David Camfield
Charlie Post
Πώς θα μπορούσε να νικήσει η Παλαιστίνη;
Οι David Camfield και Charlie Post υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση της Παλαιστίνης απαιτεί μια περιφερειακή επαναστατική στρατηγική βασισμένη στην πολιτική και τις μεθόδους του σοσιαλισμού από τα κάτω.
Μπροστά στην ανανεωμένη βία των εποίκων-αποικιοκρατών του Ισραήλ –τη γενοκτονική εθνοκάθαρση της Γάζας– το πρωταρχικό καθήκον των σοσιαλιστών μέσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες είναι να οικοδομήσουν ένα κίνημα αλληλεγγύης στον αγώνα των Παλαιστινίων. Πρώτα απ’ όλα, αυτό σημαίνει την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κινήματος για την επιβολή μιας άμεσης και μόνιμης κατάπαυσης του πυρός. Η κατάκτηση αυτού που το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας Αριστεράς βλέπει ως το «κατώτατο» αίτημα θα μας επιτρέψει να αναζωογονήσουμε ένα κίνημα για το μποϊκοτάζ, την αποεπένδυση και τις κυρώσεις (BDS) και να οργανωθούμε για να διακόψουμε τη χορήγηση περισσότερων από 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το κράτος των ΗΠΑ στο Ισραήλ ετησίως. Αυτοί οι αγώνες θα απαιτήσουν τη δημιουργία νέων «υποδομών διαφωνίας» – δημοκρατικών χώρων όπου οι ακτιβιστές, νέοι και παλιοί, θα μπορούν να εκπαιδεύονται πολιτικά, να συζητούν στρατηγική και τακτικές και να οργανώνουν δράσεις σε αλληλεγγύη με τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
Η οικοδόμηση ενός κινήματος άνευ όρων αλληλεγγύης με τους Παλαιστίνιους θα θέσει τους επαναστάτες σοσιαλιστές σε διάλογο με ακτιβιστές, εδώ και παγκοσμίως, για το τι θα απαιτηθεί για να επιτευχθεί μια ελεύθερη Παλαιστίνη. Στην αριστερά της Παλαιστίνης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (MENA) και στην παγκόσμια αριστερά, υπάρχουν διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές προοπτικές για αυτόν τον αγώνα. Οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού από τα κάτω πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτές τις συζητήσεις και να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα: «Τι θα χρειαζόταν για να ξεριζωθεί η σιωνιστική αποικιοκρατία των εποίκων και να επιτευχθεί η απελευθέρωση της Παλαιστίνης;». Η απάντησή μας πρέπει να βασίζεται τόσο σε μια ρεαλιστική ανάλυση της περιοχής όσο και στο συνολικό στρατηγικό μας όραμα για την αυτοοργάνωση και την αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης και του λαού. Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να εξετάσουμε τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας ανάλυσης.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και τους άλλους ότι οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται σε μια μοναδικά δύσκολη κατάσταση για έναν αποικιοκρατούμενο λαό – μια κατάσταση που εξηγεί γιατί ο εξαιρετικά σταθερός αγώνας τους για απελευθέρωση δεν έχει επιτύχει περισσότερα από την πρώτη Νάκμπα. Το ισραηλινό κράτος κυριαρχεί σε ολόκληρη την επικράτεια της ιστορικής Παλαιστίνης. Σε αυτό το έδαφος υπάρχουν δύο έθνη: το ισραηλινοεβραϊκό έθνος-καταπιεστής και το καταπιεσμένο παλαιστινιακό έθνος. Το ισραηλινό κράτος χρησιμοποιεί τη δωσιλογική Παλαιστινιακή Αρχή για να ελέγχει τη Δυτική Όχθη και μέχρι πρόσφατα βασίζονταν στη Χαμάς για τη διαχείριση της Γάζας. Τα μέλη του ισραηλινοεβραϊκού έθνους αποτελούν λίγο περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της ιστορικής Παλαιστίνης.
