Το κεντρικό σύνθημα στο γκρεμισμένο τοίχο γράφει: «Δεν με νοιάζει πότε και που θα πεθάνω. Αυτό που με νοιάζει είναι να εξακολουθούν οι επαναστάτες να γεμίζουν τη γη με τις φωνές τους για να μην συνεχίσει να παραμένει άθικτη η αδικία πάνω στα κορμιά των φτωχών και των δυστυχισμένων. Ντάραγια»
Joey Ayoub
Μια ιδέα που ονομάζεται Ντάραγια
Τη στιγμή που η Χούντα συνελήφθη από στρατιώτες του καθεστώτος το 2013, η πολιορκία ης Ντάραγια, ενός προαστίου της Δαμασκού, έμπαινε στον πρώτο χρόνο της. Η Χούντα συνελήφθη με δύο φίλες της σε σημείο ελέγχου και μεταφέρθηκε σε φυλακή στη Μουανταμίγια, μια πόλη ακριβώς στα νότια της πρωτεύουσας. Αυτή η εμπειρία διαμορφώνει την κοσμοθεωρία της, Η Χούντα είπε στο συριακό μέσο ενημέρωσης Enab Baladi: «Μετά τη σύλληψή μου ξέρω το νόημα της αδικίας και είμαι πιο πρόθυμη να ζητήσω την ελευθερία.»1 Η Χούντα, όπως και πολλοί άλλοι Σύριοι, δήλωσε ότι ένιωσε μια αίσθηση αφύπνισης διαπιστώνοντας τη βαρβαρότητα του καθεστώτος Άσαντ από πρώτο χέρι.
Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 2016. Οι εναπομείναντες κάτοικοι της Ντάραγια εκδιώχθηκαν βίαια μετά από συμφωνία με το καθεστώς Άσαντ για να σταματήσει η πολιορκία και να επιστραφεί η πόλη στον έλεγχο του καθεστώτος. Θα ακολουθούσαν τη μοίρα των ανθρώπων της Χομ πριν από αυτούς και του Χαλεπιού και της Ανατολικής Γούτα μετά από αυτούς. Καθώς η πόλη έπεφτε, μια ομάδα γυναικών από τη Ντάραγια έγραψε μια ανοιχτή επιστολή που ανέφερε: «Ζητάμε δράση από τη διεθνή κοινότητα»2 για να αποτραπεί ο εξαναγκαστικός εκτοπισμός τους. Καμία τέτοια ενέργεια δεν ήρθε και έτσι, η Ντάραγια έπεσε3.
Τέσσερα χρόνια πολιορκίας από τις δυνάμεις του Ασάντ και τη λιβανέζικη θρησκευτική πολιτοφυλακή της Χεζμπολάχ άφησαν αυτό το μικρό προάστιο απελπισμένο για μια απόδραση. Ήξεραν τι είχε κάνει το καθεστώς σε άλλες απελευθερωμένες πόλεις, ένα καθεστώς του οποίου τα συνθήματα «Άσαντ ή καίμε τη χώρα»4 και «γονατίστε ή λιμοκτονείστε»5 εφαρμόστηκαν με βόμβες, πολιορκίες και γκουλάγκ. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στους τάφους των αγαπημένων τους, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μάζεψαν ό,τι μπορούσαν και έφυγαν. Πολλοί από τους γιους και τις κόρες της Νταράγια πήγαν στο Ιντλίμπ, την πόλη και την περιοχή στα βόρεια της Συρίας, όπου καταλήγουν πολλοί πρόσφυγες. Από τους περίπου τρία εκατομμύρια πολίτες που βρίσκονται σήμερα στο Ιντλίμπ, περίπου οι μισοί είναι πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Συρίας6.
Κατά την άφιξή του στο Ιντλίμπ, ο Μοχάμμεντ Αμπού Φαρίς είχε πει ότι ήρθε από ένα ιδιαίτερο μέρος. Όταν πήγε να ψάξει για δουλειά, ένας ιδιοκτήτης εργοστασίου τούβλων του είπε: «Είστε από τον Ντάραγια, κύριε. Έχετε τα πάντα. Είστε οι δάσκαλοί μας.»7 Ακόμη και πριν από το 2011, η Ντάραγια είχε αποκτήσει φήμη για τη μη βίαιη αντίστασή της στο καθεστώς Άσαντ. Η Ραζάν Ζαϊτουνέχ, η διάσημη δικηγόρος και ακτιβίστρια που απήχθη από την ομάδα ανταρτών Τζάις αλ-Ισλάμ το 2013, αποκάλεσε την πόλη «ένα αστέρι πριν από την επανάσταση και ένα αστέρι κατά τη διάρκειά της»8.
