Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024 11:31

Μπέιτ Νταράς και Γάζα: Μια διαγενεακή ιστορία αγώνα ενάντια στη λήθη

Μια μητέρα και τα παιδιά της σε έναν καταυλισμό προσφύγων στην περιοχή της Γάζας στην κατεχόμενη από την Αίγυπτο Παλαιστίνη, όπου περίπου 216.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες ζουν σε σχισμένες σκηνές στις 23 Ιουλίου 1949 [Αρχείο: S Swinton/AP]

 

 

Zarefah Baroud

 

Μπέιτ Ντάρας και Γάζα: Μια διαγενεακή ιστορία αγώνα ενάντια στη λήθη

 

 

Οι πρόγονοί μου εκδιώχθηκαν από το χωριό μας πριν από 76 χρόνια∙ σήμερα η οικογένειά μου αναγκάζεται να εγκαταλείψει τους προσφυγικούς καταυλισμούς στους οποίους μεγάλωσε.

 

 

Αυτή τη μέρα, στις 27 Μαρτίου πριν από 76 χρόνια, το χωριό των προγόνων μου Μπέιτ Νταράς (بيت دراس), που βρισκόταν στη βόρεια περιοχή της Γάζας στην Παλαιστίνη, τότε υπό βρετανική εντολή, δέχτηκε επίθεση από εβραϊκές πολιτοφυλακές. Η Νάκμπα, ή η Σιωνιστική εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης, είχε ήδη αρχίσει. Ο συστηματικός βασανισμός, η κακοποίηση και η δολοφονία των Παλαιστινίων από τις σιωνιστικές πολιτοφυλακές, με στόχο την εγκαθίδρυση ενός εβραϊκού εθνοκράτους στην ιστορική Παλαιστίνη, θα είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη τουλάχιστον 750.000 Παλαιστινίων.

Καθώς παρακολουθώ σήμερα τη γενοκτονία που εκτυλίσσεται στη Γάζα, δεν μπορώ παρά να αναλογιστώ τη μοίρα του χωριού μου και των προγόνων μου. Ακριβώς όπως οι παππούδες μου εκδιώχθηκαν από το χωριό τους όταν ήταν παιδιά, οι απόγονοί τους βιώνουν το ίδιο τραύμα, καθώς αντιμετωπίζουν τον εκτοπισμό, τους τραυματισμούς και το θάνατο από το ίδιο γενοκτονικό σιωνιστικό σχέδιο.

Πολλά από όσα γνωρίζω για το Μπέιτ Ντάρας τα έμαθα από τον πατέρα μου, τον Ράμζι Μπαρούντ, ο οποίος αφιέρωσε πολλά χρόνια στην έρευνα και την καταγραφή της ιστορίας της οικογένειάς μας και του Μπέιτ Νταράς.

Τα εδάφη του χωριού μας κατοικούνταν επί αιώνες και είχαν γίνει μάρτυρες της ανόδου και της πτώσης διαφόρων αυτοκρατοριών και της κυριαρχίας διαφόρων κατακτητών – από τους Ρωμαίους μέχρι τους Σταυροφόρους, τους Μαμελούκους και τους Οθωμανούς. Η μακρά ιστορία του είχε σημαδέψει αυτή τη γραφική κοινότητα, η οποία το 1948 είχε πληθυσμό 3.190 αυτόχθονων Παλαιστινίων.

Το Μπέιτ Νταράς ήταν η πατρίδα του προπαππού και της προγιαγιάς μου, της Ζαϊνάμπ και του Μοχάμμεντ, των γονιών του παππού μου Μοχάμμεντ. Ήταν επίσης η πατρίδα της Μαριάμ και του Μοχάμμεντ, των γονιών της γιαγιάς μου Ζαρέφα.

Η Ζαϊνάμπ και ο Μοχάμμεντ ζούσαν από το αγρόκτημά τους, όπου καλλιεργούσαν φρούτα και δημητριακά. Ο Μοχάμμεντ ήταν επίσης ειδικευμένος υφαντής καλαθιών και συχνά ταξίδευε στην παλαιστινιακή πόλη-λιμάνι Γιάφα για να πουλήσει τα καλάθια του στις πολυσύχναστες παλιές αγορές.