Ο σιωνισμός δημιούργησε μια ξεχωριστή, ίσως μοναδική, μορφή αποικιοκρατίας εποίκων. Η σιωνιστική αποικιοκρατία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την αποικιοκρατία που η διοίκηση ασκούνταν από αξιωματούχους της μητρόπολης [franchise colonialism[1]], όπως αυτή της Βρετανίας στην Ινδία ή των Γάλλων στη Νοτιοανατολική Ασία. Σε αυτές τις αποικίες, ο αποικιοκρατικός πληθυσμός ήταν μικρός και η συντριπτική πλειοψηφία του αποικιοκρατούμενου λαού υφίστατο εκμετάλλευση, είτε ως αγρότες είτε ως μισθωτοί εργάτες, από τους αποικιοκράτες. Ως εκ τούτου, οι αποικιοκράτες δεν αναπτύχθηκαν ως ξεχωριστό έθνος στην αποικιοκρατούμενη περιοχή. Στο επίκεντρο του σιωνιστικού σχεδίου, από τις απαρχές του στα τέλη του 19ου αιώνα, βρίσκεται η εκδίωξη του παλαιστινιακού πληθυσμού και η δημιουργία μιας ισραηλινοεβραϊκής εργατικής τάξης, καπιταλιστικής τάξης και μεσαίας τάξης. Το Ισραήλ διαφέρει επίσης από μια αποικία εποίκων όπως η Αλγερία, όπου οι Γάλλοι pieds-noirs αποτελούσαν περίπου το 10% του πληθυσμού και είχαν τη δυνατότητα να μετακομίσουν πίσω στη Γαλλία, αν δεν ήθελαν να ζήσουν σε μια Αλγερία απαλλαγμένη από την αποικιακή κυριαρχία. Οι Ισραηλινοί Εβραίοι δεν έχουν, ως επί το πλείστον, καμία «στρατηγική εξόδου» και θα πρέπει να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να ζήσουν στην Παλαιστίνη, όχι ως καταπιεστές, αλλά ως ισότιμοι πολίτες μιας ενιαίας δι-εθνικής κοινωνίας.
Η ισραηλινοεβραϊκή εργατική τάξη δεν είναι απλώς ιδεολογικά προσηλωμένη στον σιωνισμό και διαποτισμένη από αντιπαλαιστινιακό ρατσισμό (όπως παρατηρεί η δημοσιογράφος Αμίρα Χας: «Έχουμε βαθιά ρατσιστική περιφρόνηση για τους Παλαιστίνιους, την οποία αναπτύξαμε για να δικαιολογήσουμε, τόσο νοητικά όσο και ψυχολογικά, ότι τους καταστρέφουμε»[2]). Δεν είναι επίσης μόνο ότι ο σιωνιστικός εποικιστικός-αποικιοκρατικός καπιταλισμός έχει συγκροτήσει την ισραηλινοεβραϊκή εργατική τάξη με τρόπο που προσδίδει πλεονεκτήματα (προνόμια) στα μέλη της. Αυτό που είναι ιδιαίτερο στην κατάσταση –μοναδικό στον κόσμο σήμερα– είναι ο χαρακτήρας και το μέγεθος αυτών των πλεονεκτημάτων, τα οποία έχουν στερήσει από αυτή την εργατική τάξη κάθε ενδιαφέρον να αγωνιστεί για την αποδιάρθρωση της κοινωνικής τάξης αυτή τη στιγμή. Τα πλεονεκτήματα των Ισραηλινοεβραίων εργαζομένων όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, τη στέγαση, τις κοινωνικές παροχές και τη γη εξαρτώνται από τη συνεχιζόμενη απαλλοτρίωση και τον αποκλεισμό του παλαιστινιακού πληθυσμού. Αυτά τα πλεονεκτήματα καλύπτονται από την αμερικανική βοήθεια προς το ισραηλινό κράτος, η οποία επιτρέπει στη σιωνιστική άρχουσα τάξη να διεξάγει μόνιμο πόλεμο εναντίον των Παλαιστινίων χωρίς να χρειάζεται να επιβάλει λιτότητα στην εργατική τάξη «της».[3]
