Παρασκευή, 22 Δεκεμβρίου 2023 22:29

Στη σκιά του Ολοκαυτώματος

 

Εισαγωγή elaliberta.gr: Η Μάσα Γκέσεν είναι Ρωσοαμερικανίδα Εβραία διανοούμενη, δημοσιογράφος και συγγραφέας, καθώς και ακτιβίστρια του ΛΟΑΤΚΙΑ κινήματος. Για το έργο της επρόκειτο να της απονεμηθεί το Βραβείο Πολιτικής Σκέψης Χάνα Άρεντ, στη Βρέμη την περασμένη Παρασκευή. Η απόφαση του Ιδρύματος Χάινριχ Μπέλ, το οποίο είναι ο χορηγός του βραβείου ελήφθη τον περασμένο Αύγουστο. Όμως ύστερα από τη δημοσίευση του άρθρου της Μάσα Γκέσεν στο The New Yorker (το οποίο μεταφράζουμε) και την εκστρατεία τρόμου που εξαπέλυσε το γερμανικό κράτος εναντίον οποιουδήποτε/οποιασδήποτε εκφράζει αποδοκιμασία για τη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα, το Ίδρυμα Χάινριχ Μπέλ, το οποίο συνδέεται με το κόμμα των Πρασίνων, σε συμφωνία με τη Γερουσία της Βρέμης, αποφάσισε την αποχώρησή του από τη χορήγηση του βραβείου και τη μη παραχώρηση κάποιου χώρου για τη διεξαγωγή της τελετής βράβευσης. Ματαιώθηκε επίσης και η ομιλία της Γκέσεν στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης.

 

 

 

Masha Gessen

 

Στη σκιά του Ολοκαυτώματος

 

Πώς η πολιτική της μνήμης στην Ευρώπη επισκιάζει αυτό που βλέπουμε σήμερα στο Ισραήλ και τη Γάζα.

 

Το Βερολίνο δεν σταματά ποτέ να σου θυμίζει τι συνέβη εκεί. Πολλά μουσεία εξετάζουν τον ολοκληρωτισμό και το Ολοκαύτωμα∙ το Μνημείο για τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Κατά μία έννοια, όμως, αυτές οι μεγαλύτερες κατασκευές είναι το λιγότερο. Τα μνημεία που σας πλησιάζουν κρυφά – το μνημείο των καμένων βιβλίων, το οποίο βρίσκεται κυριολεκτικά κάτω από τη γη, και οι χιλιάδες Stolpersteine, ή «πέτρες που σκοντάφτεις», που είναι ενσωματωμένες στα πεζοδρόμια για να τιμήσουν μεμονωμένους Εβραίους, Σίντι, Ρομά, ομοφυλόφιλους, ψυχικά ασθενείς και άλλους που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί• αποκαλύπτουν τη διάχυση των κακών που διαπράχθηκαν κάποτε σε αυτόν τον τόπο. Στις αρχές Νοεμβρίου, όταν περπατούσα προς το σπίτι ενός φίλου στην πόλη, έπεσα πάνω στο ενημερωτικό περίπτερο που δείχνει το σημείο όπου βρισκόταν το καταφύγιο του Χίτλερ. Το είχα κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Μοιάζει με πίνακα ανακοινώσεων της γειτονιάς, αλλά αφηγείται την ιστορία των τελευταίων ημερών του Φύρερ.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν πολλά από αυτά τα μνημεία σχεδιάστηκαν και τοποθετήθηκαν, επισκεπτόμουν συχνά το Βερολίνο. Ήταν συναρπαστικό να παρακολουθώ την κουλτούρα της μνήμης να διαμορφώνεται. Εδώ ήταν μια χώρα, ή τουλάχιστον μια πόλη, που έκανε αυτό που οι περισσότεροι πολιτισμοί δεν μπορούν: να κοιτάξει τα ίδια της τα εγκλήματα, τον ίδιο της τον χειρότερο εαυτό. Όμως, κάποια στιγμή, η προσπάθεια άρχισε να μοιάζει στατική, σαν να επρόκειτο για μια προσπάθεια όχι μόνο να θυμηθούμε την ιστορία αλλά και να διασφαλίσουμε ότι μόνο αυτή η συγκεκριμένη ιστορία θα μνημονεύεται – και μόνο με αυτόν τον τρόπο. Αυτό ισχύει με τη φυσική, οπτική έννοια. Πολλά από τα μνημεία χρησιμοποιούν γυαλί: το Ράιχσταγκ, ένα κτίριο που σχεδόν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής και ξαναχτίστηκε μισό αιώνα αργότερα, καλύπτεται τώρα από έναν γυάλινο θόλο∙ το μνημείο των καμένων βιβλίων ζει κάτω από γυαλί∙ γυάλινα χωρίσματα και γυάλινα τζάμια βάζουν τάξη στην εκπληκτική, κάποτε άναρχη συλλογή που ονομάζεται «Τοπογραφία του τρόμου». Όπως μου είπε η Κάντις Μπράιτζ, μια Νοτιοαφρικανή Εβραία καλλιτέχνιδα που ζει στο Βερολίνο, «οι καλές προθέσεις που άρχισαν να υλοποιούνται τη δεκαετία του ’80 έχουν, πολύ συχνά, παγιωθεί σε δόγμα».

Μεταξύ των λίγων χώρων όπου η αναπαράσταση της μνήμης δεν έχει τεθεί σε εμφανή μονιμότητα είναι μερικές από τις αίθουσες του νέου κτιρίου του Εβραϊκού Μουσείου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1999. Όταν το επισκέφθηκα στις αρχές Νοεμβρίου, μια γκαλερί στο ισόγειο παρουσίαζε μια εγκατάσταση βίντεο με τίτλο «Πρόβα της Παράστασης των Φαντασμάτων» [«Rehearsing the Spectacle of Spectres»]. Το βίντεο διαδραματιζόταν στο Κιμπούτς Μπε’ερί[1], την κοινότητα όπου, στις 7 Οκτωβρίου, η Χαμάς σκότωσε περισσότερους από ενενήντα ανθρώπους –σχεδόν έναν στους δέκα κατοίκους– κατά τη διάρκεια της επίθεσής της κατά του Ισραήλ, η οποία τελικά στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 1200 ανθρώπους. Στο βίντεο, οι κάτοικοι του Μπε’ερί απαγγέλλουν εναλλάξ τους στίχους ενός ποιήματος ενός από τα μέλη της κοινότητας, του ποιητή Αναντάντ Ελντάν: «... από τον βάλτο ανάμεσα στα πλευρά / αναδύθηκε αυτή που είχε βυθιστεί μέσα σου / και είσαι αναγκασμένος να μην φωνάζεις / κυνηγώντας τις μορφές που σέρνονται έξω». Το βίντεο, από τους Ισραηλινούς καλλιτέχνες Νιρ Εβρόν και Ομέρ Κρίγκερ, που ζουν στο Βερολίνο, ολοκληρώθηκε πριν από εννέα χρόνια. Ξεκινά με μια αεροφωτογραφία της περιοχής, με ορατή τη Λωρίδα της Γάζας, και στη συνέχεια ζουμάρει αργά στα σπίτια του κιμπούτς, μερικά από τα οποία έμοιαζαν με καταφύγια. Δεν είμαι σίγουρη τι ήθελαν αρχικά να εκφράσουν οι καλλιτέχνες και ο ποιητής∙ τώρα η εγκατάσταση έμοιαζε με έργο πένθους για το Μπε’ερί. (Ο Ελντάν, ο οποίος είναι σχεδόν εκατό ετών, επέζησε από την επίθεση της Χαμάς).

Στο τέλος του διαδρόμου βρισκόταν ένας από τους χώρους που ο αρχιτέκτονας Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, ο οποίος σχεδίασε το μουσείο, ονόμασε «κενά» – φρεάτια αέρα που διαπερνούν το κτίριο, συμβολίζοντας την απουσία των Εβραίων στη Γερμανία από γενιά σε γενιά. Εκεί, μια εγκατάσταση του Ισραηλινού καλλιτέχνη Μενασέ Κάντισμαν, με τίτλο «Πεσμένα Φύλλα» [«Fallen Leaves»], αποτελείται από περισσότερες από δέκα χιλιάδες σιδερένιες σφαίρες με μάτια και στόματα λαξευμένα μέσα τους, σαν εκμαγεία από παιδικές ζωγραφιές με πρόσωπα που ουρλιάζουν. Όταν περπατάς πάνω στα πρόσωπα, αυτά κροταλίζουν, σαν αλυσίδες ή σαν λαβή κλείστρου από τουφέκι. Ο Κάντισμαν αφιέρωσε το έργο στα θύματα του Ολοκαυτώματος και σε άλλα αθώα θύματα του πολέμου και της βίας. Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Κάντισμαν, ο οποίος πέθανε το 2015, για τη σημερινή σύγκρουση. Αλλά, αφού περπάτησα από το βίντεο που σε στοιχειώνει για το Κίμπουτς Μπε’ερί προς τα σιδερένια πρόσωπα που κροταλίζουν, σκέφτηκα τους χιλιάδες κατοίκους της Γάζας που σκοτώθηκαν σε αντίποινα για τις ζωές των Εβραίων που σκοτώθηκαν από τη Χαμάς.[2] Στη συνέχεια σκέφτηκα ότι, αν το δήλωνα αυτό δημόσια στη Γερμανία, μπορεί να έμπαινα σε μπελάδες.

