Δευτέρα, 22 Απριλίου 2024 12:39

Ένας χρόνος από το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν

Μια σουδανική οικογένεια που διέφυγε από τις συγκρούσεις στο Νταρφούρ κάθεται δίπλα στα υπάρχοντά της περιμένοντας να καταγραφεί στο πέρασμα από το Σουδάν στο Τσαντ στις 26 Ιουλίου 2023.

 

 

Brian Crawford

 

Ένας χρόνος από το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν

 

 

Εδώ και ένα χρόνο το Σουδάν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Υπάρχουν περίπου 15.000 νεκροί, με εκτεταμένες λεηλασίες και βιασμούς, σε συνδυασμό με εκτοπισμό και πείνα. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφοι περιγράφουν φρικτές σκηνές ανθρώπων εγκλωβισμένων ανάμεσα σε δύο εξίσου βάρβαρες στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό που συνέβη στην περιοχή του Νταρφούρ πριν από 20 χρόνια είναι πλέον γενικευμένο.

Δύο στρατηγοί, ο Αμπντέλ αλ-Φαττάχ αλ-Μπουρχάν, ο οποίος ηγείται των Σουδανικών Ενόπλων Δυνάμεων (SAF), και ο Μοχάμαντ Χαμντάν Ντάλγκαλο (γνωστός ως Χεμεντί ή «μικρός Μοχάμμαντ»), ο οποίος ηγείται των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), βρίσκονται σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο για να καθορίσουν ποιος θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στη χώρα. Οι πρώην σύμμαχοι είχαν προηγουμένως οργανώσει πραξικόπημα το 2021, με τον Μπουρχάν να αναλαμβάνει επικεφαλής του κράτους, αθετώντας τις υποσχέσεις που είχαν δώσει για μετάβαση σε πολιτική διακυβέρνηση. Αυτός ο αντεπαναστατικός ελιγμός ακολούθησε μόλις δύο χρόνια αφότου είχαν καθαιρέσει τον μακροχρόνιο δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ, σε μια κίνηση που αποσκοπούσε εν μέρει στην εκτόνωση μιας λαϊκής εξέγερσης. Μετά από μια πολλά υποσχόμενη επαναστατική στιγμή, το Σουδάν έχει οδηγηθεί σε ένα εφιαλτικό αντεπαναστατικό τοπίο καταστολής, γενοκτονίας και πείνας.

Ως αποτέλεσμα του πολέμου, το Σουδάν έχει τους περισσότερους εκτοπισμένους στον κόσμο. Υπάρχουν 24 εκατομμύρια που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια και πάνω από 17 εκατομμύρια αντιμετωπίζουν ακραία πείνα. Η χώρα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εκτοπισμένων παιδιών στον κόσμο. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης ανεβάζει τον συνολικό αριθμό σε 10,7 εκατομμύρια εκτοπισμένους και πάνω από 9 εκατομμύρια εσωτερικά[1]. Και τα δύο μέρη της σύγκρουσης ευθύνονται για τις καταστροφικές συνθήκες.

Οι επιθέσεις στον άμαχο πληθυσμό είναι συχνές. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει «καταγράψει τους αδιάκριτους βομβαρδισμούς από τις SAF, τη στοχοποίηση ακτιβιστών και τις εκτεταμένες καταχρήσεις από τις RSF, συμπεριλαμβανομένων των λεηλασιών και των βιασμών που συνδέονται με την κατάληψη κατοικημένων περιοχών. Τόσο οι SAF όσο και οι RSF παρεμποδίζουν ενεργά την παροχή βοήθειας, με τις SAF να παρεμποδίζουν την πρόσβαση σε εργαζόμενους και προμήθειες βοήθειας ή να αρνούνται ξεκάθαρα την πρόσβαση και τις RSF να λεηλατούν επανειλημμένα ανθρωπιστικές προμήθειες».

