John Newsinger
«Το τσεκούρι χωρίς κόψη»: Η Σοσιαλδημοκρατία και η Φινλανδική Επανάσταση του 1918
Η αποτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης να εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο, στα χρόνια μετά το 1917 είναι μια από τις μεγάλες τραγωδίες του 20ού αιώνα. Πράγματι, πολλές από τις καταστροφές που έπληξαν στη συνέχεια την ανθρωπότητα, συμπεριλαμβανομένου του σταλινισμού και του ναζισμού, είναι συνέπειες αυτής της αποτυχίας. Εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία η κατανόηση των λόγων της αποτυχίας της εργατικής τάξης στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Ουγγαρία και αλλού να καταλάβει την εξουσία κατά τη διάρκεια των ετών της επαναστατικής αναταραχής που συνόδευσε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίστηκε μέχρι το 1923 στην Ευρώπη. Το σημείο εκκίνησης για κάθε τέτοια συζήτηση πρέπει να είναι η πρώτη ήττα που έμελλε να υποστεί η διεθνής εργατική τάξη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση: η ήττα της Φινλανδικής Επανάστασης και η Λευκή Τρομοκρατία που επιβλήθηκε στους Φινλανδούς εργάτες από τις νικηφόρες δυνάμεις της αντίδρασης. Η Φινλανδική Επανάσταση είναι ιδιαίτερα διδακτική, διότι δείχνει τι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε προκύψει στην ίδια τη Ρωσία, αν οι μενσεβίκοι είχαν επικρατήσει απέναντι στους μπολσεβίκους τον Ιούλιο του 1917: όχι αστική δημοκρατία, αλλά στρατιωτική δικτατορία και Λευκή Τρομοκρατία, μια Λευκή Τρομοκρατία, μάλιστα, που στη Ρωσία, χωρίς καμία αμφιβολία, θα είχε στοιχίσει τη ζωή σε σημαντικό ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας, με σφαγιασμό εκατοντάδων χιλιάδων. Η τύχη της Φινλανδικής Επανάστασης ήταν ζωτικής σημασίας. Ποιοι παράγοντες οδήγησαν λοιπόν στην επανάσταση στη Φινλανδία και ποιοι παράγοντες ευθύνονται για την ήττα της;
Το Μεγάλο Δουκάτο
Η Φινλανδία αποτελούσε επαρχία της Σουηδίας μέχρι το 1809, όταν προσαρτήθηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄. Ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική, με μια σε μεγάλο βαθμό σουηδόφωνη μικρή αριστοκρατία να κυβερνά έναν φτωχό φινλανδόφωνο πληθυσμό. Οι ευγενείς μετέφεραν αβίαστα την υποταγή τους στον τσαρισμό, με πολλούς από τους γιους τους να υπηρετούν ως αξιωματικοί στον τσαρικό στρατό. Στο Μεγάλο Δουκάτο παραχωρήθηκε σημαντική αυτονομία για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα. Πράγματι, σύμφωνα με τον ιστορικό Anthony Upton, για «τα περισσότερα πρακτικά ζητήματα», οι Τσάροι κυβερνούσαν τη χώρα σαν «κυρίαρχο κράτος.»1
Από τη δεκαετία του 1870 η Φινλανδία άρχισε να εκβιομηχανίζεται. Ο πληθυσμός του Μεγάλου Δουκάτου αυξήθηκε από 1,7 εκατομμύρια το 1870 σε πάνω από 3,2 εκατομμύρια το 1914 (και αυτό παρά το σχεδόν μισό εκατομμύριο μετανάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες). Ενώ το 1870 η βιομηχανική παραγωγή αποτιμούνταν σε μόλις 3 εκατομμύρια λίρες, το 1914 είχε αποτιμηθεί σε 40 εκατομμύρια λίρες. Σύμφωνα με έναν ιστορικό, ο ρυθμός ανάπτυξης της φινλανδικής οικονομίας τη δεκαετία του 1890 ήταν «ένας από τους ταχύτερους στην Ευρώπη», με το μερίδιο της βιομηχανίας και των κατασκευών στο ΑΕΠ εκείνη τη δεκαετία να αυξάνεται «από 13 σε 25 τοις εκατό». Γενικότερα, μεταξύ του 1860 και του 1913, το φινλανδικό ΑΕΠ «πενταπλασιάστηκε... με τη δεκαετία του 1890 να αποτελεί την περίοδο της ταχύτερης ανάπτυξης».2 Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού συστήματος ήταν θεαματική: από 67 μίλια γραμμών τη δεκαετία του 1860 σε 2.500 μίλια μέχρι το 1914. Και αυτή η βιομηχανική ανάπτυξη γέννησε τη βιομηχανική εργατική τάξη. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών αυξήθηκε από 28.000 το 1885 σε 81.000 το 1905 και 110.000 το 1914. Η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης εξακολουθούσε να αποτελείται από ακτήμονες εργαζόμενους, με περισσότερους από 850.000 άνδρες και γυναίκες να εργάζονται στη γη το 1900, ζώντας συχνά σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.
Τα πρώτα συνδικάτα δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1890 και το 1899 ιδρύθηκε η πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση, το Φινλανδικό Εργατικό Κόμμα (TP / Suomen Työväenpuolue). Το WP άλλαξε το όνομά του σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP / Suomen sosialidemokraattinen puolue) στο συνέδριό του το 1903. Από την αρχή οι Φινλανδοί σοσιαλιστές αναζητούσαν έμπνευση και παραδείγματα από τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, με τον Καρλ Κάουτσκι να αποτελεί τον «κύριο θεωρητικό» τους.3 Τα έργα του μεταφράζονταν συστηματικά στα φινλανδικά, ενώ ο Λένιν παρέμενε ουσιαστικά άγνωστος. Όσον αφορά την ηγεσία του SDP, το κόμμα ήταν μια ορθόδοξη μαρξιστική οργάνωση που απέρριπτε τον ρεφορμισμό και τις ρεφορμιστικές αυταπάτες ότι προσφέρουν οποιαδήποτε δρόμο προς τον σοσιαλισμό, απέρριπτε την επαναστατική δραστηριότητα ως τυχοδιωκτισμό και αντίθετα έβλεπε την ιστορική εξέλιξη ως την κινητήρια δύναμη του σοσιαλισμού που θα τον έφερνε αναπόφευκτα, δείχνοντας μάλιστα στην άρχουσα τάξη ότι η αντίσταση ήταν μάταιη. Ο σοσιαλισμός επρόκειτο να προκύψει όχι μέσω της δράσης της εργατικής τάξης, αλλά θα ερχόταν ως μέρος μιας ακαταμάχητης ιστορικής διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που θα λειτουργούσε από μόνη της προς όφελος της εργατικής τάξης. Με αυτή τη στρατηγική θεώρηση, υπήρχε μόνο ένα μικρό βήμα για να θεωρηθεί η αυτενέργεια της εργατικής τάξης ως πραγματικό εμπόδιο για το σοσιαλισμό, με κίνδυνο τον εκτροχιασμό της ιστορικής διαδικασίας από παράλογα αιτήματα και πρόωρη δράση. Παράλληλα με αυτή την πολιτική στρατηγική του Κάουτσκι, το SDP ενστερνίστηκε επίσης την αντίληψη των «σταδίων» της ιστορικής εξέλιξης που αποτελούσε την ορθοδοξία των Ρώσων μαρξιστών, τόσο των μενσεβίκων όσο και των μπολσεβίκων, εκείνη την εποχή. Από αυτή την άποψη, η Φινλανδία ήταν μια καθυστερημένη χώρα που έπρεπε ακόμη να περάσει από το αστικό στάδιο ανάπτυξης, ένα στάδιο που θα απαιτούσε μια αστική επανάσταση υπό την ηγεσία των εκπροσώπων της καπιταλιστικής τάξης. Ο ρόλος που απέδιδαν στην εργατική τάξη σε αυτή τη διαδικασία ήταν αυτός της δράσης προς υποστήριξη των αστικών αιτημάτων, της συμμετοχής στην επανάσταση «ως βοηθητικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της προοδευτικής αστικής τάξης»4, της βελτίωσης και της ενίσχυσης της θέσης της εργατικής τάξης, αλλά παρόλ’ αυτά του περιορισμού των αιτημάτων της εργατικής τάξης σε αυτά που ήταν συμβατά με την αστική κοινωνία και τον καπιταλισμό. Όλα αυτά θα δοκιμαστούν το 1905.
Την ίδια στιγμή που το φινλανδικό εργατικό κίνημα διαμορφωνόταν, ο τσάρος Νικόλαος Β΄, ο οποίος ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο το 1894, προσπάθησε να περιορίσει τη φινλανδική αυτονομία και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα «ρωσοποίησης». Τα ρωσικά έγιναν η επίσημη γλώσσα και το ρούβλι το επίσημο νόμισμα. Ο βαθμός ελέγχου και εποπτείας που ασκούνταν από την Αγία Πετρούπολη αυξήθηκε κατακόρυφα. Αυτό που προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις ήταν η επέκταση της επιστράτευσης στο Μεγάλο Δουκάτο το 1901. Υπογράφηκε ψήφισμα διαμαρτυρίας κατά του «εκρωσισμού» από μισό εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά ο Τσάρος αρνήθηκε ακόμη και να συναντήσει την αντιπροσωπεία. Όπως ήταν αναμενόμενο, αγνόησε όλες τις διαμαρτυρίες και διέταξε τον γενικό κυβερνήτη του Νικολάι Μπομπρίκοφ να προχωρήσει. Η καθιέρωση της επιστράτευσης συνάντησε σημαντικές αντιδράσεις, με πολλούς νέους άνδρες να αρνούνται να υπηρετήσουν. Τον Απρίλιο του 1902 λιγότεροι από τους μισούς στρατεύσιμους παρουσιάστηκαν για υπηρεσία. Στο Ελσίνκι, όπου είχαν επιστρατευτεί 870 νέοι, μόνο 38 παρουσιάστηκαν, με μεγάλο πλήθος να τους υποδέχεται με «χλευαστικές φωνές και σφυρίγματα». Την επόμενη ημέρα σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις στους δρόμους με τους Κοζάκους να καταδιώκουν με τα άλογα τους διαδηλωτές, να τους μαστιγώνουν και να τους χτυπούν με τα σπαθιά τους. Οι Κοζάκοι «δέχτηκαν ένα χαλάζι από πέτρες και υποχώρησαν».5 Η κατάσταση συνέχισε να επιδεινώνεται, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Μπομπρίκοφ στις 16 Ιουλίου 1904.
