Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2021 12:37

Το φοιτητικό κίνημα της Ιαπωνίας και η επαναστατική πολιτική του 1968

 

 

Jacobin: Οι ιστορικοί συχνά παραβλέπουν το κίνημα διαμαρτυρίας της Νέας Αριστεράς στην Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αλλά ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σε οποιαδήποτε χώρα. Οι ριζοσπάστες ακτιβιστές φοιτητές έφεραν σε αδιέξοδο το πανεπιστημιακό σύστημα και άλλαξαν το μέλλον της ιαπωνικής πολιτικής.

Οι μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο που εξετάζουν τα κινήματα διαμαρτυρίας του 1968 συχνά παραλείπουν την εμπειρία της Ιαπωνίας. Στην πραγματικότητα, η ιαπωνική Νέα Αριστερά και οι φοιτητικές διαμαρτυρίες εκείνης της χρονιάς ήταν από τις μεγαλύτερες και με τη μεγαλύτερη επιρροή σε οποιαδήποτε χώρα. Μια πιο προσεκτική ματιά στο ιαπωνικό ’68 διαψεύδει κάθε επιφανειακή αντίληψη ότι η Ιαπωνία είναι μια εγγενώς συντηρητική χώρα και προσφέρει ένα παράθυρο στην ευρύτερη ιστορία του μαρξισμού και της αριστερής πολιτικής στην Ιαπωνία από το 1945 και μετά.

Ο Χιρόσι Ναγκασάκι ήταν ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς και συμμετέχοντες στο κίνημα του 1968 και παραμένει σήμερα ένας σημαντικός πολιτικός στοχαστής της Αριστεράς στην Ιαπωνία. Γράφει εδώ για τις απαρχές και την εξέλιξη αυτού του κινήματος και την κληρονομιά του για την ιαπωνική πολιτική και κουλτούρα. Είναι ένα συντομευμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Ναγκασάκι «Για το ιαπωνικό ’68», Τα κόκκινα χρόνια: Θεωρία, πολιτική και αισθητική στο ιαπωνικό ’68 [The Red Years: Theory, Politics, and Aesthetics in the Japanese ’68], που επιμελήθηκε ο Gavin Walker και κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Verso Books.

Σημ.τ.Μεταφρ.: Για να γίνει πιο εύκολη η ανάγνωση του κειμένου παραθέτουμε σε παράρτημα τους ιαπωνικούς όρους που χρησιμοποιούνται στο κείμενο.

 

 

Hiroshi Nagasaki

 

 

Το φοιτητικό κίνημα της Ιαπωνίας και η επαναστατική πολιτική του 1968

 

 

Η περίοδος του 1968 στην Ιαπωνία εκπροσωπείται κυρίως από το φοιτητικό κίνημα Ζενκιότο, την «Ένωση Κοινού Αγώνα όλων των Πανεπιστημίων». Το κίνημα ξεκίνησε από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο και το Πανεπιστήμιο της Ιαπωνίας και επεκτάθηκε γρήγορα στα άλλα μεγάλα πανεπιστήμια τα επόμενα τρία χρόνια.

Σε ολόκληρη τη χώρα, 127 πανεπιστήμια –το 24% του εθνικού πανεπιστημιακού συστήματος τετραετούς φοίτησης συνολικά– γνώρισαν αποχές ή καταλήψεις το 1968. Το 1969, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 153 πανεπιστήμια ή 41 %. Υπήρξε επίσης ένα κίνημα Ζενκιότο στα ιαπωνικά λύκεια.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ξεκάθαρα ότι υπήρχε μια προϊστορία για το κίνημα Ζενκιότο του 1968. Υπήρχαν, για παράδειγμα, φοιτητικά κινήματα το 1965 στο Πανεπιστήμιο του Κέιο και το 1966 στο Πανεπιστήμιο της Ουασέντα ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων. Επιπλέον, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 εντάθηκε ο αμερικανικός πόλεμος στο Βιετνάμ και τα κινήματα αντίστασης εναντίον του ήταν επίσης προάγγελοι της ανάπτυξης του Ζενκιότο.

Από το 1968 και μετά, εκτός από το κίνημα στα πανεπιστήμια, υπήρχαν και οι παράλληλοι αντιπολεμικοί αγώνες στους δρόμους, που οργανώθηκαν από τα πολιτικά κόμματα (ή τις παρατάξεις) της Νέας Αριστεράς. Στους αγώνες στους δρόμους συμμετείχαν όχι μόνο φοιτητές αλλά και εργάτες. Ωστόσο, τα εργατικά συνδικάτα και τα κυρίαρχα κόμματα δεν οργάνωσαν αυτή τη συμμετοχή των εργαζομένων. Αντίθετα, διοχετεύτηκε μέσω της Επιτροπής Νεολαίας κατά του Πολέμου, μιας οργάνωσης νέων εργατών που είχε κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά με το Ζενκιότο.

 

Διαμόρφωση του Κινήματος

Ακτιβιστές φοιτητές σχημάτισαν την Κοινή Επιτροπή Αγώνα Όλων των Φοιτητών του Πανεπιστημίου του Τόκιο –το Τόνταϊ Ζενκιότο– στις 5 Ιουλίου 1968. Η πανσπουδαστική ένωση αγώνα των μεταπτυχιακών φοιτητών (Ζεντόρεν) και η κοινή επιτροπή αγώνα των βοηθών του πανεπιστημίου εντάχθηκαν και αυτές στην Τόνταϊ Ζενκιότο με την ευρεία έννοια.

Επίσημα αναγνωρισμένα φοιτητικά συμβούλια υπήρχαν και στα δέκα τμήματα του πανεπιστημίου, αλλά τις θέσεις αυτές κατείχε σε μεγάλο βαθμό η πτέρυγα νεολαίας του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΙ), η Δημοκρατική Ένωση Νεολαίας της Ιαπωνίας, γνωστή στην καθομιλουμένη ως Μινσέι. Ανεξάρτητα από αυτά τα συμβούλια, το Ζενκιότο σχηματίστηκε ως ένας πανεπιστημιακός μηχανισμός που αποτελούνταν από τις επιτροπές αγώνα κάθε τμήματος.