Οι RSF έχουν τις ρίζες τους στην πολιτοφυλακή που είναι γνωστή ως Τζαντζαουίντ, η οποία είναι μια αραβική-υπερεθνική πολιτοφυλακή διαβόητη για τη γενοκτονία της στην περιοχή του Νταρφούρ – που στοχοποιεί μη αραβικές εθνοτικές ομάδες όπως οι Φουρ, οι Μασαλίτ και οι Ζαγκάουα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Ομάρ αλ Μπασίρ αντιμετώπισε μια εξέγερση υπό την ηγεσία του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν στο νότο. Η κυβέρνηση στρατολόγησε πολιτοφύλακες, τους έδωσε κίνητρα και εκμεταλλεύτηκε τις εθνοτικές εντάσεις σε μια στρατιωτική προσπάθεια κατά την οποία ο σουδανικός στρατός μαζί με τους πολιτοφύλακες επιτέθηκαν σε αμάχους. Ο στρατός του Σουδάν και οι Τζαντζαουίντ κατηγορήθηκαν για γενοκτονία.

Η έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει: «Οι κυβερνητικές δυνάμεις επέβλεψαν και συμμετείχαν άμεσα σε σφαγές, συνοπτικές εκτελέσεις αμάχων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, πυρπόληση πόλεων, χωριών και βίαιη ερήμωση μεγάλων εκτάσεων γης που για πάρα πολλά χρόνια κατοικούνταν από τους Φουρ, τους Μαζαλίτ και τους Ζαγκάουα».

Ο Χεμεντί από μαχητής των Τζαντζαουίντ ανέβηκε στην ιεραρχία και έγινε διοικητής. Έγινε ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στο Σουδάν, έχοντας τον έλεγχο των ορυχείων χρυσού και ενός οικογενειακού ομίλου. Ο Μπασίρ βασίστηκε στον Χεμεντί ως αντίβαρο στον τακτικό στρατό, τον οποίο φοβόταν. Ο Μπασίρ κατέστησε τους Τζαντζαουίντ μέρος των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών και Ασφάλειας και η ομάδα μετονομάστηκε σε Δύναμη Ταχείας Υποστήριξης. Η αλλαγή στο καθεστώς δεν εκτιμήθηκε από τους αξιωματικούς των SAF. Αργότερα, το 2019, ο Χεμεντί συνεργάστηκε με τον στρατηγό αλ-Μπουρχάν για την ανατροπή του Μπασίρ.

Το 2021, ο αλ-Μπουρχάν και ο Χεμεντί προχώρησαν σε άλλο ένα πραξικόπημα, μεταφέροντας την κρατική εξουσία στα χέρια του στρατού, με τον αλ-Μπουρχάν αρχηγό του κράτους. Αυτός, σε αντίθεση με τον Χεμεντί, είναι ένας στρατιωτικός καριέρας που ανέβηκε στις τάξεις των σουδανικών ενόπλων δυνάμεων. Ο Αλ-Μπουρχάν αποκατέστησε τους ισλαμιστές μέλη του παλαιού καθεστώτος μετά το πραξικόπημα του 2021.

Η παρούσα σύγκρουση, η οποία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023, ξέσπασε εν μέρει από τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις για την ενσωμάτωση των RSF στον τακτικό στρατό. Υπάρχουν αναφορές ότι οι RSF κινητοποιούνταν μήνες πριν από την έναρξη της σύγκρουσης. Ωστόσο, ο πόλεμος είναι κάτι περισσότερο από μια σύγκρουση μεταξύ στρατιωτικών διοικητών. Ο έλεγχος των πόρων, ο ανταγωνισμός και οι συμμαχίες μεταξύ περιφερειακών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αποτελούν επίσης παράγοντες.

 

Η επανάσταση του 2018-2019

Καταλήξαμε σε αυτή τη συγκεκριμένη φάση στο Σουδάν ως αποτέλεσμα της μη ανάληψης της εξουσίας από τις μάζες μετά την έναρξη της επαναστατικής εξέγερσης εναντίον της δικτατορίας του Μπασίρ. Εκείνη την εποχή, η σουδανική κοινωνία βρέθηκε μπροστά στην πρόκληση της ανάκλησης των επιδοτήσεων για το σιτάρι και τα καύσιμα κατ’ εντολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με προβλέψιμες συνέπειες. Τα οικονομικά αιτήματα μετατράπηκαν σε πολιτικά αιτήματα.

