Δευτέρα, 23 Ιανουαρίου 2017 18:18

Για τον φασισμό

 

Αugust Thalheimer

Για τον φασισμό

 

Ι

Το καλύτερο σημείο εκκίνησης για τη διεξαγωγή της μελέτης του φασισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανάλυση του Βοναπαρτισμού (του Λουδοβίκου Βοναπάρτη) από τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι δεν εξισώνουμε τον φασισμό με το βοναπαρτισμό. Πρόκειται όμως για συναφή φαινόμενα, που έχουν και τα δύο κοινά και αποκλίνοντα χαρακτηριστικά, τα οποία χρειάζονται επεξεργασία.

Θα ξεκινήσω με ένα απόσπασμα από τον Πρόλογο του Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ..., το οποίο αναφέρει το εξής:

«Τέλος ελπίζω, ότι το έργο μου θα συντελέσει να εξοβελιστεί η σχολική έκφραση που συνηθίζεται σήμερα ιδιαίτερα στη Γερμανία, για το λεγόμενο Καισαρισμό.»

Ο Μαρξ επισημαίνει στη συνέχεια τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του σύγχρονου και αρχαίου προλεταριάτου, από την οποία προκύπτει ότι ο αρχαίος Καισαρισμός και ο σύγχρονος Βοναπαρτισμός είναι, από ταξική άποψη, εντελώς διαφορετικά πράγματα1.

Ο Μαρξ τονίζει την ανάγκη για μια συγκεκριμένη ταξική ανάλυση.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εκτός από την ανάλυση των κοινωνικών και ιστορικών ταξικών ριζών του Βοναπαρτισμού, τον θεωρεί ως αποτέλεσμα όχι μόνο της ύπαρξης συγκεκριμένων τάξεων σε μια δεδομένη κοινωνία, αλλά και μιας ειδικής σχέσης μεταξύ αυτών των τάξεων σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, μια σχέση που είναι ιστορικά δημιουργημένη και επομένως θα διαλυθεί ιστορικά. Ερευνά με εξαιρετική ακρίβεια τις πολιτικές εκδηλώσεις του Βοναπαρτισμού, τις ιδεολογικές του ρίζες και τις εκφράσεις του, μαζί με την οργάνωση του κράτους του και του κόμματός του. Ο Μαρξ δείχνει λεπτομερώς πώς η γαλλική αστική τάξη μετά το διάστημα από το 1848 έως 1849, αντιμέτωπη με την εξέγερση της εργατικής τάξης στη μάχη του Ιουνίου, παραδίδει την πολιτική της ύπαρξή, προκειμένου να σώσει την κοινωνική της ύπαρξή και εγκαταλείπει τον εαυτό της στη δικτατορία ενός τυχοδιώκτη και της συμμορίας του.

Λέει:

«Έτσι λοιπόν η αστική τάξη καταδικάζοντας σαν σοσιαλιστικό εκείνο που προηγούμενα είχε τιμήσει σαν φιλελεύθερο, ομολογεί ότι το δικό της συμφέρον την προστάζει να απαλλαχθεί από τον κίνδυνο της αυτοκυβέρνησης, ότι για να αποκαταστήσει την ησυχία στη χώρα, πρέπει πριν απ’ όλα να κάνει να βουβαθεί το αστικό της κοινοβούλιο, ότι για να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της δύναμη, πρέπει να τσακίσει την πολιτική της δύναμη, ότι οι ιδιώτες αστοί μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις άλλες τάξεις και να απολαμβάνουν ανενόχλητα την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία και την τάξη, μόνο με τον όρο ότι η τάξη τους θα καταδικαστεί στην ίδια πολιτική εκμηδένιση με τις άλλες τάξεις. Ότι για να σώσει το πουγκί της πρέπει να αρνηθεί το στέμμα της, και ότι το ξίφος που πρέπει να την υπερασπίζει, θα πρέπει ταυτόχρονα να κρέμεται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι της».2

Η αστική τάξη είναι επομένως ένα από τα κοινωνικά θεμέλια του Βοναπαρτισμού, αλλά για να σώσει την κοινωνική ύπαρξή της σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση εγκαταλείπει την πολιτική εξουσία της – υποτάσσεται σε μία «εκτελεστική εξουσία που έχει γίνει η ίδια μια ανεξάρτητη δύναμη».3 Η άλλη βαθιά και πλατιά κοινωνική ρίζα «της ανεξαρτησίας της εκτελεστικής εξουσίας» και της δικτατορίας του Βοναπάρτη και της «συμμορίας» του είναι ο μικροαγρότης (ο μικρός και πολύ μικρός αγρότης), όχι ο επαναστατημένος, αλλά αντιθέτως ο συντηρητικός αγρότης, δηλαδή, όχι αυτός που επαναστατεί εναντίον των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά αυτός που θέλει να διατηρήσει και να υπερασπιστεί την αγροτική ατομική του ιδιοκτησία απέναντι στην απειλητική προλεταριακή επανάσταση. Αυτή η άμυνα, αυτή η προστασία, δεν μπορεί να επιτευχθεί από την ίδια την αγροτιά, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής πολυμορφίας της και της έλλειψης οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.

«Εφόσον όμως ανάμεσα στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο μια τοπική συνάφεια και η ομοιότητα των συμφερόντων τους δε δημιουργεί καμιά κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο, και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη. Γι’ αυτό είναι ανίκανοι να επιβάλουν εξ ονόματός τους τα ταξικά τους συμφέροντα, είτε με μια βουλή, είτε με μια συμβατική συνέλευση. Δε μπορούν ν’ αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει να αντιπροσωπεύονται από άλλους. Ο αντιπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται σαν κύριός τους, σαν μια εξουσία πάνω απ’ αυτούς, σαν μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει από πάνω τη βροχή και τον ήλιο. Η πολιτική επιρροή των μικρών αγροτών βρίσκει συνεπώς την τελευταία της έκφραση στην υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στην εκτελεστική εξουσία.»4

Όσο για την εργατική τάξη, συμβάλλει στην εμφάνιση του Βοναπαρτισμού, όταν έχει ξεκινήσει μια επαναστατική επίθεση ενάντια στην αστική κοινωνία, την έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση φόβου και τρόμου, αλλά έχει αποδειχθεί ότι η ίδια δεν είναι ακόμη σε θέση να καταλάβει και να κρατήσει την εξουσία. Μια σοβαρή ήττα για το προλεταριάτο σε μια βαθιά κοινωνική κρίση αποτελεί έτσι μία από τις προϋποθέσεις του Βοναπαρτισμού. Από την άλλη πλευρά, ο Βοναπαρτισμός χωρίζεται σε διαφορετικά τμήματα και μέρη. Η διαίρεση της αστικής τάξης, η ανάδειξη των αντιφάσεων μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων της, είναι γι’ αυτήν και πάλι αποτέλεσμα της ήττας της εργατικής τάξης (και, κατά συνέπεια και της μικροαστικής τάξης). Η εκτελεστική εξουσία φαίνεται τώρα στην αστική τάξη, ως ο πολυαναμενόμενος εκπρόσωπος των κοινών συμφερόντων των επιμέρους στρωμάτων της, τα οποία είναι ανίκανα να δημιουργήσουν τα ίδια αυτή την ενότητα.

Η άποψη αυτή τονίζεται ιδιαίτερα από τον Φρίντριχ Ένγκελς, όταν λέει αργότερα, στην εισαγωγή στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία:

«Αν το προλεταριάτο δεν μπορούσε ακόμα να κυβερνήσει τη Γαλλία, η αστική τάξη δεν μπορούσε πια να την κυβερνά. Τουλάχιστον όχι τότε, που στην πλειοψηφία της ήταν ακόμα μοναρχική κι ήταν χωρισμένη σε τρία δυναστικά κόμματα και σ’ ένα τέταρτο, δημοκρατικό. Οι εσωτερικές της δαμάχες έδοσαν τη δυνατότητα στον τυχοδιώκτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας - το στρατό, την αστυνομία, το διοικητικό μηχανισμό - και στις 2 Δεκέμβρη 1851, να τινάξει στον αέρα το τελευταίο φρούριο της αστικής τάξης, την εθνοσυνέλευση.»5

II

Ο Φρίντριχ Ένγκελς σε ένα δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, «Βία και οικονομία στη δημιουργία του νέου γερμανικού Ράιχ», αναφέρεται και πάλι στην αντίφαση μεταξύ της διατήρησης της κοινωνικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, με τη βοήθεια του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, και την καταστροφή της πολιτικής της κυριαρχίας.

«Ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας» λέει ο Ένγκελς «έγινε τώρα το ίνδαλμα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης. [...] γιατί “διάσωσε την κοινωνία” στις 2 Δεκέμβρη του 1851 όταν εκμηδένισε την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, για να σώσει όμως την κοινωνική της κυριαρχία.»6

Και το κοινωνικό περιεχόμενο της κυριαρχίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη σε σχέση με την αστική τάξη χαρακτηρίζεται από τον Ένγκελς με τον ακόλουθο τρόπο:

«Σαν αυτοκράτορας όχι μόνο υπόταξε την πολιτική στα συμφέροντα του κεφαλαιοκρατικού κερδους και της χρηματιστηριακής απάτης, αλλά ακόμα και αυτή την ίδια την πολιτική την άσκησε σύμφωνα με τους κανόνες του χρηματηστηρίου αξιών και κερδοσκόπησε εκμεταλλευόμενος την “αρχή της εθνικότητας”.»7

Στη 18η Μπρυμαίρ..., ο Μαρξ μας δίνει επιπλέον, μια ανάλυση του μηχανισμού της κυριαρχίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, της οργανωτικής υποστήριξής του και των μεθόδων του. Αυτή είναι πρώτα απ’ όλα η μυστική οργάνωση του κόμματος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, η «Εταιρία της 10 του Δεκέμβρη». Ποια είναι η κοινωνική της σύνθεση; Είναι κατ’ αρχάς «το κουρελοπρολεταριάτο του Παρισιού [που] είχε οργανωθεί σε μυστικά τμήματα, που το κάθε ένα διευθυνόταν από βοναπαρτιστικούς πράκτορες, με επικεφαλής όλης της εταιρίας ένα βοναπαρτικό στρατηγό.» Έπειτα, υπάρχουν τα «απορίματα της αστικής τάξης,... χαρτοπαίχτες,... γραφιάδες...,» κλπ. Επιπλέον, τα απορίματα της αριστοκρατίας. Τέλος, τα απορίματα της επαρχίας.

Ο Μαρξ τα συνοψίζει όλα αυτά με τον χαρακτηρισμό «La Bohème».8 Έτσι, είναι τα ξεπεσμένα στοιχεία όλων των τάξεων με τα οποία ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ιδρύει την χαρακτηριστική οργάνωση του κόμματός του, και τα οποία συγκεντρώνει γύρω από τον ίδιο ως διαχειριστές, υπαλλήλους, κλπ. Αυτό, βέβαια, δεν είναι τυχαίο, αλλά προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων. Τα οικονομικά και κοινωνικά ξεριζωμένα στοιχεία, τα παράσιτα από όλες τις τάξεις που αποκλείονται από την άμεση παραγωγή, είναι το φυσικό υλικό, τα φυσικά εργαλεία της «ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας». Σε αυτά τα κοινωνικά σκουπίδια τα συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά διαγράφονται. Είναι απαλλαγμένα από ιδεολογίες, κλπ., συνδεδεμένα με τις ιδιαίτερες τάξεις των οποίων αποτελούν απορίματα, στο βαθμό που μπορούν να υψωθούν πάνω από αυτές και να ελιχθούν ανάμεσά τους. Από την άλλη πλευρά, δεν αναδεικνύουν την επαναστατική, αλλά την αντεπαναστατική κατάργηση αυτών των ταξικών χαρακτηριστικών, την άρνηση των αστικών ταξικών αρχών, η οποία παραμένει σε αυτές τις αρχές. Για παράδειγμα, ο κλέφτης πραγματοποιεί την κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας στη βάση της αστικής ιδιοκτησίας. Καταργεί την ατομική ιδιοκτησία των άλλων καθιερώνοντάς την για τον εαυτό του, δηλαδή, ατομικά. Η γνωστή φράση του Προυντόν, «La propriété c’est le vol», «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή», ισχύει και αντίστροφα, «Le vol c’est la propriété», «Η κλοπή είναι ιδιοκτησία». Και έτσι αυτά τα στοιχεία που έχουν ξεπέσει από όλες τις τάξεις βρίσκονται στην ίδια στιγμή στη σάρκα της σάρκας, στα οστά των οστών της ατομικής ιδιοκτησίας και της αστικής κοινωνίας, και ως εκ τούτου είναι ικανά, ενώ καταστρέφουν την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάης, να υπερασπίζονται και να προστατεύουν την κοινωνική της κυριαρχία ενάντια στην τάξη ή τις τάξεις που αντιπροσωπεύουν την επαναστατική κατάργηση της αστικής κοινωνίας, την κοινωνική κατάργηση της ατομικής αστικής ιδιοκτησίας, δηλαδή του βιομηχανικού προλεταριάτου και των προλεταριοποιημένων τμημάτων της αγροτιάς.

Από οικονομική άποψη, τα ξεπεσμένα στοιχεία, τα παράσιτα από όλες τις τάξεις, έχουν τη φυσική παρόρμηση να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους μια πηγή της ύπαρξης τους στον μηχανισμό της κυβέρνησης και στον Βοναπαρτιστικό κομματικό μηχανισμό. Αυτή είναι η αιτία για την τεράστια επέκταση του μηχανισμού της ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας.

Από την άποψη αυτή αξίζει επίσης να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τη στρατιωτική συνιστώσα στον Βοναπαρτιστικό κρατικό μηχανισμό. Παρουσιάζει επίσης τα δικά της κοινωνικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αλλά και αρκετά σε σχέση με τα στρατιωτικο-οργανωτικά γνωρίσματα.

Ας ακούσουμε πάλι τον Μαρξ σχετικά με αυτό:

«Τέλος, το αποκορύφωμα των ναπολεόντειων ιδεών είναι η υπεροχή του στρατού. Ο στρατός ήταν υπόθεση τιμής των μικρών αγροτών, ήταν οι ίδιοι τους μεταμορφωμένοι σε ήρωες, ήταν αυτοί που υπεράσπιζαν την καινούργια ιδιοκτησία τους από τους εξωτερικούς εχθρούς, αυτοί που δόξαζαν τη νεοαποκτημένη εθνική τους ενότητα, που λεηλατούσαν κι επαναστατοποιούσαν τον κόσμο. Η στολή ήταν η δική τους κρατική φορεσιά, ο πόλεμος ήταν η ποίησή τους, ο μικρός κλήρος που στη φαντασία τους μεγάλωνε και στρογγύλευε ήταν η πατρίδα τους, και ο πατριωτισμός ήταν η ιδανική μορφή του αισθήματος της ιδιοκτησίας. Οι εχθροί όμως που ενάντιά τους ο γάλλος αγρότης έχει να υπερασπίσει την ιδιοκτησία του σήμερα, δεν είναι πια οι κοζάκοι, μα οι δικαστικοί κλητήρες και οι φοροεισπράκτορες. Ο μικρός κλήρος δε βρίσκεται πια σ’ αυτό που λέγεται πατρίδα, αλλά στο βιβλίο υποθηκών. Ο ίδιος ο στρατός δεν είναι πια το άνθος της αγροτικής νεολαίας, είναι το βαλτολούλουδο του αγροτικού κουρελοπρολεταριάτου. Αποτελείται σε μεγάλο μέρος από αντικαταστάτες, από υποκατάστατα, ακριβώς όπως και ο δεύτερος Βοναπάρτης δεν είναι παρά ένας αντικαταστάτης, το υποκατάστατο του Ναπολέοντα. Τα ηρωικά κατορθώματά του τα εκπληρώνει τώρα με το άγριο κυνήγημα των αγροτών, με την εξάσκηση των καθηκόντων του χωροφύλακα και όταν οι εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματός του κυνηγούσαν τον αρχηγό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη έξω από τα γαλλικά σύνορα, ο στρατός του ύστερα από μερικές ληστρικές πράξεις, δε θα δρέψει δάφνες, αλλά ξυλιές.»9

Αυτός ο βοναπαρτιστικός στρατός αποτελείται από απορριφθέντα στοιχεία της υπαίθρου. Γι’ αυτά τα στοιχεία ο στρατός είναι μια δουλειά, μια αποζημίωση για το χωραφάκι που δεν μπορούν να αποκτήσουν ή σε περίπτωση που το χάσουν. Είναι κατά κύριο λόγο επαγγελματίες στρατιώτες με πολλά χρόνια υπηρεσία, που θα χρησιμοποιηθούν για οποιοδήποτε αντεπαναστατικό σκοπό, αλλά στρατιωτικά είναι αναξιόπιστα στοιχεία, δεδομένου ότι δεν θέλουν να πεθάνουν για τον μισθό τους, αλλά να ζήσουν. Αποσυνδεδεμένα από την ταξική τους βάση αποτελούν το φυσικό όργανο εξουσίας για την «ανεξάρτητη εκτελεστική εξουσία», η οποία έχει ως στόχο να ενισχύσει και να βαθύνει την αντίθεσή τους με τη μάζα του λαού. Εδώ η διαφθορά θα πρέπει να εξαπλώνεται ακόμη πιο βαθιά. Έτσι, την ίδια στιγμή, είναι το χειρότερο εργαλείο που μπορεί να φανταστεί κανείς για την υπεράσπιση της εθνικής ύπαρξης σε ένα εξωτερικό πόλεμο. Η πρόβλεψη του Μαρξ σχετικά με την ήττα του βοναπαρτιστικού στρατού το 1870-1871 είχε τις ρίζες της στην βαθιά και διεισδυτική ταξική ανάλυση αυτού του στρατού.