Το 1905 και μετά
Αυτό που άλλαξε την κατάσταση ήταν το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία το 1905. Στις αρχές του έτους πραγματοποιήθηκαν διάφορες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες στη Φινλανδία, στις οποίες συμμετείχαν τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά, απαιτώντας την αποκατάσταση της φινλανδικής αυτονομίας και υποστηρίζοντας τις διαμαρτυρίες στη Ρωσία. Στις 24 και 25 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα εναντίον της σφαγής της Ματωμένης Κυριακής στην Αγία Πετρούπολη. Οι διαδηλώσεις αυτές είχαν συχνά μαζικό χαρακτήρα, με τη διαδήλωση κατά της αστυνομίας στο Ελσίνκι στις 9 Απριλίου να κινητοποιεί περίπου 30.000 άτομα, το ένα τρίτο του πληθυσμού της πόλης. Οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών, όπου πρωτοστάτησαν οι ακτήμονες εργάτες και οι ενοικιαστές αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Στις 6 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν πανεθνικές διαδηλώσεις κατά της κυβερνητικής καταστολής. Αυτό κορυφώθηκε με την απόφαση του SDP και των συνδικαλιστικών ηγεσιών, οι οποίες δέχονταν αυξανόμενη πίεση από τη βάση τους, να προκηρύξουν γενική απεργία που ξεκίνησε στις 30 Οκτωβρίου. Η γενική απεργία είχε ευρεία υποστήριξη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και η αστυνομία προσχώρησαν στην απεργία και σε πολλές περιοχές, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, οι απεργοί δημιούργησαν μονάδες Κόκκινης Φρουράς που ουσιαστικά ανέλαβαν τον έλεγχο των περιοχών τους, επιβάλλοντας την απεργία, καταλαμβάνοντας αστυνομικά τμήματα και χώρους εργασίας και επιβάλλοντας τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Οι γαιοκτήμονες και οι εργοδότες απάντησαν σε αυτό με τη δημιουργία των δικών τους μονάδων Λευκής Φρουράς, ευρέως γνωστών ως «Χασάπηδες του Λαού», οι οποίες βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη στρατολόγηση δεξιών πανεπιστημιακών φοιτητών. Η ηγεσία του SDP τρομοκρατήθηκε από αυτό που είχε εξαπολύσει. Οι Κόκκινες Φρουρές ήταν μια οργάνωση της βάσης, που δεν τελούσε υπό κομματικό έλεγχο, και ακολουθούσε μια πολύ πιο ριζοσπαστική γραμμή από την ηγεσία του SDP, προτιμώντας την άμεση δράση αντί του εκλογικισμού. Όταν ο Νικόλαος Β΄ εξέδωσε το μανιφέστο του στις 4 Νοεμβρίου, υποσχόμενος να αποκαταστήσει τη φινλανδική αυτονομία με ένα κοινοβούλιο που θα εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία, δίνοντας δικαίωμα ψήφου τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, η ηγεσία του SDP έσπευσε να ματαιώσει τη γενική απεργία στις 6 Νοεμβρίου. Πίστεψαν περισσότερο στις υποσχέσεις του Τσάρου παρά στους εργάτες!
Η γενική απεργία είχε αποδείξει ότι, ενώ η απεργία είχε προκηρυχθεί για να απαιτηθεί η αποκατάσταση της φινλανδικής αυτονομίας, όσον αφορά τους ίδιους τους απεργούς, ήταν μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους εργοδότες και τους γαιοκτήμονες. Πράγματι, η απεργιακή επιτροπή του Ελσίνκι κάλεσε μάλιστα την Κόκκινη Φρουρά να παραμείνει, έτοιμη «για μια νέα, ακόμη πιο σκληρή μάχη, την οποία το προλεταριάτο θα δώσει από τώρα και στο εξής εναντίον της αστικής τάξης». Αυτό δεν ήταν, φυσικά, καθόλου αυτό που είχε στο μυαλό της η ηγεσία του SDP, η οποία, αντίθετα, πίεζε να διαλυθεί η Κόκκινη Φρουρά και έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποδυναμώσει. Από την πλευρά της, η ηγεσία της Κόκκινης Φρουράς δημιούργησε στενές σχέσεις με επαναστάτες στις τάξεις της ρωσικής φρουράς, ιδίως με τους Ρώσους ναύτες που υπηρετούσαν στη Φινλανδία. Τον Ιούλιο του 1906 υποστήριξαν μια απόπειρα ναυτικής ανταρσίας στο φρούριο Σβέαμποργ στο λιμάνι του Ελσίνκι, καλώντας σε νέα γενική απεργία. Η ηγεσία του SDP δεν συμφώνησε και η ανταρσία καταπνίγηκε. Στη συνέχεια, η Κόκκινη Φρουρά κατεστάλη αποτελεσματικά από τις αρχές, αλλά όχι πριν από μια αιματηρή σύγκρουση με τους Λευκοφρουρούς και την αστυνομία στο Ελσίνκι που άφησε δύο Κόκκινους Φρουρούς και πέντε Λευκοφρουρούς νεκρούς. Ο Upton περιγράφει αυτή τη σύγκρουση ως «το πρώτο αίμα... στον φινλανδικό εμφύλιο πόλεμο».6 Τον επόμενο μήνα, στο συνέδριο του κόμματος στο Όουλου, το SDP απέρριψε επίσημα τη βίαιη επανάσταση και δεσμεύτηκε να εργαστεί μέσω του νέου κοινοβουλίου που παραχωρήθηκε από τον Τσάρο, ψηφίζοντας υπέρ της διάλυσης της Κόκκινης Φρουράς. Όπως το έθεσε ένας ιστορικός, το SDP «αποτελούσε μια ριζοσπαστική αντιπολίτευση, αλλά όχι μια αντιπολίτευση που θα κατέφευγε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από νόμιμες μεθόδους.»7
Ενώ αυτή η σύντομη δοκιμή της επανάστασης είχε τρομοκρατήσει την ηγεσία του SDP, είχε ωστόσο μεταμορφώσει την πολιτική κατάσταση στη Φινλανδία. Το ίδιο το SDP είδε τα μέλη του να αυξάνονται εντυπωσιακά από 16.000 στις αρχές του 1905 σε 45.000 στο τέλος του έτους, συνεχίζοντας να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του 1906, μέχρι που έφτασαν τις 85.000 τον Οκτώβριο. Μέχρι το τέλος του 1906 ήταν «το ισχυρότερο σοσιαλιστικό κόμμα σε σχετικούς όρους στον κόσμο».8 Στις βουλευτικές εκλογές του 1907, με ποσοστό 38% των ψήφων, κέρδισε 80 από τις 200 έδρες κάνοντας ιδιαίτερα ισχυρή εμφάνιση στις αγροτικές περιοχές. Τα ποσοστά του αυξάνονταν χρόνο με το χρόνο μέχρι το 1916.
Το συμπέρασμα που έβγαλε η ηγεσία του SDP από τα γεγονότα του 1905 δεν ήταν ότι ο επαναστατικός αγώνας παρήγαγε πράγματι αποτελέσματα, αλλά ότι έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Αντ’ αυτού, το κόμμα οικοδομήθηκε ως μια αποτελεσματική εκλογική μηχανή και αναπόφευκτα άρχισε να ασπάζεται τον ρεφορμισμό στην πράξη, ακόμη και όταν τον απέρριπτε στη θεωρία. Τα μέλη και οι υποστηρικτές του απαιτούσαν βελτιώσεις στη ζωή τους άμεσα και αν επρόκειτο να πειστούν ότι ο αγώνας δεν ήταν ο δρόμος προς τα εμπρός, τότε αυτό απαιτούσε κοινοβουλευτική δράση που θα παρείχε μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα με αυτό ήταν ότι όλα στηρίζονταν στην καλή θέληση του Τσάρου. Μόλις η επαναστατική παλίρροια αντιστράφηκε, προχώρησε στην αγνόηση του φινλανδικού κοινοβουλίου, ασκώντας βέτο στη νομοθεσία του, ευνουχίζοντάς το ουσιαστικά και, από το 1910, περιορίζοντας επίσημα τον ρόλο του σε καθαρά συμβουλευτικό. Η μόνη μεταρρύθμιση που είχε να επιδείξει το SDP για όλη την εκλογική του επιτυχία στα χρόνια πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ένα μέτρο που ρύθμιζε το ωράριο εργασίας στα αρτοποιεία. Η αποτυχία αυτή οδήγησε αναπόφευκτα σε μείωση των μελών του κόμματος, τα οποία είχαν μειωθεί σε 52.000 μέχρι το 1910, αλλά το SDP διατήρησε παρ’ όλα αυτά με επιτυχία την κοινοβουλευτική του παρουσία.
Η επαναστατική αναταραχή του 1905-6 είχε επίσης δώσει μεγάλη ώθηση στα συνδικάτα με αυξημένη μαχητικότητα και αυξανόμενη ετοιμότητα για αγώνα. Το 1904 έγιναν 36 μεγάλες απεργίες, 93 το 1905 (εξαιρουμένης της γενικής απεργίας), 174 το 1906, 176 το 1907 και 128 το 1908. Σύμφωνα με έναν κάπως υστερικό σύγχρονο δεξιό σχολιαστή, τον Χέννινγκ Σέντερχελμ: «Η απεργία διαδεχόταν την απεργία· η δυσπιστία προς τους εργοδότες και τους εργοδηγούς ήταν απεριόριστη».9 Οι εργοδότες απάντησαν σε αυτή τη μαχητικότητα φέρνοντας απεργοσπάστες από τη Ρωσία, με μαζική στοχοποίηση και μαύρες λίστες, και περιόρισαν με επιτυχία το κίνημα. Το 1907 ιδρύθηκε επίσης η Suomen Ammattijärjestö (SJA), η Φινλανδική Συνομοσπονδία Συνδικάτων. Όσον αφορά τους συνδικαλιστικούς ηγέτες, «έγινε το κύριο –σχεδόν το μοναδικό– καθήκον των συνδικάτων να προσπαθούν να αποτρέψουν τις απεργίες.»10
Πόλεμος και Επανάσταση
Ο αντίκτυπος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου άνοιξε και πάλι την πόρτα στην επανάσταση τόσο στη Ρωσία όσο και στη Φινλανδία. Η Ρωσία πρωτοστάτησε, αλλά οι κακουχίες και τα δεινά που προκλήθηκαν στην εργατική τάξη, τόσο στη βιομηχανία όσο και στην ύπαιθρο, στη Φινλανδία κατέστησαν τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Για άλλη μια φορά το SDP βρέθηκε αντιμέτωπο με την πρόκληση της επανάστασης.
