Εν συντομία… σχόλια για την ανεργία, την ανισότητα, την κοινωνία από τον Θ. Μαράκη
Οι Έλληνες οι πιο φτωχοί
Στο τελευταίο κυβερνητικό αφήγημα κατά της ακρίβειας, μετά τα λογής καλάθια, τη θέση πήραν οι “συμφωνίες κυρίων” μεταξύ του αρμόδιου υπουργού Τ. Θεοδωρικάκου και των σούπερ μάρκετ και βιομηχανιών τροφίμων για μείωση τιμών σε περίπου 2.000 κωδικούς, αν και ένα μεγάλο μέρος της όποιας μείωσης αφορά κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Ωστόσο προ ημερών η ίδια η κυβέρνηση διακίνησε εγκύκλιο που δείχνει πόσο έχουν εκτιναχθεί οι τιμές από το 2020 έως το 2024. Σοκολάτες και καφές έχουν ακριβύνει κατά 6 και 3 φορές παραπάνω, αντίστοιχα, μέσα στην πενταετία, λόγω και των διεθνών ανατιμήσεων, το μοσχάρι έχει σωρευτική αύξηση τιμών 377,3%, το χοιρινό 140,6% και τα αμνοερίφια 209,2%. Το κόστος στέγασης έχει εκτοξευτεί σε επίπεδα που ροκανίζουν το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού. Δραματική παραμένει η κατάσταση και στον τομέα της ενέργειας καθώς η τιμή χονδρικής του ρεύματος στο χρηματιστήριο ενέργειας κινείται και πάλι ανοδικά και μάλιστα παραμένει στις τρεις υψηλότερες της Ευρώπης. Συνολικά η σωρευτική αύξηση στο ρεύμα την τελευταία πενταετία αγγίζει το 110%.
Πώς λοιπόν οι πολίτες στην Ελλάδα να μην αισθάνονται ότι βιώνουν την ανέχεια και τη φτώχεια στο εκρηκτικό ποσοστό 66,8% όπως έδειξαν πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, όπου η χώρα μας είχε μακράν το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που δήλωσε το 2024 ότι δεν τα βγάζει πέρα, με το ποσοστό αυτό να είναι σχεδόν διπλάσιο από τη δεύτερη χώρα που ήταν η Βουλγαρία (37,4%) και υπερδιπλάσιο από την τρίτη Σλοβακία (28,7%);
Η αλήθεια για την πλασματική μείωση της ανεργίας
Η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία υποχώρησε τον Αύγουστο του 2025 στο 8,2%, έναντι 9,7% έναν χρόνο πριν. Οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 4,32 εκατομμύρια, ενώ οι άνεργοι περιορίστηκαν σε 385.804. Μια επίδοση που, στα χαρτιά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορική επιτυχία για μια οικονομία που μόλις πριν από μια δεκαετία βρισκόταν αντιμέτωπη με ανεργία άνω του 27%.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μείωση της ανεργίας, ωστόσο, οι ποιοτικοί δείκτες της απασχόλησης δείχνουν διαφορετική εικόνα
Πίσω όμως από τους εντυπωσιακούς αριθμούς διακρίνεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα. Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παραμένει από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, περίπου στο 53%, ενώ η ανεργία των νέων παραμένει στο 22,4%, σχεδόν οκτώ μονάδες υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Παράλληλα, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ευελιξία, μερική απασχόληση και αβέβαιη πορεία αμοιβών.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μείωση της ανεργίας, ωστόσο, οι ποιοτικοί δείκτες της απασχόλησης δείχνουν διαφορετική εικόνα. Πάνω από το ένα τρίτο των νέων θέσεων αφορά μερική ή προσωρινή εργασία, κυρίως στον τουρισμό, το λιανεμπόριο και τις υπηρεσίες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το 56% των νέων προσλήψεων το 2024 ήταν με ευέλικτη μορφή, ενώ το 23% των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται με «μη σταθερό ωράριο».
Πάνω από 2,2 εκατομμύρια οι απολύσεις το πρώτο εννιάμηνο του έτους!
Τα ιδιαίτερα αρνητικά χαρακτηριστικά στις ροές απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα αποτυπώθηκαν και κατά τον μήνα Σεπτέμβρη, όπως τα καταγράφει το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη».