Το ερώτημα «Τι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν οι Ισραηλινοί Εβραίοι εργάτες αν ξεριζωνόταν η αποικιοκρατία των εποίκων;» μας βοηθά να το δούμε αυτό. Το πώς θα επηρεάζονταν θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το αν η νέα κοινωνία θα ήταν ακόμα καπιταλιστική ή αν θα υπήρχε ρήξη με τον καπιταλισμό και έναρξη της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Αν μαζί με τους Παλαιστίνιους εργάτες είχαν πάρει την εξουσία, η ζωή τους θα γινόταν καλύτερη με ουσιαστικούς τρόπους. Αλλά σε οποιοδήποτε φανταστικό σενάριο στο οποίο η αποικιοκρατία των εποίκων θα τερματιζόταν, οι Ισραηλινοί-Εβραίοι εργάτες θα έπρεπε να παραιτηθούν από πολλά. Σε μια αποαποικιοποιημένη Παλαιστίνη στην οποία τα δύο έθνη συνυπήρχαν στη βάση της ισότητας, πολλοί Ισραηλινοί Εβραίοι θα έπρεπε να μετακινηθούν προκειμένου να μοιραστούν τη γη με τους Παλαιστίνιους, συμπεριλαμβανομένων των Παλαιστινίων που ζουν στη διασπορά και επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να επιστρέψουν. Δεν θα είχαν πλέον πολύ καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης από τους Παλαιστίνιους και πρόσβαση σε πολύ ανώτερες δημόσιες υπηρεσίες.
Είναι αλήθεια ότι η διαιώνιση της εποικιστικής αποικιοκρατίας συνδέει τους Ισραηλινοεβραίους εργάτες με τους ίδιους τους εκμεταλλευτές τους, με ένα καπιταλιστικό σύστημα που απειλεί το μέλλον της ανθρωπότητας και με μια καταπιεστική κοινωνική τάξη στην Παλαιστίνη που καλλιεργεί τερατώδεις συμπεριφορές μεταξύ των μελών του έθνους τους. Η αφοσίωση στο σιωνισμό είναι αυτοκαταστροφική για τους Ισραηλινούς Εβραίους. Αλλά δυστυχώς, οι δυνάμεις που δεσμεύουν τους Ισραηλινοεβραίους εργαζόμενους στη σιωνιστική αποικιοκρατία των εποίκων είναι πολύ ισχυρές. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική στο ορατό μέλλον να ενωθεί σημαντικός αριθμός Ισραηλινοεβραίων εργαζομένων με τους Παλαιστίνιους σε κοινό αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία των εποίκων[4]. Κατά συνέπεια, όσοι στέκονται αλληλέγγυοι με τον παλαιστινιακό λαό δεν μπορούν να υποτάξουν τις προσπάθειές τους, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης του BDS και του τερματισμού της αμερικανικής βοήθειας προς το Ισραήλ, στις προσπάθειες να κερδίσουν οποιαδήποτε σημαντική μειοψηφία ισραηλινοεβραίων εργαζομένων στον αντισιωνισμό.
Το θάρρος και η αποφασιστικότητα των Παλαιστινίων εμπνέουν δικαίως τους ανθρώπους που αγωνίζονται κατά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι Παλαιστίνιοι εργάτες και αγρότες από μόνοι τους δεν έχουν τη δύναμη να κερδίσουν την εθνική απελευθέρωση – με τη μορφή είτε ενός δημοκρατικού, κοσμικού καπιταλιστικού κράτους στην ιστορική Παλαιστίνη είτε μιας κοινωνικής επανάστασης που θα έρθει σε ρήξη με τον καπιταλισμό και θα ξεκινήσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πρώτον, η ισραηλινή άρχουσα τάξη έχει συνειδητά μειώσει την εξάρτησή της από την παλαιστινιακή εργασία. Ως αποτέλεσμα, οι Παλαιστίνιοι εργάτες, σε αντίθεση με τη μαύρη εργατική τάξη της Νότιας Αφρικής, δεν έχουν την κοινωνική δύναμη να τερματίσουν το απαρτχάιντ. Δεύτερον, το ισραηλινό κράτος –υποστηριζόμενο όπως είναι από ένα τεράστιο ποσό αμερικανικής χρηματοδότησης και άλλης βοήθειας– έχει τη στρατιωτική ικανότητα να νικήσει τις παλαιστινιακές εξεγέρσεις ακόμα και αν αυτές υποστηρίζονταν από στρατούς από γειτονικά αραβικά κράτη. Οι αραβικές άρχουσες τάξεις έχουν δείξει εδώ και δεκαετίες ότι δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την προθυμία να υποστηρίξουν τον παλαιστινιακό αγώνα με σοβαρό τρόπο.
