Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2023 10:51

Η εξέγερση στο Ραντομίρ (Βουλγαρία 1918)

Βούλγαροι στρατιώτες επιστρατεύονται για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1915.

 

 

Tico Jossifort

 

Η εξέγερση στο Ραντομίρ

 

 

Το «Ραντομίρ» είναι ένα τραγικό γεγονός που συνέβη στη Βουλγαρία λίγο πριν από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Προηγήθηκε δύο φορές μια πρόβα τζενεράλε, την οποία η Βουλγαρία θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποφύγει, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912 και του 1913, πόλεμοι των οποίων ο μόνος σκοπός ήταν να αποτελέσουν το προοίμιο του Μεγάλου Πολέμου. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιοχής είχαν διακηρύξει:

«Ας απελευθερωθούμε από τον κατακερματισμό και τη στενομυαλιά και ας καταργήσουμε τα σύνορα που χωρίζουν ανθρώπους με παρόμοια γλώσσα και πολιτισμό, οι οποίοι όμως εν μέρει είναι ενωμένοι στο οικονομικό επίπεδο ας σαρώσουμε επιτέλους όλες τις μορφές ξένης κυριαρχίας και ας αποφασίσουμε μόνοι μας για τη μοίρα μας.»

Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές προσδοκώμενη βαλκανική ομοσπονδία που ήδη υποστήριζαν αυτά τα κόμματα. Αλλά εμπλέκονταν πάρα πολλά συμφέροντα, και η αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων και των «μικρών» λαών δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να αντισταθεί στις ίντριγκες των μεγάλων και ισχυρών. Μόνο το αποτέλεσμα τριών πολέμων μπορεί να εξηγήσει τη φρίκη και την απόγνωση των στασιαστών του Ράντομιρ.

Αλλά αν σκεφτούμε τι ακολούθησε, επειδή η ιστορία αυτής της μικρής χώρας δεν σταμάτησε τότε, είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε τα εξής: πριν από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 είχε προηγηθεί εκείνη του 1905, αλλά όχι μια ανταρσία στο στρατό που είχε το μέγεθος εκείνης του Ραντομίρ. Στη Ρωσία, οι αντιθέσεις έγιναν εκρηκτικές λόγω της κλίμακας τους – μια τεράστια χώρα με ισχυρή συγκέντρωση βιομηχανιών και εργατών. Ήταν ένας ακτιβιστής αγρότης (ένας αγροτιστής) που ηγήθηκε της ανταρσίας του Ραντομίρ, όχι ένας αγωνιστής εργάτης. Εκείνη την εποχή, στις αρχές του εικοστού αιώνα, κάθε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης είχε μια ισχυρή πλειοψηφία αγροτών. Η κινεζική επανάσταση θα πρέπει να θεωρηθεί ως εξέγερση των αγροτικών μαζών. Η Βουλγαρία βρισκόταν έτσι, στις αρχές του εικοστού αιώνα, σε μια αψίδα που χώριζε τους δύο κόσμους, την Ασία και την Ευρώπη. Ήταν η αντίφαση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο που λειτουργούσε σε αυτό το σημείο;

 

«Η επανάσταση σε αυτή την αδύναμη και υπανάπτυκτη χώρα τους οδήγησε στην παραφροσύνη»:

Η μάχη του Ντόμπρο Πόλε

Το φθινόπωρο του 1918, διάφορα σημάδια δυσαρέσκειας ήταν εμφανή στο νότιο μέτωπο του βουλγαρικού στρατού. Μετά τη μάχη του Ντόμπρο Πόλε (που σημαίνει Καλή Πεδιάδα) και τις σοβαρές απώλειες που υπέστησαν οι τάξεις του στρατού, ένας ανασχηματισμός των υπουργείων έφερε στην εξουσία τον Αλεξάντερ Μαλίνοφ, ο οποίος αντιτάχθηκε στην κυβέρνηση από τα δεξιά. Πώς συνέβη αυτό;

Ήδη πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, η Βουλγαρία είχε φλερτάρει με ζήλο και με τις δύο πλευρές: με το μπλοκ της Αντάντ, της οποίας τα κύρια μέλη ήταν η Γαλλία και η Βρετανία, και με τις Κεντρικές Δυνάμεις, των οποίων τα δύο κύρια μέλη ήταν η Γερμανία και η Αυστρία (η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία).

Από την αρχή, τα δύο κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Σοσιαλιστικό Τέσνιακ [Στενό]) και η Λαϊκή Αγροτική Ένωση, είχαν υποστηρίξει την αυστηρότερη ουδετερότητα στον πόλεμο. Ωστόσο, οι κυρίαρχες τάξεις στα Βαλκάνια ήταν υπερβολικά δεμένες υλικά και οικονομικά με τα εμπόλεμα μπλοκ για να επιτρέψουν στην περιοχή και στις χώρες εντός αυτής να μείνουν έξω από τις εχθροπραξίες. Οι απλοί άνθρωποι ήταν επίσης πολύ ανήσυχοι. Κυκλοφορούσαν φήμες για την πρόθεση της κυβέρνησης να συνάψει δάνεια που ουσιαστικά αποτελούσαν μια ελάχιστα κρυφή δωροδοκία από τους «γενναιόδωρους» δανειστές, τη Γερμανία και την Αυστρία. Άλλα παρόμοια κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν σχετικά με την προβλεπόμενη κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών ή παραχωρήσεις για την εκμετάλλευση ανθρακωρυχείων πίσω από την πλάτη του Κοινοβουλίου, γεγονός που οδήγησε σε διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης.

Την 1η Αυγούστου, η είσοδος της Ιαπωνίας στον πόλεμο επέκτεινε το θέατρο επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ασία. Οι εντάσεις συνέχισαν να αυξάνονται και στις 10 Νοεμβρίου 1914, ο ηγέτης των Τέσνιακ, Μπλαγκόεφ, διατύπωσε την ιδέα ότι το βουλγαρικό κοινοβούλιο θα έπρεπε να προτείνει στα άλλα βαλκανικά κοινοβούλια τον σχηματισμό μιας βαλκανικής ομοσπονδίας, για την οποία θα αναφερθούν περισσότερα στη συνέχεια. Το καλοκαίρι του 1915, η κυβέρνηση Ραντοσλάβοφ άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις του Κεντρικού Μπλοκ της Ευρώπης. Κατόπιν αυτών των γεγονότων, δημιουργήθηκαν επαφές, με την υποστήριξη του Παλατιού, μεταξύ της κυβέρνησης και της Αγροτικής Ένωσης. Διοργανώθηκε συνάντηση με εκπροσώπους από το σύνολο της αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα, οι βολιδοσκοπήσεις αυτές χρησίμευαν για να δοκιμαστούν οι διαθέσεις των βουλευτών μετά τη μυστική σύναψη της σύμβασης για τη φιλία και την ένωση, η οποία απλώς ανακοίνωνε την είσοδο της Βουλγαρίας στον πόλεμο. Λίγο αργότερα εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα επιστράτευσης. Τα ζάρια είχαν ριχτεί...