Ο πόλεμος έφερε μαζί του έναν λυσσαλέο πληθωρισμό που είχε μειώσει τους πραγματικούς μισθούς κατά το ένα τρίτο μέχρι τις αρχές του 1917. Πολλοί εργάτες έμειναν στο κρύο και την πείνα με την κατανάλωση τροφίμων να μειώνεται δραματικά. Το 1915 η μέση κατανάλωση σιταριού ανά κεφάλι ήταν 459 κιλά, σίκαλης 174 κιλά και πατάτας 127 κιλά. Μέχρι το 1917 ο μέσος όρος είχε πέσει στα 8,6 κιλά σιταριού, 61 κιλά σίκαλης και 113 κιλά πατάτας. Η ζωή της εργατικής τάξης στη Φινλανδία, όπως και σε κάθε άλλη εμπόλεμη χώρα, περιλάμβανε ατελείωτες ουρές για τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία συχνά δεν ήταν διαθέσιμα ή είχαν εξαντληθεί, τα ράφια ήταν άδεια. Ενώ οι πλούσιοι συνέχιζαν να γευματίζουν και να πίνουν, για την εργατική τάξη υπήρχε πραγματικός φόβος μαζικής πείνας.11 Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη αναζωπύρωση της αγωνιστικότητας με τα συνδικάτα να βλέπουν τα μέλη τους να αυξάνονται από μόλις 30.000 το 1916 σε 165.000 το επόμενο έτος. Ο αριθμός των απεργιών αυξήθηκε εντυπωσιακά. Το 1914 είχαν πραγματοποιηθεί 37 απεργίες στις οποίες συμμετείχαν 6.200 εργάτες, ενώ το 1917 επρόκειτο να σημειωθούν 483 απεργίες στις οποίες συμμετείχαν σχεδόν 140.000 εργάτες που έμειναν εκτός εργασίας για 2 εκατομμύρια ημέρες.12 Οι απεργίες αυτές συχνά συνοδεύονταν από βία, καθώς οι απεργοσπάστες απομακρύνονταν από τις δουλειές, οι εργοδηγοί κακοποιούνταν και επιβαλλόταν ο έλεγχος της εργατικής τάξης. Ο Σέντερχελμ παραπονέθηκε με πικρία για το πώς «οι απεργίες ξεσπούσαν η μία μετά την άλλη» και για το πώς ακόμη και μετά τις παραχωρήσεις που έγιναν, «βρίσκονταν συνεχώς νέες αιτίες για απεργίες». Ήταν ιδιαίτερα εξοργισμένος από την αναταραχή στον «αγροτικό κόσμο», όπου υπήρχε «απεργία επί απεργίας... μεταξύ των αγροτών», οι οποίοι απαιτούσαν να απολυθεί ο επιστάτης επειδή κτυπούσε, καθώς «κάτι δεν πήγαινε καλά με το φαγητό ή τα σπίτια». Πολλά από αυτά ήταν απλώς «καθαρή κακία», την οποία μια αξιόπιστη αστυνομική δύναμη θα μπορούσε να είχε σταματήσει, κατά την άποψή του.13 Η αναβίωση της μαχητικότητας έδωσε τεράστια ώθηση στο SDP, το οποίο είδε και πάλι τα μέλη του να αυξάνονται, από 52.000 το 1916 σε πάνω από 120.000 το 1917. Ενώ υπήρχε μια αναπτυσσόμενη αριστερή πτέρυγα στο SDP, το κόμμα παρέμενε σταθερά προσηλωμένο στον εκλογικισμό και τον κοινοβουλευτισμό. Η ευκαιρία του ήρθε το καλοκαίρι του 1916, όταν ο Τσάρος επέτρεψε τη διεξαγωγή γενικών εκλογών. Το SDP πήρε το 47,3% των ψήφων και κέρδισε 103 έδρες, αποτελώντας το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο που κέρδισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Νικόλαος Β΄ αντέδρασε σε αυτό το αποτέλεσμα αρνούμενος να επιτρέψει στο νεοεκλεγέν κοινοβούλιο να συνεδριάσει, μια απόφαση που η ηγεσία του SDP αποδέχτηκε με ταπεινοφροσύνη. Όμως η κατάσταση άλλαξε με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία και την ανατροπή του Τσάρου τον Φεβρουάριο του 1917.
Η επανάσταση έφτασε στη Φινλανδία με την ανταρσία των Ρώσων ναυτών, οι οποίοι ανέλαβαν τον έλεγχο των πολεμικών πλοίων και ανέτρεψαν τους αξιωματικούς τους (38 αξιωματικοί σκοτώθηκαν κατά τη διαδικασία). Ο Άρβο Τουόμινεν θυμόταν αργότερα πώς η επανάσταση εξαπλώθηκε στο σοσιαλιστικό προπύργιο του Τάμπερε με ένοπλους Ρώσους ναύτες να πηγαίνουν σε ένα εστιατόριο όπου οι αξιωματικοί του ναυτικού έτρωγαν ένα πολύ καλύτερο γεύμα από ό,τι είχαν φάει ποτέ οι άνδρες τους:
«Μπροστά σε κάθε αξιωματικό είχε τοποθετηθεί μια κόκκινη ροζέτα. Κάπως διστακτικά οι έκπληκτοι θαμώνες, ο ένας μετά τον άλλον, στερέωναν τις ροζέτες στους χιτώνες τους. Μόνο ο διοικητής του στόλου –ένας αντιναύαρχος– αρνήθηκε. Ο αρχηγός των ναυτών έβγαλε στη συνέχεια ένα περίστροφο, έκανε μια χειρονομία με αυτό και απαίτησε: «V goluvu ili v grud?» – «Στο μέτωπο ή στο στήθος;». Με τρεμάμενα χέρια ο γκριζομάλλης ναύαρχος έπιασε τη ροζέτα και τη στερέωσε στο μπροστινό μέρος του χιτώνα του.»14
Στο Ελσίνκι ιδρύθηκε ένα σοβιέτ με επικεφαλής Ρώσους στρατιώτες και ναύτες, αλλά ο δρόμος άνοιξε για να αναλάβει η εργατική τάξη. Πώς αντέδρασε η ηγεσία του SDP; Παρέμειναν απόλυτα προσηλωμένοι στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η προσωρινή κυβέρνηση που δημιουργήθηκε στην Πετρούπολη επέτρεψε στο φινλανδικό κοινοβούλιο να συνέλθει. Αυτό έβαλε το SDP σε δίλημμα, καθώς είχε την πλειοψηφία. Σε ό,τι τους αφορούσε, η Φινλανδία έπρεπε ακόμη να περάσει από το «αστικό στάδιο» ανάπτυξης. Η ώρα των εργατών δεν είχε έρθει ακόμα. Έλυσαν αυτό το δίλημμα κάνοντας συνασπισμό με τα κόμματα της Δεξιάς. Μια κυβέρνηση συνασπισμού, με επικεφαλής τον Όσκαρι Τόκοϊ και αποτελούμενη από έξι υπουργούς του SDP και έξι από τα κόμματα της Δεξιάς, ανέλαβε καθήκοντα. Ανατρέχοντας στην απόφαση να προχωρήσει σε συνασπισμό με τα κόμματα της Δεξιάς, ο Όττο Κούουσινεν, που αργότερα έγινε ένας από τους ηγέτες του ΚΚ Φινλανδίας και της Κομιντέρν, αν και «κεντριστής» εκείνη την εποχή, την περιέγραψε ως «ανήθικη ένωση». Κατηγόρησε για την απόφαση αυτή την επιρροή των «Ρώσων Μενσεβίκων». Η απόφαση είχε αμφισβητηθεί έντονα στο εσωτερικό του SDP με πολλούς να αντιτίθενται σε αυτήν, αλλά όπως παραδέχτηκε ο Κούουσινεν, αυτή η αντίθεση «ήταν τόσο παθητικής φύσης που δεν εμπόδισε ούτε στιγμή τη συνεργασία μας με εκείνους τους σοσιαλιστές που συναγελάζονταν με τους Φινλανδούς και Ρώσους γαιοκτήμονες». Ο κύριος όγκος του SDP έπεσε θύμα, όπως παραδέχεται, «του ασαφούς φαντάσματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Και κάτω από την αυξανόμενη πίεση που ασκούσαν οι απλοί αγωνιστές της βάσης του εκτός κοινοβουλίου, η κυβέρνηση συνασπισμού εισήγαγε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις: ένα σύστημα διανομής τροφίμων, το οκτάωρο, τον εκδημοκρατισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης (η οποία λειτουργούσε με βάση το δικαίωμα συμμετοχής στην ιδιοκτησία αποκλείοντας την εργατική τάξη). Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, θυμόταν στη συνέχεια, «έπαιξαν το ρόλο τους στο να μας νανουρίσουν με τις αυταπάτες του κοινοβουλευτισμού». Αυτό που δεν αναγνώριζαν τότε ήταν ο βαθμός στον οποίο οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν «προϊόν του θυελλώδους ανέμου που έπνεε από έξω».15 Ο Τουόμινεν, ένας άλλος μελλοντικός ηγέτης του φινλανδικού κομμουνισμού, θυμόταν:
«Όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι... ενθουσιάστηκα από τον κοινοβουλευτισμό... ο κοινοβουλευτισμός μού φάνηκε ότι ήταν η μόνη σωτήρια πίστη... Ζητωκραυγάζαμε και επαινούσαμε το Κοινοβούλιο. Είχαμε ονειρευτεί μια σοσιαλιστική κοινωνία όπως ένας ευσεβής χριστιανός ονειρεύεται τη Βασιλεία των Ουρανών και τώρα είχαμε απτές αποδείξεις ότι αυτό το ιδανικό μπορούσε να υλοποιηθεί βήμα προς βήμα με κοινοβουλευτικά μέσα.»