Μέχρι τότε, η κινητοποίηση στο φοιτητικό κίνημα σήμαινε συμμόρφωση με τους κανόνες του φοιτητικού συμβουλίου και τη συγκρότηση μιας ξεκάθαρης πλειοψηφίας μέσα σε αυτό. Το Ζενκιότο, ωστόσο, σχηματίστηκε με βολονταριστικό τρόπο –ή μέσω της άμεσης δημοκρατίας, ας πούμε– ως μια εξωθεσμική οργάνωση που λειτουργούσε έξω από τους κανόνες και χωρίς αναγνώριση από τη διοίκηση του πανεπιστημίου, αντιτιθέμενη συνειδητά στον υπάρχοντα τύπο κομφορμισμού.

Το Ζενκιότο δεν είχε κανόνες που να διέπουν είτε τα μέλη είτε την ηγεσία του. Στο κίνημα συμμετείχαν πολιτικές οργανώσεις, μαζί με ένα πλήθος μικρών μη κομματικών ομάδων, αλλά οι οργανώσεις αυτές πολεμούσαν υπό τη σημαία κάθε συγκεκριμένου πανεπιστημίου του Ζενκιότο.

Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το Ζενκιότο εξαπλώθηκε σε πανεπιστήμια σε ολόκληρη την Ιαπωνία, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στο μεταπολεμικό ιαπωνικό φοιτητικό κίνημα, σηματοδοτώντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ’68. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το Ζενκιότο ως οργάνωση επιβαρύνθηκε εξαρχής με πολιτικές δυσκολίες που αφορούσαν ειδικά την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας, δυσκολίες που θα αναδυόταν αργότερα καθώς το κίνημα θα εξελισσόταν.

Το Τόνταϊ Ζενκιότο έθεσε επτά αιτήματα προς τη διοίκηση του πανεπιστημίου, ξεκινώντας με το αίτημα για «πλήρη ανάκληση των άδικων τιμωριών στο Τμήμα Ιατρικής» και καταλήγοντας με την έκκληση για «γραπτή δέσμευση των προηγούμενων έξι αιτημάτων στο πλαίσιο μιας δημόσιας διαπραγμάτευσης» και την παραίτηση των «υπευθύνων».

Ο όρος «δημόσια διαπραγμάτευση» υποδηλώνει εδώ μια μορφή διαπραγμάτευσης που προέρχεται αρχικά από την αντιπαράθεση μεταξύ των συνδικάτων και της διοίκησης. Το Ζενκιότο, μη αναγνωρισμένο ως επίσημη οντότητα, θα δεχόταν αιτήματα που θα προβάλλονταν μόνο μέσω του πεδίου της άμεσης επικοινωνίας –της δημόσιας ή μαζικής διαπραγμάτευσης– με τη διοίκηση.

 

Προς την εξέγερση

Δεδομένης της ιστορίας των ιαπωνικών φοιτητικών κινημάτων, επρόκειτο για αυτό που είχε επικρατήσει να αναφέρεται ως «αγώνας συγκεκριμένων σχολών», σε αντίθεση με έναν πανεθνικό πολιτικό αγώνα. Ως τέτοιος, έπρεπε να διευθετηθεί ανεξάρτητα από το ίδιο το πανεπιστήμιο. Το κίνημα έθεσε αιτήματα σχετικά με τα δίδακτρα, το πρόγραμμα σπουδών και την αυτοδιοίκηση των φοιτητών – αυτό που το Μινσέι του ΚΚΙ ανέφερε ως «εκδημοκρατισμό των σχολών». Η τελική μορφή του αγώνα των σχολών, ωστόσο, κατέληξε να είναι το μποϊκοτάρισμα των μαθημάτων – η αποχή.

Παρόλο που το κίνημα Ζενκιότο είχε ξεκινήσει έξω από το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατίας, η λήψη αποφάσεων από την πλειοψηφία στην επίσημα αναγνωρισμένη συνέλευση των φοιτητών είτε ενέκρινε είτε απέρριπτε τα σχέδια και τις τακτικές του. Το κίνημα Ζενκιότο πέρασε γρήγορα από τη διεκδίκηση δικαιωμάτων με βάση δημοκρατικές νομικές μορφές σε μια φάση που ονομάζω φοιτητική εξέγερση ή «ξεσηκωμό», που ξεπέρασε τα όρια των επιμέρους αγώνων των σχολών.

Τον Ιούνιο του 1968, οι Ζενκιότο κατέλαβαν τον πύργο του ρολογιού, το κεντρικό σύμβολο της πανεπιστημιούπολης Χόνγκο του Τοντάι, και διατήρησαν την κατάληψη μέχρι τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, μετά την εισβολή των ΜΑΤ. Στις 11 Ιουνίου, το Ζενκιότο του Πανεπιστημίου της Ιαπωνίας ξεκίνησε τον αποκλεισμό των κτιρίων της σχολής χρησιμοποιώντας οδοφράγματα.

Αυτή ήταν μια μορφή αγώνα που δεν είχε παρατηρηθεί προηγουμένως στο ιαπωνικό φοιτητικό κίνημα. Τα μπλόκα και οι καταλήψεις ήταν ανεξάρτητες δράσεις, που αναλήφθηκαν χωρίς την έγκριση των επίσημων φοιτητικών συμβουλίων ή συνελεύσεων. Συνήθως, οι ριζοσπάστες που απέκλεισαν τα κτίρια της διοίκησης με οδοφράγματα κατέληγαν ηττημένοι και απομονωμένοι, όχι μόνο λόγω της επέμβασης των ΜΑΤ, αλλά και επειδή πολιορκούνταν από τους «κανονικούς» φοιτητές.

Η Μινσέι, η ένωση νεολαίας του ΚΚΙ, υπολόγιζε ότι αυτό θα συνέβαινε. Ωστόσο, αντίθετα με αυτές τις προσδοκίες, τα επίσημα ψηφίσματα των φοιτητικών συνελεύσεων για αποχή επ’ αόριστον εξαπλώθηκαν σε όλα τα πανεπιστήμια. Επιπλέον, η έναρξη της επ’ αόριστον αποχής στις 3 Ιουλίου από το Κολέγιο Γενικής Παιδείας στην πανεπιστημιούπολη της Κομάμπα, το οποίο αντιπροσώπευε περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού φοιτητικού σώματος, έδωσε τεράστια ώθηση στο όλο κίνημα.