Δεκαετίες ακτιβισμού
Αυτό το αστέρι λάμπει από το 1998 όταν, υπό τη βασιλεία του Χαφέζ αλ-Άσαντ, περίπου είκοσι νεαροί διώχτηκαν από ένα τζαμί από τον κληρικό, καθώς οι «ζωηρές συζητήσεις τους είχαν φτάσει πολύ κοντά στην κοινωνική αλλαγή»9. Μεταξύ αυτών ήταν ένας 18χρονος, ο Γιάχια Σαρμπατζί ο οποίος θα ήταν ξανά επικεφαλής μη βίαιων διαδηλώσεων, όταν έφτασε η εποχή της Ντάραγια δεκατρία χρόνια αργότερα το 2011. Οι δράσεις τους ήταν εμπνευσμένες από μια μορφή ισλαμικού ανθρωπισμού που επηρεάστηκε από τον ειρηνιστή κληρικό Αμπτνούλ Άκραμ ασ-Σάκκα, ο οποίος με τη σειρά του τους εισήγαγε στη φιλοσοφία του Σαΐχ Τζάουαντ Σαΐντ, ενός άλλου σημαντικού υποστηρικτή της μη βίας. Η αποβολή τους από το τζαμί μπορεί να ήταν απροσδόκητη για τέτοια νεαρά μυαλά, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να συνεχίσουν να αμφισβητούν το καθιερωμένο δόγμα.
Έλαμψε και πάλι το 2003, όταν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο εισέβαλαν στο Ιράκ για να εκθρονίσουν τον Σαντάμ Χουσεΐν. Η νεολαία της Ντάραγια, μαζί και ο γαμπρός του Ασ-Σάκκα, ο Χάιθαμ αλ-Χαμούι10, πραγματοποίησε διαδηλώσεις για να εκφράσει την αλληλεγγύη της στον ιρακινό λαό. Το καθεστώς Άσαντ, αν και επίσημα αντιτάχθηκε στην εισβολή, συνέλαβε τους ακτιβιστές και καταδίκασε τους περισσότερους από αυτούς σε τρία έως τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Με τις έντονες κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις που προκάλεσε η πνευματική εξέγερση της «Άνοιξης της Δαμασκού»11 την περίοδο 2000-2001 και με τον φόβο ότι θα είναι επόμενος, ο Άσαντ δεν θα μπορούσε να ανεχτεί την αναζωπύρωση της πολιτικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, το καθεστώς Άσαντ δέχτηκε να βασανίζει «υπόπτους τρομοκρατίας» εξ ονόματος της αμερικανικής κυβέρνησης. Αυτό έγινε περισσότερο γνωστό με την περίπτωση του Καναδο-Σύριου Μάχερ Αράρ12, ο οποίος απήχθη από τις αρχές των ΗΠΑ το 2002, στάλθηκε στην Ιορδανία και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Συρία όπου βασανιζόταν για οκτώ μήνες. Σύμφωνα με τον πρώην πράκτορα της CIA Ρόμπερτ Μπάερ: «Αν θέλετε να ανακριθεί κάποιος καλά, τον στέλνετε στην Ιορδανία. Εάν θέλετε να εξαφανιστεί κάποιος, τον στέλνετε στην Αίγυπτο. Και αν θέλετε να βασανιστεί κάποιος, τον στέλνετε στη Συρία.»
