενάντια στα συμφέροντά μας: τα συμφέροντα των φτωχών, της εργατικής τάξης και των μαύρων και μελαμψών ανθρώπων στη Γαλλία.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Ibrahim Bechrouri, “On the Anti-Racist Revolt in France. State Repression of the Summer 2023 Uprising”, Spectre, 12 Δεκεμβρίου 2023, https://spectrejournal.com/on-the-anti-racist-revolt-in-france/.

 

Σημειώσεις

[1] [Σ.τ.Μ.:] Στο πρωτότυπο αναφέρει «anti-Desi», δηλαδή ενάντια σε αυτούς που κατάγονται από την Ινδική Υποήπειρο (Ινδούς, Πακιστανούς, Μπαγκλαντεζιανούς). Βλ. “Desi”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Desi.

[2] [Σ.τ.μ.:] Κατά τη διάρκεια της Αλγερινής Επανάστασης οι Γάλλοι αποικιοκράτες πετούσαν τους Αλγερινούς στη θάλασσα από ελικόπτερα, έχοντας πριν βάλει τα πόδια τους μέσα σε τσιμέντο. Ονόμαζαν τους εκτελεσμένους «γαρίδες Μπιγκάρ», από το όνομα του χασάπη στρατηγού Μαρσέλ Μπικάρ. Βλ. «Crevette Bigeard», Wikipedia, https://fr.wikipedia.org/wiki/Crevette_Bigeard.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 19 Δεκεμβρίου 2023 23:58

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.