Από τις Εκδόσεις Εύμαρος κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «Γκέοργκ Λούκατς, Η Καταστροφή του Λόγου, Νίτσε». Περιλαμβάνει το αφιερωμένο στον Νίτσε κεφάλαιο της «Καταστροφής του Λόγου», από τα κύρια φιλοσοφικά έργα του Λούκατς. Η μετάφραση έγινε από τους Ηώς Δούκα και Νίκο Φούφα, ενώ το βιβλίο περιέχει ακόμη έναν Πρόλογο του Ιβόν Κινιού και ένα Επίμετρο του Χρήστου Κεφαλή, που έκανε και την επιμέλεια. Ακολουθεί το Δελτίο Τύπου και ένα απόσπασμα από το έργο.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Georg Lukács
Η καταστροφή του λόγου • Νίτσε
Μετάφραση: Ηώς Δούκα και Νίκος Φούφας
Πρόλογος: Yvon Quiniou
Επίμετρο, επιμέλεια: Χρήστος Κεφαλής
Εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2025, σελ. 128, € 1
Το κείμενο του Λούκατς για τον Νίτσε, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος, είναι το 3ο κεφάλαιο του μεγάλου έργου του Λούκατς Η Καταστροφή του λόγου. Κυκλοφορημένο το 1954, το έργο ανατέμνει τις εξελίξεις του 19ου και 20ού αιώνα που οδήγησαν στην ανορθολογική εκτροπή: η στροφή της αστικής τάξης στην αντίδραση, η συμμαχία της με τις παλιές φεουδαρχικός τάξεις ενάντια στον ανερχόμενο σοσιαλισμό, ο ιμπεριαλισμός και, ως ιδεολογική έκφραση όλων των παραπάνω, η άνοδος του ανορθολογισμού. Ο Λούκατς συνδέει στενά το ανορθολογικό ρεύμα με την προπαρασκευή του φασισμού και εξηγεί τους λόγους που η Γερμανία αποτέλεσε το προνομιακό χώρο του. Τοποθετώντας στο επίκεντρό του τον Νίτσε ως τον κύριο και πιο διορατικό εκπρόσωπό του, αναλύει τα κομβικά θέματα της φιλοσοφίας του, δείχνοντας πώς εξέφρασαν με μυθικό, αφοριστικό τρόπο τις ανάγκες του αντισοσιαλιστικού αγώνα της αστικής τάξης.
Σε μια εποχή ανόδου του φασισμού, του μιλιταρισμού και της αντίδρασης η ανάλυση του Λούκατς διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητά της, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να γνωριστεί με την κλασική μαρξιστική κριτική της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Η έκδοση συνοδεύεται από έναν κατατοπιστικό Πρόλογο του Ιβόν Κινιού και ένα Επίμετρο του Χρήστου Κεφαλή. Αποτελεί μέρος της τμηματικής έκδοσης της Καταστροφής του λόγου από τις Εκδόσεις Εύμαρος, που θα ολοκληρωθεί σε τρία μέρη.
Πληροφορίες: Εκδόσεις Εύμαρος, Ελευθερίας 2, Ταύρος, 177 78, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., τηλ. 6984911622.