Όπως αποδείχθηκε, ο δικτάτορας ανατράπηκε με πραξικόπημα από τους καιροσκόπους στρατηγούς, οι οποίοι δεσμεύτηκαν να παραχωρήσουν την εξουσία σε μια πολιτική κυβέρνηση μετά από μια διετή μεταβατική περίοδο. Αντί γι’ αυτό, οι στρατηγοί οργάνωσαν άλλο ένα πραξικόπημα και συνέχισαν την καταστολή εναντίον των Σουδανών επαναστατών.

Ο δικτάτορας, ο στρατός, τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι περιφερειακές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έπαιξαν όλοι τους ρόλο στο Σουδάν. Η οικονομική δυστυχία που βίωσαν οι μάζες τις έβγαλαν στο δρόμο για να αμφισβητήσουν τις συνθήκες που επικρατούσαν στα τέλη του 2018. Η άρχουσα τάξη δεν είχε καμία απάντηση∙ άλλωστε, ήταν το καθεστώς που είχε χορηγήσει το «φάρμακο» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι όροι του ΔΝΤ υπαγόρευαν την απελευθέρωση της οικονομίας, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τον αγροτικό τομέα της χώρας. Σε μια έκθεση της Oxfam αναφέρεται: «Η ταχεία φιλελευθεροποίηση αποτέλεσε βασική αιτία για την αύξηση της φτώχειας και της επισιτιστικής ανασφάλειας στην Αφρική». Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων υπήρξε υποτίμηση του νομίσματος του Σουδάν, η οποία έκανε τα εμπορεύματα πιο ακριβά.

Με την πάροδο των ετών, το ΔΝΤ είχε επανειλημμένα αντιμετωπίσει σκληρά το Σουδάν, διακόπτοντας τα δάνεια ακόμη και για την παραμικρή μη συμμόρφωση με τους όρους του[2]. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι όροι αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα τις λεγόμενες εξεγέρσεις του ΔΝΤ. Οι μελετητές που μελετούν τα προγράμματα του ΔΝΤ τα τελευταία 40 χρόνια διαπίστωσαν μια συσχέτιση μεταξύ αυτών των μέτρων και των πραξικοπημάτων.

Η σουδανική οικονομία επλήγη επίσης σοβαρά από την απόσχιση του Νοτίου Σουδάν, χάνοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος των πετρελαϊκών αποθεμάτων της. Η απώλεια αυτή αντιπροσώπευε το 95% των εξαγωγών της κυβέρνησης[3]. Η οικονομική ανάπτυξη υποχώρησε, ο πληθωρισμός διπλασιάστηκε και οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν.

Στα τέλη του 2018, η άρση των επιδοτήσεων για το σιτάρι, που οδήγησε σε αύξηση των τιμών του ψωμιού, προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες, ιδίως μεταξύ των νέων. Ενώ το Χαρτούμ είχε διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις προηγούμενες επαναστάσεις του 1964 και του 1985, η εξέγερση που ξεκίνησε το 2018 είχε τις ρίζες της στις λαϊκές μάζες της πόλης Ατμπάρα, βόρεια της πρωτεύουσας.

Μια δεκαετία οργάνωσης προηγήθηκε της επανάστασης. Το κυβερνών κόμμα είχε αποθαρρύνει τους νέους Σουδανούς από την πολιτική συμμετοχή, σε ορισμένες περιπτώσεις με φυσική βία. Αυτή η πολιτική αποξένωση τους οδήγησε στη δημιουργία των δικών τους οργανώσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ξεκινήσει ως ομάδες αλληλοβοήθειας και στη συνέχεια απέκτησαν περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα μετά από χρόνια αντίστασης και καταστολής.