Αυτές οι αυταπάτες επρόκειτο να καταρρεύσουν, όσον αφορά τον ίδιο, στα τέλη Ιουλίου 1917, όταν, όπως θα δούμε, ο Αλεξάντερ Κερένσκι έστειλε ρωσικά στρατεύματα πιστά στην προσωρινή κυβέρνηση για να κλείσουν το κοινοβούλιο.16
Ακόμη και ενώ η κυβέρνηση συνασπισμού περνούσε τις μεταρρυθμίσεις της, οι οποίες συχνά παρέμεναν μόνο στα χαρτιά, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε και εργαζόταν η εργατική τάξη συνέχιζαν να χειροτερεύουν, επιδεινούμενες από την αυξανόμενη ανεργία. Μια συνέπεια αυτού ήταν ότι, ενώ η ηγεσία του SDP και πολλοί αγωνιστές του κόμματος ήταν απόλυτα ερωτευμένοι με τον κοινοβουλευτισμό, μεταξύ της εργατικής τάξης υπήρχε μια αυξανόμενη απογοήτευση και μια αυξανόμενη απαίτηση για δράση, για να αναλάβουν οι εργαζόμενοι τον έλεγχο. Εκείνη την εποχή, όμως, όπως έχει επισημάνει ο Juha Siltala, υπήρχαν «λίγοι μπολσεβίκοι μεταξύ των Φινλανδών σοσιαλιστών». Οι περισσότεροι από την ηγεσία του κόμματος ήταν είτε εντελώς αντίθετοι στην επανάσταση, μια θέση που νομιμοποιούσε η «θεωρία των σταδίων» είτε, όπως ο Κούουσινεν, ήταν «κεντριστές» που, «άλλαζαν τη θέση τους ανάλογα με την κατάσταση».17 Στο συνέδριο του SDP τον Ιούνιο οι αντιπρόσωποι ψήφισαν υπέρ της συμμετοχής στην κυβέρνηση συνασπισμού με 70 ψήφους έναντι 37, αλλά η μειοψηφία επέλεξε να παραμείνει στο κόμμα. Στη χειρότερη περίπτωση οι ηγέτες του SDP ήταν εντελώς αντίθετοι στην επανάσταση και στην καλύτερη περίπτωση μπορούσαν να παρασυρθούν από το κύμα της μαχητικότητας και της αναταραχής της εργατικής τάξης. Αλλά δεν αναγνωρίστηκε η ανάγκη να προετοιμαστεί η επαναστατική ανατροπή του φινλανδικού καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, να οργανωθούν οι πιο προχωρημένοι εργάτες για τον αγώνα και να υπάρξει ηγεσία. Δεν αναγνωρίστηκε η ανάγκη για ένα ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα προσηλωμένο στην επανάσταση της εργατικής τάξης. Κοιτάζοντας πίσω, ο Τόκοϊ παραπονέθηκε ουσιαστικά για το «επαναστατικό και ακόμη και αναρχικό στοιχείο» που προσχωρούσε στο SDP. Υπήρχε μια «ξέφρενη αύξηση» των μελών που ήταν «νοσηρή και έκανε το κόμμα να παρεκκλίνει από την πορεία που είχε χαράξει.»18
Η αποφασιστική στιγμή ήρθε όταν η κυβέρνηση συνασπισμού ανακήρυξε τη Φινλανδία ανεξάρτητη τον Ιούλιο του 1917. Οι Μπολσεβίκοι είχαν καταστήσει σαφές ότι υποστήριζαν τη φινλανδική ανεξαρτησία και φαινόταν ότι ήταν πιθανό να πάρουν την εξουσία. Αλλά στις «Ημέρες του Ιουλίου», ο Κερένσκι θριάμβευσε, οι Μπολσεβίκοι οδηγήθηκαν στην παρανομία, πολλοί συνελήφθησαν και ο ίδιος ο Λένιν αναγκάστηκε να καταφύγει στη Φινλανδία. Όσον αφορά τον Κερένσκι, η κήρυξη της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας ήταν προδοτική και ανέστειλε τη λειτουργία του κοινοβουλίου, στέλνοντας στρατεύματα πιστά στην προσωρινή κυβέρνηση για να το σταματήσουν και να συντρίψουν κάθε αντίσταση. Το SDP κατήγγειλε όλα αυτά ως παράνομο πραξικόπημα, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο δεν έκανε τίποτα. Εν τω μεταξύ, τα κόμματα της Δεξιάς άρχισαν τις προετοιμασίες για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη φινλανδική εργατική τάξη, δημιουργώντας κρυφά μονάδες Λευκών Φρουρών. Παρόλο που υποστήριζαν τη φινλανδική ανεξαρτησία, χαιρέτισαν την ανατροπή της κυβέρνησης Τόκοϊ από τον Κερένσκι και με την υποστήριξή του συγκρότησαν μια κυβέρνηση της Δεξιάς χωρίς το SDP. Ταυτόχρονα έβλεπαν όλο και περισσότερο την αυτοκρατορική Γερμανία ως σύμμαχο που όχι μόνο θα υποστήριζε τη φινλανδική ανεξαρτησία αλλά θα βοηθούσε και στη συντριβή της αριστεράς. Όπως το θέτει ο Upton, «οι αστοί φοβόντουσαν ότι ολόκληρη η δομή του νόμου και της τάξης, και μαζί με αυτήν η ιερότητα της ιδιοκτησίας και η οργανωμένη ιεραρχία της κοινωνίας, θα μπορούσε να καταρρεύσει».19 Ενώ το SDP υπεξέφευγε, η δεξιά στην πραγματικότητα προετοιμαζόταν για την επανάσταση, δηλαδή ετοιμαζόταν να την καταπνίξει. Άρχισαν να εισάγουν λαθραία μεγάλες ποσότητες γερμανικών όπλων για να εξοπλίσουν τη Λευκή Φρουρά. Ανεξάρτητα από την ηγεσία του SDP, ωστόσο, η εργατική τάξη αντιστάθηκε. Τον Αύγουστο έγινε γενική απεργία ενάντια στις ελλείψεις τροφίμων στο Ελσίνκι και επανιδρύθηκε η Κόκκινη Φρουρά, η οποία στρατολόγησε χιλιάδες μέλη. Μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου η δύναμή της ήταν περίπου 50.000 άτομα.
Ο Κερένσκι διέταξε νέες εκλογές, τις οποίες το SDP κατήγγειλε ως παράνομες. Κατά την άποψή τους, η κυβέρνηση Τόκοϊ εξακολουθούσε να είναι η νόμιμη κυβέρνηση, αλλά παρ’ όλα αυτά, στο τέλος, αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Οι γενικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου σε συνθήκες αυξανόμενων συγκρούσεων και αναταραχών με την ηγεσία του SDP να τρομοκρατείται ότι μια εξέγερση της εργατικής τάξης ήταν επικείμενη, ανεξάρτητα από ό,τι κι αν έκαναν. Όσον αφορά τον Κούουσινεν, ήταν ζωτικής σημασίας ότι «μια γενική εξέγερση του λαού πρέπει να αναβληθεί μέχρι να προκηρυχθούν οι εκλογές», ενώ ένας άλλος ηγέτης του κόμματος, ο Μάττι Τούρκια, παραπονέθηκε ότι «ο λαός δεν μπορεί να υπακούσει».20 Περίμεναν με αυτοπεποίθηση ότι θα κέρδιζαν τις γενικές εκλογές και ότι στη συνέχεια θα αντιμετώπιζαν το καθήκον να διαχειριστούν με κάποιο τρόπο την αναταραχή της εργατικής τάξης, αποτρέποντας τους εργάτες από την επανάσταση. Στην πραγματικότητα, παρόλο που οι ψήφοι του SDP αυξήθηκαν αριθμητικά, το ποσοστό τους μειώθηκε, με αποτέλεσμα να χάσουν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία από τα κόμματα της δεξιάς. Το SDP έπεσε στις 92 έδρες αφήνοντας τα κόμματα της δεξιάς με κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το πρόβλημα για την ηγεσία του SDP ήταν ότι η εργατική τάξη δεν είχε καμία διάθεση να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια ενώ μια δεξιά κυβέρνηση προχωρούσε σε επιθέσεις εναντίον της και σε καταστροφή του εργατικού κινήματος. Οι Φινλανδοί εργάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν μια κατάσταση όπου οι πλούσιοι, αυτοί που είχαν πάντα άφθονο φαγητό και ζούσαν σε μεγαλοπρεπή σπίτια, αποφάσιζαν ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να πεινάσει και να παγώσει, να μείνει άστεγη και άνεργη, να υποβαθμιστεί ακόμη περισσότερο το βιοτικό της επίπεδο. Η σκληρή αλήθεια ήταν ότι η κρίση που αντιμετώπιζε η εργατική τάξη δεν μπορούσε να επιλυθεί στην κάλπη.