Υπάρχουν δυνάμεις εντός του Ισραήλ που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την άρχουσα τάξη του; Όπως υποστηρίζει ο παλαίμαχος Ισραηλινοεβραίος επαναστάτης σοσιαλιστής Μοσέ Μαχοβέρ, η παλαιστινιακή μειονότητα εντός του Ισραήλ είναι πολύ μικρή για να ανατρέψει την αποικιοκρατία των εποίκων. Τι γίνεται με την υπόλοιπη Παλαιστίνη; Τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη (OPTs):
«εξαρτώνται οικονομικά από το Ισραήλ πολύ περισσότερο από ό,τι η οικονομία του Ισραήλ εξαρτάται από αυτά. Για το Ισραήλ, τα OPTs είναι κυρίως μια επικερδής αγορά και ένα πεδίο δοκιμών για το στρατιωτικό υλικό και την τεχνογνωσία του και τον “έλεγχο του πλήθους”, τα οποία αποτελούν σημαντικό μέρος των εξαγωγών του. Οι εκτεταμένες εργατικές και εμφύλιες ταραχές, που μπορούσαν να παραλύσουν σοβαρά την οικονομία της Νότιας Αφρικής, δεν θα είχαν τόσο σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία του Ισραήλ»[5].
Ο Μαχοβέρ καταλήγει ότι «δεν μπορώ να δω κανένα τρόπο ανατροπής του σιωνιστικού καθεστώτος χωρίς τη συγκατάθεση και τη συμμετοχή της εβραϊκής εργατικής τάξης [αυτή που αποκαλούμε Ισραηλινο-Εβραϊκή -D.C. και C.P.]»[6].
Οι σοσιαλιστές πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα όταν αξιολογούμε στρατηγικές και τακτικές στον αγώνα ενάντια στη σιωνιστική αποικιοκρατία των εποίκων. Για να είμαστε σαφείς, δεν υποστηρίζουμε τον περιορισμό του παλαιστινιακού αγώνα, στο εσωτερικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, προκειμένου να μπει σφήνα ανάμεσα στην ισραηλινή άρχουσα τάξη και την εργατική τάξη. Η αλληλεγγύη μας με την Παλαιστίνη είναι άνευ όρων - η αντίθεσή μας στην αποικιοκρατία των εποίκων σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη αποτελεί σοσιαλιστική αρχή. Ούτε σημαίνει ότι έχουμε ευσεβείς πόθους για να κερδίσουμε πολλούς Ισραηλινοεβραίους εργάτες ενάντια στην εποικιστική αποικιοκρατία στο ορατό μέλλον. Σημαίνει, όμως, ότι όπως υποστήριξε το 1978 το Matzpen, η πρωτοποριακή αντισιωνιστική επαναστατική σοσιαλιστική ομάδα με μέλη τόσο Ισραηλινοεβραίους όσο και Παλαιστίνιους:
«Πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να διακρίνουμε τους στόχους ενός αγώνα ανάλογα με τους τρόπους, τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή τους, και σχετικά με αυτούς διαφωνούμε με εκείνους στο παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα που ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν τη συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων, αλλά χρησιμοποιούν τρόπους, μέσα και μεθόδους που δεν φέρνουν ούτε τους ίδιους ούτε εμάς πιο κοντά σε αυτόν τον στόχο»[7].