Τέλος, ο Μαρξ αναγνωρίζει τον ρόλο της βοναπαρτιστικής παράδοσης, του Ναπολεόντειου μύθου, στην κυριαρχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Η δύναμη του μύθου του Ναπολέοντα οφείλεται σε ένα συνδυασμό τριών παραγόντων: πρώτον, τον εθνικό: η λάμψη της δόξας των Ναπολεόντειων πολέμων. Δεύτερον, τον επαναστατικό: ο αγώνας εναντίον της εξωτερικής, ευρωπαϊκής φεουδαρχίας, καθώς και η υπεράσπιση των επαναστατικών κατακτήσεων στην αγροτική ιδιοκτησία εναντίον των Γάλλων φεουδαρχών αρχόντων, των εκπατρισμένων, οι οποίοι σε συμμαχία με τους φεουδάρχες της Ευρώπης απειλούσαν τις μικρές εκμεταλλεύσεις των αγροτών. Τρίτον, την υποταγή της αστικής τάξης στον επαναστατικό στρατό και στον ήρωα του, τον Ναπολέοντα: η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων της και η τιθάσευση των εκμεταλλευτικών της επιθυμιών.

Τέλος, ο Μαρξ αναδεικνύει τις εσωτερικές αντιφάσεις του βοναπαρτιστικού συστήματος, το οποίο θα διαβρωθεί και θα πρέπει τελικά να οδηγήσει στην αποσύνθεση του:

«Ο Βοναπάρτης, σαν δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας που έγινε ανεξάρτητη, νιώθει σαν αποστολή του να εξασφαλίσει το αστικό καθεστώς. Η δύναμη αυτού του αστικού καθεστώτος είναι η μεσαία τάξη. Γι’ αυτό το λόγο ο Βοναπάρτης παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος της μεσαίας αυτής τάξης και εκδίδει διατάγματα μ’ αυτό το πνεύμα. Ωστόσο, ο ίδιος έχει κάποια αξία μόνο και μόνο γιατί σύντριψε και συντρίβει καθημερινά την πολιτική δύναμη αυτής της μεσαίας τάξης. Γι’ αυτό θεωρεί τον εαυτό του αντίπαλο της πολιτικής και φιλολογικής δύναμης της μεσαίας τάξης. Προστατεύοντας όμως την υλική της δύναμη, αναπαράγει την πολιτική της δύναμη. Γι’ αυτό το λόγο είναι υποχρεωμένος να διατηρεί στη ζωή την αιτία, και να εξαφανίζει το αποτέλεσμα παντού όπου παρουσιάζεται. Αυτό όμως δε μπορεί να γίνει δίχως μικρομπερδέματα της αιτίας με το αποτέλεσμα, αφού στην αλληλεπίδρασή τους χάνουν και τα δυο τα διακριτικά γνωρίσματά τους. Εκδίδουν λοιπόν νέα διατάγματα που σβήνουν την οροθετική γραμμή ανάμεσά τους. Ταυτόχρονα ο Βοναπάρτης θεωρεί τον εαυτό του εκπρόσωπο των αγροτών και γενικά του λαού που θέλει να κάνει ευτυχισμένες τις κατώτερες λαϊκές τάξεις μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας ενάντια στην αστική τάξη. Εκδίδουν λοιπόν νέα διατάγματα, που υπεξαιρούν εκ των προτέρων από τους αληθινούς σοσιαλιστές την κυβερνητική τους σοφία. Ο Βοναπάρτης όμως θεωρεί τον εαυτό του πριν απ’ όλα αρχηγό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, εκπρόσωπο του κουρελοπρολεταριάτου στο οποίο ανήκουν ο ίδιος, το περιβάλλον του, η κυβέρνησή του και ο στρατός του και ενδιαφέρεται πριν απ’ όλα να ευεργετήσει τον εαυτό του να τραβά από το δημόσιο ταμείο τα γραμμάτια του λαχείου της Καλιφορνίας. Και επιβεβαιώνει τη θέση του σαν αρχηγού της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη με διατάγματα, δίχως διατάγματα και παρά τα διατάγματα.»10

III

Στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, θα βρούμε συνοπτικά τον χαρακτηρισμό και την όψη του βοναπαρτισμού ή «αυτοκρατορισμού» ([«imperialism»] όχι στη σύγχρονη έννοια του όρου), ως μια μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση της αστικής ταξικής κοινωνίας.

Ο Μαρξ λέει εδώ:

«Η αυτοκρατορία, με πιστοποιητικό γεννήσεως το πραξικόπημα, με επικύρωση το γενικό εκλογικό δικαίωμα και με σκήπτρο το σπαθί, ισχυριζόταν ότι στηρίζεται στους αγρότες, στις πλατειές εκείνες μάζες των παραγωγών που δεν ήταν άμεσα μπλεγμένοι στον αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Ισχυριζόταν ότι σώζει την εργατική τάξη, τσακίζοντας τον κοινοβουλευτισμό και μαζί του την απροκάλυπτη υποταγή της κυβέρνησης στις κατέχουσες τάξεις. Ισχυριζόταν ότι σώζει τις κατέχουσες τάξεις διατηρώντας την οικονομική τους κυριαρχία πάνω στην εργατική τάξη. Και τέλος ισχυριζόταν ότι ενώνει όλες τις τάξεις με το ξαναζωντάνεμα της χείμερας της εθνικής δόξας. Στην πραγματικότητα η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή, που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα. Όλος ο κόσμος επευφήμησε την αυτοκρατορία σαν σωτήρα της κοινωνίας. Κάτω απ’ την κυριαρχία της, η αστική τάξη, απαλλαγμένη από όλες τις πολιτικές φροντίδες έφτασε σε τέτοιο σημείο ανάπτυξης που δεν το φανταζόταν ούτε η ίδια. Η βιομηχανία της, το εμπόριό της, πήραν κολοσσιαίες διαστάσεις. Η χρηματηστηριακή κερδοσκοπία της έκανε κοσμοπολιτικά όργια. Η αθλιότητα των μαζών ξεχώριζε χτυπητά πλάι στην ξεδιάντροπη λαμπρότητα μιας φανταχτερής παραφουσκωμένης και διεφθαρμένης πολυτέλειας. Η ίδια η κρατική εξουσία, που φαινομενικά κρεμόταν πολύ πάνω από την κοινωνία, ήταν ωστόσο το σκανδαλωδέστερο σκάνδαλο αυτής της κοινωνίας και ταυτόχρονα η εστία όλης της διαφθοράς της. Η δική της η σαπίλα και η σαπίλα της κοινωνίας που είχε σώσει, αποκαλύφθηκε από τις λόγχες της Πρωσίας, που κι αυτή φλεγόταν από την επιθυμία να μεταφέρει το κέντρο βάρους αυτού του καθεστώτος από το Παρίσι στο Βερολίνο. Ο αυτοκρατορισμός είναι συνάμα η πιο εκπορνευμένη και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία, σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα αναπτυγμένη αστική κοινωνία την μετέτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας στο κεφάλαιο.»11

Αυτό το απόσπασμα είναι ύψιστης σημασίας, ειδικά για να διαμορφώσουμε μια καλύτερη εικόνα για την ουσία του φασισμού.

Εδώ ο Μαρξ αντλεί από τα γενικά, διεθνή χαρακτηριστικά του Βοναπαρτισμού ή του αυτοκρατορισμού*. Παραβλέπει τα ειδικά γαλλικά γνωρίσματα και τον εκλαμβάνει σαν να είναι μια τυπική εκδήλωση, μια τυπική μορφή της κρατικής εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ανάπτυξής της. Σύμφωνα με τον ίδιο είναι η «τελική»**, δηλαδή, η τελευταία μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, αυτή η μορφή την οποία η κρατική εξουσία παίρνει στην πλήρως ανεπτυγμένη αστική κοινωνία, η πιο εκπορνευμένη, δηλαδή, η πιο εκφυλισμένη, σαπισμένη μορφή. Με άλλα λόγια, αυτή η μορφή της κρατικής εξουσίας, με την οποία η αστική κοινωνία φτάνει στο τέλος, είναι το τελευταίο καταφύγιο της πριν από την προλεταριακή επανάσταση, και ταυτόχρονα την πτώση της, επειδή είναι πιο ακραία μορφή διαφθοράς.