Ο Νίτσε και ο ανορθολογισμός
Γκέοργκ Λούκατς, Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 18-22
Αυτό που καθόρισε την ιδιαίτερη θέση του Νίτσε στην ανάπτυξη του σύγχρονου ανορθολογισμού είναι εν μέρει η ιστορική κατάσταση κατά την εποχή της εμφάνισής του και εν μέρει τα ασυνήθιστα προσωπικά του χαρίσματα. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, έχουμε ήδη αναφερθεί στα πιο σημαντικά κοινωνικά γεγονότα αυτής της εποχής. Άλλος ένας έμμεσος παράγοντας –ευνοϊκός για αυτήν την εξέλιξη– ήταν ότι ο Νίτσε ολοκλήρωσε τη δραστηριότητά του στην αυγή της ιμπεριαλιστικής εποχής. Τούτο σημαίνει ότι, από τη μία πλευρά, προέβλεψε από κάθε άποψη τις επικείμενες συγκρούσεις της εποχής του Μπίσμαρκ. Ήταν μάρτυρας της ίδρυσης του Γερμανικού Ράιχ, των προσδοκιών που εναποτέθηκαν σε αυτό και της ματαίωσής τους, της πτώσης του Μπίσμαρκ, και στην εγκαθίδρυση ενός απροκάλυπτα επιθετικού ιμπεριαλισμού από τον Γουλιέλμο Β΄. Την ίδια στιγμή ήταν μάρτυρας της Παρισινής Κομμούνας, των απαρχών του μεγάλου κόμματος των προλεταριακών μαζών, της κήρυξης των σοσιαλιστών εκτός νόμου και του ηρωικού αγώνα των εργατών εναντίον της. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ο Νίτσε δεν έζησε για να δει προσωπικά την ιμπεριαλιστική περίοδο. Του προσφέρθηκε έτσι μια ευνοϊκή ευκαιρία να σκιαγραφήσει και να λύσει με μυθική μορφή –με τους όρους της αντιδραστικής αστικής τάξης– τα κύρια προβλήματα της επόμενης περιόδου. Αυτή η μυθική μορφή ενίσχυσε την επιρροή του όχι μόνο επειδή επρόκειτο να γίνει ο πλέον κυρίαρχος τρόπος φιλοσοφικής έκφρασης στην ιμπεριαλιστική εποχή. Του έδωσε επίσης τη δυνατότητα να θέσει τα πολιτιστικά, ηθικά και άλλα προβλήματα του ιμπεριαλισμού με έναν τόσο γενικό τρόπο ώστε να μπορεί να παραμείνει για πάντα ο κυρίαρχος φιλόσοφος της αντιδραστικής αστικής τάξης, ανεξαρτήτως των εναλλαγών της κατάστασης και των αντιδραστικών τακτικών που υιοθετούνται ως προσαρμογή σε αυτές. Ο Νίτσε είχε ήδη αποκτήσει το κύρος του πριν από τον πρώτο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο και το διατήρησε και μετά τον δεύτερο.
Ωστόσο η τελευταία επιρροή της αντικειμενικής πιθανότητας την οποία μόλις περιγράψαμε δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει πραγματικότητα, αν δεν υπήρχαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διόλου ευκαταφρόνητου ταλέντου του Νίτσε. Είχε μια ιδιαίτερη προορατικότητα, μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο πρόβλημα του τι θα χρειαζόταν η παρασιτική διανόηση στην ιμπεριαλιστική εποχή, του τι θα μπορούσε να τη συγκινήσει και να τη διαταράξει εσωτερικά, και τι είδους απάντηση θα μπορούσε να την καθησυχάσει περισσότερο. Μπορεί λοιπόν να περικλείει πολύ ευρείες περιοχές του πολιτισμού, να φωτίζει τα καυτά ερωτήματά του με πνευματώδεις αφορισμούς, να ικανοποιεί τα δυσαρεστημένα, ενίοτε και επαναστατικά ένστικτα αυτής της παρασιτικής διανοητικής τάξης με συναρπαστικές, φαινομενικά υπερεπαναστατικές χειρονομίες και ταυτόχρονα να απαντά σε όλα αυτά τα ερωτήματα ή τουλάχιστον να υπαινίσσεται τις απαντήσεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδύεται το στιβαρά αντιδραστικό ταξικό περιεχόμενο της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης μέσα από όλες τις λεπτομέρειες και τις αποχρώσεις.