Η Μαριάμ και ο Μοχάμμεντ ήταν κι εκείνοι αγρότες και ζούσαν από τη γη τους. Και οι δύο αυτές οικογένειες είχαν τις ρίζες τους στο Μπέιτ Νταράς.

 

 

Picture111239

Η εισβολή του Μπέιτ Νταράς. (Φωτογραφία: Palestine Chronicle από Palestine Remembered)

 

 

Στις 27 Μαρτίου, η σιωνιστική πολιτοφυλακή Χαγκανά επιτέθηκε στο χωριό με πυρά όλμων από τη γειτονική σιωνιστική αποικία Ταμπίγια, σκοτώνοντας εννέα χωρικούς και καίγοντας τις σοδειές. Οι φρικιαστικές ιστορίες της Νάκμπα είχαν ήδη φτάσει στο Μπέιτ Νταράς και οι κάτοικοι κινητοποιήθηκαν για να προστατεύσουν την κοινότητά τους.

Συγκέντρωσαν χρήματα για να αγοράσουν τουφέκια, ενώ πολλές γυναίκες πούλησαν τα χρυσαφικά τους για να στηρίξουν τις προσπάθειες αντίστασης. Η μικρή δύναμη του Μπέιτ Νταράς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την καλά εξοπλισμένη και εκπαιδευμένη από τους Βρετανούς εβραϊκή πολιτοφυλακή, αλλά παρ’ όλα αυτά κράτησε το έδαφός της για σχεδόν δύο μήνες. «Οι άνδρες πολέμησαν σαν λιοντάρια», είπε στον πατέρα μου η Ουμ Άντελ, η οποία ήταν ακόμη ένα νεαρό κορίτσι κατά τη διάρκεια της Νάκμπα[1].

Στα μέσα Μαΐου, η Χαγκανά περικύκλωσε το χωριό, βομβαρδίζοντάς το αδιάκριτα. Αυτή ήταν η τελική μάχη για το Μπέιτ Νταράς. Ο Ουμ Μοχάμμεντ, που επέζησε από την επίθεση, περιέγραψε τη σκηνή στον πατέρα μου:

«Το χωριό δεχόταν βομβαρδισμούς και ήταν περικυκλωμένο από όλες τις κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε διέξοδος. Το περικύκλωσαν ολόκληρο, από την κατεύθυνση του Ισντούντ, του αλ-Σαουαφίρ και από παντού. Θέλαμε να βρούμε μια διέξοδο. Οι ένοπλοι [οι μαχητές του Μπέιτ Ντάρας] είπαν ότι θα έλεγχαν τον δρόμο προς το Ισντούντ, για να δουν αν ήταν ανοιχτός»[2].

Οι μαχητές επέστρεψαν από την ανίχνευση του δρόμου και είπαν ότι είχε ανοίξει ένα πέρασμα για να διαφύγουν γυναίκες και παιδιά. Αλλά αυτό το πέρασμα ήταν παγίδα.

«Οι Εβραίοι άφησαν τους ανθρώπους να βγουν έξω και μετά τους χτύπησαν με βόμβες και πολυβόλα. Περισσότεροι άνθρωποι έπεσαν από όσους μπόρεσαν να τρέξουν. Η αδελφή μου κι εγώ ... αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στα χωράφια∙ πέφταμε και σηκωνόμασταν. Η αδελφή μου και εγώ δραπετεύσαμε μαζί κρατώντας η μία το χέρι της άλλης. Οι άνθρωποι που πήραν τον κεντρικό δρόμο είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίστηκαν, καθώς και αυτοί που πήγαν μέσα από τα χωράφια. Τα πυρά έπεφταν πάνω στους ανθρώπους σαν άμμος», θυμόταν η Ουμ Μοχάμμεντ.

Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, επικεφαλής της Εβραϊκής Υπηρεσίας εκείνη την εποχή, έγραψε στο ημερολόγιό του ότι οι σιωνιστικές δυνάμεις είχαν σφαγιάσει τουλάχιστον 50 Παλαιστίνιους εκείνη την ημέρα.

