Δύο ψηφίσματα με τα οποία ο δήμος της Αθήνας εκφράζει την ευγνωμοσύνη στον δήμο της Σάμου, για τη βοήθεια που του πρόσφερε όταν η Αθήνα είχε ηττηθεί από την Σπάρτη και όταν είχε καταλυθεί η δημοκρατία. Μεταξύ άλλων παραχωρείται στους Σάμιους τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη. Συνοδεύονται από ανάγλυφη παράσταση της Αθηνάς (η θεά της Αθήνας) και της Ήρας (η θεά της Σάμου), οι οποίες δίνουν τα χέρια. Τα ψηφίσματα χρονολογούνται του 405.404 και το 403/402.
Σημειώση elaliberta.gr: Ο Geoffrey Ernest Maurice de Ste. Croix (8 Φεβρουαρίου 1910 – 5 Φεβρουαρίου 2000) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου. Βαθύς γνώστης του μαρξισμού ταυτόχρονα, εφάρμοσε με συστηματικότητα μια μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης των ιστορικών πηγών, διερευνώντας τις κοινωνικές δομές του ελληνορωμαϊκού κόσμου, από την αρχαϊκή εποχή, μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και αποκαλύπτοντας τις πολύπλοκες πτυχές της ταξικής πάλης και της εξέλιξης της αρχαίας κοινωνίας. Από τα πιο γνωστά έργα του (μεταφρασμένα στα ελληνικά) είναι:
Ταξικοί αγώνες στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Κέδρος, Αθήνα 2005.
Τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, Οδυσσέας, Αθήνα 2005.
Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010.
Το άρθρο που μεταφράζουμε είναι το πρώτο έργο του που τον καθιέρωσε ως έναν σημαντικό μελετητή της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και έχει ασκήσει πού μεγάλη επίδραση στους ιστορικούς.
G. E. M. de Ste. Croix
Ο χαρακτήρας της αθηναϊκής αυτοκρατορίας[1]
Ήταν η αθηναϊκή αυτοκρατορία[2] ένας εγωιστικός δεσποτισμός, απεχθής για τους υποτελείς τούς οποίους καταπίεζε και εκμεταλλευόταν; Οι αρχαίες πηγές και οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν σχεδόν ομόφωνα ότι ήταν, και οι λίγες φωνές (όπως αυτές των Grote, Freeman, Greenidge και Marsh) που διατυπώθηκαν σε αντίθεση με αυτή τη σκληρή ετυμηγορία, η οποία θα αποκαλείται εδώ «παραδοσιακή άποψη», δεν κατάφεραν να τροποποιήσουν ή έστω να εξηγήσουν την επικράτησή της. Χαρακτηριστική της στάσης πολλών ιστορικών είναι η αυστηρή κρίση του Last,[3] ο οποίος, αντιπαραβάλλοντας την Αθήνα ως «πόλη τύραννο» με τη Ρώμη ως «communis nostra patria», δεν μπορεί να δει τίποτα πιο σημαντικό στην αθηναϊκή αυτοκρατορική διακυβέρνηση από εκείνη την «προειδοποίηση που δίνει κάποια μικρή αξία ακόμη και στις χειρότερες αποτυχίες».
Η πραγματική βάση της παραδοσιακής άποψης, με την οποία η άποψη αυτή πρέπει να αναμετρηθεί, είναι η πεποίθηση ότι η αθηναϊκή αυτοκρατορία ήταν μισητή για τους υποτελείς της – μια πεποίθηση για την οποία υπάρχει ρητή και βαρύνουσα υποστήριξη στις πηγές (κυρίως στον Θουκυδίδη), αλλά η οποία ωστόσο είναι αποδεδειγμένα λανθασμένη. Το πρώτο τμήμα της παρούσας εργασίας θα αφιερωθεί, επομένως, στο να δείξει ότι, ανεξάρτητα από το αν η αθηναϊκή αυτοκρατορία ήταν ή όχι πολιτικά καταπιεστική ή οικονομικά ληστρική, η γενική μάζα του πληθυσμού των συμμαχικών (ή υποτελών) κρατών, κάθε άλλο παρά εχθρική προς την Αθήνα, στην πραγματικότητα καλωσόριζε την κυριαρχία της και επιθυμούσε να παραμείνει εντός της αυτοκρατορίας, ακόμη και –και ίσως περισσότερο– κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών του πέμπτου αιώνα, όταν η ὕβριςi της Αθήνας, η οποία έχει βαρύνουσα σημασία κατά την παραδοσιακή άποψη, υποτίθεται ότι βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
I. Η υποτιθέμενη αντιδημοτικότητα της αυτοκρατορίας
Ο σημαντικότερος μάρτυρας, σε κάθε κατηγορία για τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, είναι φυσικά ο Θουκυδίδης∙ αλλά είναι ακριβώς ο Θουκυδίδης που, σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, μπορεί να παράσχει τις πιο πολύτιμες λεπτομερείς αποδείξεις για το ψεύδος των γενικεύσεών του. Πριν εξετάσουμε τα αποδεικτικά του στοιχεία, θα ήταν καλό να ξεκαθαρίσουμε την έννοια των ομιλιών του στην οποία βασίζονται ορισμένες από τις ερμηνείες που δίνονται εδώ. Ό,τι κι αν εννοούσε ο Θουκυδίδης με την πολυσυζητημένη έκφραση τὰ δέοντα,[4] όποιον σκοπό κι αν ήθελε αρχικά να εξυπηρετήσουν οι λόγοι του, δεν υπάρχει ασφαλώς καμία αμφιβολία ότι ορισμένοι από τους λόγους[5] στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν αυτό που θα έλεγαν οι ομιλητές αν είχαν εκφράσει με απόλυτη ειλικρίνεια τα συναισθήματα που ο ίδιος ο ιστορικός τους αποδίδει,[6] και ως εκ τούτου μπορεί μερικές φορές να αποκλίνουν πολύ από αυτό που πραγματικά ειπώθηκε, κυρίως επειδή οι πολιτικοί και διπλωματικοί λόγοι σπάνια είναι εντελώς ειλικρινείς.
Ο Θουκυδίδης λοιπόν αναφέρεται συνεχώς στην αντιδημοτικότητα της αυτοκρατορικής Αθήνας, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Βάζει όχι λιγότερους από οκτώ ομιλητές του[7] να κατηγορούν τους Αθηναίους ότι «υποδουλώνουν» τους συμμάχους τους ή ότι επιθυμούν να «υποδουλώσουν» άλλα κράτη, ενώ χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση και ο ίδιος προσωπικά[8]. Οι Κορίνθιοι απεσταλμένοι στη Σπάρτη, συνοψίζοντας την άποψη του ίδιου του ιστορικού σε μερικές λέξεις, αποκαλούν την Αθήνα «πόλη τύραννο».[9] Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει ακόμη και τους ίδιους τους Αθηναίους να έχουν πλήρη συνείδηση ότι η κυριαρχία τους ήταν τυραννία: βάζει όχι μόνο τον Κλέωνα αλλά και τον Περικλή να παραδέχονται ότι η αυτοκρατορία είχε αυτόν τον χαρακτήρα.[10] Πρέπει να δεχτούμε ότι σε τέτοια πολιτικά συμφραζόμενα τόσο η «υποδούλωση» όσο και η «τυραννία» –δουλεία και τυραννίς, και τα συναφή τους– χρησιμοποιούνται συχνά με μια άκρως τεχνική έννοια: οποιαδήποτε παραβίαση της ἐλευθερίας μιας πόλης, όσο μικρή κι αν είναι, μπορεί να περιγραφεί ως «υποδούλωση»·[11] και όροι όπως τύραννος πόλις δεν υπονοούν απαραίτητα (όπως οι αντίστοιχες αγγλικές εκφράσεις) ότι η Αθήνα ήταν καταπιεστικός ή αντιλαϊκός ηγέτης. Ωστόσο, δύσκολα θα αμφισβητηθεί ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε την κυριαρχία της Αθήνας επί των συμμάχων της πράγματι καταπιεστική και αντιλαϊκή. Στον λόγο που βάζει στο στόμα των Αθηναίων στη Σπάρτη το 432 αναγνωρίζεται ότι η κυριαρχία τους είναι «πολύ απεχθής στους Έλληνες» και ότι η Αθήνα έχει γίνει «μισητή στους περισσότερους ανθρώπους»[12]. Κατά το ξέσπασμα του πολέμου, λέει ο Θουκυδίδης,[13] «ο κόσμος γενικά τάχθηκε έντονα υπέρ της Σπάρτης, ιδίως καθώς αυτή δήλωνε απελευθερωτής της Ελλάδος[14]. Κάθε άτομο και κάθε πόλη ήταν πρόθυμοι να τη βοηθήσουν με λόγια και πράξεις, σε βαθμό που να αισθάνονται ότι η προσωπική συμμετοχή ήταν απαραίτητη για να μην πληγεί ο σκοπός τους. Τόσο γενικευμένη ήταν η αγανάκτηση που αισθανόταν εναντίον της Αθήνας, άλλοι επιθυμούσαν να απελευθερωθούν από την κυριαρχία της, άλλοι φοβούνταν να βρεθούν κάτω από αυτήν». Το χειμώνα του 413-412, όταν έγινε γνωστή η είδηση της αθηναϊκής καταστροφής στη Σικελία, ο Θουκυδίδης[15] θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι όλη η Ελλάς ήταν σε αναβρασμό, οι ουδέτεροι αισθάνονταν ότι έπρεπε να επιτεθούν αυθόρμητα στην Αθήνα και οι υπήκοοι της Αθήνας έδειχναν έτοιμοι να εξεγερθούν «ακόμη και πέρα από τις δυνατότητές τους», παθιασμένοι με το θέμα και αρνούμενοι ακόμη και να ακούσουν ότι οι Αθηναίοι ήταν σε θέση να αντέξουν το καλοκαίρι.
Αυτό ήθελε ο Θουκυδίδης να πιστέψουν οι αναγνώστες του. Είναι αναμφίβολα η αντίληψη που ο ίδιος ειλικρινά είχε. Παρ’ όλα αυτά, η δική του λεπτομερής αφήγηση αποδεικνύει ότι είναι σίγουρα ψευδής. Ο Θουκυδίδης ήταν τόσο αξιοσημείωτα αντικειμενικός ιστορικός που ο ίδιος έχει παράσχει επαρκές υλικό για τη δική του διάψευση. Οι στήλες των ειδήσεων του Θουκυδίδη, τρόπον τινά, αντιφάσκουν με τον συντάκτη Θουκυδίδη, και ο ίδιος ο συντάκτης δεν μιλάει πάντα με την ίδια φωνή.
Στον «Διάλογο των Μυτιληναίων» στην Αθήνα το 427, ο Θουκυδίδης[16] βάζει τον Διόδοτο να λέει στους συγκεντρωμένους Αθηναίους ότι σε όλες τις πόλεις ο δήμος είναι φίλος τους και είτε δεν προσχωρεί στους Λίγους, τους ὀλίγους, όταν στασιάζουν, είτε, αν αναγκαστεί να το κάνει, στρέφεται αμέσως εναντίον των στασιαστών, έτσι ώστε οι Αθηναίοι, πολεμώντας την ανυπάκουη πολιτεία, να έχουν με το μέρος τους τη μάζα των πολιτών (τὸ πλῆθος). (Το ακριβές νόημα αυτών των εκφράσεων –δῆμος, πλῆθος, ὀλίγοι και τα παρόμοια– θα εξεταστεί στην τρίτη ενότητα της παρούσας εργασίας). Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε ολόκληρο το απόσπασμα με το επιχείρημα ότι ο Διόδοτος λέει απλώς εκείνα τα πράγματα που αναμένεται να απευθύνονται σε ένα αθηναϊκό ακροατήριο. Δεν έχουμε μόνο τη γενική διαπίστωση του Θουκυδίδη[17] ότι σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, μετά την Κερκυραϊκή επανάσταση του 427, οι ηγέτες των λαϊκών παρατάξεων προσπάθησαν να φέρουν τους Αθηναίους, όπως οἱ ὀλίγοι τους Σπαρτιάτες· υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που αφορούν μεμονωμένες πόλεις, τις οποίες πρέπει τώρα να εξετάσουμε. Φυσικά, το γεγονός και μόνο ότι μια πόλη δεν στασίασε εναντίον της Αθήνας δεν συνεπάγεται από μόνο του απαραίτητα πίστη: σκέψεις σκοπιμότητας, βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες, μπορεί συχνά να ήταν αποφασιστικές – ο φόβος της άμεσης αθηναϊκής αντίδρασης ή η πεποίθηση ότι η Αθήνα θα κυριαρχούσε τελικά.[18] Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε περίπτωση στην οποία έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες για την αποστασία μιας συμμαχικής πόλης, βρίσκουμε μόνο τους Λίγους εχθρικούς. Σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο δήμος δεν ήταν κυρίως πιστός. Τα στοιχεία χωρίζονται σε δύο ομάδες: για τις δεκαετίες 450 και 440 π.Χ. είναι κυρίως επιγραφικά, για την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι κυρίως φιλολογικά. Θα ξεκινήσουμε με την μεταγενέστερη περίοδο, για την οποία οι μαρτυρίες είναι πολύ πιο άφθονες.
Η αποστασία της Λέσβου το 428-427, στην οποία η Μυτιλήνη πρωτοστάτησε, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, επειδή μόνο στο τέλος της αφήγησης του Θουκυδίδη αποκτούμε μια ιδέα της πραγματικής κατάστασης. Αρχικά, ο Θουκυδίδης αφήνει να εννοηθεί ότι οι Μυτιληναίοι ήταν ομόθυμοι και ότι μόνο λίγοι διαφωνούντες πολίτες, οι οποίοι ήταν πρόξενοι της Αθήνας, φρόντισαν να ενημερώσουν τους Αθηναίους για τις προετοιμασίες της αποστασίας.[19] Ακούμε πολλά για την αποφασιστική αντίσταση των Μυτιληναίων και για την έκκλησή τους στη Σπάρτη, και μπορεί κάλλιστα να εκπλαγούμε όταν ξαφνικά ανακαλύπτουμε από τον Θουκυδίδη[20] ότι «οι Μυτιληναίοι» που οργάνωσαν και διεξήγαγαν την αποστασία δεν ήταν καθόλου το κύριο σώμα των Μυτιληναίων, αλλά μόνο η κυβερνώσα ολιγαρχία, διότι μόλις ο Σπαρτιάτης διοικητής Σάλαιθος μοίρασε εξοπλισμό οπλιτών στον μέχρι πρότινος ελαφρώς οπλισμένο δήμο, με σκοπό να πραγματοποιήσει μαζική επίθεση εναντίον της πολιορκούμενης αθηναϊκής δύναμης, ο δήμος εξεγέρθηκε αμέσως και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδοθεί στην Αθήνα.
Περιγράφοντας τις δραστηριότητες του Βρασίδα στη «Θρακική περιοχή» το 424-423, ο Θουκυδίδης μας δίνει περιστασιακά μια γεύση της εσωτερικής κατάστασης στις πόλεις. Κατ’ αρχάς, αξίζει να αναφέρουμε ότι καταγράφοντας την πορεία του Βρασίδα προς βορρά μέσω της Θεσσαλίας, ο Θουκυδίδης αναφέρει[21] ότι η μάζα του πληθυσμού εκεί ήταν πάντοτε φιλική προς την Αθήνα και ότι στον Βρασίδα δεν θα επιτρεπόταν ποτέ να περάσει αν στη Θεσσαλία υπήρχε ἰσονομία αντί της παραδοσιακής δυναστείας. Όταν ο Βρασίδας έφθασε στη «Θρακική περιοχή», πιθανότατα τον Σεπτέμβριο του 424, φαίνεται ότι υπήρχαν ελάχιστες ή και καθόλου αθηναϊκές φρουρές εκεί, διότι ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει καμία, εκτός από εκείνη της Αμφίπολης, και παρουσιάζει τους Αθηναίους να στέλνουν φρουρές στο τέλος εκείνου του έτους, «όσο μπορούσαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και μέσα στον χειμώνα.»[22] Ο Βρασίδας έκανε την πρώτη του απόπειρα στον Άκανθο. Οι κάτοικοι ήταν διχασμένοι, καθώς ο απλός λαός ήταν πιστός στην Αθήνα∙ αλλά τελικά οι πολίτες υποχώρησαν και άνοιξαν τις πύλες τους, επηρεασμένοι όχι μόνο από έναν εύστοχο λόγο του Βρασίδα, ένα συνετό μείγμα απειλών και υποσχέσεων, αλλά και από «φόβο για τη σοδειά τους», καθώς ήταν λίγο πριν τη συγκομιδή και ο Βρασίδας είχε απειλήσει με λεηλασία.[23] Όταν ο Σπαρτιάτης ζήτησε την παράδοση της Αμφίπολης, αρχικά βρήκε λίγη υποστήριξη μέσα στην πόλη αυτή.[24] Ωστόσο, το συνδυαστικό αποτέλεσμα της στρατιωτικής του επιτυχίας στην κατάληψη της γύρω χώρας, των ευνοϊκών όρων που προσέφερε και των προσπαθειών των υποστηρικτών του μέσα στην πόλη, ήταν αρκετό για να εξασφαλίσει την παράδοση της πόλης.[25]
Ο Θουκυδίδης[26] δηλώνει τώρα κατηγορηματικά ότι υπήρχε γενικός ενθουσιασμός για αποστασία μεταξύ των αθηναϊκών υποτελών πόλεων της περιοχής, οι οποίες έστελναν μυστικά μηνύματα στον Βρασίδα, παρακαλώντας τον να έρθει σε αυτές, επιθυμώντας η καθεμία να πρωτοστατήσει στην αποστασία. Είχαν το πρόσθετο κίνητρο, όπως επισημαίνει ο Θουκυδίδης, της πρόσφατης ήττας των Αθηναίων στο Δήλιο. Εκ πρώτης όψεως, η αφήγηση του Θουκυδίδη είναι αρκετά αληθοφανής. Υπάρχει βάσιμος λόγος να υποθέσουμε, ωστόσο, ότι όταν μιλάει για τις «πόλεις» που ήταν υποταγμένες στην Αθήνα, σκέφτεται απλώς τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Όταν ο Βρασίδας βάδισε στη χερσόνησο της Ακτής, οι περισσότερες από τις πόλεις (που ήταν ασήμαντες) παραδόθηκαν φυσικά αμέσως, αλλά η Σάνη και το Δίον, μικρές καθώς ήταν, και περιτριγυρισμένες από πόλεις που είχαν πλέον συμμαχήσει με τον Βρασίδα, άντεξαν, ακόμη και όταν τα εδάφη τους λεηλατήθηκαν[27]. Στρέφοντας την προσοχή του στη Σιθωνική χερσόνησο, ο Βρασίδας κατέλαβε την Τορώνη, αν και την κατείχε αθηναϊκή φρουρά (που μάλλον μόλις είχε φθάσει)∙ αλλά αυτό έγινε μόνο χάρη στην προδοσία λίγων, προς απογοήτευση της πλειοψηφίας, ορισμένοι από τους οποίους προσχώρησαν στην αθηναϊκή φρουρά όταν αυτή κλείστηκε στο φρούριο της Ληκύθου,[28] για να απωθηθεί στην Παλλήνη. Ένας Σπαρτιάτης διοικητής τέθηκε στη συνέχεια επικεφαλής της πόλης.[29] Το 423, αφού η Σκιώνη είχε στασιάσει αυθόρμητα, η γειτονική της Μένδη προδόθηκε από λίγους στον Βρασίδα.[30] Αργότερα, όταν έφτασε ο αθηναϊκός στρατός, σημειώθηκαν ταραχές στη Μένδη και σύντομα ο απλός λαός έπεσε πάνω στη μικτή φρουρά των επτακοσίων Σκιωναίων και Πελοποννησίων. Αφού λεηλάτησαν την πόλη, η οποία δεν είχε θέσει όρους παράδοσης, οι Αθηναίοι είπαν με σύνεση στους Μενδέους ότι μπορούσαν να διατηρήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να ασχοληθούν οι ίδιοι με τους δικούς τους προδότες. Στην περίπτωση της Ακάνθου, της Σάνης, του Δίου, της Τορώνης και της Μένδης, λοιπόν, έχουμε θετικές αποδείξεις ότι ο κύριος όγκος των πολιτών ήταν πιστός στην Αθήνα, υπό συνθήκες που κάθε άλλο παρά ευνοϊκές ήταν. Στην Ειρήνη του Αριστοφάνη,[31] που παρουσιάστηκε το 421, είναι οἱ παχεῖς καὶ πλουσίοι, αυτοί τους οποίους οι Αθηναίοι λέγεται ότι καταδίωξαν με την κατηγορία ότι ευνοούσαν τον Βρασίδα. Μπορεί κάποιες από τις άλλες πόλεις να πέρασαν στην πλευρά του Βρασίδα με την ελεύθερη συγκατάθεση του δήμου, αλλά μόνο όσον αφορά τη Σκιώνη,[32] και ενδεχομένως την Άργιλο (οι πολίτες της οποίας προφανώς ήλπιζαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Αμφίπολης υποστηρίζοντας τον Βρασίδα)[33] παρέχει η αφήγηση του Θουκυδίδη κάποια βάση για αυτή την υπόθεση∙ και ακόμη και στη Σκιώνη, η οποία δεν στασίασε μέχρι το 423, κάποιοι στην αρχή «αποδοκίμασαν αυτό που γινόταν»[34].
Πρέπει τώρα να εξετάσουμε τις κινήσεις στις επτανησιακές πόλεις μετά τη σικελική καταστροφή, το 412 και τα επόμενα χρόνια, όταν ο Θουκυδίδης, στη διαπίστωση που αναφέρθηκε προηγουμένως, αποδίδει στους υποτελείς της Αθήνας μια παθιασμένη επιθυμία για αποστασία, ακόμη και πέρα από τις δυνατότητές τους να την πραγματοποιήσουν. Η Jacqueline de Romilly, στο πρόσφατο βιβλίο της, Thucydide et l’impérialisme athénien,[35] ισχυρίζεται ότι αν και «η αντιπαράθεση ολιγαρχίας-δημοκρατίας» έπαιζε σημαντικό ρόλο μέχρι την εποχή του Βρασίδα, στη συνέχεια «η αντιπαράθεση κυρίων-υποτελών σαρώνει τα πάντα», και «οι Αθηναίοι θα φανούν ανίκανοι να κρατήσουν τους υποτελείς τους με την υποστήριξη οποιασδήποτε παράταξης: η επιθυμία για ανεξαρτησία θα υπερισχύσει όλων των άλλων διαφορών»ii. Η διαπίστωση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις έχουμε επαρκείς πληροφορίες για την εσωτερική κατάσταση σε μια δεδομένη πόλη. Και πάλι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, με μία ή δύο ίσως εξαιρέσεις, διαπιστώνουμε ότι μόνο οι Λίγοι είχαν την επιθυμία να στασιάσουν. Τα γεγονότα στη Σάμο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα: ο Σαμιακός δήμος, μετά από τουλάχιστον δύο, αν όχι τρεις «εκκαθαρίσεις» δυνατῶν ή γνωρίμων,[36] παρέμεινε πιστός στην Αθήνα μέχρι το πικρό τέλος και ανταμείφθηκε με την παραχώρηση της αθηναϊκής ιθαγένειας.[37] Στη Χίο, αν και ο Θουκυδίδης μιλάει σε διάφορα σημεία[38] για «τους Χίους» που σχεδίαζαν να στασιάσουν εναντίον της Αθήνας στις αρχές του 412, είναι απολύτως σαφές από δύο χωρία[39] ότι ήταν μόνο οι Λίγοι που ήταν δυσαρεστημένοι και ότι δεν τόλμησαν καν να αποκαλύψουν τα σχέδιά τους στο δήμο μέχρι να φτάσει ο Αλκιβιάδης και μια σπαρτιατική δύναμη. Οι ηγέτες της φιλοαθηναϊκής παράταξης εκτελέστηκαν τότε και επιβλήθηκε με τη βία ολιγαρχία, υπό την εποπτεία του Σπαρτιάτη διοικητή Πεδάριτου[40]· αλλά αυτό δεν είχε καλά αποτελέσματα. Όταν οι Αθηναίοι εισέβαλαν στην πόλη, ορισμένοι από τους Χίους σχεδίασαν να τους την παραδώσουν,[41] αλλά ο αποκλεισμός έπρεπε τελικά να σταματήσει. Στη Ρόδο, πάλι, ήταν οι δυνατώτατοι ἄνδρες που κάλεσαν τους Σπαρτιάτες.[42] Όταν ενενήντα τέσσερα πελοποννησιακά πλοία έφτασαν στην ανοχύρωτη Κάμειρο, οἱ πολλοὶ έφυγαν τρομαγμένοι· αλλά αργότερα συγκεντρώθηκαν από τους Σπαρτιάτες (μαζί με τους κατοίκους της Λίνδου και της Ιαλυσού, των άλλων δύο ροδιακών πόλεων) και «πείστηκαν» να αποστατήσουν από την Αθήνα.[43] (Με τον τρόμο των Ροδίων στη θέα του πελοποννησιακού στόλου μπορούμε να αντιπαραβάλουμε τη φιλικότητα των Ιώνων το 427[44] προς τα πλοία που θεώρησαν ότι ήταν αθηναϊκά αλλά στην πραγματικότητα ήταν πελοποννησιακή μοίρα – μια φιλικότητα που είχε μοιραίες συνέπειες). Περίπου ένα χρόνο αργότερα έγινε απόπειρα επανάστασης στη Ρόδο, η οποία κατεστάλη από τον Δωριέα[45].