Δημιουργήθηκαν οργανώσεις όπως η Γκρίφνα («Έχουμε βαρεθεί») και η οργάνωση «Σουδάν Αλλαγή Τώρα», με ένα μήνυμα – «ανατροπή του καθεστώτος»! Οι οργανώσεις αυτές απέκτησαν εμπειρία που τις προετοίμασε για τον επαναστατικό τους ρόλο. «Τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την οργάνωση της εθελοντικής φιλανθρωπικής εργασίας και την προηγούμενη αντίσταση και καταστολή υπό το NCP [Κόμμα Εθνικού Κογκρέσου, το κυβερνών ισλαμιστικό κόμμα] έγιναν καθοριστικά για την επιτυχία της εξέγερσης του 2019, και η διαμόρφωση παράνομων οργανώσεων μέσω επιτροπών γειτονιάς και η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ήταν καθοριστικής σημασίας».

Οι επιτροπές γειτονιάς ήταν ανεκτίμητες. Βρίσκονταν σε κοινότητες γύρω από το Χαρτούμ και συνέβαλαν καθοριστικά στο να βγουν οι μάζες στο δρόμο από την αρχή της επανάστασης μέχρι την πτώση του δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ και μετά.

Οι επιτροπές παρήγαγαν τον Επαναστατικό Χάρτη για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, «έναν καταστατικό χάρτη για την ανοικοδόμηση της κυβέρνησης από τα κάτω προς τα πάνω, ξεκινώντας από τα τοπικά συμβούλια και φτάνοντας μέχρι ένα εθνικό νομοθετικό σώμα που θα επέλεγε και θα επέβλεπε την εκτελεστική εξουσία». Στην πρωτεύουσα Χαρτούμ τα αιτήματα ήταν «δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, δημόσια ασφάλεια, επιστροφή του στρατού στους στρατώνες και διάλυση των RSF».

Η ευρεία μαζική κινητοποίηση του Σουδάν προχώρησε από έναν αγώνα για τα προς το ζην σε έναν αγώνα που αποσκοπούσε σε έναν ριζικό πολιτικό μετασχηματισμό. Συμμετείχε ένα ευρύ φάσμα του σουδανικού πληθυσμού – διανοούμενοι, εργαζόμενοι (συμπεριλαμβανομένων των συνδικάτων), γυναικείες ομάδες, κοινοτικές οργανώσεις και ριζοσπαστική νεολαία. Κυκλοφόρησαν μια «Διακήρυξη της Ελευθερίας και της Αλλαγής». Η Σουδανική Επαγγελματική Ένωση, που εκπροσωπούσε 17 συνδικάτα, είχε εξέχουσα θέση στην πρωτεύουσα. Η μαζική δράση απέδειξε την αποτελεσματικότητά της στην επιβολή μιας πολιτικής κρίσης. Τμήματα των ενόπλων δυνάμεων ήρθαν αντιμέτωπα με ξεκάθαρες επιλογές – υπακοή στις εντολές, άρνηση εντολών για επίθεση σε πολίτες διαδηλωτές ή προσχώρηση στην εξέγερση.

Ο Μπασίρ απομακρύνθηκε από την εξουσία τον Απρίλιο του 2019, αλλά δυστυχώς το λαϊκό κίνημα και οι εργατικές οργανώσεις δεν προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία με τους δικούς τους όρους. Το νέο καθεστώς, υπό το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον στρατηγό Αουάντ Ιμπν Αούφ, έκλεισε τα σύνορα και τον εναέριο χώρο υπό «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Ο Ιμπν Αούφ διέλυσε την Εθνοσυνέλευση, ανέστειλε το σύνταγμα και κήρυξε τρίμηνη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε δίκαιες εκλογές σε δύο χρόνια.

