Πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου 2021 14:45

Το 1968 και η ταραγμένη γέννηση της τουρκικής αριστεράς

 

 

Carol Williams

 

 

Το 1968 και η ταραγμένη γέννηση της τουρκικής αριστεράς

 

 

Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970 ήταν τα χρόνια της πιο έντονης ταξικής πάλης στη σύγχρονη τουρκική ιστορία.1 Ήταν μια περίοδος που ολοκληρώθηκε με δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το πρώτο, το 1960, άνοιξε μια φιλελεύθερη περίοδο κατά την οποία άνθισαν οι σοσιαλιστικές ιδέες και αναπτύχθηκε η οργάνωση της εργατικής τάξης. Αλλά οι πολιτικά ασταθείς κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τις δυνάμεις που απελευθερώθηκαν. Αφού η προειδοποιητική βολή του «ήπιου» πραξικοπήματος του 1971 απέτυχε να τις χαλιναγωγήσει, το πραξικόπημα του 1980 έκλεισε αποφασιστικά τον χώρο για οργάνωση. Τα επόμενα τρία χρόνια στρατιωτικής διακυβέρνησης κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό την αριστερά και σταθεροποίησαν εκ νέου το σύστημα, δημιουργώντας μια λιγότερο ανεκτική πολιτική ατμόσφαιρα που επέτρεπε την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού. Ένα σημείο καμπής είχε σημειωθεί το 1968, όταν το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων πολιτικοποίησε μια γενιά φοιτητών, παρασύροντας πολλούς στη ριζοσπαστική πολιτική. Οι σπίθες του κινήματος ενέπνευσαν την εργατική τάξη, μετατρέποντας τους σποραδικούς αγώνες της δεκαετίας του 1960 σε παρατεταμένη βιομηχανική δράση. Αλλά η αριστερά, που κυριαρχούνταν από σταλινικές και κεμαλικές πολιτικές, παρέσυρε τους νέους ακτιβιστές σε ανταρτοπόλεμο και σε συμπλοκές στους δρόμους με φασίστες και δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί από τους γεμάτους αυτοπεποίθηση, μαχητικούς αγώνες της εργατικής τάξης.

Το τουρκικό έθνος-κράτος δημιουργήθηκε από την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανακηρύχθηκε δημοκρατία το 1923 από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Επικεφαλής του μονοκομματικού (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, CHP / Cumhuriyet Halk Partisi), γραφειοκρατικού, αυταρχικού καθεστώτος, ο Ατατούρκ θέλησε να διαμορφώσει, με μια σειρά μεταρρυθμίσεων, ένα εκσυγχρονισμένο, κοσμικό έθνος στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια καπιταλιστική τάξη και να οδηγήσει τη χώρα στον 20ό αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο έφερε τον εκσυγχρονισμό αντιμέτωπο με την «καθυστερημένη» θρησκεία και δίχασε το έθνος κατά μήκος ιδεολογικών γραμμών –κεμαλισμός εναντίον ισλαμισμού– με αποτέλεσμα η εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας να πραγματοποιηθεί ως μια ιδεολογική, και ενίοτε φυσική, αντιπαράθεση μεταξύ των δύο, που σήμερα εκφράζεται από το CHP και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Όμως μέχρι τον θάνατο του Ατατούρκ το 1938 είχε σημειωθεί μικρή πρόοδος, καθώς η χώρα παρέμενε φτωχή και υπανάπτυκτη, βασιζόμενη στη γεωργία.

Η τύχη της χώρας άλλαξε ραγδαία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η πρόσβαση της Τουρκίας στις σοβιετικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας μέσω των Τουρκικών Στενών την κατέστησε κεντρικό σημείο της γεωπολιτικής του Ψυχρού Πολέμου. Έχοντας αντισταθμίσει τα ρίσκα της κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Τουρκία δεσμεύτηκε πλέον σταθερά στην Ουάσινγκτον και τη Δύση. Αποδεχόμενη τους όρους του Δόγματος Τρούμαν του 1947 –βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες με αντάλλαγμα τον εκδημοκρατισμό και τη φιλελεύθερη οικονομία– το καθεστώς που κυβερνούσε την Τουρκία από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο άνοιξε οικειοθελώς το δρόμο για την αστική δημοκρατία και εισήγαγε πολυκομματικές εκλογές.

Το 1950 το αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα (DP / Demokrat Parti), με επικεφαλής τον Αντνάν Μεντερές, κέρδισε μια σαρωτική εκλογική νίκη που σηματοδότησε σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Ο Μεντερές, ο οποίος επωφελήθηκε από τα αμερικανικά χρήματα και την εκλογική επιτυχία, ξεκίνησε την ανοικοδόμηση της Τουρκίας. Ένα άρθρο του Time το 1958 τον αποκαλούσε «ο ανυπόμονος οικοδόμος», αναφερόμενο στα φρενήρη σχέδια κατασκευής φραγμάτων και εργοστασίων,2 τα οποία έκαναν τη δεκαετία του 1950 την πρώτη περίοδο βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και διαρθρωτικής εξέλιξης της Τουρκίας.3

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, η οικονομία παραπαίει, καθώς η «χωρίς σχέδιο εκβιομηχάνιση«4 του Μεντερές οδήγησε σε τεράστια ελλείμματα, τεράστια χρέη, πληθωρισμό και ακμάζουσα μαύρη αγορά, και ο ίδιος αρχίζει να χάνει την υποστήριξή του. Ως απάντηση κατέστειλε την αντιπολίτευση, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις κεμαλικές ένοπλες δυνάμεις εναντίον του κεμαλικού CHP (ως γνωστόν έστειλε τον στρατό για να εμποδίσει τον ηγέτη της αντιπολίτευσης να μιλήσει σε περιφερειακή συγκέντρωση), και απευθύνθηκε στο θρησκευτικό συναίσθημα. Το CHP είχε γίνει πιο ανεκτικό απέναντι στη θρησκεία μετά το 1947, αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα επέκτεινε τη χαλάρωση της κοσμικότητας, επιτρέποντας, για παράδειγμα, την επαναφορά του αραβικού καλέσματος στην προσευχή και αυξάνοντας τον αριθμό των θρησκευτικών σχολείων και την οικοδόμηση τζαμιών. Τέτοιες κινήσεις θεωρήθηκαν ως απόκλιση από τον κεμαλισμό. Ενώ αύξησαν την υποστήριξη του Μεντερές στην ύπαιθρο, προκάλεσαν φόβο στους κύκλους της διανόησης και του στρατού.

Το πρωί της 27ης Μαΐου 1960 κατώτεροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων έκαναν πραξικόπημα. Μια ανακοίνωση που ανήγγειλε την κατάληψη της στρατιωτικής εξουσίας μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο από τον στρατηγό Αλπαρσλάν Τουρκές, ο οποίος αργότερα θα έχτιζε το τουρκικό φασιστικό κίνημα. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές απαγορεύτηκε και ο ίδιος και άλλοι δύο υπουργοί απαγχονίστηκαν για προδοσία. Ο πρόεδρος φυλακίστηκε και ο στρατός και τα πανεπιστήμια εκκαθαρίστηκαν.

Το πραξικόπημα αποτέλεσε τομή. Ασυνήθιστο για τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, αλλά σε συμφωνία με τη γενική παγκόσμια τάση του κεϋνσιανισμού και της πολιτικής συναίνεσης της εποχής, το νέο σύνταγμα του 1961 απελευθέρωσε το πολιτικό σύστημα, επιτρέποντας τη δημιουργία σοσιαλιστικών, αλλά όχι κομμουνιστικών, κομμάτων. Όμως το CHP δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη φιλελεύθερη ατμόσφαιρα. Στις εκλογές του 1965 το Δημοκρατικό Κόμμα αναστήθηκε ως Κόμμα Δικαιοσύνης (AP / Adalet Partisi), με επικεφαλής τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, μηχανικό, υπεύθυνο για την κατασκευή φραγμάτων υπό τον Μεντερές, και κέρδισε το 52,9% των ψήφων έναντι 28,7% του CHP. Ο Ντεμιρέλ εκπροσωπούσε ένα νέο στρώμα της αστικής τάξης, τους αυτοδημιούργητους άνδρες από την ύπαιθρο και τις ταχέως αναπτυσσόμενες επαρχιακές πόλεις (το AP είχε περισσότερο αστική βάση).

Η οικονομική ύφεση στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν σύντομη και η ανάπτυξη επέστρεψε και επιταχύνθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Με μια σειρά από πενταετή σχέδια που προωθούσαν πολιτικές εκβιομηχάνισης υποκατάστασης εισαγωγών (ISI / import-substitution industrialisation), ο βιομηχανικός τομέας αναπτύχθηκε σταθερά με μέσο όρο 10% ετησίως.5 «Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο χαρακτήρας της οικονομίας και της κοινωνίας της Τουρκίας είχε αλλάξει σχεδόν ανεπανόρθωτα».6 Το 1945 σχεδόν το 85% της απασχόλησης αφορούσε τη γεωργία και λίγο πάνω από το 15% τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Μέχρι το 1970, η απασχόληση στη γεωργία είχε σχεδόν μειωθεί στο μισό, σε ποσοστό λίγο κάτω από το 47%, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες υπερτριπλασιάστηκε, σε ποσοστό λίγο πάνω από το 53%.7 Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής χιλιάδων τρακτέρ και ενός αναπτυσσόμενου οδικού δικτύου που χρηματοδοτήθηκε από το σχέδιο Μάρσαλ, έστειλε μετανάστες, κυρίως Κούρδους,8 από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις, ιδίως στην Ισταμπούλ και την Άγκυρα. Μεταξύ 1950 και 1960 μετανάστευσαν περίπου 1,5 εκατομμύριο (1 στους 10 χωρικούς) και ο πληθυσμός των τεσσάρων μεγαλύτερων πόλεων αυξήθηκε κατά 75%.9

Εκτός από αυτές τις υλικές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία ήταν ιδιαίτερα ορατή σε όλες τις περιοχές της χώρας. Στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν οι ΗΠΑ ανέλαβαν την οικονομική υποστήριξη του τουρκικού στρατιωτικού εκσυγχρονισμού από τη Βρετανία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, εκτός από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, όπου σταθμεύουν μαχητικά αεροσκάφη οπλισμένα με τακτικά πυρηνικά όπλα και η οποία εξακολουθεί να αποτελεί βάση του ΝΑΤΟ, κατασκευάστηκαν σε όλη τη χώρα και άλλες στρατιωτικές βάσεις, σταθμοί ραντάρ, κόμβοι επικοινωνίας και ναυτικές εγκαταστάσεις. Επιπλέον, ο έκτος στόλος είχε έδρα στη Μεσόγειο, ο οποίος, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αποτελούνταν από «περισσότερους από 4.000 ναύτες που ήταν τοποθετημένοι σε δύο επιθετικά αεροπλανοφόρα με περισσότερα από 150 μαχητικά αεροσκάφη, πλοία συνοδείας, πυρηνικά υποβρύχια, μια αμφίβια δύναμη κρούσης και υποστηρικτικά πλοία παροχής υπηρεσιών»10, τα οποία έκαναν τακτικές στάσεις ανάπαυσης και ξεκούρασης σε τουρκικά λιμάνια. «Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπήρχαν σχεδόν 30.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί στο τουρκικό έδαφος. Για μια χώρα που ήταν περήφανη ότι δεν είχε πέσει ποτέ κάτω από τον αποικιακό ζυγό, αυτό δεν ήταν μικρό κατόρθωμα».11 Η έκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας πρόσφερε μια ορατή εστία για τη δυσαρέσκεια για την ανάμειξη των ΗΠΑ στην οικονομική και πολιτική ζωή της Τουρκίας και έγινε στόχος διαμαρτυριών τη δεκαετία του 1960.

 

Η αριστερά

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε στην Τουρκία μια ζωντανή, πολυεθνική αριστερά, η οποία καταστράφηκε από τη γενοκτονία των Αρμενίων και την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού. Η αριστερά που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1960 δεν ήταν καθόλου αντίστοιχη. Οι ιδέες που κυριάρχησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ήταν προϊόν του κεμαλικού κράτους και του σταλινικού καθεστώτος, μια σύνθεση κεμαλισμού και σταλινισμού.

Η χαλάρωση της λογοκρισίας με το νέο σύνταγμα οδήγησε σε άνθηση της αριστερής φιλολογίας, των εφημερίδων και των περιοδικών και σε μεταφράσεις κειμένων του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς, του Λένιν και του Μάο Τσετούνγκ, καθώς και των Χάρολντ Λάσκι, Τζον Στράχεϊ, Ροζέ Γκαροντί και Χέρμπερτ Μαρκούζε.12 Η κύρια συζήτηση στην Αριστερά καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας ήταν το πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί η Τουρκία και ποιες δυνάμεις θα μπορούσαν να ηγηθούν αυτής της διαδικασίας. Ολόκληρη η συζήτηση πλαισιώθηκε με κεμαλικούς όρους ανάπτυξης –απαλλαγή της χώρας από τις φεουδαρχικές, οπισθοδρομικές δυνάμεις της αντίδρασης– και ανεξαρτησίας από τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που κρατούσαν τη χώρα πίσω.