Όταν ο Αστύοχος ο Σπαρτιάτης, με είκοσι πλοία, έκανε μια εκστρατεία στις ηπειρωτικές πόλεις απέναντι από τη Χίο, με σκοπό να τις αποσπάσει από την Αθήνα, απέτυχε πρώτα να καταλάβει μια τόσο μικρή πόλη όπως ο Πτελεός, ο οποίος πρέπει να προέβαλε σθεναρή αντίσταση, και στη συνέχεια απέτυχε και πάλι στην επίθεσή του στις Κλαζομενές, αν και ήταν και αυτή χωρίς τείχη.[46] Οι Κλαζομενές είχαν αποστατήσει λίγο νωρίτερα, αλλά αυτό φαίνεται ότι ήταν έργο μιας μικρής ομάδας ολιγαρχικών, και το κίνημα είχε εύκολα κατασταλεί.[47] Στη Θάσο, οι εξόριστοι ακραίοι ολιγαρχικοί χάρηκαν όταν ο Αθηναίος Διειτρέφης εγκαθίδρυσε μια μετριοπαθή ολιγαρχία, γιατί αυτό, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελαν, δηλαδή «την κατάργηση της δημοκρατίας που θα τους εναντιωνόταν» στο σχέδιό τους να κάνουν τη Θάσο μια ανεξάρτητη από την Αθήνα ολιγαρχία.[48] Ωστόσο, ο δήμος δεν ηττήθηκε εύκολα και το νησί παρέμεινε σε πολύ ταραγμένη κατάσταση μέχρι που ο Θρασύβουλος το επανέφερε στην αθηναϊκή συμμαχία το 407.[49] Το γεγονός ότι ο θασιακός δήμος ήταν φιλικός προς την Αθήνα είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο αν θυμηθούμε ότι το νησί είχε αποστατήσει[50], γύρω στο 465, ως αποτέλεσμα μιας διαμάχης με την Αθήνα σχετικά με τα ἐμπόρια του και το χρυσωρυχείο του στη Θράκη, είχε αντέξει σε πολιορκία για πάνω από δύο χρόνια, και όταν παραδόθηκε του είχαν δοθεί όροι που έχουν περιγραφεί ως «τρομερά αυστηροί»[51] – μια αλληλουχία γεγονότων που συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα «αθηναϊκής επιθετικότητας»[52]. Αφού περιγράφει τι συνέβη στη Θάσο το 411, ο Θουκυδίδης[53] κάνει το πολύ σημαντικό σχόλιο ότι αυτό που συνέβη εκεί ήταν ακριβώς ό,τι συνέβαινε στις υποτελείς πολιτείες: «μόλις οι πόλεις είχαν επιτύχει σωφροσύνη» –εννοεί, φυσικά, ολιγαρχίες μετριοπαθούς τύπου– «και ατιμωρησία δράσης, προχώρησαν στην πλήρη ανεξαρτησία». Δεν πρέπει να παραλείψουμε να παρατηρήσουμε ότι η Νεάπολη στην απέναντι ηπειρωτική χώρα, προφανώς αποικία της Θάσου, αρνήθηκε να συνταχθεί με το νησί στην αποστασία του, άντεξε την πολιορκία και τελικά συνεργάστηκε δυναμικά στην καταστολή της Θάσου, κερδίζοντας τις ευχαριστίες της αυτοκρατορικής πόλης, που εκφράστηκαν με διατάγματα που καταγράφηκαν σε μια επιγραφή που έχει διασωθεί.[54]
Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι και στη Λέσβο[55] υπήρχε ελάχιστος ενθουσιασμός για αποστασία, εκτός από τους εξέχοντες πολίτες. Παρόλο που μια χιακή δύναμη δεκατριών πλοίων εξασφάλισε την αποστασία της Μήθυμνας και της Μυτιλήνης το 412, μια αθηναϊκή αποστολή είκοσι πέντε πλοίων κατάφερε να ανακτήσει τη Μυτιλήνη σχεδόν χωρίς να καταφέρει ούτε ένα πλήγμα (αὐτοβοεί), και όταν έφτασε ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Αστυόχος, με την ελπίδα να ενθαρρύνει τουλάχιστον τη Μήθυμνα να επιμείνει, «όλα πήγαν εναντίον του». Τον επόμενο χρόνο, το 411,[56] μια ομάδα εξόριστων Μηθυμναίων –προφανώς πλούσιων ανδρών, αφού μπόρεσαν να προσλάβουν διακόσιους πενήντα μισθοφόρους– απέτυχε να καταλάβει την πόλη τους. Το 406 η Μήθυμνα,[57] η οποία είχε τότε αθηναϊκή φρουρά (πιθανώς κατόπιν δικής της επιθυμίας), ήταν πιστή στην Αθήνα και, αρνούμενη να παραδοθεί στον Καλλικράτη, τον Σπαρτιάτη διοικητή, κατελήφθη (με τη βοήθεια προδοτών στο εσωτερικό της) και λεηλατήθηκε. Η Μυτιλήνη[58] παρέμεινε ακόμη περισσότερο στο πλευρό των Αθηναίων και υποτάχθηκε στον Λύσανδρο μόνο μετά τους Αιγός Ποταμούς. Άλλες πόλεις αρνήθηκαν επίσης να εγκαταλείψουν την Αθήνα, ακόμη και όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με έναν τρομερό πελοποννησιακό στρατό. Το 405, οι Κεδρείες στην Καρία[59] αντιστάθηκε στην επίθεση του Λύσανδρου, αλλά εισέβαλε και οι κάτοικοι (τους οποίους ο Ξενοφών περιγράφει ως μιξοβαρβάρους) πουλήθηκαν ως δούλοι· και λίγο αργότερα η Λάμψακος[60], η οποία επίσης αντιστάθηκε στον Λύσανδρο, καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε. Το πιο αξιοσημείωτο από όλα σε αυτή την ομάδα είναι η Καρική Ιασός.[61] Παρόλο που είχε πληρώσει ακριβά τη συμμαχία της με την Αθήνα, αφού λεηλατήθηκε από τους Πελοποννήσιους το 412, και στη συνέχεια τη φρουρούσαν, τη βρίσκουμε πιστή στην Αθήνα επτά χρόνια αργότερα, γιατί σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Λύσανδρος την κατέλαβε τώρα με έφοδο, έσφαξε τους οκτακόσιους άνδρες πολίτες, πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά ως σκλάβους και κατέστρεψε την πόλη – μια διαδικασία που υποδηλώνει ότι η αντίσταση ήταν σθεναρή. Αυτά για τον υποτιθέμενο ενθουσιασμό των συμμάχων της Αθήνας για την «απελευθέρωση».
Μόνο στην Έφεσο,[62] και ίσως (κατά τη διάρκεια του Ιωνικού Πολέμου) στη Μίλητο,[63] από τις πόλεις για τις οποίες έχουμε πληροφορίες, δεν υπάρχει κανένα ορατό ίχνος μιας φιλοαθηναϊκής παράταξης. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι η Έφεσος ήταν πάντοτε κέντρο περσικής επιρροής: για παράδειγμα, η μεγάλη δωρεά της σε χρυσό για το σπαρτιατικό πολεμικό θησαυροφυλάκιο, πιθανώς το 427, που καταγράφεται σε επιγραφή που βρέθηκε κοντά στη Σπάρτη,[64] αποτελούνταν από χίλιους δαρικούς, που αντιστοιχούσαν σε τέσσερα αττικά αργυρά τάλαντα ή λίγο περισσότερο.
Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στη δεκαετία 450 και 440 π.Χ., μια περίοδο για την οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα στοιχεία για τα υπό συζήτηση ζητήματα είναι κυρίως επιγραφικά. Η αποστασία των Ερυθρών,[65] από το 454 ή νωρίτερα έως το 452, οφείλεται σχεδόν σίγουρα στην κατάληψη της εξουσίας από μια τυραννία που υποστηριζόταν από τους Πέρσες. Η Μίλητος[66] αποστάτησε επίσης από το 454 τουλάχιστον έως το 452/451. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βρισκόταν προφανώς υπό τον έλεγχο μιας στενής ολιγαρχίας ή τυραννίας, η οποία φαίνεται ότι εκδίωξε ένα σημαντικό τμήμα του σώματος των πολιτών (ίσως με περσική υποστήριξη), και καταδικάστηκε με τη σειρά της σε παντοτινή και κληρονομική στέρηση δικαιωμάτων περίπου το 452, όταν οι εξόριστοι επέστρεψαν και η πόλη επανήλθε στην αθηναϊκή αυτοκρατορία. Η πιθανή απουσία της Κολοφώνος[67] από τους καταλόγους με τα ποσοστά των φόρων της δεύτερης περιόδου φορολόγησης (450/449 έως 447/446), καθώς και το αθηναϊκό διάταγμα σχετικά με την πόλη αυτή του (πιθανώς) 446, υποδεικνύουν σίγουρα μια αποστασία γύρω στο 450, αλλά οι γνωστές περσικές διασυνδέσεις αυτής της πόλης στην ενδοχώρα, το γεγονός ότι παραδόθηκε στον Πέρση Ιταμένη το 430 από τις μία από τις δύο παρατάξεις σε μια στάσιν (πιθανώς του συνήθους χαρακτήρα – ολιγαρχικοί εναντίον δημοκρατών), και ο κολοφώνιος όρκος για τη διατήρηση της δημοκρατίας –ίσως νεοεισαχθείσας, ή πάντως αποκατασταθείσας– στη συνθήκη υποδηλώνουν έντονα ότι η αποστασία ήταν έργο ολιγαρχικών που έλαβαν περσική υποστήριξη. Η αποστασία της Εύβοιας το 446 μπορεί κάλλιστα να ήταν κυρίως έργο των Ιπποβατών, των αριστοκρατών της Χαλκίδας, διότι οι Αθηναίοι τους έδιωξαν κατά την υποταγή του νησιού και πιθανώς έδωσαν τα εδάφη τους σε κληρούχους,[68] αλλά δεν επέβαλαν καμία τιμωρία πέραν της λήψης ομήρων,[69] απ’ όσο γνωρίζουμε, στους άλλους Ευβοείς, εκτός από το ότι έδιωξαν τους Ιστιαίους (οι οποίοι είχαν σφαγιάσει το πλήρωμα ενός αθηναϊκού πλοίου) και εγκατέστησαν μια αθηναϊκή αποικία στα εδάφη τους.[70] Η αποστασία της Σάμου το 440/439,[71] αφού ορισμένοι Σάμιοι που «επιθυμούσαν την επαναστατική αλλαγή του πολιτεύματος» είχαν παρακινήσει τους Αθηναίους να εγκαθιδρύσουν δημοκρατία, προκλήθηκε σίγουρα από εξόριστους ολιγαρχικούς, οι οποίοι συμμάχησαν με τον Πέρση σατράπη Πισσούθνη, χρησιμοποίησαν μια δύναμη επτακοσίων μισθοφόρων και συνεργάστηκαν με τους δυνατώτατους που παρέμεναν στην πόλη. Και εδώ πάλι δεν υπάρχουν ενδείξεις γενικής εχθρότητας προς την Αθήνα μεταξύ των Σαμίων, αν και μόλις οι ολιγαρχικοί απέκτησαν σταθερό έλεγχο στην πόλη, συνέλαβαν και εκδίωξαν τους δημοκρατικούς ηγέτες[72], προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην Αθήνα και αναμφίβολα ήταν σε θέση να επιβάλουν την αποδοχή τους σε ένα σημαντικό αριθμό του απλού λαού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την πρώιμη περίοδο, όποτε έχουμε πληροφορίες για τις συνθήκες μιας αποστασίας, βρίσκουμε σοβαρούς λόγους να την αποδίδουμε σε ολιγαρχικούς ή τυράννους, οι οποίοι προφανώς μπορούσαν να βασίζονται στην περσική βοήθεια, όπου το επέτρεπε η κατάσταση της πόλης. Αυτή ακριβώς την κατάσταση είδαμε ήδη να υπάρχει αργότερα, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τόσο στις αρχές όσο και στα τέλη, καταγράφεται το γυμνό γεγονός μιας αποστασίας, χωρίς λεπτομέρειες. Ορισμένες από αυτές τις αποστασίες μπορεί να ήταν ομόθυμες, αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να υποθέσουμε κάτι τέτοιο επειδή δεν έχουμε αποδείξεις. Σίγουρα ισχύει το αντίθετο: μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η κατάσταση που συναντάμε σχεδόν σε όλες τις πόλεις για τις οποίες έχουμε επαρκείς πληροφορίες υπήρχε στις περισσότερες από τις υπόλοιπες. Και μόνο το γεγονός της ανάληψης της εξουσίας από μια ολιγαρχία σε μια συμμαχική πόλη αμέσως μετά από μια αποστασία από την Αθήνα, όπως προφανώς στην Ερέτρια το 411,[73] τείνει να επιβεβαιώσει ότι η δημοκρατική παράταξη στην πόλη αυτή ήταν φιλοαθηναϊκή.
Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς άλλα παραδείγματα πίστης στην Αθήνα από την πλευρά των συμμάχων της ή φιλοαθηναϊκά κινήματα μέσα σε πόλεις που αποστατούσαν. Όταν ο αθηναϊκός στρατός στη Σικελία βρισκόταν στα όριά του, το τμήμα υπό τον Δημοσθένη βρισκόταν στα πρόθυρα της παράδοσης, οι Συρακούσιοι έκαναν μια διακήρυξη προσφέροντας ελευθερία σε όποιον από τους νησιώτες (τους συμμάχους των Αθηναίων) ήταν πρόθυμος να έρθει σε αυτούς. Η περαιτέρω αντίσταση ήταν πλέον εντελώς απέλπιδα, και τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τους συμμάχους από το να λιποτακτήσουν εκτός από το ισχυρότερο αίσθημα πίστης. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης μας λέει ότι «δεν πήγαν πολλές πόλεις στην άλλη πλευρά»[74]. Η πλειονότητα παρέμεινε, για να υποστεί μια μοίρα που πρέπει να γνώριζαν καλά ότι μπορούσε να είναι μόνο ο θάνατος ή η υποδούλωση. Το 428 η Μήθυμνα[75] αρνήθηκε να ακολουθήσει τις υπόλοιπες λεσβιακές πόλεις στην αποστασία τους. Το 430 έγινε στάσις στην Κολοφώνα:[76] η μία παράταξη κάλεσε τους Πέρσες και έδιωξε την άλλη, η οποία μετακινήθηκε στο Νότιο, αλλά και αυτή διασπάστηκε σε δύο παρατάξεις, η μία από τις οποίες απέκτησε τον έλεγχο του νέου οικισμού προσλαμβάνοντας μισθοφόρους και συμμάχησε με τους μετριοπαθείς πολίτες που παρέμειναν στην Κολοφώνα. Το 427 η ηττημένη παράταξη, αναμφίβολα δημοκρατικού χαρακτήρα, κάλεσε τους Αθηναίους, οι οποίοι ίδρυσαν νέα αποικία στο Νότιο για τους εξόριστους Κολοφώνιους. Η κατάληψη της Σηλυμβρίας[77] και του Βυζαντίου[78] από τους Αθηναίους το 408-407 προκλήθηκε σε κάθε περίπτωση από την προδοσία μιας παράταξης στο εσωτερικό της πόλης.
Υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που παρατέθηκαν παραπάνω, μπορούμε να κατανοήσουμε και να δεχτούμε την εξήγηση του Πλάτωνα για τη μακροβιότητα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας: οι Αθηναίοι, λέει, διατήρησαν την ἀρχῄ τους για εβδομήντα χρόνια «επειδή είχαν φίλους σε κάθε μία από τις πόλεις»[79].
Σε πολλές περιπτώσεις βρίσκουμε υποστήριξη προς την Αθήνα από κράτη, ή δημοκρατικές παρατάξεις εντός κρατών, εκτός της ίδιας της αθηναϊκής «αυτοκρατορίας». Ο κύριος όγκος των Πλαταιέων, βέβαια, ήταν πάντα πιστός στην Αθήνα· ήταν μόνο μερικοί πλούσιοι αριστοκράτες που κάλεσαν τους Θηβαίους το 431[80]. Οι Αθηναίοι είχαν δημοκρατικούς υποστηρικτές στην Κέρκυρα[81] και στο Άργος,[82] καθώς και στις βοιωτικές πόλεις,[83] ιδίως στις Θεσπιές, τη Χαιρώνεια και τις Σίφες. Το 424 οι ηγέτες των δημοκρατικών στα Μέγαρα[84] συνωμότησαν να παραδώσουν την πόλη στην Αθήνα. Εδώ βρίσκουμε τη λαϊκή παράταξη, σε μια κατάσταση που είχε ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα από τους Αθηναίους, με αυστηρό εμπορικό αποκλεισμό (το «Μεγαρικό ψήφισμα», του 432 π.Χ. περίπου) και δύο καταστροφικές εκστρατείες το χρόνο,[85] έτοιμη να αναλάβει απεγνωσμένους κινδύνους για να επανέλθει στην αθηναϊκή συμμαχία. Υπήρχαν φιλοαθηναϊκές παρατάξεις στη Θουρία και την Μεσσήνη[86], ενώ τρεις άλλες σικελικές πόλεις (η Έγεστα, η Νάξος και η Κατάνη), καθώς και ορισμένες σικελικές κοινότητες, ήταν με το μέρος της Αθήνας. Δεν θα ήταν ασφαλές να εξαχθούν γενικά συμπεράσματα από την ύπαρξη φιλοαθηναϊκών στοιχείων στις σικελικές πόλεις, δεδομένου ότι ο φόβος για τις Συρακούσες[87] μπορεί κάλλιστα να ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στις περισσότερες περιπτώσεις. Στο σχόλιό του για την πρώτη ναυτική ήττα της Αθήνας από τις Συρακούσες, ωστόσο, ο Θουκυδίδης[88] αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι οι Αθηναίοι συνήθιζαν να δημιουργούν διχόνοια μεταξύ των αντιπάλων τους προβάλλοντας την προοπτική πολιτειακών αλλαγών – προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας, εννοείται. Και πράγματι, εκτός από τα παραδείγματα που ήδη αναφέρθηκαν, υπάρχουν αρκετές καταγεγραμμένες προσπάθειες, επιτυχείς ή ανεπιτυχείς, από παρατάξεις στο εσωτερικό πόλεων, ιδίως πολιορκημένων πόλεων, να τις προδώσουν στους Αθηναίους, ιδίως στις Συρακούσες,[89] αλλά και στη Σπάρτωλο,[90] στην Ηιώνα ἐπί Θρᾴκης,[91] στο Ανακτόριο,[92] στα Κύθηρα,[93] στην Τεγέα,[94] ακόμη και στη Μήλο[95].
Η Μήλος είναι, για τους περισσότερους, το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αθηναϊκής κτηνωδίας. Η σκληρή μεταχείριση του κατακτημένου νησιού ήταν σίγουρα αδικαιολόγητη. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, που συχνά παραβλέπονται, τα οποία μπορούν τουλάχιστον να μας βοηθήσουν να δούμε το όλο περιστατικό σε καλύτερη αναλογία. Παρόλο που δεν έχουμε καμία καταγραφή πρόσφατων εχθροπραξιών μεταξύ των δύο κρατών, γνωρίζουμε ότι νωρίτερα οι Μήλιοι δεν είχαν παραμείνει ουδέτεροι στον πόλεμο, όπως φαίνεται να πιστεύουν τόσοι πολλοί άνθρωποι, που έχουν εμμονή με τον Διάλογο των Μηλίων[96]. Αναμφίβολα το 416 οι Μήλιοι, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν μεγάλο αθηναϊκό στρατό, είπαν ότι θα θεωρούνταν στο εξής ουδέτεροι.[97] Στον Διάλογο,[98] ο Θουκυδίδης φαίνεται να βάζει τους Αθηναίους να παραδέχονται ότι διαπράττουν αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «απρόκλητη επίθεση». Λίγο πριν αρχίσει τον Διάλογο, όμως, ο Θουκυδίδης[99] μας λέει ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Μήλιοι είχαν αρχικά παραμείνει ουδέτεροι, αλλά όταν οι Αθηναίοι άσκησαν βία εναντίον τους και λεηλάτησαν τα εδάφη τους, ἐς πόλεμον φανερὸν κατέστησαν. Οι επιγραφικές μαρτυρίες μάς επιτρέπουν να πάμε ακόμη πιο μακριά: θέτουν την αρχική επίθεση των Αθηναίων στη Μήλο σε ένα εντελώς διαφορετικό φως. Η επιγραφή που βρέθηκε κοντά στη Σπάρτη, στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά, καταγράφει[100] δύο ξεχωριστές δωρεές από τη Μήλο στα πολεμικά ταμεία των Σπαρτιατών, η μία από είκοσι αιγινήτικες μνες (περίπου μισό αττικό τάλαντο): ἔδον τοὶ Μάλιοι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀργυρίω F(ὶ)κατι μνᾶς, Ο άλλος αριθμός έχει χαθεί. Οι δωρητές αναφέρονται, θα πρέπει να σημειωθεί, ως τοὶ Μάλιοι. Αντιπαραβάλλεται η διατύπωση ενός άλλου τμήματος της ίδιας επιγραφής, που καταγράφει μια χιακή δωρεά: [ἔδον τοῖς Λακεδαιμονίοι]ι τῶν Χίων τοὶ φίλοι ποττὸν [πόλεμον ..... ].iiα Αυτό δείχνει ότι η συνδρομή των Μηλίων ήταν επίσημη. Σύμφωνα με μια ομιλία του Βρασίδα, στον Θουκυδίδη,[101] η καταβολή φόρου στην Αθήνα από την Άκανθο θεωρήθηκε από τη Σπάρτη ως εχθρική πράξη∙ και η ίδια ερμηνεία δεν θα ήταν παράλογο να δοθεί από την Αθήνα, a fortiori, σε μια εθελοντική δωρεά προς τη Σπάρτη. Ωστόσο, ο Adcock[102] έδειξε πριν από λίγα χρόνια ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύουμε ότι αυτές οι δωρεές προς τη Σπάρτη έγιναν την άνοιξη του 427, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλκίδα, όταν οι Μήλιοι πολύ πιθανόν έδωσαν βοήθεια και ανακούφιση στον Αλκίδα. Η αθηναϊκή εκστρατεία λεηλασίας, η οποία πραγματοποιήθηκε μόλις τον επόμενο χρόνο (και της οποίας ηγήθηκε, παρεμπιπτόντως, ο Νικίας)[103], στάλθηκε αναμφίβολα ως αντίποινα για τη βοήθεια που είχαν παράσχει οι Μήλιοι στη Σπάρτη. Σε κάθε περίπτωση, ο Θουκυδίδης αναφέρει ρητά ότι μετά από αυτό οι Μήλιοι ἐς πόλεμον φανερὸν κατέστησαν. Ο Διόδωρος[104] περιγράφει τη Μήλο ως τον μοναδικό σταθερό σύμμαχο της Σπάρτης μεταξύ των κυκλαδικών νησιών το 426. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το 416 δεν επετράπη στους Αθηναίους απεσταλμένους από τις αρχές των Μηλίων να απευθυνθούν στον συγκεντρωμένο λαό, αλλά υποχρεώθηκαν να εκθέσουν την υπόθεσή τους «ενώπιον των αρχών και των ολίγων»[105] – μια κατάσταση για την οποία ο Θουκυδίδης επιτρέπει στους Αθηναίους να κάνουν περιφρονητικά σχόλια. Η Μήλος προέβαλε σθεναρή αντίσταση στην Αθήνα, είναι αλήθεια, αλλά το ίδιο έκανε αρχικά και η Μυτιλήνη, όπου, όπως είδαμε, η πλειοψηφία δεν είχε μεγάλη επιθυμία να πολεμήσει την Αθήνα. Καθώς μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη ότι στο τέλος της πολιορκίας υπήρξε προδοσία στο εσωτερικό της Μήλου, φαίνεται πιθανό ότι ο λαός της Μήλου δεν συμμεριζόταν απόλυτα το πάθος για ουδέτερη αυτονομία που τόσο εύγλωττα εξέφραζαν οι ολιγαρχικοί τους.[106]
Όσον αφορά το ζήτημα των φρικαλεοτήτων γενικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι καταγράφονται πολύ λίγες πράξεις βαρβαρότητας από τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του πολέμου: οι μόνες σοβαρές[107] είναι αυτές στη Μήλο και τη Σκιώνη[108] και αυτές (λιγότερο σοκαριστικές) στην Τορώνη[109] και τη Θυρέα.[110] Όλες αυτές ήταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό επιτρεπόμενες από τους ελληνικούς πολεμικούς νόμους,[111] έστω και αν σόκαραν ορισμένους από τους πιο ανθρωπιστές Έλληνες της εποχής. Το ουσιώδες σημείο είναι ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν ασφαλώς πιο βάναυσοι, στο σύνολό τους, στη μεταχείριση των κατακτημένων από ό,τι άλλα ελληνικά κράτη της εποχής τους∙ και η συμπεριφορά του δήμου (σε εντυπωσιακή αντίθεση με εκείνη των δικών τους ολιγαρχικών) στη μεγαλύτερη δοκιμασία όλων, την εμφύλια διαμάχη, ήταν υποδειγματική: Η αναφορά του Αριστοτέλη[112] στη «συνήθη επιείκεια του δήμου» ήταν άξια λόγου, ιδίως από τη συμπεριφορά τους το 403, στην οποία ο Αριστοτέλης και άλλοι αποτίουν φόρο τιμής.[113] Οι Αργείοι υποδούλωσαν ολόκληρο τον πληθυσμό των Μυκηνών και κατέστρεψαν την πόλη κατά την κατάληψή της περίπου το 465 π.Χ.[114] Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μας λέει ο Θουκυδίδης,[115] οι Σπαρτιάτες άρχισαν να σφάζουν όλους τους εμπόρους που έπιαναν στη θάλασσα – Αθηναίους και συμμάχους τους και, στην αρχή του πολέμου, ακόμη και ουδέτερους. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Αλκίδας έσφαξε τους περισσότερους από τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει από τα κράτη της Ιωνίας κατά την εκστρατεία του το 427,[116] αν και προφανώς δεν ήταν οπλισμένοι. Οι Σπαρτιάτες τον ίδιο χρόνο, για να ικανοποιήσουν τους αμείλικτους Θηβαίους συμμάχους τους, σκότωσαν εν ψυχρώ όλους τους επιζώντες υπερασπιστές των Πλαταιών και υποδούλωσαν τις γυναίκες τους.[117] Όταν οι Είλωτες θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι, προφανώς το 424, οι Σπαρτιάτες δολοφόνησαν κρυφά και ύπουλα δύο χιλιάδες από τους καλύτερους από αυτούς.[118] Οι Σπαρτιάτες έσφαξαν όλους τους ελεύθερους άνδρες που αιχμαλώτισαν κατά την πτώση των Αργειακών Υσιών το 417.[119] Οι άνδρες του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας έσφαξαν όλο το πλήθος των αιχμαλώτων (ανδρών, γυναικών και παιδιών) που είχαν συλλάβει κατά την εκστρατεία τους στη Βιθυνία γύρω στο 416/415.[120] Μετά τους Αιγός Ποταμούς, το 405, όλοι οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι, ίσως τρεις ή τέσσερις χιλιάδες τον αριθμό,[121] θανατώθηκαν από τους Πελοποννήσιους υπό τις διαταγές του Λύσανδρου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ίδιας εκστρατείας σκότωσε όλους τους άνδρες και υποδούλωσε τα γυναικόπαιδα τουλάχιστον μιας πόλης που κατέλαβε με έφοδο και υποδούλωσε όλους τους κατοίκους τουλάχιστον μιας άλλης.[122] Οι στενές ολιγαρχίες που εγκατέστησε ο Λύσανδρος κατά το χρονικό αυτό διάστημα στις πόλεις του Αιγαίου και της Ασίας εκτέλεσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ομαδικά,[123] όπως έκαναν οι προστατευόμενοι του Λύσανδρου οι Τριάκοντα στην Αθήνα και οι νικητές επαναστάτες και αντεπαναστάτες στην Κέρκυρα, στο Άργος και αλλού. Είναι απαραίτητο να τονιστούν όλα αυτά, επειδή μεμονωμένες αθηναϊκές πράξεις σκληρότητας έχουν μείνει στη μνήμη, ενώ οι πολλές άλλες σύγχρονες φρικαλεότητες έχουν ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό, και έχει επικρατήσει η αρκετά παραπλανητική εντύπωση ότι οι Αθηναίοι, όλο και περισσότερο διεφθαρμένοι από την εξουσία, γίνονταν όλο και πιο σκληροί και εκδικητικοί όσο προχωρούσε ο πόλεμος. Στην πραγματικότητα, η εντύπωση αυτή οφείλεται μάλλον κυρίως στον Διάλογο των Μυτιληναίων και στον Διάλογο των Μηλίων, και στους δύο από τους οποίους η προσοχή μας εστιάζεται έντονα στον χαρακτήρα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Θουκυδίδης. Στον Διάλογο των Μυτιληναίων[124], με τη φύση των επιχειρημάτων που παρουσιάζει, ο Θουκυδίδης μεταφέρει την εντύπωση ότι οι Αθηναίοι επηρεάζονταν μόνο από λόγους σκοπιμότητας. Όπως το θέτει ο Finley,[125] «ο υποστηρικτής της απλής επιείκειας δεν είχε άλλο δρόμο από το να μιλήσει υπολογιστικά». Προσέξτε όμως πώς εξηγεί ο Θουκυδίδης τη διεξαγωγή της δεύτερης συνέλευσης την αμέσως επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία αποφασίστηκε η σκληρή ποινή. Την επόμενη ημέρα, λέει, μετάνοιά τις εὐθὺς ἦν αὐτοῖς καὶ ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι, πόλιν ὅλην διαφθεῖραι μᾶλλον ἢ οὐ τοὺς αἰτίουςiii – δεν πρόκειται εδώ για απλή σύνεση, αλλά για το ηθικό συναίσθημα της μεταμέλειας. Τα επιχειρήματα σκοπιμότητας μπορεί να κυριάρχησαν στη δεύτερη συνέλευση[126], αλλά με βάση το απόσπασμα που μόλις παρατέθηκε είναι δύσκολο να δεχτούμε τον υπαινιγμό του Θουκυδίδη ότι αυτό που πραγματικά άλλαξε τη γνώμη των Αθηναίων δεν ήταν παρά η ανάλγητη εξέταση του ατομικού συμφέροντος.