Οι νεαροί άντρες και οι νεαρές γυναίκες της Ντάραγια ανήκαν στην γενιά που είδε τον Μπασάρ να κληρονομεί το θρόνο το 2000 και ίσως πίστευαν, όπως πολλοί, ότι θα ήταν διαφορετικός από τον αδίστακτο πατέρα του. Ο Μπασάρ άνοιξε ακόμα και χώρο για ακτιβισμό και δημοσιογραφία, αν και εντός αυστηρών ορίων. Δεν φαινόταν να είναι σαν τον πατέρας του που είχε φτιάξει τη φήμη του με τη συντριβή όλων των διαφωνιών, τον έλεγχο των υποθέσεων του γειτονικού Λιβάνου και την καταστολή του παλαιστινιακού / αριστερού / εθνικστικού συνασπισμού στα μέσα της δεκαετίας του '70. Δεν φαινόταν σαν τον θείο του τον Ριφάατ, τον «Χασάπη της Χάμα» της Συρίας, ο οποίος συνέτριψε μια εξέγερση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το 1982, σκοτώνοντας 40.000 ανθρώπους, κυρίως αμάχους. Δεν ήταν σαν τον αδελφό του τον Μάχερ, τον διοικητή της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς και της Τέταρτης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας του στρατού, που ήταν διαβόητος για την αγριότητα του. Ούτε ήταν σαν τον άλλο αδελφός του τον Μπάσελ, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος στη Σοβιετική Ένωση και είχε επιλεγεί από τον Χαφέζ ως διάδοχός του πριν πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1994. Με τέτοιους συγγενείς γύρω από τον Μπασάρ κανείς δεν μπορούσε να είναι προετοιμασμένος για αυτόν τον ήπιο οφθαλμίατρο, παντρεμένο με μια «ευυπόληπτη» επιχειρηματία γεννημένη στη Βρετανία που περνούσε τον χρόνο της υποστηρίζοντας φιλανθρωπικές οργανώσεις για πολλά κοινωνικά ζητήματα της Συρίας (με εξαίρεση, φυσικά, την ελευθερία του λόγου). Όλοι πίστευαν ότι ο Μπασάρ κληρονόμησε το θρόνο κατά βάση με απροθυμία.
Αλλά απρόθυμος ή μη13, ο Μπασάρ τους ξεπέρασε όλους. Μέσα σε ένα χρόνο μετά την επανάσταση, πολιορκούσε τη Νταράγια και περιόριζε όλα τα κινήματα τόσο έξω από την πόλη, όσο και μέσα σε αυτήν σε σημαντικό βαθμό. Οι καθημερινές βόμβες-βαρέλια και οι ελεύθεροι σκοπευτές του καθεστώτος τοποθετημένοι στα περίχωρα δημιούργησαν μια πόλη όπου κανένας άνδρας, γυναίκα ή παιδί δεν θα τολμούσε να περιφέρεται ελεύθερα. Έφτασε μέχρι το σημείο του τριήμερου οργίου δολοφονιών, σκοτώνοντας πάνω από 400, τον Αύγουστο του 201214. Η πόλη σχεδόν άδειασε: ο πληθυσμός ο οποίος πριν τον πόλεμο ήταν περίπου 300.000 μειώθηκε σε περίπου 6.000 μέσα σε ένα χρόνο περίπου.
Ένα εξαιρετικό πείραμα
Για να καταλάβουμε γιατί η Ντάραγια έγινε η πρώτη πόλη στη Δαμασκό που τέθηκε σε μια τέτοια στενή πολιορκία, θα πρέπει να δούμε το εξαιρετικό πείραμα της άμεσης δημοκρατίας που γεννήθηκε εκεί. Σε μια χώρα όπου ο στρατός και η σαμπίχα του, ή οι θρησκευτικοί εγκληματίες, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των λίγων μέσα και γύρω από την οικογένεια Άσαντ, οι αντάρτες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού της Ντάραγια ήταν υπό την εξουσία του Τοπικού Συμβουλίου15. Ενσάρκωναν ένα μοντέλο διακυβέρνησης που ήταν αντιθετικό σε ένα τέτοιο καθεστώς.
Εγκαταλειμμένη από τις κρατικές υπηρεσίες, η Ντάραγια κατέφυγε στην αυτοκυβέρνηση και την ανυπακοή, τόσο από ανάγκη όσο και από πεποίθηση. Όπως έγραψε η Βρετανο-Σύρια συγγραφέας Leila Al-Shami στο εγκώμιό της γι’ αυτή την επαναστατημένη πόλη16, το Τοπικό Συμβούλιο καλλιεργούσε φασόλια, σπανάκι και σιτάρι. Μια υπηρεσία αρωγής παρείχε σούπα. Μια ιατρική υπηρεσία επέβλεπε το κινητό νοσοκομείο κάτω από ανυπόφορες συνθήκες. Στις πρώτες μέρες της επανάστασης, οι επαναστάτες της Ντάραγια αντιμετώπιζαν ακόμη και τον στρατό που στέλνονταν για να τους πυροβολήσει με το σύνθημα «Ο στρατός και ο λαός είναι ένα». Με τη βοήθεια του ήχου από τις καμπάνες της εκκλησίας, αυτοί οι επαναστάτες κέρδισαν την εικόνα των ειρηνικών διαδηλωτών προσφέροντας λουλούδια και μπουκάλια νερού στους στρατιώτες17. Φώναζαν συνθήματα για τη δημοκρατία και την ισότητα όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και των εθνικών ομάδων της Συρίας.