Επανεξετάζοντας αυτές τις εκλογές από μπολσεβίκικη σκοπιά, ο Κούουσινεν αργότερα απέδωσε το αποτέλεσμα στην εκλογική νοθεία, καθώς «ολόκληρες μάζες σοσιαλδημοκρατικών ψηφοδελτίων» χάθηκαν, στα κόμματα της Δεξιάς που ενώθηκαν πίσω από τους ίδιους υποψηφίους, αλλά κυρίως στην «εκκολαπτόμενη αηδία για τον κοινοβουλευτισμό ανάμεσα στις μάζες του προλεταριάτου». Ακόμα και οι εργάτες που πήγαν να ψηφίσουν SDP είχαν χάσει την πίστη τους τόσο στον κοινοβουλευτισμό όσο και στο SDP εξαιτίας της απόφασης για συνασπισμό με τη Δεξιά και της αποτυχίας της κυβέρνησης Τόκοϊ να προστατεύσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους και να υπερασπιστεί το βιοτικό τους επίπεδο. Δεν υπήρχε ενθουσιασμός για το SDP μεταξύ των εργαζομένων, δεν υπήρχε η προσδοκία ότι θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματά τους και, παρόλο που οι ψήφοι του κόμματος αυξήθηκαν, η Δεξιά ήταν πολύ πιο επιτυχημένη στην κινητοποίηση των υποστηρικτών της. Πράγματι, υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός στη Δεξιά και ισχυρή πεποίθηση ότι επίκειται ένα αποφασιστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Αριστερά.21 Μέχρι τώρα η χώρα βρισκόταν ήδη σε κατάσταση εκκολαπτόμενου εμφυλίου πολέμου με τη Δεξιά να είναι αποφασισμένη να τον συνεχίσει μέχρι τη νίκη, ενώ η ηγεσία του SDP εξακολουθούσε να ελπίζει απεγνωσμένα ότι θα έβρισκε κάποιο τρόπο να αποφύγει τη σύγκρουση, αρνήθηκε κατηγορηματικά να προετοιμαστεί γι’ αυτήν και όταν αναγκάστηκε να πολεμήσει λόγω της πίεσης της βάσης και του λαού, το έκανε με μισή καρδιά, αναζητώντας πάντα την πρώτη ευκαιρία για να τη ματαιώσει.
Με την πίεση για δράση από την εργατική τάξη να αυξάνεται και με τη ρωσική φρουρά στη χώρα να έχει ταχθεί υπέρ των Μπολσεβίκων, η ηγεσία του SDP αναπόφευκτα τραβήχτηκε προς τα αριστερά, έστω και απρόθυμα. Όπως το έθεσε τότε ένας από τους ηγέτες του κόμματος, κάποιος που βρισκόταν πολύ στα αριστερά του κόμματος, ο Κούλλερβο Μάννερ: «Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επανάσταση για πολύ καιρό... η εμπιστοσύνη στην αξία της ειρηνικής δράσης έχει χαθεί και η εργατική τάξη αρχίζει να εμπιστεύεται μόνο τις δικές της δυνάμεις... θα ήμουν ευτυχής αν κάνουμε λάθος για το γρήγορο πλησίασμα της επανάστασης».22 Την 1η Νοεμβρίου το SDP εξέδωσε ένα μαχητικό μανιφέστο με τίτλο «Διεκδικούμε», με το οποίο ζητούσε να αναλάβει το κράτος τον έλεγχο της βιομηχανίας τροφίμων, να διαλυθεί η Λευκή Φρουρά, συντάξεις γήρατος, δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, αύξηση της φορολογίας των πλουσίων, εκκαθάριση των αντιδραστικών στοιχείων από την κρατική μηχανή και το κοινοβούλιο, αγροτική μεταρρύθμιση, εφαρμογή των μέτρων που εισήγαγε η κυβέρνηση Τόκοϊ, όπως το οκτάωρο, εκδημοκρατισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης και εκλογές για εθνοσυνέλευση. Ωστόσο, όπως έχει επισημάνει ο Risto Alapuro, το μανιφέστο δεν είχε ως στόχο να αποτελέσει έκκληση για επανάσταση, αλλά «υποκινούνταν από την επιθυμία του κόμματος να αποτρέψει την επανάσταση».23 Εξακολουθούσαν να ελπίζουν σε «μια νόμιμη επανάσταση».24 Η Δεξιά, ωστόσο, αρνήθηκε να επιτρέψει ακόμη και οποιαδήποτε συζήτηση του μανιφέστου στο κοινοβούλιο. Υπό αυτές τις συνθήκες, το SDP ενώθηκε με τα συνδικάτα για να ιδρύσει ένα Εργατικό Επαναστατικό Συμβούλιο, το οποίο ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να αναγκάσει τα κόμματα της Δεξιάς σε κάποιου είδους συμβιβασμό, υποχρεώνοντάς τα να αποδεχτούν αρκετά από το μανιφέστο «Διεκδικούμε» ώστε να αποτρέψουν την επανάσταση. Αυτή η ελπίδα συντρίφθηκε αποτελεσματικά τόσο από την αποφασιστικότητα της Δεξιάς όσο και από τη μαχητικότητα των εργατών, που παρακινήθηκαν από τους Ρώσους Μπολσεβίκους. Στις 14 Νοεμβρίου το Εργατικό Επαναστατικό Συμβούλιο ξεκίνησε γενική απεργία.
Η Γενική Απεργία
Η κυβέρνηση βρέθηκε απροετοίμαστη. Δεν περίμενε τέτοια δράση, καθώς είχε συνηθίσει την ηγεσία του SDP να συνθηκολογεί πάντα αντί να δίνει μάχη. Αυτή τη φορά, ωστόσο, το SDP αναγκάστηκε να αναλάβει δράση. Σύμφωνα με τον ιστορικό C. Jay Smith, ο οποίος σίγουρα δεν συμπαθούσε την Αριστερά, η γενική απεργία οδήγησε τη χώρα «εντελώς στα χέρια των Κόκκινων Φρουρών... Τα εργοστάσια έκλεισαν, τα καταστήματα έκλεισαν, τα τρένα σταμάτησαν να κινούνται, μόνο μια εφημερίδα, αυτή των απεργών, εμφανιζόταν στους δρόμους».25 Η Κόκκινη Φρουρά, δύναμης 50.000 ατόμων, κινητοποιήθηκε και με την υποστήριξη Ρώσων στρατιωτών και ναυτών κατέλαβε τις πόλεις και επέκτεινε τη γενική απεργία στην ύπαιθρο. Κατέλαβαν αστυνομικά τμήματα και άρχισαν να αφοπλίζουν τους Λευκοφρουρούς, συλλαμβάνοντας 200 από αυτούς κατά τη διαδικασία. Ο υπουργός Εσωτερικών, Άλλαν Σερλάχιους, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την οργάνωση των Λευκών Φρουρών, συνελήφθη στο Ελσίνκι. Μέχρι το τέλος της γενικής απεργίας είχαν σκοτωθεί 34 άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεξιοί. Ουσιαστικά, η χώρα βρισκόταν στα χέρια των εργατών. Η ηγεσία του SDP τρομοκρατήθηκε από αυτό που είχε εξαπολύσει. Όπως το θέτει ο Upton, ένας ιστορικός πολύ πιο συμπαθής προς την Αριστερά από τον Jay Smith, οι ηγέτες του SDP ήταν «οι πιο άθλιοι επαναστάτες στην ιστορία που συμπεριφέρονταν καθ’ όλη τη διάρκεια σαν άνθρωποι που σκέφτονταν τη δική τους κηδεία». Η γενική απεργία είχε «μαζική, αυθόρμητη υποστήριξη από όλα τα επίπεδα της εργατικής τάξης». Ήταν «εξαιρετικά επιτυχής... μέσα σε 48 ώρες το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν σταθερά υπό τον έλεγχο επαναστατικών επιτροπών». Αυτό ήταν έργο «αυθόρμητης τοπικής πρωτοβουλίας... Οι εργάτες είχαν παραδώσει τη χώρα στα χέρια των ηγετών τους μέσω της ενστικτώδους μαζικής αλληλεγγύης τους». Το μόνο που ήθελαν όμως οι ηγέτες τους ήταν να την παραδώσουν πίσω στην αστική τάξη. Αναζητούσαν απεγνωσμένα μια διέξοδο. Ο Κούουσινεν, απέχοντας πολύ από τον μετέπειτα μπολσεβικισμό του, απηύθυνε έκκληση στη δεξιά για παραχωρήσεις. Μίλησε στο κοινοβούλιο, προειδοποιώντας για «ταραχές... αν εμείς που θέλουμε να ηρεμήσουμε τους εργάτες, δεν πάρουμε τώρα κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα από το κοινοβούλιο».26 Ένας άλλος ηγέτης του κόμματος, ο Καρλ Βίικς, παρομοίασε κατ’ ιδίαν την επανάσταση με τη μοντέρνα ζωγραφική, που «από μακριά μπορεί κανείς να ανακαλύψει τη μορφή και την ομορφιά», αλλά από κοντά ήταν όλα «χάος και ασχήμια».27 Η ηγεσία του SDP φοβόταν ότι οι Κόκκινοι Φρουροί θα μπορούσαν πράγματι να εισβάλουν στο κοινοβούλιο, να το κλείσουν και να τους εγκαταστήσουν με τη βία στην εξουσία.
Αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη για μια αποφασιστική αναμέτρηση, η Δεξιά προσέφερε παραχωρήσεις, υποσχόμενη μεταρρυθμίσεις, και η ηγεσία του SDP, προκαλώντας την απέραντη αηδία της βάσης της, κάλεσε σε λήξη της γενικής απεργίας στις 20 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τον Risto Alapuro, υπήρχε «μεγάλη δυσαρέσκεια και πικρία» για αυτή την ήττα που προκάλεσαν οι ίδιοι οι ηγέτες τους.28 Και για πολλούς εργάτες υπήρχε ένας πολύ πραγματικός φόβος θυματοποίησης και αντιποίνων για τις ενέργειές τους κατά τη διάρκεια της απεργίας από την αστυνομία και τους Λευκοφρουρούς. Όπως θα έλεγε ο Βικτόρ Σερζ: «Ήταν μια επανάσταση που ματαιώθηκε».29
Πώς συνοψίζει ο Upton αυτά τα γεγονότα; Το έργο του Η Φινλανδική Επανάσταση 1917-1918 [The Finnish Revolution 1917-1918] εξακολουθεί να παραμένει, σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, η ολοκληρωμένη και απαραίτητη περιγραφή αυτών των γεγονότων. Συμμερίζεται την πεποίθηση του Σερζ ότι η Φινλανδική Επανάσταση είχε ουσιαστικά «ματαιωθεί» με τη λήξη της γενικής απεργίας και την αποτυχία κατάληψης της εξουσίας. Η απεργία είχε πιάσει απροετοίμαστη τη Δεξιά και ήταν η στιγμή που οι εργάτες θα έπρεπε να είχαν καταλάβει την εξουσία. Αυτό περίμεναν και ήλπιζαν σίγουρα πολλοί εργάτες. Αντί γι’ αυτό:
«Οι σοσιαλιστές ηγέτες είχαν δείξει με τις πράξεις τους ότι... δεν είχαν καμία πρόθεση ή επιθυμία να ηγηθούν μιας επανάστασης, αλλά ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής τους προσπαθούσαν να την αποτρέψουν, αν μπορούσαν, όχι μόνο επειδή φοβόντουσαν τον αστικό εχθρό, αλλά ακόμη περισσότερο επειδή φοβόντουσαν κατά βάθος την μάζα των δικών τους οπαδών.»30
Είχαν παραδώσει την πρωτοβουλία στη Δεξιά, η οποία θα εκμεταλλευόταν πλήρως την κατάσταση, δρώντας με μια αδίστακτη αποφασιστικότητα που ντρόπιαζε το SDP.
