Alf Gunvald Nilsen
Πανηγύρι, λιμός και ηγεμονία: Νεοφιλελευθεροποίηση και ινδουιστικός εθνικισμός στην Ινδία
Πέρυσι, τον Σεπτέμβριο του 2022, το Fortune Magazine ανέφερε ότι η Ινδία ήταν η πατρίδα του δεύτερου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Το άτομο αυτό ήταν ο Γκαουτάμ Αντάνι, ένας μεγιστάνας επιχειρήσεων από τη δυτική ινδική πολιτεία Γκουτζαράτ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή διέθετε περιουσία 155,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων (Haraito 2022). Το Bloomberg, το οποίο ανεβάζει την περιουσία του Αντάνι εκείνη την εποχή σε ελαφρώς πιο λίγα 146,8 δισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνει ότι ο Ινδός επιχειρηματίας, οι δραστηριότητες του οποίου επεκτείνονται σε λιμάνια, αεροδρόμια, πράσινη ενέργεια, κέντρα δεδομένων, παραγωγή τσιμέντου, μέσα ενημέρωσης και άλλα, αύξησε την περιουσία του περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος πλουτοκράτης του καπιταλισμού του 21ου αιώνα το 2022.
Το γεγονός ότι ο Αντάνι έσπρωξε τον διευθύνοντα σύμβουλο της Amazon Τζεφ Μπέζος στην τρίτη θέση στην κατάταξη του δείκτη δισεκατομμυριούχων του Bloomberg ήταν φυσικά σημαντικό. Στην πραγματικότητα, το κατόρθωμα αυτό σήμαινε ότι ο Αντάνι ήταν το πρώτο άτομο από την Ασία που βρέθηκε στην πρώτη τριάδα αυτής της διεθνούς κατάταξης των ληστών βαρόνων της εποχής μας (Sazonov and Witzig 2022). Στην πατρίδα του, στην Ινδία, ο Αντάνι, ο οποίος είναι γνωστός για τη στενή του σχέση με τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι και το κυβερνών κόμμα, το δεξιό ινδουιστικό εθνικιστικό BJP, ήταν πρώτος μεταξύ ίσων στο κλαμπ των δισεκατομμυριούχων της Ινδίας – μια επίλεκτη ελίτ, που αποτελείται από περίπου 166 άτομα, η οποία είδε τον πλούτο της να εκτοξεύεται στα ύψη από τότε που ο Μόντι ανέλαβε την εξουσία το 2014. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το Forbes, το 2022, ο συλλογικός πλούτος των δισεκατομμυριούχων της Ινδίας εκτιμάται ότι θα ανερχόταν σε περίπου 750 δισεκατομμύρια δολάρια – δηλαδή 26% περισσότερο από ό,τι το 2021 (Karmali 2022).
Ωστόσο, μέχρι τα μέσα του 2023, η καθαρή αξία των μετοχών του Αντάνι έχει μειωθεί στα χρηματιστήρια σε μόλις 47 δισεκατομμύρια δολάρια (Singh 2023), μετά από μια καταδικαστική έκθεση στα τέλη Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους από την ομάδα ενεργών επενδυτών Hindenburg Research, η οποία υποστήριζε ότι η εταιρεία ήταν ένοχη για θρασύτατη χειραγώγηση μετοχών και λογιστική απάτη αξίας 218 δισεκατομμυρίων δολαρίων επί πολλές δεκαετίες (Hindenburg Research 2023). Η αντίδραση των παγκόσμιων χρηματιστηρίων ήταν αναλόγως βάναυση: μια μαζική πτώση των μετοχών, η οποία ουσιαστικά κόστισε στην Ινδία τη θέση της στις πέντε μεγαλύτερες αγορές μετοχών του κόσμου, μειώνοντας στο μισό την καθαρή περιουσία του Γκαουτάμ Αντάνι.
Στις αρχές Απριλίου, το Forbes σημείωσε ότι, ενώ υπάρχει ένας αριθμός ρεκόρ Ινδών στον κατάλογο των δισεκατομμυριούχων του κόσμου του 2023 –169 συνολικά, σε σύγκριση με 166 πέρυσι– ο συνδυασμένος πλούτος τους είχε μειωθεί κατά 10% στα 675 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, από 750 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ στον κατάλογο του 2022. Κρίσιμο είναι ότι η μερίδα του λέοντος αυτής της μείωσης προκλήθηκε από την πανωλεθρία του ομίλου Αντάνι. Ο ίδιος ο Αντάνι πρέπει σήμερα να αρκεστεί στο να είναι μόνο ο 24ος πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη (Hyatt 2023, Hart 2023). Ωστόσο, παρά την όχι και τόσο χαριτωμένη πτώση του Αντάνι στην παγκόσμια ιεραρχία του πλούτου, και ανεξάρτητα από τη μικρή μείωση του συνολικού πλούτου της υπερπλούσιας ελίτ της χώρας, η Ινδία εξακολουθεί να φιλοξενεί τον τρίτο μεγαλύτερο αριθμό δισεκατομμυριούχων σε δολάρια στον κόσμο. Μόνο οι ΗΠΑ, με 735 δισεκατομμυριούχους, και η Κίνα, με 495 δισεκατομμυριούχους, μπορούν να υπερηφανεύονται για μεγαλύτερο αριθμό ατόμων υψηλού πλούτου (Hyatt 2023).
Το γεγονός ότι η Ινδία έχει γίνει μάρτυρας ενός τέτοιου πολλαπλασιασμού των δισεκατομμυριούχων τα τελευταία χρόνια είναι σημαντικό από πολλές απόψεις. Δηλαδή, είναι ένας εξέχων δείκτης της πορείας της πολιτικής οικονομίας της χώρας, και είναι επίσης ένας εξέχων νοηματικός φορέας του πολιτικού λεξιλογίου που απολαμβάνει μόνιμα ηγεμονική θέση στην ινδική κοινωνία σήμερα. Όποιος είναι εξοικειωμένος με τα μηνύματα του Ναρέντρα Μόντι θα γνωρίζει ότι δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύξει ότι η Ινδία, υπό την εξουσία του, δεν είναι πλέον ένα έθνος που έχει κολλήσει στην αίθουσα αναμονής της ιστορίας, αλλά μια υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή.
Για παράδειγμα, πέρυσι τον Σεπτέμβριο, μόλις το ΔΝΤ είχε ανακοινώσει ότι η Ινδία είχε ξεπεράσει το Ηνωμένο Βασίλειο και είχε γίνει η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ο Μόντι δήλωσε σε ομιλία του: «Η ευχαρίστηση που ξεπεράσαμε το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο κυβέρνησε την Ινδία για περίπου 250 χρόνια, υπερισχύει των απλών στατιστικών στοιχείων της βελτίωσης της κατάταξης από την έκτη μεγαλύτερη στην πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία. Είναι κάτι ξεχωριστό...» (The Hindu 2022). Και το γεγονός ότι η Ινδία έχει εκθρέψει μια τάξη δισεκατομμυριούχων που είναι σε θέση να συγκρουστεί με τους Αμερικανούς τεχνολογικούς μεγιστάνες για μια θέση στις διάσημες παγκόσμιες κατατάξεις πλούτου προφανώς προσφέρεται για να διαβαστεί ως μαρτυρία της επιτυχημένης προσπάθειας του Μόντι να επιφέρει ανάπτυξη και να καταστήσει την Ινδία μια αυτοδύναμη ισότιμη χώρα στην παγκόσμια κοινότητα.