Στην Κομάμπα, με τον μεγάλο αριθμό φοιτητών, η συνέλευση των φοιτητών αποτελούνταν από αντιπροσώπους, αλλά η απόφαση για αποχή ελήφθη μέσω μιας καθολικής πανεπιστημιακής ψηφοφορίας, στην οποία συμμετείχε σχεδόν το 70 τοις εκατό του φοιτητικού σώματος. Η αποχή επ’ αόριστον συνεχίστηκε μέχρι το επόμενο έτος. Με τη συμμετοχή του Τμήματος Νομικής που ξεκίνησε στις 12 Οκτωβρίου, και τα δέκα μεγάλα τμήματα είχαν προσχωρήσει στην απεργία. Ήταν το Τόνταϊ Ζενκιότο που συνέδεσε την επ’ αόριστον αποχή σε κάθε τμήμα με τις ευρύτερες καταλήψεις της σχολής.

 

1 D662A1F D9EF 4182 AAE4 AC93DFD16EE5

 

Ο αγώνας του Άνπο

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το ιαπωνικό ’68 χωρίς να κατανοήσουμε σωστά το κίνημα εναντίον της ανανέωσης της Κοινής Συνθήκης Ασφαλείας ΗΠΑ-Ιαπωνίας το 1960, γνωστό ως Αγώνας Άνπο. Το 1956, μια λευκή βίβλος της κυβέρνησης δήλωσε ότι η μεταπολεμική περίοδος της Ιαπωνίας είχε τελειώσει. Η ιαπωνική βιομηχανία άρχισε να αναδύεται από τις ζημιές του πολέμου και ξεκίνησε μια μακρά φάση υψηλής οικονομικής ανάπτυξης. Μέχρι το 1973, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ξεπερνούσε το 10 τοις εκατό.

Η πολιτική κατάσταση δεν ήταν προηγουμένως καθόλου σταθερή. Κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής και της γενικής αστάθειας των μεταπολεμικών χρόνων, υπήρχαν συχνές εργατικές διαμαρτυρίες και τα πολιτικά κόμματα σχημάτιζαν και διέλυαν επανειλημμένα συμμαχίες μεταξύ τους. Αυτός ο χαοτικός κύκλος έλαβε τέλος το 1955, με την εδραίωση ενός συστήματος που είχε δύο μεγάλα κόμματα, το συντηρητικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (ΦΔΚ) και το προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιαπωνίας.

Γνωστό ως «σύστημα του ’55», το πλαίσιο αυτό ουσιαστικά συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το ΦΔΚ, το κυβερνητικό κόμμα καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, καθοδηγούνταν από πολιτικούς της προπολεμικής εποχής. Η κατ’ εξοχήν προσωπικότητα από αυτή την άποψη ήταν ο πρωθυπουργός Κίσι Νομπουσούκε (1956-60), πρώην κατηγορούμενος στο Δικαστήριο του Τόκιο για εγκλήματα πολέμου κατηγορίας Α.

Το άρθρο 9 του ιαπωνικού Συντάγματος, που συντάχθηκε υπό την αμερικανική κατοχή, απαγόρευε τη διατήρηση εθνικής ένοπλης δύναμης και αποκήρυσσε τον πόλεμο. Η κυβέρνηση Κίσι ήλπιζε να αναθεωρήσει αυτό το άρθρο, να επανεξοπλίσει το ιαπωνικό κράτος και να μετατρέψει τις συνθήκες ασφαλείας και εγγυήσεων που επέτρεπαν τον μονομερή αμερικανικό έλεγχο σε μια νέα διμερή συμφωνία. Αν και μπορεί να φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως, οι συντηρητικοί ήταν αυτοί που στόχευαν στην αυτονομία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη δημιουργία μιας νέας, αυτοδύναμης στρατιωτικής δύναμης, ενώ οι μεταρρυθμιστές αντιτάχθηκαν σε αυτά, επιδιώκοντας να προστατεύσουν το σύνταγμα της ειρήνης και να υπερασπιστούν έτσι τη «μεταπολεμική δημοκρατία».

Το Εθνικό Κέντρο Εργατικών Συνδικάτων (Σόχιο), το οποίο βρισκόταν υπό την επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος, βοήθησε στην οργάνωση μιας μαζικής κινητοποίησης κατά της Κοινής Συνθήκης Ασφαλείας. Ένα «κίνημα πολιτών» αναπτύχθηκε υπέρ της ειρήνης, της δημοκρατίας και του μεταπολεμικού συντάγματος της Ιαπωνίας, διαμορφώνοντας τη φιλοσοφία και το στίγμα του μεταπολεμικού μεταρρυθμιστικού κινήματος, το οποίο αργότερα επικρίθηκε δριμύτατα από το Ζενκιότο. Το κίνημα των πολιτών αναλάμβανε «κοινές δράσεις» σύμφωνα με ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα, οργανώνοντας κάθε φορά διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και παραδίδοντας υπομνήματα στο Εθνικό Κοινοβούλιο στο Τόκιο.

Ο Αγώνας Άνπο του 1960 αποτελούνταν από δεκαεννέα «κοινές δράσεις» και στην κορύφωσή του συμμετείχαν 5,8 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χαρακτήρας και οι στόχοι του κινήματος των πολιτών έγιναν σημαντικά πιο ριζοσπαστικοί, δημιουργώντας μια γενική κατάσταση εξέγερσης στην περιοχή γύρω από το Εθνικό Κοινοβούλιο στο Τόκιο. «Πρόκειται για επανάσταση», φώναξε μια μερίδα πολιτικών του ΦΔΚ. Στο τέλος, το υπουργικό συμβούλιο του Κίσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, η υποστήριξη του οποίου παρέτεινε τη ζωή του υπουργικού συμβουλίου του Κίσι, ανέστειλε την επίσκεψή του στην Ιαπωνία και η είδηση της «εξέγερσης του Τόκιο» μεταδόθηκε ευρύτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον απόηχο αυτής της στιγμής, οι προπολεμικοί πολιτικοί που συμβόλιζε ο Κίσι Νομπουσούκε αποχώρησαν από τη σκηνή για να αντικατασταθούν από μια νέα διοίκηση που βασίστηκε στην εκπόνηση και εφαρμογή σχεδίων οικονομικής ανάπτυξης.