 

Gessen Holocaust Weekend Essay Secondary

Μεταλλικά πρόσωπα γεμίζουν το πάτωμα της αίθουσας έκθεσης «Πεσμένα Φύλλα» στο Εβραϊκό Μουσείο, στο Βερολίνο. Φωτογραφία από Shutterstock

 

 

Στις 9 Νοεμβρίου, με αφορμή την ογδόντα πέμπτη επέτειο της Νύχτας των Κρυστάλλων, ένα αστέρι του Δαβίδ και η φράση «Nie Wieder Ist Jetzt!» –«Το Ποτέ Ξανά Είναι Τώρα!»– προβλήθηκε σε λευκό και μπλε χρώμα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Εκείνη την ημέρα, η Μπούντεσταγκ εξέταζε μια πρόταση με τίτλο «Εκπλήρωση της Ιστορικής Ευθύνης: Προστασία της Εβραϊκής Ζωής στη Γερμανία», η οποία περιείχε περισσότερα από πενήντα μέτρα για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού στη Γερμανία, όπως η απέλαση μεταναστών που διαπράττουν αντισημιτικά εγκλήματα, η ενίσχυση των δραστηριοτήτων κατά του κινήματος «Μποϊκοτάζ, Αποεπενδύσεις και Κυρώσεις» (B.D.S.), η υποστήριξη Εβραίων καλλιτεχνών «των οποίων το έργο ασκεί κριτική στον αντισημιτισμό», η εφαρμογή ενός συγκεκριμένου ορισμού του αντισημιτισμού στις αποφάσεις χρηματοδότησης και αστυνόμευσης και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των γερμανικών και των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. Σε προηγούμενες δηλώσεις του, ο Γερμανός αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος είναι μέλος του κόμματος των Πρασίνων, δήλωσε ότι οι μουσουλμάνοι στη Γερμανία θα πρέπει «να αποστασιοποιηθούν σαφώς από τον αντισημιτισμό, ώστε να μην υπονομεύσουν το δικό τους δικαίωμα στην ανεκτικότητα».

Η Γερμανία έχει ρυθμίσει εδώ και καιρό τους τρόπους με τους οποίους το Ολοκαύτωμα μνημονεύεται και συζητείται. Το 2008, όταν η τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μίλησε ενώπιον της Κνεσέτ, για την εξηκοστή επέτειο από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, τόνισε την ιδιαίτερη ευθύνη της Γερμανίας όχι μόνο για τη διατήρηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος ως μοναδικής ιστορικής θηριωδίας, αλλά και για την ασφάλεια του Ισραήλ. Αυτό, συνέχισε, ήταν μέρος του Staatsräson της Γερμανίας – του λόγου ύπαρξης του κράτους. Το συναίσθημα αυτό επαναλαμβάνεται έκτοτε στη Γερμανία σχεδόν κάθε φορά που τίθεται το θέμα του Ισραήλ, των Εβραίων ή του αντισημιτισμού, συμπεριλαμβανομένων των σχολίων του Χάμπεκ. «Η φράση “η ασφάλεια του Ισραήλ είναι μέρος του Staatsräson της Γερμανίας” δεν ήταν ποτέ μια κενή φράση», είχε πει. «Και δεν πρέπει να γίνει τέτοια».

Ταυτόχρονα, διεξήχθη μια ασαφής αλλά παράξενα σημαντική συζήτηση σχετικά με το τι συνιστά αντισημιτισμό. Το 2016, η Διεθνής Συμμαχία για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (I.H.R.A. / International Holocaust Remembrance Alliance), ένας διακυβερνητικός οργανισμός, υιοθέτησε τον ακόλουθο ορισμό: «Ο αντισημιτισμός είναι μια ορισμένη αντίληψη για τους Εβραίους, η οποία μπορεί να εκφράζεται ως μίσος προς τους Εβραίους. Οι ρητορικές και φυσικές εκδηλώσεις του αντισημιτισμού στρέφονται εναντίον Εβραίων ή μη Εβραίων ατόμων και/ή της περιουσίας τους, εναντίον ιδρυμάτων της εβραϊκής κοινότητας και θρησκευτικών ιδρυμάτων». Αυτός ο ορισμός συνοδευόταν από έντεκα παραδείγματα, τα οποία ξεκινούσαν με το προφανές –την απαίτηση ή τη δικαιολόγηση της δολοφονίας των Εβραίων– αλλά περιλάμβαναν επίσης «τον ισχυρισμό ότι η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ είναι ένα ρατσιστικό εγχείρημα» και «τη σύγκριση της σύγχρονης ισραηλινής πολιτικής με εκείνη των Ναζί».

Ο ορισμός αυτός δεν είχε νομική ισχύ, αλλά είχε εξαιρετική επιρροή. Είκοσι πέντε κράτη μέλη της Ε.Ε. και το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έχουν εγκρίνει ή υιοθετήσει τον ορισμό της I.H.R.A. Το 2019, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα[3] που προβλέπει την παρακράτηση ομοσπονδιακών κονδυλίων από κολέγια όπου οι φοιτητές δεν προστατεύονται από τον αντισημιτισμό, όπως ορίζεται από την I.H.R.A. Στις 5 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ενέκρινε ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα που καταδικάζει τον αντισημιτισμό, όπως ορίζεται από την I.H.R.A.· προτάθηκε από δύο Εβραίους Ρεπουμπλικάνους αντιπροσώπους και καταψηφίστηκε από αρκετούς επιφανείς Εβραίους Δημοκρατικούς, συμπεριλαμβανομένου του Τζέρι Νάντλερ της Νέας Υόρκης.

Το 2020, μια ομάδα ακαδημαϊκών πρότεινε έναν εναλλακτικό ορισμό του αντισημιτισμού, τον οποίο ονόμασαν Διακήρυξη της Ιερουσαλήμ[4]. Ορίζει τον αντισημιτισμό ως «διάκριση, προκατάληψη, εχθρότητα ή βία κατά των Εβραίων ως Εβραίων (ή των εβραϊκών ιδρυμάτων ως εβραϊκών)» και παρέχει παραδείγματα που βοηθούν στη διάκριση των αντι-ισραηλινών δηλώσεων και ενεργειών από τις αντισημιτικές. Αλλά παρόλο που ορισμένοι από τους σημαντικότερους μελετητές του Ολοκαυτώματος συμμετείχαν στη σύνταξη της διακήρυξης, αυτή μόλις και μετά βίας κατάφερε να θίξει την αυξανόμενη επιρροή του ορισμού της I.H.R.A. Το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο «για την πρακτική χρήση» του ορισμού της I.H.R.A., το οποίο συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τη χρήση του ορισμού στην εκπαίδευση των αστυνομικών για την αναγνώριση των εγκλημάτων μίσους και τη δημιουργία της θέσης του κρατικού εισαγγελέα ή του συντονιστή ή του επιτρόπου για τον αντισημιτισμό.

Η Γερμανία είχε ήδη εφαρμόσει τη συγκεκριμένη σύσταση. Το 2018, η χώρα δημιούργησε το Γραφείο του Επιτρόπου της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης για την Εβραϊκή Ζωή στη Γερμανία και την Καταπολέμηση του Αντισημιτισμού, μια τεράστια γραφειοκρατία[5] που περιλαμβάνει επιτρόπους σε κρατικό και τοπικό επίπεδο, ορισμένοι από τους οποίους εργάζονται στα γραφεία των εισαγγελέων ή στα αστυνομικά τμήματα. Έκτοτε, η Γερμανία έχει αναφέρει μια σχεδόν αδιάκοπη αύξηση του αριθμού των αντισημιτικών περιστατικών: πάνω από δύο χιλιάδες το 2019, πάνω από τρεις χιλιάδες το 2021 και, σύμφωνα με μια ομάδα παρακολούθησης, ένα συγκλονιστικό αριθμό εννιακοσίων ενενήντα τεσσάρων περιστατικών τον μήνα που ακολούθησε την επίθεση της Χαμάς. Αλλά οι στατιστικές αναμειγνύουν αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Israelbezogener Antisemitism –αντισιμισμός που σχετίζεται με το Ισραήλ, όπως περιπτώσεις κριτικής των πολιτικών της ισραηλινής κυβέρνησης– με βίαιες επιθέσεις, όπως μια απόπειρα πυροβολισμών σε μια συναγωγή, στη Χάλε, το 2019, κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο παρευρισκόμενοι, πυροβολισμοί στο σπίτι ενός πρώην ραβίνου, στο Έσσεν, το 2022, και δύο βόμβες μολότοφ που ρίχτηκαν σε μια συναγωγή του Βερολίνου αυτό το φθινόπωρο. Ο αριθμός των περιστατικών που αφορούν τη βία παρέμεινε, στην πραγματικότητα, σχετικά σταθερός και δεν αυξήθηκε μετά την επίθεση της Χαμάς.

Υπάρχουν πλέον δεκάδες επίτροποι αντισημιτισμού σε όλη τη Γερμανία. Δεν έχουν ενιαίο εργασιακό ή νομικό πλαίσιο για το έργο τους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του φαίνεται να συνίσταται στη δημόσια διαπόμπευση όσων θεωρούν αντισημίτες, συχνά επειδή «αποσημασιοδοτούν το Ολοκαύτωμα» ή επειδή ασκούν κριτική στο Ισραήλ. Σχεδόν κανένας από αυτούς τους επιτρόπους δεν είναι Εβραίος. Πράγματι, το ποσοστό των Εβραίων μεταξύ των στόχων τους είναι σίγουρα υψηλότερο. Σε αυτούς έχει συμπεριληφθεί ο Γερμανο-Ισραηλινός κοινωνιολόγος Μοσέ Τσούκερμαν, ο οποίος στοχοποιήθηκε επειδή υποστήριξε το κίνημα B.D.S., όπως και ο Νοτιοαφρικανός Εβραίος φωτογράφος Άνταμ Μπρούμπεργκ.

Το 2019, η Μπούντεσταγκ ενέκρινε ψήφισμα που καταδίκασε το B.D.S. ως αντισημιτικό και συνέστησε να μην χορηγείται κρατική χρηματοδότηση σε εκδηλώσεις και ιδρύματα που συνδέονται με το B.D.S. Το ιστορικό του ψηφίσματος είναι χαρακτηριστικό. Μια εκδοχή του εισήχθη αρχικά από το AfD, το ακροδεξιό εθνοτικό-εθνικιστικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα που ήταν τότε σχετικά νέο στο γερμανικό κοινοβούλιο. Οι πολιτικοί του κυρίαρχου ρεύματος απέρριψαν το ψήφισμα επειδή προερχόταν από το AfD, αλλά, προφανώς φοβούμενοι μήπως θεωρηθεί ότι αποτυγχάνουν να καταπολεμήσουν τον αντισημιτισμό, εισήγαγαν αμέσως ένα παρόμοιο δικό τους ψήφισμα. Το ψήφισμα ήταν ασυναγώνιστο επειδή συνέδεε το B.D.S. με «την πιο τρομερή φάση της γερμανικής ιστορίας». Για το AfD, οι ηγέτες του οποίου έχουν κάνει ανοιχτά αντισημιτικές δηλώσεις και έχουν υποστηρίξει την αναβίωση της εθνικιστικής γλώσσας της ναζιστικής εποχής, το φάντασμα του αντισημιτισμού είναι ένα τέλειο, κυνικά χρησιμοποιημένο πολιτικό εργαλείο, τόσο ένα εισιτήριο για το πολιτικό ρεύμα όσο και ένα όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον των μουσουλμάνων μεταναστών.