Ένα συντριπτικό πλήθος στοιχείων έχει πλέον προσκομιστεί για να δείξει ότι η μάζα των πολιτών στα συμμαχικά ή υποτελή κράτη ήταν πιστή στην Αθήνα καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, μέχρι την τελική κατάρρευση στον Ιωνικό Πόλεμο, και θα μπορούσε κατά καιρούς να αποδείξει μια βαθιά αφοσίωση στην αυτοκρατορική πόλη, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη αφοσίωση στη Σπάρτη των ολιγαρχικών αυτής της εποχής.[127] Η εκτίμηση αυτή ισχύει, όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού και όποια ετυμηγορία κι αν θέλουμε εμείς οι ίδιοι να του αποδώσουμε. Οι αποδείξεις είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές επειδή προέρχονται κυρίως από τον Θουκυδίδη, ο οποίος, όποτε γενικεύει ή ερμηνεύει τα γεγονότα αντί να τα αναφέρει, απεικονίζει τους υποτελείς της Αθήνας να στενάζουν κάτω από την τυραννική κυριαρχία της. Ένα δευτερεύον συμπέρασμα όχι μικρής σημασίας που προέκυψε από αυτή την έρευνα είναι ότι ο Θουκυδίδης, που γενικά (και δικαίως) θεωρείται ο πιο αξιόπιστος από όλους τους αρχαίους ιστορικούς, είναι ένοχος σοβαρών παραποιήσεων στις κρίσεις του για την αθηναϊκή αυτοκρατορία. Είχε το απόλυτο δικαίωμα να αποδοκιμάζει την ύστερη αυτοκρατορία και να εκφράζει αυτή την αποδοκιμασία. Εκείνο στο οποίο μπορούμε εύλογα να αντιταχθούμε είναι η ερμηνεία του ότι η πλειονότητα των υποτελών της την απεχθανόταν. Ταυτόχρονα, πρέπει να πιστωθεί στον Θουκυδίδη ότι είμαστε σε θέση να τον κατηγορήσουμε για αυτή τη διαστρέβλωση ακριβώς επειδή ο ίδιος είναι σχολαστικά ακριβής στην παρουσίαση των λεπτομερών στοιχείων. Η μεροληψία του Θουκυδίδη δύσκολα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί χωρίς την ειλικρίνεια του Θουκυδίδη.
II. «Ανεξάρτητοι» σύμμαχοι και «υποτελείς» σύμμαχοι
Κατά τη γνώμη του Θουκυδίδη, όπως είδαμε, η Αθήνα ήταν σαφώς ένοχη για την κατάχρηση της εξουσίας της ως ηγεμόνας της Δηλιακής Συμμαχίας, κυρίως καταστρέφοντας την αυτονομία των συμμάχων της και, ως «τυραννίδα πόλη», μετατρέποντάς τους σε υποτελείς της. Κανείς δεν θα θελήσει να αρνηθεί ότι η Αθήνα όντως μεταβλήθηκε, κατά τα πρώτα τριάντα χρόνια μετά τη συγκρότηση της Συμμαχίας, από ηγεμόνας σε κυρίαρχο και τα άλλα κράτη-μέλη από σύμμαχοι σε υποτελείς. Μπορεί κανείς να αισθανθεί, ωστόσο, ότι η σκέψη του Θουκυδίδη για το θέμα αυτό είναι συγκεχυμένη, και ιδίως ότι ο διαχωρισμός των συμμάχων σε δύο ομάδες, «αυτόνομους» και «υποτελείς», είναι παραπλανητικός.
Από τις πρώτες ημέρες της Δηλιακής Συμμαχίας ορισμένοι από τους συμμάχους παρείχαν πλοία με τα πληρώματά τους, ενώ άλλοι πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Οι δύο αυτές ομάδες θα αναφέρονται εδώ ως «ναυτικοί σύμμαχοι» και «υποτελείς σύμμαχοι» αντίστοιχα. Στην πρώιμη περίοδο της Συμμαχίας η διάκριση αυτή δεν είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία, αλλά στα μάτια του Θουκυδίδη η μετατροπή της αθηναϊκής ηγεμονίας σε αυτοκρατορία ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με τη μετατροπή των ναυτικών συμμάχων σε φόρου υποτελείς συμμάχους,[128] και μόνο οι πρώτοι παρέμεναν κατά κάποιο τρόπο αυτόνομοι. Αυτή η διάκριση, μεταξύ των φόρου υποτελών συμμάχων που ήταν απλοί υποτελείς της Αθήνας και μιας κατηγορίας «αυτόνομων» συμμάχων –που συνήθως ταυτίζεται, όπως και από τον Θουκυδίδη, με τους ναυτικούς συμμάχους– έχει γίνει ευρέως αποδεκτή στη σύγχρονη εποχή. Στην πραγματικότητα η όλη αντίληψη είναι λανθασμένη: ο μόνος βάσιμος λόγος για τη διάκριση των ναυτικών συμμάχων από τους υπόλοιπους είναι ότι οι πρώτοι παρείχαν στρατεύματα και οι δεύτεροι φόρο υποτέλειας, και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να ξεχωρίσουμε μια τάξη «αυτόνομων» συμμάχων, στη θεωρία ή στην πράξη, είτε αυτοί θεωρούνται ταυτόσημοι με τους ναυτικούς συμμάχους είτε με ελαφρώς διαφορετικούς όρους.
Ο Θουκυδίδης αντιλαμβάνεται την κατάσταση των φόρου υποτελών συμμάχων, τους οποίους περιγράφει ως φόρου ὑποτελεῖς, φόρῳ ὑπήκοοι,[129] ως μια δουλεία,[130] αλλά εκτός από μία περίπτωση είναι πρόθυμος να αποκαλέσει τους ναυτικούς συμμάχους αὐτονόμους και ἐλευθέρους.[131] Η μόνη εξαίρεση είναι ο αδέξια διατυπωμένος κατάλογος των Αθηναίων συμμάχων του στη Σικελική εκστρατεία:[132] εδώ, μολονότι περιγράφει τους Χίους ως αυτόνομους, τοποθετεί τη Μήθυμνα, τον μοναδικό άλλο ναυτικό σύμμαχο εκείνη την εποχή, σε εντελώς διαφορετική κατηγορία, στους ὑπήκοους, αν και οι Μηθυμναίοι περιγράφονται ως ναυσὶ καὶ οὐ φόρῳ ὑπήκοοι, σε αντίθεση με τους άλλους Αιολείς, που είναι ὑποτελεῖς. Και παρεμπιπτόντως, είναι προφανές από όσα αναφέρει ο Θουκυδίδης[133] για την κατάσταση των βοιωτικών πόλεων μετά το 447/6 ότι δεν τις θεωρούσε αυτόνομες το 458/457-447/446, όταν βρίσκονταν σε συμμαχία με την Αθήνα, αν και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υποθέσουμε ότι πλήρωναν φόρο.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε αν μπορούμε πράγματι να διακρίνουμε μια κατηγορία Αθηναίων συμμάχων που ήταν συγκεκριμένα αυτόνομοι, είτε de jure είτε de facto.[134] Πρώτα μπορούμε να εξετάσουμε την υπόθεση από άποψη συνταγματικής θεωρίας. Φυσικά, αρχικά είχε γίνει κατανοητό ότι όλοι οι σύμμαχοι, ναυτικοί ή φόρου υποτελείς, θα ήταν αυτόνομοι,[135] είτε θεωρήθηκε απαραίτητο να δηλώνεται αυτό ειδικά στις συνθήκες συμμαχίας είτε όχι. Σε μεταγενέστερους χρόνους οι Αθηναίοι πιθανότατα εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν ότι όλοι οι σύμμαχοί τους ήταν αυτόνομοι. Στις αποφάσεις και στις συνθήκες φαίνεται ότι είτε εισήγαγαν τη λέξη. είτε όχι, ανάλογα με το πώς φαινόταν να το απαιτεί το συμφέρον της Αθήνας στη συγκεκριμένη κατάσταση.[136] Δεν μπορεί να εντοπιστεί καμία συνταγματική αρχή, και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί μια συγκεκριμένη κατηγορία «αυτόνομων» συμμάχων λόγω της κατοχής ναυτικών δυνάμεων ή οποιουδήποτε άλλου καθορισμένου χαρακτηριστικού.
Όταν εξετάζουμε την de facto ύπαρξη αυτονομίας των συμμάχων, διαπιστώνουμε ακριβώς την ίδια κατάσταση: δεν μπορούν να θεσπιστούν γενικοί κανόνες, διότι κάθε περίπτωση αντιμετωπίστηκε ξεχωριστά με βάση την αξιολόγησή της, και δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να υποθέσουμε ότι, όσον αφορά τον εξαναγκασμό των συμμάχων από την Αθήνα, οι ναυτικοί σύμμαχοι ή οποιαδήποτε άλλη αναγνωρίσιμη κατηγορία τα πήγαν καλύτερα από τους υπόλοιπους. Η Χίος ήταν ο κατεξοχήν σύμμαχος, ιδίως κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά το 425 η Αθήνα ανάγκασε τη Χίο να γκρεμίσει το νεοανεγερθέν τείχος της,[137] λόγω υποψίας (πιθανώς όχι αβάσιμης)[138] για μια σχεδιαζόμενη εξέγερση, και ο κωμικός ποιητής Εύπολης,[139] στο έργο του Οι πόλεις (που ανέβηκε πιθανώς το 422), όπου ο χορός αποτελούνταν από κράτη μέλη της αυτοκρατορίας, μπορούσε να πει για τη Χίο,
πέμπει γὰρ ὑμῖν ναῦς μακράς, ἄνδρας θ’ ὅταν δεήσῃ
καὶ τἆλλα πειθαρχεῖ καλῶς, ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος. iv
Επιπλέον, η μόνη πιθανή αναφορά στις γραπτές μας πηγές[140] στην επιβολή της τυπικής ποινής των πέντε ταλάντων για τη δολοφονία ενός Αθηναίου σε ένα συμμαχικό κράτος υποδηλώνει ότι η Χίος είχε υποστεί κάτι τέτοιο λίγο πριν από το 421 π.Χ. Η Σάμος το 440, ενώ ήταν ακόμη ναυτικός σύμμαχος, υπέστη καταναγκασμό από την Αθήνα, η οποία όχι μόνο παρενέβη για να σταματήσει τον πόλεμο της εναντίον της Μιλήτου, αλλά και άλλαξε την κυβέρνησή της σε δημοκρατία.[141] Ένα τελευταίο επιχείρημα παρέχεται από τα νομισματικά τεκμήρια:[142] καμία κατηγορία όπως οι γνωστοί ναυτικοί σύμμαχοι δεν μπορεί να διακριθεί ως ομάδα από τη νομισματοκοπία της από τα υπόλοιπα κράτη της αυτοκρατορίας. Η εντυπωσιακά ρεαλιστική φόρμουλα που αρχίζει να εμφανίζεται για πρώτη φορά σε σωζόμενα αθηναϊκά ψηφίσματα όχι αργότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 440,[143] ἐν τῶν πόλεων ὧν Ἀθηναῖοι κρατοῦσι (ή κάποια παρόμοια έκφραση), περιλαμβάνει σίγουρα κάθε πόλη της αυτοκρατορίας στην οποία θα μπορούσε να ισχύσει η διαταγή της Αθήνας.
Έτσι, η σημαντική διαφορά που ο Θουκυδίδης και όσοι τον ακολουθούν διατείνονται ότι βλέπουν μεταξύ των δύο ειδών συμμάχων δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση στη συνταγματική θεωρία, και μπορεί επίσης να φανεί ότι δεν έχει καμία κανονική εφαρμογή στην πράξη. Η σύγχυση στην οποία οδηγεί φαίνεται καλά από ένα απόσπασμα από μια πρόσφατη εργασία:[144] «Η Φασηλίς, αν και υποτελής σύμμαχος, είχε τα δικαιώματα ενός ανεξάρτητου συμμάχου». Η λανθασμένη αντίληψη του Θουκυδίδη δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Μπορεί να οφείλεται κυρίως σε τέσσερις παράγοντες. Πρώτον, μπορεί να ήταν σύνηθες για την Αθήνα, κατά την υποταγή ενός συμμάχου που είχε αποστατήσει ή για κάποιον άλλο λόγο είχε υποστεί καταναγκασμό, να του στερεί τα πολεμικά του πλοία.[145] Οι ναυτικοί άρχισαν έτσι να αποκτούν μια ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, στη συνείδηση των ὀλίγων κυρίως, ως το διακριτικό γνώρισμα των πόλεων που δεν είχαν ακόμη υποστεί καταναγκασμό από την Αθήνα. Δεύτερον, η κατοχή στόλου θα αποτελούσε, για όλες τις πόλεις εκτός από λίγες πόλεις της ενδοχώρας, σχεδόν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποστασία που οι ὀλίγοι σύμμαχοι επιθυμούσαν. Τρίτον, η επιβάρυνση από τον φόρο, όσο μικρή και αν ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να έπεφτε κυρίως στις ιδιοκτήτριες τάξεις σε ορισμένα τουλάχιστον από τα συμμαχικά κράτη. Εκτός ίσως από τις περιπτώσεις όπου η πληρωμή μπορούσε να γίνει από έμμεσους φόρους, όπως τα τελωνεία ή τα τέλη της αγοράς, κάτι που είχε τη φύση μιας εισφοράς μπορεί μερικές φορές να επιβαλλόταν στους πλουσιότερους κατοίκους. Θα φανεί ότι και οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι τέτοιοι που θα μπορούσαν να αφορούν μόνο τους ὀλίγους τους οποίους ο Θουκυδίδης συμπαθούσε κατά κύριο λόγο. Τέλος, φαίνεται ότι υπήρχε ένα όχι αδικαιολόγητο γενικό αίσθημα ότι η καταβολή φόρου σε οποιοδήποτε κράτος, σύμφωνα με τη δική του ευγενική βούληση, ήταν κάπως εξευτελιστική.
Είναι πολύ κρίμα που ο Θουκυδίδης δεν εξέφρασε με σαφήνεια τη δική του άποψη για την κατάσταση των συμμάχων της Σπάρτης. Κατά καιρούς[146] φαίνεται να αντιπαραβάλλει την υποτέλεια των συμμάχων της Αθήνας στα τέλη του πέμπτου αιώνα, έστω και υπαινικτικά, με την ανεξαρτησία που υποτίθεται ότι απολάμβαναν τα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας,[147] ωστόσο μπορεί να παρουσιάζει τους Μαντινείς να αναφέρονται στην προηγούμενη συμμετοχή τους στην εν λόγω Συμμαχία ως δουλεία[148] και η δήλωσή του[149] ότι η Σπάρτη, αν και δεν επέβαλε φόρο στους συμμάχους της, φρόντιζε να τους διατηρεί φιλικούς προς αυτήν με ολιγαρχικές κυβερνήσεις, σίγουρα εμπεριέχει τη σιωπηρή παραδοχή ότι τα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας δεν ήταν πραγματικά αυτόνομα.[150] Και πάλι, η επιδέξια υπεκφυγή και η σαρκαστική απάντηση που έδωσαν οι Αθηναίοι το 432, κατόπιν συμβουλής του Περικλή, στο σπαρτιατικό αίτημα να «αφήσουν τους Έλληνες να είναι αυτόνομοι», αναφέρει ότι η Αθήνα θα αφήσει τους συμμάχους της αυτόνομους αν ήταν αυτόνομοι κατά την ημερομηνία της συνθήκης (ειρήνη του 446/445), και αν οι Σπαρτιάτες «δώσουν πίσω στις δικές τους πόλεις το δικαίωμα να είναι αυτόνομες, όχι με τρόπο που να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των σπαρτιατικών συμφερόντων [μὴ σφίσι ἐπιτηδείως αὐτονομεῖσθαι], αλλά με τέτοιο τρόπο που ο καθένας να μπορεί να επιλέξει.»[151]
Είχαν οι έννοιες αὐτονομία και ἐλευθερία κοινά αποδεκτό περιεχόμενο κατά τον ύστερο πέμπτο αιώνα∙ και αν ναι, ποιο ήταν αυτό; Η έννοια της ελευθέριας φαίνεται ότι ήταν τότε εξίσου βολικά ασαφής όπως και αργότερα υπό τους ελληνιστικούς βασιλείς και τους Ρωμαίους.[152] Το αντίθετό της, η δουλεία, ήταν επίσης ένας αγαπημένος προπαγανδιστικός όρος, όπως είδαμε προηγουμένως. Και οι δύο λέξεις δεν επιδέχονται ακριβή ορισμό. Η αὐτονομία, ίσως είχε τρία βασικά στοιχεία: το δικαίωμα της ενδιαφερόμενης πόλης να επιλέγει, να τροποποιεί και να εφαρμόζει τους δικούς της νόμους (πάνω απ’ όλα, φυσικά, το πολίτευμά της), να εκλέγει και να ελέγχει τους δικούς της δικαστές και να ασκεί πλήρη δικαστική κυριαρχία στα δικά της δικαστήρια. Η συμμετοχή σε μια συμμαχία χωρίς το δικαίωμα της απόσχισης, ή η ακούσια αποδοχή μιας φρουράς, μπορεί, όπως επισημαίνει ο Gomme, να περιόριζε την ἐλευθερία της πόλης αλλά όχι, αυστηρά μιλώντας, την αὐτονομία της[153]. Αλλά ακόμη και αν όλοι οι Έλληνες του πέμπτου αιώνα ήταν διατεθειμένοι να συμφωνήσουν σε έναν θεωρητικό ορισμό της αὐτονομίας, θα μπορούσε να υπάρξει πλήρης διαφωνία ως προς την εφαρμογή της σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Αν η Σπάρτη βοηθούσε μια κυρίαρχη ολιγαρχία να συντρίψει μια δημοκρατική επανάσταση, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι απλώς βοηθούσε στη διατήρηση ενός «προγονικού πολιτεύματος»; Αν η Αθήνα κατέλυε μια ολιγαρχία κατόπιν αιτήματος της δημοκρατικής πλειοψηφίας, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί εξίσου ότι η εν λόγω πόλη είχε, με την ελεύθερη απόφαση της πλειοψηφίας, «επιλέξει το δικό της πολίτευμα»; Καθένας θα επικαλούνταν ένα θεμελιωδώς διαφορετικό σύνολο αρχών, μεταξύ των οποίων η συμφιλίωση ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη. Έτσι η αὐτονομία, κάτω από την πίεση της ταξικής διαμάχης, θα μπορούσε να γίνει, όπως και η ἐλευθερία, ένα κενό σύνθημα.
III. Δημοκρατία και ολιγαρχία
Είδαμε ότι στο δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα ο αγώνας μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης συνέπεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον αγώνα μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Τώρα, η θεμελιώδης αλήθεια –που πολύ σπάνια δηλώνεται ρητά– είναι ότι οι ολιγαρχικοί[154] ήταν, σε γενικές γραμμές, οι ιδιοκτήτριες τάξεις, ενώ οι δημοκρατικοί ήταν οι φτωχοί. Αυτό είναι εύκολα κατανοητό. Μετά την εξαφάνιση, εκτός από καθυστερημένες περιοχές όπως η Θεσσαλία, των παλαιών κληρονομικών αρχουσών αριστοκρατιών, υπήρχε μόνο μια πιθανή βάση για τον ορισμό της κυβερνώσας τάξης (του πολιτεύματος)[155] σε μια ελληνική ολιγαρχία, δηλαδή η κατοχή της ιδιοκτησίας∙ και ήταν φυσικό ότι η πλειοψηφία των πλουσίων θα προτιμούσε μια μορφή πολιτεύματος στην οποία οι ίδιοι θα ήταν παντοδύναμοι, αντί να υπερτερεί (όπως θα μπορούσε να συμβεί σε μια δημοκρατία) η μάζα των φτωχών πολιτών.
Σε μια σειρά από εντυπωσιακά αποσπάσματα των Πολιτικών, ο Αριστοτέλης[156] καθιστά την οικονομική βάση της πολιτικής των ελληνικών παρατάξεων τόσο σαφή όσο κανείς θα μπορούσε να επιθυμεί. Ολιγαρχία, βέβαια, σημαίνει κυριολεκτικά «διακυβέρνηση από τους λίγους», αλλά ο Αριστοτέλης επιμένει ότι το κριτήριο του απλού αριθμού δεν είναι καθόλου ουσιώδες και ότι ο μικρός αριθμός του κυβερνώντος σώματος σε μια ολιγαρχία είναι εντελώς τυχαίος και οφείλεται στο απλό γεγονός ότι οι πλούσιοι είναι γενικά λίγοι και οι φτωχοί γενικά πολυάριθμοι. Η πραγματική βάση της διάκρισης μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας, λέει, δεν είναι ο μικρός ή ο μεγάλος αριθμός της κυβερνώσας τάξης, αλλά πενία καὶ πλοῦτος, η φτώχεια και ο πλούτος. Αν οι κυβερνώντες κυβερνούν λόγω του πλούτου τους, πρόκειται για ολιγαρχία – και ο Αριστοτέλης λέει ότι θα την αποκαλούσε και πάλι ολιγαρχία, ακόμη και αν οι πλούσιοι κυβερνώντες ήταν πλειοψηφία![157]. Έτσι διατυπώνει τους ορισμούς του: ολιγαρχία υπάρχει «κάθε φορά που εκείνοι που κατέχουν περιουσία είναι κύριοι του πολιτεύματος»∙ δημοκρατία, αντίθετα, υπάρχει «όταν εκείνοι που δεν κατέχουν μεγάλη περιουσία αλλά είναι φτωχοί είναι οι κύριοι». Ο Αριστοτέλης λέει επίσης ότι η ολιγαρχία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πλουσίων, η δημοκρατία τα συμφέροντα των φτωχών – στην πραγματικότητα, δεν θα την αποκαλέσει καθόλου δημοκρατία όταν οι μάζες κυβερνούν προς το συμφέρον του συνόλου των πολιτών.[158]
Αυτό αναδεικνύει ένα σημείο μεγάλης σημασίας στην ελληνική αντίληψη της δημοκρατίας. Αντίστοιχα με τις δύο κύριες σημασίες της ελληνικής λέξης δῆμος (όλος ο λαός ή οι κατώτερες τάξεις, οι φτωχοί), υπάρχουν δύο σημασίες της δημοκρατίας: πρώτον, ένα πολίτευμα στο οποίο όλος ο λαός (ο δήμος με την ευρεία έννοια) είναι κυρίαρχος· και δεύτερον, ένα πολίτευμα στο οποίο η κυρίαρχη εξουσία είναι ο δήμος με τη στενότερη, εξειδικευμένη έννοια: η μάζα των φτωχών πολιτών. Την πρώτη αντίληψη για τη δημοκρατία (διακυβέρνηση από όλους τους πολίτες) είχαν πιθανώς οι περισσότεροι δημοκρατικοί[159], τη δεύτερη (διακυβέρνηση από τους φτωχούς) όλοι οι ολιγαρχικοί. Φυσικά, η πρώτη αντίληψη είναι αυτή που αντιστοιχεί στη δική μας ιδέα της δημοκρατίας∙ η δεύτερη (μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία κυβερνούν οι φτωχοί – φυσικά αποκλειστικά προς το συμφέρον τους) έχει συγγένειες με τη «δικτατορία του προλεταριάτου» στη μαρξιστική θεωρία. Οι Έλληνες ολιγαρχικοί, όταν ήταν σε θέση να κάνουν ό,τι ήθελαν, έβαζαν φυσικά πρώτα τα συμφέροντα της τάξης των ιδιοκτητών (και αν ήταν ακραίοι ολιγαρχικοί, μόνο ένα τμήμα αυτής)∙ δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι επέμεναν να παρουσιάζουν τη δημοκρατία ως μια μορφή διακυβέρνησης υπό την οποία οι φτωχοί εκμεταλλεύονταν αναπόφευκτα τους πλούσιους προς όφελός τους[160].
Πολύ φως μπορεί να ρίξει στην ελληνική πολιτική η ανάλυση της λέξης δημοτικός, η οποία χρησιμεύει ως κανονικό επίθετο τόσο για το δῆμος, με τη στενότερη έννοια, όσο και για τη δημοκρατία. Συχνά δεν υπάρχει τρόπος να αποδοθεί επαρκώς στην αγγλική γλώσσα παρά μόνο με μια περίφραση. Είναι ατυχές το γεγονός ότι η αγγλική μεταγραφή «demotic» έχει προσκολληθεί σε έναν ορισμένο τύπο αιγυπτιακής γραφής[161]. Τώρα δημοτικός είναι το επίθετο που προέρχεται φυσικά από το ουσιαστικό δῆμος, αλλά σε όλες σχεδόν τις διάφορες χρήσεις του αντιστοιχεί στην πιο περιορισμένη, την ειδικά παραταξιακοπολιτική, σημασία αυτού του όρου∙ η λέξη δημόσιος είναι το τυπικό επίθετο που χρησιμοποιείται σε πράγματα που αφορούν ολόκληρο τον λαό, το κράτος. Οι Έλληνες είχαν ένα απόλυτα κατάλληλο επίθετο, το δημοκρατικός, που προέρχεται απευθείας από το ουσιαστικό δημοκρατία∙ αλλά αυτός ο όρος είναι πολύ λιγότερο συνηθισμένος από τον όρο δημοτικός, και συχνά βρίσκουμε δημοτικός όταν θα έπρεπε να περιμένουμε τον άλλο. Στην Αθηναίων Πολιτεία του, για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί ούτε μία φορά τον όρο δημοκρατικός, αλλά χρησιμοποιεί ξανά και ξανά τον όρο δημοτικός. Ένα σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι ότι ο όρος δημοτικός, σε αντίθεση με τον όρο δημοκρατικός, δεν φέρει καμία υπόνοια διακυβέρνησης από τον δήμο, ούτε στην αυστηρή ετυμολογία του ούτε στη λαϊκή χρήση. Ένας άνδρας ήταν δημοτικός αν ήταν με το μέρος των κατώτερων τάξεων, των φτωχών, ή αν ενεργούσε ενάντια στα συμφέροντα μιας κυρίαρχης ολιγαρχίας ή ακόμη και των ιδιοκτητριών τάξεων γενικά. Έτσι, ο Αριστοτέλης[162] αναφέρεται δύο φορές στον Πεισίστρατο ως δημοτικώτατο. Ωστόσο, ο Πεισίστρατος ήταν τύραννος. Εδώ, και σε πολλά παρόμοια συμφραζόμενα, δίνεται μια σαφώς παραπλανητική εντύπωση αν, όπως γίνεται πολύ συχνά, μεταφράσουμε τον όρο δημοκρατικός με το «democratic». Τίποτα δημοκρατικό δεν υπήρχε στους λαϊκούς τυράννους, ωστόσο ήταν ξεκάθαρα δημοτικοὶ. Η δική μας λέξη «democratic», όπως χρησιμοποιείται γενικά στις μέρες μας, δίνει έμφαση στη μέθοδο και όχι στον στόχο και τη στάση και υποδηλώνει απόφαση με πλειοψηφία· ενώ ο Έλληνας, δίνοντας έμφαση στον στόχο και τη στάση και δίνοντας πολύ λιγότερη σημασία στη μέθοδο, εφάρμοζε τον όρο δημοτικός κυρίως σε τέτοια πρόσωπα και τέτοια μέτρα που ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα της πλούσιας τάξης. Η χροιά της λέξης δημοτικός, όπως χρησιμοποιείται συνήθως στα κλασικά ελληνικά, είναι συχνά πιο κοντά στη σοβιετική παρά στη δυτική έννοια της λέξης «democratic». Ο απλός φτωχός Έλληνας φαίνεται ότι δεν περίμενε να έχει πολύ προσωπικό λόγο στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων – σε κάθε περίπτωση, αν δεν είχε ήδη γευτεί τις απολαύσεις της δημοκρατικής διακυβέρνησης, και μερικές φορές ούτε καν τότε. Ήταν κατά κανόνα ικανοποιημένος αν το κράτος διοικούνταν από άνδρες των ανώτερων τάξεων που ήταν σε λογικά πλαίσια δημοτικοὶ, ιδίως αν οι άνδρες αυτοί εκλέγονταν από τον ίδιο και τους συντρόφους του και ήταν υπεύθυνοι απέναντι σ’ αυτούς· αλλά όπου δεν υπήρχε επαρκής προσφορά ανδρών αυτού του είδους, μπορεί να ήταν αρκετά έτοιμος να δεχτεί έναν τύραννο που ήταν δημοτικός, αντί για μια ολιγαρχία που ήταν το αντίθετο. Θα μπορούσε ακόμη και να προτιμήσει έναν αριστοκράτη όπως ο Περικλής αντί για έναν άνθρωπο ταπεινής καταγωγής, ως δημοκρατικό δικαστή, επειδή, αν όλα τα άλλα πράγματα ήταν ισοδύναμα, ο αριστοκράτης θα είχε ένα πολύ καλύτερο ξεκίνημα στη ζωή και θα ήταν πιο ικανός και ίσως λιγότερο εύκολα δωροδοκήσιμος. Οι φτωχοί, λέει ο Αριστοτέλης,[163] είναι αρκετά πρόθυμοι να παραμείνουν ήσυχοι, ακόμη και όταν δεν έχουν πολιτική εξουσία, αρκεί κανείς να μην τους ασκεί βία ή να μην τους στερεί την περιουσία τους. Οι όποιες φιλοδοξίες τους θα ικανοποιηθούν αν τους δοθεί το δικαίωμα να εκλέγουν τους άρχοντες και να τους καλούν σε λογοδοσία∙ και μερικές φορές μπορεί να τους κοροϊδέψουν με ακόμη λιγότερα[164].