Από αυτή την άποψη, οι προγραμματισμένες ή μη προγραμματισμένες επιθέσεις εναντίον Ισραηλινοεβραίων πολιτών είναι ένα στρατηγικό ζήτημα καθώς και ένα ηθικό πρόβλημα.[8] Η δολοφονία μη μαχητών, αν και μια απολύτως κατανοητή μορφή της δικαιολογημένης οργής των καταπιεσμένων, δεν προάγει σε τίποτα τον απελευθερωτικό αγώνα. Αντίθετα, τέτοιες ενέργειες καταλήγουν να κάνουν τα δεσμά της ιδεολογίας των εποίκων-αποικιοκρατών να γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικά μέσα στο έθνος του καταπιεστή – δεσμεύουν τις ισραηλινοεβραϊκές μάζες με τους εκμεταλλευτές τους, αντί, τουλάχιστον, να τους εξουδετερώνουν. Είναι ασύμβατες με τους «τρόπους, τα μέσα και τις μεθόδους» μιας πολιτικής του αντιαποικιακού σοσιαλισμού από τα κάτω.
Αν δεν μπει τέλος στην αποικιοκρατία των εποίκων, οι αγώνες των Παλαιστινίων και των συμμάχων τους διεθνώς μπορούν να κατακτήσουν οφέλη που θα μειώσουν το συντριπτικό βάρος της καταπίεσης. Η προώθηση των εκστρατειών για μποϊκοτάζ, αποεπένδυση και κυρώσεις (BDS) και κατά της αμερικανικής βοήθειας προς το Ισραήλ σε νέα επίπεδα είναι ζωτικής σημασίας. Ακόμα πιο κρίσιμη είναι η πιθανότητα ενός νέου κύματος εργατικών αγώνων σε όλη την περιοχή ΜΕΝΑ, συμπεριλαμβανομένης μιας εξέγερσης στην Παλαιστίνη παρόμοιας με την Πρώτη Ιντιφάντα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η οποία συνδύασε μαζικές κινητοποιήσεις με ένοπλη αυτοάμυνα κατά των IDF και των σιωνιστών εποίκων. Μια τέτοια εξέγερση, σε συνδυασμό με τον τερματισμό της οικονομικής υποστήριξης των ΗΠΑ και της παγκόσμιας οικονομίας προς το Ισραήλ, θα μπορούσε να οδηγήσει ένα σημαντικό τμήμα της ισραηλινοεβραϊκής εργατικής τάξης να αγκαλιάσει ή τουλάχιστον να αποδεχτεί αντιαποικιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν σοβαρά την αποικιοκρατία των εποίκων. Μακροπρόθεσμα, η δυνατότητα νίκης του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εξαρτάται από την ανάπτυξη συνθηκών που θα καταστήσουν δυνατή την προσέλκυση τουλάχιστον μιας σημαντικής μειοψηφίας Ισραηλινοεβραίων εργαζομένων στον αγώνα για μια νέα κοινωνία.
Πριν από μισό αιώνα ο Παλαιστίνιος επαναστάτης σοσιαλιστής Τζάμπρα Νικόλα υποστήριξε:
«Δηλαδή από την ανάπτυξη ενός αραβικού κινήματος με αυξανόμενη αξιοπιστία που θα μπορεί να επιβάλει πραγματικά τη θέλησή του, βασισμένο σε ένα πρόγραμμα που θα είναι απόλυτα αδιάλλακτο απέναντι σε όλους τους σιωνιστικούς θεσμούς και θα αναγνωρίζει τα εθνικά δικαιώματα των Ισραηλινών Εβραίων. Αυτό το τελευταίο σημείο θα αποκτήσει σημασία στο Ισραήλ μόνο όταν ένα κίνημα επαναστατικού σοσιαλισμού στις αραβικές χώρες αρχίσει να αποκτά μαζική επιρροή, ώστε οι επαναστάτες του Ισραήλ να μπορούν να το υποδείξουν ως ένα πραγματικά υλοποιήσιμο πρόγραμμα για το οποίο αγωνίζονται οι αραβικές μάζες»[9].
Με απλά λόγια, ο αγώνας για τον τερματισμό της σιωνιστικής εποικιστικής αποικιοκρατίας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος μιας περιφερειακής επαναστατικής στρατηγικής.