Το κίνημα B.D.S., το οποίο είναι εμπνευσμένο από το κίνημα μποϊκοτάζ κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την οικονομική πίεση για να εξασφαλίσει ίσα δικαιώματα για τους Παλαιστίνιους στο Ισραήλ, να τερματίσει την κατοχή και να προωθήσει την επιστροφή των Παλαιστινίων προσφύγων. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν το κίνημα B.D.S. προβληματικό επειδή δεν επιβεβαιώνει το δικαίωμα του ισραηλινού κράτους να υπάρχει – και, μάλιστα, ορισμένοι υποστηρικτές του B.D.S. οραματίζονται την πλήρη κατάργηση του σιωνιστικού σχεδίου. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η σύνδεση ενός μη βίαιου κινήματος μποϊκοτάζ, του οποίου οι υποστηρικτές το έχουν τοποθετήσει ρητά ως εναλλακτική λύση στον ένοπλο αγώνα, με το Ολοκαύτωμα είναι ο ορισμός του σχετικισμού του Ολοκαυτώματος. Αλλά, σύμφωνα με τη λογική της γερμανικής πολιτικής μνήμης, επειδή το B.D.S. στρέφεται κατά των Εβραίων –αν και πολλοί από τους υποστηρικτές του κινήματος είναι επίσης Εβραίοι– είναι αντισημιτικό. Θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι η εγγενής συγχώνευση των Εβραίων με το κράτος του Ισραήλ είναι αντισημιτική, ακόμη και ότι ανταποκρίνεται στον ορισμό του αντισημιτισμού της I.H.R.A. Και, δεδομένης της συμμετοχής του AfD και του τρόπου με τον οποίο το ψήφισμα χρησιμοποιείται κυρίως εναντίον των Εβραίων και των έγχρωμων, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτό το επιχείρημα θα κέρδιζε έδαφος. Θα έκανε λάθος.

Ο Γερμανικός Βασικός Νόμος, σε αντίθεση με το Σύνταγμα των ΗΠΑ αλλά και με τα συντάγματα πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, δεν έχει ερμηνευθεί ότι παρέχει απόλυτη εγγύηση της ελευθερίας του λόγου. Ωστόσο, υπόσχεται ελευθερία έκφρασης όχι μόνο στον Τύπο αλλά και στις τέχνες και τις επιστήμες, την έρευνα και την εκπαίδευση. Είναι πιθανό ότι, αν το ψήφισμα για το B.D.S. γινόταν νόμος, θα κρινόταν αντισυνταγματικός. Αλλά δεν έχει δοκιμαστεί με αυτόν τον τρόπο. Μέρος αυτού που έχει κάνει το ψήφισμα ιδιαίτερα ισχυρό είναι η συνήθης γενναιοδωρία του γερμανικού κράτους: σχεδόν όλα τα μουσεία, τα εκθέματα, τα συνέδρια, τα φεστιβάλ και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή, την πολιτειακή ή την τοπική κυβέρνηση. «Έχει δημιουργηθεί ένα περιβάλλον Μακαρθικού τύπου», μου είπε η Κάντις Μπράιτζ, η καλλιτέχνης. «Κάθε φορά που θέλουμε να προσκαλέσουμε κάποιον, αυτοί» –εννοώντας την όποια κυβερνητική υπηρεσία μπορεί να χρηματοδοτεί μια εκδήλωση– «ψάχνουν στο Google το όνομά του με τα ονόματα “B.D.S.”, “Ισραήλ”, “απαρτχάιντ”.»

 

Πριν από μερικά χρόνια, η Μπράιτζ, η τέχνη της οποίας ασχολείται με θέματα φυλής και ταυτότητας, και ο Μάικλ Ρόθμπεργκ, ο οποίος κατέχει έδρα σπουδών Ολοκαυτώματος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, προσπάθησαν να οργανώσουν ένα συμπόσιο για τη μνήμη του γερμανικού Ολοκαυτώματος, με τίτλο «Πρέπει να μιλήσουμε». Μετά από μήνες προετοιμασίας, τους αφαιρέθηκε η κρατική χρηματοδότηση, πιθανότατα επειδή το πρόγραμμα περιελάμβανε ένα πάνελ που συνέδεε το Άουσβιτς με τη γενοκτονία των Χερέρο και των Νάμα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1904 και 1908 από τους Γερμανούς αποικιοκράτες στη σημερινή Ναμίμπια. «Ορισμένες από τις πρακτικές της Σοά αναπτύχθηκαν τότε», δήλωσε η Μπράιτζ. «Αλλά δεν επιτρέπεται να μιλάτε για τη γερμανική αποικιοκρατία και τη Σοά την ίδια στιγμή, επειδή πρόκειται για “ισοπέδωση”.»

Η επιμονή στη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος και η κεντρικότητα της δέσμευσης της Γερμανίας να το αντιμετωπίσει είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: τοποθετούν το Ολοκαύτωμα ως ένα γεγονός που οι Γερμανοί πρέπει πάντα να θυμούνται και να αναφέρουν, αλλά δεν χρειάζεται να φοβούνται την επανάληψή του, επειδή δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο έχει συμβεί ή θα συμβεί. Η Γερμανίδα ιστορικός Στέφανι Σιούλερ-Σπρίνγκορουμ, επικεφαλής του Κέντρου Ερευνών για τον Αντισημιτισμό, στο Βερολίνο, έχει υποστηρίξει ότι η ενωμένη Γερμανία μετέτρεψε την αναμέτρηση με το Ολοκαύτωμα σε εθνική ιδέα της, με αποτέλεσμα «κάθε προσπάθεια να προωθήσουμε την κατανόηση του ίδιου του ιστορικού γεγονότος, μέσω συγκρίσεων με άλλα γερμανικά εγκλήματα ή άλλες γενοκτονίες, μπορεί [να] εκληφθεί και εκλαμβάνεται ως επίθεση στα ίδια τα θεμέλια αυτού του νέου έθνους-κράτους». Ίσως αυτό να είναι το νόημα του «Ποτέ ξανά είναι τώρα».

Ορισμένοι από τους μεγάλους Εβραίους στοχαστές που επέζησαν του Ολοκαυτώματος πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους προσπαθώντας να πουν στον κόσμο ότι η φρίκη, αν και μοναδικά θανατηφόρα, δεν πρέπει να θεωρείται ως παρέκκλιση. Το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη σήμαινε ότι ήταν δυνατό – και παραμένει δυνατό. Ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστήριξε ότι ο μαζικός, συστηματικός και αποτελεσματικός χαρακτήρας του Ολοκαυτώματος ήταν μια λειτουργία της νεωτερικότητας – ότι, αν και σε καμία περίπτωση δεν ήταν προκαθορισμένο, εντάσσεται στο πλαίσιο άλλων επινοήσεων του εικοστού αιώνα. Ο Τεοντόρ Αντόρνο μελέτησε τι κάνει τους ανθρώπους να τείνουν να ακολουθούν αυταρχικούς ηγέτες και αναζήτησε μια ηθική αρχή που θα απέτρεπε ένα νέο Άουσβιτς.

Το 1948, η Χάννα Άρεντ έγραψε μια ανοιχτή επιστολή που άρχιζε ως εξής: «Ανάμεσα στα πιο ανησυχητικά πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας είναι η εμφάνιση στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ του “Κόμματος της Ελευθερίας” (Τνουάτ Χαχερούτ), ενός πολιτικού κόμματος που μοιάζει πολύ στην οργάνωση, τις μεθόδους, την πολιτική φιλοσοφία και την κοινωνική απήχηση με τα ναζιστικά και φασιστικά κόμματα».[6] Μόλις τρία χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, η Άρεντ συνέκρινε ένα εβραϊκό ισραηλινό κόμμα με το ναζιστικό κόμμα, μια πράξη που σήμερα θα αποτελούσε σαφή παραβίαση του ορισμού του αντισημιτισμού της I.H.R.A. Η Άρεντ στήριξε τη σύγκρισή της σε μια επίθεση που πραγματοποιήθηκε εν μέρει από το Ιργκούν, έναν παραστρατιωτικό προκάτοχο του Κόμματος της Ελευθερίας, στο αραβικό χωριό Ντέιρ Γιασίν, το οποίο δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο και δεν αποτελούσε στρατιωτικό στόχο. Οι επιτιθέμενοι «σκότωσαν τους περισσότερους από τους κατοίκους του –240 άνδρες, γυναίκες και παιδιά– και κράτησαν μερικούς από αυτούς ζωντανούς για να παρελάσουν ως αιχμάλωτοι στους δρόμους της Ιερουσαλήμ».

Αφορμή για την επιστολή της Άρεντ ήταν μια προγραμματισμένη επίσκεψη του ηγέτη του κόμματος, Μεναχέμ Μπέγκιν, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ένας άλλος Γερμανοεβραίος που διέφυγε από τους Ναζί, πρόσθεσε την υπογραφή του. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Μπέγκιν έγινε πρωθυπουργός του Ισραήλ. Ακόμα μισό αιώνα αργότερα, στο Βερολίνο, η φιλόσοφος Σούζαν Νάιμαν, η οποία διευθύνει ένα ερευνητικό ινστιτούτο που φέρει το όνομα του Αϊνστάιν, μίλησε στην έναρξη ενός συνεδρίου με τίτλο «Υφαρπαγή της Μνήμης: Το Ολοκαύτωμα και η Νέα Δεξιά». Η ίδια άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να αντιμετωπίσει επιπτώσεις για την αμφισβήτηση των τρόπων με τους οποίους η Γερμανία χειρίζεται τώρα την κουλτούρα μνήμης της. Η Νάιμαν είναι Ισραηλινή πολίτης και μελετήτρια της μνήμης και της ηθικής. Ένα από τα βιβλία της έχει τίτλο Μαθαίνοντας από τους Γερμανούς: Η φυλή και η μνήμη του κακού.[7] Τα τελευταία δύο χρόνια, είπε η Νάιμαν, η κουλτούρα μνήμης έχει «αποτρελαθεί».