Το πραξικόπημα εξόργισε το κίνημα, και ο θυμός αυτός μετατοπίστηκε από τον καθαιρεθέντα δικτάτορα στο στρατιωτικό καθεστώς. Ένα κύμα διαδηλώσεων ξεκίνησε για να απαιτήσει πολιτική διακυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2019, η «Σφαγή του Χαρτούμ», που διαπράχθηκε από τις RSF και άλλες δυνάμεις ασφαλείας, σκότωσε πάνω από 100 άτομα που συμμετείχαν σε καθιστική διαμαρτυρία. Παρά την καταστολή, το καθεστώς αναγκάστηκε τελικά να διαπραγματευτεί με οργανώσεις που είχαν ενωθεί σε έναν συνασπισμό με την ονομασία Δυνάμεις για την Ελευθερία και την Αλλαγή. Ο συνασπισμός περιελάμβανε την Επαγγελματική Ένωση του Σουδάν, τις επιτροπές αντίστασης και ορισμένα αντιπολιτευόμενα πολιτικά κόμματα, μεταξύ των οποίων το Κόμμα Εθνικού Κογκρέσου και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Από τις διαπραγματεύσεις προέκυψε το Μεταβατικό Κυρίαρχο Συμβούλιο, μια κοινή στρατιωτική και πολιτική κυβέρνηση. Παρά το ελαφρώς πιο δημοκρατικό του πρόσωπο, το νέο καθεστώς, με πρωθυπουργό τον Αμπντάλλα Χάμντοκ, εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές –συμπεριλαμβανομένης της υποτίμησης του νομίσματος και του τερματισμού των επιδοτήσεων καυσίμων– οι οποίες πυροδότησαν περισσότερες διαδηλώσεις. Επιπλέον πλήγματα στην οικονομία αποτέλεσαν ο COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πριν από το ξέσπασμα αυτού του πολέμου, το Σουδάν εισήγαγε το 85% του σιταριού του από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και αύξησαν τις τιμές.

Τον Οκτώβριο του 2020, η μεταβατική κυβέρνηση υπέγραψε την ειρηνευτική συμφωνία της Τζούμπα με πολλές από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις του Σουδάν[4]. Αυτή ήταν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι εσωτερικοί πόλεμοι που μαστίζουν το Σουδάν από την ανεξαρτησία του. Πολλές από αυτές τις συγκρούσεις προέρχονταν από το γεγονός ότι η συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας του κράτους βρισκόταν στο Χαρτούμ, ενώ η περιφέρεια –ιδιαίτερα ο νότος– συνέχιζε να καταδικάζεται σε φτώχεια και έλλειψη πόρων.

Από το 2011, διάφορες ένοπλες ομάδες εκπροσωπούνταν στο Σουδανικό Επαναστατικό Μέτωπο, το οποίο αντιτάχθηκε στην κυβέρνηση που εδρεύει στο Χαρτούμ. Μια διάταξη της συμφωνίας σχετικά με τον καταμερισμό της εξουσίας ενσωμάτωσε τους ηγέτες των ένοπλων ομάδων σε κυβερνητικές θέσεις και τους ανάγκασε να ενταχθούν στις σουδανικές δυνάμεις ασφαλείας.

Σημαντικές ένοπλες ομάδες, όπως ο Σουδανικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός/Κίνημα-Βορράς στο Νότιο Κορντοφάν και το Μπλε Νείλο (γνωστό ως περιφέρεια των Δύο Περιοχών) και ο Σουδανικός Απελευθερωτικός Στρατός/Κίνημα με έδρα το Νταρφούρ (υποστηριζόμενος από την εθνότητα Φουρ), δεν συμμετείχαν στη συμφωνία λόγω της δυσπιστίας τους προς το στρατιωτικό καθεστώς και της αντίθεσής τους στη συνέχιση της κυριαρχίας του στο κράτος.

Εν τω μεταξύ, οι διαιρέσεις κλιμακώθηκαν στο εσωτερικό του συνασπισμού των Δυνάμεων της Ελευθερίας και της Αλλαγής, με επίκεντρο τις διαφορές όσον αφορά το σχέδιο διαμοιρασμού της εξουσίας με τον στρατό. Πολλές από τις επιτροπές γειτονιάς υποστήριξαν ότι η συμμετοχή και η υποστήριξη προς την κυβέρνηση ισοδυναμούσε με συνεργασία με τον καταπιεστή και ότι ο στρατός δεν είχε καμία πρόθεση να παραδώσει την εξουσία, ενώ άλλοι πίστευαν ότι αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή και θα επέτρεπε να προβληθούν τα αιτήματα του κινήματος στην κυβέρνηση. Στη συνέχεια, το 2021 πραγματοποιήθηκε άλλο ένα πραξικόπημα από τον στρατό.