Αυτό το πείραμα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στη Δαμασκό, εκτός αν έπεφτε το καθεστώς που κυβερνούσε αυτή την αρχαία πόλη. Και το ήξεραν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκαν οι Τοπικές Επιτροπές Συντονισμού για τον συντονισμό των διαδηλώσεων στη Συρία. Ήταν το πνευματικό τέκνο, μεταξύ άλλων, ενός από τους γιους της Νταράγια, ενός 26χρονου ράφτη που ονομαζόταν Γιγιάθ Ματάρ. Ήταν επίσης προϊόν της πεποίθησης του Σύριου αναρχικού στοχαστή Όμαρ Αζίζ ότι η επανάσταση θα μπορούσε να πετύχει μόνο αν αυτοοργανωνόταν με τρόπο αντίθετο προς τον αυταρχισμό του καθεστώτος.
Στην πόλη αυτή, μια ομάδα 40 νέων Σύριων ανδρών ηλικίας μεταξύ 21 και 30 ετών έφτιαξε ακόμη και μια υπόγεια βιβλιοθήκη18. Είχε συγκεντρώσει πάνω από 15.000 βιβλία από τα ερείπια των σπιτιών και από τα σπίτια που σύντομα θα γκρεμίζονταν19. Περιλάμβανε από ισλαμική θεολογία μέχρι τον Αλχημιστή του Paulo Coelho και τις Επτά συνήθειες των εξαιρετικά αποτελεσματικών ανθρώπων του Stephen Covery. Η βιβλιοθήκη φιλοξενούσε ένα τμήμα για τα παιδιά και τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και έστελναν τους συζύγους τους να παραλάβουν βιβλία από αυτή. Οι νέοι άνδρες ζητούσαν από τους ιδιοκτήτες των βιβλίων την έγκριση όταν αυτό ήταν δυνατό, και φρόντιζαν να γράψουν τα ονόματά τους στα βιβλία από σεβασμό. Στο Διασχίζαμε μια γέφυρα κι αυτή έτρεμε20, μια συλλογή μαρτυριών Σύριων του Wendy Pearlman, ο Ουάελ, πρόσφυγας τώρα στη Σουηδία, μίλησε για το πώς σκέφτηκε για τη Ντάραγια την πρώτη φορά που είδε ένα βιβλίο στη νέα του πόλη: «Μια βιβλιοθήκη σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα διαβάσουν, πράγμα που σημαίνει ότι θα σκεφτούν, πράγμα που σημαίνει ότι θα γνωρίσουν τα δικαιώματά τους.» Μέχρι τη λήξη της πολιορκίας, η μοίρα της βιβλιοθήκης συνδέθηκε με τη μοίρα του λαού της Ντάραγια.
Ο Γιγιάθ Ματάρ συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 και το ακρωτηριασμένο πτώμα του επιστράφηκε στην οικογένειά του ημέρες αργότερα. Ήταν ένας από τους πρώτους που έφυγαν. Τον Αύγουστο του 2018, το καθεστώς ανανέωσε τα αρχεία του με τον κατάλογο των ανθρώπων που είχαν πεθάνει από βασανιστήρια υπό κράτηση21. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν περίπου 1.000 άνθρωποι από τη Ντάραγια, μεταξύ των οποίων τα αδέφια Σαρμπατζί. Ο Γιάχια και ο αδελφός του Μοχάμμεντ, γνωστός ως Μά’αραν, συνελήφθησαν μαζί με τον Γιγιάθ. Ο Γιάχια δηλώθηκε νεκρός στις 15 Ιανουαρίου 2013, ο Μά’αραν στις 13 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Ακολούθησαν τη μοίρα πολλών Συρίων που έχασαν τη ζωή τους υπό καθεστώς κράτησης. Στην διαβόητη φυλακή Σαϊντνάγια κοντά στη Δαμασκό, έως και 13.000 άτομα απαγχονίστηκαν από το 2011 έως το 201522 (και εξακολουθεί να λειτουργεί). Ο Ομάρ Αζίζ πέθανε από βασανιστήρια στη φυλακή στις 17 Φεβρουαρίου 201323. Ο Παλαιστινιο-Σύριος προγραμματιστής ανοικτού λογισμικού Μπάσελ Χάρταμπιλ Σαφάντι εκτελέστηκε τον Οκτώβριο του 2015 στη φυλακή Άντρα24 και η σύζυγός του Νούρα το ανακάλυψε μόνο ύστερα από δύο χρόνια. Στις τελευταίες εβδομάδες του Χαλεπιού25, η βάρβαρη τετραετής πολιορκία μετατράπηκε σε άλλη μία παράδοση. Η εκ των πραγμάτων πρωτεύουσα της επανάστασης έπεσε26 και η βαρβαρότητα της ανακατάληψης της πόλης προκάλεσε τη σύγκρισή της με τη Γκουέρνικα και το Σεράγεβο.