Με τα κομμουνιστικά κόμματα να είναι ακόμη απαγορευμένα, το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα (TKP) λειτουργούσε στο εξωτερικό ως γραφείο εξωτερικού της Μόσχας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Παρά την απόστασή του, ωστόσο, η σταλινική πολιτική του επρόκειτο να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες και βασικά μέλη του, που δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ανοιχτά ως κομμουνιστές, εντάχθηκαν στο πρώτο νόμιμο σοσιαλιστικό κόμμα, το Τουρκικό Εργατικό Κόμμα (TİP / Türkiye İşçi Partisi). Το TİP ιδρύθηκε αρχικά τον Φεβρουάριο του 1961 από μια ομάδα συνδικαλιστών με την πρόθεση να «συγκεντρώσει όλους τους εργαζόμενους σε ένα ενιαίο κόμμα για να τους σώσει από τον έλεγχο άλλων πολιτικών κομμάτων».13 Ένα χρόνο αργότερα, χωρίς το βάρος ενός μαζικού κινήματος πίσω του, το TİP έμεινε στάσιμο και ο Μεχμέτ Αλί Αϊμπάρ, γνωστός αριστερός διανοούμενος και δικηγόρος, προσεγγίστηκε για να ηγηθεί του κόμματος. Προσέλκυσε άλλους διανοούμενους, κυρίως τον Σαντούν Αρέν, την Μπεχίτζε Μποράν και τον Μίχρι Μπελλί, όλοι πρώην μέλη του TKP, και διαμόρφωσε το κόμμα ως έναν ρεφορμιστικό, εκλογικό μηχανισμό.

Το TİP ήταν ξεχωριστό και ριζοσπαστικό από δύο απόψεις. Ήταν το πρώτο κόμμα με ταξική βάση που εκπροσωπούσε την εργατική τάξη (σε αντίθεση με την κεμαλική έννοια του λαϊκισμού, η οποία αρνιόταν την ύπαρξη τάξης). Αυτό ανάγκασε τα άλλα κόμματα να επανεξετάσουν την ταξική τους βάση, ιδίως το CHP, το οποίο, μετά τα εκλογικά κέρδη του TİP το 1965, έκανε μια γρήγορη αριστερή στροφή και αυτοχαρακτηρίστηκε ως αριστερά του κέντρου. Το δεύτερο μοναδικό χαρακτηριστικό του TİP ήταν αντίθετο με το κεμαλικό ιδεώδες του εθνικισμού: αγκάλιασε το κουρδικό ζήτημα, παρέχοντας πολιτική στέγη στους Κούρδους σοσιαλιστές και φοιτητές και ενσωματώνοντας για πρώτη φορά το κουρδικό κίνημα στην αριστερά.14 Το TİP αμφισβήτησε το δίπολο κοσμικότητα/ισλαμισμός που είχε δημιουργήσει ο κεμαλισμός. Αλλά αντί να προχωρήσει σε σαφή ρήξη με τον Κεμαλισμό, το κόμμα επέμεινε αντίθετα ότι ήταν το πραγματικό πρόσωπο του Κεμαλισμού.

Το πρόγραμμα του TİP βασιζόταν στις κεμαλικές ανησυχίες ότι η καθυστέρηση της υπαίθρου και τα αμόρφωτα χωριά αποτελούσαν μια παντοτινή απειλή αντίδρασης. Προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την εξάλειψη των φεουδαρχικών στοιχείων και την εκπαίδευση της υπαίθρου, η οικονομική ανάπτυξη ήταν πρωταρχικής σημασίας. Το κλειδί για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν περιορίσει τη βιομηχανική ανάπτυξη της Τουρκίας δίνοντας προτεραιότητα στο συγκριτικό της πλεονέκτημα στη γεωργία. Υποστήριξε μια οικονομία που θα διοικείται από το κράτος προς το συμφέρον των εργαζομένων.

Ωστόσο, οι ιδεολογικές διαφορές εντός της ηγεσίας του TİP είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια ενιαία προοπτική και να επικρατεί σύγχυση σχετικά με τις βασικές έννοιες του σοσιαλισμού, της τάξης και του κόμματος. Αυτό την έκανε ευάλωτη, και στο εσωτερικό της αναπτύχθηκε μια ισχυρή σταλινική φράξια, με επικεφαλής τον Μπελλί. Υποστήριζε την εθνική δημοκρατική επανάσταση (MDD / Milli Demokratik Devrim) για την ανατροπή των φεουδαρχικών στοιχείων και την ολοκλήρωση της κεμαλικής «επανάστασης».

Από πολλές απόψεις, η γραμμή της MDD ήταν η ίδια με την εστίαση της TİP στην ανάπτυξη με βάση την ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ. Η μεγάλη διαφορά, ωστόσο, ήταν αυτή της αντιπροσώπευσης. Για την MDD, η μικροσκοπική εργατική τάξη, που βρισκόταν ακόμη στα αρχικά στάδια ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης και οργάνωσης, δεν μπορούσε να φέρει το σοσιαλισμό στην Τουρκία. Θεωρώντας ότι οι κεμαλικές ένοπλες δυνάμεις ήταν προοδευτικές, επέμενε σε ένα αυταρχικό, από πάνω προς τα κάτω στρατιωτικό καθεστώς για την εφαρμογή και τη διοίκηση του σοσιαλισμού και υποστήριζε ότι ο χρόνος ήταν ώριμος για ένα τέτοιο βήμα – ο στρατός είχε αποδείξει τα διαπιστευτήριά του με το πρόσφατο πραξικόπημα.

Ο Αϊμπάρ τάχθηκε έντονα κατά της στρατιωτικής επέμβασης, αντιπαραθέτοντας στη γραμμή του MDD μια «σοσιαλιστική επανάσταση» (SD / Sosyalist Devrim). Ενώ το πραξικόπημα του 1960 είχε οδηγήσει σε μια πιο ανοιχτή κοινωνία, πίστευε ότι ένα άλλο πραξικόπημα θα οδηγούσε στον φασισμό. Αλλά μια πιο ταξική, θεωρητική αντιπολίτευση προερχόταν από την Μποράν, ο οποία υποστήριζε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύντομος δρόμος προς το σοσιαλισμό. Για αυτήν, ο σοσιαλισμός απαιτούσε την ενεργό συμμετοχή του λαού:

«Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της “σύντομης διαδρομής”, η λαϊκή υποστήριξη μπορεί να διατηρηθεί με το να γίνονται πράγματα που ωφελούν τον λαό και που τελικά θα μετατραπούν σε λαϊκή κυριαρχία. Όσοι υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις παρερμηνεύουν αυτή τη λαϊκή κυριαρχία, καθώς την εκλαμβάνουν ως παθητική υποστήριξη του λαού... Ένα καθεστώς που εξαρτάται πραγματικά από το λαό, ωστόσο, είναι μια μορφή καθεστώτος όπου ο λαός συμμετέχει ενεργά σε όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διακυβέρνηση, στην προετοιμασία των μεταρρυθμίσεων και στην εκτέλεσή τους.»15

Η Μποράν ήταν η μόνη εκείνη την περίοδο που είχε κάποια αντίληψη της αντιφατικής συνείδησης. Υποστήριζε ότι χωρίς έναν μακροχρόνιο αγώνα για την οργάνωση και τη δημιουργία συνείδησης της εργατικής τάξης, κάθε αυταρχικό καθεστώς «θα είχε να αντιμετωπίσει τις μάζες που θα προσκολλούνταν στις παλιές πολιτικές πεποιθήσεις και παραδόσεις τους... και καθώς οι μάζες θα έπρεπε να κάνουν οικονομικές θυσίες κατά την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, πώς θα υποστήριζαν τότε αυτό το νέο καθεστώς;»16 Όμως, όσο ριζοσπαστικά και αν μιλούσαν τμήματα του TİP, το πρόγραμμα και η στρατηγική τους ήταν ξεκάθαρα ρεφορμιστικά. Η δημοκρατική σοσιαλιστική επανάσταση του TİP θα κερδιζόταν μέσω της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική πολιτική.

Το 1965 το TİP κέρδισε ένα απροσδόκητο ποσοστό 3,2% (270.000 ψήφοι) και 15 έδρες στο κοινοβούλιο. Αυτή ήταν μια σημαντική επιτυχία για ένα τόσο νέο κόμμα και ο Αϊμπάρ διακήρυξε ότι «ποτέ άλλοτε ένα σοσιαλιστικό κόμμα που συμμετείχε για πρώτη φορά σε εκλογές δεν κέρδισε τόσες πολλές έδρες».17 Η εκπροσώπηση των σοσιαλιστών στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά δημιούργησε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στο χώρο της αριστεράς. Όμως η πραγματικότητα ήταν ότι οι ψήφοι του TİP ήταν πολύ λίγες. Οι 15 βουλευτές ήταν το αποτέλεσμα ενός εκλογικού συστήματος που ευνοούσε τα μικρά κόμματα – μια παρατυπία μιας ρύθμισης που είχε σχεδιαστεί για να αποτρέψει τον αυταρχισμό. (Μετά την είσοδο του TİP στο κοινοβούλιο, το εκλογικό σύστημα άλλαξε γρήγορα, συμβάλλοντας στη μεγάλη μείωση των ψήφων του TİP το 1969).

Η επιτυχία και η αδυναμία των εκλογικών αποτελεσμάτων του TİP έδωσαν στον Μπελλί την αυτοπεποίθηση να επιχειρήσει πραξικόπημα στο τρίτο συνέδριο του κόμματος το 1966 στη Μαλάτια. Σε μια πολύ έντονη και δημόσια μάχη των φραξιών, αγωνίστηκε για την άποψη της MDD. Όταν τέθηκε σε ψηφοφορία ο Αϊμπάρ κέρδισε και η φράξια της MDD αποβλήθηκε, αλλά το κόμμα βγήκε από το συνέδριο σοβαρά αποδυναμωμένο. Ο Μπελλί ξεκίνησε ένα νέο περιοδικό, την Τουρκική Αριστερά (Türk Solu), το οποίο συγκέντρωσε όλους όσοι ήταν αντίθετοι με την επίσημη γραμμή του κόμματος και το χρησιμοποίησε για να επιτεθεί στον Αϊμπάρ. Είχαν αποκαλυφθεί οι εσωτερικές διαιρέσεις που θα διέλυαν το TİP στο θερμό κλίμα του 1968, υπό την πίεση πρώτα της μαχητικότητας του φοιτητικού κινήματος και στη συνέχεια της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία.18

 

Αυξανόμενες εντάσεις

Κατά τη μετάβαση από το μονοκομματικό καθεστώς του Ατατούρκ το 1946 στην πολυκομματική δημοκρατία, η απαγόρευση των συνδικάτων άρθηκε, αν και το δικαίωμα στην απεργία παρέμεινε απαγορευμένο. Το 1952 πολλά συνδικάτα ενώθηκαν στη Συνομοσπονδία Τουρκικών Συνδικάτων (Türk-İş), η οποία σχηματίστηκε με κεφάλαια, συμβουλές και εκπαίδευση από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων και την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας. Από την αρχή η αμερικανικού τύπου Türk-İş αυτοανακηρύχθηκε «μη πολιτικό συνδικάτο», τονίζοντας την «απόλυτη ανεξαρτησία» της από τα πολιτικά κόμματα και την προσήλωσή της στον πατριωτισμό, απαγορεύοντας ακόμη και σε συνδικαλιστικά στελέχη να αναλαμβάνουν επίσημες θέσεις σε πολιτικά κόμματα19.

Στην περισσότερο ελεύθερη ατμόσφαιρα που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1960, η αναπτυσσόμενη εργατική τάξη είχε αυτοπεποίθηση και ήταν μαχητική. Το πρώτο σημάδι αυτής της μαχητικότητας και της αναπτυσσόμενης οργανωτικής δύναμης των συνδικάτων ήρθε μόλις έξι μήνες μετά την έγκριση του νέου συντάγματος. Το σύνταγμα του 1961 περιλάμβανε το δικαίωμα στην απεργία, αλλά υπήρξαν καθυστερήσεις στην ψήφισή του σε νόμο. Τον Δεκέμβριο, 100.000 εργάτες από τα πιο βιομηχανικά κέντρα της Τουρκίας διαδήλωσαν σε έξι φάλαγγες στο Saraçhane της Κωνσταντινούπολης για μια μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τις καθυστερήσεις, φωνάζοντας συνθήματα όπως «οι απεργίες είναι δικαίωμα και όχι χάρη» και «ένα συνδικάτο χωρίς απεργίες είναι σαν ένας στρατός χωρίς όπλα».

Οι οργανώσεις των συνδικάτων αναπτύσσονταν σταθερά καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960. Το 1961 υπήρχαν 511 συνδικάτα με κάτι λιγότερο από 300.000 μέλη. Μέχρι το 1970 υπήρχαν 737 συνδικάτα με σχεδόν 820.000 μέλη.20 Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας ο αριθμός των απεργιών και των απεργών που συμμετείχαν στη δράση αυξανόταν σταθερά.21 Ένα σαφές σημάδι της μαχητικότητας των εργαζομένων ήταν ο αριθμός των ανεπίσημων απεργιών, ο οποίος σύμφωνα με μια εκτίμηση (δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία) ανερχόταν σε 38 με τη συμμετοχή 70.000 απεργών μεταξύ 1963 και 1968, πολλές από τις οποίες έλαβαν χώρα σε μεγαλύτερα εργοστάσια άνω των 1.000 εργαζομένων.22

Σε αυτή την ολοένα και πιο μαχητική ατμόσφαιρα, αποκαλύφθηκε επανειλημμένα η επιμονή της ηγεσίας της Türk-İş να διατηρήσει καλές σχέσεις με τους εργοδότες και την κυβέρνηση. Ένα παράδειγμα ήταν η απεργία στο Κοζλού στην περιοχή των ορυχείων Ζονγκούλντακ το 1965, όταν 6.000 ανθρακωρύχοι απήργησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άνιση κατανομή των επιδομάτων και μπλόκαραν με οδοφράγματα το ορυχείο για τρεις ημέρες. Οι δυνάμεις ασφαλείας επιτέθηκαν, πυροβολώντας δύο ανθρακωρύχους. Αντί να υπερασπιστεί τους ανθρακωρύχους, η ηγεσία της Türk-İş κατήγγειλε την απεργία ως παράνομη και κατηγόρησε τους απεργούς ότι ήταν κομμουνιστές προβοκάτορες.23 Από το 1965 ο αριθμός των συνδικάτων που εγκατέλειπαν την Türk-İş αυξανόταν και γινόταν όλο και πιο σαφές ότι πολλοί από τη βάση δεν εμπιστεύονταν πλέον την ομοσπονδία.24

Η δυσαρέσκεια με την Türk-İş κορυφώθηκε το 1966 με την απεργία 2.200 εργατών στις υαλουργίες Πασαμπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη. Ένα συνδικάτο του εργοστασίου επιχείρησε να σπάσει μια υπάρχουσα συμφωνία, αλλά η Türk-İş έκανε συμφωνία με τη διοίκηση. Αγνοώντας την επίσημη θέση της Türk-İş, πέντε συνδικάτα σχημάτισαν μια επιτροπή υποστήριξης της απεργίας25 και συγκέντρωσαν ένα σημαντικό ποσό 46.000 λιρών και 10 τόνους φρούτων σε ένδειξη αλληλεγγύης.26 Στο τέλος της απεργίας η ηγεσία έθεσε σε διαθεσιμότητα τα συνδικάτα για το ρόλο τους- τέσσερα από αυτά συνέχισαν ιδρύοντας μια εναλλακτική οργάνωση, τη Συνομοσπονδία Επαναστατικών Συνδικάτων (DİSK / Devrimci İşçi Sendikaları Konfederasyonu), το Φεβρουάριο του 1967.