Η κυβέρνηση και το ΦΔΚ απέφευγαν πλέον επιμελώς κάθε συζήτηση για συνταγματική μεταρρύθμιση. Η επιτυχής οικονομική ανάπτυξη θα σταθεροποιούσε το ΦΔΚ ως το αιώνιο κυβερνητικό κόμμα. Από την άλλη πλευρά, οι μεταρρυθμιστές θα εκδιώκονταν σε αιώνια αντιπολίτευση. Οι «πολίτες» που πέτυχαν τη νίκη στα κινήματα των πολιτών επέλεξαν το δρόμο της απομάκρυνσης από την εμπειρία του πολέμου. Η οικονομική ανάπτυξη τους εξασφάλιζε ισόβια απασχόληση και κατανάλωση.

Ωστόσο, τα κύρια ζητήματα του Αγώνα Άνπο –ειρήνη και δημοκρατία– δεν έπαψαν να υφίστανται μετά το τέλος του. Η «μεταπολεμική δημοκρατία» ριζώθηκε στο ασυνείδητο των πολιτών. Οποιαδήποτε απόπειρα καταπάτησης του μεταπολεμικού συνταγματικού συστήματος προκαλούσε αμέσως την αντεπίθεση των διανοουμένων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και οποιαδήποτε προσπάθεια συνταγματικής μεταρρύθμισης έγινε απόλυτο ταμπού, ακόμη και μεταξύ των πολιτικών του ΦΔΚ.

Έτσι, ο Αγώνας Άνπο του 1960 κατέλαβε την ιστορική θέση της επανάστασης των πολιτών για την Ιαπωνία. Μέσω της νίκης των πολιτών και των διανοουμένων σε αυτή την εθνική επανάσταση, η Ιαπωνία ολοκλήρωσε τον αιώνα εκσυγχρονισμού της που ξεκίνησε με την μεταρρύθμιση του Μεϊτζί. Ήταν σαν ο Αγώνας Άνπο να είχε ανοίξει τις πύλες για μια κοινωνία υψηλής οικονομικής ανάπτυξης και μαζικής κατανάλωσης. Η μεταπολεμική γενιά των παιδιών του baby boom μεγάλωσε σε αυτή την κοινωνία της μαζικής ανάπτυξης και της κατανάλωσης: αυτό που αντιμετώπισαν τότε, το 1968, ήταν ο παραλογισμός αυτής της κοινωνίας που διαμόρφωσαν οι γονείς τους.

 

2 img linda hoaglund

 

Η ιαπωνική Νέα Αριστερά

Το ιαπωνικό ’68 οφείλει τις ρίζες του στην επαναστατική παράταξη του Αγώνα Άνπο του 1960. Η Ζενγκακούρεν –η Πανιαπωνική Ομοσπονδία Αυτοδιοικούμενων Συλλόγων Φοιτητών, που ιδρύθηκε το 1948– ήταν μια ενοποιημένη οργάνωση. Το 1960, περιλάμβανε την πλειονότητα των ιαπωνικών πανεπιστημίων.

Κατά τη διάρκεια του Αγώνα Άνπο, η Ζενγκακούρεν ήταν πρωτοπόρος στη χρήση από κοινού δράσεων ως τακτική. Το ΚΚΙ και άλλες συμμετέχουσες ομάδες άσκησαν κριτική στον ριζοσπαστισμό του. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίστηκε ευρέως ότι το φοιτητικό κίνημα είχε ωθήσει τον αγώνα σε μια πραγματική «επανάσταση» των πολιτών.

Από την ίδρυσή της, η Ζενγκακούρεν βρισκόταν υπό την ηγεσία του ΚΚΙ. Ωστόσο, καθώς το φοιτητικό κίνημα ριζοσπαστικοποιούνταν όλο και περισσότερο, η αντίθεση μεταξύ των μελών του φοιτητικού κόμματος και της ηγεσίας του ΚΚΙ άρχισε να βαθαίνει. Το 1958, αυτά τα φοιτητικά μέλη σχημάτισαν την Κομμουνιστική Ένωση (Μπουντ) ως διάσπαση από το ΚΚΙ, προωθώντας το σύνθημα «Ένα νέο κόμμα πρωτοπορίας».

Αρκετές τροτσκιστικές οργανώσεις σχηματίζονταν επίσης εκτός του ΚΚΙ, πάνω απ’ όλα η Κακουκιόντο ή Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα. Τόσο η Μπουντ όσο και η Κακουκιόντο θα περνούσαν από πολλαπλές διασπάσεις, δημιουργώντας τις διάφορες οργανώσεις που αναφέρονταν συλλογικά ως Νέα Αριστερά στη δεκαετία του 1960.

Η Μπουντ αποτελούσε την εσωτερική αντιπολίτευση εντός της Ζενγκακούρεν στο Μινσέι. Το πρόγραμμα της Μπουντ στηριζόταν στην αναβίωση της μαρξιστικής επαναστατικής ορθοδοξίας και της λενινιστικής μορφής του κόμματος της πρωτοπορίας. Έβλεπαν τα κομμουνιστικά κόμματα του κόσμου, ξεκινώντας από τη Σοβιετική Ένωση, ως προδότες αυτής της ορθοδοξίας και τους εαυτούς τους ως τη νόμιμη «αριστερή αντιπολίτευση» απέναντι σε αυτή την προδοσία.