Οι αριστεροί σοσιαλιστές Τέσνιακ εξέδωσαν εκείνη την εποχή ένα φυλλάδιο στο οποίο υποστήριζαν ότι τίποτα δεν έπρεπε να χωρίσει τους βαλκανικούς λαούς και ότι τα καπιταλιστικά και δυναστικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και δυναστειών ήταν υπεύθυνα που τους έριξαν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο. Λίγο νωρίτερα, η Αγροτική Σημαία, η εφημερίδα της Αγροτικής Ένωσης, δήλωνε ότι η Βουλγαρία και η κυβέρνησή της είχαν ένα και μοναδικό καθήκον: να αποφύγουν κάθε εμπλοκή στον πόλεμο. Απαιτούσε από τη Βουλγαρία να «μην αφήσει να καεί το σπίτι», και ότι όφειλε να αποφύγει κάθε ενέργεια που πήγαινε ενάντια στα σαφώς κατανοητά συμφέροντά της: «Καταδικάζουμε κάθε απερίσκεπτη πράξη της κυβέρνησης».

Αυτό ήταν προφανές σε όλους. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού συμμεριζόταν αυτή την άποψη. Οι ανοιχτές πληγές από την εποχή των δύο αδελφοκτόνων πολέμων μεταξύ γειτονικών λαών δεν είχαν επουλωθεί, αφήνοντας δυσάρεστες αναμνήσεις. Η κυβέρνηση, ωστόσο, απόλυτα αφοσιωμένη όπως ήταν στον βασιλιά της και ανίκανη να ανεχτεί τον ανοιχτό και ειλικρινή τρόπο με τον οποίο της μιλούσε ένας χωρικός, πέταξε τη δημοκρατική της βιτρίνα. Έσυρε τον ηγέτη της Αγροτικής Ένωσης, Αλεξάντερ Σταμπολίσκι[1], ενώπιον των δικαστηρίων της και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1915 ήταν μια ημέρα γενικής επιστράτευσης. Η επιστράτευση ξεκίνησε με 530.000 στρατιώτες, ενώ θα ακολουθούσαν και άλλοι. Στάλθηκαν στο νότιο μέτωπο και αργότερα πήγαν να πολεμήσουν στο βορρά. Οι μνήμες του πολέμου του 1912 μεταξύ των «συμμάχων» παρέμεναν στο μυαλό τους. Απέναντι σε αυτές τις δυσάρεστες αναμνήσεις τι επίδραση θα μπορούσαν να έχουν οι ύμνοι για τη «Μεγάλη Βουλγαρία» στον Τύπο; Πόσο ευθύς ήταν ο δρόμος που περνούσε από τον ντελάλη του χωριού μέχρι το τυπογραφείο! Ωστόσο, αυτή τη φορά, τα φυλλάδια, οι διακηρύξεις και τα μανιφέστα κατά του πολέμου ήταν πολυάριθμα.

 

Η Απόφαση του Μανιφέστου των Τέσνιακ

Στις 14 Δεκεμβρίου, οι Τέσνιακ υπέβαλαν κοινοβουλευτική πρόταση σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος πρότεινε μια επιστολή προς τα κοινοβούλια όλων των βαλκανικών χωρών με την οποία τα καλούσε να συνάψουν συνθήκη ένωσης και κοινής άμυνας, το δεύτερο είχε ως στόχο να γίνουν επαφές με τις κυβερνήσεις των ουδέτερων χωρών, ζητώντας τη δημιουργία ενός μπλοκ ειρήνης που θα ήταν σε θέση να πιέσει τους εμπόλεμους να αναστείλουν τις εχθροπραξίες, και το τρίτο ζητούσε την αναστολή της στρατιωτικής επιστράτευσης. Υποστηρίζοντας αυτές τις προτάσεις, οι Τέσνιακ δεν δίστασαν να ζητήσουν μια αμυντική συμμαχία των βαλκανικών χωρών με στόχο την αντιμετώπιση κάθε εισβολέα που απειλούσε την ακεραιότητά τους.

Παρόλο που αυτή η αξιομνημόνευτη πράξη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, οι Τέσνιακ είχαν ανυψωθεί γενναία πολύ πάνω από τους αντίπαλους δεξιούς σοσιαλιστές στην κατανόηση του τι διακυβεύεται, για την απειλή που βάραινε τις μικρές βαλκανικές χώρες και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ενάντια στον κίνδυνο που ο πόλεμος εγκυμονούσε για αυτές. Για τους Τέσνιακ, δεν επρόκειτο για αφελείς πλατωνικές εκκλήσεις για ειρήνη και ομόνοια έναντι της διχόνοιας, οι οποίες ήταν απλώς μια πηγή μίσους που υποδαύλιζαν σθεναρά οι αστοί σοβινιστές οι Τέσνιακ επισήμαναν το ζήτημα-κλειδί: την ομοσπονδία. Απαίτησαν από τους βαλκανικούς λαούς, εξαντλημένους από τους αδελφοκτόνους πολέμους, να ξεπεράσουν τις συνέπειες του δηλητηρίου της μνησικακίας και της δυσαρέσκειας και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Ο δεξιός σοσιαλιστής Ιβάν Σακάσοφ φανέρωσε την ακαταμάχητη επικράτηση του κοινωνικού σοβινισμού στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, συμπεριλαμβανομένου και του δικού του κόμματος:

«Αν μπορούσαμε εδώ, στη χώρα μας, ή στη Γερμανία ή στη Γαλλία, να υψωθούμε πάνω από την εθνική ιδέα, τότε ίσως θα μπορούσαμε να πετάξουμε τα τουφέκια μας, ή ακόμα καλύτερα να τα στρέψουμε εναντίον της κάστας που μας έφερε σ’ αυτή την αιματηρή φρίκη αλλά είναι φανερό ότι είμαστε παιδιά του εδάφους της αμαρτίας και, μέσω της εκπαίδευσης και της ψυχολογίας μας, έχουμε υποταχθεί σ’ αυτή τη μεγάλη ιδέα, και δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε για πολύ καιρό τη σοσιαλιστική πολιτική που μέχρι τώρα ακολουθούσαμε.»