Ο σχηματισμός του DİSK ήταν μια σημαντική εξέλιξη στο εργατικό κίνημα. Αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς στα εργοστάσια του ιδιωτικού τομέα που είχαν αυξηθεί κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και ήταν συγκεντρωμένα στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Ισταμπούλ, της Σμύρνης και του Ιζμίτ στα δυτικά της χώρας. Τα μέλη του Türk-İş παρέμειναν περισσότερο συγκεντρωμένα στις παλιές κρατικές βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1930, στον χάλυβα, την κλωστοϋφαντουργία, το τσιμέντο, τον άνθρακα και τη ζάχαρη, οι οποίες, λόγω του κρατικού σχεδιασμού, είχαν κατανεμηθεί σε όλη τη χώρα. Μετά τον σχηματισμό της DİSK σημειώθηκε απότομη αύξηση του αριθμού των απεργιών και αύξηση των ανεπίσημων απεργιών, πολλές από τις οποίες ήταν αγώνες για την ένταξη σε συνδικάτο που ανήκε στην DİSK.

Ενώ η εργατική τάξη έβρισκε τα βήματά της, το φοιτητικό κίνημα αναλάμβανε ενεργό και μαχητικό ρόλο στην εθνική πολιτική καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Το φοιτητικό κίνημα γεννήθηκε ως ένα ιδεολογικό κίνημα, σύμμαχος της κεμαλικής γραφειοκρατίας.27 Στο νεοσύστατο έθνος-κράτος του Ατατούρκ, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια δεν αφορούσαν μόνο την παραγωγή της μελλοντικής ελίτ, αλλά ήταν επίσης σημαντικά στο να ενσταλάξουν στους νέους τον ρόλο τους ως υπερασπιστές του έθνους. Στην «Προσφώνηση προς τη νεολαία» του 1927 ο Ατατούρκ απηύθυνε έκκληση στους νέους να υπερασπιστούν το έθνος όχι μόνο από τους ξένους εισβολείς αλλά και από τους εθνικούς ηγέτες που «μπορεί να ενωθούν με τις πολιτικές φιλοδοξίες των εισβολέων για τα προσωπικά τους συμφέροντα... Το πρώτο σας καθήκον είναι να προστατεύετε και να υπερασπίζεστε για πάντα την τουρκική ανεξαρτησία και την Τουρκική Δημοκρατία... Η δύναμη που θα χρειαστείτε υπάρχει στο ευγενές αίμα που ρέει στις φλέβες σας!». Η σημασία του ελιτίστικου ρόλου που ανατέθηκε στους νέους ήταν τέτοια που ορισμένοι τους θεωρούσαν ως μια ξεχωριστή «κάστα» στην τουρκική κοινωνία.28 Δεν είναι να απορεί κανείς που η δύναμη αυτού του μηνύματος βρήκε απήχηση στους φοιτητές σε κρίσιμες συγκυρίες.

Η αυτοπεποίθηση των φοιτητών να αναλάβουν το ρόλο που τους είχε αναθέσει ο Ατατούρκ είχε ήδη ενισχυθεί όταν μια μαζική φοιτητική διαμαρτυρία για την υπεράσπιση της πανεπιστημιακής αυτονομίας φάνηκε να πυροδοτεί το πραξικόπημα του 1960. Μια πρόταση της κυβέρνησης Μεντερές τον Φεβρουάριο του 1960 να υπαχθούν οι σχολές πολιτικών επιστημών στο Υπουργείο Παιδείας προκάλεσε μια μεγάλη φοιτητική διαδήλωση στις 28 Απριλίου 1960, στην οποία επιτέθηκε η αστυνομία, σκοτώνοντας έναν φοιτητή. Οι διαμαρτυρίες επεκτάθηκαν στην Άγκυρα και στις 11 Μαΐου η Στρατιωτική Ακαδημία και χιλιάδες φοιτητές πανεπιστημίων και λυκείων βγήκαν στους δρόμους. Δύο εβδομάδες αργότερα ο στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας. Το πραξικόπημα είχε προγραμματιστεί για αρκετό καιρό και, είτε προκλήθηκε από τις φοιτητικές διαμαρτυρίες είτε όχι, η εγγύτητά τους με το πραξικόπημα καθιστά εύκολο να εκτιμήσουμε την αίσθηση της δράσης των φοιτητών για να προκαλέσουν πολιτική αλλαγή.

Οι φοιτητές κατέβαιναν όλο και περισσότερο στους δρόμους για να παρέμβουν στην εθνική πολιτική ως υπερασπιστές του κεμαλικού σχεδίου. Το 1962, διαδήλωσαν 10.000 στην Ισταμπούλ ενάντια στην πρόταση αμνηστίας για τους υπουργούς του DP της καθαιρεθείσας κυβέρνησης και ξανά το 1963 στην προτεινόμενη αποφυλάκιση του καθαιρεθέντος προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ. Ως απάντηση στην κυπριακή κρίση το 1964, όταν οι ΗΠΑ επενέβησαν για να αποτρέψουν την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο για την υπεράσπιση του τουρκικού πληθυσμού, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές διαδήλωσαν στην Ισταμπούλ ζητώντας «στρατό στην Κύπρο» και 20.000 στην Άγκυρα όπου πέταξαν πέτρες την ελληνική πρεσβεία.

Οι συζητήσεις που διεξάγονταν στην Αριστερά σχετικά με την πορεία ανάπτυξης της Τουρκίας και, κυρίως, την ανεξαρτησία της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βρήκαν ανταπόκριση στους φοιτητές του κεμαλισμού. Η εκλογική επιτυχία του TİP το 1965 και η επίμονη διαφωνία του στο κοινοβούλιο σχετικά με την κλίμακα της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ του έδωσαν αυξανόμενη επιρροή μεταξύ των φοιτητών. Το TİP δημιούργησε μια φοιτητική οργάνωση, τις Λέσχες Ιδεών, υπό την ομπρέλα της Συνομοσπονδίας Λεσχών Ιδεών (FKF / Fikir Kulüpleri Federasyonu), ως εναλλακτική λύση στις στατικές και «ημι-κορπορατιστικές» φοιτητικές ενώσεις.29 Η FKF αναπτύχθηκε ραγδαία και τα μέλη του TİP κέρδισαν όλες τις εκλογές. Υπό την επίδραση της πιο ριζοσπαστικής πολιτικής του TİP οι φοιτητές άρχισαν να αναλαμβάνουν πιο άμεση δράση.

Το 1965 οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησαν την εκστρατεία «Χρησιμοποιήστε το τουρκικό πετρέλαιο», κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι «εκμεταλλεύονται» την Τουρκία, και ένα μήνα αργότερα, ένα μποϊκοτάζ προκάλεσε την απαγόρευση της Coca-Cola στα πανεπιστημιακά κυλικεία. Η ανησυχία των φοιτητών για την εθνική οικονομία ήταν τέτοια που όταν οι εργαζόμενοι στα καύσιμα ανακοίνωσαν απεργία, 5.000 φοιτητές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του συνδικάτου των εργαζομένων στα καύσιμα απαιτώντας την αναβολή της απεργίας καθώς θα έβλαπτε την ανταγωνιστικότητα του τουρκικού πετρελαίου.30

Κατά τη διάρκεια του 1967 το TİP απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή στη φοιτητική πολιτική και, μέσω του FKF, οι φοιτητές ακτιβιστές του ήταν σε θέση να προσελκύσουν γύρω τους ευρύτερες ομάδες φοιτητών. Όμως ο εναγκαλισμός του TİP με τον κεμαλισμό ευνοούσε τον εθνικισμό των φοιτητών. Το δεύτερο εξάμηνο του 1967 οι επισκέψεις του έκτου στόλου στην Ισταμπούλ και τη Σμύρνη έγιναν στόχος των φοιτητών. Στα τέλη Ιουνίου, 4.000 διαδήλωσαν στην Ισταμπούλ με το σύνθημα «Στρατός και νεολαία, χέρι-χέρι», ενώ τον Οκτώβριο φοιτητές επιτέθηκαν σε Αμερικανούς στρατιώτες στη Σμύρνη. Με την επαναφορά του Κυπριακού τον Νοέμβριο του 1967, αριστεροί φοιτητές συμμετείχαν σε μια δεξιά διαδήλωση 100.000 ατόμων. Ενώ τα δεξιά συνθήματα ήταν επιθετικά κατά της Ελλάδας και των Κυπρίων, η αριστερά επιτέθηκε τόσο στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό που εμπόδιζε την τουρκική κυβέρνηση να επέμβει όσο και στην τουρκική κυβέρνηση για την παθητικότητά της και την υποταγή της στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.31

Ωστόσο, η επιρροή του TİP μεταξύ των φοιτητών δεν θα διαρκούσε. Η παθητική, ρεφορμιστική δέσμευσή του στο κοινοβούλιο σήμαινε ότι η επιρροή του μεταξύ των φοιτητών θα αμφισβητούνταν σοβαρά στην έξαρση του 1968.

 

1968

Οι ηλεκτρικοί σπινθήρες των φοιτητικών αγώνων που μεταπήδησαν από άκρο σε άκρο σε όλη την Ευρώπη την άνοιξη του 196832 έφτασαν στην Τουρκία τον Ιούνιο και πυροδότησαν τις εντάσεις που είχαν δημιουργηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, πρώτα ανάμεσα στους φοιτητές και τον επόμενο χρόνο μέσα στην εργατική τάξη. Ο τουρκικός Τύπος είχε παρακολουθήσει λεπτομερώς τις ευρωπαϊκές φοιτητικές εξεγέρσεις και είε σημάνει συναγερμός για την ομοιότητά τους με τις φοιτητικές διαμαρτυρίες στην Τουρκία. Η χώρα «περίμενε την εξέγερση»33 και αυτή ξέσπασε απροσδόκητα σε μια από τις πιο απολίτικες σχολές στις 10 Ιουνίου. Μια ομάδα φοιτητών στη Σχολή Γλώσσας, Ιστορίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας περικύκλωσε τον επικεφαλής της Φοιτητικής Ένωσης απαιτώντας αλλαγές στο εξεταστικό σύστημα. Ένας φοιτητής φώναξε «Ας κάνουμε μποϊκοτάζ!», «Ας κάνουμε ό,τι κάνουν οι φοιτητές στην Ευρώπη!». «Χωρίς καμία οργάνωση ή εντολή, ξαφνικά, σαν να είχε σχεδιαστεί από πριν λεπτομερώς, περίπου εκατό φοιτητές απλώθηκαν γύρω από τις αίθουσες εξετάσεων καλώντας τους φοιτητές να αποχωρήσουν. Ήταν σαν να περίμεναν το κάλεσμα. Ξαφνικά οι αίθουσες εξετάσεων άδειασαν».34

Η είδηση αυτής της αυθόρμητης κατάληψης και της υποστήριξης που είχε δεχτεί έφτασε στην Ισταμπούλ. Δύο ημέρες αργότερα, ο Ντενίζ Γκεζμίς, ένας ακτιβιστής που θα γινόταν μια θρυλική μορφή της τουρκικής αριστεράς, μπήκε σε ένα αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ισταμπούλ και εκφώνησε μια συγκλονιστική ομιλία καλώντας σε υποστήριξη για την κατάληψη της Άγκυρας - το αμφιθέατρο άδειασε. Μέσα σε λίγες ημέρες το κίνημα της κατάληψης είχε εξαπλωθεί στα περισσότερα πανεπιστήμια, τεχνικές σχολές, ιδιωτικές ακαδημίες και ιδρύματα κατάρτισης εκπαιδευτικών. Τα αιτήματα επικεντρώθηκαν σε πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις, τόσο γενικές, όπως για παράδειγμα το πάγωμα των πανεπιστημιακών διδάκτρων και η ένταξη των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων, όσο και τοπικές, όπως για παράδειγμα οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Ισταμπούλ απαίτησαν φθηνά, συγκεκριμένα βιβλία μαθημάτων και τον τερματισμό των προφορικών εξετάσεων.35 Δεξιοί φοιτητές προσπάθησαν να επιτεθούν στις καταλήψεις, αλλά αυτές οι αρχικές επιθέσεις ήταν μικρές, ανοργάνωτες και αποκρούονταν εύκολα. Σε γενικές γραμμές αυτές οι πρώτες καταλήψεις έτυχαν κάποιας συμπάθειας από την κοινή γνώμη και το CHP ξεκίνησε συζητήσεις για πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις. Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων υποχώρησαν σε πολλά από τα αιτήματα, τερματίζοντας τις καταλήψεις στα τέλη Ιουνίου.