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, για πρώτη φορά μετά από μία 10ετία ο Σεπτέμβρης του 2024 καταγράφει αρνητικό ισοζύγιο ροών απασχόλησης.
Είναι χαρακτηριστικό πως τον Σεπτέμβρη του 2023 το ισοζύγιο ήταν θετικό κατά 31.314 θέσεις εργασίας, το 2024 το ισοζύγιο υποχώρησε μεν στις 3.596 θέσεις αλλά παρέμεινε θετικό και φέτος το ισοζύγιο προσλήψεων / απολύσεων μετατράπηκε σε αρνητικό αφού χάθηκαν 9.196 θέσεις εργασίας. Ετσι, τον μήνα αυτό έγιναν 360.494 προσλήψεις και 369.690 απολύσεις. Μάλιστα, όπως φαίνεται, ούτε καν το «τουριστικό θαύμα» δεν κατάφερε να συγκρατήσει την πτώση, αφού στα καταλύματα χάθηκαν 23.212 θέσεις εργασίας και άλλες 56.135 θέσεις εργασίας στην εστίαση.
Επιπλέον, τον ίδιο μήνα η πλειοψηφία των νέων προσλήψεων ήταν με καθεστώς υποαπασχόλησης. Συγκεκριμένα το 43,64% ήταν συμβάσεις μερικής απασχόλησης, το 8,41% συμβάσεις με εκ περιτροπής εργασία και μόνο το 47,95% των συμβάσεων ήταν με πλήρη απασχόληση, που όμως ένα μεγάλο μέρος και αυτών είναι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και άρα έχουν ημερομηνία λήξης. Σημειώνεται ότι μέσα στον Σεπτέμβρη σχεδόν οι μισές απολύσεις (173.550) ήταν από λήξη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Πρόσθετα στα παραπάνω υπήρξαν και 8.963 συμβάσεις, που ενώ ήταν πλήρους απασχόλησης μετατράπηκαν σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή σε εκ περιτροπής εργασίας.
Παράλληλα με την «ευελιξία» που έχει πλέον παγιωθεί στην αγορά εργασίας, συνεχίζει να μεγαλώνει και το κύμα των απολύσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το εννιάμηνο Γενάρης - Σεπτέμβρης έγιναν φέτος 2.271.833 απολύσεις, αριθμός που αντιστοιχεί στο σύνολο των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας. Δηλαδή, μόλις τους πρώτους εννιά μήνες, ήταν σαν όλοι οι μισθωτοί να απολύθηκαν μία φορά, στοιχείο που μαρτυρά την ευκολία με την οποία οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τους εργαζόμενους, με ένα σημαντικό μέρος αυτών να βρίσκονται διαρκώς μεταξύ ανεργίας και προσωρινής απασχόλησης.
Κάθε 2 μέρες και 1 νεκρός εργάτης
Δραματική αύξηση παρουσιάζουν τα εργατικά ατυχήματα τα τελευταία χρόνια γεγονός που συνεχίσθηκε και κατά τους πρώτους εννιά μήνες του 2025, με την απώλεια 172 εργαζομένων στους χώρους εργασίας και τον σοβαρό τραυματισμό 272 συναδέλφων τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Τεχνικών Επιχειρήσεων Ελλάδος το φαινόμενο είναι σε συνεχή έξαρση στη χώρα μας καθιστώντας την «αρνητικό παράδειγμα» στο σύνολο της Ευρωπαικής Ένωσης.
Σε πρόσφατη ημερίδα της Ομοσπονδίας παρουσιάσθηκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το πρώτο επτάμηνο του έτους 139 εργαζόμενοι έχασαν την ζωή τους την ώρα της εργασίας τους , δηλαδή 1 νεκρός κάθε δυο μέρες.
Αρκεί να σημειωθεί ότι το 2024 ο αριθμός των θυμάτων εργατικού ατυχήματος ξεπέρασε τους 150, γεγονός που σημαίνει ότι κατά την φετινή χρονιά καταγράφεται ένα νέο αρνητικό ρεκόρ.