Αυτός ο διττός χαρακτήρας συμβαδίζει με το κοινωνικό είναι, και συνεπώς με τον συναισθηματικό και διανοητικό κόσμο αυτής της τάξης με μία τριπλή σημασία. Πρώτον, η ταλάντωση μεταξύ της λεπτότερης αίσθησης των αποχρώσεων, της πιο σχολαστικής υπερευαισθησίας και της ξαφνικής, συχνά υστερικής κτηνωδίας είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε παρακμής. Δεύτερον, υπάρχει μια βαθιά δυσαρέσκεια με την κουλτούρα του παρόντος, μια “δυσφορία μέσα στην κουλτούρα”, όπως την αποκαλεί ο Φρόυντ, μια εξέγερση εναντίον της, αλλά μια εξέγερση στην οποία ο “εξεγερμένος” δεν θέλει να δει τα δικά του παρασιτικά προνόμια και την κοινωνική τους βάση να θίγονται σε καμία περίπτωση, και έτσι το καλωσορίζει με ενθουσιασμό όταν ο επαναστατικός χαρακτήρας αυτής της δυσαρέσκειας λαμβάνει μια φιλοσοφική κύρωση, αλλά ταυτόχρονα, ως προς το κοινωνικό του περιεχόμενο, μετατρέπεται σε άμυνα κατά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Τρίτον και τελευταίο, ήταν ακριβώς την περίοδο επίδρασης του Νίτσε που η ταξική παρακμή, οι παρακμιακές τάσεις έφτασαν σε τέτοιο βαθμό που η αξιολόγηση στο εσωτερικό της αστικής τάξης υπέστη επίσης μια σημαντική μεταμόρφωση: ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο οι προοδευτικοί-αντιπολιτευόμενοι κριτικοί αποκάλυπταν και κατακεραύνωναν τα συμπτώματα της παρακμής, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της αστικής διανόησης γαντζωνόταν στην ψευδαίσθηση ότι ζει στον “καλύτερο όλων των κόσμων” και υπερασπιζόταν τη φαντασιακή “υγεία” της ιδεολογίας της, την προοδευτικότητά της, τώρα η συνειδητοποίηση της παρακμής, η επίγνωση ότι είναι παρακμιακή, γίνεται όλο και περισσότερο το επίκεντρο της αυτογνωσίας αυτής της διανόησης. Αυτή η αλλαγή εκδηλώθηκε πάνω απ’ όλα σε έναν εφησυχασμό, σε έναν ναρκισσισμό, σε έναν παιγνιώδη σχετικισμό, σε μία απαισιοδοξία, σε έναν μηδενισμό κ.λπ. Αλλά στην περίπτωση των έντιμων διανοουμένων, αυτά συχνά μετατράπηκαν σε ειλικρινή απόγνωση και σε μια συνακόλουθη διάθεση εξέγερσης (μεσσιανισμός κ.λπ.) […]
Η “κοινωνική αποστολή” που εκπληρώνει η φιλοσοφία του Νίτσε είναι να “σώσει” αυτό το είδος της αστικής διανόησης, να τη “λυτρώσει”, να της δείξει έναν δρόμο που καθιστά περιττή κάθε ρήξη, και μάλιστα κάθε σοβαρή ένταση με την αστική τάξη· ήταν ένας δρόμος με τον οποίο το ευχάριστο ηθικό συναίσθημα του επαναστάτη μπορούσε να διατηρηθεί, ακόμη και να βαθύνει, ενώ μια “πιο βαθιά”, “κοσμική βιολογική” επανάσταση προβαλλόταν δελεαστικά σε αντίθεση με την “επιφανειακή”, “εξωτερική” κοινωνική επανάσταση. Μια “επανάσταση” που διατηρεί πλήρως τα προνόμια της αστικής τάξης, που υπερασπίζεται πάνω απ’ όλα με πάθος το προνομιακό καθεστώς της αστικής, παρασιτικής ιμπεριαλιστικής διανόησης· μια “επανάσταση” που στρέφεται εναντίον των μαζών, που δίνει στο φόβο των οικονομικά και πολιτισμικά προνομιούχων να χάσουν τα προνόμιά τους μια παθιασμένα επιθετική έκφραση και έτσι τον συγκαλύπτει. Ο δρόμος που υπέδειξε ο Νίτσε δεν διαχωρίστηκε ποτέ από την παρακμή που εξαπλωνόταν στη διανοητική και συναισθηματική ζωή της τάξης του, αλλά αυτή τίθεται σε ένα νέο φως από τη νέα αυτογνωσία· ακριβώς στην παρακμή βρίσκονται οι γνήσιοι σπόροι μιας πραγματικής, μιας εκ βάθρων ανανέωσης της ανθρωπότητας.