Ένα έκτακτο συνέδριο του SDP πραγματοποιήθηκε μόλις μια εβδομάδα μετά τη ματαίωση της γενικής απεργίας. Υπήρξε μια έντονη συζήτηση μεταξύ εκείνων που ήταν αποφασισμένοι να επιμείνουν στον κοινοβουλευτικό δρόμο και εκείνων που υποστήριζαν την επανάσταση. Από τη μεριά της Δεξιάς, ο Σετ Χέικκιλα τάχθηκε ουσιαστικά υπέρ της επιστροφής σε κυβέρνηση συνασπισμού με τα κόμματα της Δεξιάς, ενώ από τη μεριά της Αριστεράς, ο Έερο Χάαπαλαϊνεν προέτρεψε ότι οι εργαζόμενοι ήταν αποφασισμένοι να αναλάβουν την εξουσία και ότι το SDP έπρεπε να το αναγνωρίσει αυτό και να πρωτοστατήσει. Η υπόθεση της αριστεράς ενισχύθηκε από τη συμβολή του αδελφού αντιπροσώπου των Ρώσων Μπολσεβίκων, κάποιου Γιόζεφ Στάλιν. Έφερε «χαρμόσυνα νέα για τις νίκες της ρωσικής επανάστασης», κατέστησε σαφή την υποστήριξη της μπολσεβίκικης κυβέρνησης στη φινλανδική αυτοδιάθεση και προέτρεψε το SDP να αναλάβει τον αγώνα για την εργατική εξουσία. Συνέχισε:
«Σύντροφοι... η χώρα σας βιώνει περίπου την ίδια κρίση εξουσίας που βίωσε η Ρωσία την παραμονή της Οκτωβριανής Επανάστασης... Εν μέσω πολέμου και οικονομικής αναστάτωσης, εν μέσω του επαναστατικού κινήματος που φουντώνει στη Δύση και των αυξανόμενων νικών της εργατικής επανάστασης στη Ρωσία, δεν υπάρχουν κίνδυνοι ή δυσκολίες που θα μπορούσαν να αντέξουν την επίθεσή σας. Σε μια τέτοια κατάσταση μόνο μια εξουσία, η σοσιαλιστική εξουσία, μπορεί να διατηρηθεί και να κυριαρχήσει. Σε μια τέτοια κατάσταση μόνο ένα είδος τακτικής μπορεί να είναι αποτελεσματικό, η τακτική του Δαντόν: τόλμη, τόλμη και πάλι τόλμη!»31
Το συνέδριο του SDP ψήφισε 59 έναντι 43 κατά της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας. Επέλεξαν την ατολμία, την ατολμία και πάλι την ατολμία.32
Ο Εμφύλιος Πόλεμος και η Λευκή Τρομοκρατία
Ενώ η ηγεσία του SDP είχε παραδοθεί, το κίνημα της εργατικής τάξης εξακολουθούσε να είναι ισχυρό και μαχητικό και σίγουρα δεν είχε εγκαταλείψει τον αγώνα. Τον Δεκέμβριο το τοπικό Σοβιέτ του Ελσίνκι απαίτησε από τον δήμο να πληρώσει το κόστος της γενικής απεργίας, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής στους απεργούς των χαμένων μισθών τους, και απείλησε ότι θα καταλάμβανε την πόλη αν δεν ικανοποιούνταν το αίτημά τους. Αντιπροσωπεία της ηγεσίας του SDP συναντήθηκε μαζί τους και τους παρακάλεσε να εγκαταλείψουν αυτό το αίτημα, διότι αυτό θα μπορούσε να ρίξει τη δεξιά κυβέρνηση «και η εργατική τάξη θα αναγκαστεί να δώσει την εξουσία στα χέρια των εργατών». Αντ’ αυτού, ο δήμος προσφέρθηκε να εισαγάγει ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων για την παροχή απασχόλησης στους ανέργους και το SDP έπεισε το σοβιέτ να δεχτεί αυτή την παραχώρηση αντί να καταλάβει την πόλη.33 Αλλά ενώ η ηγεσία του SDP προσπαθούσε απεγνωσμένα να συγκρατήσει τους εργάτες, τα κόμματα της Δεξιάς ετοιμάζονταν για εμφύλιο πόλεμο. Όπως το έθεσε ο Σερζ, ενώ η γενική απεργία «είχε δείξει στους εργάτες τη δύναμή τους», στην «αστική τάξη είχε αποκαλύψει τον κίνδυνο».34
Η νεοϊδρυθείσα δεξιά κυβέρνηση Σβίνχουφουντ άρχισε να συγκροτεί τις δυνάμεις της για μια αναμέτρηση με την αριστερά, προσβλέποντας στην αυτοκρατορική Γερμανία για βοήθεια. Ήταν προσηλωμένη στην ανεξαρτησία από τη Ρωσία, αλλά ως μοναρχία με τον Γερμανό πρίγκιπα Φρίντριχ Καρλ της Έσσης να τοποθετείται ως βασιλιάς, αποδεχόμενη το καθεστώς του πελάτη με αντάλλαγμα γερμανικά όπλα και στρατεύματα.35 Η κυβέρνηση διόρισε τον βαρόνο Καρλ Γκούσταφ Μάνερχαϊμ, έναν Φινλανδό ευγενή και πρώην τσαρικό στρατηγό, για να συγκροτήσει και να διοικήσει τον Λευκό Στρατό της. Ήλπιζε να βοηθήσει στην ανατροπή των Μπολσεβίκων και στην αποκατάσταση του Τσαρισμού, αλλά είχε φτάσει σε «απόγνωση» για τη Ρωσία, ενώ στη Φινλανδία υπήρχε, όπως είπε, «μια αδιάλειπτη αποφασιστικότητα να πολεμήσει».36 Όπως συνέβαινε με μεγάλο μέρος της φινλανδικής αριστοκρατίας, μιλούσε σουηδικά, ρωσικά και ικανοποιητικά γαλλικά, αλλά όχι φινλανδικά! Τη ραχοκοκαλιά του Λευκού Στρατού αποτέλεσε η άφιξη περίπου χιλίων Φινλανδών εθελοντών, των Jägers, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί για να υπηρετήσουν στον γερμανικό στρατό, πολλοί από αυτούς ως αξιωματικοί. Ενισχύθηκαν από άλλους χίλιους εθελοντές από τη Σουηδία, πολλοί από τους οποίους είχαν και πάλι στρατιωτική εκπαίδευση. Και οι Γερμανοί παρείχαν μεγάλες ποσότητες όπλων. Ο Λευκός Στρατός θα έφτανε τελικά σε δύναμη περίπου 70.000 ανδρών.