Το Μανιφέστο των Τέσνιακ ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός, μια νίκη επί του κακού, δηλαδή των δυνάμεων του πολέμου, αλλά παρέμεινε μόνο μια ιδέα. Προσδιόριζε με σαφήνεια τον κίνδυνο, προσδιόριζε τις αιτίες και τους πρωταγωνιστές του πολέμου και τα μέσα για την άρση της απειλής, αλλά για να περάσει από τις ιδέες στην πράξη, έπρεπε και άλλα κόμματα να κινητοποιηθούν από τις ίδιες επιθυμίες. Ακριβώς αυτό έλειπε, και τα κόμματα που εκπροσωπούσαν το εργατικό κίνημα στα Βαλκάνια δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την εμπλοκή της χερσονήσου στο γενικό μακελειό.

 

«Κάποιοι πεθαίνουν, άλλοι πλουτίζουν»

Μετά από λίγο καιρό άρχισαν να φαίνονται οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου. Ο Αγροτιστής αγωνιστής Ράικι Ντασκάλοφ δήλωσε:

«Οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι φωνάζουν απεγνωσμένα και ακούγονται μέχρι την πρώτη γραμμή του μετώπου. Μια βαθιά αδικία έχει συμβεί. Οι αυλές και οι σιταποθήκες της αγροτιάς έχουν ανοίξει με το ζόρι. Ό,τι βρήκαν το πήραν. Γυναίκες και παιδιά έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αναγκάστηκαν να καλλιεργήσουν ζαχαρότευτλα, αλλά δεν πήραν ζάχαρη τους πήραν το γάλα, αλλά δεν είδαν ποτέ τυρί επιδρομείς οπλισμένοι με εξουσία λεηλάτησαν την ύπαιθρο. Κάποιοι πεθαίνουν, άλλοι πλουτίζουν και ένας ολόκληρος λαός οδηγείται στη δυστυχία. Και νέοι εκατομμυριούχοι έχουν ξεφυτρώσει. Όσο για τους συμμάχους μας, η όρεξή τους είναι απεριόριστη. Έχουν πάρει τα πάντα, και η χώρα έχει γίνει αποικία που εξάγει πρωτογενή προϊόντα στη Γερμανία.»

«Ο βασιλιάς είναι μακριά και ο Θεός είναι ψηλά», έλεγε η λαϊκή έκφραση, η οποία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι παραπονιόντουσαν ανοιχτά στους στρατιώτες που βρίσκονταν σε άδεια. Περιορισμένα στην αρχή, τα παράπονα αυτά κατέληγαν να διαδίδονται με χιλιάδες επιστολές που στέλνονταν στους στρατιώτες, και η αυτοπεποίθησή τους σύντομα έγινε απειλητική. Σίγουρα, στην αρχή ήταν μόνο παράπονα, αλλά με την αύξηση της δυστυχίας και της μιζέριας ο τόνος ανέβηκε και έγινε οργισμένος: «Οι στρατιώτες υπερασπίζονται τους πλούσιους και ο λαός πεθαίνει από την πείνα! Ο πόλεμος είναι μια απάτη!»

Εν τω μεταξύ, ο Σταμπολίσκι είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, αλλά το ηθικό του δεν είχε επηρεαστεί. Είχε πολυάριθμες επαφές με τους αγωνιστές της Αγροτικής Ένωσης και έγραψε άρθρα και φυλλάδια στα οποία κατήγγειλε τη συμπεριφορά των Δεξιών Αγροτιστών που φλέρταραν με την κυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή, πολυάριθμοι Τέσνιακ, μεταξύ των οποίων οι Ντιμίτρι Μπλαγκόεφ, Γ. Κίροφ, Κρίστο Καμπακτσίεφ, Βασίλ Κολάροφ και Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, εργάζονταν δυναμικά σε όλη τη χώρα. Μεγάλος αριθμός διαδηλώσεων κατά του πολέμου ξέσπασε σε όλη τη χώρα.

Ο πόλεμος συνέχιζε να μαίνεται και οι καταχρήσεις που διαπράττονταν από τις εκστρατείες επίταξης επιδείνωναν τις κοινωνικές εντάσεις. Οι πολιτικές επιπτώσεις οδήγησαν σε μια κίνηση προς τα αριστερά στο εσωτερικό της Αγροτικής Ένωσης. Οι Πράσινοι βουλευτές έλαβαν περισσότερο υπόψη τους τις διαμαρτυρίες του ηγέτη τους. Οι σοσιαλιστές φίλοι τους έγιναν αμείλικτοι στην καταγγελία των σοβινιστικών πολιτικών που εφάρμοζε η Δεύτερη Διεθνής. Ο ηγέτης τους, ο Μπλαγκόεφ, δεν δίστασε να διακηρύξει την επικείμενη επανάσταση και να δηλώσει ότι αυτή ήταν δυνατή ακόμη και κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.

Το καλοκαίρι του 1917 οι Αγροτιστές εξέδωσαν και πάλι την εφημερίδα τους, την Αγροτική Σημαία. Την ίδια εποχή ήρθαν οι πρώτοι απόηχοι της Ρωσικής Επανάστασης.

Ωστόσο, η καταστολή εντάθηκε, οι αντιμιλιταριστικές εφημερίδες κατασχέθηκαν από το ταχυδρομείο και οι στρατιώτες υποβλήθηκαν σε έρευνες, αλλά τα μέτρα αυτά δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την άνοδο της δυσαρέσκειας στη χώρα. Σε ορισμένες περιοχές, οι γυναίκες οργάνωσαν εξεγέρσεις για το ψωμί. Φυλλάδια γραμμένα αυθόρμητα σε περίεργα φύλλα χαρτιού περνούσαν από χέρι σε χέρι. Έτσι, στην 5η Μεραρχία, ο τόνος αυτών των γραπτών γινόταν συγκινητικός αλλά και οργισμένος: «Έχουμε όπλα και σε κάθε μάχη χάνουμε χιλιάδες θύματα. Αλλά αν αφήσουμε να θυσιαστούμε εμείς οι ίδιοι, τι θα συμβεί; Ας διώξουμε, αγαπητοί σύντροφοι, αυτούς που ξεπουλάνε την αγαπημένη μας πατρίδα. Για μια ελεύθερη Βουλγαρία. Ζήτω ο προστάτης μας, Αλεξάντερ Σταμπολίσκι».