Για παράδειγμα, το ψήφισμα της Γερμανίας κατά του B.D.S. είχε μια σαφή ανατριχιαστική επίδραση στην πολιτιστική σφαίρα της χώρας. Η πόλη του Άαχεν πήρε πίσω το βραβείο των δέκα χιλιάδων ευρώ που είχε απονείμει στον Λιβανέζο-Αμερικανό καλλιτέχνη Ουάλιντ Ράαντ∙ η πόλη του Ντόρτμουντ και η κριτική επιτροπή για το βραβείο Nelly Sachs των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ ανακάλεσαν επίσης την τιμητική διάκριση που είχαν απονείμει στη Βρετανο-Πακιστανή συγγραφέα Καμίλα Σάμσι. Η πρόσκληση του Καμερουνέζου πολιτικού φιλοσόφου Ακίλε Μπέμπε σε ένα μεγάλο φεστιβάλ αμφισβητήθηκε, αφού ο ομοσπονδιακός επίτροπος αντισημιτισμού τον κατηγόρησε ότι υποστηρίζει το B.D.S. και «σχετικοποιεί το Ολοκαύτωμα». (Ο Μμπέμπε δήλωσε ότι δεν συνδέεται με το κίνημα του μποϊκοτάζ∙ το ίδιο το φεστιβάλ ακυρώθηκε εξαιτίας του COVID). Ο διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου, Πέτερ Σάφερ, παραιτήθηκε το 2019 αφού κατηγορήθηκε ότι υποστήριζε το B.D.S.∙ στην πραγματικότητα δεν υποστήριζε το κίνημα μποϊκοτάζ, αλλά το μουσείο είχε αναρτήσει έναν σύνδεσμο, στο Twitter, σε ένα άρθρο εφημερίδας που περιλάμβανε κριτική για το ψήφισμα. Το γραφείο του Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε επίσης ζητήσει από τη Μέρκελ να διακόψει τη χρηματοδότηση του μουσείου επειδή, κατά τη γνώμη του Ισραηλινού πρωθυπουργού, η έκθεσή του για την Ιερουσαλήμ έδινε υπερβολική προσοχή στους μουσουλμάνους της πόλης. (Το γερμανικό ψήφισμα για το B.D.S. μπορεί να είναι μοναδικό ως προς τον αντίκτυπό του, αλλά όχι ως προς το περιεχόμενό του: η πλειοψηφία των αμερικανικών πολιτειών έχει πλέον θεσπίσει νόμους που εξισώνουν το μποϊκοτάζ με τον αντισημιτισμό και στερούν την κρατική χρηματοδότηση από άτομα και ιδρύματα που το υποστηρίζουν).

Αφού το συμπόσιο «Πρέπει να μιλάμε» ακυρώθηκε, οι Μπράιτζ και Ρόθμπεργκ ανασυντάχθηκαν και κατέθεσαν πρόταση για ένα συμπόσιο με τίτλο «Πρέπει ακόμα να μιλάμε». Ο κατάλογος των ομιλητών ήταν πεντακάθαρος. Ένας κυβερνητικός φορέας εξέτασε τους πάντες και συμφώνησε να χρηματοδοτήσει τη συνάντηση. Προγραμματίστηκε για τις αρχές Δεκεμβρίου. Τότε η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ[8]. «Γνωρίζαμε ότι μετά από αυτό κάθε Γερμανός πολιτικός θα θεωρούσε εξαιρετικά επικίνδυνο να συνδεθεί με μια εκδήλωση που είχε Παλαιστίνιους ομιλητές ή τη λέξη “απαρτχάιντ”», δήλωσε η Μπράιτζ. Στις 17 Οκτωβρίου, η Μπράιτζ έμαθε ότι η χρηματοδότηση είχε ανακληθεί. Εν τω μεταξύ, σε όλη τη Γερμανία, η αστυνομία καταδίωκε διαδηλώσεις που ζητούσαν κατάπαυση του πυρός στη Γάζα ή εκδήλωναν υποστήριξη στους Παλαιστίνιους. Αντί για συμπόσιο, η Μπράιτζ και αρκετοί άλλοι οργάνωσαν μια διαμαρτυρία. Την ονόμασαν «Ακόμα Ακόμα Ακόμα Ακόμα Ακόμα Πρέπει να μιλάμε». Περίπου μια ώρα μετά τη συγκέντρωση, η αστυνομία διέσχισε αθόρυβα το πλήθος για να κατασχέσει μια αφίσα από χαρτόνι που έγραφε «Από το ποτάμι ως τη θάλασσα, απαιτούμε ισότητα». Το άτομο που είχε φέρει την αφίσα ήταν μια Ισραηλινή Εβραία.

Η πρόταση «Εκπλήρωση της ιστορικής ευθύνης» παραμένει έκτοτε στην επιτροπή. Παρόλα αυτά, η επιτελεστική μάχη κατά του αντισημιτισμού συνέχισε να κορυφώνεται. Τον Νοέμβριο, ο σχεδιασμός της Documenta, μιας από τις σημαντικότερες εκθέσεις του κόσμου της τέχνης, διαταράχθηκε, αφού η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung ξέθαψε ένα κείμενο που είχε υπογράψει το 2019 ένα μέλος της καλλιτεχνικής οργανωτικής επιτροπής, ο Ραντζίτ Χοσκότε. Η αίτηση, που γράφτηκε ως διαμαρτυρία για μια προγραμματισμένη εκδήλωση με θέμα τον Σιωνισμό και την Χιντούτβα στη γενέτειρα του Χοσκότε, τη Βομβάη, κατήγγειλε τον Σιωνισμό ως «μια ρατσιστική ιδεολογία που καλεί για ένα κράτος αποικιοκρατικό, απαρτχάιντ των εποίκων, όπου οι μη Εβραίοι έχουν άνισα δικαιώματα, και στην πράξη, έχει ως προϋπόθεση την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων». Η Süddeutsche Zeitung αναφέρθηκε σε αυτό υπό τον τίτλο «Αντισημιτισμός»[9]. Ο Χοσκότε παραιτήθηκε και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής ακολούθησαν το παράδειγμά του. Μια εβδομάδα αργότερα, η Μπράιτζ διάβασε σε μια εφημερίδα ότι ένα μουσείο στο Σάαρλαντ ακύρωσε μια έκθεσή της, η οποία είχε προγραμματιστεί για το 2024, «λόγω της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης για την καλλιτέχνιδα σε σχέση με τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις της στο πλαίσιο του επιθετικού πολέμου της Χαμάς κατά του κράτους του Ισραήλ».

 

Αυτόν τον Νοέμβριο, έφυγα από το Βερολίνο για να ταξιδέψω στο Κίεβο, διασχίζοντας, με τρένο, την Πολωνία και στη συνέχεια την Ουκρανία. Εδώ είναι το καλύτερο μέρος για να πω μερικά πράγματα για τη σχέση μου με την εβραϊκή ιστορία αυτών των χωρών. Πολλοί Αμερικανοί Εβραίοι πηγαίνουν στην Πολωνία για να επισκεφτούν ό,τι ελάχιστο, αν έχει απομείνει, από τις παλιές εβραϊκές συνοικίες, να φάνε φαγητό ξαναφτιαγμένο σύμφωνα με τις συνταγές που άφησαν οι οικογένειες που έχουν εξαφανιστεί από καιρό, και να ξεναγηθούν στην εβραϊκή ιστορία, στα εβραϊκά γκέτο και στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βρίσκομαι πιο κοντά σε αυτή την ιστορία. Μεγάλωσα στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του ’70, υπό την πανταχού παρούσα σκιά του Ολοκαυτώματος, επειδή μόνο ένα μέρος της οικογένειάς μου είχε επιβιώσει από αυτό και επειδή η σοβιετική λογοκρισία κατέστειλε κάθε δημόσια αναφορά σε αυτό. Όταν, γύρω στην ηλικία των εννέα ετών, έμαθα ότι κάποιοι ναζιστές εγκληματίες πολέμου κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι, δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ. Φανταζόμουν έναν από αυτούς να σκαρφαλώνει από το μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου μας για να με αρπάξει.

Τα καλοκαίρια μας επισκεπτόταν η ξαδέρφη μας Άννα και οι γιοι της από τη Βαρσοβία. Οι γονείς της είχαν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν μετά την πυρπόληση του γκέτο της Βαρσοβίας. Ο πατέρας της Άννας έπεσε μπροστά από ένα τρένο. Η μητέρα της Άννας έδεσε την τρίχρονη Άννα στη μέση της με ένα σάλι και πήδηξε σε ένα ποτάμι. Τους έβγαλε από το νερό ένας Πολωνός και επέζησαν από τον πόλεμο κρυμμένοι στην ύπαιθρο. Ήξερα την ιστορία, αλλά δεν μου επιτρεπόταν να την αναφέρω. Η Άννα ήταν ενήλικη όταν έμαθε ότι ήταν επιζήσασα του Ολοκαυτώματος και σκόπευε να το πει στα δικά της παιδιά, που ήταν περίπου στην ηλικία μου. Η πρώτη φορά που πήγα στην Πολωνία, τη δεκαετία του ’90, ήταν για να ερευνήσω την τύχη του προπάππου μου, ο οποίος πέρασε σχεδόν τρία χρόνια στο γκέτο του Μπιαλιστόκ πριν δολοφονηθεί στο Μαϊντάνεκ.