Ο αυθορμητισμός των καταλήψεων έφερε σε αμηχανία την FKF που κυριαρχούσε στο TİP, η οποία σχεδίαζε μια σειρά από μετριοπαθείς εκστρατείες για το φθινόπωρο, και δίστασε να συμμετάσχει, προκαλώντας κατηγορίες παθητικότητας από τους φοιτητές της MDD. Ωστόσο, μέσα σε λίγες ημέρες, η FKF επαναπροσανατολίστηκε και ανέλαβε ηγετικό ρόλο που έμελλε να την αναδείξει σε κορυφαία φοιτητική οργάνωση.36 Όμως, ο δισταγμός της αποκάλυψε εντάσεις μέσα στο κίνημα που έμελλε να αποτελέσουν το επίκεντρο των πρώτων διασπάσεων.

Το κίνημα διεύρυνε τις συζητήσεις μεταξύ των φοιτητών, από τις πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις μέχρι τα εθνικά προβλήματα, ιδιαίτερα τον αγώνα κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογική σύγχυση στο εσωτερικό του TİP, ωστόσο, αντανακλούνταν στη φοιτητική οργάνωση, με διαιρέσεις μεταξύ των υποστηρικτών της γραμμής της SD του Αϊμπάρ και της MDD του Μπελλί. Στο FKF αυτές οι διαφορές εκφράστηκαν με βασικούς όρους μεταξύ παθητικότητας και μαχητικότητας: με επίκεντρο το κοινοβούλιο, οι φοιτητές της SD υποστήριζαν την ειρηνική διαμαρτυρία- με μια πιο επαναστατική προοπτική, οι φοιτητές της MDD ενθάρρυναν τη μαχητικότητα. Σε μια ατμόσφαιρα αυξανόμενης αυτοπεποίθησης, έχοντας καταλάβει με επιτυχία τα πανεπιστήμιά τους και αποκρούσει τις επιθέσεις της δεξιάς, η μαχητικότητα των φοιτητών της MDD άρχισε να βρίσκει απήχηση στους φοιτητές και οι διαμαρτυρίες άρχισαν να αποκτούν πιο σκληρή μορφή και να προσελκύουν πιο βίαιες αντιδράσεις.

Στις 15 Ιουλίου φοιτητές επιτέθηκαν σε ναυτικούς των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη σε διάφορα ξεχωριστά περιστατικά, με αποτέλεσμα 15 συλλήψεις. Μετά από διαμαρτυρία κατά των συλλήψεων ακολούθησε στις 4.30 π.μ. αστυνομική επιδρομή σε φοιτητικό κοιτώνα στην Ισταμπούλ. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής ένας φοιτητής είτε σπρώχτηκε είτε έπεσε από ένα παράθυρο και πέθανε από τα τραύματά του λίγες μέρες αργότερα. Στις 17 Ιουλίου, σε μια οργισμένη διαδήλωση διαμαρτυρίας για την επίθεση της αστυνομίας και την επίσκεψη του έκτου στόλου, περίπου 1.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από την πανεπιστημιούπολη στην Ισταμπούλ κοντά στην πλατεία Ταξίμ. Οι ηγέτες των φοιτητών του TİP προσπάθησαν να συγκρατήσουν τη μαχητική διάθεση και υποστήριξαν ότι δεν έπρεπε να προχωρήσουν σε πορεία το ένα χιλιόμετρο μέχρι το Ντολμαμπαχτσέ, όπου είχε ελλιμενιστεί ο έκτος στόλος. Ο μαχητικός λόγος των φοιτητών της MDD, ωστόσο, συνδέθηκε με το κλίμα και η οργισμένη διαδήλωση διαμαρτυρίας κατέληξε στην αποβάθρα, όπου ένας αριθμός Αμερικανών ναυτικών ρίχτηκε στη θάλασσα και ο στόλος αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το περιστατικό έγινε συμβολικό για την επιμονή του φοιτητικού κινήματος.

Με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους, το φθινόπωρο του 1968, καθώς έγινε σαφές ότι οι διοικήσεις δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν τα αιτήματα του καλοκαιριού, ένα δεύτερο κύμα καταλήψεων έπληξε τα πανεπιστήμια. Ήταν ακόμα αυθόρμητες, αλλά τώρα καθοδηγούνταν από σοσιαλιστές φοιτητές και ξεκίνησαν με πιο ριζοσπαστικά αιτήματα: αντί για «επανάσταση στην εκπαίδευση», το αίτημα ήταν τώρα «εκπαίδευση για την επανάσταση». (Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ωστόσο, ότι η επανάσταση που είχαν στο μυαλό τους οι περισσότεροι φοιτητές ήταν αυτή του κεμαλισμού37). Θορυβημένοι από τον συνεχιζόμενο ριζοσπαστισμό, οι δεξιοί αύξησαν τις επιθέσεις τους, και αυτή την περίοδο άρχισαν οι βίαιες συγκρούσεις στις πανεπιστημιουπόλεις, καθώς οι αριστεροί φοιτητές αμύνονταν απέναντι στη φασιστική βία.

 

Η ανάπτυξη της ακροδεξιάς

Το κίνημα των καταλήψεων του Ιουνίου είχε ξεσπάσει σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που τροφοδοτήθηκε από τα γεγονότα στην Ευρώπη. Ο αυθορμητισμός τους και η γρήγορη κλιμάκωσή τους θορύβησαν την ακροδεξιά, η οποία ηγήθηκε των επιθέσεων κατά των καταλήψεων. Ενώ στην αρχή ήταν μικρές και ανοργάνωτες, αποτέλεσαν την αρχή μιας δεκαετούς περιόδου φασιστικής οργάνωσης, κινητοποίησης και ανάπτυξης.

Το φασιστικό κίνημα οικοδομήθηκε από τον Τουρκές, τον παντουρκιστή και υποστηρικτή του Χίτλερ που είχε κάνει τη ραδιοφωνική ανακοίνωση του πραξικοπήματος του 1960. Ήταν επικεφαλής του φασιστικού Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP / Milliyetçi Hareket Partisi) και σχημάτισε την παραστρατιωτική του πτέρυγα, γνωστή ως Γκρίζοι Λύκοι.

«Από το 1968, οι “Γκρίζοι Λύκοι” (Bozkurtlar) εμφανίζονταν όλο και περισσότερο στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων, ιδίως της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης. Αριθμώντας από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες, οι ένστολες πορείες και διαδηλώσεις τους και οι βίαιες συγκρούσεις τους με αριστερές ομάδες προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Τύπου... ο οποίος δεν παρέλειψε να κάνει συγκρίσεις με φασιστικές και ναζιστικές νεολαιίστικες ομάδες.»38

Τον Αύγουστο του ίδιου έτους ήρθε στο φως η ύπαρξη στρατοπέδων εκπαίδευσης κομάντος, όπου, όπως ισχυρίστηκε ο Τουρκές, 1.000 νέοι άνδρες εκπαιδεύονταν σε μάχες στο δρόμο για την καταπολέμηση των κομμουνιστών.39 Ενώ ο Τουρκές ήταν υπεύθυνος για την ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος στην Τουρκία, οι ΗΠΑ ήταν υπεύθυνες για τον ίδιο τον Τουρκές. Είχε στρατολογηθεί από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της Επιχείρησης Gladio, μιας μυστικής επιχείρησης του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η οποία δημιουργούσε στρατούς «σε αναμονή» για να υποστηρίξουν τις επίσημες δυνάμεις του ΝΑΤΟ σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής και να αντιμετωπίσουν τους εσωτερικούς εχθρούς. Το Τμήμα Ειδικού Πολέμου του Τουρκές, που δημιουργήθηκε το 1965, θεωρείται ως μία από τις βασικές ιδρυτικές οργανώσεις του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας.40

Δεν ήταν μόνο οι φασίστες που επιτέθηκαν στις φοιτητικές καταλήψεις. Δεξιοί ισλαμιστές, ενθαρρυμένοι από την αντικομμουνιστική ρητορική του Κόμματος Δικαιοσύνης του Ντεμιρέλ (AP, διάδοχος του Δημοκρατικού Κόμματος / DP), συχνά συμμετείχαν στις επιθέσεις των Γκρίζων Λύκων. Στις 23 Ιουλίου, την παραμονή των διαδηλώσεων κατά των ΗΠΑ που είχαν προγραμματίσει καθηγητές και φοιτητές στη μικρή πόλη Κόνια στη μεσοδυτική Τουρκία, μια ομάδα 3-4.000 ακροδεξιών ισλαμιστών οργίασε στην πόλη επιτιθέμενη σε συλλόγους καθηγητών, αριστερά βιβλιοπωλεία, την τοπική εφημερίδα, καζίνο και νυχτερινά κέντρα.41

 

Η γέννηση της επαναστατικής αριστεράς

Μια νέα έκρηξη φοιτητικών καταλήψεων ξέσπασε το 1969 με τακτικό κλείσιμο των πανεπιστημίων και όλο και πιο βίαιες επιθέσεις της δεξιάς στις πανεπιστημιουπόλεις. Η αστυνομία καλούνταν τακτικά για να κάνει συλλήψεις και να ψάξει για όπλα, μαζεύοντας παλούκια, όπλα, βόμβες μολότοφ και ακόμη και δυναμίτη. Μέχρι το φθινόπωρο, οι επιθέσεις είχαν μετατραπεί σε ανταλλαγές πυροβολισμών και αρκετοί φοιτητές είχαν σκοτωθεί. Τον Φεβρουάριο του 1969, σε αυτό που θα γινόταν γνωστό ως «Ματωμένη Κυριακή», μια διαμαρτυρία 20-30.000 φοιτητών και συνδικαλιστών εναντίον μιας άλλης επίσκεψης του Έκτη Στόλου δέχτηκε επίθεση από 10.000 ισλαμιστές και φασίστες με ξύλα και μαχαίρια σκοτώνοντας δύο και τραυματίζοντας 200.42 Κατά τη διάρκεια του 1969-70 οι Γκρίζοι Λύκοι αύξησαν τις επιθέσεις τους εναντίον της αριστεράς, με αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές.

Στις αρχές του 1969 οι φοιτητές της MDD τραβούσαν την FKF σε πιο μαχητικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα το κάψιμο του αυτοκινήτου του Αμερικανού πρέσβη Ρόμπερτ Κόμερ. Ο αυξανόμενος αριθμός διαδηλώσεων, ιδίως για τις επισκέψεις του έκτου στόλου, αύξησε τις εντάσεις μεταξύ των φοιτητών της SD που ήθελαν να διατηρήσουν τις διαδηλώσεις ειρηνικές και των φοιτητών της MDD που πίεζαν ώστε κάθε διαδήλωση να μετατρέπεται σε σύγκρουση. Στο τέταρτο συνέδριο της FKF τον Οκτώβριο του 1969 οι φοιτητές της MDD ανέλαβαν τον έλεγχο όλων των θέσεων, απέβαλαν τους φοιτητές της SD και μετονόμασαν την οργάνωση σε Dev-Genç (Επαναστατική Νεολαία). Αλλά ενώ η μαχητική ρητορική της MDD είχε βρει απήχηση μεταξύ των φοιτητών που είχαν απογοητευτεί από την παθητικότητα της κοινοβουλευτικής πολιτικής, καθώς η βία αυξανόταν, οι μαχητικοί φοιτητές βρέθηκαν όλο και περισσότερο αποξενωμένοι από το κύριο σώμα των φοιτητών. Αυτό έγινε σαφές τον Μάρτιο του 1970, όταν οι προσπάθειες διοργάνωσης εκδηλώσεων για τον εορτασμό του Πολέμου της Ανεξαρτησίας 1919-23 επισκιάστηκαν από νέες φασιστικές επιθέσεις, πυροβολισμούς, αστυνομικές επιδρομές και κλείσιμο πανεπιστημίων. Η μαζική διαδήλωση που επρόκειτο να γίνει στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσε μόλις 3.000 άτομα- ακυρώθηκε όταν έγινε γνωστό ότι οι φασίστες περίμεναν να επιτεθούν. Ήταν το τέλος της φοιτητικής πολιτικής. Οι πανεπιστημιουπόλεις είχαν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες. Οι ακτιβιστές έβλεπαν τώρα πέρα από τα πανεπιστήμια στους αυξανόμενους εργατικούς και αγροτικούς αγώνες.

Η κατάκτηση της FKF από την MDD στα τέλη του 1969 δεν εκτόπισε μόνο την SD από τη φοιτητική ηγεσία. Αποκάλυψε επίσης μια διάσπαση στο εσωτερικό της MDD που μεγάλωνε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η βάση της οποίας ήταν ο ασυνεπής έμπρακτος ριζοσπαστισμός της MDD –που ηγείτο και προωθούσε μαχητικές δράσεις– σε συνδυασμό με την άποψή της ότι η επανάσταση θα διεξαγόταν από ριζοσπάστες στρατιώτες.43 Αυτό άφηνε ένα παθητικό ρόλο για τη νεολαία, η οποία έπρεπε απλώς να προετοιμάσει τις συνθήκες για να δράσει ο στρατός. Καθώς το φοιτητικό κίνημα κλιμακωνόταν, ριζοσπάστες φοιτητές επηρεασμένοι από τις ιδέες του Τσε Γκεβάρα, του Κάρλος Μαριγκέλα και του Ρεζίς Ντεμπρέ καθώς και των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Μάο ανέλαβαν ηγετικό ρόλο. Σε συνδυασμό με τον ενεργό ρόλο που απέδιδε ο κεμαλισμός στους φοιτητές για την υπεράσπιση του έθνους και την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση που είχαν αποκτήσει από την καθοδήγηση των καταλήψεων, και παίρνοντας τα όπλα ενάντια στη φασιστική επίθεση, άρχισαν να βλέπουν την αυτοοργάνωσή τους ως τη βάση για ένα επαναστατικό κίνημα και οι ιδέες της λατινοαμερικάνικης τακτικής του αντάρτικου γίνονταν όλο και πιο ελκυστικές.