Εδώ ο αναγνώστης σταματά. Η μαρξιστική ανάλυση δεν έχει καταλήξει εδώ σε αδιέξοδο; Είναι ο «Βοναπαρτισμός» ή «αυτοκρατορισμός» (με την παλαιότερη έννοια) η τελευταία μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας; Όμως, θα απαντήσει αμέσως κάποιος, αυτό που έγινε στην ίδια τη Γαλλία το 1870, μετά την κατάρρευση του Βοναπαρτιστικού συστήματος την επαύριο του Σεντάν, και μετά το σύντομο διάστημα της Κομμούνας, δεν ήταν ότι αντικαταστάθηκε από την Τρίτη Δημοκρατία; Θα συμπεράνει, ότι καθαρά χρονολογικά ο Βοναπαρτισμός δεν είναι η «τελική» ή η τελευταία μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας. Στην περίπτωση της Γαλλίας, ούτως ή άλλως, είναι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εκτός αυτού, θα ρωτήσει, αν Βοναπαρτισμός είναι η τελευταία και πιο σπισμένη μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, τότε τι είναι ο φασισμός; Επιπλέον, θα αναρωτηθεί εάν ο Βοναπαρτισμός θα είναι η μορφή του κράτους για μια «πλήρως ανεπτυγμένη αστική κυριαρχία». Αλλά ο καπιταλισμός στη Γαλλία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Από τότε ο καπιταλισμός έχει φτάσει, και στη Γαλλία, σε ένα νέο υψηλότερο επίπεδο, το μονοπωλιακό. Σίγουρα πολύ πιο δυκαιολογημένα μπορεί ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός να χαρακτηριστεί ως «πιο ανεπτυγμένη» αστική κυριαρχία, από την προ-καπιταλιστική. Αλλά πού βρίσκεται ο Βοναπαρτισμός σε αυτό το πλαίσιο; Ακόμα κι αν έχουμε τη διάθεση να συμφωνήσουμε και να θεωρήσουμε την φασιστική κρατική μορφή ως ένα σύγχρονο ισοδύναμο του Βοναπαρτισμού, εντούτοις, η φασιστική κρατική μορφή δεν κυριαρχεί στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία. Η κρατική μορφή εδώ είναι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, με το στέμμα ως εξωτερικό διάκοσμο στην περίπτωση της Αγγλίας. Η φασιστική κρατική μορφή κυριαρχεί ακριβώς σε εκείνες τις χώρες που ασφαλώς δεν βρίσκονται στην κορυφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Ιταλία, η οποία όσον αφορά στην καπιταλιστική ανάπτυξη σίγουρα βρίσκεται πολύ πίσω από τις χώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω, με υψηλότερο ποσοστό αγροτικού πληθυσμού από τα προαναφερθέντα κράτη, και με έντονα στοιχεία φεουδαρχίας (κυρίως στη Σικελία) να εξακολουθούν να διατηρούνται στη γεωργία. Στην Πολωνία, στη Βουλγαρία, χώρες με αδύναμη βιομηχανία, κυρίως με αγροτικό πληθυσμό - καθυστερημένες με καπιταλιστικούς όρους. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την Ισπανία.

Όμως ακριβώς αυτή η συσσώρευση των αντιφάσεων είναι κατάλληλη για να μας δείξει το βάθος και τη διεισδυτικότητα της μαρξιστικής ανάλυσης, να αποκαλύψει τον εσώτατο πυρήνα, και ως εκ τούτου, επίσης, να βρει το κλειδί για την ουσία του φασισμού.

Κοιτάζοντας επιφανειακά ή χρονολογικά, είναι σαφές από τα γεγονότα που αναφέρονται ότι ο Βοναπαρτισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η «τελική» μορφή του κράτους για την αστική κοινωνία. Ούτε είναι μια απλή συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή, η μαρξιστική ανάλυση θα μπορούσε να επικριθεί ότι εκείνη τη χρονική περίοδο, από το 1850 ως το 1870, η Αγγλία, συγκρινόμενη με τη Γαλλία, ήταν αναμφίβολα πολύ περισσότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά και περισσότερο δικαιολογημένα θα μπορούσε να περιγραφεί ως χώρα της «πλήρως ανεπτυγμένης αστικής κυριαρχίας». Επομένως, η απάντηση είναι σαφής.

Το κρίσιμο σημείο είναι το σύνολο των ταξικών σχέσεων σε μια δεδομένη χώρα, σε μια δεδομένη κοινωνία. Ο Βοναπαρτισμός, η ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας, είναι η «τελική» και την ίδια στιγμή η πιο σαπισμένη μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, στη φάση εκείνη που η αστική κοινωνία βρίσκεται κάτω από την μεγαλύτερη απειλή από την επίθεση της προλεταριακής επανάστασης, και όταν η αστική τάξη έχει εξαντλήσει τη δύναμή της στην απόκρουση αυτής της επίθεσης, όταν όλες οι τάξεις βρίσκονται αποδυναμωμένες και ανίκανες, και η αστική τάξη επιδιώκει την ισχυρότερη οχύρωση για την κοινωνική της κυριαρχία. Έτσι, ο Βοναπαρτισμός είναι μια μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας σε μια κατάσταση άμυνας, οχύρωσης και ενίσχυσής της ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση. Πρόκειται για μια μορφή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου. Η άλλη μορφή, μια μορφή με την οποία συνδέεται στενά, είναι η φασιστική κρατική μορφή. Ο κοινός παρονομαστής είναι η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου. Η μορφή με την οποία εμφανίζονται είναι η ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας, η καταστροφή της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και η υποταγή όλων των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων στην εκτελεστική εξουσία. Όμως, το κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενό τους είναι η πλήρης κυριαρχία της αστικής τάξης και των κατόχων της ατομικής ιδιοκτησίας επί της εργατικής τάξης και των άλλων στρωμάτων που καταπιέζονται από τον καπιταλισμό.

Ο Βοναπαρτισμός είναι η «τελική» μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, στο βαθμό που αυτός είναι μια μορφή ανοικτής καπιταλιστικής δικτατορίας, και στο βαθμό που η ανοικτή καπιταλιστική δικτατορία προκύπτει όταν η αστική κοινωνία, έχοντας φτάσει στην άκρη του τάφου, απειλείται θανάσιμα από την προλεταριακή επανάσταση. Αυτή είναι επίσης και η ουσία του φασισμού: μια μορφή ανοικτής καπιταλιστικής δικτατορίας.

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διόρθωση. Αφορά μόνο μία μικρή λέξη. Αντί να λέμε ότι ο φασισμός είναι η ανοιχτή δικτατορία της αστικής τάξης, πρέπει να βάλουμε: είναι μια μορφή.

Στις εργασίες της για το δεύτερο συνέδριο του κόμματος, σχετικά με την ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας δίνει τον ακόλουθο ορισμό του φασισμού:

«Τι είναι ο φασισμός; Ορίσαμε το φασισμό ως μια προσπάθεια για τη σταθεροποίηση ιταλικού καπιταλισμού, δηλαδή, του καπιταλισμού σε μια συντριπτικά γεωργική χώρα, που διαθέτει πρώτες ύλες και εξωτερικές αγορές και μια μεγάλη εγχώρια αγορά... Οι μορφές της καπιταλιστικής σταθεροποίησης είναι διαφορετικές από χώρα σε χώρα και αντιστοιχούν στην οικονομική δομή και το μέγεθος του πλούτου των διαφόρων χωρών... Ο φασισμός δεν αντιπροσωπεύει ένα βήμα προόδου για τον ιταλικό καπιταλισμό. Έχει αναπτύξει μόνο νέες μορφές βιομηχανικής οργάνωσης (trusts, κλπ.) και οργάνωσης των τραπεζών (συγκεντροποίηση των εκδοτριών τραπεζών), αλλά αυτές οι νέες μορφές εξυπηρετούν ακόμα την παραδοσιακή πολιτική οικονομία της άρχουσας τάξης της Ιταλίας, και είναι επιπλέον ένα μέσο με το οποίο, υπό τις νέες συνθήκες, αυτές οι νέες πολιτικές συνεχίστηκαν και έγιναν πιο περίπλοκες.

Ως εκ τούτου, ο φασισμός αντιπροσωπεύει μια ανώτερη μορφή της καπιταλιστικής οργάνωσης του κράτους, ένα είδος οργάνωσης μέσω της οποίας το κράτος συγχωνεύεται με τις ηγετικές ομάδες του καπιταλισμού, και εμπλέκεται το ίδιο στη διαδικασία της παραγωγής, μετά τη συγκεντροποίηση και τη συνένωση των δυνάμεών της.»12

Το μειονέκτημα του ορισμού αυτού είναι ότι δίνει έμφαση στο κοινωνικό περιεχόμενο του φασισμού, όχι στη συγκεκριμένη πολιτική μορφή του, στο χαρακτήρα του ως μια ειδική μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού στη Γερμανία και την Ιταλία έχει ουσιαστικά το ίδιο οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Αντίθετα, οι μορφές της κρατικής εξουσίας κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται και στις δύο περιπτώσεις είναι διαφορετικές. Έτσι, για μια θεώρηση του φασισμού, αυτό το οποίο αποτελεί την ειδοποιό διαφορά, το διακριτικό γνώρισμα, είναι η μορφή της κρατικής εξουσίας.

