Ο Ilya Budraitskis (1981) είναι ιστορικός και ακτιβιστής σε πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα. Από το 2009 κάνει το διδακτορικό του στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα. Το 2001-2004 ήταν ένας από τους οργανωτές των Ρώσων ακτιβιστών που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις του Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ ενάντια στους G8. Από το 2011 είναι ακτιβιστής και εκπρόσωπος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του Moscow Art Magazine και τακτικός συνεργάτης πολλών πολιτικών και πολιτιστικών ιστοσελίδων.
Στο ταξίδι μας στη Μόσχα τον Ιούνιο του 2015, συναντηθήκαμε με τον Ilya Budraitskis, ο οποίος μας μίλησε για την κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ρωσία και τις επιπτώσεις της στην τέχνη και τον πολιτισμό. Η επιχειρηματολογία του Budraitskis παρουσιάζεται εδώ μαζί με σχέδια της Sveta Shuvaeva, την οποία συναντήσαμε επίσης στη Μόσχα. Τα έργα αυτά έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια ως αντίδραση για τη διαμεσολάβηση της επικαιρότητας στη Ρωσία από το Διαδίκτυο και την τηλεόραση.
Ilya Budraitskis
Τέχνη και πολιτική στη Ρωσία σε μια εποχή κρίσης.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Ρωσία βρίσκεται σε κρίση. Φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι βασικά οικονομικό και αντανακλάται στη μείωση των προσωπικών τους εισοδημάτων και στη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν την οικονομική ύφεση με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζαν μια φυσική καταστροφή ή μια ασθένεια και ετοιμάζονται να υποστούν μεγάλες απώλειες. Η κυβέρνηση επιμένει υποκριτικά ότι η τρέχουσα κατάσταση είναι συγκρίσιμη με εκείνη του 2009, όταν η χώρα βίωσε τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης. Η εμπιστοσύνη στο «αόρατο χέρι» της αγοράς, η οποία μπορεί να καταστρέψει καθώς και να επανορθώσει, είναι σαν μια θρησκεία για την κυνική ελίτ της Ρωσίας και τους υποστηρικτές της. Στο πλαίσιο μιας μεγάλης κλίμακας οικονομικής ύφεσης, τα τοπικά μέσα ενημέρωσης απεικονίζουν τη Ρωσία ως ένα νησί τάξης, σταθερότητας και υψηλών ηθικών αξιών μέσα στην παγκόσμια θάλασσα του χάους και της παρακμής. Σύμφωνα με τα φιλικά προς το Κρεμλίνο μέσα ενημέρωσης, η κρίση μπορεί να είναι ανησυχητική, αλλά τα αίτιά της είναι εξωτερικά. Η σημερινή τεταμένη κατάσταση οφείλεται στις ιδιοτροπίες της αγοράς και σε παγκόσμια συνωμοσία εναντίον της Ρωσίας. Η ιδέα αυτή έχει υιοθετηθεί από το Κρεμλίνο ως η νέα κρατική ιδεολογία.

Sveta Shuvaeva. Life News. 2014. Ακρυλικό σε χαρτί. 8,2 x 5,5 ίντσες (21 x 14 cm).
Η αυξανόμενη εξατομίκευση της κοινωνίας και η εξάπλωση του φόβου και της καχυποψίας πάνε χέρι-χέρι με την προώθηση της εθνικής ενότητας για την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων. Η θεωρία της συνωμοσίας δεν εστιάζει σε μια συγκεκριμένη εξωτερική δύναμη, η οποία ποικιλοτρόπως αναγνωρίζεται στους Ουκρανούς φασίστες, στον Μπαράκ Ομπάμα, και στη διεθνή γκέι μαφία, αλλά στο αντικείμενο της επίθεσης: τη Ρωσία. Κάτω από την επίθεση, η χώρα προχωράει μαζί: ο λαός και η κυβέρνηση, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, ηρωικές εικόνες του παρελθόντος και του μέλλοντος. Η επιμονή του Κρεμλίνου στην εξωτερική προέλευση της αιτίας της κρίσης έχει άμεσες, τρομερές επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική και είναι απλώς μια ακόμη σαφής ένδειξη του βάθους της κρίσης, η οποία περιλαμβάνει όλες τις σφαίρες: την οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική, και την ίδια την άρχουσα ελίτ.