Ο πόλεμος για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία διεξάγεται παράλληλα με τον πόλεμο της Γερμανίας. Οι ιδέες που αναπτύσσονται στις δύο χώρες είναι διαφορετικές, αλλά ένα σταθερό χαρακτηριστικό είναι η εμπλοκή δεξιών πολιτικών σε συνδυασμό με το κράτος του Ισραήλ. Όπως και στη Γερμανία, τη δεκαετία του ’90 και τη δεκαετία του 2000 έγιναν φιλόδοξες προσπάθειες μνήμης, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, που έσπασαν τη σιωπή των σοβιετικών χρόνων. Οι Πολωνοί έχτισαν μουσεία και μνημεία που μνημόνευαν τους Εβραίους που σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα –το οποίο είχε τα μισά θύματα στην κατεχόμενη από τους Ναζί Πολωνία– και τον εβραϊκό πολιτισμό που χάθηκε μαζί τους. Στη συνέχεια ήρθε η αντίδραση. Συνέπεσε με την άνοδο στην εξουσία του δεξιού, ανελεύθερου Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης, το 2015. Οι Πολωνοί ήθελαν τώρα μια εκδοχή της ιστορίας στην οποία ήταν θύματα της ναζιστικής κατοχής μαζί με τους Εβραίους, τους οποίους προσπάθησαν να προστατεύσουν από τους Ναζί.

Αυτό δεν ήταν αλήθεια: οι περιπτώσεις Πολωνών που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να σώσουν Εβραίους από τους Γερμανούς, όπως στην περίπτωση της ξαδέλφης μου Άννας, ήταν εξαιρετικά σπάνιες, ενώ το αντίθετο –ολόκληρες κοινότητες ή δομές του πολωνικού κράτους πριν από την κατοχή, όπως η αστυνομία ή τα γραφεία της πόλης, που εκτελούσαν μαζικές δολοφονίες Εβραίων– ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Όμως οι ιστορικοί που μελέτησαν τον ρόλο των Πολωνών στο Ολοκαύτωμα δέχθηκαν επιθέσεις.[10] Ο πολωνικής καταγωγής ιστορικός του Πρίνστον Γιαν Τόμας Γκρος ανακρίθηκε και απειλήθηκε με δίωξη επειδή έγραψε ότι οι Πολωνοί σκότωσαν περισσότερους Πολωνοεβραίους από ό,τι οι Γερμανοί. Οι πολωνικές αρχές τον καταδίωξαν ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή του. Η κυβέρνηση απομάκρυνε από τη θέση του τον Ντάριους Στόλα, τον επικεφαλής του POLIN, του καινοτόμου μουσείου της Βαρσοβίας για την ιστορία των Πολωνοεβραίων.[11] Οι ιστορικοί Γιαν Γκραμπόφσκι και Μπάρμπαρα Ένγκελκινγκ σύρθηκαν στο δικαστήριο επειδή έγραψαν ότι ο δήμαρχος ενός πολωνικού χωριού ήταν συνεργάτης στο Ολοκαύτωμα.

Όταν έγραψα για την υπόθεση των Γκραμπόφσκι και Ένγκλεκινγκ, έλαβα μερικές από τις πιο τρομακτικές απειλές για τη ζωή μου. (Μου έχουν σταλεί πολλές απειλές κατά της ζωής μου∙ οι περισσότερες είναι βαρετές.) Μία από αυτές, που στάλθηκε σε μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της δουλειάς μου, έγραφε: «Αν συνεχίσεις να γράφεις ψέματα για την Πολωνία και τους Πολωνούς, θα σου φυτέψω αυτές τις σφαίρες στο σώμα σου. Δες το συνημμένο! Πέντε από αυτές σε κάθε επιγονατίδα, ώστε να μην μπορείς να περπατήσεις ξανά. Αν όμως συνεχίσεις να διαδίδεις το μίσος σου για τους Εβραίους, θα σου φυτέψω τις επόμενες 5 σφαίρες στο μουνί σου. Το τρίτο βήμα δεν θα το καταλάβεις. Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα σε επισκεφτώ την επόμενη εβδομάδα ή σε οκτώ εβδομάδες, θα επιστρέψω όταν ξεχάσεις αυτό το e-mail, ίσως σε 5 χρόνια. Είσαι στη λίστα μου...» Το συνημμένο ήταν μια εικόνα δύο γυαλιστερών σφαιρών στην παλάμη ενός χεριού. Το Κρατικό Μουσείο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, του οποίου ηγείται κάποιος διορισμένος από την κυβέρνηση, έγραψε στο Twitter μια καταδίκη του άρθρου μου, όπως και ο λογαριασμός του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου. Λίγους μήνες αργότερα, μια πρόσκληση για ομιλία σε ένα πανεπιστήμιο ακυρώθηκε επειδή, όπως είπε το πανεπιστήμιο στον ατζέντη μου, είχε αποκαλυφθεί ότι μπορεί να ήμουν αντισημίτρια.

Κατά τη διάρκεια των Πολωνικών πολέμων για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, το Ισραήλ διατήρησε φιλικές σχέσεις με την Πολωνία. Το 2018, ο Νετανιάχου και ο Πολωνός πρωθυπουργός, Ματέους Μοραβιέτσκι, εξέδωσαν κοινή δήλωση κατά των «ενεργειών που αποσκοπούν στο να κατηγορηθεί η Πολωνία ή το πολωνικό έθνος στο σύνολό του για τις θηριωδίες που διέπραξαν οι Ναζί και οι συνεργάτες τους από διάφορα έθνη». Η δήλωση υποστήριζε, ψευδώς, ότι «οι δομές του πολωνικού παράνομου κράτους που εποπτεύονταν από την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση δημιούργησαν έναν μηχανισμό συστηματικής βοήθειας και υποστήριξης των Εβραίων». Ο Νετανιάχου οικοδομούσε συμμαχίες με τις ανελεύθερες κυβερνήσεις χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, εν μέρει για να εμποδίσει την εδραίωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση μιας συναίνεσης κατά της κατοχής. Για το σκοπό αυτό, ήταν πρόθυμος να πει ψέματα για το Ολοκαύτωμα.

Κάθε χρόνο, δεκάδες χιλιάδες Ισραηλινοί έφηβοι ταξιδεύουν στο μουσείο του Άουσβιτς πριν αποφοιτήσουν από το λύκειο (αν και πέρυσι τα ταξίδια ακυρώθηκαν λόγω ζητημάτων ασφαλείας και της αυξανόμενης επιμονής της πολωνικής κυβέρνησης ότι η συμμετοχή των Πολωνών στο Ολοκαύτωμα πρέπει να διαγραφεί από την ιστορία). Πρόκειται για ένα δυνατό ταξίδι που διαμορφώνει την ταυτότητα και πραγματοποιείται μόλις ένα ή δύο χρόνια πριν οι νεαροί Ισραηλινοί καταταγούν στο στρατό. Ο Νόαμ Τσαγιούτ, ιδρυτής του Breaking the Silence, μιας ομάδας στο Ισραήλ κατά της κατοχής, έχει γράψει για το δικό του ταξίδι όταν πήγαινε στο λύκειο, το οποίο έγινε στα τέλη της δεκαετίας του ’90: «Τώρα, στην Πολωνία, ως έφηβος λυκείου, άρχισα να αισθάνομαι το ανήκειν, την αυτοαγάπη, τη δύναμη και την υπερηφάνεια και την επιθυμία να συνεισφέρω, να ζήσω και να είμαι δυνατός, τόσο δυνατός ώστε κανείς να μην προσπαθήσει ποτέ να με βλάψει».

Ο Τσαγιούτ μετέφερε αυτό το συναίσθημα στις Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ, οι οποίες τον τοποθέτησαν στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Μια μέρα τοποθέτησε ειδοποιήσεις κατάσχεσης περιουσίας. Μια ομάδα παιδιών έπαιζε εκεί κοντά. Ο Τσαγιούτ έδειξε αυτό που θεωρούσε ευγενικό και μη απειλητικό χαμόγελο σε ένα κοριτσάκι. Τα υπόλοιπα παιδιά έφυγαν τρέχοντας, αλλά το κορίτσι πάγωσε τρομοκρατημένο, μέχρι που έφυγε και αυτό. Αργότερα, όταν ο Τσαγιούτ δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη μεταμόρφωση που προκάλεσε αυτή η συνάντηση, έγραψε ότι δεν ήταν σίγουρος γιατί ήταν αυτό το κορίτσι: «Εξάλλου, υπήρχε επίσης το αλυσοδεμένο παιδί στο τζιπ και το κορίτσι στου οποίου το οικογενειακό σπίτι είχαμε εισβάλει αργά τη νύχτα για να απομακρύνουμε τη μητέρα και τη θεία της. Και υπήρχαν πολλά παιδιά, εκατοντάδες, που ούρλιαζαν και έκλαιγαν καθώς ψάχναμε τα δωμάτια και τα πράγματά τους. Και ήταν και το παιδί από την Τζενίν του οποίου τον τοίχο ανατινάξαμε με μια εκρηκτική γόμωση που άνοιξε μια τρύπα μόλις λίγα εκατοστά από το κεφάλι του. Ως εκ θαύματος, δεν τραυματίστηκε, αλλά είμαι σίγουρος ότι η ακοή και το μυαλό του είχαν υποστεί σοβαρές βλάβες». Αλλά στα μάτια αυτού του κοριτσιού, εκείνη τη μέρα, ο Τσαγιούτ είδε μια αντανάκλαση του καταστροφικού κακού, αυτού που του είχαν μάθει ότι υπήρχε, αλλά μόνο μεταξύ 1933 και 1945, και μόνο εκεί όπου κυβερνούσαν οι Ναζί. Ο Τσαγιούτ ονόμασε το βιβλίο του Το κορίτσι που έκλεψε το Ολοκαύτωμά μου.[12]

 

Πήρα το τρένο από τα πολωνικά σύνορα για το Κίεβο. Σχεδόν τριάντα τέσσερις χιλιάδες Εβραίοι εκτελέστηκαν στο Μπάμπιν Γιαρ, μια τεράστια χαράδρα στα περίχωρα της πόλης, μέσα σε μόλις τριάντα έξι ώρες τον Σεπτέμβριο του 1941. Δεκάδες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι πέθαναν εκεί πριν τελειώσει ο πόλεμος. Πρόκειται για αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Ολοκαύτωμα με σφαίρες. Πολλές από τις χώρες στις οποίες έγιναν αυτές οι σφαγές –οι Βαλτικές χώρες, η Λευκορωσία, η Ουκρανία– επαναποικίστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αντιφρονούντες και οι Εβραίοι πολιτιστικοί ακτιβιστές διακινδύνευσαν την ελευθερία τους για να διατηρήσουν τη μνήμη αυτών των τραγωδιών, να συλλέξουν μαρτυρίες και ονόματα και, όπου ήταν δυνατόν, να καθαρίσουν και να προστατεύσουν τους ίδιους τους τόπους. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα έργα μνημόνευσης συνόδευσαν τις προσπάθειες ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η αναγνώριση του Ολοκαυτώματος είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό εισιτήριο εισόδου μας», έγραψε ο ιστορικός Τόνι Τζαντ στο βιβλίο του Μεταπολεμικά το 2005.[13]