Αντιμέτωπο με τις προετοιμασίες των Λευκών για εμφύλιο πόλεμο και την αποφασιστικότητά τους να συντρίψουν την Αριστερά και με την παρότρυνση των Κόκκινων Φρουρών, το SDP αναγκάστηκε τελικά να αναλάβει δράση. Όσον αφορά την ηγεσία του κόμματος, αυτό ήταν ένα πολύ διστακτικό και αμυντικό βήμα. Για άλλη μια φορά, όπως το έθεσε ένας από τους ηγέτες του κόμματος, ο Μάττι Τούρκια, δεν «προσπαθούσαν» για την επανάσταση και σίγουρα δεν την «επιθυμούσαν», αλλά καθώς γινόταν σαφές ότι οι Λευκοί σκόπευαν να καταστρέψουν το εργατικό κίνημα, μια απάντηση από την ηγεσία του SDP κατέστη αναγκαία, όχι μόνο επειδή οι εργάτες είχαν ήδη αρχίσει να αντιστέκονται. Στις 23 Ιανουαρίου 1918 ελήφθη η απόφαση να συγκρουστούν με την κυβέρνηση, αν και αυτό δεν σήμαινε ότι οι παραχωρήσεις δεν θα μπορούσαν ακόμα να οδηγήσουν το κόμμα σε υποχώρηση. Όσον αφορά την ηγεσία του SDP, μπήκε στον αγώνα «με πολύ μικρό ενθουσιασμό... προκειμένου να διατηρήσει και να ενισχύσει τη δημοκρατία απέναντι σε μια διαφαινόμενη απειλή αστικής καταστολής». Ακόμη και σε αυτό το στάδιο, «η κοινωνική επανάσταση δεν είχε θέση στην ατζέντα» και αυτό επρόκειτο να παραμείνει σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου.37 Στις 27 του μήνα, ωστόσο, το Σοβιέτ του Ελσίνκι και οι Κόκκινοι Φρουροί πήραν τον έλεγχο της πόλης. Η κυβέρνηση του Σβινχούφβουντ εγκατέλειψε το Ελσίνκι και εγκαταστάθηκε στη Βάασα, ενώ ο ίδιος ο Σβινχούφβουντ κατέληξε στο Βερολίνο.38 Το SDP συγκρότησε μια επαναστατική κυβέρνηση, στην πραγματικότητα το εκτελεστικό όργανο του SDP, με επικεφαλής τον Μάννερ, αλλά με πρόθεση όχι να εκδιώξει τους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές και να εγκαθιδρύσει την εργατική εξουσία, αλλά αντίθετα να δημιουργήσει «ένα δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό καθεστώς με ελεγχόμενη καπιταλιστική οικονομία.»39
Ο εμφύλιος πόλεμος επρόκειτο να διαρκέσει τρεις μήνες. Ο Μάνερχαϊμ ξεκαθάρισε τι διακυβεύονταν με τη δήλωσή του ότι «οι Κόκκινοι έχουν εξεγερθεί ένοπλα εναντίον της κοινωνικής τάξης και η τιμωρία είναι ο θάνατος», αν και ακόμη και ο ίδιος σοκαρίστηκε από τις υπερβολές της Λευκής Τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε και φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να δυσφημίσει την υπόθεσή τους διεθνώς.40 Οι Λευκοί παροτρύνθηκαν από έναν υστερικό δεξιό τύπο να εκδικηθούν με φρικτό τρόπο τους Κόκκινους ως αντίποινα για τις υποτιθέμενες φρικαλεότητές τους.41 Εν τω μεταξύ, η δύναμη της Κόκκινης Φρουράς αυξήθηκε σε πάνω από 100.000 άνδρες και γυναίκες, ίσως και 140.000, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία (υπήρχαν πολλές γυναίκες σε μη μάχιμες θέσεις στην Κόκκινη Φρουρά μαζί με περίπου 2.000 γυναίκες εθελόντριες που πολεμούσαν στις τάξεις της42) και δεν υπάρχει αμφιβολία για τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι εργάτες ρίχτηκαν στον αγώνα. Το πρόβλημα ήταν, ωστόσο, ότι ήταν ανεπαρκώς οπλισμένοι και κακώς οργανωμένοι και καθοδηγούμενοι, χωρίς αποτελεσματική οργάνωση πληροφοριών, και η επαναστατική κυβέρνηση παρέμεινε, στην καλύτερη περίπτωση, με μισή καρδιά καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η ηγεσία του SDP δεν ήθελε να καταστρέψει τον εχθρό της, αλλά μάλλον ήλπιζε να τον αναγκάσει να έρθει σε συμφωνία. Άλλωστε, όπως δίδασκε η «θεωρία των σταδίων», ο χρόνος δεν ήταν ώριμος για το σοσιαλισμό. Οι Λευκοί δεν είχαν τέτοιες αναστολές. Και η προσδοκώμενη βοήθεια από τους Μπολσεβίκους δεν πραγματοποιήθηκε, αν και υπήρχαν πολλοί Ρώσοι στρατιώτες, ίσως χίλιοι, που πράγματι πολέμησαν στις τάξεις της φινλανδικής Κόκκινης Φρουράς. Η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων ήταν πολύ μπλεγμένη με τις δικές της δυσκολίες για να στείλει βοήθεια και επιπλέον ήταν αποφασισμένη να αποφύγει την αντιπαράθεση με τον γερμανικό στρατό και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωτικής σημασίας Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρά τη συχνά σθεναρή αντίσταση, ο Λευκός Στρατός άρχισε να απωθεί τους Κόκκινους. Αυτό που συχνά περιγράφεται ως η αποφασιστική μάχη δόθηκε για τον έλεγχο του κόκκινου προπυργίου του Τάμπερε, μιας πόλης 45.000 κατοίκων. Μετά από μια επίθεση που περιελάμβανε σκληρές οδομαχίες, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 600 Λευκοί στρατιώτες και 1.800 Κόκκινοι, η πόλη κατακτήθηκε στις 6 Απριλίου. Οι Λευκοί επέβαλαν τώρα μια τρομερή εκδίκηση, εκτελώντας με συνοπτικές διαδικασίες όλους τους Ρώσους και τους υποτιθέμενους Ρώσους αιχμαλώτους που είχαν συλληφθεί στις μάχες, συμπεριλαμβανομένων των τραυματιών στο νοσοκομείο μαζί με το ιατρικό προσωπικό, όπου δολοφονήθηκαν μεταξύ 200 και 500 ανδρών. Εκτέλεσαν επίσης περίπου 90 Ρώσους πολίτες που ζούσαν στην πόλη και δεν είχαν εμπλακεί στις μάχες. Στην πραγματικότητα, οι Λευκοί εφάρμοζαν μια πολιτική εθνοκάθαρσης, με τους Ρώσους, είτε συμμετείχαν στις μάχες είτε όχι, να «δολοφονούνται λόγω της εθνικότητάς τους» όπου κι αν πήγαιναν.43 Ο Upton περιγράφει αυτή τη σφαγή των Ρώσων ως «μια απλή πράξη γενοκτονίας».44 Λίγο αργότερα, όταν το Βίμποργκ έπεσε στα χέρια των Λευκών, περισσότεροι από 300 ακόμη Ρώσοι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο αριθμός των Φινλανδών Κόκκινων που εκτελέστηκαν στο Τάμπερε ήταν, σύμφωνα με τον Άπτον, 150. Χιλιάδες άλλοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.45
Παρόλο που η ήττα στο Τάμπερε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τους Κόκκινους, δεν ήταν αρκετό για να χάσουν τον πόλεμο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οι Κόκκινοι δεν θα μπορούσαν να ανακάμψουν από την αποτυχία, ειδικά αν οι Μπολσεβίκοι κατάφερναν να στείλουν βοήθεια. Η αποτυχία θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιήσει την επαναστατική κυβέρνηση και περισσότερα επαναστατικά στοιχεία που ήταν έτοιμα να διεξάγουν πόλεμο με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αδίστακτη συμπεριφορά να αρχίζουν επιτέλους να αναλαμβάνουν κατασταλτική δράση εναντίον των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων που είχαν μείνει ανενόχλητοι πίσω από τις κόκκινες γραμμές. Αυτό που ήταν καθοριστικό ήταν η επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων. Αυτό έγειρε την πλάστιγγα εναντίον των Κόκκινων και εξασφάλισε ότι δεν θα υπήρχε βοήθεια από τους Μπολσεβίκους. Τα γερμανικά στρατεύματα, περίπου 12.000 συνολικά, άρχισαν να αποβιβάζονται στις αρχές Απριλίου και προχώρησαν αμέσως προς το Ελσίνκι, το οποίο κατελήφθη στις 12-13 Απριλίου. Στον απολογισμό του, ο Victor Serge γράφει για «μια σκληρή μάχη στους δρόμους» στην πόλη με τους Γερμανούς και τους Λευκούς να αναγκάζουν «τις γυναίκες και τα παιδιά των εργατών να παρελαύνουν μπροστά τους· περίπου εκατό από αυτούς δολοφονήθηκαν... Μια σουηδική εφημερίδα δημοσίευσε το εξής στοιχείο: “Σαράντα κόκκινες γυναίκες που λέγεται ότι είχαν όπλα οδηγήθηκαν στον πάγο και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη”».46 Στα τέλη Απριλίου ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και οι Λευκοί και οι Γερμανοί σύμμαχοί τους είχαν θριαμβεύσει. Η επαναστατική κυβέρνηση κατέφυγε στη Ρωσία μαζί με χιλιάδες άλλους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη Λευκή Τρομοκρατία. Ο Μάνερχαϊμ διοργάνωσε παρέλαση νίκης στις 16 Μαΐου. Μόλις στις 29 Αυγούστου 1918 σχηματίστηκε το Φινλανδικό Κομμουνιστικό Κόμμα πέρα από τα σύνορα στη Ρωσία.47
Η Λευκή Τρομοκρατία συνεχίστηκε αμείωτη. Σύμφωνα με τον Upton πάνω από 8.380 κρατούμενοι στα στρατόπεδα επρόκειτο να εκτελεστούν χωρίς δίκη, συμπεριλαμβανομένων 364 γυναικών και 58 κρατουμένων κάτω των 16 ετών, ο νεότερος μόλις 12 ετών. Συχνά επιλέγονταν για εκτέλεση από τοπικούς γαιοκτήμονες και καπιταλιστές περισσότερο για τα προβλήματα που είχαν προκαλέσει στο παρελθόν και θα μπορούσαν να προκαλέσουν στο μέλλον παρά για οποιαδήποτε συμμετοχή τους στις μάχες. Οι αγωνιστές των συνδικάτων και οι σοσιαλιστές αγωνιστές επιλέγονταν, στήνονταν στον τοίχο και εκτελούνταν. Στο αποκορύφωμά της, από τις 5 έως τις 11 Μαΐου, η καταστολή είχε 200 εκτελέσεις την ημέρα. Στο στρατόπεδο της Χενάλα εκτελέστηκαν περίπου 500 κρατούμενοι σε διάστημα δύο εβδομάδων, εκ των οποίων σχεδόν 200 γυναίκες. Άλλοι 265 κρατούμενοι εκτελέστηκαν μετά από «δίκες». Και για όσους δεν εκτελέστηκαν, περίπου 80.000 Κόκκινους κρατούμενους, υπήρχε ένα καθεστώς βαρβαρότητας, πείνας, κρύου και ιατρικής αμέλειας στα στρατόπεδα που προκάλεσε το θάνατο άλλων 11.783 ανδρών και γυναικών. Ο Upton υπολογίζει τον συνολικό αριθμό των εργατών που σκοτώθηκαν στις μάχες, εκτελέστηκαν στη συνέχεια ή σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα σε περίπου 23.000. Δεν υπήρχε, συμπεραίνει, σχεδόν «ούτε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στη χώρα [που] δεν είχε κάποια άμεση εμπειρία καταπίεσης ή αδικίας στα χέρια των νικητών Λευκών».48
Η Αυτοκριτική
Ένας από τους ιδρυτές του νέου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Όττο Κούουσινεν, συνέγραψε μια ανεκτίμητη ανάλυση της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου, με τίτλο Η Φινλανδική Επανάσταση: Μια αυτοκριτική. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ως φυλλάδιο στα αγγλικά από την Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Σίλβια Πάνκχερστ το 1919 και ανατυπώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα στο Labour Monthly στις αρχές του 1940. Ο Κούουσινεν ήταν αυτός που περιέγραψε το SDP ως «τσεκούρι χωρίς κόψη». Χαρακτήρισε τον εαυτό του «κεντριστή» κατά τη διάρκεια της επανάστασης: «Δεν πιστεύαμε στην επανάσταση, δεν την εμπιστευόμασταν, ούτε την ζητούσαμε. Αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι το χαρακτηριστικό της σοσιαλδημοκρατίας». Στη συνέχεια, όταν η κυβέρνηση Σβίνχουφουντ ξεκίνησε τελικά την επίθεσή της:
«Η σοσιαλδημοκρατία απάντησε με επανάσταση. Αλλά ποιο ήταν το σύνθημά της; Η εξουσία των εργατών; Όχι, ήταν η δημοκρατία, μια δημοκρατία που δεν έπρεπε να παραβιαστεί. Η θέση μας από σοσιαλιστική σκοπιά δεν ήταν σαφής και θεωρούμενη ιστορικά ήταν ουτοπική. Μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να δημιουργηθεί μόνο στα χαρτιά. Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ σε μια κοινωνία που σχηματίζεται από τάξεις και δεν μπορεί ποτέ να αναπτυχθεί εκεί. Στη δημοκρατία μια ληστρική τάξη πάντα κλέβει την εξουσία από το λαό.»