Δεν είναι θεμιτό να αντιτείνει κανείς ότι, αν και ο οικονομικός χαρακτήρας των ελληνικών παραταξιακών διαιρέσεων είναι αρκετά σαφής από την εποχή του Αριστοτέλη, η κατάσταση δεν ήταν η ίδια τον πέμπτο αιώνα.[165] Στην πραγματικότητα υπάρχουν άφθονα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ακριβώς των ίδιων γενικών ομαδοποιήσεων, όχι μόνο κατά τον προηγούμενο τέταρτο αιώνα, αλλά και κατά τον πέμπτο. Ο Ξενοφών, για παράδειγμα, αντιπαραθέτει ρητά τους όρους δῆμος και πλουσιώτατοι,[166] και ορίζει τον δήμο (του οποίου η κυριαρχία είναι δημοκρατία) ως οἱ πένητες τῶν πολιτῶν·[167] και στο λαμπρό μικρό ολιγαρχικό φυλλάδιο που περιέχει μια φανταστική συνομιλία μεταξύ Αλκιβιάδη και Περικλή, το οποίο ενσωματώθηκε στα Απομνημονεύματα,[168] βρίσκουμε την κυρίαρχη εξουσία σε μια δημοκρατία, τὸ πᾶν πλῆθος, να αντιτίθεται (και να νοείται ως τυραννίδα πάνω) στους κατόχους της ιδιοκτησίας. Επίσης, ο ιστορικός του Οξυρρύγχου,[169] γράφοντας το έτος 396, χωρίζει τους Αθηναίους ως οἱ ἐπιεικεῖς καὶ τὰς οὐσίας ἒχοντες, και οἱ πολλοὶ καὶ δημοτικοὶ. Για τον πέμπτο αιώνα έχουμε ένα σύγχρονο πολιτικό φυλλάδιο, αυτό του Ψευδο-Ξενοφώντα (τον «Γέρο Ολιγαρχικό»)[170], το οποίο θεωρεί δεδομένο ότι τα ελληνικά κράτη ήταν βαθιά διαιρεμένα με βάση τις κοινωνικές και οικονομικές γραμμές σε ευρείες ομάδες μεταξύ των οποίων υπήρχε ένας μόνιμος και βαθιά ριζωμένος ανταγωνισμός. Διάφοροι όροι χρησιμοποιούνται από τον Γέρο Ολιγαρχικό για κάθε μία από τις δύο κατηγορίες του, αλλά όλοι εκείνοι κάθε ομάδας χρησιμοποιούνται λίγο-πολύ ως ισοδύναμοι. Από τη μία πλευρά έχουμε την τάξη των ιδιοκτητών, οι οποίοι συνήθως αποκαλούνται οἱ χρηστοὶ,[171] αλλά επίσης οἱ πλούσιοι, γενναῖοι, ὀλίγοι, δυνατώτατοι, δεξιώτατοι, εὐδαίμονες, ἄριστοι, βέλτιστοι, τὸ βέλτιστον· από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι φτωχοί, που συνήθως περιγράφονται ως πονηροὶ ή ὁ δῆμος αλλά και ως οἱ πένητες, δημοτικοὶ, δημόται, χείρονες, τὸ κάκιστον, πλῆθος, ὁ ὄχλος. Ο χαρακτηρισμός του δήμου ως οἱ πένητες είναι σαφής σε δύο χωρία,[172] όπου ὁ δῆμος αντιπαρατίθεται στους πλουσίους, και είναι αυτονόητο σε όλο το κείμενο. Ο Γέρος Ολιγαρχικός ισχυρίζεται με έμφαση[173] ότι σε κάθε χώρα τὸ βέλτιστον είναι αντίθετο με τη δημοκρατία, σε καμία πόλη δεν είναι ευνοϊκά διακείμενο προς το δήμο. Ενδεχομένως οι περισσότεροι Αθηναίοι της ανώτερης τάξης του πέμπτου αιώνα, πριν από το 413 περίπου, θα είχαν αποκηρύξει πολλούς από τους ισχυρισμούς του Γέρου Ολιγαρχικού ή τουλάχιστον θα αποδοκίμαζαν τέτοιες απλές εκφράσεις. Αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο: ο Γέρος Ολιγαρχικός σίγουρα γράφει για ένα μη αθηναϊκό κοινό, και το φυλλάδιό του είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για το φως που ρίχνει στην οπτική γωνία των ανώτερων τάξεων σε κράτη εκτός της Αθήνας. Η εικόνα που σκιαγραφεί, με τα άκρα του άσπρου και του μαύρου, είναι βέβαια κάπως υπερβολική και υπεραπλουστευμένη, αλλά ο βασικός διαχωρισμός των πολιτών των ελληνικών κρατών σε δύο μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές κατηγορίες μεταξύ των οποίων υπήρχε μια βαθιά ριζωμένη πολιτική ένταση, επιβεβαιώνεται επαρκώς από άλλα σύγχρονα στοιχεία.
Ο Θουκυδίδης,[174] στο λόγο που βάζει στο στόμα του Αθηναγόρα του Συρακούσιου, παρουσιάζει ως εναλλακτική λύση στη δημοκρατία την κυριαρχία των κατόχων περιουσίας. Και, όπως είδαμε στην πρώτη ενότητα αυτού του άρθρου, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών και οι υπόλοιποι, στις περιγραφές τους για τους πολιτικούς αγώνες του τέλους του πέμπτου αιώνα, παρουσιάζουν διαρκώς μπροστά μας πόλεις διαιρεμένες σε δύο παρατάξεις, από τις οποίες η μία, συνήθως φιλοαθηναϊκή, ονομάζεται δῆμος, πολλοὶ, πλέονες ή πλῆθος και η άλλη αναφέρεται με κάποιο από τα ονόματα ὀλίγοι, δυνατοὶ, δυνατώτατοι ή γνώριμοι και είναι συνήθως φιλοσπαρτιατική. Οι διάφοροι όροι σε κάθε ομάδα είναι όλοι λίγο-πολύ συνώνυμοι. Θα ήταν εξαιρετικά διεστραμμένο να προσποιούμαστε ότι η λέξη δήμος (μακράν η πιο συνηθισμένη στην ομάδα της) δεν σημαίνει κανονικά τη μάζα του απλού λαού –όπως προφανώς σημαίνουν οι άλλοι όροι– αλλά απλώς μια ηγετική κλίκα δημοκρατικών πολιτικών ή κάτι τέτοιο. Περιστασιακά η έκφραση μπορεί να έχει τη δεύτερη σημασία, αλλά αν είναι έτσι, η κλίκα αποκαλείται δήμος επειδή θεωρείται ότι ενεργεί εκ μέρους του πραγματικού δήμου, των κατώτερων τάξεων στο σύνολό τους.[175] Υπάρχει ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού στην αφήγηση του Θουκυδίδη για τα γεγονότα στη Σάμο το 412-411. Πρώτον,[176] ο «δήμος» καταλύει μια ολιγαρχία αριστοκρατών γαιοκτημόνων. Αργότερα,[177] ανακαλύπτουμε ότι αυτός ο «δήμος» ήταν ουσιαστικά ένα μικρό σώμα περίπου τριακοσίων ατόμων. Επειδή όμως οι ολιγαρχικοί ήταν πολύ περισσότεροι (εξακόσιοι σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν και άλλοι παρέμειναν), οι τριακόσιοι πρέπει να υποστηρίζονταν από το σύνολο των κατώτερων τάξεων. Και όταν οι ίδιοι στρέφονται εναντίον του απλού λαού και προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία για τον εαυτό τους ως ολιγαρχία, παύουν αυτομάτως να είναι ο δήμος. Η διατύπωση των κρίσιμων φράσεων αξίζει να παρατεθεί: οἱ γὰρ τότε τῶν Σαμίων ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος και καὶ ἔμελλον τοῖς ἄλλοις ὡς δήμῳ ὄντι ἐπιθήσεσθαιv. Ο τελικός δήμος εγκαθιδρύει αμέσως μια δημοκρατία και αναφέρεται ως οἱ πλέονες.
Ο Θουκυδίδης, στους μάλλον ρητορικούς του προβληματισμούς[178] –με αφορμή τα τρομακτικά γεγονότα στην Κέρκυρα το 427– σχετικά με την οξεία πολιτική διαμάχη στις ελληνικές πόλεις στα τέλη του πέμπτου αιώνα, καθιστά σαφές ότι οι συγκρούσεις που περιγράφει ότι λάμβαναν χώρα σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο ήταν μεταξύ των ίδιων βασικών παρατάξεων παντού: η μία αποτελούμενη από τη λαϊκή παράταξη, που είχε ως σύνθημά της την πλήθους ἰσονομία πολιτικὴ, με τους ηγέτες του πρόθυμους να καλέσουν τους Αθηναίους, και η άλλη, οἱ ὀλίγοι, με σύνθημα ἀριστοκρατία σώφρων, εξίσου πρόθυμη να φέρει τους Σπαρτιάτες. Αυτή η ανάλυση συμφωνεί ικανοποιητικά με τα λεπτομερή πραγματικά στοιχεία και είναι ασφαλώς σωστή στις γενικές γραμμές της. Θα υπήρξαν βέβαια και εξαιρέσεις – πόλεις, για παράδειγμα, στις οποίες ο δήμος ήταν πολύ εκφοβισμένος ή πολύ ανώριμος πολιτικά για να προβάλει μεγάλη αντίσταση στην κυριαρχία των ὀλίγων, και όπου η ενεργή δημοκρατική παράταξη ήταν αρκετά μικρή. Σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η μεγάλη μάζα του λαού ήταν υπέρ των Αθηναίων. Αλλά λέξεις όπως πολλοὶ, πλέονες, πλῆθος χρησιμοποιούνται τόσο συχνά από τις πηγές μας για τις δημοκρατικές ή φιλο-αθηναϊκές παρατάξεις, και οι αντίπαλοί τους αναφέρονται τόσο σταθερά ως μια μειοψηφία των ὀλίγων, δυνατωτάτων ή γνωρίμων, ώστε πρέπει να υποθέσουμε ότι οι πρώτοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους δεύτερους στη μεγάλη πλειονότητα των πόλεων. Οι ηγέτες του δήμου, περιττό να πούμε, θα ήταν σχεδόν πάντα μέλη των ανώτερων τάξεων που ήταν (ή τουλάχιστον θεωρούνταν) δημοτικοὶ ως προς τις απόψεις τους – αλλά η βάση, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, θα προερχόταν κυρίως από τις φτωχότερες τάξεις. Μπορεί κάλλιστα να υπήρχε σε πολλές περιπτώσεις μια σημαντική μειοψηφία, μερικές φορές ακόμη και πλειοψηφία, που δεν προσχώρησε σε καμία από τις δύο πλευρές∙ αλλά καθώς ακούμε ελάχιστα ή τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους[179] δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε γι’ αυτούς παρά μόνο a priori.
Οι μόνες φορές στην ιστορία του πέμπτου αιώνα που έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες όχι μόνο για τη σύνθεση των διαφόρων παρατάξεων σε ένα κράτος και τις δραστηριότητές τους, αλλά και για τα πολιτικά τους προγράμματα, είναι τα χρόνια της ολιγαρχικής επανάστασης στην Αθήνα, το 411 και το 404. Ένα ιδιαίτερα πολύτιμο στοιχείο είναι η σύντομη ανάλυση[180] του Αριστοτέλη για τις πολιτικές παρατάξεις που υπήρχαν το 404. Μπορεί να αποδειχθεί ότι οι τρεις ομάδες του υπήρχαν επίσης και κατά τα έτη 412-410, όταν φαίνεται ότι αποκρυσταλλώθηκαν για πρώτη φορά. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρεις παρατάξεις: (1) τους δημοτικούς, τους απλούς ανθρώπους, που επιθυμούσαν να διατηρήσουν την υπάρχουσα δημοκρατία, και διαχωρίζονται από τους γνώριμους,[181] οι οποίοι υποδιαιρούνται σε (2) απόλυτους ολιγαρχικούς, οργανωμένους σε πολιτικές λέσχες, και (3) «εκείνους που, αν και δεν ήταν μέλη των πολιτικών λεσχών, θεωρούνταν ωστόσο ότι ανήκαν στην καλύτερη τάξη των πολιτών και επιθυμούσαν το προγονικό πολίτευμα». Αυτούς τους τελευταίους μπορούμε να τους ονομάσουμε μετριοπαθείς ολιγαρχικούς. (Οι ακραίοι ολιγαρχικοί δεν είχαν κανένα πραγματικό πολιτειακό πρόγραμμα: απλώς ήθελαν ανεξέλεγκτη προσωπική εξουσία για τη δική τους μικρή ομάδα, τόσο το 411 όσο και το 404). Τώρα δεν έχει γίνει επαρκώς αντιληπτό ότι η ολιγαρχική «τρομοκρατία» στην Αθήνα την άνοιξη του 411, που περιγράφει γλαφυρά ο Θουκυδίδης[182], δεν θα μπορούσε να είναι τόσο απόλυτα αποτελεσματική, ούτε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η κρίσιμη συνέλευση περισσότερο από ένα μίλι έξω από τα τείχη, στον Κολωνό (με τους Σπαρτιάτες κοντά, ώστε να μην μπορούν να παρευρεθούν παρά μόνο ιππείς και οπλίτες), και να περάσουν οι δραστικές πολιτειακές αλλαγές χωρίς ούτε μια φωνή διαφωνίας,[183] παρά μόνο με τη συναίνεση ή τουλάχιστον την παθητική συναίνεση της πλειοψηφίας της τάξης των οπλιτών. Είναι σαφές από την αφήγηση του Θουκυδίδη ότι ο «δήμος» –σε αυτή τη συγκυρία, ουσιαστικά όσοι από την τάξη των θητών δεν υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στον στόλο– δεν πείστηκε ποτέ να αποδεχτεί πρόθυμα την ολιγαρχία. Η συμπεριφορά των ακραίων ολιγαρχικών δεν θα πρέπει ποτέ να μας εκπλήσσει, αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως εκπληκτικό με τα γεγονότα του 412-410 είναι ότι τόσοι πολλοί άνδρες της τάξης των οπλιτών, οι οποίοι σίγουρα ήταν αρκετά πιστοί στη δημοκρατία τα προηγούμενα χρόνια[184], θα εξελίσσονταν σε ολιγαρχικούς, σε βαθμό που πρώτα να ανέχονται μια «τρομοκρατία» που στρεφόταν κατά των ριζοσπαστών,[185] στη συνέχεια να υποτάσσονται για μερικούς μήνες σε ένα καθεστώς που έδινε την εξουσία στα χέρια μιας ομάδας ανεκδιήγητων εξτρεμιστών και, τέλος, να εγκαθιδρύουν ένα πολίτευμα που στερούσε τα δικαιώματα από τον μισό τουλάχιστον πληθυσμό των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του σώματος των ναυτών από τους οποίους εξαρτιόταν κυρίως η επιτυχία στον πόλεμο – ὁ θρανίτης λεώς, ὁ σωσίπολις, όπως τους είχε αποκαλέσει νωρίτερα ο Αριστοφάνης[186]. Η εξήγηση βρίσκεται σίγουρα στον πρωτοφανή συνδυασμό μιας στρατιωτικής καταστροφής, μιας απελπιστικής οικονομικής κατάστασης και της πολύ αυξημένης καταστροφής της Αττικής από τη νέα οχυρωμένη βάση του εχθρού στη Δεκέλεια.[187] Η διαδικασία που είχε αρχίσει να υποβαθμίζει τη σχετική θέση των πιο εύπορων γαιοκτημόνων κατά τη διάρκεια του Αρχιδαμικού Πολέμου[188] επανήλθε και πάλι, με εντατικοποιημένη μορφή.[189] Οι πλουσιότεροι πολίτες σήκωναν το βάρος της τακτικά επαναλαμβανόμενης πλέον και πολύ δαπανηρής τριηραρχίας,[190] και τόσο αυτοί όσο και ένα απροσδιόριστο ποσοστό των μετρίου πλούτου ανδρών μπορεί να είχαν επιβαρυνθεί με αρκετές φορολογικές εισφορές.[191] Η οικονομική βάση της επιρροής της παλαιάς άρχουσας τάξης μπορεί να είχε υποστεί σοβαρή βλάβη. Σε περιόδους σοβαρής οικονομικής δυσχέρειας, εκείνοι που ελέγχουν πολιτικά το κράτος μπορούν συνήθως να καταφέρουν να φορτώσουν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους σε άλλους. Η προφανής λύση για την αθηναϊκή ανώτερη τάξη το 411 ήταν να προβεί σε μια διπλή μεταρρύθμιση, τόσο οικονομική όσο και πολιτική, παύοντας να δίνει αμοιβή για την εκτέλεση δημόσιων καθηκόντων. Αυτό θα εξοικονομούσε και χρήματα και θα απέκλειε πολλούς φτωχούς πολίτες από το να παίζουν μεγάλο ρόλο στην πολιτική. Αλλά για να το κάνει αυτό και να πραγματοποιήσει άλλες μεταρρυθμίσεις προς το συμφέρον της, η τάξη των ιδιοκτητών έπρεπε να πάρει την κρατική μηχανή εξ ολοκλήρου στα χέρια της, με τη βία. Αναμφίβολα υπήρχε ένας αριθμός οπλιτών, ιδίως οι φτωχότεροι, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν οικειοθελώς την πολιτική των ολιγαρχικών το 411· αλλά μεταξύ των «επωνύμων» γνωρίζουμε μόνο μια χούφτα αυτής της κατηγορίας,[192] και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι υπήρχαν πολλοί άλλοι. Έτσι, το 411 (και ξανά το 404) βλέπουμε την τάξη των ιδιοκτητών στο σύνολό της να στρέφεται κατά της δημοκρατίας, ακόμη και στην ίδια την Αθήνα – γιατί είναι σίγουρα γελοίο να περιγράφει κανείς ως δημοκρατία, ακόμη και ως «περιορισμένη» ή «μετριοπαθής» δημοκρατία, ένα καθεστώς όπως αυτό των Πέντε Χιλιάδων, το οποίο στερούσε τα δικαιώματα από το φτωχότερο τουλάχιστον ήμισυ του πληθυσμού των πολιτών.
Τα οικτρά αποτελέσματα των δύο επαναστάσεων απαξίωσαν τελικά την ολιγαρχία στην Αθήνα. Για μεγάλο μέρος του τέταρτου αιώνα φαίνεται ότι δεν είχε ανοιχτούς υποστηρικτές εκεί∙ εκείνοι που ήταν στην πραγματικότητα μετριοπαθείς ολιγαρχικοί το βρήκαν πιο πολιτικό να προσποιούνται ότι αυτό που ήθελαν δεν ήταν τίποτε άλλο από τη δημοκρατία – μόνο που φυσικά έπρεπε να είναι η παλιά καλή δημοκρατία που είχε ανθίσει στους παλιούς καλούς καιρούς, όχι η φαύλη μορφή δημοκρατίας που είχε είχε ως αποτέλεσμα κάθε είδους ανάξιοι άνθρωποι να αποκτήσουν την εξουσία για τους δικούς τους άθλιους σκοπούς κ.ο.κ.[193]. Ο Ισοκράτης παρέχει μερικά εξαιρετικά παραδείγματα αυτού του είδους προπαγάνδας, ιδίως στο λόγο του Περί ειρήνης και στον Αρεοπαγιτικό του. Ακόμη και ο Δημήτριος ο Φληρεύς ισχυρίστηκε ότι οὐ μόνον οὐ κατέλυσε τὴν δημοκρατίαν, ἀλλά καὶ ἐπανήρθωσε.[194]
Μας λένε διαρκώς ότι ήταν η ιδιαιτερότητα της πόλης, το πάθος για την αὐτονομία της πόλεως, που είχε ύψιστη σημασία στην ελληνική πολιτική ζωή. Ο Ehrenberg σε ένα πρόσφατο άρθρο του,[195] αφού παραδέχεται ότι η κυριαρχία της Αθήνας μπορεί να έφερε πολλά οφέλη τόσο στην αυτοκρατορία της όσο και στην ίδια, συνεχίζει λέγοντας «Αλλά κανένας Έλληνας, και επομένως ούτε ο Θουκυδίδης, δεν θα έβλεπε ποτέ τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα – όχι επειδή οι Έλληνες δεν εκτιμούσαν την υλική ευημερία (σίγουρα την εκτιμούσαν), αλλά επειδή δεν μπορούσαν να μη σκέφτονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, με πολιτικούς όρους, δηλαδή με όρους της ζωής της Πόλης και ιδίως της αυτονομίας της Πόλης... Τίποτα δεν μετρούσε όταν σταθμιζόταν έναντι της απώλειας της πολιτικής ελευθερίας». Τα ιστορικά στοιχεία, αντίθετα, δείχνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι σε περιόδους κρίσης το πάθος για την αυτονομία της πόλης αποδείχθηκε λιγότερο ισχυρό, σε πολλούς, αν όχι στους περισσότερους πολίτες, απ’ ό,τι το ταξικό αίσθημα. Αν οι πηγές μας, όταν γενικεύουν, συχνά αποτυγχάνουν να αποκαλύψουν αυτό το γεγονός, αυτό οφείλεται στο ότι αντανακλούν σχεδόν αποκλειστικά τις απόψεις εκείνων των μετριοπαθών ολιγαρχικών που ήταν στο σύνολό τους έτοιμοι, εκτός από στιγμές ακραίας κρίσης, να ανεχθούν είτε την ολιγαρχία είτε τη δημοκρατία, υπό τις οποίες μπορούσαν κανονικά να ελπίζουν ότι θα διατηρούσαν τη θέση τους. Είναι πολύ ενδιαφέρον, ωστόσο, να βλέπουμε τον Θουκυδίδη[196] να βάζει τον Βρασίδα να παραδέχεται στους Ακάνθιους ότι είτε για τους Λίγους είτε για τους Πολλούς το να τεθούν υπό την κυριαρχία των άλλων θα ήταν πιο δυσάρεστο από την υποταγή σε ξένο ζυγό. Λίγοι εν δυνάμει ολιγαρχικοί θα παραδέχονταν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση πολιτικής ελευθερίας υπό μια δημοκρατία, και κανένας δημοκρατικός δεν θα αισθανόταν ότι ήταν ελεύθερος υπό μια ολιγαρχία. Η προθυμία των δημοκρατικών να υποταχτούν στην Αθήνα, των ολιγαρχικών στη Σπάρτη, παραδείγματα των οποίων αναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας, συχνά περιελάμβανε την ηθελημένη θυσία της αὐτονομίας. Ήταν μια θυσία που πολλοί Έλληνες ήταν προφανώς αρκετά διατεθειμένοι να κάνουν, αρκεί να τους έσωζε από το να βρεθούν υπό την κυριαρχία των πολιτικών τους αντιπάλων.
Οι εξόριστοι ἄνδρες τῶν παχέων της Νάξου που το 499 κάλεσαν τον Αρισταγόρα να τους αποκαταστήσει[197] γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτό θα συνεπαγόταν υποταγή στην Περσία. Ο δήμος της Αίγινας, πιθανότατα δύο ή τρία χρόνια πριν ή μετά τον Μαραθώνα, σχεδίασε να παραδώσει το νησί σε αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα, αλλά σφαγιάστηκε, ως και επτακόσιοι άνθρωποι, από τη διοικούσα ολιγαρχία των πλουσίων ανδρών.[198] Η σαμιακή ολιγαρχία καταλύθηκε από την Αθήνα το 441/440, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως,[199] κατόπιν αιτήματος της Μιλήτου και ορισμένων Σαμίων «που επιθυμούσαν την επαναστατική αλλαγή του πολιτεύματος». Οι Σάμιοι ολιγαρχικοί αντεπιτέθηκαν συμμαχώντας με τον Πισσούθνη, τον Πέρση σατράπη. Έχει ήδη γίνει αναφορά[200] σε ορισμένα πολύ πιθανά παραδείγματα μηδισμό των αριστοκρατών στα μέσα του πέμπτου αιώνα, στις Ερυθρές, τη Μίλητο και την Κολοφώνα, σε περαιτέρω μηδισμό και αττικισμό από τους Κολοφώνιους στις αρχές του Αρχιδάμειου Πολέμου, και στην απόπειρα προδοσίας των Πλαταιών στον προαιώνιο εχθρό της, τη Θήβα, το 431, από λίγους πολίτες που διακρίνονταν για τον πλούτο και την ευγενική τους καταγωγή. Στην Αθήνα, όπου η αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη του έκτου και πέμπτου αιώνα και τα οφέλη της αυτοκρατορίας μετρίασαν σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές συγκρούσεις μεταξύ των πολιτών, ένα σημαντικό ποσοστό των ιδιοκτητριών τάξεων πρέπει να αποδέχτηκε τη δημοκρατία –ακόμη και τη ριζοσπαστική δημοκρατία του 461 και μετά– έως ότου το κύμα της ευημερίας άρχισε να αντιστρέφεται και οι δυσμενείς επιπτώσεις του πολέμου έγιναν σοβαρά αισθητές, όπως ήδη περιγράφηκε. Ωστόσο, ακόμη και στην Αθήνα βρίσκουμε ολιγαρχικούς έτοιμους να υποταχθούν σε μια εξωτερική δύναμη, αρκεί να μπορούσε να καταλυθεί η δημοκρατία. Ο Ισαγόρας και οι αριστοκράτες ήταν πρόθυμοι να γίνουν εξαρτημένοι από τη Σπάρτη το 508/507, παρά να υποταχθούν στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Κλεισθένης.[201] Το 479 και το 457 υπήρξαν ολιγαρχικές συνωμοσίες στην Αθήνα που περιλάμβαναν προδοτική αλληλογραφία με έναν εχθρό,[202] πρώτα με την Περσία και μετά με τη Σπάρτη∙ και την εποχή που έγραφε ο Γέρος Ολιγαρχικός η προδοσία της πόλης «από λίγους» ήταν προφανώς μια ευδιάκριτη πιθανότητα.[203] Οι ακραίοι ολιγαρχικοί του 411 θα προτιμούσαν φυσικά την αυτόνομη ολιγαρχία από οτιδήποτε άλλο∙ αλλά γνωρίζουμε από τον Θουκυδίδη[204] ότι θα επέλεγαν μια υποχρεωτικά σπαρτιατοκρατούμενη ολιγαρχία αντί της αυτονομίας στο πλαίσιο μιας αποκαταστημένης δημοκρατίας. Και οι ακραίοι ολιγαρχικοί του 404/3 ήταν πρόθυμα υποταγμένοι στη Σπάρτη, σε βαθμό που ζήτησαν σπαρτιατική φρουρά και αρμοστές.[205]
IV. Οι πολιτικές απόψεις του Θουκυδίδη
Το θέμα μας είναι η αθηναϊκή αυτοκρατορία και όχι ο μεγάλος ιστορικός της∙ καθώς όμως στο πρώτο και δεύτερο τμήμα του παρόντος άρθρου έχουν γίνει ορισμένες επικρίσεις για τον Θουκυδίδη, είναι σωστό να δοθεί μια εξήγηση των αιτιών για τα ελαττώματα της Ιστορίας του που επισημάνθηκαν παραπάνω. Γιατί ο Θουκυδίδης, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικά ειλικρινής άνθρωπος και κάθε άλλο παρά επιφανειακός παρατηρητής, εξαπατήθηκε τόσο πολύ σχετικά με τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην αθηναϊκή αυτοκρατορία; Μια μόνο απάντηση μπορεί να υπάρξει: οι πολιτικές και κοινωνικές επιρροές, στο τέλος του πέμπτου αιώνα εξαιρετικά ισχυρές, οδήγησαν τον ιστορικό να βλέπει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο με όρους εκείνου του σχετικά μικρού τμήματος του σώματος των Αθηναίων πολιτών στο οποίο ανήκε ο ίδιος, έτσι ώστε όταν έγραφε για την απέχθεια προς την Αθήνα, ή τη λαχτάρα για αποστασία, που ένιωθαν οἱ πολλοὶ, ή οἱ Ἓλληνες πάντες, ή αἱ πόλεις ὑπήκοοι, ή οἱ ξύμμαχοι ή πᾶς καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις,[206] σκεφτόταν μόνο τις ανώτερες τάξεις, εκείνο το συγκριτικά μικρό σώμα αυτού που μερικές φορές αποκαλείται «μορφωμένη κοινή γνώμη». Την άποψη αυτή την αντιλαμβανόταν ειλικρινά ως την άποψη των Ελλήνων γενικά. Πρόκειται για μια απολύτως φυσική και πολύ συνηθισμένη αδυναμία και είναι απολύτως χαρακτηριστική των Ελλήνων και Ρωμαίων ιστορικών, οι περισσότεροι από τους οποίους, αν δεν ανήκαν στην πραγματικότητα στην κυβερνώσα τάξη της εποχής τους, είχαν αποκτήσει απόλυτα την οπτική της. Όταν μελετάμε τον Θουκυδίδη, λοιπόν, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι μελετάμε ένα μέλος –αν και εξαιρετικά ευφυές και προικισμένο– της αθηναϊκής ιδιοκτήτριας τάξης.