Ένας από τους ηγέτες των φοιτητών που αναδύθηκε από το κίνημα των καταλήψεων ήταν ο Μαχίρ Τσαγιάν, ένας μαοϊκός που τόνισε την ανάγκη για ένα αυτόνομο επαναστατικό κόμμα. Ηγήθηκε μιας διάσπασης από την MDD και σχημάτισε το Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα-Μέτωπο της Τουρκίας (THKP-C / Türkiye Halk Kurtuluş Partisi-Cephesi) το 1970. Η ανάγκη για αυτοοργάνωση υποστηρίχθηκε από μια άλλη ομάδα γύρω από τον Γκεζμίς, περισσότερο επηρεασμένη από τον γκεβαρισμό, η οποία υποστήριζε ότι το πρωτοπόρο κόμμα θα προέκυπτε από τον επαναστατικό στρατό. Αποχώρησαν από την MDD και σχημάτισαν τον Τουρκικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (THKO / Türkiye Halk Kurtuluş Ordusu). Οι εναπομείναντες οπαδοί της MDD τάχθηκαν πίσω από τον Ντογού Περιντσέκ (ο οποίος σήμερα ηγείται του εθνικιστικού Πατριωτικού Κόμματος – Vatan Partisi), από το οποίο αργότερα θα αποσχιζόταν μια ομάδα με επικεφαλής τον Ιμπραχίμ Καϊπάκκαγια, το Επαναστατικό Κόμμα Εργατών και Αγροτών της Τουρκίας (TİİKP / Türkiye İhtilâlci İşçi Köylü Partisi). Ο Καϊπάκκαγια ήταν κι αυτός μαοϊκός και ο μόνος κορυφαίος ακτιβιστής που έσπασε ριζικά με τον κεμαλισμό.

Η ιδέα ενός αγροτικού πολέμου ενθαρρύνθηκε από το ξέσπασμα των καταλήψεων γης που προσέλκυσε τους νεαρούς μαοϊκούς ακτιβιστές, οι οποίοι βοήθησαν στην οργάνωση διαδηλώσεων και συναντήσεων. Στο χωριό Αταλάν οι καταλήψεις ζητούσαν την ισοκατανομή της κρατικής γης που ελέγχονταν από έξι μεγάλους γαιοκτήμονες, στην Ούρφα οι αγρότες κατέλαβαν και καλλιέργησαν κρατική γη και στο Σόκε 100 χωριά έκαναν κατάληψη για να απαιτήσουν τη μεταρρύθμιση της γης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1971 και του 1972 οι αντάρτικες ομάδες πραγματοποίησαν σειρά επιθέσεων, απήγαγαν αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό προκειμένου να διαμαρτυρηθούν κατά της αμερικανικής παρουσίας και οργάνωσαν ληστείες τραπεζών για τη χρηματοδότηση του «λαϊκού πολέμου». Αλλά ακριβώς την ώρα που οι νέοι επαναστάτες πήγαιναν στην ύπαιθρο, η εργατική τάξη άρχιζε να οργανώνεται.

 

Οι εργάτες κινητοποιούνται

Η ενεργητικότητα και η αυτοπεποίθηση του φοιτητικού κινήματος του 1968 ενέπνευσε το εργατικό κίνημα, μετατρέποντας τους σποραδικούς αγώνες της δεκαετίας του 1960 σε πιο συντονισμένη δράση.44 Τα μέλη των συνδικάτων συνέχισαν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, από 446.000 το 1963 σε σχεδόν 767.000 το 1969, με μέση συνδικαλιστική πυκνότητα κατά την περίοδο αυτή 60%. Τα στατιστικά στοιχεία για τις απεργίες δίνουν την εντύπωση ότι η περίοδος 1968-70 δεν ήταν ιδιαίτερα μαχητική- το 1968 σημειώθηκε χαμηλό επίπεδο στον αριθμό των απεργιών, 54 σε σχέση με τις 101 του προηγούμενου έτους. Ο μέσος αριθμός των ημερών που χάθηκαν λόγω απεργίας ανά έτος μεταξύ του 1964 (το πρώτο πλήρες έτος κατά το οποίο οι απεργίες ήταν νόμιμες) και του 1967 ήταν σχεδόν 339.000. Μεταξύ 1968 και 1970 ήταν λίγο πάνω από 210.000, με το 1968 να καταγράφει μόλις 175.000, τον χαμηλότερο αριθμό εργάσιμων ημερών που χάθηκαν από απεργίες σε ένα έτος από το 196445.

Αλλά αυτά τα στοιχεία δεν πρέπει να εκληφθούν ως έλλειψη αγωνιστικότητας των εργατών. Μετά τον σχηματισμό της DİSK το 1967 αυξήθηκε ο αριθμός των ανεπίσημων απεργιών και «αντιστάσεων»: στάσεις εργασίας, επιβραδύνσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες και, κυρίως, καταλήψεις, μια νέα τακτική που δεν καταγράφηκε στις στατιστικές απεργιών και που αποτελούσε σαφή επιρροή από το φοιτητικό κίνημα.46 Ένα κύμα καταλήψεων που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1969 ξεκίνησε από το εργοστάσιο Derby στην Ισταμπούλ το 1968, λόγω των προσπαθειών των εργαζομένων να ενταχθούν στην Ένωση Εργαζομένων Ελαστικών (Lastik-İş), η οποία συνδέεται με την DİSK. Φοβούμενοι τη μειωμένη εκπροσώπησή τους στον τομέα των ελαστικών, η Türk-İş δημιούργησε ένα εναλλακτικό συνδικάτο και ασκήθηκε πίεση και εκφοβισμός από τη διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των απειλών απόλυσης και παρακράτησης των μισθών, στους εργάτες για να ενταχθούν. Όταν η διοίκηση του Derby ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να υπογράψει συμφωνία με το συνδικάτο Türk-İş, οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το εργοστάσιο, συγκόλλησαν τις πόρτες και τοποθέτησαν περιπολίες και σκοπιές. Την κατάληψη επισκέφθηκαν φοιτητές, οι οποίοι φώναζαν «Εργάτες και νεολαία, χέρι-χέρι». Τέσσερις ημέρες αργότερα τα αφεντικά ενέδωσαν στο αίτημα για δημοψήφισμα, το οποίο έδωσε συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της Lastik-İş, αναγκάζοντας τη διοίκηση να υποχωρήσει σε όλα τα αιτήματα.47

Η επιτυχημένη κατάληψη του Derby ήταν η πρώτη ενός κύματος καταλήψεων που συνεχίστηκε το επόμενο έτος, πολλές από τις οποίες αφορούσαν το δικαίωμα ένταξης σε συνδικάτο που ανήκε στο DİSK. Στο εργοστάσιο της Singer τον Ιανουάριο, 520 εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόλυση τριών εργατών που είχαν εγκαταλείψει το συνδικάτο Türk-İş για να ενταχθούν στο DİSK. Στο εργοστάσιο χυτοσιδήρου DemirDöküm στην Ισταμπούλ χρησιμοποιήθηκαν, για πρώτη φορά, η αστυνομία και οι ένοπλες δυνάμεις για να σπάσουν μια κατάληψη. Οι εργάτες του εργοστασίου είχαν αποχωρήσει από ένα συνδικάτο της Türk-İş για να ενταχθούν στο συνδικάτο μεταλλωρύχων Maden-İş, που πρόσκειται στην DİSK, και απαίτησαν από τους εργοδότες να υπογράψουν συμφωνία. Η διοίκηση αρνήθηκε και χρησιμοποίησε τακτικές εκφοβισμού και τρομοκράτησης, απολύοντας πέντε εργάτες και ξυλοκοπώντας άλλους. Στις 31 Ιουλίου, από τους 2.500 εργαζόμενους του εργοστασίου, οι 1.850 προχώρησαν σε κατάληψη. Μετά από πέντε ημέρες, το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκαν και η αστυνομία επιτέθηκε με βόμβες κρότου και καπνογόνα. Όταν οικογένειες και φίλοι έξω από το εργοστάσιο απώθησαν την αστυνομία, 4.000 χωροφύλακες, 10 τανκς και 15 τεθωρακισμένα οχήματα επιστρατεύτηκαν για να περικυκλώσουν το εργοστάσιο. Οι εργάτες συμφώνησαν τελικά να φύγουν, αλλά, εξακολουθώντας να είναι απείθαρχοι, αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά τους και οι εργοδότες τελικά ενέδωσαν, συμφωνώντας να πληρώσουν τους εργάτες για το χρόνο της κατάληψης και να αυξήσουν τους μισθούς.48

Οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ επηρεάστηκαν επίσης από την απεργία. Τον Απρίλιο του 1969 οι εργαζόμενοι ξεκίνησαν απεργία έξι εβδομάδων στη βάση της Σμύρνης, διεκδικώντας αυξήσεις μισθών. Η απεργία επεκτάθηκε σε εγκαταστάσεις στην Ισταμπούλ, την Άγκυρα και τα Άδανα. Η δράση αυτή, η οποία συνέπεσε χρονικά με τις διμερείς διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των αμερικανικών δυνάμεων στην Τουρκία, προκάλεσε ανησυχία στο αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο απαίτησε από την Τουρκία την προστασία των βάσεών της από απεργιακές κινητοποιήσεις.49 Παρά τις σοβαρές ενέργειες των ανταρτικών ομάδων, οι απεργίες και όχι οι απαγωγές στρατιωτικού προσωπικού ήταν αυτές που συνέβαλαν περισσότερο στη μείωση της αμερικανικής παρουσίας.50

Η μαχητικότητα εξαπλώθηκε και στην αυξανόμενη μεσαία τάξη. Οι δάσκαλοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είχαν δικαίωμα απεργίας. Τον Δεκέμβριο του 1969 η αριστερή Ένωση Δασκάλων της Τουρκίας (TÖS / Türkiye Öğrenci Senatosu) και η Ένωση Δασκάλων Δημοτικών Σχολείων (İlk-Sen) οργάνωσαν τετραήμερη απεργία σε όλη τη χώρα, στην οποία συμμετείχαν 109.000 δάσκαλοι, διεκδικώντας το δικαίωμα στην απεργία, την απαλλαγή από τους ξένους, κυρίως Αμερικανούς, εκπαιδευτικούς εμπειρογνώμονες και την επαναπρόσληψη των απολυμένων συνδικαλιστών. Σε μια σαφή ένδειξη της σύγκρουσης μεταξύ της γραφειοκρατίας και της κυβέρνησης και της αυξανόμενης αδυναμίας του Ντεμιρέλ, όταν εκατοντάδες εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέτρεψε την απόφαση, και όταν η κυβέρνηση προσέφυγε στα δικαστήρια για να κλείσει τα δύο συνδικάτα, τα δικαστήρια απέρριψαν την αίτηση. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τους δημόσιους υπαλλήλους, ο Ντεμιρέλ σχεδίασε ένα νέο νόμο για το προσωπικό που πρότεινε σημαντικές αυξήσεις μισθών τόσο στα κατώτερα όσο και στα ανώτερα επίπεδα της γραφειοκρατίας. Ωστόσο, οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπαξιωματικοί, η πολιτική αστυνομία, το τεχνικό προσωπικό των κρατικών επιχειρήσεων, οι κρατικοί λογιστές και οι εργαζόμενοι στα ταχυδρομεία απέρριψαν το σχέδιο. Η Ένωση Δημοσίων Υπαλλήλων (Türk-Persen) κάλεσε σε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην Άγκυρα στις 14 Ιουνίου 1970, κατά την οποία χιλιάδες άνθρωποι της μορφωμένης μεσαίας τάξης βγήκαν στους δρόμους σε εξέγερση.

Όμως, ο τομέας της μεταποίησης ήταν αυτός που αποτελούσε σοβαρή απειλή για το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία, με έναν ιδιωτικό τομέα που επιδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από φθηνή πίστωση και φθηνούς πόρους που παρείχε ο κρατικός τομέας, οι βιομηχανικοί αγώνες κέρδισαν γρήγορα βελτίωση των μισθών. Μεταξύ του 1963 και του 1970 σημειώθηκε αύξηση των πραγματικών μισθών κατά 26,7%.51 Αυτό όμως που οι εργοδότες δεν μπορούσαν να ανεχθούν ήταν οι διακοπές της παραγωγής λόγω απεργιών και καταλήψεων. Με τους μισθούς να αυξάνονται, την παραγωγή να επιβραδύνεται και τη νεοσύστατη εργατική τάξη να αναπτύσσει μαχητικότητα, οι εργοδότες ανησυχούσαν όλο και περισσότερο. Μαζί με την Türk-İş, η κυβέρνηση εκπόνησε σχέδια για αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία με ρητό στόχο να εξοντώσει την DİSK.52 Μια συνάντηση των εκπροσώπων των χώρων εργασίας της DİSK κάλεσε σε διαδήλωση διαμαρτυρίας.

Η αντίδραση της εργατικής τάξης σε αυτή την επίθεση αιφνιδίασε ακόμη και την DİSK. Στις 15 Ιουνίου 1970 δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι (οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ 70.000 και 150.000) σε όλη την Ισταμπούλ άφησαν κάτω τα εργαλεία και αποχώρησαν. Έκαναν πορεία από τέσσερα σημεία της πόλης, παρασέρνοντας χώρους εργασίας κατά μήκος της διαδρομής. Η κυκλοφορία στην κύρια αρτηρία μεταξύ Ισταμπούλ και Άγκυρας σταμάτησε καθώς οι εργάτες διαδήλωναν προς το κέντρο. Την επόμενη ημέρα οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και αυξήθηκαν σε αριθμό, καθώς οι διαδηλωτές είχαν στόχο να συγκλίνουν στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, αυτό που ξεκίνησε με μια ειρηνική, πανηγυρική ατμόσφαιρα μετατράπηκε σε βίαιη σύγκρουση, καθώς το κράτος αποφάσισε να εμποδίσει τη συνάντηση των διαδηλωτών στήνοντας αστυνομικά οδοφράγματα και κλείνοντας τη γέφυρα του Χρυσού Κέρατος. Οι εργαζόμενοι έσπασαν τα οδοφράγματα, επέβαλαν την απελευθέρωση των συλληφθέντων διαδηλωτών και κάποια στιγμή επιτέθηκαν σε ένα εργοστάσιο της οικογένειας Ντεμιρέλ. Στις επιθέσεις της αστυνομίας σκοτώθηκαν πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων ένας αστυνομικός, και 200 τραυματίστηκαν. Αν και με επίκεντρο την Ισταμπούλ, οι διαδηλώσεις προκάλεσαν δράσεις αλληλεγγύης σε άλλες, κυρίως βιομηχανικές περιοχές. Στη Σμύρνη 12 χώροι εργασίας πραγματοποίησαν καθιστική διαμαρτυρία, ενώ στην Άγκυρα οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το Εθνικό Τυπογραφείο. Διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν στις βιομηχανικές περιοχές του Γκεμπζέ και του Ιζμίτ, καθώς και στις μικρές πόλεις των Αδάνων και του Γκαζίαντεπ στα νοτιοανατολικά της χώρας.