Το ίδιο ισχύει και για το Βοναπαρτισμό. Τυπικά, η διόρθωση φαίνεται ασήμαντη, αλλά από άποψη περιεχομένου, έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Ας εφαρμόσουμε τώρα τη λύση αυτή για το παρελθόν. Ότι ο φασισμός είναι ένα είδος, ένας τύπος, της «τελικής μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας» αποδεικνύεται από την Κομμούνα. Η κατάρρευση του Βοναπαρτισμού ακολουθήθηκε από την προλεταριακή επανάσταση. Αν και είχε νικηθεί πριν από καιρό, το γαλλικό προλεταριάτο κατάφερε βέβαια να διατηρήσει την κυριαρχία του για μερικούς μήνες, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να καταφέρει να την μονιμοποιήσει. Ωστόσο, ο Βοναπαρτισμός ήταν ανίκανος να αποκατασταθεί ξανά. Η καταστροφική εξωτερική ήττα του Βοναπαρτισμού από τη Γερμανία είχε συντρίψει τον μύθο του Ναπολέοντα. Σε αυτό είχαν προστεθεί οι συνέπειες της διαφθοράς του συστήματος. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του είχαν οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, κυρίως σε σχέση με την αστική τάξη. Το ενισχυμένο υλικό το οποίο ο Βοναπαρτισμός έπρεπε να παρέχει στην αστική τάξη, ενώ αυτή αρνήθηκε την πολιτική εξουσία, είχε από αυτή την άποψη, οδηγήσει σε πολιτική ενίσχυσή της. Μόλις κυριαρχούσε πάνω στην Κομμούνα, τότε θα ήθελε και θα μπορούσε να ασκήσει και την πολιτική εξουσία άμεσα. Η αγροτιά επίσης είχε ενισχυθεί πολιτικά. Θα ήθελε μερίδιο από την εξουσία. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης είχε φέρει τον πόλεμο· ήθελε την ειρήνη. Αλλά η εργατική τάξη, στην εξέγερση Κομμούνας, απέδειξε ακριβώς την αυξημένη της δύναμη και την ωριμότητά της σε σχέση με το 1848. Ήταν σαφές για την αστική τάξη, ότι μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών από το Βοναπαρτιστικό καθεστώς, η εργατική τάξη δεν μπορούσε να κατασταλεί με ανοιχτή δικτατορία. Τώρα, αφού είχε ηττηθεί, θα μπορούσε να δοθεί η ψευδαίσθηση της αστικής δημοκρατίας. Και, τέλος, η ήττα των «υποκατάστατων» του Βοναπαρτιστικού στρατού, των επαγγελματιών στρατιωτών, κατέστησε σαφές στη γαλλική αστική τάξη ότι ο στρατός θα πρέπει να συγκροτηθεί σε άλλη οργανωτική βάση, δηλαδή μια πραγματική εφαρμογή της γενικής επιστράτευσης, και μείωση της διάρκειας της θητείας, προκειμένου να προσελκύσει όχι μόνο το αγροτικό λούμπεν προλεταριάτο, αλλά όλες τις λαϊκές μάζες για τις οποίες η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική. Αλλά χωρίς ένα Βοναπαρτιστικό στρατό δεν μπορεί να υπάρξει Βοναπαρτισμός ως μια μορφή κρατικής εξουσίας.

Το αποτέλεσμα ήταν η αστική-κοινοβουλευτική δημοκρατία, η κρατική μορφή για την υλικά και πολιτικά ενισχυμένη αστική τάξη, και την ίδια στιγμή επίσης και για την ενισχυμένη εργατική τάξη.

Η πιο σημαντική βάση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη εντός της αστικής τάξης δεν ήταν η παλιά αριστοκρατία των τραπεζιτών και του χρήματος (η οποία είχε κυριαρχήσει υπό τον πολίτη -βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο), αλλά η νεαρή, φιλόδοξη βιομηχανική αστική τάξη, ακόμα αδύναμη και χωρίς παραδόσεις, χωρίς πολιτική εκπαίδευση και χωρίς μία σταθερή κομματική διαμόρφωση. Αυτή δεν ήταν ακόμη σε θέση να κυβερνήσει για τον εαυτό τους. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, ο νεόπλουτος και τυχοδιώκτης, ήταν ο φυσικός προστάτης αυτής της νεόπλουτης αστικής τάξης. Η στρατιωτική κατάρρευση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μαζί με το ενισχυτικό του υλικό της περιόδου 1850-1870, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πολιτική ανεξαρτησία της κατά την Τρίτη Δημοκρατία. Το στρατιωτικό ξυλοκόπημα στο οποίο κατέληξε η κυριαρχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ήταν ένα δραστικό πολιτικό δίδαγμα για αυτήν. (Με τη γερμανική αστική τάξη, επίσης, έχει αποδειχθεί ότι οι στρατιωτικές ήττες έχουν πολιτικά κάποια εκπαιδευτική αξία. Τα πλήγματα που η Γερμανία του Μπίσμαρκ επέφερε στον Λουδοβίκο Βοναπάρτη το 1870-1871 έφεραν το τέλος του Βοναπαρτισμού, αλλά η ίδια η Γαλλία πήρε την εκδίκησή της στον Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ήττα που υπέστη η Γερμανία των Χοεντσόλερν από τους συμμάχους οδήγησε στην κατάρρευση του καθεστώτος Χοεντσόλερν-Μπίσμαρκ και έθεσε την πρωσο-γερμανική μεγαλοαστική τάξη υπό άμεσο έλεγχο. Δεν είναι μόνο οι ηττημένοι διοικητές που το έμαθαν καλά, αλλά και οι ηττημένες τάξεις.)

Έτσι, σύμφωνα με τη φύση τους, οι μορφές ανοιχτής δικτατορίας της αστικής τάξης δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο: είναι συνδεδεμένες με μια συγκεκριμένη συνολική σχέση μεταξύ των τάξεων, και περιοδικά επαναλαμβάνονται, κάθε φορά που επαναλαμβάνεται αυτή η σχέση - και αυτό θα γίνεται, εφ’ όσον η κατάρρευση της μιας ή της άλλης μορφής της καπιταλιστικής δικτατορίας δεν καθιστά την κυριαρχία της εργατικής τάξης μόνιμη, που θα είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη χώρα, να κλείσει αυτός ο κύκλος.

Από ό, τι έχει ήδη ειπωθεί, είναι σαφές για ποιο λόγο η ανοιχτή δικτατορία της αστικής τάξης δεν εγκαθιδρύθηκε στην Αγγλία μετά το 1848 - 1849. Η Αγγλία ήταν πολύ ισχυρή, τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά. Το κίνημα των χαρτιστών του 1848 ήταν μόνο ένα ασήμαντο επεισόδιο, το οποίο κατέδειξε την αδυναμία της βρετανικής εργατικής τάξης να ταρακουνήσει σοβαρά την αστική κοινωνία. Αυτός ήταν και ο λόγος που - για να έρθουμε στο παρόν - η Γερμανία το 1923 είδε την νίκη όχι του φασισμού, ο οποίος κατέρρευσε αξιοθρήνητα κατά την πρώτη δοκιμή, αλλά της μεγαλοαστικής τάξης, η οποία ενίσχυσε την άμεση πολιτική κυριαρχία της με τη μορφή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει καμία φασιστική μορφή της κρατικής εξουσίας σήμερα στις ΗΠΑ, στην Αγγλία ή στη Γαλλία.

IV

Ερχόμαστε τώρα στη σημερινή μορφή της ανοιχτής δικτατορίας της αστικής τάξης στην Ιταλία, το φασιστικό κράτος. Αναμφίβολα, έχει ουσιώδη κοινά χαρακτηριστικά με τη Βοναπαρτιστική μορφή της δικτατορίας: για άλλη μια φορά υπάρχει «η ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας», η πολιτική υποταγή όλων των μαζών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της αστικής τάξης, κάτω από τη φασιστική κρατική εξουσία, μαζί με την κοινωνική κυριαρχία της μεγαλοαστικής τάξης και των μεγάλων γαιοκτημόνων. Ο φασισμός, όπως και ο Βοναπαρτισμός, θέλει να είναι ο κοινός ευεργέτης όλων των τάξεων: γι’ αυτό και η συνεχής τοποθέτηση της μιας τάξης εναντίον της άλλης, η συνεχής μετατόπιση των εσωτερικών του αντιφάσεων. Ο μηχανισμός της δύναμης έχει επίσης πολλά όμοια χαρακτηριστικά. Το φασιστικό κόμμα είναι το αντίστοιχο της «συμμορίας του Δεκέμβρη» του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Η κοινωνική του σύνθεση: τα απορρίματα όλων των τάξεων, της αριστοκρατίας, της αστικής τάξης, της μικροαστικής τάξης των πόλεων, της αγροτιάς και των εργατών. Όσον αφορά στην πλευρά της εργατικής τάξης, τα ξεπεσμένα στοιχεία συγκεντρώνονται από δύο αντίθετους πόλους: από κάτω από το λούμπεν προλεταριάτο· από «πάνω», από τα τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας και της γραφειοκρατίας, καθώς και από τα επαγγελματικά μέλη των ρεφορμιστικών συνδικάτων. Η συνάφεια ισχύει επίσης για τις ένοπλες δυνάμεις. Η φασιστική πολιτοφυλακή είναι, από κοινωνική άποψη, ένα αντίστοιχο του Βοναπαρτιστικού στρατού. Όπως και ο τελευταίος, είναι η πηγή της ύπαρξης των ξεπεσμένων στοιχείων. Στην Ιταλία, υπάρχει παράλληλα με αυτόν ένας στρατός που βασίζεται στη γενική επιστράτευση. Δεν υπάρχει αντίστοιχο στην Γαλλία [του Λουδοβίκου Βοναπάρτη]. Η ύπαρξή του, παράλληλα με τη φασιστική πολιτοφυλακή ανταποκρίνεται στην αναγκαία οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, όπου μόνο ένας επαγγελματικός ή μισθοφορικός στρατός φαίνεται να είναι ανεπαρκής και απαιτείται μια μάζα στρατού με βάση την ευρύτερη επέκταση της στρατιωτικής θητείας.