Αυτό το μήνυμα, ωστόσο, είναι μια οφθαλμαπάτη. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι περίπου οκτώ μήνες πριν από την κατάταξη του Γκαουτάμ Αντάνι από το Forbes ως του δεύτερου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, μεγάλες ομάδες οργισμένων νεαρών ανδρών –πολλοί από αυτούς απόφοιτοι πανεπιστημίου– μπλόκαραν τη σιδηροδρομική κυκλοφορία και πυρπόλησαν τρένα σε ένα κύμα βίαιων διαδηλώσεων στα κρατίδια Ουτάρ Πραντές και Μπιχάρ της Βόρειας Ινδίας. Οι άνδρες διαμαρτύρονταν για την ανεργία τους και για αυτό που θεωρούσαν άδικη διαδικασία πρόσληψης για εργασία στον ινδικό σιδηροδρομικό τομέα. Σε αυτά τα δύο κρατίδια, περίπου 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν υποβάλει αίτηση για 35.000 θέσεις εργασίας στους ινδικούς σιδηροδρόμους. Πρόκειται για περιζήτητες θέσεις εργασίας στο ινδικό πλαίσιο, καθώς παρέχουν τόσο εργασιακή ασφάλεια όσο και σχετικά αξιοπρεπείς μισθούς (Parker 2022∙ Jha and Kishore 2022∙ Mody 2023).
Οι διαμαρτυρίες στο Μπιχάρ και το Ουτάρ Πραντές ήταν ουσιαστικά ένα καμπανάκι της λαϊκής δυσαρέσκειας για τα επίμονα υψηλά επίπεδα ανεργίας στην Ινδία. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις για ανάπτυξη που τόσο συχνά δίνει ο Μόντι στις ομιλίες του, η ανεργία στην Ινδία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών δεκαετιών και ξεπερνά τα επίπεδα άλλων αναδυόμενων οικονομιών του Παγκόσμιου Νότου (Chandrashekhar 2022, Kumar 2023). Επιπλέον, οι διαμαρτυρίες αποκαλύπτουν τον βαθμό στον οποίο η διαρκής άνοδος της ελίτ των δισεκατομμυριούχων της Ινδίας, αντί να είναι σύμπτωμα μιας επιτυχημένης ανάπτυξης, αποτελεί στην πραγματικότητα έκφραση του γεγονότος ότι το καθεστώς του Μόντι προΐσταται μιας στρεβλά άνισης κατανομής του πλούτου και του εισοδήματος.
Το ανώτερο 10% του πληθυσμού κερδίζει το 50% του εθνικού εισοδήματος και κατέχει το 65% του εθνικού πλούτου. Στο άλλο άκρο του φάσματος, το φτωχότερο 50% του ινδικού πληθυσμού κερδίζει το 13% του συνολικού εθνικού εισοδήματος και κατέχει το 6% του εθνικού πλούτου (World Inequality Lab 2022).
Σχήμα 1: Ανιστότητα εισοδήματος και πλούτου στην Ινδία 1957-2021,
Πηγή: World Inequality Database
Ένας βασικός παράγοντας που διέπει αυτή τη στρεβλή ανισότητα είναι το γεγονός ότι οι πραγματικοί μισθοί των εργατών στη γεωργία, των εργατών στις κατασκευές και των μη γεωργικών εργατών αυξήθηκαν κατά λιγότερο από 1% ετησίως μεταξύ 2014 και 2022 (Dreze 2023). Όπως και σε άλλες χώρες μεσαίου επιπέδου εισοδήματος, η ανισότητα συνδέεται στενά με τη φτώχεια στην Ινδία. Στην πραγματικότητα, το 2019, λίγο πριν από την πανδημία COVID19, τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι το 44,78% του πληθυσμού της Ινδίας ζούσε με λιγότερο από 3,65 δολάρια ΗΠΑ την ημέρα[1]. Δεν έχουν δημοσιευθεί νέα κυβερνητικά στοιχεία για τα επίπεδα φτώχειας στην Ινδία από το 2011, αλλά γνωρίζουμε ότι περίπου το 80% των 71 εκατομμυρίων ανθρώπων που έπεσαν σε φτώχεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν Ινδοί (Mukka 2022, Aiyar 2023).
Ωστόσο, παρά αυτή την τρανταχτή συνύπαρξη πανηγυριού και λιμού, και παρόλο που η δυσαρέσκεια σιγοβράζει προφανώς μεταξύ των επισφαλών νέων Ινδών, ο Μόντι και το BJP φαίνεται να κρατούν σταθερά την πολιτική εξουσία. Στην πραγματικότητα, ενώ οι νέοι άνεργοι διαμαρτύρονταν για την ανεργία τους, οι εκστρατείες για τις πολιτειακές εκλογές στο Ουτάρ Πραντές βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Λόγω του μεγέθους του, το Ουτάρ Πραντές είναι ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά κρατίδια της Ινδίας και από το 2017 κυβερνάται από το BJP και τον σκληροπυρηνικό ινδουιστή εθνικιστή Γιόγκι Αντιτιανάθ.
Κατά την προεκλογική περίοδο, η εκστρατεία του κόμματος επικεντρώθηκε σε έντονα αντιμουσουλμανικά μηνύματα. Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών τον Μάρτιο του 2022, ήταν προφανές ότι αυτό είχε αποδώσει καρπούς. Παρόλο που η ανεργία στην πολιτεία αυξήθηκε κατά περίπου 29% κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Αντιτιανάθ, το BJP επέστρεψε στην εξουσία με μια ελάχιστα μειωμένη πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα (Sinha 2022).
Αυτό αντικατοπτρίζει ένα γενικότερο σενάριο στο οποίο το καθεστώς Μόντι συνεχίζει να αντλεί τροφή από τη συναίνεση πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού της Ινδίας και, σημαντικά, από τις κατώτερες κάστες και τους εργαζόμενους φτωχούς της Ινδίας, παρόλο που η επισφάλεια έχει απλώς βαθύνει επί των ημερών του.
Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε πώς η τρέχουσα συγκυρία στην Ινδία είναι μια συγκυρία κατά την οποία δύο διαδικασίες που λειτουργούν από κοινού για να αναδιαμορφώσουν τόσο την οικονομία όσο και την πολιτική τάξη της Ινδίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 –η πρόοδος της νεοφιλελευθεροποίησης και η άνοδος του ινδουιστικού εθνικισμού– έχουν έρθει σε σημαντική σύγκλιση. Σε αυτή τη συνάντηση, η πολιτική του ινδουιστικού εθνικισμού εκτρέπει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τροφοδοτεί τόσο την ηγεμονία του κυβερνώντος κόμματος όσο και τον πλούτο των επιχειρηματικών μεγιστάνων της χώρας.
Νεοφιλελευθεροποίηση και ινδουιστικός εθνικισμός από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα
Όπως και σε άλλα μέρη του Παγκόσμιου Νότου, η στροφή της Ινδίας προς τον νεοφιλελευθερισμό προκλήθηκε από μια καταστροφική κρίση του ισοζυγίου πληρωμών το 1991. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα δεν έφθασε στο σημείο να δεχτεί ένα είδος θεραπείας-σοκ που παρατηρήθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980. Για αρκετό καιρό, οι μεταρρυθμίσεις προχωρούσαν αποσπασματικά και μερικώς για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις και οι αντιπαραθέσεις. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του Κογκρέσου που κυβέρνησε την Ινδία για μια δεκαετία από το 2004 και μετά προσπάθησε ακόμη και να συνδυάσει φιλικές προς την αγορά οικονομικές πολιτικές με νομοθεσία που αποσκοπούσε στην άμβλυνση της περιθωριοποίησης των φτωχών και ευάλωτων ομάδων (βλ. Corbridge and Harriss 2000· Nilsen 2021).