Ο Αντόνιο Γκράμσι έγραφε: «Μια κρίση συμβαίνει, μερικές φορές να διαρκεί για δεκαετίες. Αυτή η εξαιρετική διάρκεια σημαίνει ότι έχουν αποκαλυφθεί οι ίδιες οι ανίατες δομικές αντιφάσεις... και ότι, παρά το γεγονός αυτό, οι πολιτικές δυνάμεις που αγωνίζονται για τη διατήρηση και την υπεράσπιση της υπάρχουσας δομής οι ίδιες καταβάλλουν προσπάθειες για να τις θεραπεύσουν εντός ορισμένων ορίων, και να τις υπερβούν.»1 Αυτή η δήλωση σχετίζεται με την σημερινή κρίση της Ρωσίας, η οποία διήρκεσε αρκετά χρόνια, έχει τη δική της ιστορία, και απέχει πολύ από το τέλος της. Κάθε στοιχείο στην ιστορία της κρίσης αντιπροσωπεύει δομικές αντιφάσεις σε διάφορα επίπεδα, από την εξωτερική πολιτική και την οικονομική πολιτική ως τον πολιτισμό και την ιδεολογία. Η σύνδεση μεταξύ αυτών των πεδίων είναι πολύπλοκη και συχνά αρχικά εκδηλώνεται στην αντίδραση του ενός από αυτά στο άλλο. Αυτό το δοκίμιο εξετάζει τη σημερινή κρίση της Ρωσίας μέσα από το φακό της τέχνης, η οποία, μέσω της ραγδαίας πολιτικοποίησης, έχει χάσει κάθε ελευθερία.
Ενώ η αστάθεια του μετα-σοβιετικού μοντέλο του καπιταλισμού έγινε εμφανής κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2010, η πολιτική κρίση προέκυψε αργότερα, το Δεκέμβριο του 2011, με μαζικές διαδηλώσεις κατά της εικαζόμενης απάτης στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Ρωσίας. Οι διαδηλώσεις έσπασαν την συναίνεση για την «ελεγχόμενη δημοκρατία», την μορφή της ηγεμονίας που επιβλήθηκε στη χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000.2 Αντί να αντικατοπτρίζει τη βούληση της πλειοψηφίας, η ελεγχόμενη δημοκρατία είχε εξελιχθεί σε ένα ισχυρό και αποτελεσματικό εργαλείο για την απαξίωση όλων των μορφών της δημόσιας συμμετοχής στην πολιτική. Οι εκλογές έγιναν μόνο για να εμπνεύσουν αποστροφή στην πλειοψηφία. Τα επίσημα μέσα ενημέρωσης εργάστηκαν με κυνικό τρόπο για να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στη δημοκρατική διαδικασία.
Οι διαμαρτυρίες διατάραξαν την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων, δίνοντας μια πολιτική φωνή σε όσους βρίσκονται εκτός της κυβέρνησης και των μεγάλων επιχειρήσεων. Στην ελεγχόμενη δημοκρατία της Ρωσίας, όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ήταν παρόντα, συμπεριλαμβανομένων τον διαχωρισμό των εξουσιών, την κοινοβουλευτική διαδικασία, τον πυρήνα των πολιτικών κομμάτων και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, μακριά από το να λειτουργούν ελεύθερα ως μέρος ενός δυναμικού μηχανισμού ικανού να αυτορυθμίζεται, ήταν εντελώς απροκάλυπτα ελεγχόμενα από τα πάνω.

Sveta Shuvaeva. Πανικός. 2014. Ακρυλικό σε χαρτί. 8,2 x 5,5 ίντσες (21 x 14 cm).