Αυτή την προοπτική δεν συμμερίζεται κανένα σημαντικό τμήμα του παλαιστινιακού κινήματος σήμερα. Οι κοσμικοί εθνικιστές της Φατάχ, της κυρίαρχης ομάδας στην Παλαιστινιακή Απελευθερωτική Οργάνωση (PLO), ακολούθησαν μια στρατιωτική και διπλωματική στρατηγική. Πίστευαν ότι ένας συνδυασμός παλαιστινιακού ανταρτοπόλεμου στις πόλεις και στην ύπαιθρο κατά του σιωνιστικού εποικισμού, σε συνδυασμό με την ελπίδα ότι τα αραβικά καθεστώτα όχι μόνο θα εξοπλίσουν τους Παλαιστίνιους αλλά και θα αναλάβουν στρατιωτική δράση κατά του Ισραήλ, θα μπορούσε να τερματίσει τη σιωνιστική αποικιοκρατία των εποίκων. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής τους οδήγησε στο να εγκαταλείψουν σταδιακά το ελάχιστο αίτημα ενός ενιαίου, δημοκρατικού και κοσμικού καπιταλιστικού κράτους στην ιστορική Παλαιστίνη. Το 1993, υπέγραψαν τις συμφωνίες του Όσλο με την ελπίδα να δημιουργήσουν ένα παλαιστινιακό μίνι-κράτος δίπλα στο σιωνιστικό Ισραήλ. Αντ’ αυτού, ως κυβέρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ), έγιναν οι πρόθυμοι συνεργάτες του Ισραήλ στην αστυνόμευση των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, ενώ ο σιωνιστικός εποικισμός μείωνε σταδιακά τα εδάφη που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Οι οργανώσεις της Παλαιστινιακής Αριστεράς απέτυχαν να οικοδομήσουν μια ισχυρή εναλλακτική λύση απέναντι στη Φατάχ και κατέληξαν να την ακολουθούν πολιτικά.
Το ισλαμιστικό κόμμα Χαμάς εμφανίστηκε ως εναλλακτική ηγεσία απέναντι στη Φατάχ και τις ομάδες της Παλαιστινιακής Αριστεράς κατά την περίοδο μετά το Όσλο[10]. Η προθυμία τους να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τον ισραηλινό στρατό και τους εποίκους και η υπόσχεσή τους να μεταρρυθμίσουν την ΠΑ τους επέτρεψαν να κερδίσουν τις δεύτερες εκλογές της ΠΑ το 2006. Παρά τη δαιμονοποίησή τους ως «μαχητές», η Χαμάς παραμένει παγιδευμένη στην ίδια στρατηγική με τις κοσμικές παλαιστινιακές δυνάμεις. Όπως υποστηρίζει ο Συριο-Ελβετός σοσιαλιστής Joseph Daher:
«Η Χαμάς, όπως και τα υπόλοιπα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα, από τη Φατάχ μέχρι την Παλαιστινιακή Αριστερά, δεν βλέπουν τις παλαιστινιακές μάζες και τις περιφερειακές εργατικές τάξεις και τους καταπιεσμένους λαούς ως τις δυνάμεις που θα κερδίσουν την απελευθέρωση. Αντίθετα, επιδιώκουν πολιτικές συμμαχίες με τις άρχουσες τάξεις της περιοχής και τα καθεστώτα τους για να υποστηρίξουν τις πολιτικές και στρατιωτικές μάχες τους ενάντια στο Ισραήλ. Έτσι, οι ηγεσίες της Χαμάς έχουν καλλιεργήσει συμμαχίες με τις μοναρχίες των κρατών του Κόλπου, ιδιαίτερα το Κατάρ πιο πρόσφατα, και την Τουρκία, καθώς και με το ιρανικό καθεστώς. Αντί να προωθήσουν τον αγώνα, τα καθεστώτα αυτά περιορίζουν την υποστήριξή τους στον αγώνα σε περιοχές όπου αυτός προωθεί τα περιφερειακά τους συμφέροντα και τον προδίδουν όταν δεν το κάνει»[11].
Ενώ η Χαμάς συνέχισε τη στρατιωτική αντίσταση στην ισραηλινή επιθετικότητα, υποχώρησε από το αίτημα για ένα ενιαίο παλαιστινιακό κράτος[12] και προσέφερε υπό όρους στο Ισραήλ την προοπτική μιας λύσης «δύο κρατών», χωρίς διπλωματική αναγνώριση του Ισραήλ.