Καθώς οι εργαζόμενοι κατέβαιναν στους δρόμους για να υπερασπιστούν το συνδικάτο τους, στελέχη της DİSK συναντήθηκαν με τον υπουργό Εργασίας. Αιφνιδιασμένο από τη δύναμη της υποστήριξης, το συνδικάτο που δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν ξεσηκωθεί για να προστατεύσουν τους γύρισε την πλάτη και ο πρόεδρος της DİSK, ο πρώην ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κεμάλ Τουρκλέρ (ο οποίος δολοφονήθηκε από φασίστες λίγο πριν από το πραξικόπημα του 1980), ανακοίνωσε στο ραδιόφωνο ότι οι διαδηλώσεις «θα πρέπει να είναι ειρηνικές και να σέβονται το σύνταγμα» και κάλεσε τους διαδηλωτές να επιστρέψουν στα σπίτια τους.53 Αργότερα το ίδιο βράδυ κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Η ηγεσία της DİSK είχε κόψει με μια κίνηση το κεφάλι του κινήματος. Το πλήρωσε αυτό, όταν στο πλαίσιο του στρατιωτικού νόμου, η αστυνομία εισέβαλε στα γραφεία των συνδικάτων που συνδέονταν με την DİSK, κατέσχεσε έγγραφα και συνέλαβε στελέχη. Οι διαμαρτυρίες απαγορεύτηκαν και πολλές περιοχές τέθηκαν υπό καθεστώς επιτήρησης και τα εργοστάσια αποκλείστηκαν από τον στρατό. Ωστόσο, ορισμένα εργοστάσια μέσα και γύρω από την Ισταμπούλ αρνήθηκαν να επιστρέψουν στις εργασίες τους, όπως για παράδειγμα το εργοστάσιο Derby και το DemirDöküm. Αλλά το κράτος και οι εργοδότες θα έπαιρναν την εκδίκησή τους απολύοντας και βάζοντας στη μαύρη λίστα πάνω από 5.000 εργάτες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν ακτιβιστές που είχαν πολυετή εμπειρία στον συνδικαλιστικό αγώνα. Η εξασθένιση αυτής της ηγεσίας αποδυνάμωσε σοβαρά την εργατική τάξη στους επόμενους αγώνες54.

Οι διαδηλώσεις στις 15-16 Ιουνίου ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Η κυβέρνηση τις αποκάλεσε πρόβα τζενεράλε για την επανάσταση.55 Μια παράλογη υπερβολή, αλλά αποτέλεσαν μια αναλαμπή μιας επαναστατικής δύναμης. Ήταν μια αμιγώς πολιτική δράση για την υπεράσπιση μιας συνδικαλιστικής ομοσπονδίας στην οποία δεν συμμετείχαν μόνο μέλη της DİSK. Ένα μεγάλο ποσοστό ήταν μέλη συνδικάτων που συνδέονταν με την Türk-İş και μη συνδικαλισμένοι εργάτες.56 Η σύνθεση των διαδηλώσεων ξεπέρασε επίσης το χάσμα Κεμαλιστών-Ισλαμιστών με τους υποστηρικτές του CHP και του AP να διαδηλώνουν μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που πολλοί από τους απεργούς αναλάμβαναν δράση και μετέφεραν την απεργία σε περιοχές που δεν είχαν προηγουμένως εμπλακεί σε βιομηχανικούς αγώνες. Και, κυρίως, ανέδειξε την ύπαρξη μιας γεμάτης αυτοπεποίθηση και μαχητικής εργατικής τάξης στην Τουρκία.

Ενώ τα μέλη του TİP συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, η ηγεσία του TİP δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να ανακοινώσει την υποστήριξή της. Πλέον το TİP είχε διαλυθεί. Στη δεύτερη εκλογική του δοκιμασία το 1969 τα πήγε άσχημα με απώλεια 60.000 ψήφων και μειωμένη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση από 15 βουλευτές σε δύο. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στις αλλαγές του εκλογικού νόμου, αλλά οι συνεχιζόμενες δημόσιες μάχες των φραξιών αποδυνάμωσαν την οργάνωση. Πιο επιζήμια ήταν η απώλεια υποστήριξης από το DİSK όταν ο Αϊμπάρ μετατόπισε την εστίαση του κόμματος στην αγροτιά μετά την απογοητευτική ψήφο της εργατικής τάξης το 1965. Η ελπίδα της ενότητας της εργατικής τάξης που είχε εκπροσωπήσει το TİP είχε πλέον χαθεί, καθώς η πολιτική σύγχυση οδήγησε στην κατάρρευση του κόμματος με τις διαφορές «μεταξύ κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, μεταξύ διανόησης και εργατών, καθώς και μεταξύ εργατών και αγροτών».57 Η διανόηση διασπάστηκε μεταξύ των δύο κύριων μπλοκ, του μπλοκ του Αϊμπάρ και του μπλοκ των Αρέν-Μποράν, με το τελευταίο να αποκτά την ηγεσία στο συνέδριο του Οκτωβρίου 1970. Ο Αϊμπάρ παραιτήθηκε.

Αντιμέτωπη με την αυξανόμενη ταξική πάλη, η κυβέρνηση Ντεμιρέλ παρέλυσε. Η πίεση από τη γραφειοκρατία και οι αποστασίες της δεξιάς από το κόμμα την έκαναν ανίκανη να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πολιτική κρίση. Τον Μάρτιο του 1971 ο στρατός παρενέβη για δεύτερη φορά στην ταραχώδη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας με ένα «πραξικόπημα μέσω υπομνήματος» απαιτώντας από τον Ντεμιρέλ «να τερματίσει την “αναρχία” και να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις “με κεμαλικό πνεύμα”».58 Ο Ντεμιρέλ παραιτήθηκε.

Εκτός από το TİP, αυτή η δεύτερη στρατιωτική επέμβαση χαιρετίστηκε αρχικά από το σύνολο σχεδόν της αριστεράς. Αλλά η καταστολή μετά το πραξικόπημα έμελλε να τερματίσει κάθε αυταπάτη για τις προοδευτικές δυνατότητες των κεμαλικών ενόπλων δυνάμεων. Υπό την κάλυψη του στρατιωτικού νόμου, ο στρατός διεξήγαγε ένα άγριο κυνήγι μαγισσών εναντίον όχι μόνο της αριστεράς αλλά και οποιουδήποτε είχε προοδευτικές φιλελεύθερες συμπάθειες· όταν απήχθη και σκοτώθηκε ο Ισραηλινός πρόξενος, συνελήφθησαν πάνω από 5.000 κορυφαίοι διανοούμενοι.59 Στις μαζικές συλλήψεις περιλαμβάνονταν οι ηγεσίες όλων των αριστερών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων του TİP, της MDD και του κουρδικού κινήματος. Τα αριστερά πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τέθηκαν σε αναστολή και διεξήχθη μια αιματηρή αντι-ανταρτική επιχείρηση. Μέχρι το 1974 οι Γκεζμίς, Τσαγιάν, Καϊπάκκαγια και πολλοί άλλοι γενναίοι, αλλά τελικά με λάθη, επαναστάτες είχαν εκτελεστεί από το κράτος.

Η στρατιωτική επέμβαση του 1971 σταμάτησε προσωρινά αλλά δεν άλλαξε την πορεία των γεγονότων. Παρά την προσωρινή επιτυχία της να συντρίψει γρήγορα την επαναστατική αριστερά, μέχρι την ώρα που οι ακτιβιστές απελευθερώθηκαν από τη φυλακή όταν κηρύχθηκε αμνηστία το 1974, η μαζικότητα της νεολαίας που ακολουθούσε την αριστερά είχε αυξηθεί πάρα πολύ.60 Δημιουργήθηκε ένας αριθμός νέων κομμάτων και ενώ κανένα δεν έκανε εκλογική επέλαση, τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν μια σαφή μετατόπιση προς τα αριστερά από την οποία επωφελήθηκε το CHP. «Με αξιοζήλευτο στρατηγικό όραμα ο {Μπουλέντ} Ετσεβίτ προσπάθησε να ανακαινίσει τη βάση του CHP διοχετεύοντας τη νέα μαχητικότητα της εργατικής τάξης, η οποία είχε αποκαλυφθεί στις διαδηλώσεις της 15ης και 16ης Ιουνίου και την οποία η Αριστερά είχε μέχρι τότε αγνοήσει με τραγικό τρόπο».61 Το 1973 οδήγησε το CHP σε εκλογική νίκη με 33,3% των ψήφων, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να σχηματίσει κυβέρνηση και έτσι προχώρησε σε συνασπισμό με το νεοσύστατο ισλαμιστικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (MSP / Millî Selâmet Partisi) υπό την ηγεσία του Νετζμεττίν Ερμπακάν.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι ενώ το CHP δεν κατάφερε να κερδίσει αρκετές ψήφους για να σχηματίσει κυβερνήσεις, κατά τη διάρκεια των ετών του βιομηχανικού αγώνα αύξησε το εθνικό του ποσοστό ψήφων, από 27,4% το 1969 σε 33,3% το 1973 και 41,4% το 1977. Το πιο σημαντικό είναι ότι το CHP ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο στην εργατική τάξη και στις φτωχές γειτονιές των μεγαλύτερων πόλεων. Στις παραγκουπόλεις της Σμύρνης και της Ισταμπούλ, για παράδειγμα, οι ψήφοι του αυξήθηκαν από 22,6% και 21,8% το 1969 σε 44,2% και 47,5% το 1973. Επιπλέον, υπήρξε μια εντυπωσιακή μετατόπιση από την εκλογική υποστήριξη του ΑΡ στη διαβόητα συντηρητική περιοχή εξόρυξης άνθρακα του Ζονγκούλντακ, με τα κέρδη να πηγαίνουν κυρίως στο CHP. Σε αυτή την περιοχή οι ψήφοι του AP μειώθηκαν από 55,6% σε 38,2% μεταξύ 1969 και 1973, ενώ του CHP αυξήθηκαν από 30,7% σε 39,8% και αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο σε 45,7% το 1977.62

Η επαναστατική αριστερά, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να επωφεληθεί από αυτό. Τρία χρόνια φυλακής είχαν οδηγήσει σε μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και σε μια γενική συμφωνία ότι οι αντάρτικες δραστηριότητες ήταν μια στρατιωτική και πολιτική αποτυχία και ότι οδήγησαν στην απώλεια μερικών από τα καλύτερα στελέχη, και ότι οι ακτιβιστές δεν είχαν σχέση με την εργατική τάξη και επομένως δύσκολα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι εκπροσωπούσαν την εργατική τάξη.63 Αλλά αυτή η επαναξιολόγηση της πολιτικής τους και της στρατηγικής και της τακτικής τους έγινε ελλείψει μιας ταξικής ανάλυσης για την Τουρκία. Η μαχητικότητα του «λαϊκού πολέμου» της Κίνας ξεπέρασε τον παθητικό ρεφορμισμό της Μόσχας και ο μαοϊσμός έγινε κυρίαρχος. Αλλά καθώς το κίνημα μεγάλωνε, η αριστερά διασπάστηκε. Η ομάδα του Τσαγιάν διασπάστηκε σε μυριάδες ομάδες, με μεγαλύτερη την Προλεταριακή Επαναστατική Διαφώτιση (PDA) και τον Επαναστατικό Δρόμο (Dev-Yol) του Περιντσέκ, η οποία θα γινόταν η κύρια οργάνωση που θα αντιμετώπιζε τους φασίστες.

Το διασπασμένο κίνημα ανέπτυσσε πλέον έναν καταστροφικό σεχταρισμό που περιλάμβανε φυσικές επιθέσεις. Η Dev-Genç εισέβαλε περισσότερες από μία φορές στα γραφεία του TİP, επιτέθηκε στους ηγέτες του και κατέστρεψε το κομματικό υλικό, ενώ αντίπαλες ομάδες επιτίθονταν σωματικά σε άλλες για να τις εμποδίσουν να πουλήσουν τα έντυπά τους.64 Γενικά πιστεύεται ότι οι αντιπαλότητες της αριστεράς ήταν αυτές που μπόρεσε να εκμεταλλευτεί η αστυνομία για να πυροδοτήσει την καταστροφή της Πρωτομαγιάς του 1977 στην Κωνσταντινούπολη, όταν οι πυροβολισμοί προκάλεσαν την επέμβαση της αστυνομίας και έναν πανικό στον οποίο τουλάχιστον 34 άνθρωποι σκοτώθηκαν.