Η φύση των πολιτικών αντιλήψεων του Θουκυδίδη είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα, ιδίως δεδομένου ότι οι αντιλήψεις αυτές πρέπει να είχαν υποστεί σημαντική εξέλιξη κατά τη διάρκεια της περιόδου των τριάντα περίπου ετών κατά την οποία έγραφε τη μεγάλη Ιστορία του. Έχουν γίνει προσπάθειες να σκιαγραφηθεί αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με θεωρίες για τις ημερομηνίες κατά τις οποίες θεωρείται ότι γράφτηκαν ορισμένα μέρη της Ιστορίας· αλλά όλες είναι υποκειμενικές, και δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία σε κανένα από τα μείζονα σχετικά προβλήματα. Για τους παρόντες σκοπούς, η Ιστορία του Θουκυδίδη πρέπει να εκληφθεί ως ενότητα,[207] και οι αναφορές εδώ στη στάση του Θουκυδίδη αφορούν την προοπτική που τελικά διαμόρφωσε, στο βαθμό που μπορούμε να τη συμπεράνουμε από την Ιστορία.
Τέσσερα σημεία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη διαπίστωση της πολιτικής θέσης του Θουκυδίδη. Πρώτον, όπως είδαμε, όταν γενικεύει τη στάση των συμμάχων και άλλων απέναντι στην αθηναϊκή αυτοκρατορία ταυτίζεται με την άποψη των Λίγων αντι-Αθηναίων και αγνοεί τους εν γένει φιλο-Αθηναίους Πολλούς. Δεύτερον, αν και σαφώς θαύμαζε πολύ τον Περικλή, φροντίζει να υποστηρίξει ότι το καθεστώς του Περικλή ήταν μια δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα[208] – μια δήλωση που αποκτά νόημα αν πάρουμε τη λέξη δημοκρατία εδώ με τη στενότερη έννοια: διακυβέρνηση από το δήμο, τις κατώτερες τάξεις. Τρίτον, υπάρχει ένα σημαντικό απόσπασμα[209] στον πολυσυζητημένο θρήνο του Θουκυδίδη για την οξεία πολιτική διαμάχη, της οποίας η Κέρκυρα αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα και η οποία στη συνέχεια γενικεύτηκε: οι μετριοπαθείς μεταξύ των πολιτών (τὰ μέσα τῶν πολιτῶν), λέει, χάθηκαν στα χέρια (των ακραίων) και στις δύο πλευρές, είτε επειδή δεν συμμετείχαν στη διαμάχη είτε επειδή τους φθονούσαν που θα επιβίωναν. Αυτή η δήλωση –και μάλιστα ολόκληρο το πλαίσιο– δείχνει συναισθηματική συμπάθεια προς τους μετριοπαθείς.[210] Στην πραγματικότητα, αυτοί πρέπει να τα κατάφερναν συνήθως πολύ καλύτερα από τους εξτρεμιστές και των δύο πλευρών, οι οποίοι αναμφίβολα έτειναν παντού, όπως στην Αθήνα και στην Κέρκυρα, να καταστρέφουν πρώτα ο ένας τον άλλον και δεν είχαν κανένα λόγο για ιδιαίτερη εχθρότητα προς τους μετριοπαθείς. Τέταρτον, ο Θουκυδίδης[211] μιλάει για τη μετριοπαθή ολιγαρχία των «Πέντε Χιλιάδων», η οποία κυβέρνησε την Αθήνα για περίπου οκτώ μήνες, από τον Οκτώβριο του 411 έως τον Ιούνιο του 410,[212] με όρους που δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ήταν η μορφή πολιτεύματος που θαύμαζε περισσότερο (όπως και ο Αριστοτέλης και τόσοι άλλοι): το αποκαλεί ισορροπημένο συνδυασμό ολιγαρχίας και δημοκρατίας, και εκφράζει την άποψη ότι οὐχ ἥκιστα δὴ τὸν πρῶτον χρόνον ἐπί γε ἐμοῦ Ἀθηναῖοι φαίνονται εὖ πολιτεύσαντες. vi Η ακριβής μορφή του «πολιτεύματος των Πέντε Χιλιάδων» είναι ένας γνωστός γρίφος, αλλά δύο χαρακτηριστικά του είναι αρκετά βέβαια: τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Αριστοτέλης[213] μας λένε ότι βασιζόταν στο δικαίωμα συμμετοχής των οπλιτών και στη μη πληρωμή των αξιωμάτων. Αυτό που τελικά επιθυμούσε ο Θουκυδίδης, λοιπόν, ήταν μια απόλυτη ολιγαρχία (κατά προσέγγιση) της τάξης των οπλιτών. Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι έγινε ποτέ ένας στενός ολιγαρχικός, με τα χαρακτηριστικά των «Τετρακοσίων» ή των «Τριάκοντα». Ο ίδιος καθιστά σαφές, από τον τόνο ορισμένων αποσπασμάτων που έχει εισάγει στην Ιστορία του, ιδίως του Επιτάφιου Λόγου και του λαμπρού αφιερώματος στον Περικλή,[214] ότι βρήκε στον τρόπο ζωής της περικλεϊκής Αθήνας αξίες τις οποίες αντιλαμβανόταν ότι αποτελούσαν αναπόσπαστο, αν όχι απαραίτητο μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματός της. Πράγματι, τα αποσπάσματα που μόλις αναφέρθηκαν και τα τμήματα των λόγων στα οποία υπερασπίζεται την αυτοκρατορία μπορούν να θεωρηθούν, από μια άποψη, ως μια προκλητική απάντηση στις μαζικές καταγγελίες του τρόπου ζωής της αυτοκρατορικής πόλης που ο ίδιος ο Θουκυδίδης πρέπει να άκουγε από τους ακραίους ολιγαρχικούς[215]. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός παραμένει ότι ο Θουκυδίδης, εκφράζοντας την ευνοϊκή ετυμηγορία του για το καθεστώς των «Πέντε Χιλιάδων», στην πραγματικότητα ενέκρινε την πλήρη στέρηση των δικαιωμάτων του φτωχότερου μισού (αν όχι περισσότερο από το μισό) των πολιτών της Αθήνας.[216] Το να αποκαλέσει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο δημοκράτη, έστω και μετριοπαθή δημοκράτη, είναι αδύνατον, με τα ελληνικά μέτρα της εποχής ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι με τα δικά μας. [Βλέπε όμως Προσθήκη, παρακάτω].
Όσο οι κατώτερες τάξεις ήταν πρόθυμες να δεχτούν με λίγη ή καθόλου αμφισβήτηση την ηγεσία των αριστοκρατών (που ασκούνταν σε αξιοσημείωτο βαθμό, κατά τη διάρκεια του περικλεϊκού καθεστώτος, προς το συμφέρον τους), ο Θουκυδίδης, όπως και πολλά άλλα μέλη της αθηναϊκής ιδιοκτήτριας τάξης, μπορεί να ήταν ικανοποιημένος με τις μορφές της δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ωστόσο, η οικονομική κατάσταση άλλαξε, πιθανότατα σε βάρος ιδιαίτερα των ανώτερων τάξεων,[217] και φαίνεται ότι υπήρξε επίσης μια έντονη αλλαγή στο πολιτικό κλίμα, όχι λιγότερο πραγματική επειδή η φύση της είναι δύσκολο να περιγραφεί. Η ρίζα του ζητήματος έγκειται μάλλον στο ότι μετά τον θάνατο του Περικλή οι κατώτερες τάξεις άρχισαν να διεκδικούν πολύ περισσότερο τη θέση τους στη συνέλευση, στο συμβούλιο και στα δικαστήρια. Η Συνέλευση, αν και συνέχισε να εκλέγει κυρίως άνδρες με υψηλή θέση για τη στρατηγία[218], απέκτησε σαφώς πιο ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους, ασκώντας αυστηρό έλεγχο στην πολιτική των αξιωματούχων που εξέλεγε και τιμωρώντας τους για αμέλεια ή και έλλειψη επιτυχίας – μερικές φορές, όπως φαίνεται, με υπερβολική αυστηρότητα.[219] Για τη νέα αυτή δραστηριότητα ο δήμος βρήκε έναν νέο τύπο ηγέτη: μια σειρά από τους λεγόμενους «δημαγωγούς», ξεκινώντας από τον Ευκράτη, τον Λυσικλή και τον Κλέωνα, που σατιρίζονται από τον Αριστοφάνη ως «πωλητές» του ενός ή του άλλου είδους,[220] και συνεχίζοντας με άνδρες όπως ο Υπέρβολος, ο Ανδροκλής και ο Κλεοφών. Η κύρια λειτουργία αυτών των «δημαγωγών» –για τους οποίους είμαστε πολύ κακώς πληροφορημένοι– ήταν να είναι εκφραστές του δήμου στη Βουλή και τη Συνέλευση. Όταν ο Θουκυδίδης[221] επιρρίπτει την κύρια ευθύνη για την πτώση της Αθήνας στους διαδόχους του Περικλή[222], σίγουρα σκέφτεται πάνω απ’ όλα αυτούς τους άνδρες.[223] Σύμφωνα με τον ίδιο,[224] στον ανταγωνισμό τους για την ηγεσία ἐτράποντο καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναιvii, με το οποίο φαίνεται να εννοεί ότι έθεσαν ως ιδιαίτερο στόχο τους να ικανοποιήσουν το λαό (προκειμένου να κερδίσουν τη δημοτικότητα για τον εαυτό τους). Αυτό είναι ακριβώς ό,τι θα έλεγε ένα μέλος της παλιάς κυβερνώσας τάξης για τους «νεόκοπους ριζοσπάστες», όποιοι κι αν ήταν οι πραγματικοί τους στόχοι και η συμπεριφορά τους, και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε μια απλή γενικευτική πολιτική προπαγάνδα αυτού του είδους, ακόμη και από τον Θουκυδίδη, ελλείψει επιβεβαιωτικών πραγματικών στοιχείων.[225] Τι στοιχεία αυτού του είδους υπάρχουν; Ο Κλέων ήταν πιθανώς υπεύθυνος[226] για την αύξηση –μια πολύ αναγκαία αύξηση, αν οι τιμές αυξάνονταν– κατά έναν οβολό την ημέρα της αμοιβής των δικαστών. Μπορεί κάλλιστα να ήταν ο κύριος παράγοντας της μεγάλης αύξησης του φόρου το 425. Είναι όμως σημαντικό ότι δεν υπάρχει κανένα παράπονο για την αύξηση αυτή στους Ιππείς του Αριστοφάνη, που γράφτηκαν μόλις λίγους μήνες αργότερα, παρόλο που ολόκληρο το έργο είναι ουσιαστικά μια επίθεση στον Κλέωνα[227]. Η απουσία οποιασδήποτε εξύβρισης του Κλέωνα σε αυτό το σημείο δύσκολα εξηγείται, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι υποστήριξαν πλήρως την αύξηση της εισφοράς – όπως σίγουρα θα έκαναν, μόλις συνειδητοποίησαν ότι οι αλλεπάλληλες εισφορές, που θα έπεφταν κυρίως πάνω τους, θα μπορούσαν να αποφευχθούν μόνο με τη μετακύλιση του βάρους στους προστατευόμενούς τους[228], τους άνδρες με περιουσία στα συμμαχικά κράτη. Ο Θουκυδίδης απεχθανόταν τον Κλέωνα και δεν μπορούσε να φανεί δίκαιος απέναντί του: Οι West και Meritt,[229] οι ίδιοι εχθρικοί προς τον Κλέωνα, έχουν παρουσιάσει λόγους να υποψιάζονται ότι ο Θουκυδίδης έχει παραποιήσει εντελώς τα αποτελέσματα της εκστρατείας του στη «Θρακική περιοχή» το 422. Για την πολιτική των άλλων δημαγωγών δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Αλλά ο Κλεοφών σίγουρα κάθε άλλο παρά προσεταιρίστηκε την εύνοια του δήμου με εύκολο τρόπο, έστω και αν εισήγαγε τη διωβελία,[230] προφανώς μια μορφή ανακούφισης των φτωχών, η οποία πρέπει να ήταν πολύ αναγκαία μετά την κατάληψη της Δεκελείας από τους Σπαρτιάτες. Η πολιτική του Κλεοφώντα για τον πόλεμο, είτε ήταν λανθασμένη είτε όχι, απαιτούσε μεγάλες προσπάθειες και μεγάλες θυσίες, και φαίνεται ότι ήταν ο στυλοβάτης της αθηναϊκής αντίστασης κατά τους τελευταίους μήνες – σε τέτοιο βαθμό που, όπως λέει ο Λυσίας[231], ήταν ο άνθρωπος που οι ολιγαρχικοί ήθελαν να εξοντώσουν. Αν αυτοί οι «δημαγωγοί» ήταν πράγματι απλοί κόλακες του δήμου, είναι παράξενο ότι από τους έξι των οποίων τα ονόματα αναφέρθηκαν παραπάνω, τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε πέθαναν βίαια: Ο Κλέων και πιθανότατα ο Λυσικλής έπεσαν στη μάχη, ο Υπέρβολος και ο Ανδροκλής δολοφονήθηκαν, ο Κλεοφών δολοφονήθηκε με δικαστική απόφαση[232]. Φυσικά, η δυσαρέσκεια των πολιτικά συντηρητικών επικεντρώθηκε εναντίον αυτών των ανδρών∙ αλλά προφανώς είχαν μεγάλο κοινό στην εποχή τους, και η μνήμη κάποιων από αυτούς (του Κλέωνα και του Κλεοφώντα, τουλάχιστον) εξακολουθούσε να τιμάται από πολλούς τον τέταρτο αιώνα, όπως γνωρίζουμε από τον Λυσία και έναν λόγο στο corpus του Δημοσθένη.[233] Μπορεί να παρουσιαστεί κάποια άμεση πραγματική απόδειξη προς υποστήριξη της γενίκευσης του Θουκυδίδη σχετικά με την πολιτική των «δημαγωγών»; Αν δεν υπάρξει, θα ήταν σοφότερο να διατηρήσουμε την κριτική μας γι’ αυτήν.
Ο ίδιος ο Θουκυδίδης ήταν εξόριστος από το 424 έως το 404.[234] Όμως πριν από το 424 είχε ήδη αρχίσει η αλλαγή της γνώμης των ανώτερων τάξεων της Αθήνας, και κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους της εξορίας του δεν θα μπορούσε να μην είχε διαπιστώσει ότι η αλλαγή αυτή είχε γίνει πολύ πιο έντονη. Το νέο του περιβάλλον θα είχε επίσης βαθιά επίδραση στις απόψεις του. Τώρα που είχε απομακρυνθεί από την καθημερινή επαφή με τη ζωή της Αθήνας και ήταν αναγκασμένος να συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με εκείνους τους ὀλίγους που μισούσαν την αθηναϊκή δημοκρατία, ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν πολύ πιο επικριτικός απέναντι στον αθηναϊκό δήμο.
Ποια ήταν η στάση του Θουκυδίδη απέναντι στην αθηναϊκή αυτοκρατορία; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο σχεδόν όλοι δίνουν διαφορετική απάντηση. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό είναι ότι η στάση του ιστορικού απέναντι στην αυτοκρατορία ήταν εντελώς αμφίσημη, ότι μπορούσε συνήθως να διατηρεί αρκετά διαφορετικά συναισθήματα απέναντί της την ίδια στιγμή, καθώς επικρατούσε πότε το ένα και πότε το άλλο. Από τη μία πλευρά, ήταν πολύ εντυπωσιασμένος από το μεγαλείο και τη λάμψη της αυτοκρατορικής Αθήνας, για την οποία, ως πατριώτης Αθηναίος, πρέπει να αισθανόταν βαθιά υπερηφάνεια. Στη διακρατική πολιτική ήταν ρεαλιστής, αποδεχόμενος με ψυχραιμία το γεγονός ότι στις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων η δύναμη και όχι η δικαιοσύνη ήταν στην πράξη ο υπέρτατος κριτής. Δεν σοκαρίστηκε από την υπολογισμένη και συγκρατημένη άσκηση της κρατικής εξουσίας, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη και κατά κάποιον τρόπο επιθυμητή για τη σύγχρονή του σκηνή. Από την άλλη πλευρά, συμμεριζόμενος την προοπτική των συμμάχων ὀλίγων, αισθανόταν ότι η Αθήνα είχε κάνει κατάχρηση της εξουσίας της – όχι τόσο πολύ όσο μια άλλη αυτοκρατορική πόλη στη θέση της θα έμπαινε εύκολα στον πειρασμό να κάνει κατάχρηση,[235] αλλά τόσο ώστε να προκαλέσει γενικό μίσος και τη λαχτάρα να απαλλαγούν από την κυριαρχία της. Στον Διάλογο των Μηλίων, με αινιγματική αμεροληψία, δίνει για τους Αθηναίους μια αναντίρρητη επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την επικρατούσα πρακτική των διακρατικών σχέσεων, που βασίζεται τελικά στην προσφυγή στη βία, στο όνομα της σκοπιμότητας· αλλά επέλεξε για αυτή την εξαιρετικά γενικόλογη συζήτηση ένα σκηνικό που δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει στους αναγνώστες του, που γνώριζαν τη σφαγή που επρόκειτο να γίνει, την ισχυρότερη προκατάληψη κατά των Αθηναίων ομιλητών.
Ένα πράγμα δεν λέει ο Θουκυδίδης, ρητά ή υπόρρητα, αν και η δήλωση αποδίδεται συχνά σε αυτόν: δεν λέει ότι οι Αθηναίοι ριζοσπάστες δημοκράτες πίστευαν ότι «η Δύναμη είναι Δίκαιο». Όταν οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στη Σπάρτη λένε, αἰεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι,[236] λένε απλώς: «Πάντα ήταν κανόνας ο ασθενέστερος να υποτάσσεται στον ισχυρότερο». Αναγνωρίζουν απλώς μια φυσική τάση, έναν «νόμο της ανθρώπινης φύσης»[237], χωρίς να προσπαθούν να προσκομίσουν μια ηθική αιτιολόγηση. Η θεωρία ότι το συμφέρον του ισχυρότερου είναι τὸ δίκαιον, ότι η Δύναμη είναι Δίκαιο, δεν φαίνεται να κάνει την εμφάνισή της στη σωζόμενη λογοτεχνία μέχρι την εποχή του Πλάτωνα, ο οποίος τη βάζει στο στόμα του Καλλικλή, που δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, και του Θρασύμαχου, ενός σοφιστή τον οποίο δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να συνδέσουμε με τους ριζοσπάστες δημοκράτες[238]. Υποστήριζε στα σοβαρά κάποιος Έλληνας του πέμπτου αιώνα ότι η Δύναμη είναι Δίκαιο, ή πρόκειται απλώς για μια έξυπνη διαστρέβλωση της ρεαλιστικής θέσης που πραγματικά υποστήριζαν οι Αθηναίοι ριζοσπάστες. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να προκύψει αυτή η διαστρέβλωση. Οι ολιγαρχικοί είχαν συνηθίσει να υποστηρίζουν ότι υπό το παλαιό καθεστώς, όπου ήταν κύριοι, είχε επικρατήσει το Δίκαιο και όχι η Δύναμη. Όταν οι δημοκράτες αποκάλυψαν αυτή την απάτη, η προφανής αντεπίθεση ήταν να διαστρεβλώσουν τη δημοκρατική παραδοχή ότι η ισχύς κυβερνούσε μετατρέποντάς την στον ισχυρισμό ότι η ισχύς όφειλε να κυβερνά.
V. Γιατί οι Πολλοί ήταν φιλικοί προς την Αθήνα
Αποτελεί μέρος της παραδοσιακής άποψης για την αθηναϊκή αυτοκρατορία ότι ο απλός λαός της Αθήνας, υπό την επιρροή των «δημαγωγών», οδηγούσε με σκληρό τρόπο τους συμμάχους, ενώ οι «καλύτεροι άνθρωποι» έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους προστατεύσουν. Βέβαια, ολιγαρχικοί όπως ο Θουκυδίδης ο γιος του Μελισσία, και ίσως ο Αντιφών[239], θα εμφανίζονταν ως υπερασπιστές των συμμάχων, για να δείξουν την αντίθεσή τους στην όλη πολιτική των δημοκρατικών. Όμως η παραδοσιακή άποψη δεν μπορεί να σταθεί ούτε εδώ. Πέρα από τα άλλα στοιχεία, υπάρχει ένα πολύ εντυπωσιακό και σημαντικό απόσπασμα στο τελευταίο βιβλίο του Θουκυδίδη,[240] το οποίο σπάνια λαμβάνει την προσοχή που του αξίζει. Ολόκληρο το απόσπασμα (το οποίο πιθανώς θα είχε διαμορφωθεί σε έναν ολοκληρωμένο λόγο, αν η Ιστορία είχε ποτέ ολοκληρωθεί) περιγράφει την άποψη του Φρύνιχου, του Αθηναίου ολιγαρχικού, το 411. Ο Φρύνιχος αντιλαμβανόταν, λέει ο Θουκυδίδης, ότι η εγκαθίδρυση ολιγαρχίας στην Αθήνα δεν θα είχε ως αποτέλεσμα να κάνει τους συμμάχους, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν τότε σε αποστασία, να έχουν καλύτερη διάθεση απέναντι στην Αθήνα. Παραδέχτηκε «ότι οι σύμμαχοι ανέμεναν ότι οι ανώτερες τάξεις [οἱ καλοὶ κἀγαθοὶ ὀνομαζόμενοι] της Αθήνας θα αποδεικνυόταν εξίσου ενοχλητικές για τους ίδιους όσο και ο δήμος, καθώς ήταν εκείνες που επινοούσαν τις πράξεις που έβλαπταν τους συμμάχους, τις πρότειναν στο δήμο και αποκόμιζαν το μεγαλύτερο μέρος του οφέλους από αυτές· και ότι όσον αφορά τις ανώτερες τάξεις, αυτοί (οι σύμμαχοι) θα μπορούσαν να καταλήξουν σε βίαιο τέλος χωρίς δίκη, ενώ ο δήμος ήταν το καταφύγιό τους και ο τιμωρός αυτών των ανθρώπων [των ανώτερων τάξεων]»[241]. Πρόκειται για μια πολύ αξιοσημείωτη δήλωση, η οποία αποκτά μεγαλύτερη αξία από το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης την τοποθετεί (χωρίς αντίλογο) στο στόμα ενός ολιγαρχικού, ο οποίος δεν θα μπορούσε να έχει κανέναν λόγο να κάνει μια τόσο επιζήμια για την παράταξή του παραδοχή, αν δεν ήταν αληθινή. Μας δίνει δύο πληροφορίες: ότι τα περισσότερα από τα προνόμια της αυτοκρατορίας πήγαιναν στις ανώτερες τάξεις των Αθηναίων∙ και ότι ο αθηναϊκός δήμος ήταν πιο δίκαιος και φιλεύσπλαχνος απέναντι στους συμμάχους απ’ ό,τι οι «καλύτεροι» του.
Οι ταπεινοί κάτοικοι των συμμαχικών πόλεων που καταπιέζονταν από τους δικούς τους ὀλίγους δεν θα δίσταζαν να προσπαθήσουν να αποζημιωθούν από την Αθήνα, είτε με τη μορφή βοήθειας για πραξικόπημα είτε με προσφυγή σε αποδεκτές δικαστικές διαδικασίες. Η εξουσία να μεταφέρονται ορισμένες υποθέσεις στην Αθήνα, ιδίως σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας. Ο Γέρος Ολιγαρχικός[242] δείχνει πώς η διαδικασία αυτή λειτουργούσε προς όφελος του απλού λαού τόσο στην Αθήνα όσο και στα συμμαχικά κράτη. Λέει ευθέως ότι οι Αθηναίοι διώκουν αυτούς που είναι οἱ χρηστοὶ … τοὺς δὲ πονηρούς αὔξουσιν, και πάλι ότι στα δικαστήρια τοὺς μὲν τοῦ δήμου σώζουσιν, τοὺς δ’ ἐναντίους ἀπολλύουσιν.viii Εξηγεί ότι υποχρεώνοντας τους συμμάχους να πλέουν στην Αθήνα για δικαστικές αποφάσεις, οι Αθηναίοι δεν αποκομίζουν μόνο οικονομικό όφελος (για το οποίο μάλλον υπερβάλλει), αλλά μπορούν να κυβερνούν τα συμμαχικά κράτη, υποστηρίζοντας τη λαϊκή πλευρά και τακτοποιώντας τους αντιπάλους τους, χωρίς να χρειάζεται να μεταβούν στο εξωτερικό, και έτσι οι σύμμαχοι είναι υποχρεωμένοι όχι απλώς να αποδίδουν σεβασμό στους στρατηγούς, τους τριήραρχους και τους πρεσβευτές που επισκέπτονται (οι οποίοι θα ήταν τουλάχιστον ευγενείς), αλλά και να προσεταιρίζονται τον ίδιο τον αθηναϊκό δήμο και να φιλάνε τα πόδια του, γινόμενοι έτσι «δούλοι του αθηναϊκού δήμου». Προσθέτει την πληροφορία ότι, αν οι σύμμαχοι είχαν τη δυνατότητα να δικάσουν τις υποθέσεις τους στο εσωτερικό τους, αυτοί με τη σειρά τους, που απεχθάνονται τόσο πολύ την Αθήνα, θα τακτοποιούσαν με συνοπτικές διαδικασίες τις φιλοαθηναϊκές παρατάξεις ανάμεσά τους – εννοεί τους δημοκρατικούς ταραξίες και άλλους παρόμοιους. Αν θέλετε πραγματική εὐνομία, λέει, θα πρέπει να έχετε τους νόμους που γίνονται για τους δήμους από τους δεξιωτάτους, και τότε οι χρηστοί θα τιμωρήσουν τους πονηροὺς και δεν θα επιτρέψουν στους μαινομένους ἀνθρώπους καμία φωνή. Ο Γέρος Ολιγαρχικός συλλογίζεται με ικανοποίηση ότι σε μια τέτοια επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων ο δήμος θα περιέπεφτε γρήγορα σε δουλεία. Τα αποσπάσματα αυτά μας δίνουν μια ενδιαφέρουσα ματιά στη στάση πολλών σημαινόντων μελών των ιδιοκτητριών τάξεων του πέμπτου αιώνα, ενάντια στα συμφέροντα των οποίων δρούσαν οι Αθηναίοι όταν διεκδικούσαν υπερεξουσίες σε σχέση με ορισμένες δικαστικές υποθέσεις. Είμαστε σε θέση για μια στιγμή να προβλέψουμε τι θα συνέβαινε όταν ο αθηναϊκός έλεγχος καταργούνταν – αυτό που πράγματι συνέβη μετά την «απελευθέρωση» των συμμάχων από τη Σπάρτη, όταν (όπως και στην ίδια την Αθήνα υπό τους «Τριάκοντα») έγιναν «πολλές σφαγές» και «η σφαγή αμέτρητων μελών της λαϊκής παράταξης».[243]
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι μάζες στις πόλεις της αθηναϊκής αυτοκρατορίας καλωσόριζαν την πολιτική υποταγή στην Αθήνα ως το τίμημα της απαλλαγής από την τυραννία των δικών τους ολιγαρχικών. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να εξετάσουμε αν έλαβαν και άλλα οφέλη από την αθηναϊκή κυριαρχία∙ η προστασία από τους δικούς τους ολιγαρχικούς είναι αρκετή για τους παρόντες στόχους μας. Η Αθήνα παρείχε αναμφίβολα μεγάλη υποστήριξη στους Πολλούς στα συμμαχικά κράτη ενάντια στους δικούς τους Λίγους, οι οποίοι βέβαια (με τη συμπάθεια των Λίγων στην Αθήνα, συμπεριλαμβανομένου του Θουκυδίδη) θεωρούσαν τον εκδημοκρατισμό που προέκυψε ως άμεση συνέπεια της αθηναϊκής τυραννίας. Σχεδόν όλες οι γραπτές πηγές μας, διαποτισμένες από ολιγαρχικές προκαταλήψεις, παρουσιάζουν μόνο αυτή την άποψη. Η ενεργός αθηναϊκή υποστήριξη των Πολλών πρέπει σίγουρα να αυξήθηκε μετά το 461, και ίσως να εντάθηκε και πάλι μετά το θάνατο του Περικλή∙ αλλά ελλείψει επιβεβαιωτικών λεπτομερών στοιχείων δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι έγιναν σε σημαντικό βαθμό όλο και πιο «καταπιεστικοί», εκτός από την ιδιότυπη ολιγαρχική έννοια, κατά το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα.