Για να προωθηθεί μια περιφερειακή επαναστατική στρατηγική, όπως υποστηρίζει ο Daher, οι παλαιστινιακές σοσιαλιστικές δυνάμεις που «είναι προσηλωμένες στην αυτοοργάνωση από τα κάτω» πρέπει να οικοδομηθούν «μέσα στην ιστορική Παλαιστίνη και την περιοχή. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνες τους[13], αλλά πρέπει να το κάνουν μέσα από τη συνεργασία με σοσιαλιστές από την Αίγυπτο, το Λίβανο, τη Συρία, το Ιράν, την Τουρκία, την Αλγερία και όλες τις άλλες χώρες». Οι σοσιαλιστές εκτός Παλαιστίνης πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε πολιτικές σχέσεις με τα νέα αριστερά στοιχεία του παλαιστινιακού κινήματος που έχουν αναδυθεί[14].
Μετάφραση: elaliberta.gr
David Camfield and Charlie Post, “What would it take to win in Palestine?”, Tempest, 2 Ιανουαρίου 2024, https://www.tempestmag.org/2024/01/what-would-it-take-to-win-in-palestine/.
Σημειώσεις
[1] [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος «Franchise colonialism» έχει χρησιμοποιηθεί από μελετητές του αποικιοκρατικού φαινομένου για να προσδιορίσουν τη μορφή της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και διοίκησης που γινόταν από αξιωματούχους της μητρόπολης (διορισμένους συνήθως για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους). Ο αυτόχθονας πληθυσμός υφίσταται σκληρή εκμετάλλευση, αλλά δεν εκτοπίζεται από τη χώρα του. Βλ. Sai Englert, “Settlers, Workers, and the Logic of Accumulation by Dispossession” Antipode, τόμος 52, τεύχος 6, Νοέμβριος 2020, σσ. 1647-1666. Διαθέσιμο στο Wiley Online Library, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1111/anti.12659.
[2] Amira Hass, “Israel Killed Thousands of Children in Gaza. How Can So Many Israelis Remain Indifferent?”, Haaretz, 18 Δεκεμβρίου 2023, https://www.haaretz.com/opinion/2023-12-18/ty-article-opinion/.premium/israel-killed-thousands-of-children-in-gaza-how-can-so-many-israelis-remain-indifferent/0000018c-788c-d55c-a7cc-fb8edb100000.
[3] Υπάρχει μια πολύ χονδροειδής ιστορική αναλογία μεταξύ του Ισραήλ σήμερα και των ΗΠΑ και του Καναδά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όπου το μέγεθος των προνομίων της αποικιοκρατίας των εποίκων σήμαινε ότι τουλάχιστον μεγάλα τμήματα της μη αυτόχθονης εργατικής τάξης δεν μπορούσαν να κερδηθούν για να υποστηρίξουν τους αγώνες των αυτόχθονων ενάντια στην αποικιοκρατία των εποίκων. Το αμερικανικό και το καναδικό κράτος σήμερα εξακολουθούν να είναι κοινωνίες εποικιστικής αποικιοκρατίας, αλλά οι αλληλένδετες σχέσεις της τάξης και της εποικιστικής αποικιοκρατίας έχουν αλλάξει πολύ. Βλ. Brian Ward, “Are You a Settler? Settler-colonialism, Capitalism and Marxism on Turtle Island”, New Politics, τόμος XVII, τεύχος 4, πλήρης αριθμός 68, χειμώνας 2020, https://newpol.org/issue_post/are-you-a-settler/ και David Camfield, “Colonialism and the working class in Canada”, Prairie Red, 8 Οκτωβρίου 2014, https://www.prairiered.ca/archive/colonialism-and-the-working-class-in-canada.
[4] brian bean, “No Joint Struggle With Settler Colonialism”, New Politics, 4 Μαΐου 2021, https://newpol.org/no-joint-struggle-with-settler-colonialism/.
[5] Moshe Machover, “Palestine/Israel: Belling the cat”, Weekly Worker, τεύχος 990, 12 Δεκεμβρίου 2013, https://weeklyworker.co.uk/worker/990/palestineisrael-belling-the-cat/.
[6] Moshe Machover, “Two impossibilities”, Weekly Worker, τεύχος 1935, 5 Δεκεμβρίου 2022, https://weeklyworker.co.uk/worker/1395/two-impossibilities/.