Όταν ο αγώνας του Άνπο έφτασε στο τέλος του, η Μπουντ διασπάστηκε σε δύο παρατάξεις: μία που υπερασπιζόταν την ιδεολογία του κόμματος της πρωτοπορίας και μία που υποστήριζε την άμεση δράση. Η πλευρά της πρωτοπορίας επέλεξε να ενωθεί με την Κακουκιόντο, ενώ η άλλη πλευρά σχημάτισε τη λεγόμενη «Δεύτερη Μπουντ» κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Η τελευταία περιελάμβανε πολλούς έμπειρους βετεράνους του Αγώνα του Άνπο, αλλά γενικά είχε νεότερη σύνθεση από την πρώτη Μπουντ, και, το σημαντικότερο, η πλειοψηφία των μελών δεν είχε πλέον την εμπειρία του περάσματος από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Πέρα από την Κακουκιόντο και την Μπουντ, στο πλαίσιο του κινήματος Ζενκιότο υπήρχαν η οργάνωση νεολαίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, διάφορες ομάδες που είχαν διαγραφεί από το ΚΚΙ και άλλες οργανώσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του ’68, αυτές οι διάφορες οργανώσεις δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν ένα εθνικό συντονιστικό συμβούλιο για να θέσουν σε ισχύ μια ενιαία στρατηγική δράσης, παρόλο που το Ζενκιότο αγωνιζόταν σχεδόν σε κάθε πανεπιστήμιο. Κατά τη διάρκεια του αγώνα του Πανεπιστημίου του Τόκιο, υπήρχαν τακτικές συναντήσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Ζενκιότο και των οργανώσεων, και το κίνημα διαμορφώθηκε από τα επιμέρους τμηματικά Ζενκιότο, αλλά ακόμη και αυτά τα τμηματικά Ζενκιότο συγκροτούνταν από πολλαπλές ομαδοποιήσεις.

Οι πολιτικές ομάδες, θα αποκαλούνταν από κοινού «Νέα Αριστερά», αλλά, σε αντίθεση με τον Αγώνα Άνπο του 1960, δεν αποτελούσαν πλέον μια αριστερή αντιπολίτευση στην παλιά αριστερά, δεν έπαιζαν πλέον το ρόλο μιας αντιπολιτευτικής παράταξης που ασκούσε κριτική στο ΚΚΙ από τα αριστερά. Αντίθετα, στα περισσότερα πανεπιστήμια, οι περιστασιακές βίαιες διαμάχες μεταξύ των πολιτικών ομάδων και του Μινσέι είχαν γίνει προ πολλού ρουτίνα. Για αυτές τις πολιτικές ομάδες, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν απλώς ένα ακόμη μέρος του συστήματος.

 

3 421b 11e8 ab09 36e8e67fb996 image hires 182151

 

Αυτοάρνηση

Παρά την πίεση που άσκησαν οι επ’ αόριστον αποχές, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δεν ήταν διατεθειμένες να ανταποκριθούν στα αιτήματα των φοιτητών. Το φοιτητικό κίνημα αμφισβήτησε τη στάση των καθηγητών και ταυτόχρονα προέτρεψε σε έναν νέο αναστοχασμό των ίδιων των υποκειμένων του κινήματος.

Ο όρος «αυτοάρνηση» προέκυψε από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τους νέους λέκτορες, επηρεασμένοι από τους καθηγητές τους που είχαν συμμετάσχει σε προηγούμενους αγώνες. Αλλά έφτασε να γενικευτεί με έναν χαλαρό τρόπο και να σημαίνει κάτι σαν «αμφισβήτησε τον τρόπο που ζεις». Ως τέτοιος, διείσδυσε στο κίνημα, φτάνοντας ακόμη και σε μαθητές γυμνασίου στις αρχές της εφηβείας τους.

Στις αίθουσες διδασκαλίας και στα δημόσια φόρουμ, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές πιέστηκαν και αμφισβητήθηκαν, όχι για τα υπέρ και τα κατά της πολιτικής διαχείρισης των πανεπιστημίων, αλλά για το πώς οι ίδιοι θα έπρεπε να ενεργούν. Ακόμα και μεταξύ φίλων και συναδέλφων, το ερώτημα για το πώς θα συνεχίσεις εσύ ο ίδιος να ζεις, συζητιόταν επίμονα. Το κίνημα Ζενκιότο φαινόταν να έχει εισέλθει στην ίδια φάση με την ίδια τη φοιτητική εξέγερση. Αλλά ακριβώς αυτή τη στιγμή, καθώς τα υποκείμενα του κινήματος προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν τη δική τους ηθική στάση, το κίνημα Ζενκιότο έγινε –καλώς ή κακώς– κάτι που άρμοζε στο ιαπωνικό ’68.

Η αντίδραση της διοίκησης Τοντάι άρχισε γρήγορα να παίρνει πολιτική μορφή. Δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση το πώς θα έπρεπε να είναι το πανεπιστήμιο –ή οι φοιτητές– ή πώς θα έπρεπε να ζουν, αλλά αντιλήφθηκε το πρόβλημα ως πρόβλημα διαπραγμάτευσης μεταξύ των εσωτερικών ομάδων του πανεπιστημίου. Την 1η Νοεμβρίου, ο πρόεδρος, ο Οούτσι Καζούο, φιλελεύθερος από την προπολεμική περίοδο, παραιτήθηκε. Παραιτήθηκαν επίσης όλοι οι επίτροποι και οι κοσμήτορες των διαφόρων σχολών, και η αποπομπή των φοιτητών ιατρικής ανακλήθηκε.

Βασικά, και τα επτά αιτήματα που είχε θέσει το κίνημα Ζενκιότο είχαν ικανοποιηθεί. Μια νέα διοίκηση του πανεπιστημίου, εκπροσωπούμενη από τον Κάτο Ιτσίρο, τον κοσμήτορα της νομικής σχολής, εμφανίστηκε ενώπιον των φοιτητών: «Γαβγίζετε σε λάθος δέντρο με όλα αυτά τα πράγματα περί αυτοάρνησης και την αγωνία της νεολαίας, απλά λύστε το μεταξύ σας, μια για πάντα». Η ξεκάθαρη στάση του Κάτο, τόσο διαφορετική από τις αμφιταλαντεύσεις της διοίκησης του Οούτσι, ήταν σχεδόν αναζωογονητική στην αμεσότητά της: «Το θέμα είναι να διαπραγματευτούμε εμείς».