Δεν μπορώ να απαριθμήσω όλους τους νεκρούς, τους «εξαφανισμένους», τους εξορίστους. Είναι πάρα πολλοί.
Μια ιδέα που ονομάζεται Ντάραγια
Αυτή είναι η ιστορία μιας ιδέας που ονομάζεται Ντάραγια. Ο λαός της εξέθεσε την υποκρισία ενός κόσμου που μπόρεσε να αφήσει τέτοιες φρικαλεότητες να συμβούν και απλώς υποδέχτηκε απρόθυμα μερικούς επιζώντες αφήνοντας τους υπόλοιπους να πεθάνουν. Με τον τρόπο αυτό, ο κόσμος εκτέθηκε ο ίδιος ως εγκληματίας, εξαιτίας της αδράνειας του για την προστασία του λαού της Ντάραγια, της Χομς, του Χαλεπιού, της Ντάραα και της Ανατολικής Γούτα. Είναι μια μαρτυρία ενός ενοχλητικού γεγονότος: ότι πολύ καιρό πριν οι Σύριοι μετατραπούν σε πρόσφυγες και γίνουν εξιλαστήρια θύματα στις όχθες της Ευρώπης Φρούριο, η επανάσταση που χτίζονταν κάτω από τις βόμβες-βαρέλια, τους ελεύθερους σκοπευτές και τις πολιορκίες, είχε ήδη εγκαταλειφθεί στη μοίρα της. Το πλήθος των εκκλήσεων του Τοπικού Συμβουλίου προς τα Ηνωμένα Έθνη, ακόμη και κατά τους τελευταίους μήνες της ύπαρξής του, έμειναν αναπάντητες. Όπως σωστά επισήμανε το Συμβούλιο τον Ιανουάριο του 201627, το ψήφισμα αριθ. 2165 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 14ης Ιουλίου 2014 «επιτρέπει την παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας χωρίς να απαιτείται έγκριση» από το καθεστώς. Δεν δόθηκε καμιά ικανοποιητική απάντηση για ποιο λόγο η ανθρωπιστική βοήθεια δεν ήρθε ποτέ, γιατί οι άνθρωποι αφέθηκαν να πεθάνουν από την πείνα ή επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη. Δε χρειάστηκε καμιά απάντηση για ένα έγκλημα τόσο φανερό σε όλους στην εποχή όπου οι σφαγές υπάρχουν σε ζωντανή ροή στο Facebook και στο Twitter.
Στα επόμενα χρόνια μετά τη πρώτη σύλληψη της Χούντα, οι αυτοανακηρυγμένοι φύλακες των πυλών της δημοκρατίας της Δύσης παρακολουθούσαν τα υπάρχοντα δημοκρατικά πειράματα να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο στη Συρία. Και αντί να μιλάμε για μια ευρωπαϊκή κρίση, αυτή που μέχρι στιγμής επέτρεψε να βρουν το θάνατο στις ακτές της περισσότεροι από 15.000 άνθρωποι28 από το 2014 έως το 2018, μιλάμε για μια «μεταναστευτική κρίση». Για να αναφέρω τον παντοτινό Τζέιμς Μπάλντγουιν29, «αυτό που λέτε για κάποιον άλλο αποκαλύπτει εσάς». Το βάρος της απόδειξης έχει πέσει στα θύματα, με τους μυστηριώδεις τρόπους τους, το πιο σκούρο δέρμα τους, τις πολιτισμικές τους διαφορές. Με κλασσική αποικιακή αλαζονεία, στους υποτιθέμενους μεταποικιακούς χρόνους, αποφεύχθηκε η πραγματική κρίση και, αντιθέτως, δημιουργήθηκαν τα βολικά εξιλαστήρια θύματα των δομικών κρίσεων της ίδιας της ηπείρου για να σηκώσουν το σταυρό.
Δύο εβδομάδες μετά την πτώση του Ντάραγια, ο Μπασάρ αλ-Ασαντ πήγε στην άδεια πόλη30 για να προσευχηθεί σε κάποιο τζαμί. Μαζί του ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ο Μουφτής Άχμαντ Μπαντρεντίν Χασσούν, γνωστούς τοπικά ως Μουφτής των Βομβών-Βαρέλια, για τα κηρύγματά του που υποστηρίζουν τη βίαιη συντριβή των διαδηλωτών. Ο Μουφτής κατονομάστηκε επίσης σε έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ως ένας από τους τρεις αξιωματούχους που διορίστηκαν για να εγκρίνουν τον απαγχονισμό ανθρώπων στη Σαϊντνάγια31. Το μήνυμα ήταν σαφές, και πάλι. Άσαντ ή καίμε τη χώρα. Γονατίστε ή λιμοκτονείστε. Απέρριψαν τον Άσαντ κι έτσι η Ντάραγια κάηκε. Αρνήθηκαν να γονατίζουν, οπότε η Ντάραγια λιμοκτονούσε. Το μήνυμα του Ασάντ απευθύνονταν και στον κόσμο: «Δείτε τι μπορώ να κάνω σ’ αυτούς.» Επίσης ήθελε να πει στους υποστηρικτές του ότι μπορούν να ζήσουν μια «κανονική» ζωή υπό την κυριαρχία του, αρκεί να είναι φρόνιμοι32. Όπως ο έγραψε Σύριος συγγραφέας Omar Kaddour: «Καθώς το καθεστώς εφαρμόζει πολιτική καμένης γης και λιμοκτονίας του πληθυσμού για να τον γονατίσει, επιμένει να δείξει ότι στις περιοχές που ελέγχει η ζωή ακολουθεί τη φυσική της πορεία»33. Στη Δαμασκό θα μπορούσε να ζήσει κανείς μια σχετικά «κανονική» ζωή. Για το λόγο αυτό οι πρόσφυγες τείνουν να πηγαίνουν αρκετές φορές σε περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς. Ήξεραν ότι οι βόμβες-βαρέλια του καθεστώτος δεν θα έπεφταν από τον ελεγχόμενο από το καθεστώς ουρανό.
Αυτή είναι η ιστορία μιας ιδέας που ονομάζεται Ντάραγια. Είναι η ιστορία ενός άρρωστου κόσμου, ενός κόσμου με μια ασθένεια που, όπως λέει ο Σύριος συγγραφέας και πρώην κρατούμενος Yassin al-Haj Saleh, «επιδεινώνει τις ασθένειες μας, τόσο αυτές που κληρονομήσαμε, όσο και αυτές που αποκτήσαμε»34. Καθώς περισσότερες χώρες προσανατολίζονται όλο και πιο πολύ στην αυταρχική και ξενοφοβική πολιτική, αυτοί που περιγράφονται, παρά τη θέλησή τους, ως καταλύτες αυτής της στροφής έγιναν μάρτυρες των κοινωνιών που την παρήγαγαν. Ως μάρτυρες, αναγκάστηκαν να κοιτάξουν τόσο τη Συρία όσο και τη λεγόμενη «διεθνή κοινότητα», ενώ τους αφαιρέθηκε κάθε δυνατότητα για να κάνουν οτιδήποτε σε σχέση τόσο με την μία όσο κι με την άλλη. Όσο για αυτήν την κοινότητα, μπορεί να ασκήσει την εξουσία της για τους Σύριους και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες χωρίς να χρειάζεται καν να τους κοιτάξει.
Άσαντ ή καίμε τη χώρα. Γονατίστε ή λιμοκτονείστε.
Μετάφραση: e la libertà
Joey Ayoub, «An idea called Daraya», al-Jumhuriya, 9 Δεκεμβίου 2018· Alliance of Middle Eastern Socialists, 11 Δεκεμβρίου 2018· Hummus for Thought
Ο Joey Ayoub είναι συγγραφέας και ερευνητής που ολοκληρώνει σήμερα το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διαχειρίζεται το blog Hummus for Thought και είναι συντάκτης για θέματα Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής στο Global Voices. Το tweets του: @joeyayoub.
Σημειώσεις
1 Baylasn Omar, «You cannot besiege my mind… not for an hour!», Enab Baladi, τεύχος 73, 14 Ιουλίου 2013
2 «On napalm and starvation: An open letter to the world from the women of Daraya», Middle East Eye, 31 Αυγούστου 2016
3 Leila Al Shami, «Daraya, Symbol of Non-Violent Revolution and Self-Determination, Falls to the Syrian Regime», Global Voices, 26 Αυγούστου 2016 [Leila Al Shami, «Ντάραγια», e la libertà, 29 Αυγούστου 2016]
4 Emile Hokayem, «“Assad or We Burn the Country”: Misreading Sectarianism and the Regime in Syria», War On The Rocks, 24 Αυγούστου 2016
5 «The barbarism of Assad. No more “kneel or starve”!», C21st Left, 14 Μαΐου 2018
6 «Refugees International warns of impending humanitarian disaster in Syria’s Idlib province», Reliefweb, 4 Σεπτεμβρίου 2018
7 «Daraya Residents Confronted With New Reality After Arriving in Idleb Camps», Enab Baladi, 31 Αυγούστου 2016
8 «Daraya: the town that shames the world», The Syria Campaign, 24 Μαρτίου 2016
9 Mohja Kahf, «Water bottles & roses», Mashallah News, 21 Νοεμβρίου 2011
12 «Maher Arar: My Rendition & Torture in Syrian Prison Highlights U.S. Reliance on Syria as an Ally», Democracy Now, 13 Ιουνίου 2011
13 Farouk Mardam-Bey, Subhi Hadidi, Ziad Majed, Dans la tête de Bachar al-Assad, Actes sud, 2018.
14 Janine di Giovanni, «Syria crisis: Daraya massacre leaves a ghost town still counting its dead», The Guardian, 7 Σεπτεμβρίου 2012
16 Leila Al Shami, «Daraya, Symbol of Non-Violent Revolution and Self-Determination, Falls to the Syrian Regime», Global Voices, 26 Αυγούστου 2016 [Leila Al Shami, «Ντάραγια», e la libertà, 29 Αυγούστου 2016]
17 Mohja Kahf, «Water bottles & roses», Mashallah News, 21 Νοεμβρίου 2011
18 Borzou Daragahi, Sarah Dadouch, «This What A Syrian City’s First Free Library Looks Like», BuzzFeedNews, 4 Φεβρουαρίου 2016
19 Delphine Minoui, Les Passeurs de livres de Daraya. Une bibliothèque secrète en Syrie, Seuil, 2018.
20 Wendy Pearlman, We Crossed a Bridge and It Trembled. Voices from Syria, Custom House, Νέα Υόρκη 2017.
21 Mazen Hassoun, «After years of silence and denial, Assad regime issues death certificates to “disappeared” prisoners», Global Voices, 5 Αυγούστου 2018
22 «Syria: 13,000 secretly hanged in Saydnaya military prison - shocking new report», Amnesty International, 7 Φεβρουαρίου 2017
23 Budour Hassan, «Omar Aziz: Rest in Power», قصف عشوائي - Random Shelling, 20 Φεβρουαρίου 2013
24 Joey Ayoub, «“They Can't Stop Us” - World Mourns Execution of Palestinian-Syrian Activist Bassel Khartabil Safadi by the Assad Regime», Global Voices, 6 Αυγούστου 2017
25 مرسيل شحوارو, «In Memory of Aleppo», Global Voices, 25 Δεκεμβρίου 2017
26 Samer Frangie, «On Aleppo: A Letter to a Historian in the Future», Global Voices, 9 Ιανουαρίου 2017
27 المجلس المحلي لمدينة داريا - Local Council of Daraya City, 10 Ιανουαρίου 2016
31 Areeb Ullah,«Syrian grand mufti “given power to approve thousands of executions”», Middle East Eye, 7 Φεβρουαρίου 2017
32 Maria Mattar, «In Damascus, Solidarity with Besieged East Ghouta is Dangerous», Global Voices, 5 Μαρτίου 2018
33 Omar Kaddour, «Assad or the Naked Lion», Hummus For Thought, 13 Μαΐου 2018