Οι χωρικοί που δεν δολοφονήθηκαν, εκδιώχθηκαν. Την παραμονή της απέλασής τους, η Ζαϊνάμπ και ο Μοχάμμεντ συγκέντρωσαν μερικά είδη πρώτης ανάγκης, προετοιμάζοντας το οικογενειακό τους γαϊδουράκι για το ταξίδι. Δεν ήξεραν ότι θα αποχαιρετούσαν οριστικά το ανεκτίμητο σπίτι τους που είχαν χτίσει οι ίδιοι.

Η Μαριάμ και ο Μοχάμμεντ ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν. Ο Μοχάμμεντ είχε πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί το χωριό και η Μαριάμ είχε αρνηθεί να φύγει χωρίς αυτόν. Ο πόνος της αποτυχίας να σταματήσουν τις σιωνιστικές πολιτοφυλακές βάρυνε τον Μοχάμμεντ, ο οποίος σιγά σιγά αρρώστησε, καθώς αυτός και η οικογένειά του έφευγαν από το Μπέιτ Νταράς – αυτός και η Μαριάμ περπατούσαν και τα παιδιά του, συμπεριλαμβανομένου της δίχρονης Ζαρέφα, ήταν πάνω στο γαϊδουράκι.

Αποφεύγοντας τα πυρά των σιωνιστικών πολιτοφυλακών από όλμους και ελεύθερους σκοπευτές, οι δύο οικογένειες έφτασαν σε αυτό που σήμερα ονομάζεται Λωρίδα της Γάζας, με τα πόδια τους ματωμένα από τη μακρά πορεία.

Δεν ήταν πλέον κάτοικοι του Μπέιτ Νταράς∙ είχαν γίνει πρόσφυγες στους καταυλισμούς Μπουρέιτζ και Νουσεϊράτ της Γάζας, χωρίς να έχουν τίποτα στο όνομά τους. Εκτός από την αναντικατάστατη απώλειά τους, όταν έστησαν τη σκηνή τους στη Γάζα, ο Μοχάμμεντ, ο πατέρας της Ζαρέφα, έπεσε σε κώμα και πέθανε λίγο αργότερα. Άφησε μόνη της την προγιαγιά μου Μαριάμ, η οποία αρνήθηκε να ξαναπαντρευτεί και φρόντιζε μόνη της τα παιδιά της.

Ενώ ο παππούς και η γιαγιά μου, η Ζαρέφα και ο Μοχάμμεντ, αναπαύθηκαν πριν από πολλά χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας Μπαρούντ παρέμεινε στη Γάζα, καθώς η σιωνιστική οντότητα τους απαγόρευσε να επιστρέψουν στο χωριό των προγόνων τους, αλλά περνούσαν τη ζωή τους ονειρευόμενοι την ημέρα που η Παλαιστίνη θα απελευθερωνόταν και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.

Αυτό το κομμάτι του παραδείσου που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους, στολισμένο με καταπράσινους λόφους και βοσκοτόπια, αμπελώνες και ευωδιαστούς οπωρώνες με εσπεριδοειδή και αμυγδαλιές, δεν θα γινόταν παρά μια φαντασίωση για εμάς, τη νέα γενιά.

Επτά δεκαετίες μετά τη Νάκμπα του Μπέιτ Ντάρας, οι απόγονοι των αρχικών κατοίκων του βρίσκονται αντιμέτωποι με μια άλλη. Εδώ και σχεδόν έξι μήνες, το Ισραήλ διεξάγει μια γενοκτονική εκστρατεία με σκοπό να «τελειώσει τη δουλειά» που ξεκίνησε το 1948.

Από τις 7 Οκτωβρίου, πολλοί από αυτούς τους απογόνους σφαγιάστηκαν από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς και τις χερσαίες εισβολές. Καθώς θυμόμαστε με επισημότητα τις επιθέσεις που εκκαθάρισαν εθνοτικά το Μπέιτ Νταράς πριν από 76 χρόνια, θρηνούμε τα μέλη της οικογένειάς μας που σκοτώθηκαν πρόσφατα, από μικρά παιδιά, μέχρι μητέρες και πατέρες, μέχρι αγαπημένα μέλη της γενιάς της Νάκμπα που κρατούσαν την ελπίδα της επιστροφής τους μέχρι τέλους.