Στις 5 Οκτωβρίου 1915, οι στρατιώτες της εικοστής έβδομης ταξιαρχίας στο Τσέπινο, μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (Τέσνιακ) και ένα μέλος της Αγροτικής Ένωσης, με πολλούς νέους στρατιώτες ανάμεσά τους από τη Σλάβιτσα (γενέτειρα του Σταμπολίσκι), στασίασαν. Οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέστηκαν.

Δέκα μήνες αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 1916, έφτασε στην Πρώτη Ταξιαρχία στην περιοχή της Σόφιας ένα ανησυχητικό μήνυμα που ανακοίνωνε ότι οι στρατιώτες της Εικοστής Πέμπτης Ταξιαρχίας του Ντραγκομάν είχαν εξεγερθεί, δηλώνοντας ότι δεν θα διέσχιζαν τον Δούναβη για να εισβάλουν σε ξένο έδαφος. Το Τεσερακοστό Δεύτερο σύνταγμα προσχώρησε στην ανταρσία και 80 στρατιώτες διαδήλωσαν πυροβολώντας με τα τουφέκια τους στον αέρα. Σαν αστραπή η αναταραχή έφτασε στο Εικοστό Πρώτο, Τριακοστό Πέμπτο και Τριακοστό Έκτο Σύνταγμα και κατέληξε φτάνοντας στο Σύνταγμα Ντοροντόφσκι.

Τις ανταρσίες αυτές ακολούθησαν δίκες, με τραγικά αποτελέσματα. Ο οργανωτής της ανταρσίας στο σύνταγμα Ντραγκομάνσκι, ο Γιόσεφ Μπέλτσερ, αυτοκτόνησε. Η άγρια καταστολή δεν έσβησε το πνεύμα της εξέγερσης, το οποίο είχε κορυφωθεί από το συναίσθημα της απόγνωσης και από τη συνειδητοποίηση ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη. Και τότε προστέθηκε η εξαιρετική επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης του Φλεβάρη του 1917, και στο μέτωπο του ποταμού Σερέτ στη Ρουμανία, οι Βούλγαροι στρατιώτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με Ρώσους στρατιώτες.

 

Τι είναι επανάσταση;

«Τι είναι επανάσταση;», ρώτησαν οι στρατιώτες που δεν είχαν ξανακούσει τη λέξη. Οι σύντροφοί τους εξήγησαν γελώντας. Αν η ιδέα ήταν μάλλον ασαφής, αν υπήρχε ακόμη δυσκολία να τη φανταστούν, όλοι αισθάνθηκαν ότι κάτι μεγάλο, πολύ μεγάλο, είχε συμβεί.

Πειθαρχημένοι μέχρι χθες, οι στρατιώτες δεν επιθυμούσαν πλέον να υπακούσουν στους αξιωματικούς τους. Οι δεσμοί φιλίας αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο εχθρικών στρατοπέδων, πολύ περισσότερο που αυτοί που ήταν απέναντί τους ήταν οι «μπρατούσκι» – τα αδερφάκια. Οι στρατιώτες έγιναν πιο τολμηροί, τρέχοντας συχνά στη «νεκρή ζώνη» για να προσφέρουν πότε ψωμί και πότε μπράντι. Και τα επεισόδια αδελφοποίησης πολλαπλασιάστηκαν και πέρασαν πέρα από το Σερέτ που χώριζε τον βουλγαρικό από τον ρωσικό στρατό.

Προκειμένου να σταματήσει αυτό το ολέθριο κύμα αδελφοποίησης, συνελήφθησαν και δικάστηκαν οι στρατιώτες του τριακοστού πέμπτου συντάγματος και οι ποινές τους δημοσιοποιήθηκαν. Η καταστολή αυτή δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις συναντήσεις μεταξύ των στρατιωτών. Ανακατεύονταν και αντάλλασσαν επιστολές, φυλλάδια, εκκλήσεις και φωτογραφίες. Συναντιούνταν και γλεντούσαν. Μετά από συναντήσεις μεταξύ του βουλγαρικού Συντάγματος Παρελάσεων και του Συντάγματος των Σιβηριανών Ελεύθερων Σκοπευτών αποφασίστηκε ανακωχή που διήρκεσε 100 ημέρες.

Το πνεύμα της ειρήνης και της αδελφοποίησης εξαπλώθηκε και έφτασε και σε άλλες μονάδες, όπως το Τριακοστό Πέμπτο, το Έβδομο, το Δέκατο Ένατο, το Πεντηκοστό Τρίτο και το Τεσσαρακοστό Όγδοο Σύνταγμα. Έφτασε ακόμη και σε μονάδες στο νότιο μέτωπο. Επηρεασμένη από αυτή την αναταραχή, η οποία έφτασε γρήγορα στα μετόπισθεν, μια αντιπροσωπεία αγροτιστών βουλευτών πήγε στον στρατηγό Γκέροφ, τον αρχηγό του επιτελείου. Ο Σταμπολίσκι αποκάλυψε αργότερα ότι ο σκοπός τους ήταν να ενθαρρύνουν ένα πραξικόπημα.

Εν τω μεταξύ, η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε ξεσπάσει στη Ρωσία. Η εφημερίδα των Τέσνιακ έγραψε:

«Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, οι Βούλγαροι εργάτες –το πιο άγρυπνο τμήμα του βουλγαρικού λαού– έχουν καθήκον να υψώσουν τη φωνή τους και να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ρώσων αδελφών τους. Αυτός ο αγώνας πρέπει να δοθεί. Η έκβασή του δεν είναι αμφίβολη παρά τα εμπόδια, παρά τις απώλειες, όποιες κι αν είναι αυτές, το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα θα είναι ο θρίαμβος του λαού επί των καταπιεστών και των ληστών του, ο θρίαμβος της δημοκρατίας επί της μοναρχίας και ο θρίαμβος του επαναστατικού σοσιαλισμού επί του πολιτικού και οικονομικού ζυγού. Η αυγή του σοσιαλισμού και της ελευθερίας είναι κοντά.»