Στο δάσος Ρούμπουλα, έξω από τη Ρίγα, για παράδειγμα, εκεί όπου περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες Εβραίοι δολοφονήθηκαν το 1941, ένα μνημείο αποκαλύφθηκε το 2002, δύο χρόνια πριν η Λετονία γίνει δεκτή στην Ε.Ε. Μια σοβαρή προσπάθεια για την απόδοση τιμής στο Μπάμπιν Γιαρ ξεκίνησε μετά την επανάσταση του 2014 που έβαλε την Ουκρανία σε μια φιλόδοξη πορεία προς την Ε.Ε. Μέχρι τη στιγμή που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, αρκετές μικρότερες κατασκευές είχαν ολοκληρωθεί και υπήρχαν φιλόδοξα σχέδια για ένα μεγαλύτερο μουσειακό συγκρότημα. Με την εισβολή, η ανέγερση σταμάτησε. Μία εβδομάδα μετά την έναρξη του πολέμου πλήρους κλίμακας, ένας ρωσικός πύραυλος χτύπησε ακριβώς δίπλα στο μνημειακό συγκρότημα, σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους. Έκτοτε, ορισμένοι από τους ανθρώπους που συνδέονταν με το έργο ανασυγκροτήθηκαν ως ομάδα ερευνητών εγκλημάτων πολέμου.[14]

Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, διεξήγαγε μια ειλικρινή εκστρατεία για να κερδίσει την υποστήριξη του Ισραήλ προς την Ουκρανία. Τον Μάρτιο του 2022 εκφώνησε μια ομιλία στην Κνεσέτ, στην οποία δεν τόνισε τη δική του εβραϊκή κληρονομιά, αλλά επικεντρώθηκε στην άρρηκτη ιστορική σύνδεση μεταξύ Εβραίων και Ουκρανών. Έκανε ξεκάθαρους παραλληλισμούς μεταξύ του καθεστώτος Πούτιν και του ναζιστικού κόμματος. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι πριν από ογδόντα χρόνια οι Ουκρανοί έσωσαν τους Εβραίους. (Όπως και με την Πολωνία, οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η βοήθεια αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη είναι ψευδής.) Αλλά αυτό που λειτούργησε για τη δεξιά κυβέρνηση της Πολωνίας δεν λειτούργησε για τον φιλοευρωπαίο πρόεδρο της Ουκρανίας. Το Ισραήλ δεν έδωσε στην Ουκρανία τη βοήθεια για την οποία ικέτευε στον πόλεμό της κατά της Ρωσίας, μιας χώρας που υποστηρίζει ανοιχτά τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ.

Παρόλα αυτά, τόσο πριν όσο και μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, η φράση που άκουσα στην Ουκρανία ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ήταν «Πρέπει να γίνουμε σαν το Ισραήλ». Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και απλοί Ουκρανοί ταυτίζονται με την ιστορία που αφηγείται το Ισραήλ για τον εαυτό του, την ιστορία μιας μικροσκοπικής αλλά πανίσχυρης νησίδας δημοκρατίας που στέκεται με σθένος απέναντι στους εχθρούς που την περιβάλλουν. Ορισμένοι Ουκρανοί αριστεροί διανοούμενοι έχουν υποστηρίξει ότι η Ουκρανία, η οποία διεξάγει έναν αντιαποικιακό πόλεμο εναντίον μιας κατοχικής δύναμης, θα πρέπει να δει την αντανάκλασή της στην Παλαιστίνη, όχι στο Ισραήλ. Αυτές οι φωνές είναι περιθωριακές και ανήκουν τις περισσότερες φορές σε νέους Ουκρανούς που σπουδάζουν ή έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Μετά την επίθεση της Χαμάς, ο Ζελένσκι θέλησε να σπεύσει στο Ισραήλ ως ένδειξη υποστήριξης και ενότητας μεταξύ Ισραήλ και Ουκρανίας. Οι ισραηλινές αρχές φαίνεται να έχουν άλλες σκέψεις – η επίσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε.

Ενώ η Ουκρανία προσπαθεί ανεπιτυχώς να κάνει το Ισραήλ να αναγνωρίσει ότι η εισβολή της Ρωσίας μοιάζει με τη γενοκτονική επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας, η Μόσχα έχει δημιουργήσει ένα προπαγανδιστικό σύμπαν γύρω από την παρουσίαση της κυβέρνησης του Ζελένσκι, του ουκρανικού στρατού και του ουκρανικού λαού ως ναζιστών. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι το κεντρικό γεγονός του ιστορικού μύθου της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς πεθαίνουν και οι τελευταίοι άνθρωποι που έζησαν τον πόλεμο, οι εκδηλώσεις μνήμης έχουν μετατραπεί σε καρναβάλια που γιορτάζουν τη ρωσική θυματοποίηση. Η Ε.Σ.Σ.Δ. έχασε τουλάχιστον είκοσι επτά εκατομμύρια ανθρώπους σε εκείνον τον πόλεμο, έναν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό Ουκρανών. Η Σοβιετική Ένωση και η Ρωσία έχουν πολεμήσει σε πολέμους σχεδόν συνεχώς από το 1945, αλλά η λέξη «πόλεμος» εξακολουθεί να είναι συνώνυμη με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η λέξη «εχθρός» χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τις λέξεις «φασίστας» και «ναζί». Αυτό έκανε πολύ πιο εύκολο για τον Πούτιν, κηρύσσοντας έναν νέο πόλεμο, να στιγματίσει τους Ουκρανούς ως ναζί.

Ο Νετανιάχου συνέκρινε τις δολοφονίες της Χαμάς στο μουσικό φεστιβάλ με το Ολοκαύτωμα με σφαίρες.[15] Αυτή η σύγκριση, που υιοθετήθηκε και ανακυκλώθηκε από ηγέτες από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μπάιντεν, χρησιμεύει για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του Ισραήλ για την επιβολή συλλογικής τιμωρίας στους κατοίκους της Γάζας. Αντίστοιχα, όταν ο Πούτιν λέει «ναζιστής» ή «φασίστας», εννοεί ότι η ουκρανική κυβέρνηση είναι τόσο επικίνδυνη που η Ρωσία δικαιολογείται να βομβαρδίζει ισοπεδωτικά και να πολιορκεί ουκρανικές πόλεις και να σκοτώνει Ουκρανούς πολίτες. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές διαφορές: Οι ισχυρισμοί της Ρωσίας ότι η Ουκρανία της επιτέθηκε πρώτη και οι απεικονίσεις της ουκρανικής κυβέρνησης ως φασιστικής είναι ψευδείς∙ η Χαμάς, από την άλλη πλευρά, είναι μια δεσποτική δύναμη που επιτέθηκε στο Ισραήλ και διέπραξε φρικαλεότητες που δεν μπορούμε ακόμη να κατανοήσουμε πλήρως. Αλλά έχουν σημασία αυτές οι διαφορές όταν η υπόθεση που προβάλλεται είναι η δολοφονία παιδιών;

Τις πρώτες εβδομάδες της πλήρους εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν τα στρατεύματά της καταλάμβαναν τα δυτικά προάστια του Κιέβου, ο διευθυντής του μουσείου του Κιέβου για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Γιούριι Σάβτσουκ, έμενε στο μουσείο και επανεξέταζε το βασικό έκθεμα. Μια μέρα αφότου ο ουκρανικός στρατός έδιωξε τους Ρώσους από την περιοχή του Κιέβου, συναντήθηκε με τον αρχιστράτηγο των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, Βαλέριι Ζαλούζνι, και πήρε την άδεια να ξεκινήσει τη συλλογή αντικειμένων. Ο Σάβτσουκ και το επιτελείο του πήγαν στην Μπούτσα, το Ιρπίν και σε άλλες πόλεις που μόλις είχαν «απελευθερώσει» [«deoccupied»], όπως έχουν συνηθίσει να λένε οι Ουκρανοί, και πήραν συνεντεύξεις από ανθρώπους που δεν είχαν ακόμη πει τις ιστορίες τους. «Αυτό ήταν πριν από τις εκταφές και τις επαναταφές», μου είπε ο Σάβτσουκ. «Είδαμε το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, με όλα τα συναισθήματά του. Ο φόβος, ο τρόμος, ήταν στην ατμόσφαιρα και τον απορροφούσαμε με τον αέρα».

Τον Μάιο του 2022, το μουσείο εγκαινίασε μια νέα έκθεση με τίτλο «Ουκρανία – Σταύρωση». Ξεκινά με μια έκθεση με μπότες Ρώσων στρατιωτών, τις οποίες είχε συλλέξει η ομάδα του Σάβτσουκ. Πρόκειται για μια περίεργη αντιστροφή: τόσο το μουσείο του Άουσβιτς όσο και το μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον έχουν εκθέσει εκατοντάδες ή χιλιάδες παπούτσια που ανήκαν σε θύματα του Ολοκαυτώματος. Αποδίδουν το μέγεθος της απώλειας, ακόμη και αν δείχνουν μόνο ένα μικρό μέρος της. Η έκθεση στο Κίεβο δείχνει την κλίμακα της απειλής. Οι μπότες είναι τοποθετημένες στο πάτωμα του μουσείου σε σχήμα πεντάκτινου αστεριού, το σύμβολο του Κόκκινου Στρατού που έχει γίνει τόσο δυσοίωνο στην Ουκρανία όσο και η σβάστικα. Τον Σεπτέμβριο, το Κίεβο αφαίρεσε τα πεντάκτινα αστέρια από ένα μνημείο για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε αυτό που ονομαζόταν Πλατεία Νίκης – μετονομάστηκε επειδή η ίδια η λέξη «Νίκη» παραπέμπει στον πανηγυρισμό της Ρωσίας σε αυτό που εξακολουθεί να αποκαλεί Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Η πόλη άλλαξε επίσης τις ημερομηνίες στο μνημείο, από «1941-1945» –τα χρόνια του πολέμου μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας– σε «1939-1945». Διορθώνοντας τη μνήμη με ένα μνημείο κάθε φορά.