 

Εξωτερικές δυνάμεις

Από το ξέσπασμα της τωρινής σύγκρουσης περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Σαουδική Αραβία, και η Αφρικανική Ένωση έχουν προσπαθήσει να καλέσουν τις δύο πλευρές να διαπραγματευτούν. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν επίσης να οργανώσουν συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών. Εν τω μεταξύ, ο Χεμεντί έχει περιοδεύσει σε αφρικανικά έθνη και έχει γίνει δεκτός και έχει αποθεωθεί στο Τζιμπουτί, τη Ρουάντα, την Αιθιοπία, την Κένυα και τη Νότια Αφρική, παρόλο που είναι υπεύθυνος για πολλαπλές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, μεταξύ άλλων και για γενοκτονία. Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Χεμεντί εξόργισε τον Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Μπουρχάν, επίσης δράστη εγκλημάτων πολέμου. Ο Αλ-Μπουρχάν αρνήθηκε να συναντηθεί με τη Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη, κατηγορώντας την ότι παραβιάζει την κυριαρχία του Σουδάν προσκαλώντας τον Χεμέντι.

Στην περιοχή υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και το Σουδάν βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο της παγκόσμιας οικονομίας. Πριν από την απόσχιση του Νότου, η χώρα ήταν σημαντικός παραγωγός πετρελαίου, αλλά εξακολουθεί να ελέγχει τα διυλιστήρια πετρελαίου. Η αυξημένη εξόρυξη από τα ορυχεία χρυσού κατά μήκος του ποταμού Νείλου κατατάσσει το Σουδάν στην τρίτη θέση μεταξύ των αφρικανικών χωρών στην παραγωγή του πολύτιμου μετάλλου. Υπάρχουν επίσης άλλα πολύτιμα κοιτάσματα – ουράνιο, χρωμίτης, γύψος, μαρμαρυγία, μαρμαρόλιθος και σίδηρος. Η Πατρίσια Μπλάκο γράφει στην El País: «Η βιομηχανία [χρυσού] κέρδισε έδαφος μετά την απόσχιση του Νοτίου Σουδάν το 2011 ως ένας τρόπος να αντισταθμιστούν τα δύο τρίτα των πετρελαιοπηγών που έχασε το Χαρτούμ με την ανεξαρτησία του νότιου εδάφους»[5]. Ωστόσο, ούτε το Σουδάν ούτε το Νότιο Σουδάν καρπώνονται τα οφέλη αυτού του μεγάλου πλούτου σε πόρους.
Οι περιφερειακές δυνάμεις, καθώς και οι ιμπεριαλιστικές χώρες, έχουν επηρεάσει το Σουδάν. Ο πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ ελ-Σίσι είναι αντίθετος με την πολιτική διακυβέρνηση ή τη δημοκρατία, όπως και τα κράτη του Κόλπου. Υποστήριξε τον στρατό στο Σουδάν, καθώς πίστευε ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά του. Όταν ξέσπασε η τωρινή σύγκρουση, ο Σίσι υποστήριξε τον αλ-Μπουρχάν ως τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο∙ επιπλέον το Κάιρο εξοπλίζει τις SAF στη σύγκρουση.

Ωστόσο, ο πόλεμος στο Σουδάν εμποδίζει το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών. Η Αίγυπτος εξάγει βιομηχανικά προϊόντα στο Σουδάν και το Σουδάν εξάγει γεωργικά προϊόντα στην Αίγυπτο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό λόγω του πολέμου στην Ουκρανία που επηρεάζει τις προμήθειες τροφίμων σε μεγάλο μέρος της περιοχής. Ο πόλεμος του Σουδάν έχει επίσης προκαλέσει αύξηση της μετανάστευσης βόρεια προς την Αίγυπτο, μια χώρα που βιώνει τη δική της οικονομική κρίση.