Συνεχίζει να καταγράφει τα «λάθη, τις παρατυπίες και τις παραλείψεις» που οδήγησαν στην ήττα κατά τον εμφύλιο πόλεμο, μια ήττα που πολύ σωστά δεν θεωρεί αναπόφευκτη. Το SPD απλώς δεν ήταν οργανωμένο για να διεξάγει πόλεμο και ηττήθηκε πριν προλάβουν να διορθωθούν οι αδυναμίες στην οργάνωση, την πειθαρχία, την ηγεσία και τις πληροφορίες. Μόλις έφτασαν τα γερμανικά στρατεύματα «ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η ήττα». Και στο τέλος, καταλήγει σε μια αποφασιστική απόρριψη της αστικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού και αντιθέτως υποστηρίζει την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Για τον Κούουσινεν η οικοδόμηση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας σειράς «θεμελιωδών αρχών»:
«Η εργατική τάξη πρέπει να προετοιμαστεί δυναμικά για μια ένοπλη επανάσταση και να μην μείνει πίσω στο παλιό σύστημα με τα κοινοβούλια, τα συνδικάτα και τους συνεταιριστικούς οργανισμούς... Με την επανάσταση η εργατική τάξη πρέπει να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια της και να εγκαθιδρύσει μια σιδερένια δικτατορία. Γι’ αυτό οι προσπάθειές μας πρέπει να οδηγήσουν στην κατάλυση του αστικού κράτους... Μέσω της δικτατορίας των εργατών πρέπει να δημιουργηθεί μια κομμουνιστική κοινωνία, μέσω της απαλλοτρίωσης όλης της γης και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και παίρνοντας οι εργάτες την παραγωγή και τη διανομή στα χέρια τους.»49
Αυτός ήταν ο δρόμος προς τα εμπρός.
Εξεταζόμενο από μια επαναστατική σοσιαλιστική προοπτική, αυτό που είναι σαφές είναι ότι η εμπειρία της Φινλανδικής Επανάστασης καταδεικνύει τη μοίρα ενός επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα που θα το οδηγήσει στον αγώνα. Στη Φινλανδία το 1917 και το 1918 η εργατική τάξη ήταν έτοιμη να καταλάβει την εξουσία, αλλά η ηγεσία του SDP σαμποτάρισε αποτελεσματικά το κίνημα, παραμένοντας προσηλωμένη στον κοινοβουλευτικό δρόμο και σε έναν μεταρρυθμισμένο καπιταλισμό, όταν οι εργάτες ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν μια για πάντα τους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα και η καταστροφή. Αυτή θα ήταν αναμφίβολα η μοίρα της Ρωσικής Επανάστασης, αν δεν υπήρχαν οι Μπολσεβίκοι.
Η Τραγωδία του Σταλινισμού
Η αποτυχία της Ρωσικής Επανάστασης να εξαπλωθεί οδήγησε στην άνοδο του σταλινισμού, στην αντικατάσταση της εργατικής εξουσίας από ένα κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς που προχώρησε στη βίαιη εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης σε βάρος των εργατών και των αγροτών. Ένα τερατώδες αστυνομικό καθεστώς επιβλήθηκε στη χώρα. Ταυτόχρονα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλο τον κόσμο μετατράπηκαν από επαναστατικές οργανώσεις σε εργαλεία της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Η ιστορία του φυλλαδίου του Κούουσινεν, Η Φινλανδική Επανάσταση, παρέχει μια αποκαλυπτική μικρογραφία αυτής της εξέλιξης. Ο Κούουσινεν τοποθετήθηκε επικεφαλής μιας εξόριστης κυβέρνησης-μαριονέτας στο Τέριγιοκι, η οποία ιδρύθηκε από τον Στάλιν σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσει τη ρωσική επίθεση στη Φινλανδία που είχε εξαπολυθεί προς τα τέλη του 1939. Μέχρι τότε, από τα ηγετικά στελέχη του φινλανδικού ΚΚ που είχαν την ατυχία να ζουν στη σοσιαλιστική πατρίδα, «μόνο ο Κούουσινεν επέζησε»- οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει στη Μεγάλη Τρομοκρατία. Ο Κούλλερβο Μάννερ, μαζί με άλλους 15, συμπεριλαμβανομένου του κουνιάδου του Κούουσινεν, είχαν εκκαθαριστεί ήδη από το 1935, εξαφανιζόμενοι στα γκουλάγκ. Ο Μάννερ «χάθηκε στη φυλακή μαζί με τη σύζυγό του Χάννα Μαλμ». Η σύζυγος του Κούουσινεν, Άινο, παλαίμαχη κομμουνίστρια, συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1937 και στάλθηκε στο γκουλάγκ, όπου εξέτισε εννέα χρόνια, εκ των οποίων τα οκτώ στα τρομερά στρατόπεδα εργασίας στη Βορκουτά. Απελευθερώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά συνελήφθη εκ νέου το 1949 για κατασκοπεία υπέρ των Αμερικανών και τελικά αφέθηκε ελεύθερη μόλις το 1955.50 Μέχρι τη στιγμή που το Labour Monthly ανατύπωσε τη Φινλανδική Επανάσταση το 1940, περίπου 20.000 Φινλανδοί είχαν ήδη «σταλεί σε στρατόπεδα εργασίας, όπου πολλοί πέθαναν».51
Τι έγινε με τους κομμουνιστές που ζούσαν στη Φινλανδία το 1939-40; Δεν υπήρχε σχεδόν καμία υποστήριξη στη ρωσική επίθεση, ειδικά όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν το Ελσίνκι. Όπως υποστηρίζει ο Kimmo Rentola, τις πρώτες μέρες του πολέμου, «τα εργατικά μπλοκ βομβαρδίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που αρνήθηκε το σοβιετικό ραδιόφωνο. Αυτό το ψέμα δεν παρηγόρησε εκείνους των οποίων τα σπίτια κάηκαν. Ένας εργάτης του Ελσίνκι, πιστό μέλος του κόμματος τότε και μετά, είπε ότι αποδέχεται τους βομβαρδισμούς της αστικής τάξης, «αλλά το να πυροβολείς εργάτες πάει πολύ«». Η κυβέρνηση του Κούουσινεν απηύθυνε έκκληση στους Φινλανδούς κομμουνιστές που είχαν καταταγεί στο στρατό να αυτομολήσουν στους Ρώσους. Πολύ λίγοι το έκαναν, αλλά τίποτα δεν αποδεικνύει καλύτερα τη διαστροφή του καθεστώτος Στάλιν, τη δολοφονική παράνοιά του, από το γεγονός ότι όσοι το έκαναν «συνελήφθησαν αμέσως και μερικοί μάλιστα εκτελέστηκαν ως κατάσκοποι». Όσοι δεν εκτελέστηκαν, πέρασαν χρόνια στα στρατόπεδα και δεν απελευθερώθηκαν παρά μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν.52 Παρόμοια τύχη είχαν και οι Γερμανοί κομμουνιστές που υπηρετούσαν στο γερμανικό στρατό και πέρασαν στις ρωσικές γραμμές λίγο πριν την αιφνιδιαστική γερμανική επίθεση στις 22 Ιουνίου 1941, ελπίζοντας να προειδοποιήσουν τους Ρώσους συντρόφους τους για το τι ερχόταν.53
Η ρωσική επίθεση προκάλεσε την παραίτηση του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Φινλανδίας, Άρβο Τουόμινεν. Βρισκόταν εξόριστος στη Σουηδία κατά τη στιγμή της επίθεσης και αγνόησε συνετά την έκκληση να ταξιδέψει στη Μόσχα, όπου σχεδόν σίγουρα θα είχε συλληφθεί και θα είχε εκτελεστεί. Τα απομνημονεύματά του, Οι καμπάνες του Κρεμλίνου, είναι μια ζοφερή περιγραφή της αυξανόμενης απογοήτευσης από τη Ρωσία του Στάλιν, όπως την είχε βιώσει σε πολλές προηγούμενες επισκέψεις του. Περιγράφει μια πανηγυρική επίσκεψη στη διώρυγα της Λευκής Θάλασσας, η οποία χάλασε από μια συζήτηση με έναν Φινλανδό Αμερικανό σκλάβο εργάτη, έναν από τους φυλακισμένους που αναγκάστηκαν να τη σκάψουν, ο οποίος ρίσκαρε τη ζωή του για να του μιλήσει για τους «χιλιάδες εργάτες που δουλεύουν σε καταναγκαστική εργασία μέχρι θανάτου», για την τροφή που τους έδιναν και η οποία μόλις που αρκούσε «για να τους κρατήσουν ζωντανούς» και για το πώς «οι συνθήκες υγιεινής ήταν απερίγραπτες». Ο εξανθηματικός πυρετός και ο τύφος κυριαρχούσαν και το σκορβούτο ήταν διαδεδομένο». Το κόστος της διάνοιξης της διώρυγας σε ανθρώπινες ζωές ήταν, σύμφωνα με τον Τουόμινεν, «από εξήντα χιλιάδες έως διακόσιες χιλιάδες». