Τρίτη, 28 Νοεμβρίου 2017 10:14

Βενεζουέλα: Ένας κύκλος κινητοποιήσεων και βίας Κύριο

Pedro Huarcaya

Ένας κύκλος κινητοποιήσεων και βίας

Για τέσσερις μήνες, μια οξεία πολιτική κρίση επηρέασε τη Βενεζουέλα, στο πλαίσιο μιας οικονομικής κατάρρευσης που πλήττει τη χώρα από το 2014. Οι λαϊκές τάξεις της Βενεζουέλας πληρώνουν βαρύ τίμημα και υποφέρουν από βία κάθε μορφής.

Η Μπολιβαριανή διαδικασία, η οποία προκάλεσε μεγάλες προσδοκίες στη ριζοσπαστική αριστερά, βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση. Μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 2017, η χώρα αντιμετώπισε βίαιες συγκρούσεις. Η πολιτική πόλωση μεταξύ των υποστηρικτών της κυβέρνησης και των αντιπάλων της έφθασε σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη επισφάλεια, δεν υποστηρίζει καμία πλευρά. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου και η κατάρρευση του νομίσματος προκαλούν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες στην εργατική τάξη της Βενεζουέλας: υπάρχει πληθωρισμός και μαζικές ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένων των ειδών που καλύπτουν βασικές ανάγκες.

Πολιτική βία από όλες τις πλευρές

Μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου, οι διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης τις οποίες ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις σκότωσαν 124 ανθρώπους και άφησαν αρκετές χιλιάδες τραυματίες. Μια έκθεση του ΟΗΕ, που θεωρείται προκατειλημμένη από την κυβέρνηση, αναφερόταν σε βίαιη καταστολή από κυβερνητικούς υποστηρικτές, κατηγορώντας τους αστυνομικούς ότι ήταν υπεύθυνοι για 46 θανάτους και τις φιλοκυβερνητικές ένοπλες ομάδες για 27 δολοφονίες. Η αντιπολίτευση θεωρήθηκε υπεύθυνη για 28 θανάτους (15 σε ατυχήματα που σχετίζονται με οδοφράγματα, 8 μέλη της αστυνομίας σκοτώθηκαν και 5 Τσαβιστές μαχητές λιντσαρίστηκαν)1.

Κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων μηνών, η αντιπολίτευση κάλεσε διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Κάποιες ήταν βίαιες, με guarimberos2, κυρίως νέους, που αυτοαποκαλούνται Resistencia, οι οποίοι συγκρούονταν με την αστυνομία. Μεταξύ αυτών των βίαιων ενεργειών εναντίον της κυβέρνησης, υπήρξαν ορισμένες πράξεις που χαρακτηρίζονται από πνεύμα κοινωνικής εκδίκησης εναντίον απλών Τσαβιστών μαχητών, με κάποια ανοχή από τους ηγέτες της συντηρητικής αντιπολίτευσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εκδηλώθηκαν πιο συγκεκριμένες εξεγερτικές παρορμήσεις, όπως η βομβιστική επίθεση εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (TSJ) και του Υπουργείου Εσωτερικών από έναν στρατιώτη που έκλεψε ένα αστυνομικό ελικόπτερο ή η επίθεση στη στρατιωτική βάση Ναγκουανάγκουα από 20 περίπου άνδρες που ισχυρίζονταν ότι διεξάγουν «πολιτική και στρατιωτική δράση».

Από την πλευρά της κυβέρνησης, υπάρχουν επίσης ένοπλες ομάδες, colectivos, οι οποίες είναι πολύ ετερογενείς. Υπάρχουν μερικές παλιές ομάδες, υπολείμματα των αντάρτικων της δεκαετίας του 1960, τώρα με κάποια αυτονομία από την κυβέρνηση, που αναπτύσσουν μια πραγματική κοινωνική παρουσία και εξασφαλίζουν την ασφάλεια της γειτονιάς τους από την παραβατικότητα. Άλλες δημιουργήθηκαν πολύ πιο πρόσφατα, λειτουργώντας ως «δυνάμεις κρούσης» της κυβέρνησης, απειλώντας εκείνους που δεν υποστηρίζουν τον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο με αναστολή των κοινωνικών προγραμμάτων και μερικές φορές με φυσικό αποκλεισμό ειρηνικών διαδηλώσεων. Κάποιοι επιτέθηκαν στην Εθνοσυνέλευση, απομονώνοντας τους βουλευτές και τους υπαλλήλους επί τόπου για εννέα ώρες σε σχετική συνεργασία με την κυβέρνηση. Από την πλευρά τους, ο στρατός και η αστυνομία διατηρούν μια όλο και πιο κατασταλτική τάξη. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ισχύει για ενάμισι χρόνο περιορίζει το δικαίωμα διαμαρτυρίας. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ζαμόρα, οι συνεληφθέντες διαδηλωτές οδηγούνται ενώπιον στρατιωτικών δικαστηρίων.

Μια αμφιλεγόμενη Συντακτική Συνέλευση

Το σημείο εκκίνησης αυτών των κινητοποιήσεων ήταν, στις 30 Μαρτίου, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (το οποίο υποστηρίζει το Μαδούρο) να αφαιρέσει από την Εθνοσυνέλευση (στα χέρια της αντιπολίτευσης) τα δικαιώματά της και να άρει την ασυλία των βουλευτών. Οι αρχές της Βενεζουέλας υπαναχώρησαν από αυτήν την πρωτοβουλία, αλλά, από τότε που η αντιπολίτευση κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2015, οι αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης ακυρώθηκαν λόγω υποψίας απάτης σε σχέση με την εκλογή των τριών βουλευτών από τον Αμαζόνιο. Η αντιπολίτευση ήθελε να καλέσει σε δημοψήφισμα ανάκλησης, το οποίο προβλεπόταν από το Σύνταγμα του 1999, εναντίον του Μαδούρο. Η διεξαγωγή του καθυστέρησε συστηματικά και στην πραγματικότητα ανεστάλη από τις εκλογικές αρχές, που πρόσκεινται στον Μαδούρο.

Αντιμέτωπος με αυτή την κρίση, την 1η Μαΐου 2017 ο Νικολάς Μαδούρο συγκάλεσε μια Εθνική Συντακτική Συνέλευση (ANC), που εκλέχτικε στις 20 Ιουλίου. Αποτελείται από 545 μέλη, εκ των οποίων το ένα τρίτο εκλέγεται ανά τομέα και τα άλλα δύο τρίτα από καθολική ψηφοφορία κατά δήμο, με πολύ ισχυρή υπερεκπροσώπηση των αγροτικών περιοχών, όπου ο Τσαβισμός είναι πιο ανθεκτικός. Για το πρώτο σώμα μελών της ANC, διαπιστώθηκε ότι πέντε εκατομμύρια Βενεζουελάνοι δεν ευνοήθηκαν από την τομεακή ψηφοφορία. Δεδομένου ότι η αντιπολίτευση είχε μποϊκοτάρει την ψηφοφορία, το μόνο θέμα ήταν το εύρος της συμμετοχής.

Οι επίσημοι φορείς ανακοίνωσαν σχεδόν 8,1 εκατομμύρια ψηφοφόρους, στη «μεγαλύτερη ψήφο της επανάστασης» σύμφωνα με τα λόγια του Μαδούρο. Ελλείψει παρατηρητών της αντιπολίτευσης, είναι δύσκολο να επαληθευτούν τα δεδομένα αυτά. Ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο μια κυβέρνηση με ποσοστά υποστήριξης περίπου 20% να κινητοποιήσει περισσότερους από τον Ουγκό Τσάβεζ στη μέγιστη δημοτικότητά του. Η ψηφοφορία αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά ισχυρής πολιτικής πόλωσης. Ο ίδιος ο Μαδούρο απείλησε τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και τους δικαιούχους κοινωνικών προγραμμάτων με αντίποινα εάν απείχαν. Σε αρκετές γειτονιές, οι αντιπολιτευόμενοι εκφόφιζαν τους ψηφοφόρους έτσι ώστε να μην ψηφίσουν, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να συγκεντρώσει γραφεία σε περιοχές υπό τον έλεγχό της. Οι υποψήφιοι που επικρίνουν την κυβέρνηση σε έναν τομέα υπήρχε πιθανότητα να δηλώθουν, από τις εκλογικές επιτροπές, σαν υποψηφίοι σε έναν άλλο τομέα όπου δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί, σύμφωνα με τον Στάλιν Πέρεζ, ο οποίος είναι ωστόσο φιλικός απέναντι στην ANC.

Οι διαμαρτυρίες έφτασαν μέχρι τις Τσαβικές ελίτ. Η Γενική Εισαγγελέας, η Λουίσα Ορτέγκα, η οποία διορίστηκε από τους Τσαβικούς, δικαίως επέκρινε το διάταγμα του TSJ που έριξε λάδι στη φωτιά, την κλίμακα της καταπίεσης και τη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης χωρίς να έχει προηγηθεί δημοψήφισμα όπως έκανε ο Ούγκο Τσάβες. Κατηγορούμενη ότι ήταν ο πνευματική υποκινήτρια της εαρινής βίας, οι λογαριασμοί της έχουν παγώσει και της απαγορεύθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πόλωσης, όπου ήταν δύσκολο να παραμείνει ανεξάρτητη από τον Τσάβισμο και την αντιπολίτευση, αυτοεξορίστικε, προστατευόμενη τώρα από τις συντηρητικές κυβερνήσεις της περιοχής.

Αντιδράσεις στην κρίση

Η MUD (ο συνασπισμός αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας) δεν αποτελεί προοδευτική πολιτική προοπτική. Είναι ακόμα υπό την ηγεσία των νεοφιλελεύθερων που δεν δέχτηκαν ποτέ την παρουσία στην εξουσία ενός αρχηγού ταπεινής προέλευσης που υποστηρίζεται από τις λαϊκές τάξεις, τον Ούγκο Τσάβες και τον Νικολάς Μαδούρο. Για σχεδόν δύο δεκαετίες, η κοινωνική της βάση παρέμεινε ως επί το πλείστον επικεντρωμένη στις πλούσιες τάξεις, παρόλο που τα λαϊκά τμήματα των πόλεων τα τελευταία χρόνια έχουν στρέψει όλο και περισσότερο την πλάτη τους στο Τσαβισμό. Στο επίπεδο των πολιτικών ελευθεριών, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι θα ήταν λιγότερο αυταρχική. Κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Απριλίου του 2002, η αντιπολίτευση απέλυσε αμέσως όλες τις αρχές και καταπίεσε τον πληθυσμό. Τον Φεβρουάριο του 1989, η ορθόδοξη εφαρμογή ενός σχεδίου προσαρμογής του ΔΝΤ πυροδότησε μια εξέγερση που καταστάλθηκε με κόστος 1.000 θανάτους.

Η αυταρχική μετατόπιση της κυβέρνησης Μαδούρο δεν επηρεάζει μόνο τις πολιτικές ελίτ. Στην χαλυβουργική επιχείρηση SIDOR ή στην κρατική πετρελαϊκή εταιρεία PDVSA, οι συνδικαλιστικές εκλογές έχουν αναβληθεί επ ’αόριστον. Σε αυτές τις δύο στρατηγικές επιχειρήσεις, οι διαμαρτυρίες είναι παλιές, αλλά η αναβολή των εκλογών προδίδει τον φόβο της κυβέρνησης να δει αντιπάλους της, συχνά από τα αριστερά, να κερδίζουν. Οι «Οργανώσεις Απελευθέρωσης του Λαού», υπεύθυνες για την αποκατάσταση της ασφάλειας στις γειτονιές της εργατικής τάξης, κατηγορούνται για δεκάδες δολοφονίες από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αριστερά διχάζεται σε σχέση με αυτές τις πρωτοβουλίες. Από τη μια πλευρά, οργανώσεις όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας και η Luchas συμμετείχαν στην ANC, η οποία, σύμφωνα με αυτούς, θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία να αποτρέψουν την επίθεση της δεξιάς και να εμβαθύνουν τη διαδικασία αλλαγής. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ομάδες που κινητοποιούνται στους δρόμους και καταγγέλλουν μια αυταρχική κυβέρνηση που οδήγησε στη Συντακτική Συνέλευση για να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος, παρά την αυξανόμενη αντιδημοτικότητά της. Για παράδειγμα, το Partido Socialismo y Libertad υιοθετεί το σύνθημα «Κάτω ο Μαδούρο» και συμμετέχει στις πολιτικές δράσεις της αντιπολίτευσης. Εν τω μεταξύ, το Marea Socialista και η Liga de Trabajadores por el Socialismo διατηρούν την ανεξαρτησία τους όσον αφορά και τα δύο στρατόπεδα, προσπαθώντας με δυσκολία να ενσαρκώσουν έναν εναλλακτικό δρόμο για τις λαϊκές τάξεις της Βενεζουέλας.

Στις 15 Οκτωβρίου 2017 πραγματοποιήθηκαν οι περιφερειακές εκλογές που έδωσαν τη νίκη στην κυβέρνηση σε 18 από τις 23 πολιτείες, κυρίως λόγω της αποστράτευσης των οπαδών της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η πολιτική κρίση δεν έχει τελειώσει για δύο λόγους: η πόλωση παραμένει ισχυρή στη χώρα και η οικονομική κατάσταση είναι κρίσιμη.

Η κατάρρευση ενός οικονομικού μοντέλου εισοδηματία

Ανεξάρτητα από το αν ο Νικολάς Μαδούρο παραμείνει στην εξουσία ή όχι, ανεξάρτητα από το αν υπάρξει ή όχι κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οικονομική κατάσταση των εργατικών τάξεων της Βενεζουέλας θα παραμείνει ανησυχητική. Η κυβέρνηση δίνει την εξήγηση ότι πρόκειται για έναν «οικονομικό πόλεμο» που διεξάγεται από τις πρώην ελίτ που ζητάνε εκδίκηση. Η εκτελεστική εξουσία κατηγορεί επίσης εκείνους που μεταπωλούν επιδοτούμενα προϊόντα στην άλλη πλευρά των συνόρων, τους bachaqueros όπως ονομάζονται. Ο όρος αυτός καλύπτει κάποιες πολύ διαφορετικές πραγματικότητες, από την οικογένεια που προσπαθεί να βρει ατομικές λύσεις για να επιβιώσει μέχρι τον εγκληματία, επικεφαλής μιας ακμαίας επιχείρησης που αποφέρει κέρδη δεκάδων χιλιάδων δολαρίων. Για να αποφευχθεί αυτή η εκτροπή επιδοτούμενων προϊόντων, η κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει τοπικές επιτροπές προμήθειας και παραγωγής (CLAP), οι οποίες θα φέρνουν τα προϊόντα απευθείας σ’ αυτούς που τα δικαιούνται. Αυτή η εξατομικευμένη εφαρμογή έχει κατηγορηθεί ότι αντιπροσωπεύει μια πελατειακή παραλλαγή στην διανομή των κοινωνικών προγραμμάτων.

Μετά την ανακάλυψη του πετρελαίου, σχεδόν πριν από έναν αιώνα, οι επενδύσεις εγκατέλειψαν τη γεωργία για την εξόρυξη πετρελαίου. Έκτοτε, η οικονομία της χώρας ήταν του τύπου εισοδηματία, εξαρτώμενη από το πετρέλαιο, το οποίο αντιπροσωπεύει πάνω από το 95% των εξαγωγών της χώρας, με τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα παγκόσμια αποθέματα. Αν και ο Ουγκό Τσάβες αναδιένειμε μέρος του πλούτου προς τους πιο ταπεινούς, δεν διαφοροποίησε τις πηγές εισοδήματος. Εγκλωβισμένη σ’ αυτήν εξαντλητική εκμετάλλευση φυσικών πόρων3, η οικονομία της Βενεζουέλας έχει πληγεί σκληρά από την πτώση των τιμών του πετρελαίου από το καλοκαίρι του 2014.

Η εξορυκτιστική βιασύνη

Σε μια απελπισμένη επιθετική βιασύνη στις αρχές του 2016, η κυβέρνηση Μαδούρο εξέδωσε το λεγόμενο διάταγμα «Orinoco Mining Arc» με στόχο την ανάθεση 112.000 km2 ή 12% της εθνικής επικράτειας σε δεκάδες ξένες πολυεθνικές (κινεζικές και ρωσικές αλλά και δυτικές όπως την Canadian Gold Reserve) για την εκμετάλλευση χρυσού, διαμαντιών, σιδήρου, κολτανίου, βωξίτη και άλλων ορυκτών.

Το έργο αυτό έρχεται σε αντίθεση με την διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας σχετικά με τους ορυκτούς πόρους, που διακηρύσσεται στο Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ την εποχή της ανόδου του Ουγκό Τσάβες στην εξουσία. Το Orinoco Mining Arc οφείλει τη νομική ύπαρξή του στο νομικό του καθεστώς ως οικονομικής ζώνης εθνικής ανάπτυξης, μια βενεζουελάνικη χειρότερη εκδοχή της Κινεζικής Ειδικής Οικονομικής Ζώνης, καταστρατηγώντας το φορολογικό και το εργατικό δίκαιο. Το έργο αυτό είναι επιζήμιο για τους εργαζόμενους αλλά και για τις δεκάδες αυτόχθονες κοινότητες που έχουν ζήσει εδώ και αιώνες σ αυτά τα εδάφη.

Πίσω από το έργο αυτό, παρατηρούμε στις προοπτικές της κυβέρνησης τη διατήρηση του προτύπου της εξαντλητικής εκμετάλλευσης φυσικών πόρων (ένα πρότυπο στην ρίζα της σημερινής οικονομικής κρίσης), την έμφαση στην εξάρτηση από το πετρέλαιο, την παραμέληση της διαφοροποίησης των πηγών εισοδήματος, τον εγκλεισμό της ανθρωπότητας σε μια βραχυπρόθεσμη λογική. Αν και η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση επικρίνει ριζικά το έργο της Συντακτικής Συνέλευσης, δεν κινητοποιείται εναντίον του Orinoco Mining Arc, συμφωνόντας με την κυβέρνηση Μαδούρο στο σχέδιο της εκδίωξης των γηγενών από τα εδάφη τους, της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Εκτροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας

Ένα άλλο φαινόμενο συμβάλλει σε αυτή την οικονομική κρίση, η κατάρρευση του νομίσματος. Επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, οι μεγάλες εταιρείες απέφυγαν τον έλεγχο συναλλάγματος, με τη συνέργεια ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων, μέσω υπερβολικής χρέωσης των εισαγωγών ή αιτήσεων για επιδότηση συναλλάγματος σε δολάρια για εισαγωγές που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Οι οικονομολόγοι αναφέρουν μια διαρροή αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων μέσα από αυτή τη διαδρομή.

Σήμερα, η διαφορά μεταξύ των επίσημων και των ανεπίσημων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι 1 έως περισσότερο από 3.000. Αυτό το κενό περιορίζει τις εισαγωγές, μεταξύ των οποίων και τα βασικά προϊόντα. Για περισσότερο από ένα χρόνο, οι Βενεζουελάνοι αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα. Ο ρυθμός πληθωρισμού αυξάνεται προς τα πάνω. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ήταν στο 69% το 2014, στο 181% το 2015, στο 255% το 2016. Προβλέπεται στο 1.134% το 2017 και στο 2.530% το 2018. Τα επίπεδα των μισθών απέχουν πολύ από το να ακολουθήσουν αυτή την εξέλιξη. Ο «πλήρης μισθός», που περιλαμβάνει τα κουπόνια ελάχιστου μισθού και γεύματος, αντιπροσωπεύει μόνο το 24,5% των μηνιαίων δαπανών διατροφής ενός νοικοκυριού και το 18,7% των βασικών δαπανών (συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης, της στέγασης κλπ.).

Αντιμετωπίζοντας το «τέλος του κύκλου» των προοδευτικών κυβερνήσεων

Η κυβέρνηση Μαδούρο αποδυναμώνεται όχι μόνο από μια πολιτική και οικονομική κρίση, αλλά και από την άνοδο στην εξουσία συντηρητικών συνασπισμών σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Για δεκαπέντε χρόνια, οι προοδευτικές κυβερνήσεις εκλέγονταν χάρη στην ενεργό υποστήριξη των κοινωνικών κινημάτων και επωφελούνταν από τις υψηλές τιμές των πρώτων υλών. Ενώ ο Ούγκο Τσάβες είχε επωφεληθεί από την υποστήριξη των ομολόγων του στη Λατινική Αμερική στις κρίσιμες συγκυρίες, στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Απριλίου 2002 ή στον οικονομικό αποκλεισμό μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Φεβρουαρίου 2003, από το φθινόπωρο του 2015 σημειώθηκε μια αντιστροφή στη Νότια Αμερική.

Η εκλογή νεοφιλελεύθερων προέδρων στην Αργεντινή και το Περού και το θεσμικό πραξικόπημα στη Βραζιλία ήταν κακές ειδήσεις για τον Νικολάς Μαδούρο. Οι χώρες που έχουν πρόσφατα στραφεί δεξιά ασκούν πίεση στην κυβέρνηση Μαδούρο να δεχθεί τις απαιτήσεις της αντιπολίτευσης. Η Βενεζουέλα αποβλήθηκε από την περιφερειακή οργάνωση ελεύθερων συναλλαγών, το Mercosur, για «παραβίαση της δημοκρατικής τάξης», κάτι που παραδόξως δεν εφαρμόστηκε εναντίον της Βραζιλίας κατά το θεσμικό πραξικόπημα της άνοιξης του 2016, καταδεικνύοντας τον πολιτικό χαρακτήρα της «δημοκρατικής» ετικέτας ως εργαλείου νομιμοποίησης ή απονομιμοποίησης.

Θεσμοποίηση της Μπολιβαριανής διαδικασίας

Η κατάσταση της Βενεζουέλας σήμερα είναι πολύ διαφορετική από την περίοδο 2002-2004, όταν η αντιπολίτευση ηγήθηκε επίσης σε μια στρατηγική ανταρσίας για την ανατροπή της κυβέρνησης του Ουγκό Τσάβες. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, οι εργοδότες ήταν σημαντικός παράγοντας στον συνασπισμό των πραξικοπηματιών. Ο εφήμερος πρόεδρος του πραξικοπήματος του Απριλίου 2002 ήταν ο ηγέτης της κύριας ομοσπονδίας εργοδοτών, της Fedecámaras. Η κυβέρνηση Τσάβες δεν είχε πλήρη έλεγχο των οργάνων επιβολής του νόμου και των δικαστικών θεσμών, αλλά χρησιμοποίησε τη δημοτικότητά της μεταξύ των λαϊκών τάξεων για να αμυνθεί στις απόπειρες ανατροπής.

Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, η κυβέρνηση τώρα διαβουλεύεται τακτικά με τους εργοδότες στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου για την Παραγωγική Οικονομία, το οποίο συναντήθηκε 48 φορές το 2016. Ο Νικολάς Μαδούρο χρησιμοποιεί τώρα την κηδεμονία των δικαστικών θεσμών και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου για να προσπαθήσει να περιορίσει την ανάπτυξη της δυσαρέσκειας στις εργατικές τάξεις.

Μόνιμη πίεση από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ

Εάν υπάρχει συνέχεια σε όλη την περίοδο, είναι η διπλωματική αντιπαράθεση μεταξύ της Τσαβικής κυβέρνησης και της ιμπεριαλιστικής δύναμης της περιοχής, των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο θείος Σαμ, με επικεφαλής τον Τζωρτζ Μπους, ήταν ένα από τα δύο κράτη στον κόσμο (μαζί με τον Ισπανό José María Aznar) που αναγνώρισε την εφήμερη πραξικοπηματική κυβέρνηση του Απριλίου του 2002. Τον Μάρτιο του 2015, ο Μπαράκ Ομπάμα εξέδωσε διάταγμα εναντίον των ηγετών της Βενεζουέλας λέγοντας ότι «η διάβρωση των εγγυήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση... αποτελεί μια ασυνήθιστη και έκτακτη απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».

Η άνοδος στην εξουσία στην Ουάσινγκτον ενός προέδρου απρόβλεπτου όπως ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να προαναγγείλει μια εξέλιξη ενόψει της αποκάλυψης από τον Τύπο της χρηματοδότησης της τελετής ορκωμοσίας του με έως και μισό εκατομμύριο δολάρια, από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας μέσω της Citgo της αμερικανικής θυγατρικής της PDVSA4. Οι κυρώσεις από το Λευκό Οίκο, οι οποίες αφορούν στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, για περίπου είκοσι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Μαδούρο, ευθυγραμμίζονται με μια δεκαετία παρεμβάσεων. Ο Τράμπ μάλιστα απείλησε τη Βενεζουέλα με την στρατιωτική επιλογή, η οποία δεν συνοδεύτηκε από στρατιωτικές ασκήσεις και φαίνεται, προς το παρόν, να παραμένει απλώς μια άλλη εκδήλωση οργής από τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Σε οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βενεζουέλας χαρακτηρίζονται εδώ και πολύ καιρό από έναν ορισμένο οικονομικό πραγματισμό. Πάνω από δεκαοκτώ χρόνια μετά την άνοδο του Ούγκο Τσάβες στην εξουσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μεγαλύτερος πελάτης και ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Βενεζουέλας. Από την άλλη πλευρά, το γεωγραφικά κοντινό έθνος της Νότιας Αμερικής είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου στις ΗΠΑ και οποιαδήποτε αναστολή των ροών αυτών θα οδηγούσε σε αύξηση της τιμής της βενζίνης.

Μέχρι στιγμής, οι διπλωματικές συγκρούσεις είχαν περιορισμένες εμπορικές συνέπειες. Οι συνολικές εξαγωγές και οι εισαγωγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκαν κατά 10 μονάδες μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εξαμήνου της προεδρίας του Τσάβες, ενώ το εμπόριο με τη Βραζιλία και ακόμη περισσότερο με την Κίνα αυξήθηκε σε παρόμοιο ποσοστό. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ εξέδωσε διάταγμα που απαγορεύει την αγορά νέων ομολόγων που εκδίδονται από τη Βενεζουέλα ή την PDVSA. Η απόφαση αυτή ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για μια χώρα που βρίσκεται ήδη σε κρίση και θα μπορούσε να προκαλέσει αδυναμία αποπληρωμής. Η MUD χαιρέτισε τα μέτρα αυτά, αποκαλύπτοντας ακόμη περισσότερο τον αντιδραστικό της χαρακτήρα.

Αποκατάσταση μιας αντικαπιταλιστικής προοπτικής

Οι λαϊκές τάξεις της Βενεζουέλας αντιμετωπίζουν αυτήν την περίοδο μια ιδιαίτερα τραγική κατάσταση για πολλούς λόγους, μια κρίση που είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική. Η κυβέρνηση, ανίκανη να σταματήσει τις ελλείψεις, εξακολουθεί να πληρώνει ένα αυξανόμενο εξωτερικό χρέος το οποίο θα είναι όλο και πιο δύσκολο να πληρώσει με τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Αν συνεχιστεί η τάση των τελευταίων μηνών, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος με ισχυρή στρατιωτική επιρροή.

Η αντιπολίτευση της MUD δεν αντιπροσωπεύει προοδευτική προοπτική. Ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός και η έκκληση προς τις ένοπλες δυνάμεις είναι απίθανο να βελτιώσουν την καθημερινή ζωή των λαϊκών τάξεων της Βενεζουέλας. Με ένα σοσιαλιστικό ιδεώδες που ταυτίζεται λανθασμένα με την κυβέρνηση Μαδούρο, οι αριστερές δυνάμεις έχουν τώρα λιγότερα περιθώρια ελιγμών. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, πρέπει να επιβεβαιώσουμε την αλληλεγγύη μας προς όλους εκείνους που συνεχίζουν να αγωνίζονται στη χώρα με την προοπτική της αναδιανομής του πλούτου μέσω της αυτοοργάνωσης του λαού.

Μετάφραση: e la libertà

Pedro Huarcaya, «A cycle of mobilization and violence», International Viewpoint, 22 Νοεμβρίου 2017.

Σημειώσεις

1 Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights (OHCHR), “Human rights violations and abuses in the context of protests in the Bolivarian Republic of Venezuela from 1 April to 31 July 2017”, Γενεύη, Αύγουστος 2017.

2 Ένας όρος που χρησιμοποιείται για τους διαδηλωτές της αντιπολίτευσης στους δρόμους - άγνωστης προέλευσης.

3 [Σ.τ.Μ.:] Αποδίδουμε περιφραστικά τον όρο «extractivism» («εξορυκτισμός»), ο οποίος δηλώνει την εξαντλητική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την περιγραφή της οικολογικής καταστροφής στη Λατινική Αμερική. Βλ. και Alberto Acosta, «Extractivism and neoextractivism: two sides of the same curse», στο: M. Lang και D. Mokrani (επιμέλεια), Beyond Development. Alternative Visions from Latin America, Fundación Rosa Luxemburg / Transnational Institute, Κίτο / Άμστερνταμ 2013, σσ. 61-66.

4 [Σ.τ.Μ.:] Η δωρεά της κυβέρνησης της Βενεζουέλας (μέσω της Citgo Petroleum) στην τελετή ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμ ήταν κατά σειρά η δεύτερη μεγαλύτερη, με πρώτη τη δωρεά της Bank of America (1 εκατ. δολάρια) και ακολουθούσαν της Citgo Petroleum, της JP Morgan Chase και της Exxon, οι οποίες έδωσαν από 500.000 δολάρια η κάθε μία. Ακολουθούσαν η Pepsi (250.000 δολάρια), η Walmart (150.000 δολάρια) και η Verizon (100.000 δολάρια).

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 17:02

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.