Ομοίως, υπάρχει μια αναλογία στην κατάσταση της ταξικής πάλης, από την οποία προκύπτει στη μια περίπτωση η Βοναπαρτιστική, στην άλλη η φασιστική μορφή της κρατικής εξουσίας. Στην περίπτωση του ιταλικού φασισμού, όπως και του Βοναπαρτισμού, υπήρχε μια αποτυχημένη εξέγερση του προλεταριάτου που είχε σαν συνέπεια μια απογοήτευση της εργατικής τάξης, και μια εξαντλημένη, σύγχυσμένη και αποδυναμωμένη αστική τάξη που έψαχνε για ένα σωτήρα που θα ενισχύε την κοινωνική της δύναμη. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη αναλογία και όσον αφορά στην ιδεολογία. Οι κύριες μέθοδοι τους είναι η «εθνική» ιδέα, το πρόσχημα του αγώνα κατά της κοινοβουλευτικής και γραφειοκρατικής διαφθοράς, οι βροντεροί θεατρινισμοί ενάντια στο κεφάλαιο, κλπ. Τέλος, υπάρχουν τα σχετικά γνωρίσματα στον «ήρωα» του πραξικοπήματος.

Ο Φρίντριχ Ένγκελς τονίζει τα εξής χαρακτηριστικά του ήρωα του πραξικοπήματος, που του επιτρέπουν να παίξει αυτό το ρόλο:

«[...] ένας άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού, συνωμότης καρμπονάρος στην Ιταλία, αξιωματικός του πυροβολικού στην Ελβετία, καταχρεωμένος επιφανής μπαγαπόντης και μυστικός πράχτορας της αστυνομίας στην Αγγλία, μα παντού και πάντα μνηστήρας του θρόνου»13

«Η αστική τάξη», γράφει, «αναγνώριζε σε αυτόν, τον πρώτο “μεγάλο δημόσιο άντρα” που ’ταν σάρκα απ’ τη σάρκα της [...] ένας τυχάρπαστος, όπως κάθε γνήσιος αστός.»14 Ο Μουσολίνι είναι επίσης ένας τυχάρπαστος, ο γιος ενός χτίστη. Σε αντιστοιχία με τις αλλαγές των καιρών, ένας τυχάρπαστος από την εργατική τάξη είναι τώρα πιο κατάλληλος από κάποιον από την κατώτερη αριστορκρατία, όπως ο Βοναπάρτης. Η δράση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη με τους Ιταλούς Καρμπονάρους αντιστοιχεί στη δράση του Μουσολίνι με την ιταλική σοσιαλδημοκρατία. Αυτή την εποχή το ταξίδι μέσα από την κοινωνική δημοκρατία είναι απολύτως υποχρεωτικό για τους «μεγάλους πολιτικούς» και τους σωτήρες της κοινωνίας για την αστική τάξη. Πιο πρόσφατα το ταξίδι μέσα από τον κομμουνισμό έγινε επίσης σκόπιμο: βλέπε την Κίνα. Στην περίπτωση του Μουσολίνι, όπως και του Βοναπάρτη, υπήρχαν πολλά χρόνια εκπατρισμού και φτώχειας. Σε ορισμένες φύσεις η εμπειρία αυτή οξύνει την πείνα για την εξουσία και τον πλούτο, προσφέρει μεγαλύτερη οξυδέρκεια στους ανθρώπους, ενισχύει τη θέληση και δημιουργεί την απαιτούμενη προσαρμοστικότητα. Υπό ορισμένες συνθήκες, αντικειμενικές και υποκειμενικές, δημουργούνται ένθερμοι και έμπειροι επαναστάτες - υπό άλλες συνθήκες, άνθρωποι «του σχοινιού και του παλουκιού», κυνικοί αντεπαναστάτες και πραξικοπηματίες.

Υπάρχουν οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των υλικών και κοινωνικών ενισχύσεων της αστικής τάξης, και της πολιτικής της καταπίεσης. Υπάρχει η εικόνα της περιφρούρησης των υλικών συμφερόντων του προλεταριάτου, που στην πραγματικότητα έχουν παραδοθεί στο κεφάλαιο. Υπάρχει το φασιστικό κράτος ως «διαμεσολαβητής» ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη, και ως τέτοιο θα πρέπει συνεχώς να πέφτει σε πρακτικές αντιφάσεις. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τους αγρότες και τους μικροαστούς. Ο Φασισμός και ο Βοναπαρτισμός έχουν υποσχεθεί στην αστική κοινωνία «τάξη και ασφάλεια». Αλλά για να αποδειχθεί η αναγκαιότητά τους ως μόνιμοι «σωτήρες της κοινωνίας», θα πρέπει να απεικονίζουν την κοινωνία συνεχώς υπό απειλή, με αποτέλεσμα τη συνεχή αγωνία και ανασφάλεια. Τα υλικά συμφέροντα της αστικής τάξης και της αγροτιάς απαιτούν περιορισμό των κρατικών εξόδων, ένα «οικονομικό καθεστώς». Το υλικό συμφέρον των συμμοριών των παρασίτων, που εκπροσωπούνται από την φασιστική οργάνωση του κόμματος, τους φασίστες κρατικούς και περιφερειακούς αξιωματούχους και την φασιστική Εθνοφρουρά, απαιτούν το αντίθετο: μια συνεχή επέκταση και εμπλουτισμό των μηχανισμών του φασιστικού κράτους και του κόμματος. Ως εκ τούτου υπάρχουν εναλλασσόμενες καταστρατηγήσεις των δύο συμφερόντων. Κάθε φορά που τιθασεύεται η φασιστική συμμορία για να εξασφαλιστεί η αστική «ειρήνη και τάξη» και η οικονομική σταθερότητα, θα πρέπει να αμέσως να αντισταθμίζεται από μια νέα άδεια για τρομοκρατικές υπερβολές, λεηλασίες, κλπ.

Οι εσωτερικές αντιφάσεις, μαζί με την εθνική-ιμπεριαλιστική ιδεολογία, σπρώχνουν τον δικτάτορα σε εκστρατείες στο εξωτερικό, και τέλος στον πόλεμο. Αλλά εδώ ο Ιταλός ομόλογος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, όχι μόνο έρχεται αντιμέτωπος με την παλιά αντίφαση, ότι λόγω της εσωτερικής του λειτουργίας και της κοινωνικής του σύνθεσης το στρατιωτικό μέσο της εσωτερικής κυριαρχίας, στην περίπτωση αυτή, η εθνική πολιτοφυλακή, έχει καταστεί ακατάλληλο ως εργαλείο ιμπεριαλιστικής κατάκτησης εναντίον κρατών που μέχρι στιγμής δεν έχουν αποφασίσει ότι είναι απαραίτητο να αποκτήσουν την «πιο εκπορνευμένη» μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, αλλά αντιμετωπίζει επίσης και την πρόσθετη αντίφαση μεταξύ των προνομιούχων φασιστικών στρατευμάτων και του τακτικού στρατού.

Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ του Βοναπαρτισμού και του φασισμού;

Υπάρχουν οι τοπικές συνθήκες και στις δύο περιπτώσεις – μεταξύ ιδιαιτεροτήτων των ταξικών σχέσεων, των ιστορικών παραδόσεων κτλ. Στη Γαλλία και την Ιταλία έχουν εν μέρει τις ρίζες τους στις αλλαγές του γενικού χαρακτήρα της αστικής κοινωνίας και του καπιταλιστικού συστήματος.

Υπό την επιρροή της τοπικής ιστορικής παράδοσης, είναι φυσικό ότι στη Γαλλία, με βάση τον μύθο του Ναπολέοντα και τον ρόλο που παίζει ανάμεσα στην αγροτιά, ο δικτάτορας να εμφανίζεται ως «αυτοκράτορας». Στην Ιταλία, αρκέστηκε στο ρόλο του «Duce» και επέτρεψε το στέμμα να υπάρχει παράλληλα με αυτόν. Αντί της Ναπολεόντειας μεταμφίεσης, έχουμε την αρχαία ρωμαϊκή, του Σύλλα και του Καίσαρα, που είναι όμως κάτι πιο τεχνητό από την περίπτωση της Γαλλίας. Οι διαφορές αυτές είναι, ωστόσο, ζωτικής σημασίας.