Μπορούμε να δεχθούμε τη δήλωση του Ισοκράτη[244] ότι οι Αθηναίοι δεν εγκαθίδρυσαν αδικαιολόγητα «αντιπολιτευτικές κυβερνήσεις» στα συμμαχικά κράτη, και έτσι δεν υποκίνησαν φατριαστικές διαμάχες. Αντιθέτως, ήταν το καύχημα των Αθηναίων δημοκρατών ότι είχαν καταστείλει την στάσιν.[245] Για να δανειστούμε μια φράση από έναν σύγχρονο πολιτικό, η Αθήνα δεν «εξήγαγε την επανάσταση», τουλάχιστον σε κράτη που δεν ήταν ήδη καλά εφοδιασμένα με αυτό το αγαθό. Ο τρόπος με τον οποίο το θέτει ο Ισοκράτης[246], σε έναν άλλο λόγο, είναι ότι «οι πατέρες μας προσπάθησαν να παρακινήσουν (ἔπειθον) τους συμμάχους να εγκαθιδρύσουν στις πόλεις τους την ίδια μορφή διακυβέρνησης που οι ίδιοι διατήρησαν με αγάπη». Αυτό μπορεί να μην απέχει τόσο πολύ από την αλήθεια. Εν πάση περιπτώσει, είναι σοβαρό σφάλμα να εκλαμβάνουμε την καθιέρωση μιας δημοκρατίας κατά το αθηναϊκό πρότυπο ως αναγκαία ένδειξη του αθηναϊκού «τσαμπουκά». Οι Πολλοί σε ένα ολιγαρχικό κράτος δεν θα ήταν πολύ ευτυχείς να αντιγράψουν, έστω και σε ελάχιστες λεπτομέρειες, το περίφημο πολίτευμα της δημοκρατικής Αθήνας; Μήπως θα ήταν ευτυχείς ακόμη και αν είχαν μια αθηναϊκή φρουρά στη διάθεσή τους, ενώ μάθαιναν να λειτουργούν το νέο τους πολίτευμα; Γνωρίζουμε ότι οι δημοκράτες στην Κέρκυρα το 410 περίπου, έχοντας λόγους να υποπτεύονται ότι οι δυνατώτατοι τους επρόκειτο να παραδώσουν την πόλη στη Σπάρτη, εξασφάλισαν μια φρουρά από τους Αθηναίους.[247] Και η αθηναϊκή φρουρά στη Λεσβιακή Μήθυμνα, όπως έχει ήδη αναφερθεί,[248] είχε πιθανώς παρασχεθεί κατόπιν αιτήματος της παράταξης που βρισκόταν στην εξουσία. Στις Ερυθρές η γνωστή επιγραφή[249] δείχνει τους Αθηναίους να εγκαθιστούν φρουρά, της οποίας ο διοικητής αναλαμβάνει να επιβλέπει την επιλογή με κλήρωση της κρίσιμης Βουλής. Αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή δικαιολογία για να συμπεράνουμε από αυτό ότι οι Ερυθρές έπρεπε να «κρατούνται» από μια ένοπλη δύναμη∙ και όσον αφορά αυτά που έχουν αναφερθεί ως «σημαντικά πολιτικά καθήκοντα» του διοικητή της φρουράς, αυτά περιορίζονταν (στο σωζόμενο τμήμα της απόφασης) στην εποπτεία της επιλογής με κλήρωση και, επομένως, δεν ισοδυναμούσαν με τίποτα περισσότερο από τη διασφάλιση ότι δεν θα γινόταν κόλπα. Οι δημοκρατίες δεν μπορούν να δημιουργηθούν εύκολα από τη μια μέρα στην άλλη· μπορεί να χρειαστεί πολύς χρόνος για να μάθουμε πώς να λειτουργούμε σε μια δημοκρατία. Έξυπνοι ολιγαρχικοί, ειδικευμένοι στην κληρονομική τέχνη της διακυβέρνησης, θα ήξεραν ακριβώς πώς να εκμεταλλευτούν την αδυναμία ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, και θα μπορούσαν πιθανώς να υπολογίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις ότι θα ξαναέπαιρναν την εξουσία στα χέρια τους σύντομα, εκτός αν η λαϊκή κυβέρνηση λάμβανε βοήθεια καθώς και συμβουλές από τη μητρική δημοκρατία. Αν η πόλη δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώνει τους συμβούλους και τους δικαστές της (και πιθανότατα πολύ λίγες πόλεις μπορούσαν), οι Πολλοί θα δυσκολεύονταν πολύ να εμποδίσουν τους Λίγους να ανακτήσουν την κυριαρχία στην Βουλή και τα δικαστήρια, από τα οποία θα εξαρτιόνταν τόσα πολλά. Αν ερχόταν η ώρα της μάχης, ένα μικρό σώμα αποφασισμένων οπλιτών θα μπορούσε να στηριχθεί για να αντιμετωπίσει έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανεκπαίδευτων ελαφρών οπλιτών[250] – και αν οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες, θα μπορούσαν να προσληφθούν μισθοφόροι. Οι Αθηναίοι, επομένως, πρέπει να έλαβαν πολλά αιτήματα για βοήθεια από τις δημοκρατικές παρατάξεις σε άλλα κράτη, και φυσικά η παρέμβασή τους θεωρήθηκε από τους ολιγαρχικούς –οι ίδιοι ήταν αρκετά διατεθειμένοι να καλέσουν τους Σπαρτιάτες, αν όχι τους Πέρσες– ως απαράδεκτη παραβίαση της αὐτονομίας και της ἐλευθερίας. Αν η αθηναϊκή ἠγεμονία μετατράπηκε σταδιακά σε ἀρχή, η ευθύνη φαίνεται να βαραίνει εν μέρει τους Πολλούς στα συμμαχικά κράτη, οι οποίοι συχνά καλωσόριζαν και μάλιστα προσκαλούσαν την επέμβαση. Μπορεί κάλλιστα να είναι οι πρεσβείες που φέρουν εκκλήσεις αυτού του είδους, δῆμος προς δῆμο, τις οποίες έχει κατά νου ο Αριστοφάνης όταν χλευάζει στους Αχαρνείς[251] τους συμμαχικούς πρεσβευτές που έρχονται στην Αθήνα με ωραίες, κολακευτικές φράσεις, κολακεύοντας τους Αθηναίους για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς∙ προσθέτει ένα εγκώμιο του εαυτού του ως τοὺς δήμους ἐν ταῖς πόλεσιν δείξας, ὠς δημοκρατοῦνται.ix
Εδώ δεν έγινε καμία προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πλήρης υπεράσπιση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας ή να διατυπωθεί μια «ισορροπημένη κρίση» γι’ αυτήν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Αθηναίοι αποκόμισαν σημαντικά κέρδη για τους ίδιους από την αυτοκρατορία, και σε κάποιο βαθμό εκμεταλλεύτηκαν τους συμμάχους τους. Αλλά αν, όπως είδαμε, η αυτοκρατορία παρέμεινε δημοφιλής στους Πολλούς, τότε τα οφέλη της, από τη δική τους σκοπιά, πρέπει να υπερέβαιναν τα αρνητικά της. Όσο περισσότερα κακώς κείμενα βρίσκουμε στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό (και φυσικά τα κακώς κείμενα δεν έλειπαν), τόσο περισσότερες αρετές, από τη σκοπιά των Πολλών, πρέπει ταυτόχρονα να ανακαλύψουμε, αλλιώς θα απείχαμε περισσότερο από ποτέ από το να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τη δημοτικότητα της αυτοκρατορίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Όταν αυτό το άρθρο είχε ήδη παραδοθεί, συνειδητοποίησα ότι μια διαφορετική ερμηνεία του Θουκ. VIII 97. 1-2 είναι προτιμότερη από εκείνη που υιοθετείται στο κείμενο (βλ. παραπάνω). Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία έγκυρη απόδειξη ότι υπό το καθεστώς των «Πέντε Χιλιάδων», που εξυμνείται από τον Θουκυδίδη, όσοι δεν είχαν την ιδιότητα του οπλίτη στερούνταν εντελώς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Είναι πιθανότερο ότι απλώς αποκλείονταν από τη βουλὴ –τον βασικό θεσμό της δημοκρατίας– και ίσως από άλλες ἀρχάς: αυτό θα ήταν αρκετό για να δώσει στους ὅπλα παρεχομένους τον αποτελεσματικό έλεγχο τῶν πραγμάτων. (Θα υπερασπιστώ αυτή την άποψη λεπτομερώς αλλού). Αλλά αν η τελική κυριαρχία βρισκόταν έτσι στο σύνολο των πολιτών, η πλειοψηφία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καταψηφίσει τα προνόμια που προσωρινά επιφυλάσσονταν στις ανώτερες τάξεις – όπως και τελικά έπραξε.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας πρέπει να τραβηχτεί κάπου. Σίγουρα το ουσιαστικό κριτήριο είναι αν υπάρχει ή όχι περιουσιακό κριτήριο για την ψήφο στην κυρίαρχη συνέλευση (βλ. Busolt, Gr. Staatsk. I 444 n. I, 572). Ο Θουκυδίδης, σχετικά με την ερμηνεία του VIII 97. 1-2 που προτείνεται τώρα, έδινε την έγκρισή του σε αυτό που ήταν ουσιαστικά μια δημοκρατία, με ολιγαρχικά στοιχεία τα οποία μπορούσαν να ξεφορτωθούν (και ξεφορτώθηκαν) με τη θέληση της πλειοψηφίας.
Αυτό δίνει ένα ικανοποιητικό νόημα στο μετρία γὰρ ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις ἐγένετο.x Με τη συνήθη ερμηνεία οι πολλοί δεν είχαν στην πραγματικότητα καμία συμμετοχή και συνεπώς δεν υπήρχε πραγματική ξύγκρασις.
Οξφόρδη
G. E. M. de Ste. Croix
Μετάφραση: elaliberta.gr
G. E. M. de Ste. Croix, “The character of the Athenian empire”, Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, 1954, 3, σσ. 1-41. Διαθέσιμο στο: JSTOR, https://www.jstor.org/stable/4434378. Επίσης σε μορφή pdf: https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PHIL1087/STE%20CROIX%20The%20Character%20of%20the%20Athenian%20Empire.pdf.
Σημειώσεις
[1] Μεγάλο μέρος αυτού του άρθρου βασίζεται σε μια εισήγηση με θέμα “The Alleged Unpopularity of the Athenian Empire”, που διαβάστηκε στο London Classical Society στις 4 Ιουνίου 1950. Πρέπει να ευχαριστήσω τον κ. R. Meiggs, τον δρ. V. Ehrenberg, τον καθηγητή A. Andrewes και τον κ. P. A. Brunt για τις πολύτιμες κριτικές τους. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον καθηγητή A. H. M. Jones για τη βοήθεια και την ενθάρρυνσή του σε κάθε στάδιο. Το άρθρο αυτό, αν και γράφτηκε νωρίτερα (1950-51), μπορεί να θεωρηθεί συμπλήρωμα στο A. H. M. Jones, “Athenian Democracy and its Critics”, στο Cambridge Historical Journal (Camb. Hist. Journ.) XI (1953) 1-26. Μεταξύ των δημοσιεύσεων, οφείλω τα περισσότερα στον A. W. Gomme, Historical Commentary on Thucydides, τόμος Ι (εφεξής HCT I), και στους B. D. Meritt, H. T. Wade-Gery και M. F. McGregor, The Athenian Tribute Lists (ATL).
[2] Η λέξη «αυτοκρατορία» (η οποία συχνά έχει πολύ διαφορετική σημασία) χρησιμοποιείται εδώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, απλώς ως μια βολική μετάφραση της λέξης ἀρχή.
[3] Στο The Cambridge Ancient History (Camb. Anc. Hist.) XI 435-6.
i [Σ.τ.Μ.:] Με πλάγια και έντονα γράμματα οι λέξεις της αρχαίας ελληνικής στο πρωτότυπο. Στις υποσημειώσεις με λατινική αρίθμηση μεταφράζουμε τα αποσπάσματα αρχαίων συγγραφέων που παρατίθενται στα αρχαία ελληνικά στο πρωτότυπο.
[4] Θουκυδίδης I 22.1. Εγώ θα μετέφραζα, «ό,τι ήταν το καταλληλότερο» (πρβλ. Θουκ. I 138.3, II 60.5).
[5] Πάνω απ’ όλα εκείνη των Αθηναίων στη Σπάρτη το 432 (Θουκ. I 73-8).
[6] Πρβλ. J. H. Finley, Thucydides (1947) 96: οι λόγοι αναπτύσσουν «αυτά που ο Θουκυδίδης σκεφτόταν ότι θα θεωρούσε παράγοντες στη δεδομένη στιγμή, αν βρισκόταν στη θέση των ομιλητών» [John H. Finley, Θουκυδίδης, Παπαδήμας, Αθήνα 2010, μετάφραση Τάσος Κουκουλιός, σελ. 103]. Αυτό είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Και βλέπε Jones, ό.π. (στη σελ. 1 σημ. x) 20-2 1.
[7] Οι Κορίνθιοι (Θουκ. Ι 68.3, 69.Ι, 121.5, 122.2, 124.3), οι Μυτιληναίοι (Θουκ. III 10.3, 4, 5- I 3.6), οι Θηβαίοι (Θουκ. III 63.3), ο Βρασίδας (Θουκ. IV 86.1, 87.3· V 9.9), ο Παγώνδας (Θουκ. IV 92.4), οι Μήλιοι (Θουκ. V 86· 92· 100), ο Ερμοκράτης (Θουκ. VI 76.2, 4· 77.1· 80.5· πρβλ. 82.3), ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι στρατηγοί (Θουκ. VII 66.2· 68.2). Και βλέπε III 70.3, 71.1 (Κέρκυρα). Όλες οι εμφανίσεις των λέξεων για την πολιτική «υποδούλωση» συγκεντρώνονται και αναλύονται στο ATL III 155-7.
[8] Θουκ. I 98.4· VII 75.7. Βλ. Επίσης Ψευδο-Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία (Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ.), I 18 (πρβλ. I 8, 9· III 11· και Θουκ. IV 86.4-5, για τη δουλεία ως υποταγή στην αντίθετη πολιτική παράταξη)· Πλούταρχος, Κίμων (Πλούτ. Κιμ.) 11.3, Ισοκράτης, Παναθηναϊκός (Ισοκρ. XII) 97· πρβλ. την απόρριψη στον Ισοκράτη, Πανηγυρικός (Ισοκρ. IV) 109.
[9] Θουκ. I 122.3· 124.3.
[10] Θουκ. III 37.2, II 63.2. Πρβλ. Θουκ. VI 85,1.
[11] Βλ. Θουκ. I 141.1.
[12] Θουκ. I 75.1, 4. Βλ. I 76.1· II 11.2. Ισοκράτης, Περί ειρήνης (Ισοκρ. VIII) 79, 105· Ισοκρ., XII) 57· Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου Γ΄ (Δημ. IX) 24.
[13] Θουκ. II 8.4-5.
[14] Βλ. Θουκ. I 69.1· II 72.1· III 13.7· 32.2· 59.4· IV 85.1· 86.1· 87.4· 108.2· 121.1· VIII 46.3· 52· Ισοκρ. IV 122 κ.ε.
[15] Θουκ. VIII 2.1-2· βλ. IV 108.3-6.
[16] Θουκ. III 47.2. Ο Διόδοτος αμέσως μετά παραθέτει μια παρατήρηση που αποτελεί πολύτιμο στοιχείο για τη νοοτροπία του Θουκυδίδη: τάσσεται υπέρ της αθώωσης του δήμου μιας πόλης που έχει στασιάσει, ὅπως ὃ μόνον ἡμῖν ἔτι ξύμμαχόν ἐστι μὴ πολέμιον γένηται [«ώστε να μη γίνει εχθρικό το μόνο μέρος του πληθυσμού που είναι φιλικό προς εμάς»] (III 47.4). Είναι «μόνο η μάζα του λαού» σε ένα συμμαχικό κράτος που είναι πιθανό να είναι πιστή.
[17] Θουκ. III 82.1.
[18] Τέτοιες σκέψεις πρέπει να αποδυναμώθηκαν πολύ μετά τη σικελική καταστροφή του 413 και την προσφορά περσικής οικονομικής υποστήριξης για τις πελοποννησιακές επιχειρήσεις στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια του χειμώνα που ακολούθησε: βλ. π.χ. Θουκ. VIII 2.1-2, 5.5, 24.5.
[19] Θουκ. III 2.3.
[20] Θουκ. III 27-28. Κατά τους πάντες του Κλέωνα στο III 39.6, βλ. III 47.3. Και σημειώστε τους μισθοφόρους που εμφανίζονται στο III 2.2· 18,1, 2.
[21] Θουκ. IV 78.2-3.
[22] Θουκ. IV 108.6. Από το IV 104.4 προκύπτει ότι εκτός από τον Ευκλή και τη φρουρά του στην Αμφίπολη δεν υπήρχαν διαθέσιμες ενισχύσεις εκτός από τα επτά πλοία του Θουκυδίδη στη Θάσο, σε απόσταση μισής ημέρας. Θουκ. IV 105.1 δείχνει ότι η Αμφίπολη δεν μπορούσε να ελπίζει σε ενισχύσεις από τη Χαλκιδική, αλλά μόνο ἐκ θαλάσσης … καὶ απὸ τῆς Θράκης. Στο Θουκ. IV 7 (425 π.Χ.), ο Σιμωνίδης συγκεντρώνει μερικούς Αθηναίους ἐκ τῶν φρουρίων, που μπορεί να ήταν σχεδόν οπουδήποτε στο Β. Αιγαίο. Μέρος των στοιχείων για το θέμα των φρουρών στην αθηναϊκή αυτοκρατορία παραθέτει ο A. S. Nease στο “Garrisons in the Athenian Empire”, The Phoenix III (1949) 102-11.
[23] Θουκ. IV 84.1-2· 87.2· 88.1· βλ. Διόδωρος (Διόδ.). XII 67.2.
[24] Θουκ. IV 104.3-4. Αν και αθηναϊκή αποικία, περιείχε λίγους πολίτες αθηναϊκής καταγωγής (IV 106.1).
[25] Θουκ. IV 103-106.
[26] Θουκ. IV 108.3-6· βλ. 80.1· Διόδ. XII 72.1.
[27] Θουκ. IV 109.5.
[28] Θουκ. IV 110-113· βλ. Διόδ. XII 68.6.
[29] Θουκ. IV 132.3.
[30] Θουκ. IV 121.2· 123.1-2· 129-30.
[31] Αριστοφάνης, Ειρήνη, 639-40. Βλ. Αριστοφάνης, Σφήκες (Αρ., Σφ.) 288-9 (καὶ γὰρ ἀνὴρ παχὺς ἥκει / τῶν προδόντων τἀπὶ Θρᾴκης· / ὃν ὅπως ἐγχυτριεῖς [«Απ᾽ της Θράκης τους προδότες / έναν έχουν τώρα πιάσει· / είναι παχουλός και βάλ᾽ τον / στο τσουκάλι σου να βράσει.» Μετάφραση Θρ. Σταύρου]), επίσης 474-6, 626-7.
[32] Θουκ. IV 120-1.
[33] Θουκ. IV 103.4.
[34] Θουκ . IV 121.1.
[35] Jacqueline de Romilly, Thucydide et l’imperialisme athénien. La pensèe de l’historien et la genèse de l’oeuvre (1951), σσ. 77-8, 263 σημ. 4 [Jacqueline de Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο αθηνναϊκός ιμπεριαλισμός, Παπαδήμας, Αθήνα 2009].
ii Γαλλικά στο πρωτότυπο: «l’opposition oligarchie-democratie» … «l’opposition maitre-sujets balaye tout» … «on verra les Athéniens incapables de retenir leurs sujets par l’appui d’aucun parti: le désir d’indépendance aura pris le pas sur toutes les autres querelles».
[36] Θουκ. VIII 21 (412 π.Χ.)· 73 (411)· Ξενοφών, Ελληνικά (Ξεν., Ελλ.) II 2.6 (405 – αλλά αυτό μπορεί να παραπέμπει στις προηγούμενες εκκαθαρίσεις). Βλ. Επίσης Inscriptiones Graecae (IG) i2 101/102.
[37] M. N. Tod, A Selection of Greek Histortical Iscriptions: I. To the End of Firth Century B.C. (1946) και II. From 403 to 323 B.C. (1948) (Tod) 96 (= IG i2 126 = ii2 1)
[38] Θουκ. VIII 5.4· 6.I, 3-4· 7.I· βλ. 2.2.
[39] Θουκ. VIII 9.3· 14.2.
[40] Θουκ. VIII 38.3. Μέχρι τότε η Χίος μπορεί να ήταν μάλλον μια μετριοπαθής ολιγαρχία παρά μια δημοκρατία.
[41] Θουκ. VIII 24.6.
[42] Θουκ. VIII 44.1.
[43] Θουκ. VIII 44. Οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν τότε μια εισφορά όχι λιγότερο από 32 τάλαντα από τους Ρόδιους (VIII 44.4).
[44] Θουκ. III 32.1-3.
[45] Διόδ. XIII 38.5· 45.1.
[46] Θουκ. VIII 31.2-3.
[47] Θουκ. VIII 14.3· 23.6· βλ. Διόδ. XIII 71.1.
[48] Θουκ. VIII 64.2-5· Hellenica Oxyrhynchia (Hell. Oxy.) II 4. Φυσικά ο δήμος θα αντιδρούσε στην καταστροφή της δημοκρατίας: ἐναντιωσόμενον (προσέξτε τον χρόνο) πρέπει επίσης να ισχύει για την εξέγερση από την Αθήνα, που αναφέρεται στην προηγούμενη πρόταση.
[49] Ξεν., Ελλ. I 4.9· Διόδ. XIII 72.1, πρβλ. Cornelius Nepos, Lysander (Corn. Nep., Lys.) II 2. Βλ. επίσης Δημ. XX 59 για την παραχώρηση προνομίων στη φιλοαθηναϊκή παράταξη. Στο Ξεν. I I.32 θα πρέπει μάλλον να διαβάσουμε ἐν Ἰάσῳ, με Ulrich Kahrstedt, Forschungen zur Geschichte des Ausgehenden Fünften und des Vierten Jahrhunderts (1910) (U. Kahrstedt, Forsch. z. Gesch. d. ausgeh. V. u. d. IV. Jahrh.) 176 σημ. 17.
[50] Θουκ. I 100.2· 101.3· Διόδ. XI 70.1· Πλούτ., Κίμ. 14. Για τη χρονολογία, βλέπε Gomme,
HCT I 391.
[51] E. M. Walker, “Athens and the Greek Powers, 462–445 B.C.” στο Camb. Anc. Hist. V 59.
[52] Π.χ. από τον Meiggs: Russell Meiggs, “The Growth of Athenian Imperialism”, Journal of Hellenic Studies (JHS) LXIII (1943) 21.
[53] Θουκ. VIII 64.5. (Η μετοχή αγνοήθηκε σκόπιμα εδώ, δεδομένου ότι το κείμενο είναι αβέβαιο).
[54] Tod 84 (= IG i2 108), γραμμές 39-55, επανεκδόθηκε από τους Meritt και Andrewes στο BSA (Benjamin D. Meritt and Antony Andrewes, “Athens and Neapolis”, Annual of the British School in Athens) XLVI (1951) σσ. 201-3, γραμμές 48-64. Η χρονολογία αυτού του τμήματος της επιγραφής πρέπει να είναι 407/6. Για το αν η Νεάπολη ήταν θασιακή αποικία, βλ. ATL II 86.
[55] Θουκ. VIII 22-23· 32. Τα γεγονότα του 427 (ακόμη και η κληρουχία) δεν είχαν προφανώς δημιουργήσει γενική εχθρότητα προς την Αθήνα στη Λέσβο.
[56] Θουκ. VIII 100.3. Αθηναίοι φρουροὶ από τη Μυτιλήνη συμμετείχαν στην άμυνα.
[57] Ξεν., Ελλ. I 6.12-15 (καταγράφει συγκεκριμένα ότι οι υπεύθυνοι των υποθέσεων στη Μήθυμνα ήταν φιλοαθηναίοι)· Διόδ. XIII 76.5. Βλ. κατωτέρω [κεφ. V, 4η παράγρ.].
[58] Ξεν., Ελλ. I 6.16, 38, II 2.5· Διόδ. XIII 76.6 έως 79.7· 97.2· 100.1-6. Είναι αλήθεια ότι η Μυτιλήνη αποτελούσε κύρια βάση των Αθηναίων, αλλά οι Μυτιληναίοι φαίνεται ότι ήταν φιλικοί: βλ. Διόδ. XIII 78.5· 79.2.
[59] Ξεν., Ελλ. II 1.15.
[60] Ξεν., Ελλ. II 1.18-19· Διόδ. XIII 104.8.
[61] Θουκ. VIII 28.2-3 (η επίθεση ήταν αιφνιδιαστική) και 36.1, 29.1, Διόδ. XIII 104.7· ίσως Ξεν. Ελλ. I 1.32 (βλ. παραπάνω σημ. 49).
[62] Η Έφεσος εξεγέρθηκε το 412 (Θουκ. VIII 19.3) και φαίνεται ότι βρισκόταν στα χέρια των Περσών (VIII 109.1· Ξεν., Ελλ. I 2.6). Παρέμεινε σημαντική περσική-πελοποννησιακή βάση για το υπόλοιπο του πολέμου (Ξεν., Ελλ. I 5.1, 10· II 1.6, κ.λπ.).
[63] Για την προγενέστερη ιστορία της Μιλήτου, βλ. παρακάτω και σημ. 6. Για τη Μίλητο στον Ιωνικό Πόλεμο, βλ. ιδίως Θουκ. VIII 17.1-3 (βλ. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη [Αρ., Λυσιστρ]. 108-9)· 25.1-3· 28-29· 33.1· 36.1· 84.4-5· Ξεν., Ελλ. I 2.2-3· 6.8-12. Βλ. Διόδ. XIII 104.5-6 και Πλούταρχο, Λύσανδρος (Πλούτ., Λύσ.) 8· 19.
[64] Tod 62 (= IG Vi 1), γραμμές 22-23. Για την ημερομηνία, βλ. παρακάτω.
[65] Βλέπε Tod 29 (= SEG [Suplementum Epigraphicum Graecum] X ii = D 10 στο ATL II 38, 54-57) και την πολύ πιθανή αναπαράσταση των γεγονότων στο ATL III 252-5.
[66] Βλ. την αξιοθαύμαστη αναφορά του Meiggs στο JHS LXIII (1943) 25-27∙ βλ. ATL III 257. (Για το IG i2 22, με μεταγενέστερες προσθήκες, βλ. τώρα D 11 στο ATL II 57-60∙ SEG X 14).
[67] Βλ. Meiggs, ό.π., 28∙ ATL III 282-3. Για το IG i2 14/I5 (πιθανώς 447/446), βλ. τώρα D 15 στο ATL II 68-69∙ SEG X I7. Για τα γεγονότα του 430 και αργότερα, βλ. παρακάτω.
[68] Πλούταρχος, Περικλής (Πλούτ. Περ.) 23∙ Aelianus, Varia Historia (Ael., VH) VI 1 (2.000 κλῆροι). Βλ. τα εξαιρετικά ευφυή επιχειρήματα του ATL III 294-7, όπου παρατίθενται τα άλλα στοιχεία. Για τους Ιπποβότες, βλ. επίσης Ηρόδοτος (Ηρόδ.) V 77.2∙ Στράβων (Στράβ.) X 1.8, σ. 447.
[69] Για τους ομήρους, βλέπε Tod 42 (= IG i2 39), γραμμές 47-52 (Χαλκίδα, 446/445)∙ IG i2 σελ. 284 (Ερέτρια, 442/441: σημειώστε την αναφορά πλουσιώτατοι). Η εξέταση των φορολογικών καταλόγων δείχνει ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι καμία από τις ευβοϊκές πόλεις δεν υπέστη αύξηση του φόρου.
[70] Θουκ. I 114.3∙ Πλούτ. Περ. 23 κ.ε.