 

Το 1954, ένα ισραηλινό δικαστήριο εξέτασε μια υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμισης που αφορούσε έναν Ούγγρο Εβραίο ονόματι Ισραέλ Κάστνερ. Μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η Γερμανία κατέλαβε την Ουγγαρία και έσπευσε καθυστερημένα να εφαρμόσει τη μαζική δολοφονία των Εβραίων της, ο Κάστνερ, ως ηγέτης της εβραϊκής κοινότητας, μπήκε σε διαπραγματεύσεις με τον ίδιο τον Άντολφ Άιχμαν. Ο Κάστνερ πρότεινε να εξαγοράσει τις ζωές των Εβραίων της Ουγγαρίας με δέκα χιλιάδες φορτηγά. Όταν αυτό απέτυχε, διαπραγματεύτηκε να σώσει εξακόσιους ογδόντα πέντε ανθρώπους μεταφέροντάς τους με ναυλωμένο τρένο στην Ελβετία. Εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι Ούγγροι Εβραίοι φορτώθηκαν σε τρένα για στρατόπεδα θανάτου. Ένας Ούγγρος Εβραίος επιζών είχε κατηγορήσει δημοσίως τον Κάστνερ ότι είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Ο Κάστνερ υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και, στην πραγματικότητα, βρέθηκε σε δίκη. Ο δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κάστνερ είχε «πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο».

Η κατηγορία εναντίον του Κάστνερ για συνεργασία στηρίχθηκε στον ισχυρισμό ότι δεν είχε ενημερώσει τους ανθρώπους ότι επρόκειτο να πεθάνουν. Οι κατήγοροί του υποστήριξαν ότι, αν είχε προειδοποιήσει τους απελαθέντες, αυτοί θα είχαν επαναστατήσει και δεν θα πήγαιναν στα στρατόπεδα θανάτου σαν πρόβατα προς σφαγή. Η δίκη έχει διαβαστεί ως η αρχή μιας διαλεκτικής αντιπαράθεσης στην οποία η ισραηλινή δεξιά υποστηρίζει την προληπτική βία και θεωρεί την αριστερά εσκεμμένα απρόθυμη να αμυνθεί. Την εποχή της δίκης, ο Κάστνερ ήταν αριστερός πολιτικός∙ ο κατήγορός του ήταν δεξιός ακτιβιστής.

Επτά χρόνια αργότερα, ο δικαστής που είχε προεδρεύσει στη δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμιση του Κάστνερ ήταν ένας από τους τρεις δικαστές στη δίκη του Άντολφ Άιχμαν. Εδώ ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Η πολιτική αγωγή υποστήριξε ότι ο Άιχμαν δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο μια επανάληψη της αιώνιας απειλής για τους Εβραίους. Η δίκη συνέβαλε στην παγίωση του αφηγήματος ότι, για να αποτραπεί ο αφανισμός, οι Εβραίοι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν βία προληπτικά. Η Άρεντ, γράφοντας για τη δίκη, δεν δέχτηκε τίποτα από αυτά.[16] Η φράση της «η κοινοτοπία του κακού» προκάλεσε ίσως τις πρώτες κατηγορίες, που διατυπώθηκαν εναντίον ενός Εβραίου, για ευτελισμό του Ολοκαυτώματος. Δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά έβλεπε ότι ο Άιχμαν δεν ήταν διάβολος, ότι ίσως ο διάβολος δεν υπήρχε. Είχε σκεφτεί ότι δεν υπήρχε ριζικό κακό, ότι το κακό ήταν πάντα συνηθισμένο ακόμα και όταν ήταν ακραίο – κάτι «γεννημένο στο βούρκο», όπως το έθεσε αργότερα, κάτι «εντελώς ρηχό».

Η Άρεντ διαφώνησε επίσης με την ιστορία της κατηγορούσας αρχής ότι οι Εβραίοι ήταν τα θύματα, όπως είπε, «μιας ιστορικής αρχής που εκτείνεται από τον Φαραώ μέχρι τον Αμάν – το θύμα μιας μεταφυσικής αρχής». Αυτή η ιστορία, που έχει τις ρίζες της στον βιβλικό μύθο των Αμαληκιτών, ενός λαού της ερήμου Νεγκέβ που πολέμησε επανειλημμένα τους αρχαίους Ισραηλίτες, υποστηρίζει ότι κάθε γενιά Εβραίων αντιμετωπίζει τους δικούς της Αμαληκίτες. Έμαθα αυτή την ιστορία όταν ήμουν έφηβη∙ ήταν το πρώτο μάθημα Τορά που έλαβα ποτέ, διδαγμένο από έναν ραβίνο που μάζευε τα παιδιά σε ένα προάστιο της Ρώμης, όπου ζούσαν Εβραίοι πρόσφυγες από τη Σοβιετική Ένωση περιμένοντας τα χαρτιά τους για να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά ή την Αυστραλία. Σε αυτή την ιστορία, όπως την αφηγήθηκε ο εισαγγελέας στη δίκη του Άιχμαν, το Ολοκαύτωμα είναι ένα προκαθορισμένο γεγονός, μέρος της εβραϊκής ιστορίας – και μόνο της εβραϊκής ιστορίας. Οι Εβραίοι, σε αυτή την εκδοχή, έχουν πάντα έναν δικαιολογημένο φόβο εξόντωσης. Πράγματι, μπορούν να επιβιώσουν μόνο αν ενεργούν σαν να επίκειται ο αφανισμός.

Όταν έμαθα για πρώτη φορά τον μύθο των Αμαληκιτών, μου φάνηκε απόλυτα λογικό. Με βοήθησε να συνδέσω την εμπειρία μου να με πειράζουν και να με δέρνουν με τις παραινέσεις της προγιαγιάς μου ότι η δημόσια χρησιμοποίηση οικιακών εκφράσεων στα εβραϊκά ήταν επικίνδυνη, με την αδιανόητη αδικία ότι ο παππούς και ο προπάππους μου και δεκάδες άλλοι συγγενείς μου σκοτώθηκαν πριν γεννηθώ. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών και μόνη. Ήξερα ότι εγώ και η οικογένειά μου ήμασταν θύματα, και ο θρύλος των Αμαληκιτών προσέδιδε στο αίσθημα της θυματοποίησης νόημα και μια αίσθηση κοινότητας.

Ο Νετανιάχου έχει προβάλει τους Αμαληκίτες μετά την επίθεση της Χαμάς. Η λογική αυτού του μύθου, όπως τον χρησιμοποιεί –ότι οι Εβραίοι κατέχουν μια μοναδική θέση στην ιστορία και έχουν αποκλειστική αξίωση στην ιδιότητα του θύματος– έχει ενισχύσει την γραφειοκρατία του αντι-αντισημιτισμού στη Γερμανία και την ανίερη συμμαχία μεταξύ του Ισραήλ και της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Αλλά κανένα έθνος δεν είναι πάντα θύμα ή πάντα θύτης. Ακριβώς όπως ένα μεγάλο μέρος της αξίωσης του Ισραήλ για ατιμωρησία έγκειται στη μόνιμη ιδιότητα του θύματος των Εβραίων, πολλοί από τους επικριτές της χώρας έχουν προσπαθήσει να δικαιολογήσουν την τρομοκρατική πράξη της Χαμάς ως προβλέψιμη απάντηση στην καταπίεση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ. Αντίθετα, στα μάτια των υποστηρικτών του Ισραήλ, οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα δεν μπορούν να είναι θύματα επειδή η Χαμάς επιτέθηκε πρώτα στο Ισραήλ. Η μάχη για τη μία νόμιμη διεκδίκηση της ιδιότητας του θύματος συνεχίζεται αδιάκοπα.

Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, η Γάζα ήταν μια υπερπυκνοκατοικημένη, φτωχή, περιφραγμένη με τείχη περιοχή, όπου μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού είχε το δικαίωμα να φύγει έστω και για λίγο – με άλλα λόγια, ένα γκέτο. Όχι σαν το εβραϊκό γκέτο στη Βενετία ή ένα γκέτο στο κέντρο της πόλης στην Αμερική, αλλά σαν ένα εβραϊκό γκέτο σε μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης που είχε καταληφθεί από τη ναζιστική Γερμανία. Στους δύο μήνες που πέρασαν από την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, όλοι οι κάτοικοι της Γάζας υπέφεραν από την επίθεση των ισραηλινών δυνάμεων που διακόπηκε μόνο για λίγο. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Κατά μέσο όρο, ένα παιδί σκοτώνεται στη Γάζα κάθε δέκα λεπτά. Οι ισραηλινές βόμβες έχουν πλήξει νοσοκομεία, μαιευτήρια και ασθενοφόρα. Οκτώ στους δέκα κατοίκους της Γάζας είναι πλέον άστεγοι, μετακινούμενοι από το ένα μέρος στο άλλο, χωρίς ποτέ να μπορούν να φτάσουν σε ασφαλές μέρος.

Ο όρος «υπαίθρια φυλακή» φαίνεται ότι επινοήθηκε το 2010 από τον Ντέιβιντ Κάμερον, τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών που ήταν τότε πρωθυπουργός. Πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφουν τις συνθήκες στη Γάζα έχουν υιοθετήσει τον χαρακτηρισμό. Αλλά όπως και στα εβραϊκά γκέτο της κατεχόμενης Ευρώπης, δεν υπάρχουν δεσμοφύλακες – η Γάζα δεν αστυνομεύεται από τους κατακτητές αλλά από μια τοπική δύναμη. Πιθανώς, ο πιο ταιριαστός όρος «γκέτο» θα προκαλούσε πυρά για τη σύγκριση της δυσχερούς θέσης των πολιορκημένων κατοίκων της Γάζας με εκείνη των Εβραίων που βρίσκονται σε γκέτο. Θα μας έδινε επίσης τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα τώρα. Το γκέτο εκκαθαρίζεται.