Αυτό το μανιφέστο των Τέσνιακ ήταν ένα μανιφέστο υποστήριξης, ενθάρρυνσης και αναταραχής, αλλά δεν καλούσε σε επανάσταση ή εξέγερση.

Η είδηση της Ρωσικής Επανάστασης είχε επηρεάσει άσχημα την ατμόσφαιρα στα δύο μέτωπα. Ένας καταιγισμός θανατικών ποινών έπληξε τους στρατιώτες. Στο νότιο μέτωπο, η κατάσταση συνέχισε να επιδεινώνεται και ο εφοδιασμός των δυνάμεων χειροτέρευε. Το ηθικό βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του. Ο αρχηγός του επιτελείου, στρατηγός Γκέροφ, δεν έκρυβε το γεγονός. Στην έκθεσή του της 12ης Ιουνίου 1918, εξέφρασε την ελπίδα ότι οι πολιτικοί συμβιβασμοί θα ηρεμούσαν την κοινή γνώμη χωρίς να επηρεάσουν το στρατό. Για να δοθεί περιθώριο ελιγμών, ένας παλιός ηγέτης της δεξιάς αντιπολίτευσης, ο Αλεξάντερ Μαλίνοφ, ορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου.

 

Η γενική εξέγερση

Η αποφασιστική μάχη του Ντόμπρο Πόλε άρχισε στις έξι το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1918. Στο βουλγαρικό μέτωπο ήταν τοποθετημένη η Δεύτερη Μεραρχία από την πόλη Πλέβεν και πολλά άλλα συντάγματα, μεταξύ των οποίων το Δέκατο και το Τριακοστό. Απέναντί τους, οι ένοπλες δυνάμεις της Αντάντ ήταν πολύ ανώτερες σε αριθμό και οπλισμό – 57.000 έναντι 15.000 Βουλγάρων. Η σύγκρουση συνεχίστηκε για δύο ημέρες και κορυφώθηκε με μάχες σώμα με σώμα. Συνολικά, το Σύνταγμα Τσεΐνοβο έχασε τα δύο τρίτα των ικανών στρατιωτών του, ενώ το Δέκατο Σύνταγμα έχασε 840 στρατιώτες. Οι βαριές απώλειες που υπέστησαν οι μονάδες του βουλγαρικού στρατού οδήγησαν στο σπάσιμο του μετώπου και κατέληξαν σε γενική ανταρσία μεταξύ των εμπλεκόμενων μονάδων. Επικεφαλής της εξέγερσης βρέθηκαν η Δεύτερη και η Τρίτη Μεραρχία Πεζικού, οι οποίες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής προς τα παλαιά ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Κατά την υποχώρησή τους προς τα βόρεια, κατά μήκος του ποταμού Βαρδάρη, οι μονάδες αυτές πήραν μαζί τους την Τέταρτη και την Πέμπτη Μεραρχία.

Μέσα σε λίγες ημέρες, 22-27 Σεπτεμβρίου 1918, στην εξέγερση συμμετείχαν όλες οι μονάδες που στάθμευαν στην πεδιάδα του Βαρδάρη μέχρι την περιοχή της Μπιτόλια. Κάποιοι καθοδηγούνταν από την απελπισμένη επιθυμία τους να πετύχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ειρήνη, ενώ άλλοι, έχοντας επίγνωση των τραγικών περιορισμών της επιλογής τους, δεν έβλεπαν άλλο δρόμο από το να μετατρέψουν την ανταρσία τους σε εξέγερση εναντίον όλων εκείνων που ήταν πολιτικά υπεύθυνοι για το ότι έριξαν τη χώρα και το στρατό σε αυτή την περιπέτεια. Η λιποταξία που συνέβη στο Ντόμπρο Πόλε μετατράπηκε σε εξέγερση κατά των υπευθύνων του πολέμου. Οι Βούλγαροι «Τόμιδες» του Ντόμπρο Πόλε δεν έριξαν τα όπλα τους, αλλά τα έστρεψαν εναντίον των ηγετών τους.

Οι εξεγερμένοι ανασυγκροτήθηκαν μετά την απομάκρυνση από την πρώτη γραμμή ή κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους προς τα μετόπισθεν. Ένας νέος στρατός σχηματίστηκε, καλώς ή κακώς, με μεγάλη βιασύνη. Το αποτέλεσμα αυτής της βιασύνης, το αποτέλεσμα της απελπισίας, είχε δυσμενείς συνέπειες για τους στρατιώτες και έγινε αισθητό στις μάχες που ακολούθησαν.

Εν τω μεταξύ, το Στρατηγείο, το οποίο ήταν καλά ενημερωμένο για τα γεγονότα στο μέτωπο, προετοίμαζε την άμυνά του. Η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών κινητοποιήθηκε. Ωστόσο, ακολούθησε μια αντιπαράθεση: οι δόκιμοι αξιωματικοί στο Κουστέντιλ στασίασαν. Ο βασιλιάς συναντήθηκε επειγόντως με υψηλούς κρατικούς αξιωματούχους. Το Συμβούλιο ζήτησε ομόφωνα ανακωχή. Ωστόσο, ο Φερδινάνδος, φουσκωμένος από υπερηφάνεια, είχε άλλα σχέδια, τα οποία οδήγησαν τα μέλη της κυβέρνησης σε απόγνωση, με αποτέλεσμα να μην αποφασιστεί τίποτα.

Οι διαπραγματευτές έσπευσαν στη Θεσσαλονίκη. Επικοινώνησαν με την πρεσβεία των ΗΠΑ. Οι στρατηγοί που ερωτήθηκαν είχαν την ίδια γνώμη: ήταν όλοι υπέρ της ανακωχής. Την επόμενη ημέρα, ο πρόεδρος του Συμβουλίου, Μαλίνοφ, έστειλε τρεις επείγουσες επιστολές στον βασιλιά ζητώντας συμφωνία για την κατάθεση των όπλων. Ο ρυθμός των γεγονότων επιταχύνθηκε ο Σταμπολίσκι, ο οποίος χθες είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη και του οποίου η απελευθέρωση ανακοινώθηκε τώρα, απαίτησε από τον υπουργό Πολέμου Σάβοφ την απελευθέρωση όλων των άλλων πολιτικών κρατουμένων που είχε συναντήσει στο κελί του. Η συνάντηση του κρατούμενου με τον υπουργό χρησίμευσε μόνο για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση – ήταν η πρώτη προσέγγιση μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, που αμφότερα επιδίδονταν σε ένα λεπτό παιχνίδι.