[71] Θουκ. I 115.2 ως 117.3 (βλ. VIII 76.4)∙ Διόδ. XII 27-28∙ Πλούτ. Περ. 24-28 κ.ε.
[72] Θουκ. I 115.5∙ Διόδ. XII 27.3.
[73] Tod 82 (= IG XII 9, I87), αναφέρεται μόνο στη βουλὴ.
[74] Θουκ. VII 82.1.
[75] Θουκ. III 2.1, 3∙ 5.1∙ 18.1-2∙ 50.2.
[76] Θουκ. III 34.
[77] Διόδ. XIII 66.4∙ Πλούταρχος, Αλκιβιάδης (Πλούτ., Αλκ.) 30.
[78] Ξεν. Ελλ. I 3.16-20∙ II 2.1∙ Διόδ. XIII 66.6∙ 67∙ Πλούτ., Αλκ. 31.
[79] Πλάτων, Επιστολή Ζ΄ (Επιστ.) 332c. Εφόσον ο Πλάτων δίνει αυτό ως τον μοναδικό επαρκή λόγο, δύσκολα θα υποστηριχθεί ότι αναφέρεται απλώς σε μια χούφτα αξιόλογων φιλοαθηναϊκών ατόμων, όπως εκείνοι που έλαβαν αθηναϊκή προξενεία και προφανώς αναμενόταν (βλ. Θουκ. III 2.3) να ενεργήσουν ως παρατηρητές των Αθηναίων.
[80] Θουκ. II 2.2∙ 3.2∙ III 65.2.
[81] Βλ. ιδ. Θουκ. III 70.1 (βλ. I 55.1) ως 81∙ 85∙ IV 2.3∙ 46-48∙ Διόδ. XIII 48.1-6.
[82] Βλ. ιδ. Θουκ. I 102.4∙ V 29.1∙ 76.1-2∙ 78∙ 81.2∙ 82∙ 83.1-2∙ 116.1∙ VIII 86.8∙ Διόδ. XII 81.2-5.
[83] Θουκ. III 62.5 και IV 92.6 (458/457-447/446)∙ IV 76.2-3 και 89 (424, ειδικά στις Σίφες και τη Χαιρώνεια)∙ Διόδ. XII 69.1 (επίσης 424)∙ Θουκ. IV 133.I (Θεσπιές, 423)∙ VI 95.2 (Θεσπιές, 414). To IG i2 36, του 447/446 περίπου (το SEG X 33 δίνει ένα νέο θραύσμα), είναι ένα αθηναϊκό προξενικό διάταγμα υπέρ τεσσάρων επώνυμων Θεσπιέων, ένας εκ των οποίων ονομάζεται, ενδεικτικά, Αθηναίος. Το SEG X 81 (= IG i2 68/69, με ένα νέο θραύσμα) μπορεί να αναφέρεται στην εγκατάσταση των Θεσπιέων και άλλων Βοιωτών εξόριστων το 424/3. Ο Θουκ. III 62.5 (πρβλ. IV 92.6) βάζει τους Θηβαίους να λένε ότι πριν από την Κορώνεια (447/446) οι Αθηναίοι είχαν ήδη γίνει κύριοι του μεγαλύτερου μέρους της Βοιωτίας κατὰ στάσιν. Η στάσις μπορεί κάλλιστα να ενέπλεξε φιλοαθηναϊκές και αντι-αθηναϊκές φατρίες στις άλλες πόλεις (πρβλ. Ξεν., Απομν. III 5.2), αλλά λαμβάνοντας υπόψη τον Θουκ. IV 76.2, VI 95.2, μπορούμε να αμφιβάλουμε ότι η διαμάχη πήρε τη συνήθη κοινωνική μορφή, ακόμη και αν το ζήτημα της Θηβαϊκής υπεροχής υπεισέρχονταν επίσης σε αυτήν; Όσον αφορά αυτό το γνωστό παζλ, Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. III 11, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ασφαλής απόδειξη ότι η Αθήνα εγκαθίδρυσε δημοκρατίες το 458/7 στις βοιωτικές πόλεις, εκτός από τη Θήβα (Αρ., Πολ. 1302b 29-30), και είναι πιθανό να αποδέχτηκε τις υπάρχουσες ολιγαρχίες για ένα διάστημα, για να αναγκαστεί να τις απομακρύνει ή να τις εξορίσει για καταπιεστική συμπεριφορά (ὁ δῆμος ἐδούλευσεν: Ψ.-Ξεν.) πριν από το 447/6, όταν έκαναν την επιστροφή τους. Για μια εξίσου πιθανή εναλλακτική λύση, βλέπε Gomme, HCT I 3I8.
[84] Θουκ. IV 66-74∙ Διόδ. XII 66-67.
[85] Θουκ. IV 66.1∙ βλ. Πλούτ., Περ. 30.
[86] Θουκ. VII 33.5-6 (Θούριοι) ∙ VI 74.1 (βλ. 50.1) και Πλούτ., Αλκ. 22 (Μεσήνη). Βλ. Θουκ. VI 52.1∙ 88.1 (Καμάρινα).
[87] Βλ. π.χ. Θουκ. VI 88.1.
[88] Θουκ. VII 55.2.
[89] Θουκ. VII 48.2, 49.1, 73.3, Πλούταρχος, Νικίας (Πλούτ. Νικ.). 21∙ 22∙ 26. Υπήρχαν εξόριστοι Συρακούσιοι με τον αθηναϊκό στρατό το 415 (Θουκ. VI 64.1). Θουκ. VII 55.2 μεταφέρει την εντύπωση ότι το 415 οι Συρακούσες ήταν μια πλήρης δημοκρατία, όπως ακριβώς και η Αθήνα∙ αλλά με βάση το Θουκ. VI 41∙ Αρ., Πολ. 1304 a 27-29∙ Διόδ. XIII 34.6∙ 35, φαίνεται βέβαιο ότι το πολίτευμά της ήταν σαφώς λιγότερο δημοκρατικό από εκείνο της Αθήνας.
[90] Θουκ. II 79.2.
[91] Θουκ. IV 7.
[92] Θουκ. IV 49.
[93] Θουκ. IV 54.3.
[94] Θουκ. V 62.2∙ 64.1.
[95] Θουκ. VII 6.3.
[96] Θουκ. V 85-113. Αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ιστορική καταγραφή: βλ. H. Williams, “Conventional Forms of Debate and the Melian Dialogue” στο AJP (American Journal of Philology) LXXI (1950) 156 κ.ε., ιδίως 167-9. Πρβλ. τώρα Max Treu, ,,Athen und Melos und der Melierdialog des Thukydides“, Historia II (1953), 253 κ.ε.
[97] Όπως στο V 94, 112.3.
[98] Βλ. Θουκ. V 89: οὔτε ... μετ᾽ ὀνομάτων καλῶν, ὡς ... ἀδικούμενοι νῦν ἐπεξερχόμεθα [«ούτε… μεγάλα λόγια, ότι… εκστρατεύουμε τώρα επειδή επειδή αδικηθήκαμε»], και ἢ ὅτι Λακεδαιμονίων ἄποικοι ὄντες οὐ ξυνεστρατεύσατε ἢ ὡς ἡμᾶς οὐδὲν ἠδικήκατε. [«ή ότι αν και άποικοι των Λακεδαιμονίων δεν ενταχθήκατε στη συμμαχία τους, ή ότι δεν μας αδικήσατε»].
[99] Θουκ. V 84.2. Πρβλ. τη χρήση της έκφρασης ἐς πόλεμον φανερὸν κατέστησαν [«περιήλθαν σε κατάσταση ανοιχτού πολέμου»] στο Θουκ. V 25. 3.
[100] Tod 62 (= IG V i 1), γραμμές 24-30, 36-41. Η δωρεά των Χίων καταγράφεται στις γραμμές 8-10.
iiα «Έδωσαν οι Μήλιοι στους Λακεδαιμονίους είκοσι αργυρές μνες» «Έδωσαν στους Λακεδαιμονίους οι φίλοι από τους Χίους για τον πόλεμο».
[101] Θουκ. IV 87.3. Βλ. SEG X 89 (= Tod 68 = IG i2 90), γραμμές 19-20.
[102] Στο Mélanges Gustave Glotz, τόμος I 1-6.
[103] Θουκ. III 9I.1-3. Μια διοίκηση σπάνια ανατίθεται σε στρατηγό που δεν συμφωνεί με τους στόχους της.
[104] Διόδ. XII 65.2. Πιθανώς η δήλωση αυτή είναι τεχνικά εσφαλμένη.
[105] Θουκ. V 84.3· 85.
[106] Ορισμένα προβλήματα παραμένουν. Η Μήλος ήταν προφανώς ένα νησί που ευημερούσε το 416: το 425 υπολογίστηκε για φόρο σε 15 τάλαντα (την ίδια εκτίμηση με εκείνη π.χ. της Άνδρου, της Νάξου, της Ερέτριας), και λίγο πριν από την πολιορκία φαίνεται να είχε εκδώσει άφθονο νέο νόμισμα (βλέπε J. G. Milne, “The Melos Hoard of 1907” = American Numismatic Society. Notes and Monographs τεύχος 62, 1934)∙ ωστόσο η αθηναϊκή κληρουχία που στάλθηκε στη Μήλο αποτελούνταν μόνο από 500 άνδρες. Ο Θουκ. (V 116.4) μας λέει ότι οι Αθηναίοι θανάτωσαν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον [«όσους ενήλικους έπιασαν»]. Αλλά είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον οι προδότες γλίτωσαν; Μήπως ήταν πολυάριθμοι; Και ποιοι ήταν οι Μήλιοι που αποκατέστησε ο Λύσανδρος το 405 (Ξεν., Ελλ. II 2.9∙ Πλούτ., Λύσ. 14);
[107] Ακόμα και μικρές πράξεις σκληρότητας φαίνεται ότι ήταν σπάνιες: η σφαγή των πληρωμάτων δύο αιχμαλωτισμένων πλοίων το 405, με διαταγή του Φιλοκλή (Ξεν., Ελλ. II 1.31-32), έμεινε στην ιστορία ως μεμονωμένη θηριωδία. Το διάταγμα που αναφέρει ο Ξεν. (ό.π.) και Πλούτ. 9-13 μπορεί να είναι ή να μην έχει ιστορική αξία (ο Grote το απέρριψε), και σίγουρα δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ.
[108] Θουκ. V II6.4 κ.λπ. (Μήλος)∙ V 32.1 και Διόδ. XII 76.3-4 (Σκιώνη). Οι δύο αυτές σφαγές αποτελούσαν προφανώς αγαπημένο θέμα της αντιαθηναϊκής προπαγάνδας: βλ. π.χ. Ξεν., Ελλ. II 2.3∙ Ισοκρ., IV, 100∙ Ισοκρ., XII, 63.
[109] Θουκ. V 3.4∙ Διόδ. XII 73.3. Εδώ οι άνδρες γλίτωσαν.
[110] Θουκ. IV 56.2 (πρβλ. II 27.2)∙ 57.3-4. Όμως οι άνδρες αυτοί είχαν τη θέση της φρουράς ενός φρουρίου και ως εκ τούτου μπορούσαν να σφαγιαστούν κατά την αιχμαλωσία.
[111] Ξεν., Κύρου Παιδεία (Ξεν. Κυρ. Π.) VII 5.73∙ βλ.. Ξεν., Απομν. IV 2.15.
[112] Αρ. Αθ. Πολ. 22.4.
[113] Αρ. Αθ. Πολ. 40.3∙ Ψευδο-Λυσίας II 63-66∙ Ξεν., Ελλ. II 4.43∙ Ισοκράτης, Προς Καλλίμαχον (Ισοκρ. XVIII) 31-32, 44, 46, 68∙ Πλάτ, Επιστ. Η΄ VIII 3∙ Πλάτων, Μενέξενος (Πλάτ., Μενέξ.). 243e∙ Πλάτ, Επιστ. Ζ΄, 325b∙ Cicero, Philippicae (Cic. I Phil.) I 1.
[114] Διόδ. XI 65.5.
[115] Θουκ. II 67.4.
[116] Θουκ. III 32.1-2.
[117] Θουκ. III 68.1-2, 4, Διόδ. XII 56.4-6∙ πρβλ. XIV 62∙ XII 93. Κάποιοι μπορεί να αισθάνονται ότι ο Θουκ. είναι υπερβολικά πρόθυμος να ελαφρύνει το μερίδιο των Σπαρτιατών στη σφαγή: παρατηρήστε, στο §1, τις απολογητικές φράσεις που αρχίζουν νομίζοντες και ᾑγούμενοι, και την τοποθέτηση της απόλυτης ευθύνης στους Θηβαίους στο §4.
[118] Θουκ. IV 80.3-4 φαίνεται να τοποθετεί το γεγονός αυτό στο 424, όπως και ο Διόδ. XII 67.3-4, που αναμφίβολα ακολουθεί τον Θουκ. Για μια άλλη δολοφονία Ελλήνων από Σπαρτιάτες, προφανώς στις αρχές της δεκαετίας του 460 π.Χ., βλ. I 128.1 (πρβλ. Παυσανίας. IV 24.5).
[119] Θουκ. V 83.2∙ Διόδ. XII 81.1.
[120] Διόδ. XII 82.2.
[121] Ξεν., Ελλ. II 1.31 (χωρίς εικόνα)∙ Πλούτ.., Λύσ. 11 (3000)∙ 13∙ Παυσ. IX 32.6 (4000). Πρβλ. τη σφαγή των αιχμαλώτων μετά τις μάχες της Λευκίμμης και των Σύβοτων (Θουκ. I 30.1- 50.1).
[122] Ιασός και Κεδρείες (βλ. παραπάνω).
[123] Βλ. παρακάτω.
[124] Θουκ. III 36-49. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πόσο πλήρως είχε ενημερωθεί η αθηναϊκή συνέλευση, ιδίως στην πρώτη της συνεδρίαση, για την εξέγερση του δήμου της Μυτιλήνης.
[125] John H. Finley, Thucydides (1942) 177 [John H. Finley, Θουκυδίδης, ό.π., σελ 182].
iii «άρχισαν να μετανιώνουν και να προβληματίζονται για τη φρικτή κι υπερβολική απόφασή τους να καταστρέψουν ολόκληρη πόλη αντί να τιμωρήσουν μόνο τους ενόχους».
[126] Τι ακριβώς εννοεί ο Θουκ. III 49.1 γράφοντας ῥηθεισῶν δὲ τῶν γνωμῶν τούτων μάλιστα ἀντιπάλων πρὸς ἀλλήλας; «Μετά την παράθεση αυτών των δύο απόψεων, που αντιφάσκουν ευθέως μεταξύ τους»; Ή κάτι σαν «Οι δύο απόψεις που διατυπώθηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν αυτές που αντιφάσκουν πιο άμεσα μεταξύ τους»; (Crawley), υπονοώντας ότι υπήρχαν και άλλες απόψεις; Εν πάση περιπτώσει, είναι εντελώς αδύνατο να πιστέψουμε ότι σε μια τέτοια περίσταση έγιναν μόνο δύο ομιλίες.
[127] Πρβλ. Ξεν., Ελλ. II 3.25∙ Θουκ VI 11.7 (πόλιν δι᾽ ὀλιγαρχίας ἐπιβουλεύουσαν [«επιβουλές πόλης στην οποία κυριαρχεί η ολιγαρχία»]) η κατάσταση έτεινε να επαναβεβαιωθεί κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα: βλ. π.χ. Ξεν., Ελλ. IV 8.20, 27∙ VI 3.14∙ Ισοκράτης, Πανηγυρικός (Ισοκρ. IV) 16∙ Ισοκράτης, Αρχίδαμος (Ισοκρ . VI) 63.
[128] Ο λόγος που προβάλλεται από τον Θουκ. (I 99) και τον Πλούτ. (Κίμ. 11) για την προθυμία των συμμάχων να μετατραπούν σε φόρου υποτελείς –στην πραγματικότητα, η τεμπελιά τους– δεν είναι πειστικός. Η Αθήνα δεν φαίνεται να δυσκολεύτηκε αργότερα να εξασφαλίσει πληρωμένα ξένα εθελοντικά πληρώματα. Είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι όταν ο Αριστείδης προσπάθησε (όπως πρέπει να έκανε) να εξισώσει τα διαφορετικά βάρη των φόρων και των πληρωμάτων, δεν έλαβε υπόψη του τη χορήγηση μισθού στα πληρώματα και ότι η υποτιθέμενη απροθυμία των συμμάχων να υπηρετήσουν ήταν στην πραγματικότητα μια πολύ λογική άρνηση των φτωχότερων τάξεων, από τις οποίες προέρχονταν οι κωπηλάτες και οι ναύτες (περίπου 180 ανά τριήρη, από περίπου 200), να υπηρετήσουν χωρίς μισθό. Καθώς ο μισθός ήταν μακράν το μεγαλύτερο στοιχείο της δαπάνης για τη συντήρηση των πολεμικών πλοίων, η παροχή του θα καθιστούσε το κόστος ενός ναυτικού σώματος εντελώς δυσανάλογο με τον αντίστοιχο φόρο. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό όταν γίνονται υπολογισμοί του ελάχιστου κόστους για την παροχή ενός σώματος εύλογου μεγέθους για σχεδόν κάθε γνωστό υποτελές κράτος, ακόμη και με την υπόθεση ότι ένα σώμα δεν θα χρειαζόταν κάθε χρόνο.
[129] Θουκ. VII 57.3-5· πρβλ. I 19· 56.2· II 9.4-5· III 46.2· V III.4· VI 22· 43· 69.3· 85.2 κτλ.
[130] Βλ. παραπάνω πρώτες παραγρ. του κεφ. Ι.
[131] Θουκ. III 10.5 (αὐτόνομοι δὴ ὄντες καὶ ἐλεύθεροι τῷ ὀνόματι)· 11.1,3· 36.2· 39.2· 46.5· Θουκ. VI 85.2.
[132] Θουκ. VII 57, ιδίως 3-5: «αδέξια διατυπωμένη», επειδή το μὲν του τῶν μὲν ὑπηκόων δεν απαντάται ποτέ – το δὲ στο ἀπὸ δὲ νήσων και στο ἐκ δ᾽ Ἰωνίας παραπέμπει πίσω στο ἀπ᾽ Εὐβοίας. Η Χίος αρχικά περιλαμβάνεται μεταξύ των ὑπηκόων, και στη συνέχεια στην επόμενη πρόταση χαρακτηρίζεται ως αυτόνομη.
[133] Θουκ. I 113.4.
[134] Η διάκριση που γίνεται εδώ μεταξύ θεωρίας και πρακτικής είναι μάλλον ελληνική και έχει γίνει απλώς για να διευκολύνει την ανάλυση.
[135] Βλέπε Θουκ. I 97.1. Ο Αρ., Πολ. 1284a 41 (παρὰ τὰς συνθήκας) δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικός. Στο Θουκ. I 98.4, παρὰ τὸ κεθεστηκός δεν χρειάζεται να σημαίνει κάτι περισσότερο από «αντίθετο προς την καθιερωμένη χρήση».
[136] Μπορούμε να συμπεράνουμε από τον Θουκ. I 67.2 (πρβλ. I08.4, 139.1, I44.2) ότι η Τριακονταετής Ειρήνη, ή ενδεχομένως η συνθήκη με την οποία η Αίγινα έγινε σύμμαχος της Αθήνας το 457, προέβλεπε ρητά ότι η Αίγινα ήταν αυτόνομη, αν και κατέβαλε φόρο. Στο Tod 63, γραμμές 11-12 (= D 22 στο ATL II 76, γραμμές 12-13 = SEG X 69, γραμμές 5-6), του 427/6, φαίνεται να λέγεται ότι οι Μυτιληναίοι (που τώρα στερούνται τα πλοία τους και μένουν στη θέση των εικονικά υποτελών συμμάχων) πρέπει να είναι αὐτόνομοι. Η Ειρήνη του Νικία (Θουκ. V 18.5) δηλώνει ότι οι «θρακικές» πόλεις, φερούσας τὸν φόρον τὸν ἐπ᾽ Ἀριστείδου αὐτονόμους εἶναι [«που θα καταβάλουν τον φόρο που έχει οριστεί από τον Αριστείδη, θα είναι αυτόνομες»], η διακριτικά διφορούμενη μερική πρόταση καταδεικνύει ότι κατά την επίσημη άποψη των Αθηναίων και των Σπαρτιατών εκείνη την εποχή η αὐτονομία δεν ήταν ασυμβίβαστη με την καταβολή φόρου, σε κάθε περίπτωση, ενός σταθερού φόρου. Οι Αθηναίοι το 412 διέταξαν αὐτονομία στη Σάμο (Θουκ. VIII 21), και σύμφωνα με μια αρκετά πιθανή αποκατάσταση, ένα αθηναϊκό διάταγμα του 407 περίπου (Tod 88 = IG i2 116, γραμμές 5-6) προέβλεπε για τους Σηλύμβριους να είναι αὐτόνομοι. Βλ. επίσης Gomme HCT I 225-6.
[137] Θουκ. IV 51.
[138] Βλ. Tod 62 (= IG V i 1) lines 8-10· επίσης SEG X 76 και Meritt στο Hesperia XIV (1945) 115-9.
[139] Fr. 232 στο Theodore Kock, Comicorum Atticorum Fragmenta (1888) (Kock CAF), I 321.
iv «…γιατί σας στέλνει [η Χίος] πολεμικά πλοία και άνδρες όταν χρειαστεί, / και τον υπόλοιπο καιρό είναι πολύ υπάκουη, σαν άλογο που δεν χρειάζεται μαστίγιο».
[140] Αριστοφάνης, Ειρήνη (Αρ. Ειρ.), 169-72. Ο υπαινιγμός εντοπίστηκε ανεξάρτητα από τον P. Roussel στο «L’amende de Chios (Aristophane, Paix, v. 169-172)», Revue des Études Anciennes (REA), XXXV (1933) 385-6, τον S. Y. Lurie στο Vestnik Drevnej Istorii (1947) 20, τον R. Meiggs στο CR LXIII (1949) 9-12.
[141] Βλέπε παραπάνω.
[142] Αναλύεται πολύ καλά από τον E. S. G. Robinson στο “The Athenian Currency Decree and the Coinages of the Allies”, Hesperia Supplement, (Hesp. SuppI.), VIII (1949) 324-40.
[143] Τα δύο διατάγματα αυτής της σειράς που είναι προφανώς τα παλαιότερα, SEG X 19 και 23 (= IG i2 27 και 28), έχουν το σίγμα τριών γραμμών και επομένως δύσκολα μπορούν να είναι μεταγενέστερα του 445. Βλέπε Meiggs όπως αναφέρεται στη σημ. 52 παραπάνω.
[144] R. J. Hopper στο “Interstate Juridical Agreements in the Athenian Empire”, JHS LXIII (1943) 51, σημ. 149.
[145] Σίγουρα η Θάσος, η Σάμος και οι Λεσβιακές πόλεις εκτός από τη Μήθυμνα, και ίσως αρκετές άλλες. Θουκ. Ι 98.4 αφήνει να εννοηθεί ότι η Νάξος ανήκε σε αυτή την κατηγορία, αλλά δεν το αναφέρει ρητά.
[146] Βλ. π.χ. Θουκ. I 141.6.
[147] Βλ. σχετικά Θουκ. V 77.5· 79.1.
[148] Θουκ. V 69. · πρβλ. Διόδ. XII 80.2 (οι Μαντιναίοι ἠναγκάσθησαν ὑποταγῆναι τοῖς Λακεδαιμονίοις).
[149] Θουκ. I 19· πρβλ. 76.1. Το γεγονός ότι οι σύμμαχοι της Σπάρτης παρέμειναν οπλισμένοι, αναμφίβολα είχε βαρύνουσα σημασία για τον Θουκυδίδη.
[150] Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Σπάρτη παρενέβαινε κατά καιρούς βίαια στις εσωτερικές υποθέσεις των πελοποννησιακών κρατών. Για σαφή παραδείγματα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, βλ. Θουκ. V 8I.2 (Σικυώνα)· 82.1 (Αχαΐα)· για τον 4ο αιώνα, βλ. Ξεν., Ελλ. V 2.7 και Διόδ. XV 5· 12 (Μαντίνεια)· Ξεν., Ελλ. V 2.8-10· 3.10-17· 21-25 και Διόδ. XV 19.3 (Φλιούς). Για άλλες περιπτώσεις στις οποίες η Σπάρτη εξαναγκάζει τους συμμάχους της, βλ. Θουκ. V 3I .1-4 (Ήλιδα)· 64 κ.ε. (Τεγέα)· 81. 1 (Μαντίνεια)· επίσης, Ξεν., Ελλ. III 2.21-31 και Διόδ. XIV 27.4-12· 34.1 (Ήλιδα)· και αναμφίβολα Ηρόδ. IX 35.2 και Παυσ. III 22.7 κ.λπ. (μάχες της Τεγέας και της Διπαίας, γύρω στο 465).
[151] Θουκ. I 144.2. Πρβλ. I 76.1.
[152] Βλ. A. H. M. Jones, “Civitates Liberae Et Immunes in the East”, Anatolian studies presented to William Hepburn Buckler (1939) 103-17.
[153] Gomme, HCT I 384-5. Στον ορισμό του για την αὐτονομία, ο Gomme παραλείπει το πρώτο από τα τρία στοιχεία που δόθηκαν παραπάνω, το οποίο, όπως υποδηλώνει η ετυμολογία της λέξης, πρέπει να ήταν πρωταρχικό.
[154] Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται εδώ, για λόγους ευκολίας, για να συμπεριλάβει όχι μόνο τους ολιγαρχικούς, με τη στενή έννοια του όρου (δηλαδή τα μέλη μιας κυβερνώσας ολιγαρχίας), αλλά και όλους όσοι ευνοούνται ολιγαρχικά.
[155] Σημειώστε τη σημαντική παρατήρηση που γίνεται δύο φορές από τον Αριστοτέλη (Πολ. 1278b 11· 1279a 25-26): πολιτεία και πολίτευμα είναι το ίδιο πράγμα.
[156] Πολ. Αρ. Πολ., 1279b-80a. Πρβλ. 1290b 1-20 (πιο ορθόδοξο)· επίσης 1302a 12-13, όπου ο Αρ. αρνείται να παραδεχτεί ότι οποιοδήποτε στάσις που αξίζει να αναφερθεί μπορεί να λάβει χώρα εντός του δήμου.
[157] Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο Αρ. είναι συγκεχυμένος. Αυτό που λέει στην πραγματικότητα είναι: «Η μόνη διάκριση που θα αναγνωρίσω, η πρωταρχική, είτε οι πλούσιοι είτε οι φτωχοί αποτελούν την πλειονότητα, είναι μεταξύ των πολιτικών δικαιωμάτων που βασίζονται στον πλούτο και των πολιτικών δικαιωμάτων που είναι διαθέσιμα σε όλους τους πολίτες – μεταξύ των οποίων οι φτωχοί είναι στην πράξη, φυσικά, η πλειοψηφία».
[158] Παρομοίως, ο Θουκ. (II 37.1) βάζει τον Περικλή να λέει ότι η Αθήνα ονομάζεται δημοκρατία επειδή κυβερνάται μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας – όχι, θα παρατηρήσουμε, ἐς πάντας. Ο Περικλής θα ήταν ασφαλώς πιο πιθανό να πει το τελευταίο· αλλά πρβλ. όσα έχουν ειπωθεί για τους λόγους στον Θουκ. παραπάνω στην αρχή του Κεφ. Ι.
[159] Όπως από τον Αθηναγόρα, στο Θουκ. VI 39.1.
[160] Πρβλ. Αρ., Πολ. 1318A 18-26.
[161] Όπως στο Ηρόδ. II 36.4.
[162] Αρ. Αθ. Πολ. 13.4· 14.1.
[163] Αρ. Πολ. 1297b 6-8, πρβλ. 1318b 16-20.
[164] Αρ. Πολ. 1318b 21-22, 23-27.
[165] Για την άποψη αυτή βλ. π.χ. Victor Ehrenberg, The People of Aristophanes2 372, πρβλ. 361.
[166] Ξεν. Ελλ. IV 8.20.
[167] Ξεν. Απομν. IV 2.36-37.
[168] Ξεν. Απομν. I 2.40-46.
[169] Hell. Oxy. I 3. Πρβλ. Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσες (Αρ. Εκκλ.). 197-8.
[170] Οι πιο χρήσιμες πρόσφατες συζητήσεις για το Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. είναι εκείνες του Gomme, “The Old Oligarch”, στο Athenian Studies presented to W. S. Ferguson (HSCP Suppl. I, 1940) 211-45, και του H. Frisch, The Constitution of the Athenians (1942), οι οποίοι δίνουν πλήρεις αναφορές στην προγενέστερη βιβλιογραφία.