Ενώ η επαναστατική αριστερά διασπάστηκε σε μικρές σέχτες, η ρεφορμιστική αριστερά διασπάστηκε σε μικρά και αναποτελεσματικά πολιτικά κόμματα. Μετά την αμνηστία ιδρύθηκαν τέσσερα νέα σοσιαλιστικά κόμματα: το Κόμμα Σοσιαλιστικής Επανάστασης (SDP) γύρω από τον Αϊμπάρ, το TİP, με νέα μορφή που ιδρύθηκε από την Μποράν, το Τουρκικό Εργατικό Κόμμα (TEP), συνέχεια της MDD που ιδρύθηκε από τον Μπελλί, η οποία διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας (TSİP). Τμήματα όλων αυτών, από διαφορετικές διαδρομές, θα συναντηθούν στο ακόμα ενεργό Κόμμα Ελευθερίας και Αλληλεγγύης (ÖDP) το 1996. Μια αξιοσημείωτη εξέλιξη κατά την περίοδο αυτή ήταν η επιστροφή στο προσκήνιο του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος (TKP), το οποίο αναπτύχθηκε γρήγορα, ως η αναγνωρισμένη αδελφή οργάνωση των κομμουνιστικών κομμάτων παγκοσμίως.

 

Η άρχουσα τάξη αντεπιτίθεται

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 σημειώθηκε τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική αλλαγή στην ταξική πάλη. Τα μέλη των συνδικάτων συνέχισαν να αυξάνονται και το ηθικό και η αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης παρέμειναν υψηλά. Μεταξύ 1974 και 1980 ο μέσος αριθμός ημερών ανά έτος που χάθηκαν λόγω απεργίας ήταν λίγο πάνω από 911.000, με μέγιστο αριθμό που ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο το 1977, το 1979 και το 1980. Η χρεοκοπία ως αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1977 έστειλε την Τουρκία πίσω στο ΔΝΤ για νέα κεφάλαια, τα οποία έφεραν επίσης μέτρα λιτότητας και μισθολογικούς ελέγχους. Αυτά όμως συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Η απεργιακή δραστηριότητα αυξήθηκε το 1979 και εκτινάχθηκε μαζικά το πρώτο εξάμηνο του 1980. Την παραμονή του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σε αυτοκινητοβιομηχανίες, σιδηροδρόμους και κλωστοϋφαντουργία επρόκειτο να κατέβουν σε επίσχεση εργασίας.65

Αυτή η περίοδος αποτέλεσε το απόγειο της οργάνωσης της DİSK, καθώς ανέλαβε από την Türk-İş τη θέση της κυρίαρχης ομοσπονδίας.66 Με τη βιομηχανική επέκταση να συνεχίζεται στην κεντρική Ανατολία, η DİSK μπόρεσε να διευρύνει την οργάνωσή της σε εθνικό επίπεδο και μεταξύ των εργατών των δήμων, της κλωστοϋφαντουργίας και του μετάλλου. Ενώ η απεργιακή δράση πριν από το 1971 περιοριζόταν σε γενικές γραμμές στον ιδιωτικό τομέα στα βιομηχανοποιημένα κέντρα στα δυτικά της χώρας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της δράσης στον δημόσιο τομέα σε χώρους εργασίας σε ολόκληρη τη χώρα και πολλές από αυτές είχαν πολιτικό χαρακτήρα. Τον Φεβρουάριο του 1975, οι σύλλογοι εκπαιδευτικών, λογιστών της τοπικής αυτοδιοίκησης, μηχανικών και αρχιτεκτόνων πραγματοποίησαν διαδηλώσεις σε 52 επαρχίες (από τις 67) με θέμα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, τις συλλογικές συμβάσεις, την ανεργία και το κόστος ζωής. Τον Μάρτιο του 1976, το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες και οι λογιστές πραγματοποίησαν διαδήλωση στην Άγκυρα για τη «φασιστική» καταπίεση, ενώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1977 πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις στο Ντενιζλί, την Προύσα, το Ζονγκουλντάκ και την Άγκυρα για τα οικονομικά και δημοκρατικά δικαιώματα.67

Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να αναχαιτίσουν το εργατικό κίνημα προκάλεσαν μια σειρά από αγώνες μεγάλης κλίμακας. Μια μεγάλη πολιτική απεργία ξεκίνησε το 1976, όταν η κυβέρνηση του Εθνικού Μετώπου πρότεινε να διατηρηθούν τα δικαστήρια κρατικής ασφάλειας, τα οποία είχαν συσταθεί επί στρατιωτικής διακυβέρνησης μετά το πραξικόπημα του 1971. Περίπου 100.000 εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της DİSK για γενική απεργία και διαδήλωση αντίστασης.68 Η πρόταση μπήκε στο συρτάρι. Τον επόμενο χρόνο ξέσπασε μια μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ της εργοδοτικής οργάνωσης MESS και της προσκείμενης στη DİSK Maden-İş. Μετά από εννέα μήνες αποτυχίας επίτευξης συμφωνίας, 10.000 εργαζόμενοι σε 31 χώρους εργασίας ξεκίνησαν απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι εργαζόμενοι κέρδισαν τελικά μια μερική νίκη με μισθολογικές αυξήσεις και βελτιωμένα επιδόματα, αλλά επιβλήθηκαν «ομαδικές συμβάσεις», με αποτέλεσμα την ουσιαστική απαξίωση του συνδικάτου.69

Μέχρι εκείνη τη στιγμή το DİSK ελεγχόταν από το ταχέως αναπτυσσόμενο TKP, το οποίο είχε καταλάβει όλες τις θέσεις-κλειδιά στη διάσκεψη του 1975, μετατοπίζοντας ολόκληρη την ισορροπία επιρροής εντός της τουρκικής αριστεράς. Όμως, αντί να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση και ενίσχυση της οργάνωσής της στις νέες περιοχές που είχε κερδίσει, η γραφειοκρατία του TKP επικεντρώθηκε στη διασφάλιση της κυριαρχίας της στην ομοσπονδία και πραγματοποίησε σεχταριστικές εκκαθαρίσεις κάθε άλλης αριστερής επιρροής, «ενεργώντας ουσιαστικά ως πολιτική αστυνομία εντός της DİSK για να αποτρέψει κάθε άλλη σοσιαλιστική “διείσδυση”»70.

Αποδυναμωμένη από τις εσωτερικές διαμάχες και κυριαρχούμενη από το ρεφορμιστικό TKP, η DİSK φοβόταν την αυξανόμενη μαχητικότητα της εργατικής τάξης. Μια απεργία τον Ιανουάριο του 1980 στο Tariş, ένα συγκρότημα επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων κοντά στη Σμύρνη που απασχολούσε περίπου 10.000 εργαζόμενους, εξέθεσε την πλέον άβουλη ηγεσία της DİSK. Τα προηγούμενα χρόνια, διάφορες σοσιαλιστικές οργανώσεις είχαν εδραιώσει την παρουσία τους στο εργατικό δυναμικό. Η απεργία ξέσπασε όταν οι εργάτες άκουσαν ότι η κυβέρνηση του AP σχεδίαζε να απολύσει ορισμένους από αυτούς και να προσλάβει στη θέση τους δικούς της υποστηρικτές, συμπεριλαμβανομένων πολλών φασιστών. Μετατράπηκε σε κατάληψη και σύντομα συγκέντρωσε ευρεία υποστήριξη από τις γύρω εργατικές συνοικίες. Η κυβέρνηση έστειλε 10.000 στρατιώτες, εξοπλισμένους με τεθωρακισμένα οχήματα και ελικόπτερα, για να σπάσουν την κατάληψη και ξέσπασαν μάχες που εξαπλώθηκαν στη γύρω γειτονιά, όπου στήθηκαν οδοφράγματα και ανοίχτηκαν λάκκοι για να εμποδίσουν την κίνηση των τανκς. Αλλά, αντί να αξιοποιήσει την ενέργεια της αυθόρμητης δράσης, η DİSK υποχώρησε μπροστά στη στρατιωτική δύναμη του κράτους και έστειλε μια αντιπροσωπεία στελεχών για να παροτρύνει τους εργάτες να τερματίσουν τη δράση, στην οποία οι εργάτες απάντησαν: «αν σπάσετε την αντίσταση, θα σας σπάσουμε το κεφάλι». Αλλά παραμένοντας απομονωμένη, η απεργία οδηγήθηκε σε ήττα και εκατοντάδες απολύθηκαν και συνελήφθησαν.71

Οι δράσεις των εργατών πριν από το 1971 ήταν επιθετικές και είχαν κατακτήσει κέρδη σε βελτιωμένους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, οι αγώνες ήταν αμυντικοί και τα αφεντικά και το κράτος στράφηκαν στην άμεση κρατική βία προκειμένου να καταστείλουν τους μεγάλους αγώνες. Αλλά το κεφάλαιο δεν ήταν αρκετά ενωμένο για να παρουσιάσει μια ενιαία πολιτική απάντηση. Ο στρατός, μετά το πραξικόπημα του 1971, δεν μπόρεσε ούτε να εγκαθιδρύσει ένα συνεκτικό και σταθερό καθεστώς ούτε να αντιμετωπίσει τις διαιρέσεις μεταξύ βιομηχανικού, εμπορικού και γαιοκτημονικού κεφαλαίου. Αυτές οι διαιρέσεις αντικατοπτρίζονταν στην πληθώρα πολιτικών κομμάτων καθ’ όλη τη δεκαετία του 197072 και στις συνεχείς εναλλαγές ασταθών κυβερνήσεων συνασπισμού (εννέα σε εννέα χρόνια), συχνά με το φασιστικό MHP ή το ισλαμιστικό MSP να έχουν την αποφασιστική ψήφο, γεγονός που ενίσχυε την αυτοπεποίθηση του φασιστικού κινήματος.

Τα λίγα χρόνια που ακολούθησαν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού του Εθνικού Μετώπου το 1975, με το MHP και τον Τουρκές αναπληρωτή πρωθυπουργό, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των ένοπλων ομάδων και των φασιστικών επιθέσεων. Μεταξύ του 1975 και του 1978, οι θάνατοι από πολιτική βία αυξήθηκαν από 35 σε σχεδόν 1.000, ενώ μέχρι το 1980 ο αριθμός τους έφτασε τους 3.500.73 Εκτός από την καθημερινή βία στους δρόμους, η ακροδεξιά πραγματοποίησε άγριες σφαγές. Η σφαγή του Καχραμάνμαρας σε μια κουρδική περιοχή της νοτιοανατολικής Τουρκίας, πιστεύεται ότι είχε σε μεγάλο βαθμό την έγκριση του κράτους. Σε μια εβδομαδιαία επίθεση, οι Γκρίζοι Λύκοι και οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές έκαψαν και έσφαξαν 111 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, επιτιθέμενοι όχι μόνο σε αλεβίτες Κούρδους αλλά και σε γνωστούς αριστερούς. Στο Τσορούμ, στα βόρεια της χώρας, οι ίδιες ομάδες πραγματοποίησαν σφαγή μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 1980 σκοτώνοντας πάνω από 50 Αλεβίτες και αριστερούς. Σε τοπικό επίπεδο, ολόκληρες γειτονιές έγιναν γνωστές ως προπύργια φασιστών ή αριστερών και η αριστερά, ιδιαίτερα η Dev-Yol, ενεπλάκη στην πολιτική βία.

Αλλά η αριστερά τυφλωμένη από τη σταλινική πολιτική είδε τις φασιστικές επιθέσεις ως επιθέσεις στην αριστερή οργάνωση και όχι ως επιθέσεις στην εργατική τάξη. Δεν υπήρχε πολιτική στρατηγική για την καταπολέμηση του φασισμού: «Οι αριστερές ομαδοποιήσεις δεν ανέλαβαν ποτέ τον αντιφασιστικό αγώνα ως μέρος του αγώνα της εργατικής τάξης... Παρά τη ρητορική τους, ο αντιφασιστικός αγώνας διεξαγόταν αποκλειστικά ως μέσο για την εδραίωση της κυριαρχίας τους σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή»74.

Με το πρόσχημα της πολιτικής βίας ο στρατηγός Κενάν Εβρέν εξήγγειλε το πιο βίαιο πραξικόπημα του στρατού τον Σεπτέμβριο του 1980. Στην πραγματικότητα ήταν μια σειρά από παράγοντες, όπως η αδυναμία των κυβερνήσεων να χαλιναγωγήσουν τις βιομηχανικές κινητοποιήσεις και ο φόβος για την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού (με το βλέμμα στην ιρανική επανάσταση του 1979), που οδήγησαν τον στρατό να επέμβει για τρίτη φορά μέσα σε 20 χρόνια, τερματίζοντας την πολιτική κρίση που είχε πυροδοτηθεί από το 1968.

 

Επίλογος

Η τουρκική αριστερά εμφανίστηκε την ίδια στιγμή με το ανερχόμενο φοιτητικό και εργατικό κίνημα, όταν ακόμα προσπαθούσε να κατανοήσει τον εαυτό της και τη συγκυρία στην οποία είχε βρεθεί. Η τραγωδία της τουρκικής αριστεράς δεν ήταν ότι η προϋπάρχουσα ύπαρξη του κεμαλισμού εμπόδισε μια μαρξιστική ανάλυση της Τουρκίας όταν αυτή ήταν περισσότερο αναγκαία75: φτιάχνουμε τη δική μας ιστορία, αλλά όχι κάτω από συνθήκες που επιλέξαμε εμείς οι ίδιοι.76 Η τραγωδία της ήταν η σταλινική πολιτική που απέρριπτε την εργατική τάξη ως επαναστατική δύναμη και έπαιζε με τις κεμαλικές ιδέες που έβλεπαν την Τουρκία ως αποικία υπό τον ζυγό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η κλίμακα της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ βοήθησε σίγουρα να τροφοδοτηθούν αυτές οι αντιλήψεις. Αλλά ο σταλινισμός δεν προσέφερε καμία εναλλακτική στον κεμαλισμό. Αντίθετα, συγχωνεύτηκε με τον κεμαλισμό και παρέσυρε μια γενιά αγωνιστών σε έναν κακοφορμισμένο εθνικισμό που εξακολουθεί να διαπερνά μεγάλο μέρος της τουρκικής αριστεράς σήμερα, και είδε την επαναστατική αριστερά να κατακερματίζεται σε ομάδες που διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις μόνες γραμμές που προσφέρονταν εκείνη την εποχή, τον μαοϊσμό και τον γκεβαρισμό. Ο σταλινισμός προκάλεσε τη σύγχυση στο εσωτερικό του TİP, το οποίο θεωρούσε τον εαυτό του οργάνωση της εργατικής τάξης αλλά διαμορφώθηκε από εθνικιστικές πολιτικές, και το άφησε ευάλωτο στη φραξιονιστική διαίρεση που τελικά το διέλυσε.

Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί η δυνατότητα της Αριστεράς να ενώσει την εργατική τάξη, και αντίθετα, να επιδεινωθούν οι θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις, αποδυναμώνοντας το κίνημα. Από το 1973 οι Κούρδοι δημιούργησαν τις δικές τους αυτόνομες οργανώσεις και πέρασαν από μια ταχεία διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης που οδήγησε στη δημιουργία του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) το 1978.77 Επιπλέον, η έλλειψη μιας αποτελεσματικής αριστεράς στην τουρκική πολιτική σήμαινε την αδιαμφισβήτητη άνοδο του πολιτικού Ισλάμ- καθώς η αριστερά αποδυναμώθηκε, το πολιτικό Ισλάμ αναπτύχθηκε. Επιπλέον, η αποτυχία να αναγνωριστεί το φασιστικό κίνημα ως επίθεση στην εργατική τάξη και να διεξαχθεί μια αντιφασιστική εκστρατεία άφησε το (φασιστικό) κίνημα να αναπτυχθεί, έτσι ώστε, σήμερα, το φασιστικό MHP είναι το τρίτο κόμμα στην τουρκική πολιτική και οι Γκρίζοι Λύκοι παραμένουν μια ενεργή οργάνωση.

Υπήρχε ένα αναπόφευκτο στην πορεία που ακολούθησε η Αριστερά. Αλλά μόνο εν μέρει προερχόταν από τη συγκυρία των υφιστάμενων δυνάμεων. Αυτό που την καθόρισε τελικά ήταν αυτό που απουσίαζε: η επαναστατική πολιτική που βασιζόταν στη δράση της εργατικής τάξης, η οποία θα μπορούσε να συγκεντρώσει τους πιο ριζοσπάστες φοιτητές, εργάτες και Κούρδους αγωνιστές για να βοηθήσει στην προώθηση ενός αντιφασιστικού κινήματος και στην οικοδόμηση της οργάνωσης της εργατικής τάξης. Το 1968 η τουρκική αριστερά προσπαθούσε να βρει τα βήματά της μέσα στη φλόγα του αγώνα. Τώρα έχει το περιθώριο να διασφαλίσει την πολιτική της διαύγεια πριν από πριν την επόμενη φορά που θα βρεθεί μέσα στη φωτιά.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Carol Williams, “1968 and the troubled birth of the Turkish left”, International Socialism, τεύχος 161, χειμώνας 2019, http://isj.org.uk/1968-and-the-turkish-left/

 

Η Carol Williams είναι σοσιαλίστρια και ζει στην Κωνσταντινούπολη.

Για την ίδια περίοδο, μπορείτε να διαβάσετε και το άρθρο των Ronnie Margulies και Ergin Yildizoğlu, «Συνδικάτα και εργατική τάξη της Τουρκίας»

 

 

Βιβλιογραφία

Algül, Süreyya, 2015, Türkiye’de Sendika-Siyaset İlişkisi: DİSK (1967-1975) [Συνδικαλιστικές και πολιτικές σχέσεις στην Τουρκία: DİSK (1967-1975)] (İletişim).

Alper, Emin, 2009, Student Movement in Turkey from a Global Perspective 1960-71 (Boğaziçi University, unpublished dissertation).

Ateşoğulları, Kamil, 2003, 15-16 Hazıran: İki Uzun Gün ve Bir Uzun Yürüyüş [Δύο μεγάλες ημέρες, μια μεγάλη πορεία] (Birlişik Metal-İş Yayınları).

Aydın, Zülküf, 2005, The Political Economy of Turkey (Pluto Press).

Bali, Rıfat (επιμ.), 2010, Turkey in the 1960s and 1970s Through the Reports of American Diplomats (Libra).

Bozarslan, Hamit, 2012, “Between Integration, Autonomization and Radicalization: Hamit Bozarslan on the Kurdish Movements and the Turkish Left”, European Journal of Turkish Studies, τεύχος 14.

Harman, Chris, 1998, The Fire Last Time: 1968 and After (Bookmarks).

Holmes, Amy Austin, 2014, Social Unrest and American Military Bases in Turkey and Germany since 1945 (Cambridge University Press).

Keyder, Çağlar, 1987, State and Class in Turkey: A Study in Capitalist Development (Verso).

Koç, Yıldırım, 2010, Türkiye İşçi Sınıfı Tarihi: Osmalı’dan 2010’a [Ιστορία της τουρκικής εργατικής τάξης: Από τους Οθωμανούς έως το 2010] (Epos).

Landau, Jacob M, 1982, “The Nationalist Action Party in Turkey”, Journal of Contemporary History, τόμος 17, τεύχος 4.

Lipovsky, Igor, 1991, “The Legal Socialist Parties of Turkey, 1960-1980”, Middle Eastern Studies, τόμος 27, τεύχος 1.

Mango, AMDDew, 1999, Atatürk (John Murray).

Marx, Karl, 1977 [1852], “The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte”, στο David McLellan (επιμ.), Karl Marx: Selected Writings (Oxford University Press). [Μαρξ Καρλ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.]

Mello, Brian, 2010, “Communists and Compromisers: Explaining Divergences within Turkish Labor Activism, 1960-1980”, European Journal of Turkish Studies, τεύχος 11.

Mello, Brian, 2013, Evaluating Social Movement Impacts: Comparative Lessons from the Labor Movement in Turkey (Bloomsbury).

McDowall, David, 2004, A Modern History of the Kurds (I B Tauris).

Millioğulları, Özgün, 2007, Türkiye’de 1960-1980 ve 1980-2005 Dönemlerinde Grev Hareketlerinin Karşılaştırılması [Σύγκριση των απεργιακών κινημάτων 1960-1980 και 1980-2005 στην Τουρκία] (Ankara University, unpublished dissertation).

Salâh, Mehmet, 1984, “The Turkish Working Class and Socialist Movement in Perspective”, Khamsin: Journal of Revolutionary Socialists of the Middle-East, τεύχος 11, https://libcom.org/library/turkish-working-class-socialist-movement-perspective

Samim, Ahmet (Murat Belge), 1981, “The Tragedy of the Turkish Left”, New Left Review, I/126. (Σαμίμ Αχμέτ, Η τραγωδία της τουρκικής αριστεράς, Στοχαστής, Αθήνα 1983.]

Sosyalist Barikat, 2004, “Ankara’yı Sarsan Ayaklanma: Kozlu Direnişi” [Η εξέγερση που συγκλόνισε την Άγκυρα: Η αντίσταση του Κοζλού] (Μάρτιος), www.barikat-lar.de/barikat/20/tarih20.htm

Sosyalist Barikat, 2006, “31 Temmuz 1969’dan günümüze yansıyan ışık: Silahtar Demir Döküm Grevi” [Η απεργία του Silahtar Demir Döküm: Το φως που λάμπει από τις 31 Ιουλίου 1969 μέχρι σήμερα] (Αύγουστος), http://www.barikat-lar.de/barikat/43/tarih43.htm

Tanrıvermiş, Harun, and Mehmet Bülbül, 2007, “The Role of Agriculture in the Turkish Economy at the Beginning of the European Union Accession Negotiations”, Journal of Applied Sciences, τόμος 7, τεύχος 4.

UID-DER, 2016, İlk Fabrika İşgali: DERBY [DERBY: Η πρώτη εργοστασιακή κατάληψη] (7 Ιανουαρίου), https://uidder.org/ilk_fabrika_isgali_derby.htm

Ulus, Özgür Mutlu, 2011, The Army and the Radical Left in Turkey: Military Coups, Socialist Revolution and Kemalism (I B Taurus).

Ünsal, Artun, 2002, Umuttan Yalnızlığa, Türkiye İşçi Partisi (1961-1971) [Από την ελπίδα στην απογοήτευση: Το Τουρκικό Εργατικό Κόμμα (1961-1971)] (Tarih Vakfı).

Yurtsever, Haluk, 2008, Yükseliş ve Düşüş: Türkiye Solu 1960-1980 [Άνοδος και πτώση: Η Τουρκική Αριστερά 1960-1980] (Yordam).

Zileli, Gün, 2000, Yarılma: 1954-1972 [DiSDuption: 1954-1972] (İletişim).

Zürcher, Erik J, 1997, Turkey a Modern History (I B Taurus). [Zürcher Erik J., Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004]

 

 

 

Σημειώσεις

1 Ευχαριστώ τους Alex Callinicos, Roni Margulies, Camilla Royle και Chris Stephenson για τα σχόλια και τις συμβουλές τους.

2 Time, 3 February 1958, αναφέρεται στο Bali, 2010, σελ. 15.

3 Zürcher, 2003, σελ. 238.

4 Aydın, 2005, σελ. 30.

5 Aydın, 2005, σελ. 38.

6 Παρατίθεται στο Mello, 2010, σελ. 24.

7 Tanrıvermiş and Bülbül, 2007.

8 McDowall, 2013, σελ. 401.

9 Keyder, 1987, σελ. 137.

10 Holmes, 2014, σελ. 69.

11 Holmes, 2014, σελ. 51.

12 Landau, 1982, σελ. 25.

13 Ünsal, 2002, σελ. 76.

14 Bozarslan, 2012, σελ. 2.

15 Παρατίθεται στο Ulus, 2011, σσ. 67-68.

16 Ulus, 2011, σελ. 68.

17 Παρατίθεται στο Lipovsky, 1991, σελ. 97.

18 Ünsal, 2002, σελ. 296.

19 Algül, 2015, σσ. 118-119; Koç, 2010, σελ. 171.

20 Millioğulları, 2007, σελ. 56.

21 Millioğulları, 2007, σελ. 65.

22 Salâh, 1984.

23 Sosyalist Barikat, 2004.

24 Atesoğulları, 2003, σελ. 8.

25 Ateşoğulları, 2003, σελ. 8.

26 Sosyalist Barikat, 2004.

27 Alper, 2009, σελ. 208.

28 Mango, 1999, σελ. 261.

29 Alper, 2009, σελ. 351.

30 Alper, 2009, σελ. 285.

31 Alper, 2009, σσ. 316-317.

32 Harman, 1998, σελ. 38.

33 Alper, 2009, σελ. 355.

34 Zileli, 2000, σελ. 289.

35 Alper, 2009, σελ. 360.

36 Alper, 2009, σσ. 358-359.

37 [Σ.τ.Μ.:] Όπως επισημαίνει ο Αχμέτ Σαμίμ, ο όρος Devrim (επανάσταση) και Devrimci (επαναστάτης), νοηματοδοτήθηκε από την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία του κεμαλισμού με τη σημασία της μεταρρύθμισης (μεταρρυθμιστής), καθώς στο λεξιλόγιο του κεμαλισμού, η λέξη προσδιορίζει τις μεταρρυθμίσεις του κεμαλισμού: “επανάσταση του καπέλου” (κατάργηση του παραδοσιακού οθωμανικού καλύμματος του κεφαλιού), “γλωσσική επανάσταση” (κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου, υιοθέτηση του λατινικού και ταυτόχρονα εκκαθάριση της γλώσσας από αραβικές και περσικές λέξεις), “επανάσταση των ονομάτων” (υιοθέτηση επωνύμου), “ημερολογιακή επανάσταση” (υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου). Βλ. Αχμέτ Σαμίμ, Η τραγωδία της τουρκικής αριστεράς, Στοχαστής, Αθήνα 1983, σελ. 18.

38 Landau, 1982, σελ. 594

39 Alper, 2009, σελ. 374.

40 Holmes, 2014, σελ. 53.

41 Alper, 2009, σελ. 373.

42 Alper, 2009, σελ. 404.

43 Alper, 2009, σελ. 430.

44 Πολλές ευχαριστίες στη Nuran Yüce για τη συζήτησή μας σχετικά με αυτή την περίοδο.

45 Millioğulları, 2007.

46 Koç, 2010, σελ. 231.

47 UID-DER, 2016.

48 Sosyalist Barikat, 2006.

49 Holmes, 2014, σσ. 75-77.

50 Holmes, 2014, σελ. 204.

51 Millioğulları, 2007, σελ. 61.

52 Ulus, 2011, σελ. 119.

53 Ateşoğulları, 2003, σελ. 35.

54 Koç, 2010, σελ. 234.

55 Ulus, 2011, σελ. 120.

56 Ateşoğulları, 2003, σελ. 35.

57 Ulus, 2011, σελ. 86.

58 Zürcher, 2003, σελ. 271.

59 Zürcher, 2003, σελ. 271.

60 Samim, 1981 σελ. 73. Ahmet Samim ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο πολιτικός αναλυτής Murat Belge στις συνθήκες καταστολής μετά το πραξικόπημα του 1980.

61 Samim, 1981, σελ. 74.

62 Mello, 2010, σελ. 18.

63 Salâh, 1984.

64 Ulus, 2011, σσ. 113 και 119.

65 Salâh, 1984.

66 Millioğulları, 2007, σελ. 68.

67 Koç, 2010, σελ. 268.

68 Salâh, 1984.

69 Yurtsever, 2008, σελ. 240.

70 Samim, 1981, σελ. 79.

71 Yurtsever, 2008, σελ. 242.

72 Aydın, 2005, σελ. 41.

73 Mello, 2013, σελ. 102.

74 Salâh, 1984.

75 Samim, 1981, σελ. 64,

76 Marx, 1977, σελ. 300

77 Bozarslan, 2012, σελ. 3.

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου 2021 15:06

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.