Ωστόσο, όταν το BJP του Μόντι ήρθε στην εξουσία το 2014, έγινε ο πρωταγωνιστής μιας πιο αχαλίνωτης προσπάθειας νεοφιλελευθεροποίησης της ινδικής οικονομίας. Η προεκλογική του εκστρατεία το 2014 τροφοδοτήθηκε από μαζική επιχειρηματική χρηματοδότηση. Ο Ναρέντρα Μόντι, ο νεόκοπος ηγέτης του κόμματος, δήλωσε ότι η κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση με τις επιχειρήσεις και ότι θα άφηνε την αγορά να κάνει τα μαγικά της για τον ινδικό λαό. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Ο Μόντι και το BJP κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία στο ινδικό κοινοβούλιο. Το 2019, μετά από μια ακόμη εκστρατεία που χρηματοδοτήθηκε από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, το κόμμα επανέλαβε αυτό το επίτευγμα και επέστρεψε στην εξουσία με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία (βλ. Nilsen 2021).
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί η εκλογική δυναμική που επέτρεψε στο BJP του Μόντι όχι απλώς να επιστρέψει στην εξουσία στην Ινδία, αλλά να εγκαινιάσει μια νέα και αναμφισβήτητα πολύ επικίνδυνη εποχή στην ιστορία της σύγχρονης ινδικής πολιτικής. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού του επιτεύγματος είναι το γεγονός ότι το κόμμα διεύρυνε την εκλογική του βάση πέρα από τις ανώτερες κάστες και τις μεσαίες τάξεις των πόλεων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή εκλογική του πελατεία, προσελκύοντας ομάδες κατώτερων καστών και φτωχούς στο πεδίο της εκλογικής του υποστήριξης.
Για να είμαστε σαφείς, το BJP εξακολουθεί να έχει την πιο σημαντική εκλογική του περιφέρεια εκεί που την είχε πάντα, δηλαδή στις ανώτερες κάστες, στους πλούσιους και στις μεσαίες τάξεις: στις εκλογές του 2019, το κόμμα κέρδισε το 61% των ψήφων των ανώτερων καστών και το 44% των ψήφων από τους πλούσιους και τις μεσαίες τάξεις. Αλλά το γεγονός ότι το BJP αύξησε το μερίδιό του στις ψήφους των κατώτερων καστών από 23% σε 44% και των Νταλίτ από 13% σε 34% μεταξύ 2004 και 2019, καθώς και το μερίδιό του στις ψήφους των φτωχών από 16% σε 36% από το 2009 έως το 2019, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παγίωση μιας παν-ινδουιστικής ψήφου στην Ινδία. Το 2019, ο Μόντι και το BJP άντλησαν υποστήριξη από το 44% του συνόλου των ινδουιστών ψηφοφόρων πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές της κάστας και της τάξης που συνήθως κατακερματίζουν το ινδικό εκλογικό σώμα (Jaffrelot 2021).
Σχήμα 2 και 3: Τα ποσοστά του BJP στις ψήφους των κατώτερων καστών, των Νταλίτ και των φτωχών εργαζόμενων από το 2004 έως το 2019,
Πηγή: Lokniti Surveys.
Το επίτευγμα αυτό είναι σημαντικό επίσης επειδή αποτελεί το αποκορύφωμα της προόδου του ινδουιστικού εθνικισμού στην ινδική πολιτική. Το λέω αυτό επειδή το BJP αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος, και το κίνημα αυτό έχει βρεθεί αντιμέτωπο με τα κινήματα των Νταλίτ και των Μπαχουτζάν και τις ριζοσπαστικές κριτικές τους για την καταπίεση με βάση την κάστα από την ίδρυσή του τη δεκαετία του 1920. Ενάντια στα προοδευτικά οράματα που επικεντρώνονται στην εξάλειψη της κάστας, το ινδουιστικό εθνικιστικό κίνημα υποστήριξε τις αρετές της υπεράσπισης μιας κοινής ινδουιστικής οντότητας (Dwivedi, Mohan, and Reghu 2020). Το BJP επέκτεινε αυτό το σχέδιο στον τομέα της κομματικής πολιτικής. Εδώ, έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ως δύναμη αντιπολίτευσης απέναντι σε κόμματα που εκπροσωπούσαν ομάδες κατώτερων καστών και τους Νταλίτ, τα οποία κινητοποιούνταν γύρω από αιτήματα για θετική δράση με βάση την κάστα. Το BJP αντέδρασε με εκκλήσεις για ενότητα των Ινδουιστών πέρα από τις διακρίσεις της κάστας και της τάξης, ενάντια στον Μουσουλμανικό Άλλο (Jaffrelot 1996). Και με το καθεστώς του Μόντι, στηριζόμενο στην ανάδυση μιας παν-ινδουιστικής ψήφου, το σχέδιο αυτό απέκτησε απαράμιλλη ηγεμονική δύναμη στην ινδική κοινωνία (Jaffrelot 2021).
Διαδρομές συσσώρευσης υπό τον Μόντι
Στην εκστρατεία για τις γενικές εκλογές του 2014, ο Ναρέντρα Μόντι παρουσιάστηκε ως «βίκας πουρούς» – ένας άνθρωπος της ανάπτυξης. Σε αντιπαράθεση με τον ισχυρισμό ότι ο Μόντι είχε επιφέρει ένα αναπτυξιακό θαύμα στη δυτική ινδική πολιτεία Γκουτζαράτ κατά τη διάρκεια της θητείας του (2001-2014) ως αρχηγός της κυβέρνησης, η δημόσια εικόνα του ήταν αυτή ενός φιλικού προς την αγορά τεχνοκράτη που θα έφερνε οικονομική ανάπτυξη σε κάθε Ινδό (Nilsen 2021).
Ωστόσο, ο Μόντι δεν τήρησε αυτές τις υποσχέσεις. Αντιθέτως, κατά τα τρία χρόνια που προηγήθηκαν της εκδήλωσης της πανδημίας COVID19, η ινδική οικονομία υπέστη παρατεταμένη επιβράδυνση (Kishore 2020· Wyatt, Sinha, and Echeverri-Gent 2021).
Η πιο άμεση αιτία αυτής της μονόπλευρης δυναμικής είναι ένα καθεστώς οικονομικής πολιτικής που ευνοεί ρητά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων της Ινδίας. Από το 2014, το καθεστώς των επενδύσεων έχει φιλελευθεροποιηθεί, οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί έχουν καταργηθεί και –πολύ σημαντικό– ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων έχει μειωθεί (Haq 2020· Zargar 2020· Kumar 2019).
Αλλά για να κατανοήσουμε πραγματικά τη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανισότητας και της πολιτικής εξουσίας στην Ινδία σήμερα, είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε πέρα από το επίπεδο της πολιτικής και να αναρωτηθούμε ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις κινούν την τρέχουσα φάση της νεοφιλελευθεροποίησης στην Ινδία. Το μοτίβο που αναδύεται είναι πολύ σαφές και είναι ένα μοτίβο στο οποίο η δύναμη του κεφαλαίου και η δύναμη του ινδικού κράτους υπό τον Μόντι και το BJP είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Από τη μία πλευρά, η νεοφιλελευθεροποίηση υπό τον Μόντι διαμορφώνεται σαφώς από το γεγονός ότι η ισχύς του ινδικού κεφαλαίου –τόσο η έμμεση (η αυξανόμενη σημασία των ιδιωτικών επενδύσεων) όσο και η άμεση (οι διασυνδέσεις μεταξύ επιχειρηματικών φορέων και πολιτικών φορέων)– έχει αυξηθεί σταθερά από τη δεκαετία του 1990 (βλ. Murali 2019· Sinha 2019).
Υπό τον Μόντι, η δύναμη του κεφαλαίου έχει φτάσει στο ζενίθ της, και αυτό εκδηλώνεται με ένα εξαιρετικό επίπεδο οικονομικού συγκεντρωτισμού και επιχειρηματικής συγκεντροποίησης. Στην πραγματικότητα, μεταξύ 65% και 70% του συνόλου των επιχειρηματικών κερδών στην Ινδία καταλήγουν στις 20 κορυφαίες εταιρείες της χώρας (Sircar 2022, Banaji 2022). Και αυτός ο συγκεντρωτισμός και η συγκεντροποίηση έχουν με τη σειρά τους δημιουργήσει ένα μοντέλο διαμοιρασμού των κερδών, στο οποίο η κυβέρνηση δίνει τη δυνατότητα σε επιλεγμένες εταιρείες να πραγματοποιούν υπερκέρδη, ενώ αυτές οι εταιρείες μοιράζονται και πάλι τα κέρδη τους με το κυβερνών κόμμα σε μια σταθερή ροή χρηματικών ενισχύσεων που επιτρέπουν το είδος των προεκλογικών εκστρατειών που κινητοποίησε το BJP το 2014 και το 2019 (Rajshekhar 2020).
Αυτό δεν σημαίνει ότι το ινδικό κεφάλαιο απλώς πληρώνει τον λογαριασμό και ορίζει τους κανόνες. Αντιθέτως, ο οικονομικός συγκεντρωτισμός και η συγκεντροποίηση έχουν παραλληλιστεί με τον πολιτικό συγκεντρωτισμό και τη συγκεντροποίηση στην Ινδία του Μόντι. Από το 2014, οι εξουσίες χάραξης πολιτικής και λήψης αποφάσεων έχουν συγκεντρωθεί στο γραφείο του πρωθυπουργού. Επιπλέον, η κυβέρνηση του BJP έχει ουσιαστικά συγκεντρωτικοποιήσει την εξουσία εντός του ομοσπονδιακού συστήματος της Ινδίας υπονομεύοντας τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών και πολιτειακών αρχών στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Έτσι, εν ολίγοις, το θεμέλιο της σχέσης κράτους-κεφαλαίου που έχει αποκρυσταλλωθεί υπό τον Μόντι είναι μια σημαντική σύγκλιση μεταξύ ενός μικρού αριθμού εξαιρετικά κερδοφόρων επιχειρηματικών φορέων και μιας ισχυρής και ενιαίας κεντρικής κυβέρνησης (βλ. Sircar 2021· Wyatt, Sinha, and Echeverri-Gent 2021).
Η αντίστροφη πλευρά αυτού του αμοιβαία επωφελούς εναγκαλισμού μεταξύ κράτους και κεφαλαίου είναι φυσικά η άκρως επισφαλής κατάσταση των φτωχών εργαζομένων της Ινδίας. Αυτή η βαθιά άνιση σχέση αντανακλά το γεγονός ότι η αναπτυξιακή πορεία της Ινδίας από την έναρξη του νεοφιλελευθερισμού απέτυχε να επιφέρει διαρθρωτικό μετασχηματισμό της ινδικής οικονομίας. Δεν υπήρξε ουσιαστική μετακίνηση από τη γεωργική εργασία προς τη μη γεωργική εργασία στην οικονομία, η οποία με τη σειρά της χαρακτηριζόταν από ανάπτυξη χωρίς θέσεις εργασίας, και, ακόμη πιο σημαντικό, δεν υπήρξε μείωση του μεριδίου του άτυπου τομέα στο εργατικό δυναμικό, με το 80-90% όλων των εργαζομένων να απασχολούνται σε μικροεπιχειρήσεις ή με άτυπες συμβάσεις (Ghosh 2015).
Στην πραγματικότητα, οι άτυπες εργασιακές σχέσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της αναπτυξιακής διαδικασίας της Ινδίας, υπό την έννοια ότι οι χαμηλοί μισθοί στην άτυπη οικονομία συμβάλλουν στη διατήρηση των κερδών του επίσημου τομέα. Ωστόσο, ενώ η επισφαλής εργασία στον ανεπίσημο τομέα τροφοδοτεί την επιχειρηματική κερδοφορία, αποτυγχάνει να εξασφαλίσει τα προς το ζην και την κοινωνική αναπαραγωγή για τις εργαζόμενες τάξεις της χώρας (Bhattacharya και Kesar 2020). Αυτή η δυναμική προηγείται της έλευσης του καθεστώτος Μόντι, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει παγιωθεί και εμβαθύνει περαιτέρω από το 2014 και μετά, και το ίδιο ισχύει και για τον διαβρωτικό αντίκτυπό της στη διαβίωση και την κοινωνική αναπαραγωγή των εργαζομένων φτωχών.
Όλα αυτά εγείρουν ένα προφανές ερώτημα: πώς καταφέρνει το BJP να συμβιβάσει μια οικονομική πολιτική που συγκεντρώνει τον πλούτο και το εισόδημα στις ελίτ με τη νομιμοποίηση μεταξύ των φτωχών και των ψηφοφόρων των κατώτερων καστών της Ινδίας;
Ο ινδουιστικός εθνικισμός και η πολιτική της νομιμοποίησης
Αν θέλουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να εστιάσουμε στο πώς ο ινδουιστικός εθνικισμός έχει έρθει να συζευχθεί με νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά σχήματα στον αυταρχικό λαϊκισμό του Μόντι. Αυτό το πολιτικό σχέδιο εδράζεται στην κατασκευή ενός θεμελιώδους διαχωρισμού μεταξύ ενός αυθεντικού ινδικού λαού και των αντιεθνικών εσωτερικών εχθρών του. Όντας συστατικό στοιχείο του ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος, το BJP κατασκευάζει αυτή τη διαίρεση εξισώνοντας το έθνος-κράτος με τον ινδουιστικό λαό-έθνος και προπαγανδίζοντας την ιδέα ότι ο ινδουιστικός λαός-έθνος που είναι η Ινδία αντιμετωπίζει έναν απειλητικό Άλλο που αποτελείται από διεφθαρμένες ελίτ, διαφωνούντες και, πάνω απ’ όλα, τη μουσουλμανική μειονότητα της Ινδίας (Nilsen 2021∙ Nielsen and Nilsen 2021).
Αν θέλουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να εστιάσουμε στο πώς ο ινδουιστικός εθνικισμός έχει έρθει να συζευχθεί με νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά σχήματα στον αυταρχικό λαϊκισμό του Μόντι. Αυτό το πολιτικό σχέδιο εδράζεται στην κατασκευή ενός θεμελιώδους διαχωρισμού μεταξύ ενός αυθεντικού ινδικού λαού και των αντιεθνικών εσωτερικών εχθρών του. Όντας συστατικό στοιχείο του ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος, το BJP κατασκευάζει αυτή τη διαίρεση εξισώνοντας το έθνος-κράτος με τον ινδουιστικό λαό-έθνος και προπαγανδίζοντας την ιδέα ότι ο ινδουιστικός λαός-έθνος που είναι η Ινδία αντιμετωπίζει έναν απειλητικό Άλλο που αποτελείται από διεφθαρμένες ελίτ, διαφωνούντες και, πάνω απ’ όλα, τη μουσουλμανική μειονότητα της Ινδίας (Nilsen 2021· Nielsen and Nilsen 2021).
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Μόντι στην εξουσία, η εξίσωση του έθνους-κράτους με τον ινδουιστικό λαό-έθνος επιβεβαιώθηκε πρώτα και κύρια σε μια πλειονοτική πολιτιστική πολιτική που κινήθηκε γύρω από ζητήματα όπως η προστασία των αγελάδων, η προώθηση της μεταστροφής στον ινδουισμό μεταξύ των Ινδών μουσουλμάνων και χριστιανών και η ηθική αστυνόμευση του διαθρησκευτικού έρωτα και της σεξουαλικότητας των γυναικών. Η ρητορική μίσους πολλαπλασιάστηκε και συνδέθηκε άμεσα με τη βία της αυτοδικίας κατά των μουσουλμάνων και άλλων περιθωριακών ομάδων, όπως οι Νταλίτ. Η βία συνέκλινε με τον αυταρχικό καταναγκασμό κατά των διαφωνούντων για την κατασκευή μιας ενιαίας και πλειοψηφικής αντίληψης του έθνους, η οποία θα λειτουργούσε ως στήριγμα νομιμοποίησης στο ηγεμονικό σχέδιο του BJP του Μόντι (Jaffrelot 2021).
Η δεύτερη θητεία του Μόντι στην εξουσία ακολούθησε μια προεκλογική εκστρατεία κατά την οποία η εικόνα του ως ανθρώπου της ανάπτυξης είχε αντικατασταθεί από την εικόνα ενός αμείλικτου σταυροφόρου για την υπόθεση των Ινδουιστών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από το 2019, η κυβέρνησή του έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την εδραίωση ενός αυταρχικού έθνους-κράτους στο οποίο η πλειονοτική κοινότητα θεωρείται ότι είναι ένα και το αυτό με το έθνος. Αυτή η εδραίωση έχει στηριχθεί στη νομοθετική ρύθμιση ως την κύρια μέθοδό της. Από την κατάργηση της κρατικής υπόστασης του Κασμίρ έως την εισαγωγή αντιμουσουλμανικών νόμων περί ιθαγένειας και όχι μόνο, οι ινδουιστικές εθνικιστικές επιταγές έχουν κωδικοποιηθεί στο νόμο. Αυτή η διαδικασία της ινδουιστικής εθνικιστικής κρατικής τεχνικής συνοδεύτηκε από τη συνέχιση των επιθέσεων κατά της διαφωνίας και της όλο και πιο επιθετικής βίας, τόσο από ομάδες αυτοδικίας όσο και από τις δημόσιες αρχές, κατά της μουσουλμανικής μειονότητας της Ινδίας (Nielsen and Nilsen 2021).
Τι είναι όμως αυτό που επιτρέπει στην ιδέα της Ινδίας ως ινδουιστικού έθνους να αποκτήσει νομιμοποίηση μπροστά στην αυξανόμενη ανισότητα και την εντεινόμενη ανασφάλεια; Μέρος της απάντησης σε αυτό το ερώτημα είναι αναμφίβολα ότι το BJP έχει εμβαθύνει το σχέδιο κοινωνικής μηχανικής που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο του οποίου το κόμμα διεύρυνε την υποστήριξη μεταξύ των ομάδων των κατώτερων καστών και των Νταλίτ με αντάλλαγμα την εκπροσώπηση και τους πόρους (Jaffrelot 1998). Ωστόσο, η ανάδυση μιας παν-ινδουιστικής εκλογικής βάσης είναι κάτι περισσότερο από απλή στρατηγική μηχανική. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε πλήρως γιατί το BJP κατάφερε να κερδίσει μεγαλύτερα επίπεδα υποστήριξης μεταξύ των πληβείων ψηφοφόρων της Ινδίας, πρέπει να αναλογιστούμε πώς η συγχώνευση του ινδουιστικού εθνικισμού και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται πολύπλοκες δομές συναισθημάτων –δηλαδή αναδυόμενα πρότυπα συναισθημάτων στην κοινωνία– που δημιουργούνται από την ανισομερή και άνιση αναπτυξιακή πορεία της Ινδίας.
Στο πολιτικό σχέδιο του Μόντι, ο νεοφιλελευθερισμός και ο ινδουιστικός εθνικισμός συγκλίνουν στην ιδέα της Ινδίας ως έθνους που δεν είναι πλέον καθηλωμένο στην αίθουσα αναμονής της ιστορίας. Αντιθέτως, η Ινδία ολοκληρώνει επιτέλους την καθυστερημένη άνοδό της σε παγκόσμια δύναμη και σε ευημερία. Είναι ενδεικτικό ότι, όπως έχει επισημάνει ο Ravinder Kaur (2020), το ανερχόμενο νέο έθνος είναι εν μέρει ένας καπιταλιστικός ονειρεμένος κόσμος στον οποίο οι επενδυτές-πολίτες μπορούν να απολαμβάνουν κοινωνική κινητικότητα και υλική ευημερία. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, είναι επίσης ένας αρχαίος ινδουιστικός πολιτισμός που παίρνει νέες μορφές αλλά δεν χάνει ποτέ την αρχική του ουσία.
Και αυτό που προσφέρει η συγχώνευση αυτών των δύο εικόνων στις λαϊκές τάξεις της Ινδίας είναι αναμφισβήτητα αυτό που ο αφροαμερικανός κοινωνιολόγος W. E. B. Du Bois (2007) κάποτε ανέφερε ως ψυχολογικό μισθό.
Ο Du Bois προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί οι φτωχοί λευκοί εργάτες στο Νότο των ΗΠΑ ευθυγραμμίστηκαν με τις λευκές ελίτ, αντί να αγωνιστούν ενωμένοι ενάντια στην εκμετάλλευση μαζί με τους φτωχούς μαύρους εργάτες. Η απάντησή του ήταν ότι η λευκότητα προσέφερε την εμπειρία ενός υψηλότερου κοινωνικού στάτους από αυτό που είχαν οι μαύροι. Αυτό, υποστήριξε ο Du Bois, λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα για την υλική φτώχεια (βλ. Myers 2022).
Σκεπτόμενος τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές δυναμικές στην Ινδία σήμερα με αυτή την ιδέα, η πρότασή μου είναι ότι ο νεοφιλελεύθερος ινδουιστικός εθνικισμός λειτουργεί με παρόμοιους τρόπους, μέσω της ικανοποίησης που προσφέρουν οι ψυχολογικοί μισθοί. Ο ινδουιστικός εθνικισμός δίνει μια διπλή υπόσχεση στους εργαζόμενους φτωχούς της Ινδίας, οι οποίοι είναι επίσης, τις περισσότερες φορές, οι υποτελείς πολίτες της χώρας.
Από τη μία πλευρά, ο νεοφιλελεύθερος ινδουιστικός εθνικισμός του Μόντι επεκτείνει μια υπόσχεση ανάπτυξης που απευθύνεται ταυτόχρονα στις προσδοκίες για κοινωνική κινητικότητα και στις ανησυχίες για κοινωνική παρακμή μεταξύ των ανθρώπων που ζουν ακριβώς στα όρια της αβυσσαλέας φτώχειας. Από την άλλη πλευρά, αυτό το πολιτικό σχέδιο επεκτείνει ταυτόχρονα μια υπόσχεση αξιοπρέπειας, η οποία βασίζεται σε μια κοινή ινδουιστικότητα, που συχνά την αρνούνται σε όσους βρίσκονται στα κατώτερα σκαλοπάτια του συστήματος των καστών της Ινδίας.
Τελικά, η λειτουργία αυτών των ψυχολογικών μισθών επιτελεί μια λειτουργία που είναι ζωτικής σημασίας για τον αυταρχικό λαϊκισμό. Γράφοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο θεωρητικός της κουλτούρας Stuart Hall, ο οποίος επινόησε την έννοια για να συλλάβει το εγχείρημα της Μάργκαρετ Θάτσερ να αναδιαρθρώσει την πολιτική οικονομία του βρετανικού καπιταλισμού, ήταν πολύ σαφής ότι η επιτυχία του αυταρχικού λαϊκισμού έγκειται «στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει πραγματικά προβλήματα, πραγματικές και βιωμένες εμπειρίες, πραγματικές αντιφάσεις – αλλά είναι σε θέση να τα αναπαραστήσει μέσα σε μια λογική του λόγου που τα έλκει συστηματικά σε ευθυγράμμιση με τις πολιτικές και τις ταξικές στρατηγικές της Δεξιάς» (Hall 2017: 185-186).
Η πρότασή μου, λοιπόν, είναι ότι η επιτυχία του νεοφιλελεύθερου ινδουιστικού εθνικισμού του Μόντι επιτελεί μια πολύ παρόμοια λειτουργία, η οποία βασίζεται σε ψυχολογικές αμοιβές, και ότι αυτό επέτρεψε στο BJP να αποτρέψει την πολύ αισθητή κοινωνική κρίση της Ινδίας από το να μετατραπεί σε πολιτική κρίση και να διατηρήσει αυτό που φαίνεται να είναι μια πολύ ανθεκτική ηγεμονία στην ινδική κοινωνία.
Εκλογές στην Καρνατάκα
Θα ήταν παράλειψη να κλείσουμε χωρίς να σχολιάσουμε μια πρόσφατη εξέλιξη στην ινδική πολιτική – συγκεκριμένα τις εκλογές στο νότιο κρατίδιο Καρνατάκα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στα μέσα Μαΐου του τρέχοντος έτους. Το Κογκρέσο κέρδισε το BJP και αύξησε τον αριθμό των εδρών του στην πολιτειακή συνέλευση από 80 σε 135. Αυτό αφήνει το κόμμα με μια άνετη πλειοψηφία στην πολιτειακή συνέλευση της Καρνατάκα. Το Κογκρέσο διεκδίκησε τις εκλογές με βάση μια πλατφόρμα που υποσχόταν την καθιέρωση πολλών προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με μια προσπάθεια συσπείρωσης των χαμηλότερων καστών, των Νταλίτ και των μειονοτήτων πίσω από μια ατζέντα που έδινε έμφαση στην κοσμικότητα και τον πλουραλισμό. Για τον λόγο αυτό, δεν μοιάζει υπερβολικό ότι η νίκη του αντιπροσωπεύει την απόρριψη του νεοφιλελεύθερου ινδουιστικού εθνικισμού του BJP, το οποίο έμεινε με 66 έδρες στις εκλογές της πολιτείας, από 104 έδρες που είχε μετά τις εκλογές του 2018 (Verniers 2023· Sircar 2023).
Φαίνεται επίσης απολύτως λογικό να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό είναι σημαντικό επειδή η Καρνατάκα έχει αναδειχθεί ως το νότιο σύνορο στην προέλαση του BJP και του ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος σε ολόκληρη τη χώρα. Το κόμμα κατέκτησε την πολιτική εξουσία στην πολιτεία μετά τις εκλογές του 2018, μεθοδεύοντας μια σειρά από αποστασίες από το Κογκρέσο και το Janata Dal (Κοσμικό) –ένα κόμμα που εκπροσωπεί τις κατώτερες κάστες στην πολιτεία– και έκτοτε ακολούθησε μια επιθετική πλειονοτική πολιτική, για παράδειγμα απαγορεύοντας στις φοιτήτριες πανεπιστημίων να φορούν χιτζάμπ. Το BJP σάρωσε επίσης στην πολιτεία στις γενικές εκλογές του 2019 και το ευρύτερο ινδουιστικό εθνικιστικό κίνημα έχει εργαστεί σκληρά για να υποδαυλίσει τη θρησκευτική πόλωση στην πολιτεία – μια προσπάθεια που εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, σε αρκετές περιπτώσεις επιθέσεων αυτοδικίας κατά μουσουλμάνων (βλ. Kuthar 2019). Ωστόσο, καθώς οι εκλογές του 2023 αφήνουν το BJP χωρίς πολιτική εξουσία σε επίπεδο κρατιδίων σε ολόκληρη τη Νότια Ινδία, θα μπορούσε κανείς εύκολα να υποστηρίξει ότι η προέλασή του στο Νότο έχει σταματήσει (Oommen and Prasanna 2023).
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τον ακτιβιστή και δημοσιογράφο Shivasundar (2023) υποδηλώνει ότι αυτή η ανάγνωση μπορεί να είναι υπερβολικά αισιόδοξη. Σε ένα λεπτομερές και οξυδερκές σχόλιο, επισημαίνει ότι ενώ το σύστημα της πρώτης ψήφου σήμαινε ότι το κόμμα έχασε 40 έδρες στην πολιτειακή βουλή, το ποσοστό των ψήφων του –36%– παρέμεινε το ίδιο με αυτό των εκλογών του 2018. Επιπλέον, το κόμμα προσέλκυσε 800.000 περισσότερους ψηφοφόρους σε αυτές τις εκλογές από ό,τι το 2018. Οι αριθμοί αυτοί μπορεί να μην έχουν σημασία όσον αφορά την κατανομή των εδρών, αλλά όπως υποστηρίζει ο Shivasundar, μαρτυρούν το γεγονός ότι το BJP έχει εδραιώσει μια κοινωνική βάση στην πολιτεία. Επισημαίνει διάφορα πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα που δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Πρώτον, το BJP δεν φαίνεται να έχει χάσει την υποστήριξη των Λινγκαγιάτ, μιας πολιτικά σημαντικής κυρίαρχης κοινότητας κάστας στην πολιτεία. Πράγματι, έχει διατηρήσει το μερίδιο ψήφων του στην κοινότητα αυτή, καθώς και σε άλλες κυρίαρχες και ανώτερες καστικές ομάδες. Δεύτερον, το κόμμα δεν έχασε την υποστήριξή του σε καμία από τις περιοχές της Καρνατάκα που αποτέλεσαν τον πυρήνα των προσπαθειών του κόμματος και του ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος να διευρύνει τη θρησκευτική πόλωση – στην πραγματικότητα, αύξησε τα επίπεδα υποστήριξής του σε όλες αυτές τις περιοχές. Αυτό περιλαμβάνει τη μητροπολιτική περιοχή της Μπανγκαλόρ, όπου το BJP κέρδισε μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων από το Κογκρέσο. Επιπλέον, υποστηρίζει ο Shivasundar, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η μακροπρόθεσμη τάση, η οποία είναι αυτή της σταθερής γραμμικής αύξησης της υποστήριξης των ψηφοφόρων (μετρούμενη με βάση το μερίδιο ψήφων) για το BJP στην πολιτεία, από 4,4% το 1989 σε 36% το 2018 και το 2023.
Αυτό που αντανακλά είναι η ουσιαστική δύναμη του BJP και του ινδουιστικού εθνικιστικού κινήματος, δηλαδή η ικανότητά του να οικοδομεί μια σταθερή κοινωνική βάση για τον εαυτό του μακροπρόθεσμα. Μια παρόμοια διαδικασία εκτυλίχθηκε στο κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης στην ανατολική Ινδία, όπου το κόμμα από τρεις έδρες που είχε μετά τις πολιτειακές εκλογές του 2016, έφθασε να έχει 77 έδρες στην πολιτειακή βουλή από το 2021, καθιερώνοντας έτσι τον εαυτό του ως το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης στο κρατίδιο (Beauchamp 2021). Αυτή η ανθεκτική στρατηγική οργάνωσης και κινητοποίησης υπήρξε φυσικά επίσης ουσιαστική όσον αφορά την επίτευξη της σημερινής ηγεμονικής θέσης του κόμματος στην εθνική πολιτική.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει αντι-ηγεμονικό δυναμικό σε μια πολιτική για την κοινωνική πρόνοια και σε μια διεκδικητική πολιτική των Νταλίτ-Μπαχουτζάν. Σίγουρα υπάρχει. Πρέπει, ωστόσο, να προειδοποιήσουμε κατά της εξαγωγής γρήγορων και υπερβολικά αισιόδοξων συμπερασμάτων από το εκλογικό αποτέλεσμα της Καρνατάκα για τις γενικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για το 2024.
Στην πραγματικότητα, είναι απογοητευτικό, στον απόηχο των εκλογών στην Καρνατάκα, να θυμηθούμε ότι, το 2018, το BJP έχασε αρκετές πολιτειακές εκλογές στη Δυτική και Βόρεια Ινδία –την παραδοσιακή του εστία– και είχε επίσης να αντιμετωπίσει σημαντικές αγροτικές διαμαρτυρίες. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα κέρδισε ακόμη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις γενικές εκλογές του 2019 σε σύγκριση με το 2014.
Με άλλα λόγια, οι ψυχολογικές αμοιβές του νεοφιλελεύθερου ινδουιστικού εθνικισμού ενδέχεται να εξακολουθούν να παρέχουν ένα σημαντικό ποσοστό συνοχής στην ηγεμονία του Μόντι, καθώς το έθνος κινείται προς τις επόμενες γενικές εκλογές.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Alf Gunvald Nilsen, “Feast, Famine, and Hegemony: On Neoliberalisation and Hindu Nationalism in India”, Social Scientists’ Association, https://ssalanka.org/feast-famine-and-hegemony-on-neoliberalisation-and-hindu-nationalism-in-india-alf-gunvald-nilsen/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 19 Ιουνίου 2023, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article67005.
Ο Alf Gunvald Nilsen είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας και διευθυντής του Κέντρου Ασιατικών Σπουδών στην Αφρική στο Πανεπιστήμιο της Πρετόρια, Νότια Αφρική. Η έρευνά του επικεντρώνεται στην πολιτική της ανάπτυξης και της δημοκρατίας στον Παγκόσμιο Νότο, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ινδία και την Ασία.
Αναφορές
Aiyar, Yamini. (2023). “There’s no poverty data, therefore there’s no poverty!” Deccan Herald (30 Αρπιλίου). Διαθέσιμο στο https://www.deccanherald.com/opinion/there-s-no-poverty-data-therefore-there-s-no-poverty-1214274.html.
Banaji, Jairus. (2022). “Indian Big Business”. Phenomenal World (20 December). Διαθέσιμο στο https://www.phenomenalworld.org/analysis/family-business/.
Beauchamp, Zack. (2021). “India’s ruling party lost a key election. It’s worrying that it even stood a chance”. Vox (4 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://www.vox.com/policy-and-politics/2021/5/4/22412743/india-west-bengal-results-2021-bjp-modi-tmc-banerjee.
Bhattacharya, Snehashish. and Surbhi Kesar. (2020). “Precarity and Development: Production and Labor Processes in the Informal Economy in India”. Review of Radical Political Economics, 52(3): 387–408.
Chandrasekhar, C. P. (2022). “The jobs crisis is real”. Frontline (24 Ιουλίου). Διαθέσιμο στο https://frontline.thehindu.com/columns/economic-perspectives-the-jobs-crisis-is-real-on-india-unemployment-crisis/article65672480.ece.
Corbridge, Stuart and John Harriss. (2000): Reinventing India: Liberalization, Hindu Nationalism and Popular Democracy. Cambridge: Polity Press.
Dreze, Jean. (2023). “Since 2014, the poorest communities are earning less”. The Indian Express (25 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://indianexpress.com/article/opinion/columns/since-2014-the-poorest-communities-are-earning-less-8625367/.
Du Bois, William Edward Burghardt. (2007). Black Reconstruction in America. Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
Dwivedi, Divya, Shaj Mohan, and J. Reghu. (2020). “The Hindu Hoax: How Upper Castes Invented a Hindu Majority”. The Caravan (1 Ιανουαρίου). Διαθέσιμο στο https://caravanmagazine.in/religion/how-upper-castes-invented-hindu-majority.
Ghosh, Jayati. (2015). “Growth, industrialisation and inequality in India”. Journal of the Asia-Pacific Economy, 20(1): 42-56.
Hall, Stuart. (2017). Selected Political Writings: The Great Moving Right Show and Other Essays. Ντάραμ: Duke University Press.
Haq, Zia. (2020). “Govt unveils reforms to boost Covid-19-hit economy. Hindustan Times”. Hindustan Times (17 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://www.hindustantimes.com/india-news/govt-unveils-reforms-to-boost-covid-hit-economy/story-BHGFUl8LanloIQ1rWoN5sK.html.
Haraito, Gloria. (2022). “Indian Billionaire Gautam Adani Scales New Heights To Become The World’s Second-Richest Person”. Forbes (16 Σεπτεμβρίου). Διαθέσιμο στο https://www.forbes.com/sites/gloriaharaito/2022/09/16/indian-billionaire-gautam-adani-scales-new-heights-to-become-the-worlds-second-richest-person/?sh=4b939c0c290b.
Hart, Robert. (2023). “Gautam Adani Briefly Falls Out Of Top 20 Richest As His Net Worth Spirals After ‘Corporate Con’ Allegations”. Forbes (3 Φεβρουαρίου). Διαθέσιμο στο https://www.forbes.com/sites/roberthart/2023/02/03/gautam-adani-briefly-falls-out-of-top-20-richest-as-his-net-worth-spirals-after-corporate-con-allegations/?sh=5407c3a71a0f.
Hindenburg Research. (2023). “Adani Group: How The World’s 3rd Richest Man Is Pulling The Largest Con In Corporate History”. Διαθέσιμο στο https://hindenburgresearch.com/adani/
Hyatt, John. (2023). “The Countries With The Most Billionaires And Their Richest Citizens 2023”. Forbes (4 Απριλίου). Διαθέσιμο στο https://www.forbes.com/sites/johnhyatt/2023/04/04/the-countries-with-the-most-billionaires-and-their-richest-citizens-2023/?sh=1276fd481351.
Jaffrelot, Christophe. (1996). The Hindu Nationalist Movement in India. Νέα Υόρκη: Columbia University Press.
Jaffrelot, Christophe. (1998). “The Sangh Parivar Between Sanskritization and Social Engineering”. In Thomas Blom-Hansen and Christophe Jaffrelot (επιμ.). (22-72). Δελχί: Oxford University Press.
Jaffrelot, Christophe. (2021). Modi’s India: Hindu Nationalism and the Rise of Ethnic Democracy. Πρίνστον: Princeton University Press.