Εν τω μεταξύ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, υπό το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας, διεξάγουν μυστικές επιχειρήσεις μέσω του Τσαντ για την παροχή χρηματοδότησης και όπλων στις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης[6]. Για χρόνια, οι πόροι των Εμιράτων προμήθευαν τις αραβικές δυνάμεις στο Νταρφούρ με αντιαρματικούς πυραύλους, τεθωρακισμένα οχήματα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους εδάφους-αέρος, παρά το εμπάργκο όπλων που επέβαλε ο ΟΗΕ στην περιοχή από το 2004. Το περιοδικό Africa Defense Forum Magazine αναφέρει ότι ο στρατάρχης της Λιβύης Χαλίφα Χάφταρ και η ρωσική ομάδα Βάγκνερ καθώς και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα «έχουν όλοι δεσμούς με τις RSF και τον Χεμεντί προσωπικά». Τα ΗΑΕ και ο Χεμεντί έχουν εμπλακεί σε «λαθρεμπόριο χρυσού από τα ορυχεία Τζελ Άμιρ του Νταρφούρ, τα οποία ελέγχει ο Χεμεντί. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρυσού καταλήγει στα ΗΑΕ, από όπου διοχετεύεται στη διεθνή αγορά»[7].

Η Κίνα έχει επενδύσει σε υποδομές στο Σουδάν, όπως και στην υπόλοιπη ήπειρο. Υπήρξε σημαντικός εισαγωγέας σουδανικού πετρελαίου, αλλά αυτό άλλαξε με την απόσχιση του Νοτίου Σουδάν. Το Νότιο Σουδάν έχει επίσης υποβαθμιστεί ως πηγή πετρελαίου λόγω της αστάθειας στη χώρα αυτή. Η Κίνα επένδυσε επίσης στη γεωργία και τα ορυχεία. Παρέμεινε ουδέτερη στον τωρινό πόλεμο, αν και για να προστατεύσει τα συμφέροντά της, προτιμά γενικά τη σταθερότητα ανεξάρτητα από το ποιος είναι επικεφαλής.

Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ χρησιμοποίησαν κάποια ελάφρυνση χρέους και την αφαίρεση από την κρατική λίστα τρομοκρατίας για να παρακινήσουν το Σουδάν να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως μέρος της προσπάθειάς τους για τις συμφωνίες του Αβραάμ. Οι ΗΠΑ επιθυμούν επίσης τη σταθερότητα, ενώ παράλληλα ενεργούν για να αντιμετωπίσουν την επιρροή της Κίνας και της Ρωσίας στην περιοχή. Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ θεωρεί σημαντική την ολοκλήρωση των συμφωνιών με το Σουδάν, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στην Ανατολική Αφρική. Ωστόσο, η ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ έχει επίσης δεσμούς με τον Χεμεντί. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα σχηματίζουν έναν μπερδεμένο ιστό στην περιοχή, με ορισμένες χώρες να προσπαθούν να βρεθούν σε θέση να κερδίσουν ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στο Σουδάν.

Προς το παρόν, οι RSF έχουν το πάνω χέρι και ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ακριβώς όπως και η προηγούμενη ενσάρκωσή τους, οι Τζαντζαουίντ, οι RSF επιδίδονται σε σφαγές αμάχων. Και οι δύο πλευρές λεηλατούν τον πλούτο της χώρας για δικό τους όφελος. Είναι πιθανό ότι στο τέλος ένας από τους εγκληματίες πολέμου θα κυριαρχήσει στο Σουδάν και θα αγκαλιαστεί από τις κυβερνήσεις πολλών χωρών, αρκεί να έχουν πρόσβαση στον ορυκτό πλούτο του Σουδάν.

Όπως ακριβώς οι αραβικές μάζες ζήτησαν την πτώση των καθεστώτων τους κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, έτσι έκαναν και οι Σουδανοί οκτώ χρόνια αργότερα. Όμως οι αδυναμίες της επανάστασης ήταν εμφανείς. Παρόλο που οι επιτροπές γειτονιάς, οι οργανώσεις νεολαίας και τα συνδικάτα ήταν αποτελεσματικά βραχυπρόθεσμα, η ηγεσία δεν ακολούθησε και, αντίθετα, έπεσε στην παγίδα των αντεπαναστατών, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να παραδώσουν την εξουσία.

Το κίνημα δεν είχε την ηγεσία ενός επαναστατικού κόμματος με ένα σταθερό εργατικό και σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Σουδάν δεν αποδέχτηκε αυτό το ρόλο, αλλά αντίθετα συνεργάστηκε με το στρατιωτικό καθεστώς. Οι λαϊκές οργανώσεις στο Σουδάν στερούνταν επίσης αμυντικών οργάνων, τα οποία είναι απαραίτητα σε επαναστατικές συνθήκες για να αντιμετωπίσουν τη βίαιη καταστολή.

Παρ’ όλα αυτά, η σουδανική επανάσταση χρησιμεύει ως παράδειγμα για τους λαούς όλων των εθνών του ημιαποικιακού κόσμου. Οι τύχες του Σουδάν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπόλοιπη Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η επανάσταση του Σουδάν πρέπει να μελετηθεί από άλλες δυνάμεις της εργατικής τάξης στην ήπειρο και στον κόσμο, μαθαίνοντας από τις επιτυχίες και τα λάθη της.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Brian Crawford, “One year of the cataclysmic civil war in Sudan”, Workers’ Voice/La Voz de los Trabajadores, 18 Απριλίου 2024, https://workersvoiceus.org/2024/04/18/one-year-of-a-cataclysmic-civil-war-in-sudan/.

Brian Crawford, “Un año de la catastrófica guerra civil en Sudán”, Workers’ Voice/La Voz de los Trabajadores, 18 Απριλίου 2024, https://workersvoiceus.org/es/2024/04/18/one-year-of-a-cataclysmic-civil-war-in-sudan/.

 

 

Σημειώσεις

[1] Mohamed Osman, “Sudan Conflict Fuels World’s Largest Internal Displacement”, Human Rights Watch, 31 Ιανουαρίου 2024, https://www.hrw.org/news/2024/01/31/sudan-conflict-fuels-worlds-largest-internal-displacement.

[2] Dian Maria Blandina, “Sudan’s crisis and the hidden hands of the IMF”, Peoples Dispatch, 11 Μαΐου 2023, https://peoplesdispatch.org/2023/05/11/sudans-crisis-and-the-the-hidden-hands-of-the-imf/.

[3] “The World Bank in Sudan”, The World Bank, 11 Απριλίου 2024, https://www.worldbank.org/en/country/sudan/overview.

[4] “The Rebels Come to Khartoum: How to Implement Sudan’s New Peace Agreement”, International Crisis Group, 23 Φεβρουαρίου 2021, https://www.crisisgroup.org/africa/horn-africa/sudan/b168-rebels-come-khartoum-how-implement-sudans-new-peace-agreement.

[5] Patricia Blaco,, “The curse of Sudan’s gold: Why one of the world’s poorest countries fails to profit from vast reserves”, El País, 10 Μαΐου 2023, https://english.elpais.com/international/2023-05-10/the-curse-of-sudans-gold-why-one-of-the-worlds-poorest-countries-fails-to-profit-from-vast-reserves.html.

[6] “UAE denies sending weapons to Sudan’s RSF paramilitary: Report”, Al Jazeera, 24 Ιανουαρίου 2024, https://www.aljazeera.com/news/2024/1/24/uae-denies-sending-weapons-to-sudans-rsf-paramilitary-report.

[7] “UAE Role in Sudan’s Civil War Draws Criticism”, ADF [Africa Defense Forum], 30 Ιανουαρίου 2024, https://adf-magazine.com/2024/01/uae-role-in-sudans-civil-war-draws-criticism/.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 22 Απριλίου 2024 12:46

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.