Αν το Ζενκιότο αναζητούσε μια απάντηση με ένα ναι ή ένα όχι στον κατάλογο των επτά αιτημάτων του, η απάντηση του Κάτο ερχόταν κατευθείαν σε αυτούς: «Από τα αιτήματα που διατυπώσατε κύριοι, έχουμε αποδεχτεί αυτά που θεωρούμε δίκαια, αλλά δεν είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε αυτά που θεωρούμε άδικα». Καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, η πίεση από το Υπουργείο Παιδείας και το πρόβλημα του τρόπου εφαρμογής των εισαγωγικών εξετάσεων της επόμενης χρονιάς βάρυναν σημαντικά τη διοίκηση του Τόνταϊ . Αυτό επέβαλε την ταχεία ανάπτυξη διαπραγματεύσεων «για την ορθολογική επίλυση της κρίσης του Πανεπιστημίου του Τόκιο».

Το πανεπιστήμιο απευθύνθηκε στους ίδιους τους φοιτητές, υποστηρίζοντας ότι αν τα πράγματα συνέχιζαν έτσι, η αποφοίτηση και η εκπαιδευτική πρόοδος του φοιτητικού σώματος θα τεθούν υπό αμφισβήτηση. Υπήρχε μια αντιπολίτευση στο Ζενκιότο εντός του πανεπιστημίου και μεταξύ των φοιτητών – για παράδειγμα, προσωπικότητες όπως ο μελλοντικός υπουργός της κυβέρνησης Ματσιμούρα Νομπουτάκα, και μια οργάνωση-μέτωπο του Μινσέι που ονομαζόταν Ομάδα Εκπροσώπησης Επτά Καθηγητών. Η αντίθεση μεταξύ του Ζενκιότο και του Μινσέι είχε προ πολλού ξεπεράσει το καθαρά ρητορικό επίπεδο και είχε περάσει σε μορφές βίαιης αντιπαράθεσης.

Στις 10 Ιανουαρίου 1969, η διοίκηση του Τόνταϊ αντάλλαξε επίσημα σημειώματα επιβεβαίωσης για την διευθέτηση του αγώνα με αυτές τις «αντιπροσωπευτικές ομάδες». Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν ο τερματισμός της κατάληψης του πύργου του ρολογιού του Τόνταϊ στις 18-19 Ιανουαρίου μετά από μια μεγάλη επέμβαση των ΜΑΤ. Ωστόσο, στις 20 Ιανουαρίου, η ιαπωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή των εισαγωγικών εξετάσεων του Τοντάι για το επόμενο έτος. Η διοίκηση δεν μπόρεσε, τελικά, να κηρύξει «νίκη» στον αγώνα του Τοντάι.

 

Πέρα από το 1968

Αυτή η κατάσταση δημιούργησε δυσκολίες για το κίνημα Ζενκιότο. Καθώς το κίνημα προσπαθούσε να ενισχύσει την εξεγερτική του φάση, είχε πλέον καταστεί αδύνατο να επιστρέψει σε μια πολιτική διαπραγμάτευσης με τη διοίκηση του πανεπιστημίου. Το επίκεντρο δεν ήταν πια τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καταλόγου των επτά αιτημάτων.

Μια πιθανή στρατηγική θα ήταν να αποσπάσει την ηγεμονία των διαπραγματεύσεων από την πλευρά των φοιτητών από τον Μινσέι και τις «αντιπροσωπευτικές ομάδες». Αλλά το Ζενκιότο εγκατέλειψε αυτή τη στρατηγική μαζί με εκείνη της ίδιας της διαπραγμάτευσης. Δεν διέθετε πανεθνική οργάνωση. Επιπλέον, εντός της ιαπωνικής Νέας Αριστεράς εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε συνεπής, συστηματική υποστήριξη του Τόνταϊ Ζενκιότο από τις διάφορες πολιτικές παρατάξεις.

Γενικότερα, σε αντίθεση με την κατάσταση του Ζενγκακούρεν κατά τη διάρκεια του Αγώνα Άνπο, το κίνημα Ζενκιότο δεν είχε ασκήσει καμία άμεση επιρροή στην κοινή γνώμη ή στην πολιτική διαδικασία και δεν είχε καμία προσδοκία να το κάνει. Πάνω απ’ όλα, η εξέγερση του κινήματος Ζενκιότο στόχευε εμμονικά σε μια πολιτική πλήρους ανακατάταξης της καθιερωμένης πολιτικής τάξης. Οι Τόνταϊ Ζενκιότο εξαλείφθηκαν φυσικά από κάθε χώρο έξω από το πανεπιστήμιο όταν τα ΜΑΤ εισέβαλαν στην πανεπιστημιούπολη.

Σε σύγκριση με τον αγώνα του Τοντάι, το Ζενκιότο στο Πανεπιστήμιο της Ιαπωνίας (Νιτσίνταϊ) προσπάθησε να ματαιώσει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά υπό χειρότερες συνθήκες εσωτερικής πανεπιστημιακής αυτονομίας. Ο αγώνας ξεκίνησε με αιτήματα για φοιτητικά δικαιώματα, αλλά μόλις στήθηκαν τα οδοφράγματα στην πανεπιστημιούπολη, πέρασε γρήγορα σε μια φάση εξέγερσης των φοιτητών.

Το κίνημα Ζενκιότο, το οποίο εξαπλώθηκε κατά κύματα από τις εμπειρίες του Τόνταϊ και του Νιτσίνταϊ, εξελίχθηκε από αιτήματα για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης σε αποχές και καταλήψεις σχολών και ερευνητικών γραφείων. Ωστόσο, έγινε μοτίβο του κινήματος ότι κάθε φορά κατέληγε με την εκδίωξη των Ζενκιότο από το πανεπιστήμιο από τη διοίκηση και τα ΜΑΤ.

Παρόλο που υπήρχε συχνή επικοινωνία μεταξύ των Ζενκιότο σε διάφορα πανεπιστήμια, δεν υπήρχε εθνική ηγεσία ή έστω εθνικό συμβούλιο. Το ιαπωνικό ’68 δεν συντελέστηκε ως κάτι ενιαίο, αλλά ως μια σειρά από παρόμοιες, επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις.