Υπήρχαν πολλά που θα παιζόταν στη συνάντηση με τον βασιλιά που ακολούθησε αμέσως μετά (και της οποίας οι λεπτομέρειες δημοσιεύθηκαν αργότερα από τον επικεφαλής της κυβέρνησης). Προτάθηκε ένα παζάρι: ο βασιλιάς ενημέρωσε τον αγροτιστή αντίπαλό του ότι θα συναινούσε σε ανακωχή, αλλά σε αντάλλαγμα ο Σταμπολίσκι θα συναντούσε τους στασιαστές. Ο Σταμπολίσκι είχε κερδίσει τεράστιο κύρος μεταξύ των στρατιωτών κατά την περίοδο των εχθροπραξιών. Φαινόταν ότι από τώρα και στο εξής ο δρόμος προς την ανακωχή ήταν ανοιχτός. Συγκροτήθηκε μια διαπραγματευτική αντιπροσωπεία. Ο ηγέτης των Αγροτιστών δεν έδειξε κανέναν δισταγμό. Ήταν μια πράξη μεγάλης πονηριάς να συμπεριλάβει τους Αγροτιστές μαζί με τους Τέσνιακ, από τους οποίους ένας ορισμένος αριθμός, ανάμεσά τους και ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, ήταν ακόμα στη φυλακή.

Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο ηγέτης των Αγροτιστών, συνοδευόμενος από τον φίλο του Ράικο Ντασκάλοφ, βουλευτές και υπουργούς, μεταξύ των οποίων και τον υπουργό στρατηγό Σάβοφ, αναχώρησε για την πόλη Ραντομίρ για να κατευνάσει τους στρατιώτες και να δώσει τέλος στην ανταρσία. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου εύκολο να προσδιοριστούν εκ των προτέρων. Μήπως η αντίπαλη πλευρά, δηλαδή η Αντάντ, ήθελε να τερματίσει τον πόλεμο;

 

Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας

Οι πρώτες επαφές με τους στασιαστές στρατιώτες δεν πήγαν καλά. Ήταν την επόμενη μέρα που τα πράγματα άρχισαν να προχωρούν με πρωτοβουλία του Ντασκάλωφ, ο οποίος ανακήρυξε απερίφραστα τη δημοκρατία και την καθαίρεση του βασιλιά και της κυβέρνησής του. Αυτή ήταν η αρχή της ένδοξης και τραγικής ιστορίας της Δημοκρατίας του Ραντομίρ.

Το τηλεγράφημα που εξέδωσε ο νέος αρχηγός του επιτελείου διακήρυττε ότι μόνο μια δημοκρατία θα μπορούσε να σώσει τη Βουλγαρία από τους εξωτερικούς εχθρούς και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Σταμπολίσκι συναίνεσε και συμφώνησε να γίνει προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο διοικητής του νέου επαναστατικού στρατού, Ντασκάλοφ, συνέστησε «στους στρατιώτες να οργανωθούν σε μονάδες και να εκλέξουν τους αξιωματικούς τους».

Η είδηση της εξέγερσης και της μακράς πορείας των επαναστατών προς την πρωτεύουσα έφτασε στην πόλη των ορυχείων Πέρνικ, 30 χιλιόμετρα από τη Σόφια. Ο Χλάτσεφ περιέγραψε την αναταραχή μεταξύ των εργατών στην πόλη αυτή. Ο Ντασκάλοφ απηύθυνε έκκληση προς αυτούς: «Το λάβαρο της επανάστασης υψώθηκε, είναι η σημαία της δημοκρατίας. Αυτά είναι τα ιδανικά σας, ελάτε να συμμετάσχετε σε αυτή την εξέγερση».

Όμως δύο βουλευτές έφεραν την απάντηση της Κεντρικής Επιτροπής των Τεσνιάκ από τον Καμπακτσίεφ. Και αυτή η απάντηση ήταν «ουδετερότητα».

 

Η υπεκφυγή

Αυτή ήταν η επίσημη απάντηση των Τέσνιακ. Αυτό ήταν το τέλος της επανάστασης. Ένα χρόνο αργότερα, ο ηγέτης τους Μπλαγκόεφ περιέγραψε την ανταλλαγή απόψεων που είχε με τον εκπρόσωπο των Αγροτιστών, Αλεξάντερ Σταμπολίσκι: «Μου είπε: Δεν θα πάρουμε την εξουσία με κανένα άλλο κόμμα εκτός από το δικό σας. Εσείς είστε δυνατοί στις πόλεις, εμείς στην επαρχία μαζί θα πάρουμε την εξουσία, τι λες;».

Ο Μπλαγκόεφ απάντησε: «Το κόμμα Τέσνιακ δεν μπορεί να αναλάβει την εξουσία με την Αγροτική Ένωση, διότι τα δύο κόμματα είναι διαφορετικά».

Σταμπολίσκι: «Όχι, δεν διαφέρουμε πολύ από εσάς δέχομαι όλο το πρόγραμμά σας εκτός από ένα σημείο, αυτό των μικροϊδιοκτητών: δεν θα τους αγγίξουμε».

Μπλαγκόεφ: «Ίσως, αλλά ακόμη και έτσι το κόμμα μας δεν θα πάρει την εξουσία μαζί με το δικό σας. Αν όμως δεχτείτε το πρόγραμμα του κόμματός μας ...».

Και αργότερα ο Μπλαγκόεφ υποστήριξε: «Σχεδόν όλοι στο κόμμα μας ήταν επιστρατευμένοι, διασκορπισμένοι σε όλα τα μέτωπα. Πίσω από τις γραμμές δεν υπήρχε τίποτα, τα παραρτήματα είχαν μόνο μια χούφτα μέλη. Και στην πρωτεύουσα ήταν το ίδιο, αν όχι χειρότερα... Ήταν σαφές ότι η Κεντρική Επιτροπή δεν είχε καμία φυσική δυνατότητα να αναλάβει την ευθύνη αυτής της επανάστασης».