Το πρόβλημα έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας καθώς κάθε έτος τα εργατικά ατυχήματα ξεπερνούν τις 14.000, κάτι που απεικονίζεται στις επίσημες εκθέσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεωρητών Εργασίας. Ένα μεγάλο μέρος από τα ατυχήματα αποδίδεται στις άθλιες συνθήκες εργασίας, αλλά και στα εξαντλητικά ωράρια εργασίας.Παρά ταύτα ο αριθμός των εργατικών ατυχημάτων βαίνει συνεχώς αυξανόμενος. Το 2023 αναγγέλθηκαν 14.920 εργατικά ατυχήματα, έναντι 14.388 το 2022 και 11.957 το 2021.
Και πάλι για την ανισότητα
Οι φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, η μείωση του φόρου μερισμάτων και η απουσία προοδευτικής φορολογικής κλίμακας συνέβαλαν στη διεύρυνση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ανώτερο 20% των νοικοκυριών στην Ελλάδα κατέχει πλέον πάνω από το 45% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το κατώτερο 20% περιορίζεται σε λιγότερο από 6%
Η Ετήσια Εκθεση 2025 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) ήρθε να διαλύσει το κυβερνητικό αφήγημα περί «δίκαιης ανάπτυξης» και «βελτίωσης του διαθέσιμου εισοδήματος». Τα στοιχεία είναι αποστομωτικά. Την περίοδο 2019-2023, το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτό, όμως, μόλις 130 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στους μισθωτούς, κάτι λιγότερο από 1,6% της συνολικής αύξησης.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη της τελευταίας πενταετίας δεν ωφέλησε τους εργαζόμενους. Ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε, τα εισοδήματα από εργασία παρέμειναν στάσιμα. Διότι η μερίδα του λέοντος από την οικονομική μεγέθυνση κατευθύνθηκε στα κερδοφόρα στρώματα του κεφαλαίου, μέσω φοροελαφρύνσεων, επιδοτήσεων και διευκολύνσεων.
Την ίδια στιγμή, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων συρρικνώθηκε, καθώς οι αυξήσεις στους μισθούς υπολείπονταν δραματικά του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά σχεδόν 9% μεταξύ 2021 και 2023, εξαιτίας των αυξήσεων στο κόστος ενέργειας, τροφίμων και ενοικίων.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει ως επιτυχία την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ μικτά (από 650 ευρώ το 2019). Όμως, η αύξηση αυτή δεν αντιστάθμισε τον πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, που έφτασε σωρευτικά περίπου το 20%. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι έχουν σήμερα μικρότερη αγοραστική δύναμη απ’ ό,τι πριν από πέντε χρόνια, παρότι τα στατιστικά δείχνουν «αύξηση εισοδημάτων».
Συνταξιούχοι σε φτώχεια
Ασφαλιστικά ταμεία με πλεόνασμα άνω των δύο δισ. ευρώ, με φτωχούς συνταξιούχους, από τους οποίους έξι στους δέκα λαμβάνουν σύνταξη κάτω των 1.000 ευρώ.
Πρόκειται για τη διττή εικόνα των ασφαλιστικών ταμείων, έτσι όπως εμφανίζεται αφενός στον κρατικό προϋπολογισμού του 2026, αφετέρου στη στατιστική απεικόνιση των παρεχόμενων συντάξεων της έκθεσης «Ηλιος» του προηγούμενου Αυγούστου.
Τα δύο ντοκουμέντα παρουσιάζουν μια σαφώς βελτιωμένη εικόνα για τα ασφαλιστικά ταμεία και την αρνητική πλευρά που αφορά τους συνταξιούχους, η πλειονότητα των οποίων διαβιοί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (όπου περιλαμβάνονται και τα ασφαλιστικά ταμεία) προβλέπεται να είναι πλεονασματικοί κατά 2.025 εκατομμύρια ευρώ και κατά το έτος 2026, ενώ κατά το τρέχον έτος το αντίστοιχο πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο τέλος του 2025 στα 2.087 εκατ. ευρώ.
Ακριβό μου νοίκι
Σημαντική είναι η όξυνση του προβλήματος στέγασης στην Ελλάδα, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνοντας ότι το κόστος στέγασης ως ποσοστό επί του διαθέσιμου εισοδήματος έφτασε το 35,5% το 2024. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων τους, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων και το αυξημένο λειτουργικό κόστος τους. Μάλιστα η ΤτΕ κάνει λόγο για «απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων» για την οικονομία, χωρίς όμως να προκαλείται και ανησυχία από πλευράς χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το χαμηλό επίπεδο εκταμιεύσεων στεγαστικών δανείων.