 

4 anp7112 Hamaya RG12 Jun3

 

Επανάσταση και εξέγερση

Αν θεωρήσουμε το Ζενκιότο ως το μοντέλο του ιαπωνικού ’68, αυτή η μορφή οργάνωσης (η επιτροπή κοινού αγώνα) μοιράζεται σημαντικά ποιοτικά χαρακτηριστικά με τις πρώτες επαναστατικές ομάδες που εμφανίστηκαν σε ιστορικό επίπεδο, δηλαδή τη μορφή του συμβουλίου (Räte ή Σοβιέτ). Πρέπει να τοποθετήσουμε το συμβούλιο ως μηχανισμό μαζικής εξέγερσης ανεξάρτητο από τη λενινιστική αντίληψη της επανάστασης, που ορίζεται ως «το πρόβλημα της κατάληψης της κρατικής εξουσίας». Το 1968 ήταν ένα συμβουλιακό κίνημα μαζικής εξέγερσης.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, το κίνημα του ’68 διέφερε και αντιτάχθηκε στις προηγούμενες οργανωτικές μορφές στο επίπεδο του ύφους, με δύο έννοιες. Το προηγούμενο στίγμα του κινήματος ήταν γενικά είτε μια μορφή συνταγματισμού που έθετε στο προσκήνιο το φιλελεύθερο δικαίωμα της αντιπολίτευσης, είτε η μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση της επανάστασης. Η πεμπτουσία της πρώτης έκφρασης ήταν το κίνημα των πολιτών για τη μεταπολεμική δημοκρατία· η αρχετυπική μορφή της δεύτερης ήταν η θεωρία της επανάστασης των ομάδων της Νέας Αριστεράς. Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του ’68 ήταν ακριβώς ότι απελευθέρωσε την έννοια της «εξέγερσης» από αυτό το διττό πλαίσιο.

Αν εξετάσουμε την περίπτωση του κινήματος Τόνταϊ Ζενκιότο, εκεί οι Ζενκιότο αντιμετώπισαν την εξουσία καταλαμβάνοντας το «σημείο παραγωγής» αυτού του χώρου παραγωγής της γνώσης που ονομάζουμε πανεπιστήμιο. Αυτό θυμίζει σαφώς τη συνδικαλιστική αντίληψη των καταλήψεων εργοστασίων υπό την ηγεσία των εργατών. Ενώ η βάση του πανεπιστημιακού Ζενκιότο αποτελούνταν από τις επιμέρους οργανώσεις Ζενκιότο κάθε τμήματος, περιλάμβανε επίσης μέλη των μαρξιστικών-λενινιστικών ομάδων, πολυάριθμους ακτιβιστές των λεγόμενων «μη σεκταριστών ριζοσπαστών» και διάφορες μικρές, σχετικά χαλαρές ομάδες.

Αυτές συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του κινήματος ως μέρος του συμβουλιακού σχήματος, γνωστού ως «Κοινός Σύνδεσμος Αγώνα Όλων των Πανεπιστημίων». Καθώς τα μέλη του δεν ήταν σταθερά ή προκαθορισμένα, ο Σύνδεσμος γνώρισε έντονη αστάθεια και αυξομειώσεις στα σκαμπανεβάσματα του. Μέσα σε κάθε μεμονωμένο πανεπιστήμιο, παράλληλα με τους ριζοσπάστες του Ζενκιότο υπήρχε και η αντιπολίτευσή τους, η Μινσέι (η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΙ), καθώς και πολυάριθμες οργανώσεις του γενικού φοιτητικού πληθυσμού που ήταν μονόπλευρα αντίθετες στον ίδιο τον αγώνα.

Στο Τοντάι, για παράδειγμα, αυτές οι οργανώσεις ενώθηκαν με τον γενικό φοιτητικό πληθυσμό στις πανεπιστημιακές συνελεύσεις για να καθορίσουν τις πολιτικές των επιμέρους τμημάτων. Σε τέτοιους χώρους, η βία ήταν ταμπού, οπότε η διαδικασία λήψης αποφάσεων υποτίθεται ότι παρέμενε στο επίπεδο ενός διαλεκτικού πολέμου. Οι συνελεύσεις των φοιτητών σε κάθε τμήμα επαναλάμβαναν αδιάκοπα και ατελείωτα αυτούς τους διαλεκτικούς αγώνες, οι οποίοι συχνά διαρκούσαν μέχρι το επόμενο πρωί.

Αυτές οι συνελεύσεις, οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ σε αριθμό την απαρτία που απαιτούνταν για την τήρηση του πρωτοκόλλου, στην πράξη γίνονταν ανοιχτές στη συμμετοχή ολόκληρου του φοιτητικού σώματος. Για το κίνημα Ζενκιότο, αυτός ο περίπλοκος και πολύπλοκος πόλεμος του λόγου ήταν μια εμπειρία που έμοιαζε πολύ με αυτό που η Hannah Arendt ονόμασε περίφημα «ανάδυση του πολιτικού χώρου».

Το κίνημα Ζενκιότο ήταν μια φοιτητική εξέγερση που ήρθε σε ρήξη με το καθιερωμένο ύφος των μεταπολεμικών ιαπωνικών πολιτικών κινημάτων. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η απελευθέρωση της έννοιας της «εξέγερσης» (χανράν) από το θεωρητικό πλαίσιο της επανάστασης αποτελούσε επίσης μια θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος από τις παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος.

Οι διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί της ιαπωνικής Νέας Αριστεράς αντιλαμβάνονταν γενικά τους εαυτούς τους θεωρητικά ως κόμματα της πρωτοπορίας, κληρονόμους και συνεχιστές της μαρξιστικής παράδοσης, δηλαδή ως το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα. Αυτή ήταν η πηγή του σεχταριστικού συγγραφικού ύφους, ξεκινώντας από το πρόγραμμα του κόμματος. Μέσα στο κίνημα επίσης, κάθε επιμέρους αγώνας έπρεπε να γίνει αντιληπτός απλώς ως ένας κρίκος σε μια συνεκτική αλυσίδα που οδηγεί στην τελική επανάσταση – την κινηματική μορφή στην οποία στοχεύει ολόκληρος ο εθνικός πολιτικός αγώνας.