Προφανώς, αυτός δεν ήταν ο πραγματικός λόγος. Πολύ αργότερα, το 1948, ο Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, ο οποίος, θα πρέπει να πούμε, είχε πάρει μέρος σε αυτά τα γεγονότα, διατύπωσε μια κρίση, λίγο σύντομη αλλά όχι χωρίς αλήθεια: «Ο κύριος λόγος [για την αποχή των Τέσνιακ] βρισκόταν στη δογματική πλευρά, στη μη μπολσεβίκικη αντίληψη, στις μεθόδους και τις παραδόσεις του Τέσνιακ σοσιαλισμού».

Γιατί, μετά τον Ραντομίρ, οι Τέσνιακ, άσπονδοι εχθροί του πολέμου, συνέχισαν αυτή τη φαινομενικά ανεξήγητη αποχή; Στην πραγματικότητα, αυτό το ιστορικό αδιέξοδο ήταν η λογική συνέπεια της πολιτικής της επαναστατικής πτέρυγας του νεαρού Βουλγαρικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Έχοντας μόλις βγει από μια καταπίεση πολλών χρόνων, με την καπιταλιστική ανάπτυξη να έχει μόλις ξεκινήσει, η Βουλγαρία συγκρούστηκε με άλλες δυνάμεις που διέθεταν στρατιωτικά μέσα και σύγχρονη παραγωγή η συνύπαρξη των απελευθερωτικών πολέμων με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους δεν βοήθησε. Η αστική τάξη ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να στρέψει τον ενθουσιασμό των απελευθερωτικών πολέμων προς όφελός της και να τους εκμεταλλευτεί για τις δικές της κατακτητικές επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι οι Τέσνιακ βρέθηκαν στο μεταίχμιο μεταξύ δύο κόσμων, εκείνου της Δεύτερης Διεθνούς και εκείνου των Μπολσεβίκων, δεν βοήθησε την εξέλιξή τους. Ήδη πριν από τον πόλεμο, ο Μπλαγκόεφ θεωρούσε τους Βούλγαρους μαθητές του Λένιν «αναρχικούς εξτρεμιστές». Ήταν ο ίδιος τύπος κριτικής που η Δεύτερη Διεθνής και οι μενσεβίκοι ασκούσαν στον Λένιν και τους υποστηρικτές του, ο όρος «αναρχικός» σήμαινε μια αναντιστοιχία μεταξύ μέσων και σκοπών (σοσιαλισμός ή άνοδος της εργατικής τάξης στην εξουσία) και μια εκτίμηση των αντικειμενικών συνθηκών που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν στην εξουσία. Για τη Ρωσία, θα σήμαινε ότι οι συνθήκες δεν ήταν αρκετά ώριμες για να έρθει το προλεταριάτο στην εξουσία με επανάσταση. Τώρα, στην πολεμική μεταξύ του μενσεβίκου Πλεχάνοφ και του Λένιν, ο Μπλαγκόεφ έτεινε προς τον πρώτο, έστω και αν κατά τη διάρκεια του πολέμου τα χαρτιά ανακατεύτηκαν.

Έτσι μπορούμε τώρα να καταλάβουμε το νόημα που είχε η κριτική του Ντιμιτρόφ στην ουδετερότητα που ήθελαν να τηρήσουν οι Τέσνιακ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο Ραντομίρ και μετά, χρησιμοποιώντας την έκφραση περί υπερβολικού δογματισμού.

Τίποτα από όλα αυτά δεν βοήθησε τους Τέσνιακ να ξεκαθαρίσουν τις σχέσεις τους με τον αγροτικό κόσμο. Δεν βρήκαν ποτέ μια κοινή γλώσσα με τους Αγροτιστές. Όχι μόνο πριν από την εξέγερση στο Ραντομίρ, αλλά κυρίως μετά, το εργατικό κίνημα και το αγροτικό κίνημα δεν μπόρεσαν να πορευτούν μαζί. Και ως αποτέλεσμα, η αστική τάξη τους νίκησε ξεχωριστά.[2]

Μέχρι το τέλος του αιώνα, το αγροτικό ζήτημα παρέμενε τροχοπέδη για κάθε τάση του εργατικού κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, στη Βουλγαρία η αρχή της συνεργασίας έγινε πολύ σύντομα δημοφιλής σε έναν αγροτικό τομέα που βασιζόταν σε μικροσκοπικές ιδιοκτησίες. Συνέχισε να επιτυγχάνει εξαιρετικά αποτελέσματα, παρά τα εμπόδια που είναι εγγενή σε έναν αρτιριοσκληρωτικό σοσιαλισμό, για να μην αναφέρουμε το θλιβερό πισωγύρισμα που αντιπροσώπευαν τα αγροτικά συγκροτήματα που ονειρεύτηκε ο νεοσταλινικός Τοντόρ Ζίβκοφ.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο Ραντομίρ. Ο πυρήνας του επαναστατικού στρατού των 10.000 ανδρών ήταν οργανωμένος σε πέντε μεραρχίες. Στις 28 Σεπτεμβρίου, περίπου στις 10 το πρωί, στο σιδηροδρομικό σταθμό των Έργων Ζαχάρνα, στη θέση ενός παλιού εργοστασίου, έφτασε ένα τρένο από το μέτωπο, με την πλειονότητα των επιβαινόντων να είναι τραυματίες. Ένα ολόκληρο απόσπασμα από τη στρατιωτική σχολή οπλισμένο με πολυβόλα τους περίμενε. Η έναρξη ενός διαλόγου ήταν αρκετή για τους δόκιμους αξιωματικούς για να ανοίξουν αμέσως πυρ. Το μακελειό είχε εκατοντάδες θύματα. Μια επιτροπή έρευνας προσπάθησε στη συνέχεια να εξακριβώσει την ευθύνη για το αιματηρό αυτό περιστατικό.

 

Η σφαγή

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, ο αρχηγός του επαναστατικού στρατού και οι στασιαστές βρίσκονταν ήδη στο χωριό Βλαντάια, πολύ κοντά στη Σόφια. Αλλά ο Σταμπολίσκι δεν ήταν μαζί τους. Είπε στις αρχές ότι είχε δραπετεύσει από την αιχμαλωσία του από τους επαναστάτες, ενώ ο φίλος του Ράικο Ντασκάλοφ είχε αναγκαστεί να αυτοανακηρυχθεί στρατιωτικός αρχηγός τους. Ακολούθησε μια περίεργη και διφορούμενη κατάσταση, κατά την οποία η κρατική εξουσία δεν τόλμησε να συλλάβει τον Αγροτιστή πρώην φυλακισμένο, αλλά μπόρεσε να τον αναγκάσει μέσω τηλεγράφου να αποκηρύξει τον νέο του τίτλο του Προέδρου της Δημοκρατίας και να καλέσει τους εξεγερμένους να παραδοθούν.