Η χρυσή εποχή αυτού του σημερινού καθεστώτος (2000-11), που ενισχύθηκε από την οικονομική ανάπτυξη που προκέκυψε κυρίως από μια απότομη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, ήταν μια εποχή ταχείας ανάπτυξης για τα σύγχρονα καλλιτεχικά ιδρύματα στη Ρωσία. Ιδρύθηκαν στην πρωτεύσουσα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως το Vinzavod και Στρέλκα, μουσεία, όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Μόσχας και το Moscow House of Photography (τώρα το Μουσείο Τέχνης Multimedia), και «μεγάλα έργα», όπως η Μπιενάλε της Μόσχα (εγκαινιάστηκε το 2004). Το κίνητρο της κυβέρνησης για τη στήριξη της σύγχρονης τέχνης ήταν αρκετά σαφές: οι νέοι θεσμοί, που δημιουργήθηκαν πάνω στα ερείπια της σοβιετικής πολιτιστικής πολιτικής, ήταν εντυπωσιακά παραδείγματα της ιδιωτικής-κρατικής συνεργασίας. Ένα άλλο όφελος, φυσικά, ήταν ο εξωραϊσμός της εικόνας της Ρωσίας ως μιας δυναμικής χώρας, ελκυστικής για τους επενδυτές. Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η νέα Ρωσία προσέφερε μια χρυσή ευκαιρία όχι μόνο για το ξέπλυμα χρήματος και την αύξηση του πολιτιστικού κεφαλαίου, αλλά και για τη νομιμοποίηση των επιχειρήσεών τους στα μάτια της κοινωνίας. Τα «Μεγάλα Εργα» βοήθησαν να καθιερωθεί η ηγεμονία της ολιγαρχίας πάνω στη νέα μεσαία τάξη, η οποία αναζητούσε στις επενδύσεις στην τέχνη την κοινωνική καταξίωση και την αυτο-κεφαλαιοποίηση στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Τα «μεγάλα έργα» και οιεπιμελημένες εκθέσεις της περιόδου είναι τέλεια παραδείγματα της έννοιας του Boris Groys για την τέχνη ως «εκπροσώπησης του μη εκπροσωπούμενο».3 O Groys υποστηρίζει ότι τα μειοψηφικά κόμματα και οι ιδέες που είναι πολύ περιθωριακές για να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο μπορούν να βρουν μια θέση στις εκθέσεις, οι οποίες λειτουργούν ως επεκτάσεις του συστήματος. Στην ελεγχόμενη δημοκρατία της Ρωσίας, αυτό αποδεικνύεται και από την περιθωριοποιημένη γλώσσα των κριτικών, οι οποίοι αποπολιτκοποιούν τις πολιτικές, περιορίζοντας τον εαυτό τους στο πλαίσιο των εκθέσεων τέχνης. Εν τω μεταξύ, στο Ρωσικό Κοινοβούλιο, διάφορα πολιτικά κόμματα - όλα αυτά που ελέγονται από το Κρεμλίνο - υποτίμησαν την ίδια την ιδέα του πολιτικού διαλόγου και της λαϊκής αντιπροσώπευσης.

Sveta Shuvaeva. Το μεγάλο αφεντικό. 2015. Ακρυλικό σε χαρτί. 8,2 x 5,5 ίντσες (21 x 14 cm).
Το κοινωνικό προφίλ του νέου πολιτικού υποκειμένου που εμφανίστηκε στους δρόμους της Μόσχας και σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλη τη Ρωσία το 2011 δεν ήταν σαφές. Το κίνημα διαμαρτυρίας είχε τη δυνατότητα να προσελκύσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που μέχρι τότε, αν και δυσαρεστημένα από την πολιτική και οικονομική τάξη, ήταν πολιτικά παθητικά ή επιφυλακτικά. Ωστόσο, πολλά από τα δημόσια πρόσωπα αυτών που διαμαρτύρονταν από το στρατόπεδο της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης προώθησαν την ιδέα ότι μια «πολιτισμένη μειονότητα» (δηλαδή, οι «Ρώσοι Ευρωπαίοι», οι «καλύτεροι» της χώρα) ήταν πολιτιστικά και κοινωνικά διαφορετική από την πλειοψηφία, τους νοσταλγούς της σοβιετικής εποχής.
Αυτό έγινε πριν το κίνημα διαμαρτυρίας δημιουργήσει τη δική του ταυτότητα. Θα μπορούσε να παρουσιατεί ως η φωνή της κοινωνίας -του 99 τοις εκατό, ή ως μια μορφωμένη και εδραιωμένη κοινωνική ελίτ με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντά. Δυστυχώς, το φιλελεύθερο πολιτικό ρεύμα επέλεξε το δεύτερο προσανατολισμό. Επειδή τα αντικειμενικά κοινωνικά όρια μεταξύ των «καλύτερων» και των υπόλοιπων ήταν ασαφή, οι πολιτιστικές διαχωριστικές γραμμές τους ήταν έντονες.
Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση, με τη φιλοδοξία της να εκπροσωπεί τους Ρώσους Ευρωπαίους, αποτέλεσε τον ιδανικό αντίπαλο για την κυβέρνηση, η οποία άρχισε να σταθεροποιείται αυτή τη στιγμή εξαιτίας της αλλαγής των πολιτικών συνθηκών στη Ρωσία. Από την αρχή της εκστρατείας για την επανεκλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν τον Μάρτιο 2012, οι σχεδιαστές της στρατηγικής του Κρεμλίνου, που υποστηριζόταν από την κυβερνώσα ελίτ, οικειοποιήθηκαν τον αμερικανικό όρο της «σιωπηλής πλειοψηφίας» για την κατηγοριοποίηση των εργατικών, θρησκευτικών, πατριωτών Ρώσων που αγανακτούν για την επίθεση στις αξίες και τη σταθερότητά από τους αυτάρεσκους, αυτοαποκαλούμενους «καλύτερους». Είναι γνωστό ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να διευκολυνθεί η αντικατάσταση των κοινωνικών αντιθέσεων με πολιτισμικές και να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος συντηρητικής ένωσης που συνδέει την κυβερνώσα ελίτ με τις μάζες.
Για να νομιμοποιηθεί η κυβέρνηση ως η φωνή της σιωπηλής πλειοψηφίας, ήταν απαραίτητη η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πρώτη γραμμή του νέου πολιτισμικού πολέμου. Η κίνηση αυτή αφαίρεσε από την τέχνη τον άνετο ρόλο της ως «κοινοβούλιο των μη εκπροσωπούμενων.» Αλλά η ταχεία πολιτικοποίηση της τέχνης της κόστισε την κυριαρχία της. Ο όρος «πρόκληση», που χρησιμοποιήθηκε τόσο εκτεταμένα από τα φιλικά προς τον Πούτιν μέσα ενημέρωσης για να ποινικοποιήσουν τις παραστάσεις των Pussy Riot το 2012 στον κύριο ορθόδοξο ναό της Μόσχας, ήταν στην πραγματικότητα η κατάλληλη ευκαιρία.4 Όχι με την έννοια ότι το θέαμα προκάλεσε τη λεγόμενη σιωπηλή πλειοψηφία να υπερασπιστεί τις χριστιανικές αξίες, αλλά από το γεγονός ότι η παράσταση ήταν μέρος μιας μακριάς αλυσίδας αντιδράσεων. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξάρτητα από τις κατασταλτικές δραστηριότητες του κράτους, τη θέση της εκκλησίας, τις δογματικές απόψεις της φιλελεύθερου αντιπολίτευσης, την κάλυψη της Ρωσίας από τα Δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή τα πλαίσια της προεκλογικής εκστρατείας του Πούτιν. Θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με αυτές τις δομές, ακόμη και ως μέρος αυτών. Ο θαρραλέος φεμινισμός των Pussy Riot και η ειλικρινής θρησκευτική διαφωνία ξεχάστηκαν μπροστά στην διαμάχη του πολιτιστικού πολέμου που ξεκίνησε για να πειθαρχήσει την κοινωνία εκείνη τη στιγμή της κρίσης.

Sveta Shuvaeva. Αγάπη. 2015. Ακρυλικό σε χαρτί. 8.6 χ 11.8 ίντσες (22 χ 30 cm).
Ενώ η Δύση απεικονίζει τις Pussy Riot ως θαρραλέες αντικαθεστωτικές που αγωνίζονται για την ελευθερία του λόγου και ενάντια στην τυραννία, η μηχανή της προπαγάνδας του Κρεμλίνου έπεισε τους Ρώσους ότι σε μια κοινωνία σαν τη δική τους, που βασίζεται στην αρμονία μεταξύ της εξουσίας και του λαού, στους βλάσφημους αξίζει αυστηρή τιμωρία. Δύο παρατάξεις ελίτ βρέθηκαν αντιμέτωπες σε αυτή τη μάχη της ηθικής: το Κρεμλίνο και ο φιλελεύθερος beau monde [καλός κόσμος].
Η αντιπαράθεση για τις Pussy Riot, μαζί με τη θριαμβευτική εκλογή του Πούτιν στην προεδρεία για μια τρίτη θητεία στις αρχές του 2012, σηματοδότησαν την έναρξη μιας αντιδραστικής περιόδου στη Ρωσία. Την κατάσταση τροφοδότησε ο φόβος της μη κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης για τον δρόμο και η ανησυχία της άρχουσας ελίτ από την απειλή της αλλαγής του καθεστώτος. Το φθινόπωρο του 2012, μια κατασταλτική εκστρατεία εναντίον της πολιτικής αντιπολίτευσης ξεκίνησε με μια έρευνα για τα γεγονότα της 6 Μαΐου*, όταν μια μαζική διαμαρτυρία εναντίον εγκαινίων του Πούτιν, εξελίχθηκε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Τις εκατοντάδες συλλήψεις ακολούθησε μια επιθετική παρουσίαση από τα ΜΜΕ τα οποία αποκάλυπταν δεσμούς μεταξύ της αντιπολίτευσης και ξένων παραγόντων. Το κίνημα διαμαρτυρίας είχε ποινικοποιηθεί και είχε γίνει αναξιόπιστο, και το Κρεμλίνο ενίσχυσε την εκστρατεία του εναντίον των πιθανών πηγών αλλαγής του καθεστώτος. Το αντεπαναστατικό κλίμα έγινε ένα βασικό στοιχείο της νέας πατριωτικής ιδεολογίας.
Οι μαζικές διαδηλώσεις και οι ταραχές στην πλατεία Μαϊντάν του Κιέβου το Φεβρουάριο του 2014, θεωρήθηκαν από το καθεστώς ως πρόκληση, όχι μόνο στη διεθνή σκηνή, αλλά και για την εσωτερική σταθερότητα. Η διεθνής αντιπαράθεση, η επέκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πολιτιστική ζωή5, η επιθετική και αντι-γκέι προπαγάνδα, όλα αυτά συνέβαλαν στην κατασκευή του μύθου της σιωπηλής πλειοψηφίας ως μιας μαζικής βάσης του καθεστώτος. Τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης ήταν η μόνη φωνή αυτής της πλειοψηφίας. Ελλείψει άλλων μηχανισμών εκπροσώπησης, η κοινωνία έγινε το καθαρό προϊόν της επινόησης αυτών που βρίσκονται στην εξουσία. Όπως είπε κάποτε ο αείμνηστος Γιούρι Αντρόποφ, «Δεν ξέρουμε πραγματικά την κοινωνία στην οποία ζούμε.»6

Sveta Shuvaeva. Φόβος. 2014. Ακρυλικό σε χαρτί. 8,2 x 5,5 ίντσες (21 x 14 cm).
Η σημερινή επιδείνωση της κρίσης δημιουργεί νέες προκλήσεις για την τέχνη. Από την αρχή της συντηρητικής στροφής του Πούτιν, τα περισσότερα από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί τη δεκαετία του 2000 έχουν προσπαθήσει να βρουν σταθερές θέσεις. Τα «μεγάλα έργα» τώρα προσποιούνται την εξομάλυνση της τέχνης, φέρνοντάς την πίσω, από το ευρύ δημόσιο χώρο σε απομονωμένους πολιτιστικούς χώρους. Αυτή η στρατηγική για την αποκατάσταση της αυτονομίας της τέχνης χρησιμοποιήθηκε στην 5η Μπιενάλε της Μόσχα, που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2013. Η διεθνής έκθεση της Μπιενάλε, «Περισσότερο Φως», παρουσίασε έναν μεγάλο αριθμό προηγμένων, υψηλής ποιότητας καλλιτεχνικών αναφορών σε «καυτά» κοινωνικά και πολιτικά θέματα όπως όπως η θρησκεία, το φύλο, η μετανάστευση, και τα κινήματα διαμαρτυρίας. Αλλά ο κύριος όγκος απορρίφθηκε: μερικές φορές αυτές οι εκθέσεις φαίνονταν σαν ανοιχτό μαθήματα για το πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ειρηνικά ως κοινοβούλιο των μη εκπροσωπούμενων σε μια χώρα που δεν διαθέτει γενική πολιτική εκπροσώπηση. Το άλλο μεγάλο έργο, «Manifesta 10», που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 2014, ακολούθησε λίγο-πολύ την ίδια γραμμή, αλλά κατάφερε να συμπεριλάβει περισσότερες κριτικές φωνές στο πλαίσιο του Δημοσίου Προγράμματός του.
Ποια μπορεί να είναι η αποτελεσματική καλλιτεχνική στρατηγική για τη Ρωσία σήμερα, είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Μια επιλογή είναι να συνεχίσει τον «πολιτιστικό πόλεμο». Μετά το 2012, με την διαμάχη για τις Pussy Riot, η τέχνη έχει μπλεχτεί με την πολιτική όχι μόνο από επιλογή, αλλά μέσω ενός συνδυασμού συμφερόντων, τα οποία περιλαμβάνουν το Κράτος, την Εκκλησία, τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Τώρα σχεδόν όλα τα είδη της «πολιτικής τέχνης» θεωρούνται αυτομάτως ως επιθετικές ενέργειες που πραγματοποιεί η «πολιτιστική μειοψηφία». Ωστόσο, σε περιόδους κρίσης, οι πολιτικές συνθήκες μπορούν να αλλάξουν γρήγορα και με απροσδόκητους τρόπους. Η άμεση εικαστική παρέμβαση στην πολιτική σφαίρα, μια στρατηγική που τροφοδότησε ακούσια μια ψεύτικη κοινωνική διαίρεση στη Ρωσία, μπορεί να μετατοπίσει την εστίασή της στο ζήτημα της ίδιας της ουσίας αυτής της διαίρεσης και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ωστόσο, οι κίνδυνοι της πολιτικής χειραγώγησης και της καταστολής, παραμένουν σημαντικοί.
Μια άλλη επιλογή μπορεί να ονομαστεί «θεσμική». Επαναδιεκδικώντας την αυτονομία της επικράτειας της τέχνης θα χρειαστεί την αποπολιτικοποίηση της και μια αναζήτηση της θέση της στην υπάρχουσα κατάσταση. Αλλά μια τέτοια αυτονομία θα είναι ασταθής και ευάλωτη σε επιθέσεις,και ακόμα και «ομαλοποιημένοι» χώροι, όπως μουσεία θα μπορούσαν να εστιάζουν στην διαμάχη της «μειοψηφίας εναντίον της πλειοψηφίας», όπως ήταν η περίπτωση της 5η Μπιενάλε στη Μόσχα και της «Manifesta 10». Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η επίθεση από τους ορθόδοξους φονταμενταλιστές σε μια έκθεση του έργου του Vadim Sidur στο Μανέζ της Μόσχας, τον Αύγουστο του 2015. Τα γλυπτά που προβλήθηκαν, τα οποία είχαν δημιουργηθεί τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, «προσέβαλαν το θρησκευτικό συναίσθημα» μιας μικρής ομάδας ακτιβιστών.