Πιο σημαντικές όμως, είναι οι διαφορές που προέρχονται από την αλλαγή του γενικού χαρακτήρα του καπιταλισμού. Ο τρίτος Ναπολέων δρούσε ακόμα στην εποχή του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ημιτελούς αστικής επανάστασης στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ο επαναστατικός τίτλος νομιμοποίησης, ο οποίος έδινε ένα πλεονέκτημα στον Ναπολέοντα για ορισμένο χρονικό διάστημα, και τον οποίο προσπάθησε να εκμεταλλευτεί, λειτούργησε μετά εναντίον του. Κατά τη διάρκεια του ιταλικού πολέμου απευθύνθηκε στο ιταλικό απελευθερωτικό κίνημα, μόνο για να το αποκρούσει αμέσως και πάλι, καθώς μετά από μια σύντομη προσπάθειά το άφησε στη μοίρα του για να ασχοληθεί με τις δυναστικές κατακτήσεις του. Στο γερμανικό-γαλλικό πόλεμο συγκρούστηκε άμεσα με το γερμανικό επαναστατικό συμφέρον για εθνική ενότητα και συνετρίβη από αυτό. Οι δυναστικοί κατακτητικοί πόλεμοι που ξεκίνησαν με την ώθηση του ναπολεόντειου θρύλου και των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος ήταν συνεχώς ασύμβατοι με την εποχή τους: πολύ αργά, καθώς δεν επρόκειτο πια για την υπεράσπιση κάποιας επαναστατικής αρχής· πολύ νωρίς, γιατί καθώς έλειπε η κατάλληλη οικονομική βάση, δεν θα μπορούσαν ακόμη να γίνονται για την υπεράσπιση της ιμπεριαλιστικής [imperialist] αρχής. Αντίθετα, η εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι είχε από την αρχή ιμπεριαλιστική*** βάση και ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό - με τη σύγχρονη έννοια της λέξης. Έτσι «αντιστοιχεί στην εποχή», ακόμη και αν έχει μια αρχαία μάσκα, αλλά είναι εξ’ αρχής ανοιχτά αντιδραστική. Μπορεί να συντριβεί καθώς θα προσκρούσει στην αντίφαση μεταξύ των εξωφρενικών στόχων που θέτει και των φτωχών μέσων για την επίτευξή τους, αφενός, και αφετέρου, στην αντίφαση μεταξύ της μορφής και της κοινωνικής δομής του στρατιωτικού οργανισμού που αντιστοιχεί στην ανάγκη να υποτάξει όλες τις τάξεις στην κοινωνία και να ζει σε βάρος τους, και των πολύ διαφορετικών απαιτήσεων των ιμπεριαλιστικών συρράξεων.

Μια άλλη διαφορά, η οποία εξαρτάται από τη γενικότερη ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας και το επίπεδο της διεθνούς ταξικής πάλης, εμφανίζεται στην οργανωτική βάση και τις μεθόδους της φασιστικής κρατικής εξουσίας. Η «συμμορία του Δεκεμβρίου» του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ήταν το αντίστοιχο της μικρής μυστικής επαναστατικής οργάνωσης της γαλλικής εργατικής τάξης εκείνη την εποχή. Το φασιστικό κόμμα είναι το αντεπαναστατική αντίστοιχο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ρωσίας. Έτσι, το φασιστικό κόμμα είναι από την αρχή μια πλατιά μαζική οργάνωση, σε αντίθεση με την οργάνωση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Αυτό το καθιστά ισχυρότερο σε ορισμένα σημεία, αλλά αυξάνει επίσης τις εσωτερικές αντιφάσεις του, τις αντιφάσεις μεταξύ των κοινωνικών συμφερόντων αυτών των μαζών και των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, για την εξυπηρέτηση των οποίων υπάρχει.

Ας ασχοληθούμε επίσης εν συντομία με το φασισμό στην Πολωνία. Εδώ επίσης η βάση για τη φασιστική δικτατορία του Πιλσούντσκι ήταν μια ηττημένη επαναστατική επίθεση από την πλευρά του προλεταριάτου (ο πολωνικο-ρωσικός πόλεμο του 1920), και από την άλλη πλευρά η αδυναμία, η κατάπτωση και ο διχασμός της ντόπιας αστικής τάξης, η οποία ήταν ανίκανη να δράσει ενιαία, ακόμα και για να επιτευχθεί σταθεροποίηση. Τα αντεπαναστατικά συμφέροντα της αστικής τάξης και των μεγάλων γαιοκτημόνων ήταν η κοινωνική βάση της φασιστικής κρατικής εξουσίας στην Πολωνία. Ο φασισμός κατανόησε εύκολα πώς να επωφεληθεί από την απογοήτευση των αγροτικών μαζών που προκλήθηκε από την υπονόμευσης της αγροτικής μεταρρύθμισης, ακόμη και αν η πολιτική του εξυπηρετούσε ξεκάθαρα τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων και του ανώτερου στρώματος της αγροτιάς.

Ο «ήρωας» του πραξικοπήματος στηρίζεται ο ίδιος ιδεολογικά στην παράδοση του εθνικού επαναστατικού απελευθερωτικού αγώνα και οργανωτικά στους λεγεωνάριους, στην απογοήτευσή τους από το αποτέλεσμα του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα – τον αστικό εκφυλισμό - και στην οικονομική τους ανάγκη για απασχόληση, η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα στη σφαίρα της παραγωγής. Έτσι, τα απορίματα όλων των τάξεων χρησίμευσαν ως υλικό για το φασιστικό στρατό. Η οργάνωση του κόμματος αποτελείται από αποστάτες από όλα τα κόμματα, οι οποίοι καθοδηγούνται από τους υπασπιστές του στρατάρχη, πρώην τρομοκράτες και λεγεωνάριους.

Στην Πολωνία, ωστόσο, ένας άλλος παράγοντας παίζει επίσης ρόλο, ο οποίος είναι καθοριστικός στην Ισπανία και μια σειρά από άλλες χώρες, όπου η «φασιστική κρατική εξουσία» συγκρίνεται μόνο επιφανειακά με τον ιταλικό φασισμό και το γαλλικό Βοναπαρτισμό, ενώ η ταξική φύση της είναι ριζικά διαφορετική.

Για να παρουσιάσουμε τις ακραίες περιπτώσεις αυτών των καθεστώτων θα πάρουμε τη μορφή της κρατικής εξουσίας στις δημοκρατίες της Νότιας Αμερικής. Και εδώ ο στρατός είναι ο φορέας της πολιτικής εξουσίας, η «ανεξάρτητη» εκτελεστική εξουσία. Οι συνηθισμένες αλλαγές στην πολιτική πορεία πραγματοποιούνται με στρατιωτικά πραξικοπήματα, τα οποία παρά το γεγονός της εξωτερικής τους βιαιότητας, δεν είναι κατά κανένα τρόπο επαναστατικά, καθώς δεν αλλάζουν τίποτα ουσιαστικά σε σχέση με τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των τάξεων.

Εδώ η στρατιωτική δικτατορία, η ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας, δεν είναι το προϊόν της «πλήρως ανεπτυγμένης αστικής κοινωνίας», της υπερωρίμανσής της, της ανάδειξης της προλεταριακής επανάστασης και της ανάγκης για την αστική κοινωνία τελικά να αμυνθεί ενάντια σε αυτήν, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Εδώ έχουμε την ανωριμότητα της αστικής ανάπτυξης, την αριθμητική και οργανωτική αδυναμία της αστικής τάξης, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει φεουδαρχικά στοιχεία ιδιοκτησίας, που δεν επιτρέπουν ακόμη την ανάδειξη μιας ισχυρής πολιτικής οργάνωσης της αστικής τάξης. Ο στρατός, ή πιο σωστά, το σώμα των αξιωματικών του, είναι εδώ η πιο σταθερή και καλύτερα ανεπτυγμένη πολιτική οργάνωση. Ο στρατός ασκεί εδώ στη θέση της αστικής τάξης την εξουσία που δεν μπορεί ακόμα να ασκήσει η αστική τάξη, ενώ στην περίπτωση του Βοναπαρτισμού και του ιταλικού φασισμού, στη δεδομένη κατάσταση της ταξικής πάλης η αστική τάξη δεν μπορεί πλέον να την ασκήσει.

Έτσι, πίσω από την ίδια εξωτερική εμφάνιση του φασισμού (όπως στην Ισπανία) κρύβονται εντελώς διαφορετικές ταξικές σχέσεις, επίπεδα της ταξικής πάλης και επίπεδα ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας.

Χωρίς μια συγκεκριμένη ταξική ανάλυση επομένως, μπορεί κανείς να πέσει εδώ, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, στα μεγαλύτερα λάθη.