Η χώρα κράτησε την αναπνοή της, περιμένοντας την επικείμενη μάχη που θα ξεκαθάριζε τη βαθιά συγκεχυμένη και αβέβαιη κατάσταση. Η επίθεση της 29ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το αποκορύφωμα της σύγκρουσης. Χάρη στην υπεροχή της αντίπαλης δύναμης τόσο σε αριθμό όσο και σε οπλισμό που συγκεντρώθηκε εναντίον τους, οι εξεγερμένοι τελικά συνετρίβησαν. Παρά την αποφασιστικότητα των εξεγερμένων, η προσπάθειά τους να διασπάσουν τη γραμμή άμυνας απέτυχε. Μετά τη μάχη, ορισμένοι προσπάθησαν να κρυφτούν πετώντας τις στολές τους, ενώ άλλοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στα χωριά τους ή επιδόθηκαν σε ανταρτοπόλεμο για πολλά χρόνια. Τρεις χιλιάδες εξεγερμένοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν τραυματιστεί και οι υπόλοιποι ήταν εξαντλημένοι και σε οικτρή κατάσταση. Δεκάδες από τους ανυπεράσπιστους τραυματίες θανατώθηκαν χωρίς οίκτο. Ενώπιον μιας κοινοβουλευτικής έρευνας το 1922, όταν το Αγροτικό Κόμμα ήταν στην εξουσία, μάρτυρες διηγήθηκαν επεισόδια άγριας σφαγής.

Μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1918, η εξέγερση είχε κατασταλεί οριστικά. Όμως η χώρα βρισκόταν ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση. Η καθημερινή ζωή στη χώρα έμοιαζε να αναστέλλεται από το αίσθημα της αβεβαιότητας. Η απειλή να δουν τον βασιλιά να ανατρέπει την κυβέρνηση με τη βοήθεια μονάδων του γερμανικού στρατού ανησυχούσε πολλούς υπουργούς. Ανησυχώντας, η κυβέρνηση εξέφρασε την ελπίδα να εισέλθουν σύντομα στη Βουλγαρία μονάδες του γαλλικού στρατού.

Τα γεγονότα κινήθηκαν γρήγορα. Ο βασιλιάς κάλεσε τον διοικητή της πρωτεύουσας, στρατηγό Προτογκέροφ, να συλλάβει τα μέλη της κυβέρνησης με πραξικόπημα. Αφού συμφώνησε για λίγο, ο στρατηγός κρύφτηκε ο βασιλιάς, έχοντας παίξει το τελευταίο του χαρτί, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, και αυτό ήταν το τέλος της βασιλείας του.

Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ανακωχή. Μετά την ήττα της εξέγερσης, 10.000 στρατιώτες φυλακίστηκαν. Ο Κολάροφ ανέφερε αργότερα τις ποινές που υπέστησαν οι επιζώντες της εξέγερσης. Ο Λένιν κατήγγειλε τους όρους της ανακωχής στις 8 Νοεμβρίου:

«Πάρτε τη Βουλγαρία. Θα έλεγε κανείς ότι ένας κολοσσός σαν τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλιστικό δεν θα είχε τι να φοβηθεί από μια χώρα σαν τη Βουλγαρία δεν θα μπορούσε να τρομάξει Ωστόσο η επανάσταση που έγινε σε αυτή τη μικρή, αδύνατη και ολότελα ανίσχυρη χώρα έκανε τους αγγλοαμερικανούς να τα χάσουν και να βάλουν τέτοιους όρους ανακωχής, που ισοδυναμούν με κατοχή.»[3]

Η εξέγερση του Ραντομίρ δεν ήταν μια μάταιη περιπέτεια. Εξανάγκασε τη Βουλγαρία να βγει από τη σύγκρουση, εκθρόνισε τον βασιλιά Φερδινάνδο (έστω και αν η μοναρχία επέζησε) και συνέβαλε στον τερματισμό του πολέμου.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Tico Jossifort, “The Revolt at Radomir”, Revolutionary History, τόμος 8, τεύχος 2, καλοκαίρι 2002. Δοαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, 2011, https://www.marxists.org/history/etol/revhist/backiss/vol8/no2/jossifort.html.

 

Διαβάστε επίσης: Jana Tsoneva, «Η εξέγερση στα χαρακώματα», e la libertà, 26 Νοεμβρίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/9298-%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1-1918

 

Σημειώσεις

[1] Ο Αλεξάντερ Σταμπολίσκι (1879-1923) ηγήθηκε της Βουλγαρικής Αγροτικής Εθνικής Ένωσης από το 1906. Η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση τα πήγε καλά στις γενικές εκλογές τον Αύγουστο του 1919 και ο Σταμπολίσκι έγινε πρωθυπουργός. Στις γενικές εκλογές του Μαρτίου 1920 και του Απριλίου 1923 η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση αύξησε τα ποσοστά της, αλλά η κυβέρνηση υπό τον Σταμπολίσκι ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα της δεξιάς τον Ιούνιο του 1923, ενώ ο Σταμπολίσκι δολοφονήθηκε ταυτόχρονα από Μακεδόνες εθνικιστές.

[2] Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήγε να βοηθήσει την κυβέρνηση του Σταμπολίσκι όταν αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δεξιό πραξικόπημα το 1923, με την αιτιολογία ότι η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση ήταν ένα ακόμη αστικό κόμμα. Το κόμμα υπέστη στη συνέχεια καταστολή, η οποία εντάθηκε μετά την απόπειρα ορισμένων μελών του να δολοφονήσουν την κυβέρνηση ανατινάζοντας τον καθεδρικό ναό της Σόφιας κατά τη διάρκεια μιας επίσημης κηδείας το 1925.

[3] V.I. Lenin, “Speech on the International Situation”, Collected Works, τόμος 28, Μόσχα 1977, σ. 157 [Β.Ι. Λένιν, Λόγος για τη διεθνή κατάσταση, τόμος 37, σελ. 160.

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2023 14:57

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.