Τέλος, μια τρίτη στρατηγική θα μπορούσε να πολιτικοποιήσει την επικράτεια της τέχνης. Να σπάσει με τους κανόνες του παιγνιδιού του «πολιτιστικού πολέμου» και να προβληματιστεί σχετικά με τη δική της θέση σε μια μεταβαλλόμενη κοινωνία. Όσοι το κάνουν θα μάθουν να αναγνωρίζουν τις πολλαπλές αντιφάσεις της στιγμής (συμπεριλαμβανομένης και της δικής τους αμφιλεγόμενης θέσης), θα κατανοήσουν την κοινωνία, και θα βρουν τις ελπίδες, τις συγκρούσεις, και τα συναισθήματα που βρίσκονται βαθιά κρυμμένα στην παγωμένη κατάσταση της Ρωσίας.
Μετάφραση: e la libertà
Πηγή: Ilya Budraitskis, «Art and Politics in Russia in a Time of Crisis», Post, 20 Νοεμβρίου 2015 και LeftEast, 24 Νοεμβρίου 2015.
Τα έργα ζωφραφικής είναι ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας στο Post για να συνοδεύσουν το άρθρο του Budraitskis.
Η Sveta Shuvaeva είναι Ρωσίδα καλλιτέχνιδα και εικονογράφος, η οποία ασχολείται με το κολάζ, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, και τις κατασκευές. Γεννήθηκε το 1986 στην πόλη Bugulma της Δημοκρατία του Ταταρστάν. Το 2003, μετακόμισε στη Σαμάρα της Ρωσίας, όπου σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Αρχιτεκτονικής και Πολιτικών Μηχανικών. Το 2008, συμμετείχε ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή της Σαμαρά και παρακολούθησε την ανεπίσημη σχολή σύγχρονης τέχνης που οργανώθηκε από τον Ρώσο καλλιτέχνη και επιμελητή Vladimir Logutov. Το 2010, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Το 2013, οργάνωσε μια γκαλερί στη Μόσχα που την ονόμασε «Σβετλάνα» και η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Σημειώσεις
1 Antonio Gramsci Reader: Selected Writings 1916–35, ed. David Forgacs (Λονδίνο: Lawrence and Wishart, 1988), σελ. 200.
2 «Ελεγχόμενη δημοκρατία», είναι ένας όρος που επινοήθηκε από τον Walter Lippmann στο βιβλίο του Public Opinion (Νέα Υόρκη: Harcourt, Brace and Co., 1922) και συχνά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν.
3 Boris Groys, Kommentari k iskusstvu (Comments on Art) (Μόσχα: Moscow Art Magazine, 2003), σελ. 47.
4 Η φεμινιστική συλλογική τέχνη «πανκ προσευχή» των Pussy Riot, ανέβηκε στον καθεδρικό ναό του Χριστού Σωτήρα στη Μόσχα στις 21 Φεβρουαρίου 2012, θέτοντας στο στόχαστρο την υποστήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πούτιν στις επερχόμενες εκλογές. Η παράσταση ήταν μια succès de scandale [επιτυχία λόγω σκανδάλου]: τρεις από τις ερμηνεύτριες φυλακίστηκαν και ακολούθησε μια διεθνή κατακραυγή.
* [Σ.τ.Μ.:] Βλ. «Το κίνημα και η υπόθεση Μπαλότναγια στη Ρωσία», Our baba doesn't say fairy tales, 29 Ιουλίου 2014.
5 Αυτή η επέκταση έχει νομιμοποιηθεί από το νέο νόμο για τη βλασφημία, ο οποίος εγκρίθηκε από το ρωσικό κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2013 και προτείνει ποινές φυλάκισης για πράξεις, όπως η βεβήλωση.
6 Ο Αντρόποφ (1914-1984), διευθυντής της KGB, διαδέχτηκε Λεονίντ Μπρέζνιεφ ως ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης το 1982.