Σε αυτή την αντίληψη, το πρωτοπόρο κόμμα ήταν το «αρχηγείο», το τμήμα που έδινε εντολές, του μαζικού κινήματος, ενώ το ίδιο το μαζικό κίνημα έπρεπε να είναι μια σταθερή, ισχυρή κοινότητα επαναστατών. Αυτή είναι η λογική της πρωτοπορίας.

Ωστόσο, εκείνη την εποχή, τα «νέα κόμματα της πρωτοπορίας» της Ιαπωνίας ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με την εργατική τάξη της χώρας ή ακόμη και με το Κομμουνιστικό Κόμμα της, οπότε κατέφυγαν σε έναν άλλο αυτοπροσδιορισμό: είδαν τον εαυτό τους ως τη μαρξιστική-λενινιστική «αριστερή αντιπολίτευση». Αυτά τα χαρακτηριστικά «επαναστατικά κόμματα» αποτελούσαν προέκταση του Αγώνα Άνπο του 1960. Όταν συνάντησαν το κίνημα Ζενκιότο, θα γίνονταν γρήγορα σημαίνοντες συμμετέχοντες και οργανωτές.

Η σύνθεση του Ζενκιότο ως ομαδοποίηση ήταν ένα αμάλγαμα μεταξύ των εξεγερμένων μαζών και των διαφόρων πολιτικών μορφωμάτων. Αυτό παρήγαγε μια συνεχή ροή στο εσωτερικό του κινήματος Ζενκιότο, των πολιτικών ομάδων και των μαζών από την πρωτοπορία στον μαζικό κινηματισμό και αντίστροφα. Τα επαναστατικά κόμματα είχαν πλέον βιώσει μια μαζική εξέγερση, μια στιγμή εξέγερσης.

Το 1968 ήταν η αρχή του δεύτερου μισού του αιώνα από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν από το 1968, η επανάσταση ξεχάστηκε έμπρακτα ως ένα ακόμη ιστορικό γεγονός. Αυτή η περίοδος λήθης έχει πλέον διαρκέσει περισσότερο από τα αρχικά πενήντα χρόνια από την εκδήλωσή της.

Σήμερα, μετά τη διακοσιοστή επέτειο του 2018 από τη γέννηση του Μαρξ, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να σκεφτούμε, έστω και ενδόμυχα, την καταστροφή των εξεγέρσεων του 1968, τα ερείπια αυτής της γκρεμισμένης μορφής σκέψης. Μόνο μια σκέψη και πρακτική που αναγεννάται και αναδύεται από αυτά τα ερείπια μπορεί να γίνει το παρόν που χρειαζόμαστε για να κληρονομήσουμε και να ακολουθήσουμε το 1968 σήμερα.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Hiroshi Nagasaki, “Japan’s Student Movement and the Revolutionary Politics of 1968”, Jacobin, 13 Ιουνίου 2021, https://www.jacobinmag.com/2021/06/japans-student-movement-and-the-revolutionary-politics-of-1968. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 13 Ιουνίου 2021, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article58583

 

 

Ο Hiroshi Nagasaki είναι κριτικός και θεωρητικός της πολιτικής και ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της γενιάς του 1968 στην Ιαπωνία. Υπήρξε κορυφαίος συμμετέχων στο κίνημα Ζενκιότο.

 

 

Παράρτημα: Λεξιλόγιο ιαπωνικών όρων

Τόνταϊ, 東大, συντομογραφία του Τόκιο νταϊγκάκου, 東京大学, Πανεπιστήμιο του Τόκιο. (Είναι δημόσιο).

Νιτσίνταϊ, 日大 , συντομογραφία του Νιχόν νταϊγκάκου, 日本大学, Πανεπιστήμιο της Ιαπωνίας. (Είναι ιδιωτικό).

Άνπο, 安保, συντομογραφία για τη «Συνθήκη Αμοιβαίας Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας» (Νιχόν-Κόκου το Αμερίκα-γκασσιουκόκου το νο Αΐντα νο Σόγκο Κιοριόκου ογιόμπι Άνζεν Χοσιό Τζόγιακου, 日本国とアメリカ合衆国との間の相互協力及び安全保障条約).

Σόχιο, 総評, συντομογραφία του Νιχόν Ροντοκουμιάι Σοχιογκικάι, 日本労働組合総評議会, Γενικό Συμβούλιο Συνδικάτων της Ιαπωνίας (στο κείμενο αναφέρεται ως Εθνικό Κέντρο Εργατικών Συνδικάτων

Μινσέι, 民青, συντομογραφία της Νιχόν Μινσιού Σεΐνεν Νομέι, 日本民主青年同盟, Δημοκρατική Ένωση Νέων της Ιαπωνίας.

Ζενκιότο, 全共闘, συντομογραφία του Ζενγκάκου κιότο καΐγκι, 全学共闘会議, Κοινές Επιτροπές Αγώνα Όλων των Πανεπιστημίων.

Ζενγκακούρεν 全学連, συντομογραφία του Ζεν-Νιχόν Γκακουσέι Τζιτσικάι Σοερένγκο, 全日本学生自治会総連合, Πανιαπωνική Ομοσπονδία Αυτοδιοικούμενων Ενώσεων Φοιτητών.

ΚΚΙ, Κομμουνιστικό Κόμμα Ιαππωνίας, Νιχόν Κιοσάν-το, 日本共産党.

ΦΔΚ, στα ιαπωνικά: Τζιμίντο, 自民党, συντομογραφία του Τζιγιού-Μισιούτο,自由民主党, Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα.

Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιαπωνίας, Νιχόν Σιακάι Το, 日本社会党.

Κομμουνιστική Ένωση (Μπουντ), Κιοσανσιουγκίσια Ντομέι, 共産主義者同盟 – γνωστή ως Μπούντο, ブント.

Δεύτερη Μπουντ, Ντάινι Μπούντο, 第二ブント.

Κακουκιόντο, 革共同, Επαναστατική Κομμουνιστική Ένωση Ιαπωνίας, Νιχόν Κακουμεϊτέκι Κιοσανσιουγκίσια Ντομέι, 日本革命的共産主義者同盟.

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2021 13:20

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.