Jha, Abhishek and Roshan Kishore. (2022). “Protests over railway jobs are a grim reminder of the state of India’s job market”. Hindustan Times (28 Ιανουαρίου). Διαθέσιμο στο https://www.hindustantimes.com/india-news/protests-over-railway-jobs-are-a-grim-reminder-of-the-state-of-india-s-job-market-101643308438421.html.
Karmali, Naazneen. (2022). “India’s 10 Richest Billionaires 2022”. Forbes (5 Απριλίου). Διαθέσιμο στο https://www.forbes.com/sites/naazneenkarmali/2022/04/05/indias-10-richest-billionaires-2022/?sh=7025696c7617.
Kaur, Ravinder. (2020). Brand New Nation: Capitalist Dreams and Nationalist Designs in Twenty-First-Century India. Πάλο Άλτο: Stanford University Press.
Kishore, Roshan. (2020). “Deceleration, Pandemic, Recession: Does India Have a Plan?” Center for the Advanced Study of India (working paper). Διαθέσιμο στο https://casi.sas.upenn.edu/content/deceleration-pandemic-recession-does-india-have-plan-roshan-kishore.
Kumar, Manoj. (2023). “Despite India’s economic growth, few jobs and meagre pay for urban youth”. Reuters (23 Ιανουαρίου). Διαθέσιμο στο https://www.reuters.com/world/india/despite-indias-economic-growth-few-jobs-meagre-pay-urban-youth-2023-01-20/.
Kuthar, Greeshma. (2019). “How coastal Karnataka was saffronised: The story of rise and rise of Hindu nationalism in syncretic South Kanara”. First Post (1 Απριλίου). Διαθέσιμο στο https://www.firstpost.com/india/how-coastal-karnataka-was-saffronised-the-story-of-the-rise-and-rise-of-hindu-nationalism-in-syncretic-south-kanara-6363461.html.
Mody, Ashoka. (2023). “India’s Boom Is a Dangerous Myth”. Project Syndicate (29 Μαρτίου). Διαθέσιμο στο https://www.project-syndicate.org/commentary/india-economy-boom-is-a-myth-actually-failing-most-people-by-ashoka-mody-2023-03.
Mukka, Vikram. (2022). “Indians Account for 80% of Those Who Became Poor Globally in 2020 Due to COVID-19: World Bank”. The Wire (8 Οκτωβρίου). Διαθέσιμο στο https://thewire.in/economy/indians-account-for-80-of-those-who-became-poor-globally-in-2020-due-to-covid-19-world-bank.
Murali, Kanta. (2019). “Economic Liberalization and the Structural Power of Business in India”. In Christophe Jaffrelot, Athul Kohli, and Kanta Murali (Eds.). Business and Politics in India (25-49). Οξφόρδη: Oxford University Press.
Myers, Ella. (2022). The Gratifications of Whiteness: W. E. B. Du Bois and the Enduring Rewards of Anti-blackness. Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
Nielsen, Kenneth Bo and Alf Gunvald Nilsen. (2021). “Hindu nationalist statecraft and Modi’s authoritarian populism”. In Sten Widmalm (Ed.). The Routledge Handbook of Autocratization in Asia (93-100). Λονδίνο: Routledge.
Nilsen, Alf Gunvald. (2021). “India’s Trajectories of Change, 2004-2019”. In Michelle Williams and Vishwas Satgar. (Eds.). Destroying Democracy: Neoliberal Capitalism and the Rise of Authoritarian Politics (112-126). Γιοχάνεσμπουργκ: Wits University Press.
Oommen, Paul and Pooja Prasanna. (2023). “With Karnataka loss, BJP has no state government in south India”. The News Minute (13 μαΐου). Διαθέσιμο στο https://www.thenewsminute.com/article/karnataka-loss-bjp-has-no-state-government-south-india-177130.
Parker, Claire. (2022). “Protesters torch trains in India as frustration over lack of jobs for young people boils over”. Washington Post (28 Ιανουαρίου). Διαθέσιμο στο https://www.washingtonpost.com/world/2022/01/28/protesters-railway-jobs-bihar/.
Rajskhekhar, M. (2020). “Capital bows before the state”. India-Seminar.com. Διαθέσιμο στο https://www.india-seminar.com/2020/734/734_m_rajshekhar.htm.
Sazonow, Alexander and Jack Witzig. (2022). “Bezos Loses Spot as World’s Second-Richest Person to Adani”. Bloomberg (17 Σεπτεμβρίου). Διαθέσιμο στο https://www.bloomberg.com/news/articles/2022-09-16/jeff-bezos-loses-spot-as-world-s-second-richest-person-to-india-s-gautam-adani#xj4y7vzkg.
Shivasundar. (2023). “The Karnataka mandate: Hindutva is hidden and flourishing in details” The News Minute (20 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://www.thenewsminute.com/article/karnataka-mandate-hindutva-hidden-and-flourishing-details-177448.
Sinha, Aseema. (2019). “India’s New Porous State: Blurred Boundaries and the Evolving Business-State Relationship”. In Christophe Jaffrelot, Athul Kohli, and Kanta Murali (Eds.). Business and Politics in India (50-92). Οξφόρδη: Oxford University Press.
Sinha, Subir. (2022). “Why the Uttar Pradesh election result is important for Narendra Modi’s plans”. The Conversation (14 Μαρτίου). Διαθέσιμο στο https://theconversation.com/why-the-uttar-pradesh-election-result-is-important-for-narendra-modis-plans-177192.
Sircar, Neelanjan. (2022). “Corporate-controlled capitalism in India”. India-Seminar. Διαθέσιμο στο https://www.india-seminar.com/2022/749/749-NEELANJAN%20SIRCAR.htm.
Sircar, Neelanjan. (2023). “Southern setback for BJP, succour for Congress”. Hindustan Times (13 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://www.hindustantimes.com/opinion/southern-setback-for-bjp-succour-for-congress-101683997055326.html.
The Hindu. (2022). “It’s special, left behind those who ruled us for 250 years, says PM Modi on India becoming fifth largest economy” (5 Σεπτεμβρίου). Διαθέσιμο στο https://www.thehindu.com/news/national/its-special-left-behind-those-who-ruled-us-for-250-years-says-pm-modi-on-india-becoming-fifth-largest-economy/article65853790.ece..
Verniers, Gilles. (2023). “Things go South for BJP as its ‘all states, one campaign’ strategy falls short in Karnataka”. Economic Times (14 Μαΐου). Διαθέσιμο στο https://economictimes.indiatimes.com/opinion/et-commentary/view-things-go-south-for-bjp-as-its-all-states-one-campaign-strategy-falls-short-in-karnataka/articleshow/100233609.cms?utm_source=twitter_web&utm_medium=social&utm_campaign=socialsharebuttons.
World Inequality Lab. (2022). World Inequality Report 2022. Διαθέσιμο στο https://wir2022.wid.world/.
Wyatt, Andrew, Aseema Sinha, and John Echeverri-Gent. (2021). “Economic distress amidst political success: India’s economic policy under Modi 2014-2019”. India Review, 20(4): 402-435.
Zargar, Haris. (2020). “India’s Modi dismantles environmental safeguards”. New Frame (30 Ιουλίου). Διαθέσιμο στο https://www.newframe.com/indias-modi-dismantles-environmental-safeguards/.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Our World in Data, “Poverty: Share of population living on less than $3.65 a day”, Διαθέσιμο στο https://ourworldindata.org/grapher/share-living-with-less-than-320-int--per-day.