[7] “Open letter to the members of the Democratic Popular Front for the Liberation of Palestine”, Matzpen, 1 Ιουνίου 1974, https://matzpen.org/english/1974-06-01/open-letter-to-the-members-of-the-democratic-popular-front-for-the-liberation-of-palestine/.
[8] Η στάση των σοσιαλιστών απέναντι σε αυτή τη βία θα πρέπει να είναι σαν αυτή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγραψε: «Ποτάμια αίματος κύλησαν σε χείμαρρους κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της ιμπεριαλιστικής γενοκτονίας. Τώρα κάθε σταγόνα του πολύτιμου υγρού πρέπει να διατηρηθεί με ευλάβεια και σε κρυστάλλινα δοχεία. Αμείλικτη επαναστατική ενέργεια και στοργική ανθρωπιά – αυτή και μόνο είναι η αληθινή ουσία του σοσιαλισμού. Ένας κόσμος πρέπει τώρα να καταστραφεί, αλλά κάθε δάκρυ που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί είναι ένα κατηγορητήριο∙ και ένας άνθρωπος που βιάζεται να προχωρήσει σε σημαντικές πράξεις καταπατώντας ακούσια ακόμα και ένα φτωχό σκουλήκι, είναι ένοχος για έγκλημα» (Rosa Luxemburg, “A Duty of Honor”, [18 Νοεμβρίου 1918], Rosa Luxemburg: Selected Political Writings, επιμελεια Robert Looker, σσ. 258-61. Διαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/11/18c.htm). Αυτό είναι απολύτως συμβατό με την αναγνώρισή της ότι κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης η αντίσταση της άρχουσας τάξης «πρέπει να συντριβεί βήμα προς βήμα, με σιδερένια γροθιά και ανελέητη ενεργητικότητα» (Rosa Luxemburg, “What Does the Spartacus League Want?”, [14 δεκεμβρίου 1918], Selected Political Writings, Rosa Luxemburg, επιμέλεια Dick Howard, Monthly Review Press, 1971. Διαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/12/14.htm).
[9] A. Said (Jabra Nicola), “Theses on the revolution in the Arab East”, Matzpen, 14 Σεπτεμβρίου 1972, https://matzpen.org/english/1972-09-14/theses-on-the-revolution-in-the-arab-east-a-said-jabra-nicola/.
[10] Joseph Daher, “On the origins and development of Hamas”, Tempest, 27 Δεκεμβρίου 2023, https://www.tempestmag.org/2023/12/on-the-origins-and-development-of-hamas/.
[11] Joseph Daher, “What is Hamas”, Amandla, 8 Δεκεμβρίου 2023, https://www.amandla.org.za/what-is-hamas/?fbclid=IwAR3wdC6yMpDD0D_4BZDsnvqdz1uduzb_Il1tUMQ_5-xrVc78i7usfvVfM4M [Joseph Daher, «Τι είναι η Χαμάς;», e la libertà, 15 Δεκεμβρίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B2%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE/9328-%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%87%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%82].
[12] “Hamas accepts Palestinian state with 1967 borders”, Al Jazeera, 2 Μαΐου 2017, https://www.aljazeera.com/news/2017/5/2/hamas-accepts-palestinian-state-with-1967-borders.
[13] Joseph Daher, “Palestinian liberation and the MENA revolutions”, Tempest, 5 Ιουλίου 2021, https://www.tempestmag.org/2021/07/palestinian-liberation-and-the-mena-revolutions/.
[14] Najla K. and brian bean, “Report from the West Bank. A new phase of resistance after October 7”, Tempest, 30 Νοεμβρίου 2023, https://www.tempestmag.org/2023/11/report-from-the-west-bank/ [Najla K., Brian Bean, «Δυτική Όχθη: Μια νέα φάση αντίστασης μετά την 7η Οκτωβρίου», e la libertà, 4 Δεκεμβρίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B2%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE/9311-%CE%B4%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%8C%CF%87%CE%B8%CE%B7-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BD%CE%AD%CE%B1-%CF%86%CE%AC%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CE%BD-7%CE%B7-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%89%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85].