Εν μέσω βάναυσων ισραηλινών βομβαρδισμών και εισβολών, η ίδια η κόρη της Ζαρέφα, η θεία μου, έζησε την εμπειρία της μητέρας της, που αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της στην Καρράρα μαζί με τα παιδιά της με ελάχιστα περισσότερα από τα ρούχα που φορούσαν.

Η ιστορία της οικογένειας Μπαρούντ δεν είναι μοναδική. Περίπου το 80% του πληθυσμού της Γάζας αποτελείται από πρόσφυγες της Νάκμπα, οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν πρόσφυγες για άλλη μια φορά από την γενοκτονία που πραγματοπιεί το Ισραήλ με την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Οι καταυλισμοί Νουσεϊράτ και Μπουρέιτζ, όπου οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου είχαν περάσει τα παιδικά τους χρόνια, ερωτεύτηκαν και μεγάλωσαν τις οικογένειές τους, αφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Και όπως ακριβώς ο λαός του Μπέιτ Νταράς αντιστάθηκε, έτσι και ο λαός της Γάζας σήμερα ξεσηκώθηκε ενάντια σε αυτή την απόπειρα κατάκτησης από τους Σιωνιστές εποίκους.

Καθώς γινόμαστε μάρτυρες της γενοκτονίας που εκτυλίσσεται στη Γάζα, οι βιωμένες εμπειρίες των προγόνων μας από τη Νάκμπα μοιάζουν πολύ πιο κοντινές. Εβδομήντα έξι χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζουμε την άμεση απειλή της αποικιοκρατικής εξάλειψης, όπως ακριβώς έκαναν εκείνοι πριν από τόσα χρόνια. Ενώ θρηνούμε την απώλεια πολλών μελών της οικογένειάς μας, η δέσμευση και η αφοσίωσή μας στο όνειρο των παππούδων μας να επιστρέψουν στην πατρίδα γίνεται απείρως ισχυρότερη.

Αν και το Μπέιτ Νταράς παρέμεινε ακατοίκητο από τότε που έπεσε ο τελευταίος Παλαιστίνιος πολεμιστής μας, τα ερείπια των σπιτιών του και οι δύο μοναχικοί πυλώνες του Μεγάλου Τζαμιού, όπου ο παππούς μου συνήθιζε να προσεύχεται όταν ήταν παιδί, παραμένουν, περιμένοντας με ανυπομονησία την επιστροφή μας.

Όταν τελικά πραγματοποιηθεί αυτή η γλυκιά επανένωση, θα ξαναχτίσουμε το τέμενος του Μπέιτ Νταράς με τις αρχικές λευκές κολώνες του, θα αναστηλώσουμε τα σπίτια του και θα ξαναφυτέψουμε τους οπωρώνες και τα χωράφια του με τα ντόπια δέντρα και τις καλλιέργειές του. Αν και οι ζωές τόσων πολλών κατοίκων του Μπέιτ Νταράς και των παιδιών και των εγγονών τους αφαιρέθηκαν βίαια, θα ενσωματώσουμε το πνεύμα τους σε κάθε τούβλο που θα βάλουμε, καθώς θα ξαναχτίζουμε το χωριό.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Zarefah Baroud, “Beit Daras and Gaza: An intergenerational tale of struggle against erasure”, Al Jazeera, 27 Μαρτίου 2024, https://www.aljazeera.com/opinions/2024/3/27/beit-daras-and-gaza-an-intergenerational-tale-of-struggle-against-erasure.

 

Η Zarefah Baroud είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Παλαιστινιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Έξετερ. Η Baroud έλαβε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα στις Πολιτικές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου ερεύνησε τα αμερικανικά προγράμματα βοήθειας προς τον ισραηλινό στρατό.

 

 

Σημειώσεις

[1] Ramzy Baroud, “A Hundred Deir Yassin and Counting: Beit Daras and the Buried History of Massacres”, Palestine Chronicle, 17 Απριλίου 2013, https://www.palestinechronicle.com/a-hundred-deir-yassin-and-counting-beit-daras-and-the-buried-history-of-massacres/.

[2] Ramzy Baroud, “A Hundred Deir Yassin and Counting: Beit Daras and the Buried History of Massacres”, ό.π.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024 11:42

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.