Η κόπωση της οικονομίας
Η αναθεώρηση προς τα κάτω των δεικτών μεγέθυνσης
Το ΙΟΒΕ αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη. Για το 2025 χαμήλωσε τον πήχη στο 2,1% από 2,2% και για το 2026 στο 2,2% από 2,4%. Και μέσα από την έκθεση του αιτιολογεί την αναθεώρηση των προβλέψεων του αφενός στο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον (εμπορικοί πόλεμοι, οι πραγματικοί πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η κρίση στη Γαλλία κλπ.) και αφετέρου στην κόπωση που παρουσιάζουν οι δείκτες μεγέθυνσης της οικονομίας αλλά και στα άλυτα προβλήματα της ενίσχυσης των επενδύσεων, της χαμηλής παραγωγικότητας, του δημογραφικού καθώς και στην μη αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Το ΙΟΒΕ καταγράφει κόπωση στους δείκτες της βιομηχανίας, των επενδύσεων αλλά και σημειώνει το γεγονός ότι πολλά νοικοκυριά παραμένουν με χαμηλά εισοδήματα. Είναι συγκλονιστικό το εύρημα της έρευνας ότι το 63% των νοικοκυριών «μόλις τα βγάζει πέρα τον μήνα».
Και όμως το χρέος αυξάνει!!
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Ελλάδα δεν είναι εκείνη που προκαλεί ανησυχία στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η χώρα αναδείχθηκε «πρωταθλήτρια στη μείωση του χρέους» εντός της Ε.Ε. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε το 2024 στο 161,9%, από 194,5% το 2020, μια μείωση άνω των 32 ποσοστιαίων μονάδων.
Η αποκλιμάκωση αυτή δεν είναι αμελητέα, ειδικά αφού συνοδεύεται από πρωτογενές πλεόνασμα 2,91 δισ. ευρώ και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2,2% το 2024, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν ιστορικά χαμηλές, με spread γύρω στις 100 μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού δεκαετούς.
Ωστόσο, πίσω από τη βελτίωση των αριθμών, το συνολικό ύψος του χρέους σε απόλυτα μεγέθη εξακολουθεί να αυξάνεται. Από 356 δισ. ευρώ το 2023, ανήλθε σε 359,7 δισ. ευρώ στα μέσα του 2025, λόγω αυξημένων επιτοκίων και επαναχρηματοδοτήσεων. Η σχέση με το ΑΕΠ βελτιώνεται, όχι γιατί μειώνεται το χρέος, αλλά γιατί η οικονομία μεγεθύνεται.
Λεφτά υπάρχουν και δεν υπάρχουν
Χωρίς «φρένο» συνεχίζεται η ανοδική πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο, εξέλιξη η οποία επιβεβαιώνει την αδυναμία εκατομμυρίων πολιτών να ανταποκριθούν εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις τους, παρά τα μέτρα ελάφρυνσης που έχουν ανακοινωθεί την τελευταία τριετία.
Την περίοδο Ιανουαρίου- Αυγούστου 2025 οι φορολογούμενοι άφησαν απλήρωτους φόρους 5,7 δισ. ευρώ, ενώ επιμέρους τον Αύγουστο οι απλήρωτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 1,37 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο.
Συνολικά τα «φρέσκα» ληξιπρόθεσμα χρέη, οι οφειλές δηλαδή που δημιουργήθηκαν από τις αρχές του έτους έως τον Αύγουστο, ανήλθαν σε 6,135 δισ. ευρώ από 4,667 δισ. ευρώ τον Ιούλιο ενώ ο αριθμός των οφειλετών έχει διαμορφωθεί σε 3.973.220 φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Για την οικονομική κατάσταση των δήμων
«για την οικονομική κατάσταση των δήμων φταίει μόνο το κράτος, το οποίο αποδίδει ετησίως από τους θεσμοθετημένους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) των 6,5 δισ. ευρώ μόνο 1,7 δισ. ευρώ»!τα «πρόσθετα» 100 εκατ. ευρώ που θα χορηγήσει η κυβέρνηση στους δήμους το 2025 είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό μπροστά 6,1 δισ. ευρώ που δεν απέδωσε από τους θεσμοθετημένους πόρους των 8,5 δισ. ευρώ το 2025 (απέδωσε μόνο 2,4 δισ. ευρώ!!!) και το ένα δισ. ευρώ που χορήγησε από το 2019 έως το 2025 είναι απλώς σταγονίδιο μπροστά 29 δισ. ευρώ από τους συνολικούς θεσμοθετημένους των 43,8 δισ. ευρώ των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) κατά την ίδια περίοδο (απέδωσε μόνο 14,8 δισ. Ευρώ!!!)