[171] Με την επίμονη χρήση των όρων χρηστοὶ και πονηροὶ από τον Γέρο Ολιγαρχικό με κοινωνική και πολεμική έννοια, βλ. την περιγραφή του Κικέρωνα των Ρωμαίων Optimates ως boni και των πολιτικών τους αντιπάλων ως improbi.
[172] Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. I 13· II 10· πρβλ. I. 5· II 14, 18.
[173] Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. I 5· III 10. Στο τελευταίο απόσπασμα, ο δήμος μπορεί να είναι αυτός της Αθήνας.
[174] VI 39.1. Ο Ευριπίδης, επίσης, κάνει τη βασική του πολιτική ταξινόμηση με οικονομικά κριτήρια: Ευριπίδης, Ικέτιδες (Ευρ., Ικέτ.), 238-45.
[175] Οι λαϊκοί ηγέτες αναφέρονται συνήθως ως οἱ τοῦ δήμου προστάται, όπως από τον Θουκ. III 75.2· 82.1· IV 46.4· 66.3, με το τελευταίο απόσπασμα να κάνει διάκριση μεταξύ αυτών των ανθρώπων στα Μέγαρα και των δικών τους (προφανώς πολυάριθμων: σημείωση πλῆθος στο 68.4).
[176] Θουκ. VIII 21.
[177] Θουκ. VIII 73.2.
v «εκείνοι από τους Σαμίους που αποτελούσαν τη δημοκρατική παράταξη και εξεγέρθηκαν εναντίον της ανώτερης τάξης» και «σκόπευαν να επιτεθούν στους άλλους που ήταν η δημοκρατική παράταξη».
[178] Θουκ. III 82-83.
[179] Πρβλ. Θουκ. III 82.8 (παρακάτω).
[180] Αρ., Αθ. Πολ. 34.3.
[181] Αλλού ο Αρ. (π.χ. στα Πολ. 1291b 28· 1303a 8) χρησιμοποιεί μερικές φορές αυτόν τον όρο με ευρεία έννοια, όπως εδώ.
[182] Θουκ. VIII 65· -66· πρβλ. Ψεύδο-Λυσία, Υπέρ Πολυστράτου (Ψ.-Λυσ. XX) 8-9· Πλούτ., Αλκ. 26. Βλέπε επίσης Θουκ. VIII 70.2. Ο Αρ. Πολ. 29 κ.ε. δίνει μια εντελώς διαφορετική και συνολικά πολύ κατώτερη εκδοχή αυτών των γεγονότων: αγνοεί την «τρομοκρατία» και δεν αναφέρει καν ότι η ζωτικής σημασίας συνέλευση έλαβε χώρα στον Κολωνό ή την ύποπτη ομοφωνία της∙ αντιφάσκει με τον εαυτό του (πρβλ. 30.1 και 32.1 με 32.3) προσπαθώντας να παρουσιάσει ότι ένα «μετριοπαθές» πολίτευμα παρήχθη υπό την εξουσία των (ανύπαρκτων ακόμη) «Πέντε Χιλιάδων». Η αφήγηση του Αρ. πρέπει να ανάγεται τελικά σε μια πηγή, ο συγγραφέας της οποίας αγωνιούσε να εμφανίσει την «επανάσταση των 400» ως μια πολύ πιο συνταγματική υπόθεση απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, και χειραγώγησε ανάλογα τα γεγονότα: οι πιο προφανείς πιθανότητες που έχουν προταθεί είναι ο περίφημος λόγος του Αντιφώντα προς υπεράσπισή του και η Ατθίς του Ανδροτίωνα, του οποίου ο πατέρας, ο Άνδρων, ήταν ένας από «τους 400».
[183] Θουκ. VIII 69.1: οὐδενός ἀντειπόντος.
[184] Θουκ. VIII 66.5 σημειώνει ότι στους συνωμότες περιλαμβάνονταν κάποιοι άνδρες που κανείς δεν θα υποπτευόταν ποτέ ότι είχαν ολιγαρχικές τάσεις.
[185] Πρβλ. τη στάση του Θηραμένη, του κατ’ εξοχήν μετριοπαθούς ολιγαρχικού, το 404: ως μέλος των «Τριάκοντα», φαίνεται ότι δεν προέβαλε πραγματική αντίσταση στη νέα «τρομοκρατία», μέχρις ότου οι εξτρεμιστές άρχισαν να «εκκαθαρίζουν» τους πλούσιους αριστοκράτες και έδειξαν ότι δεν είχαν καμία πραγματική πρόθεση να συνδέσουν τις ανώτερες τάξεις στο σύνολό τους στη διακυβέρνηση (Αρ., Αθ. Πολ. 35.4· 36.1). Φαίνεται μάλιστα από τον Ξεν. (Ελλ. II 3.15, 38), ο οποίος θαύμαζε τον Θηραμένη και είχε μάλλον παρόμοιες πολιτικές απόψεις, ότι οι μόνες εκτελέσεις κατά των οποίων διαμαρτυρήθηκε ο Θηραμένης ήταν για άνδρες που δεν είχαν εργαστεί ενάντια στα συμφέροντα των καλῶν κἀγαθῶν.
[186] Αριστοφάνης, Αχαρνείς (Αρ. Αχαρ.), 162-3.
[187] Η καταστροφή κατά τη διάρκεια του Δεκελειακού Πολέμου ήταν προφανώς πολύ πιο παρατεταμένη και σοβαρή από εκείνη του Αρχιδάμειου Πολέμου: βλ. π.χ. Θουκ. VI 91.6-7· 93.2· VII 19.1-2· 27.2-5 (ιδίως 5)· 28.1, 4· VIII 69.1, 71.1· Hell. Oxy. XII 3-5· Λυσίας, Περί του Σηκού Απολογία (Λυσ., VII) 6-7, 24.
[188] Ήταν ακριβώς η καλύτερη γη που πρέπει να είχε υποφέρει περισσότερο από τη σπαρτιατική λεηλασία (βλ. π.χ. Θουκ. II 19.2), και εδώ θα βρίσκονταν οι πλουσιότεροι γαιοκτήμονες. Οι πλούσιοι έχασαν επίσης τις ωραίες και καλά επιπλωμένες εξοχικές κατοικίες τους (Θουκ. II 65.2· βλ. Hell. Oxy. XII 4-5· Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός [Ισοκρ., VII] 52). Βλ. επίσης W. G. Hardy, “The Hellenica Oxyrhynchia and the Devastation of Attica”, Classical Philology (CP), XXI (1926) 346-55.
[189] Ήταν οι δυνατώτατοι, που ταλαιπωροῦνται μάλιστα, σύμφωνα με τον Θουκ. VIII 48. 1.
[190] Ο ομιλητής στο Λυσίας, Απολογία δωροδοκίας απαράσημος (Λυσ. XXI) 2 ισχυρίζεται ότι ξόδεψε 6 τάλαντα σε 7 χρόνια ως τριήραρχος που διεξήγαγε τον Ιωνικό Πόλεμο. Μέχρι το 415 η υπηρεσία αυτή μπορούσε να εκτελεστεί με χαρά και ακόμη και με ενθουσιασμό (βλ. Θουκ. VI 3P.3), αλλά το 405 ο Αριστοφάνης (Βάτραχοι [Αρ., Βάτ.,] 1065-6) μίλησε αποδοκιμαστικά για τις προσπάθειες των πλουσίων να αποφύγουν το βάρος, και φαίνεται από τα Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. III 4 ότι οι διώξεις των τριήραρχων για παράλειψη στο καθήκον τους δεν ήταν ασυνήθιστες.
[191] Υπάρχουν αναφορές στους ρήτορες σε πολλαὶ εἰσφοραί που πληρώθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (π.χ. Λυσίας, Κατά Ερατοσθένους [Λυσ. XII] 20, Περί του μη καταλύσαι την πάτριον πολιτείαν Αθήνησι [Λυσ. XXV] 12, Κατά Νικομάχου [Λυσ. XXX] 26, ίσως και Αντιφών, Κατηγορία φόνου ακουσίου (Αντφ. II β] 12 – αλλά βλέπε Kenneth J. Dover, “The chronology of Antiphon’s speeches”, The Classical Quarterly, XLIV (1950) (K. J. Dover στο CQ XLIV), στη σ. 59). Φαίνεται να υπάρχει αναφορά σε απροθυμία για πληρωμή ήδη από το 411 (Αρ., Λυσ. 654).
[192] Λέων και Διομέδων, Θρασύβουλος, Θράσυλος και Χαιρέας (Θουκ. VIII 73-74).
[193] Θα ήταν ανόητο να πιστέψουμε όλη αυτή την αντιδημοκρατική προπαγάνδα – γιατί αυτό είναι. Για παράδειγμα, δεν θα πάρουμε στα σοβαρά τα θλιβερά παράπονα του Ισοκράτης, Περί Αντιδόσεως (Ισοκρ. XV) 159-60 όταν θυμόμαστε ότι ο ίδιος ο ρήτορας, αν και πολύ πλούσιος, είχε επωμιστεί ένα εξαιρετικά μικρό μερίδιο των κρατικών βαρών (ήταν τριήραρχος όχι περισσότερο από τρεις φορές, κάθε φορά από κοινού με τον γιο του: Ισοκρ. XV 145· πρβλ. βλ. Ψευδο-Πλούταρχος, Ηθικά [Ψ.-Πλούτ., Ηθ.] 838a), και ότι οι εισφορές που καταβλήθηκαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια περίπου 20 ή περισσότερων ετών ιδιαίτερης πίεσης (377 έως 357-5) δεν ξεπερνούσαν συνολικά τα 300 τάλαντα (Δημοσθένης, Κατά Ανδροτίωνος [Δημ. XXII] 44) – ένα εξαιρετικά μικρό ποσό. Πάρα πολλά χωρία στους ρήτορες δείχνουν ότι οι πλούσιοι συνήθιζαν να αποκρύπτουν την περιουσία τους και έτσι απέφευγαν τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος: βλ. G.E.M. de, Ste. Croix, “Demosthenes’ timema and the Athenian eisphora in the Fourth Century B.C.”, Classica et Mediaevalia XIV (1953) στη σ. 34 και σημ. 17.
[194] Στράβων, IX 1.20, σ. 398.
[195] Victor Ehrenberg, “Polypragmosyne: A Study in Greek Politics”, JHS LXVII (1947) 48.
[196] Θουκ. IV 86.4-5. Πρβλ. G. B. Grundy, Thuc. and the History of his Age2 I 172· N. M. Pusey στο HSCP LI (1940) 215-31. Η δήλωση του Βρασίδα διαψεύδεται στην ουσία στο Θουκ. VIII 48.5 (το χωρίο που αρχίζει οὐ γάρ)· αλλά τα γεγονότα μας αναγκάζουν να δεχτούμε τη γνώμη που δόθηκε από το στόμα του Βρασίδα αντί της άλλης.
[197] Ηρόδ. V 30.
[198] Ηρόδ. VI 91-93.
[199] Βλ. σ. 10 παραπάνω.
[200] Βλ. παραπάνω.
[201] Ηρόδ. V 70· Αρ., Αθ. Πολ. 20. 2.
[202] Πλούταρχος, Αριστείδης (Πλούτ. Αρ.) 13 (479)· Θουκ. I 107.4, 6 (457).
[203] Βλ. Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ.. II 15.
[204] Θουκ. VIII 91.2-3, βλ. 90. 2.
[205] Ξεν., Ελλ. II 3.13-14· Αρ., Αθ. Πολ. 37.2· Διόδ. XIV 4.3-4· Πλούτ. Λύσ. 15. Η θυσία της αὐτονομίας στα ταξικά και παραταξιακά συμφέροντα έγινε ακόμη πιο συνηθισμένη, βέβαια, τον 4ο αιώνα –ιδιαίτερα κατά την άνοδο των Μακεδόνων– αλλά ο Ψευδο-Δημοσθένης, Περί των προς Αλέξανδρον Συνθηκών (Ψ.-Δημ. XVII) 10, 15 εξηγεί επαρκώς την ύπαρξη εύπορων φιλιππιζόντων. Συγκεκριμένα, η εμμονή του Αινεία Τακτικού με την πιθανότητα προδοσίας της πόλης από μια δυσαρεστημένη παράταξη.
[206] Θουκ. I 75.4· VIII 2.I· IV 108.3 και VIII 2.2· IV 80.1· II 8.4.
[207] Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει αποδοχή της ακραίας «ενωτικής» άποψης για τη σύνθεση της Ιστορίας, η οποία παρουσιάζεται εύστοχα από τον J. H. Finley στο βιβλίο του, Thucydides, και στο άρθρο του, “The Unity of Thucydides’ History”, στο περιοδικό Athenian Studies (βλ. σημ. 170 παραπάνω). 255-97.
[208] Θουκ. II 65.9. Ο Πλούτ. (Περ. 9) παρατηρεί ότι αυτό ισοδυναμεί με το να αποκαλείται το περικλεϊκό καθεστώς αριστοκρατία.
[209] Θουκ. III 82.8 (τέλος).
[210] Πρβλ. τον έπαινο των «ανδρών με μέτρια περιουσία» σε χωρία όπως Ευρ., Ικέτ. 238-45, Αρ., Πολ. 1295b 1-96a 40· 1296b 34-97a 7.
[211] Θουκ. VIII 97.1 (πρβλ. 65.3)· Αρ., Αθ. Πολ. 33.1, 2 (πρβλ. 29.5).
[212] Για τις χρονολογίες, βλέπε Meritt, Athenian Financial Documents 104-114, 176-9.
vi «κατά την πρώτη περίοδο οι Αθηναίοι φαίνεται ότι είχαν την καλύτερη διακυβέρνηση που είχαν ποτέ, τουλάχιστον στην εποχή μου».
[213] Θουκ. VIII 97. 1· βλ. Αρ., Αθ. Πολ. 33.2. [Βλέπε όμως Παράρτημα, στο τέλος].
[214] Επίσης, π.χ., Θουκ. VIII 48.6 (παρακάτω).
[215] Πρβλ. E. Schwartz, Das Geschichtswerk des Thuk.2 237-42.
[216] Πέντε χιλιάδες θα ήταν βέβαια πολύ λιγότερο από το μισό του πληθυσμού των πολιτών το 411Ι, αλλά ο Πολύστρατος, μέλος και καταλογεύς των Τετρακοσίων, ισχυρίστηκε (δικαίως ή αδίκως) ότι είχε εγγράψει 9.000 (Ψ.-Λυσ. XX 13), και αν το πολίτευμα κάτω από τους «Πέντε χιλιάδες» στην πραγματικότητα αποτελούνταν από την τάξη των οπλιτών, μπορεί να αριθμούσε περίπου το ένα τρίτο έως το μισό του σώματος των πολιτών.
[217] Βλ. παραπάνω.
[218] Από ορισμένα αποσπάσματα στους κωμικούς ποιητές, μπορεί σίγουρα να συναχθεί ότι πρόσφατα, ίσως από τα πρώτα ή μεσαία χρόνια του Αρχιδάμειου Πολέμου, τουλάχιστον ένας ή δύο άνδρες χωρίς κοινωνική θέση είχαν εκλεγεί στρατηγοί και ότι αυτό θεωρήθηκε καινοτομία: βλ. π.χ. Eup., fr. 117 (στο Kock, CAF I 288-9), από τους Δήμους, που συνήθως χρονολογείται στο 412· πρβλ. fr. 100 (CAF I 283), επίσης από τους Δήμους, και το παλαιότερο fr. 205 (CAF I 314), από τις Πόλεις, πιθανότατα του 422 π.Χ., όπου ο Κλέων μπορεί να είναι ένας από τους στόχους. (Αντίθετα, Αρ., Αθ. Πολ. 26.1· Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. I 3). Στην πραγματικότητα οι στρατηγοί επιλέγονταν πάντα κυρίως από τις ηγετικές οικογένειες: για τα στοιχεία του 4ου αιώνα, βλ. το θαυμάσιο έργο του J. Sundwall, Epigraphische Beitrage (Klio, Beiheft IV, 1906). Ορισμένες οικογένειες είχαν παράδοση στη δημόσια διοίκηση: βλ. π.χ. Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (Λυσ. XVI) 20· Πλάτ., Μενέξ. 234b.
[219] Τουλάχιστον δύο φορές: Θουκ. IV 65.3 (Σικελία)· Ξεν., Ελλ. I 7 και Διόδ. XIII 100-3 (Αργινούσες). Βλέπε όμως τα σχόλια του Grote για το τελευταίο περιστατικό.
[220] Βλ. πῶλαι, κατάλογος στον Αριστοφάνης, Ιππείς (Αρ., Ιπ.). I28-43, με Σχολ. επί ιδ. 129, 132, που κατονομάζει τον Ευκράτη και τον Λυσικλή· για τον τελευταίο βλ. επίσης Πλούτ., Περ. 24.
[221] Θουκ. II 65.10-12.
[222] Ο ίδιος αποκαλείται δικαίως δημαγωγός από τον Ισοκρ. VIII 126· XV 234· πρβλ. Ισοκράτης, Προς Νικοκλέα (Ισοκρ. II) 16· VIII 122· Ισοκράτης, Ελένης Εγκώμιον (Ισοκρ. X) 37· Λυσίας, Κατά Επικράτους (Λυσ. XXVII) 10.
[223] Εκ πρώτης όψεως, στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονται όλοι οι πολιτικοί ηγέτες μετά τον Περικλή. Αλλά ο Νικίας πρέπει σίγουρα να μείνει εκτός, λόγω του αξιοσημείωτου εγκωμίου στο Θουκ. VII 86.5. Ούτε μπορεί ο Θουκ. να σκέφτεται τους ολιγαρχικούς ηγέτες (τους ακραίους, όπως ο Αντιφών και ο Φρύνιχος, ή τους μετριοπαθείς, όπως ο Θηραμένης), διότι είναι προφανές από το VI 65.11 ότι έχει κατά νου ιδίως τους άνδρες που αγωνίζονταν για την προστασία τοῦ δήμου – δηλαδή τους δημαγωγούς, και αναμφίβολα τον Αλκιβιάδη.
[224] Θουκ. II 65.10, βλ. Αρ., Αθ. Πολ. 28.4. Ο ισχυρισμός ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι απλοί κόλακες του δήμου φαίνεται ότι ήταν πολύ συνηθισμένος τον 4ο αιώνα: βλ. π.χ. Δημοσθένης, Ολυνθιακός Γ΄ (Δημ. III) 22 και Δημοσθένης, Περί των εν Χερσονήσω (Δημ. VIII) 34 (όπου οι εν λόγω ῥήτορες, οι εκφραστές της παράταξης της ειρήνης, σίγουρα δεν είναι ριζοσπάστες δημοκράτες)· Ισοκρ. VIII 3-5, 9-10, 121· XII 140· XV 133· Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος (Αισχίν. III 127), 134.
vii «έφτασαν στο σημείο να παραδίδουν ακόμη και τη διεξαγωγή των κρατικών υποθέσεων στις ορέξεις του πλήθους».
[225] Αντίστοιχες γενικές κατηγορίες στον Αριστοφάνη, που είναι πολλές (π.χ. Αχαρν. 370-4, 633-5· Ιππ.. 213-8, 801-4, 1115-50, 1340-57· Σφ,. 665-8 κ.λπ.), καθώς και στους άλλους κωμικούς ποιητές, δεν αποτελούν πραγματικές αποδείξεις. Η ομοφωνία μεταξύ των κωμωδιογράφων σε πολιτικά θέματα δεν χρειάζεται να μας εκπλήσσει ή να μας υποχρεώνει να τους πιστέψουμε. Φαίνεται ότι όλοι τους ανήκαν στις ευκατάστατες τάξεις (βλ. Ehrenberg, The People of Aristophanes2 20-21), και φυσικά απεχθάνονταν τον πολυπράγμονα – ένας όρος που φαίνεται ότι εφαρμοζόταν ελεύθερα (μεταξύ άλλων) για τον ταπεινό πολίτη που τολμούσε να ενδιαφερθεί για την πολιτική περισσότερο από όσο οι ανώτεροί του πίστευαν ότι ήταν καλό γι’ αυτόν.
[226] Δεν φαίνεται να υπάρχει παλαιότερος άμεσος ισχυρισμός για αυτό από τον Σχολιαστή του Αριστοφάνη (Schol. ad Ar., Vesp. 88, 300), ο οποίος δεν παραθέτει καμία αρχαία πηγή. Αποσπάσματα όπως το Αρ., Ιππ. 5I, 255 δεν αποδεικνύουν το γεγονός, αν και είναι αρκετά πιθανό από μόνο του.
[227] Κανένα από τα αποσπάσματα (π.χ. Αρ., Ιππ. 313, 326, 839 κε..) που συνήθως παρατίθενται προς υποστήριξη της θεωρίας ότι το διάταγμα του Θουδίππου (Tod 66 = A 9 στο ATL I και II) ήταν έργο του Κλέωνα δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Όλο το θέμα των Ιππέων είναι ότι ο Κλέων διαχειρίζεται τα πάντα στο κράτος, και κάποια αναφορά στον φόρο ήταν αναπόφευκτη, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια νύξη για την πρόσφατη μεγάλη αύξηση. Καμία από τις λογοτεχνικές πηγές (βλ. π.χ. Ψευδο-Ανδοκίδης, Κατά Αλκιβιάδου [Ψ.-Ανδοκ. IV] 11· Πλούτ., Αριστ. 24) δεν συνδέει τον Κλέωνα με την αύξηση του φόρου. Πρβλ. επίσης Θεόπομπο fr. 94 στο FIGH II B τευχ. 115 – αν πρόκειται πράγματι για απόσπασμα από τον Θεόπομπο. Αλλά η αλληλουχία των γεγονότων που ανασυνθέτουν με μεγάλη πιθανότητα οι Wade-Gery και B.D. Meritt στο “Pylos and the Assessment of Tribute”, AJP LVII (1936) 377-94, και η ελκυστική πρότασή τους (σελ. 392, σημ. 36) ότι ο Θούδιππος ήταν γαμπρός του Κλέωνα, σε συνδυασμό με τις γενικές δηλώσεις στους Ιππείς, καθιστούν δύσκολο να αντισταθούμε στο συμπέρασμα ότι ο Κλέων βρισκόταν πίσω από το διάταγμα.
[228] Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. I 14.
[229] Στο AJA XXIX (1925) 59-69.
[230] Αρ., Αθ. Πολ. 28.3. Η διωβελία εμφανίζεται για πρώτη φορά το 410: Tod 83 ( = IG Ι2 304), γραμμή 10.
[231] Λυσ. XXX 12.
[232] Θουκ. V 10.9 (Κλέων)· III I9 (Λυσικλής – αν αυτός ήταν πράγματι ο «δημαγωγός», όπως είναι πιθανό αλλά όχι βέβαιο)· VIII 73.3 (Υπέρβολος)· VIII 65.2 (Ανδροκλής)· για τον Κλεοφώντα, βλ. Λυσίας, Κατά Αγοράτου (Λυσ. XIII) 12· Λυσ. XXX 10-4· πρβλ. Ξεν. Ελλ. I 7.35.
[233] Ψευδο-Δημοσθένης, Προς Βοιωτόν περί Προικός Μητρώας (Ψ.-Δημ. XL) 25 (Κλέων)· Λυσ. XXX 12-13 (Κλεοφών). Και βλέπε Αρ., Βατρ. 569-78, όπου οι δύο ταλαιπωρημένοι πανδοχείς επικαλούνται τον Κλέωνα και τον Υπέρβολο ως προστάτες τους.
[234] Θουκ. V 26.5.
[235] Βλέπε π.χ. Θουκ. I 76.3 έως 77.6.
[236] Θουκ. I 76.2, πρβλ. Θουκ. V 89 και την επόμενη σημείωση.
[237] Βλέπε IV 6I.5, V 105.2, βλ. Δημόκριτος fr. 267 Diels6. Και βλ. Δημοσθένης, Υπέρ της Ροδίων Ελευθερίας (Δημ. XV) 28-29: οι διακρατικές σχέσεις κρίνονται με τη βία, επειδή δεν υπάρχουν αποδεκτοί νόμοι που να μπορούν να επικαλεστούν, όπως η εγγύηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, εντός μιας πόλης, τόσο για τους αδύναμους όσο και για τους ισχυρούς.
[238] Πλάτων, Γοργίας 483d· Πολιτεία 338cff., πρβλ. Νόμοι 714c· 890a. Είναι πολύ πιθανό ότι οι ακραίοι ολιγαρχικοί του τέλους του 5ου αιώνα δήλωναν ανοιχτά ότι η Δύναμη είναι Δικαίωμα.
[239] Για τον Θουκυδίδη, βλ. Πλούτ., Περ. 11-14. Γνωρίζουμε από τον Αρποκράτη ότι ο Αντιφών έγραψε λόγους για τον οφειλόμενο φόρο της Λίνδου και της Σαμοθράκης. Σύμφωνα με τον Ψ.-Ξεν. Πολ. I 14, οι Αθηναίοι χρηστοὶ προσπαθούσαν να προστατεύσεουν τους χρηστούς στα συμμαχικά κράτη.
[240] Θουκ. VIII 48.6. Με την ερμηνεία που υιοθετείται εδώ, υπάρχει μια γραμματική ανωμαλία: ἀκρίτους αντί ἄκριτοι. Αλλά αν, όπως έχει προταθεί, θεωρήσουμε ότι το ἄκριτοι αναφέρεται στον Φρύνιχο και την παράταξή του, κάνουμε το χωρίο παράλογο.
[241] Μια ευχάριστη εικόνα, αν είναι ιστορική, θα ήταν η ιστορία που διηγείται ο Αγαθίας στην Παλατινή Ανθολογία (Παλ. Ανθ.) VII 614 (βλ. Πλούτ., Νικ. 6, Αριστ. 26). Παράδειγμα επιείκειας εκ μέρους της Συνέλευσης είναι η επιεικής μεταχείριση του Ρόδιου Δωριέα, του διάσημου αθλητή, στον Ιωνικό πόλεμο (Παυσ. VI 7.4-5- Ξεν., Ελλ. I 5.19).
[242] Ψ.-Ξεν., Αθ. Πολ. I 9, 14, 16-18 (πβλ. I 4· III 10).
viii Διώκουν «τους άξιους» και «ενισχύουν τους ανάξιους». «Ενώ αθωώνουν τους φίλους του δήμου, καταστρέφουν τους εχθρούς του».
[243] Πλούτ., Λύσ. 13· 19. Βλ επίσης Διόδ. XIII 104.5-7· XIV 10.1-2· 12.3· 13.I· Ισοκρ. IV 110-4· Πολύαινος, Στρατηγήματα (Πολύαιν.) I 45-4.
[244] Ισοκρ. IV 104· πρβλ. Ισοκρ. XII 99. Ακόμη και ο Γέρος Ολιγαρχικός δεν κατηγορεί τους Αθηναίους ότι υποκινούν εμφύλιες διαμάχες, αλλά μόνο ότι συνηθίζουν να παίρνουν το μέρος του «χειρότερου» σε μια στάσιν (III 10). Και βλέπε ATL III 149-54.
[245] Ψευδο-Λυσίας, Επιτάφιος τοις Κορινθίων βοηθοίς (Ψ.-Λυσ.) II 55-56· Ισοκρ. IV 106.
[246] Ισοκρ. XII 54· πρβλ. Ισοκρ. IV 105-6. Οι Αθηναίοι καυχιόντουσαν ότι έδωσαν στους συμμάχους ελευθερία, η οποία εξομοιώνεται με τη δημοκρατία: Ψ.-Λυσ. II 18-19, 55-56· Ισοκρ. IV 104-6· Ισοκρ. XII 68· πρβλ. την έξυπνη σάτιρα για τέτοιους ισχυρισμούς στο Πλάτ., Μενέξ. 242-3.
[247] Διόδ. XIII 48.5-6. Πρβλ. III 75.2.
[248] Βλέπε παραπάνω, Κεφ. Ι.
[249] Tod 29 (= D 10 στο ATL II 38, 54-57 = SEG X 11), κυρίως γραμμές 11-14.
[250] Αρ., Πολ. 1321a 19-21 αφορά την εποχή του Αρ., μετά την αύξηση των πελταστών, και δεν ισχύει για τον 5ο αιώνα.
[251] Αρ. Αχαρν. 633-42.
ix «έδειξε στους λαούς των πόλεων τι είναι δημοκρατική διακυβέρνηση».
x «γιατί έγινε συνετός συνδυασμός της πολιτικής των λίγων και των πολλών».