Οι Ναζί ισχυρίστηκαν ότι τα γκέτο ήταν απαραίτητα για την προστασία των μη Εβραίων από τις ασθένειες που μεταδίδονταν από τους Εβραίους. Το Ισραήλ ισχυρίστηκε ότι η απομόνωση της Γάζας, όπως και το τείχος στη Δυτική Όχθη, είναι απαραίτητη για την προστασία των Ισραηλινών από τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιούν οι Παλαιστίνιοι. Ο ναζιστικός ισχυρισμός δεν είχε καμία βάση στην πραγματικότητα, ενώ ο ισραηλινός ισχυρισμός πηγάζει από πραγματικές και επαναλαμβανόμενες πράξεις βίας. Αυτές είναι ουσιαστικές διαφορές. Ωστόσο, και οι δύο ισχυρισμοί προτείνουν ότι μια κατοχική αρχή μπορεί να επιλέξει να απομονώσει, να εξαθλιώσει –και, τώρα, να θέσει σε θανάσιμο κίνδυνο– έναν ολόκληρο πληθυσμό ανθρώπων στο όνομα της προστασίας των δικών της.

Από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσης του Ισραήλ, η σύγκριση των εκτοπισμένων Παλαιστινίων με τους εκτοπισμένους Εβραίους παρουσιάστηκε, μόνο και μόνο για να αποκρουστεί. Το 1948, τη χρονιά που δημιουργήθηκε το κράτος, ένα άρθρο στην ισραηλινή εφημερίδα Maariv περιέγραφε τις άσχημες συνθήκες – «ηλικιωμένοι άνθρωποι τόσο αδύναμοι που ήταν στα πρόθυρα του θανάτου»· «ένα αγόρι με δύο παράλυτα πόδια»· «ένα άλλο αγόρι του οποίου τα χέρια ήταν κομμένα»– υπό τις οποίες οι Παλαιστίνιοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εγκατέλειπαν το χωριό Ταντούρα μετά την κατάληψή του από τα ισραηλινά στρατεύματα: «Μια γυναίκα κρατούσε το παιδί της στο ένα χέρι και με το άλλο χέρι κρατούσε την ηλικιωμένη μητέρα της. Η τελευταία δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον βηματισμό, φώναζε και παρακαλούσε την κόρη της να επιβραδύνει, αλλά η κόρη δεν συμφωνούσε. Τελικά η ηλικιωμένη κατέρρευσε στο δρόμο και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Η κόρη τραβούσε τα μαλλιά της ... μήπως και δεν προλάβει να φτάσει στην ώρα της. Και χειρότερα από αυτό ήταν η συσχέτιση με τις Εβραίες μητέρες και γιαγιάδες που καθυστερούσαν με αυτόν τον τρόπο στους δρόμους κάτω από το μαστίγιο των δολοφόνων». Ο δημοσιογράφος συνειδητοποιούσε τι έλεγε. «Προφανώς δεν υπάρχει περιθώριο για μια τέτοια σύγκριση», έγραψε. «Αυτή τη μοίρα – αυτοί την προκάλεσαν μόνοι τους».

Οι Εβραίοι πήραν τα όπλα το 1948 για να διεκδικήσουν τη γη που τους προσφέρθηκε με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών για τον διαμελισμό της Παλαιστίνης που ήταν υπό βρετανικό έλεγχο. Οι Παλαιστίνιοι, υποστηριζόμενοι από τα γύρω αραβικά κράτη, δεν αποδέχθηκαν τον διαμελισμό και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ισραήλ. Η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράκ, ο Λίβανος και η Υπεριορδανία εισέβαλαν στο πρωτο-ισραηλινό κράτος, ξεκινώντας αυτό που το Ισραήλ αποκαλεί σήμερα Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι διέφυγαν από τις μάχες. Όσοι δεν το έκαναν, εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τις ισραηλινές δυνάμεις. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν. Οι Παλαιστίνιοι θυμούνται το 1948 ως Νάκμπα, μια λέξη που σημαίνει «καταστροφή» στα αραβικά, όπως ακριβώς η Σοά σημαίνει «καταστροφή» στα εβραϊκά. Το γεγονός ότι η σύγκριση είναι αναπόφευκτη έχει αναγκάσει πολλούς Ισραηλινούς να ισχυριστούν ότι, σε αντίθεση με τους Εβραίους, οι Παλαιστίνιοι προκάλεσαν μόνοι τους την καταστροφή τους.

Την ημέρα που έφτασα στο Κίεβο, κάποιος μου έδωσε ένα χοντρό βιβλίο. Ήταν η πρώτη ακαδημαϊκή μελέτη για τον Στεπάν Μπαντέρα που εκδόθηκε στην Ουκρανία. Ο Μπαντέρα είναι ένας Ουκρανός ήρωας: πολέμησε κατά του σοβιετικού καθεστώτος∙ δεκάδες μνημεία του έχουν εμφανιστεί μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Κατέληξε στη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ηγήθηκε ενός αντάρτικου κινήματος από την εξορία και πέθανε μετά από δηλητηρίαση από πράκτορα της K.G.B., το 1959. Ο Μπαντέρα ήταν επίσης ένας φανατικός φασίστας, ένας ιδεολόγος που ήθελε να οικοδομήσει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο, το οποίο έχει πουλήσει περίπου διακόσια αντίτυπα. (Πολλά βιβλιοπωλεία αρνήθηκαν να το κυκλοφορήσουν.) Η Ρωσία χρησιμοποιεί με αγαλλίαση τη λατρεία του Μπαντέρα στην Ουκρανία ως απόδειξη ότι η Ουκρανία είναι ναζιστικό κράτος. Οι Ουκρανοί απαντούν ως επί το πλείστον ξεπλένοντας την κληρονομιά του Μπαντέρα. Είναι πάντα τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να χωρέσουν στο μυαλό τους την ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι ο εχθρός του εχθρού σου και παρ’ όλα αυτά να μην είναι μια καλοπροαίρετη δύναμη. Ένα θύμα και ταυτόχρονα ένας θύτης. Ή το αντίστροφο.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Masha Gessen, “In the Shadow of the Holocaust”, The New Yorker, 9 Δεκεμβρίου 2023, https://www.newyorker.com/news/the-weekend-essay/in-the-shadow-of-the-holocaust.

 

Σημειώσεις

[1] Ruth Margalit, “The Devastation of Be’eri”, The New Yorker, 19 Οκτωβρίου, https://www.newyorker.com/news/dispatch/the-devastation-of-beeri.

[2] David Remnick, “In the Cities of Killing”, The New Yorker, 28 Οκτωβρίου 2023, https://www.newyorker.com/magazine/2023/11/06/israel-gaza-war-hamas.

[3] Masha Gessen, “The Real Purpose of Trump’s Executive Order on Anti-Semitism”, The New Yorker, 12 Δεκεμβρίου 2019, https://www.newyorker.com/news/our-columnists/the-real-purpose-of-trumps-executive-order-on-anti-semitism.

[4] The Jerusalem Declaration, https://jerusalemdeclaration.org/.

[5] “The Strange Logic of Germany’s Antisemitism Bureaucrats”, Jewish Currents, 18 Ιουλίου 2023, https://jewishcurrents.org/the-strange-logic-of-germanys-antisemitism-bureaucrats.

[6] [Σ.τ.Μ.:] Isidore Abramowitz, Hannah Arendt, Abraham Brick, Rabbi Jessurun Cardozo, Albert Einstein, Herman Eisen, M.D., Hayyim Fineman, M. Gallen, M.D., H.H. Harris, Zelig S. Harris, Sidney Hook, Fred Karush, Bruria Kaufman, Irma L. Lindheim, Nachman Meisel, Seymour Melman, Myer D. Mendelson, M.D., Harry M. Orlinsky, Samuel Pitlick, Fritz Rohrlich, Louis P. Rocker, Ruth Sagis, Itzhak Sankowsky, I.J. Schoenberg, Samuel Schuman, M. Singer, Irma Wolfe, Stefan Wolfe, “Letter to the New York Times: New Palestine Party: Visit of Menachem Begin and Aims of Political Movement Discussed”, The New York Times, 2 Δεκεμβρίου 1948. Διαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/reference/archive/einstein/1948/12/02.htm.

[7] Susan Neiman, Learning from the Germans: Race and the Memory of Evil, Farrar, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη 2020.

[8] Ruth Margalit, “Waking to an Attack from Hamas”, The New Yorker, 7 Οκτωβρίου, https://www.newyorker.com/news/dispatch/waking-to-an-attack-from-hamas.

[9] Nele Pollatschek, »Antisemitismus: Nicht schon wieder, Documenta«, Süddeutsche Zeitung, 9 Νοεμβρίου 2023, https://www.sueddeutsche.de/kultur/ranjit-hoskote-documenta-antisemitismus-bds-1.6301063?reduced=true.

[10] Masha Gessen, “The Historians Under Attack for Exploring Poland’s Role in the Holocaust”, The New Yorker, 26 Μαρτίου 2021, https://www.newyorker.com/news/our-columnists/the-historians-under-attack-for-exploring-polands-role-in-the-holocaust.

[11] Masha Gessen, “Poland’s Ruling Party Puts an Extraordinary Museum of Polish-Jewish History into Limbo”, The New Yorker, 23 Σεπτεμβρίου 2019, https://www.newyorker.com/news/our-columnists/polands-ruling-party-puts-an-extraordinary-museum-of-polish-jewish-history-into-limbo.

[12] Noam Chayut, The Girl Who Stole My Holocaust: A Memoir, Verso Books, Λονδίνο 2013.

[13] Tony Judt, Postwar: A History of Europe Since 1945, Penguin Press, Λονδίνο 2005.

[14] Masha Gessen, “The Holocaust Memorial Undone by Another War”, The New Yorker, 11 Απριλίου 2022, https://www.newyorker.com/magazine/2022/04/18/the-holocaust-memorial-undone-by-another-war.

[15] Ruth Margalit, “A Massacre at a Music Festival in Israel”, The New Yorker, 8 Οκτωβρίου 2023, https://www.newyorker.com/news/dispatch/when-massacre-came-to-a-music-festival-in-israel.

[16] Hannah Arendt, “Eichmann in Jerusalem – I. Adolf Eichmann and the banality of evil”, The New Yorker, 8 Φεβρουαρίου 1963, https://www.newyorker.com/magazine/1963/02/16/eichmann-in-jerusalem-i.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου 2023 01:15

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.