Δεν θα σχολίαζα την “πρόσθετη” χρηματοδότηση των δήμων κατά 100 εκατ. ευρώ το 2025 και κατά 80 εκατ. ευρώ 2026 «στο πλαίσιο της σταδιακής ενίσχυσης των πόρων και της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ», όπως τόνισε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης κατά την πολυάνθρωπη (ένας υπουργός, τρεις υφυπουργοί, μία γενική γραμματέας και 12 εκπρόσωποι των δήμων!) «συνάντηση εργασίας» με το Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), αν δεν συνοδευόταν από τη «μεταφυσική» υπουργική διαβεβαίωση ότι «η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει περαιτέρω την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με όρους διαφάνειας, λογοδοσίας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε κάθε διαθέσιμος πόρος να αξιοποιείται αποτελεσματικά και να καταλήγει στον τελικό αποδέκτη, τους πολίτες»!
Φοροδιαφυγή
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, στο διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2025 ο φοροελεγκτικός μηχανισμός απέστειλε στην ανωτέρω Αρχή 1.109 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 369 αφορούν βεβαιωμένη φοροδιαφυγή, που θα ελεγχθούν και για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, ενώ οι υπόλοιπες 740 αφορούν χρέη προς το Δημόσιο, τα οποία χρήζουν εμπεριστατωμένου ελέγχου.
Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτο ότι το συνολικό ύψος της φοροδιαφυγής που καταλογίστηκε στις συγκεκριμένες υποθέσεις που εντόπισαν οι φορολογικές αρχές ανήλθε σε 2,6 δισ. ευρώ.
Γιατί οι πολίτες αμφισβητούν τη Δικαιοσύνη
Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη κλονίζεται. Μειωμένη αξιοπιστία δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Τα Τέμπη, οι καθυστερήσεις και οι πολιτικοί χειρισμοί
Το ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται σε υψηλά ποσοστά τη Δικαιοσύνη αποτελεί κοινό τόπο των δημοσκοπικών ερευνών τα τελευταία χρόνια, με την κατάσταση να επιδεινώνεται, δημιουργώντας έντονους προβληματισμούς, καθώς το δικαστικό σύστημα, στην ουσία, και όχι στα λόγια, ανήκει στις βασικές σταθερές της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες που εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη κυμαίνονται σε ποσοστά γενικά από 20% έως 30%, ενώ σε επιμέρους θέματα, όπως η διερεύνηση της τραγωδίας στα Τέμπη, τα ποσοστά αυτά ανεβαίνουν, όπως και η αντίληψη των πολιτών ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη ή ότι δέχεται πολιτικές επιρροές, ή επιρροές από οικονομικά κέντρα και οικονομικά συμφέροντα.
Είναι θέμα παιδείας
Διάλογος, συνεννόηση, θέληση για επικοινωνία και επίλυση του όποιου προβλήματος είναι αυτά που θα περιμέναμε από το Υπουργείο Παιδείας να επιδείξει όταν μπροστά του βρίσκονται γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές.
Σίγουρα όχι ΜΑΤ, δακρυγόνα, χημικά και κρότου λάμψης, όπως συνέβη την Πέμπτη το απόγευμα έξω από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθήνας στο Μεταξουργείο.
Εάν δεν μιλήσει το γονεϊκό κίνημα μέσω των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων για τα προβλήματα που βλέπει να αντιμετωπίζουν τα παιδιά του, τότε ποιος θα δώσει φωνή στους μαθητές που στοιβάζονται σε τμήματα 30 ατόμων στα δημοτικά σχολεία, μαζί με τις ελάχιστες παράλληλες σε κακοδιατηρημένα κτίρια;
Εάν δεν μεταφέρουν την εμπειρία τους οι εκπαιδευτικοί που προσπαθούν να κάνουν μάθημα στα 30 αυτά παιδιά, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα και ανάγκες, τότε ποιος θα δώσει φωνή στο ελληνικό δημόσιο σχολείο;