Οι Ιταλοί σύντροφοί μας, αν έχω πληροφορηθεί σωστά, έθεσαν το ερώτημα, κατά πόσον η φασιστική μορφή της κρατικής εξουσίας, θα πρέπει να ακολουθηθεί αμέσως από τη δικτατορία του προλεταριάτου ή αν θα αντικατασταθεί από τη μία ή την άλλη μορφή αστικής κρατικής εξουσίας, για παράδειγμα, από μια αστικο-κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η απάντηση σε αυτό έχει ήδη δοθεί από τον Λένιν στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στην ερώτηση για το αν η μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού πρέπει αναπόφευκτα να οδηγήσει στη σοσιαλιστική επανάσταση, ο Λένιν απάντησε, όπως είναι γνωστό, ότι αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί θεωρητικά. Αυτό θα ήταν μόνο ένα σχολαστικό παιχνίδι λέξεων. Μόνο ο πραγματικός αγώνας θα μπορούσε να δώσει την απάντηση. Το καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων συνίστατο στο να αποτελέσουν την καλύτερη δυνατή προετοιμασίας γι’ αυτό. Η ίδια απάντηση ισχύει και για το τέλος του Βοναπαρτισμού. Η μία ή η άλλη μορφή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου σε μια πλήρως ανεπτυγμένη αστική κοινωνία θα είναι η «τελική» ή η τελευταία μορφή της αστικής κρατικής εξουσίας, μόνο αν η εργατική τάξη της χώρας είναι αρκετά ισχυρή, ως επικεφαλής των άλλων εργαζόμενων τάξεων να προσπαθήσει επωφεληθεί από την κρίση αυτού του καθεστώτος και να δημιουργήσει μια μόνιμη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό θα κριθεί στον αγώνα. Και θα κριθεί από ένα συνδυασμό αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων: την πραγματική δύναμη και την ωριμότητα της εργατικής τάξης, τη σχέση της με τις άλλες εργαζόμενες τάξεις, την κατάσταση της διεθνούς ταξικής πάλης και κυρίως την αντοχή, την ωριμότητα και την ικανότητα για πάλη του κομμουνιστικού κόμματος αυτής τηςχώρας.

Ένα άλλο ερώτημα είναι αν, μετά την πτώση του φασισμού στην Ιταλία, η δημιουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορεί να ακολουθήσει άμεσα, χωρίς ενδιάμεση φάση. Όπως είναι γνωστό, στη Γαλλία, μετά την πτώση του βοναπαρτισμού στις 4 Σεπτεμβρίου 1870 η δημοκρατία με τους Θιέρσο, Φαβρ και Σία ακολούθησε ως το ενδιάμεσο στάδιο, με τους νομιμόφρονες και τους Ορλεανιστές, την αστική τάξη και τους Junkers επικεφαλής της. Μόνο μετά την κατάρρευσή της ήρθε η Κομμούνα, στις 18 Μαρτίου 1871. Το διάλειμμα της αστικής δημοκρατίας, καθώς τα αστικο-δημοκρατικά στοιχεία έρχονται στην εξουσία για ένα διάστημα, είναι επίσης δυνατό στην ίδια βάση για την Ιταλία, ακόμη και πιθανό. Θα μπορούσε να διαρκέσει μήνες, εβδομάδες, ακόμη και λίγες μόνο ημέρες. Θα μπορούσε να πάρει την μορφή της δυαδικής εξουσίας ή άλλες ιδιαίτερες μορφές. Όμως, σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία και τη σχέση των τάξεων στην Ιταλία, θα απιτηθεί κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ορισμένες μαζικές εμπειρίες, ώστε να μπορέσουν να καταστραφούν οι μικροαστικές δημοκρατικές αυταπάτες και οι ελπίδες μεταξύ της μεγάλης μάζας της μικροαστικής τάξης, της αγροτιάς και επίσης τμημάτων της εργατικής τάξης. Το αν ένα τέτοιο ενδιάμεσο στάδιο πραγματοποιείται ή παρακάμπτεται δεν εξαρτάται από τις επιθυμίες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο ισχυρές είναι οι θέσεις που κατέχονται από την εργατική τάξη εκείνη τη στιγμή, όταν πέφτει ο φασισμός, και από το πόσο γρήγορα το ενδιάμεσο στάδιο θα ολοκληρωθεί.

Ένα άλλο συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε από τα προηγούμενα γεγονότα είναι ότι η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου σε άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Ιταλία και η Βουλγαρία, μπορεί να πάρει και άλλες μορφές, οι οποίες είναι πιο πιθανό να προκύψουν σε αυτές τις χώρες. Ορισμένα χαρακτηριστικά θα είναι τα ίδια και άλλα θα είναι διαφορετικά. Δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθούν θεωρητικά και εκ των προτέρων. Αλλά οι μορφές της ανοικτής δικτατορίας της αστικής τάξης δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι δυνατές σε οποιαδήποτε κατάσταση στην ταξική πάλη και σε κάθε δομή των ταξικών σχέσεων. Είναι συνδεδεμένες με πολύ συγκεκριμένες ταξικές σχέσεις και καταστάσεις της ταξικής πάλης, που έχουν υποδειχθεί παραπάνω.

Σήμερα υπάρχει μια αρκετά γενική προσπάθεια από την αστική τάξη στις πλήρως ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να διαλύσει και να περιορίσει το κοινοβουλευτικό σύστημα, να δημιουργήσει ισχυρότερες πολιτικές εγγυήσεις για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Τέτοιες τάσεις μπορούμε να δούμε κυρίως σε αυτές τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπως είναι η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες, ως αποτέλεσμα του πολέμου έχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κλονιστεί κοινωνικά και οικονομικά. Οι κινήσεις προς την κατεύθυνση του φασισμού, μπορεί σε κρίσιμες καταστάσεις να οδηγήσουν σε μορφές ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου. Αλλά αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδιες με εκείνες του φασισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης απαραίτητο να ξεκαθαρίσω το εξής. Η υπονόμευση του αστικοδημοκρατικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος συντελείται βήμα-βήμα. Και η ίδια η αστική τάξη είναι ο κύριος παράγοντας σε αυτό. Η 18η Μπρυμαίρ... του Μαρξ περιγράφει αυτή ακριβώς τη διαδικασία στα επιμέρους στάδιά της. Η εγκαθίδρυση της ανοιχτής δικτατορίας μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από ένα άλμα, μια βίαιη κυβερνητική ανατροπή ή ένα πραξικόπημα, στο οποίο η ίδια η αστική τάξη είναι το παθητικό στοιχείο. Η αποστολή της είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μέσω των οποίων μπορεί να «σωθεί» κοινωνικά και να βιαστεί πολιτικά. Αλλά ίδιος ο βιασμός διεξάγεται από τον ήρωα του πραξικοπήματος. Το άτομο ή η οργάνωση γι’ αυτό το σκοπό μπορεί πάντα να βρεθεί όταν προκύπτει η ανάγκη. Οι κατάλληλες οργανώσεις προωθούνται από την ίδια την αστική τάξη είτε ενεργητικά είτε παθητικά.

Το καθεστώς του Νόσκε στη Γερμανία ήταν χωρίς αμφιβολία ένα καθεστώς ανοιχτά αντεπαναστατικής βίας. Αλλά η μορφή της κρατικής εξουσίας δεν ήταν φασιστική. Το πείραμα του Νόσκε δεν ήταν «η ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας». Η εδραίωση της εξουσίας με το ξίφος οδήγησε σε μια απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά αυτή η απόπειρα από τη στρατιωτική εκτελεστική εξουσία, το πραξικόπημα του Καπ, απέτυχε.

 

Γράφτηκε το 1928 για την Κομμουνιστική Διεθνή, από την οποία ο Ταλχάιμερ εκδιώχθηκε λίγο αργότερα, επειδή διαφώνησε με την πολιτική της «Τρίτης Περιόδου». Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1930 στο Gegen den Strom, το θεωρητικό περιοδικό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Αντιπολίτευση) -KPD (O) [Kommunistische Partei (Opposition)]- του οποίου ο Ταλχάιμερ ήταν ένας απ’ τους ηγέτες, μαζί με τον Χάινριχ Μπράντλερ.

Πηγή: Σπάρτακος, τεύχος 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος - αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού» (August Thalheimer, «Über den Faschismus», Gegen den Strom, 1930· Marxists’ Internet Archive. Στα αγγλικά: «On Fascism», Marxists’ Internet Archive).

 

Σημειώσεις

1. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση, Σύγχρονη Εποχή 1983, σελ., 7, 8.

2. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή 1983, σελ., 74, 75.

3. Στο ίδιο, σελ., 155.

4. Στο ίδιο, σελ., 146.

5. Ένγκελς, Εισαγωγή στο: Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής, 1976, σελ., 16, 17.

6. Ένγκελς, Ο ρόλος της βίας στην ιστορία, Δημιουργία 1974, σελ., 55. Η μπροσούρα του Ένγκελς εκδόθηκε για πρώτη φορά κατά το 1895 και το 1896 σε μια σειρά άρθρων στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό περιοδικό Neue Zeit με τίτλο «Gewalt und Ökonomie bei der Herstellung des Deutschen Neuen Reichs».

7. Στο ίδιο, σελ., 56.

8. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή 1983, σελ., 84, 85.

9. Στο ίδιο, σελ., 153, 154.

10. Στο ίδιο, σελ., 155, 156.

11. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής, 1976, σελ., 77, 78.

* [σημ. Μετ.] στο πρωτότυπο στα γερμανικά: «Imperialismus»

**[σημ. Μετ.] στο πρωτότυπο στα γερμανικά: «schließliche».

12. Lo Stato operaio, Μάρτιος 1928.

13. Ένγκελς, Ο ρόλος της βίας στην ιστορία, Δημιουργία 1974, σελ., 55.

14. Στο ίδιο, σελ., 55.

*** [ση. Μετ.] Στο πρωτότυπο στα γερμανικά: «imperialistisch».

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 25 Ιανουαρίου 2017 11:07
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Για τον φασισμό Καισαρισμός »

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.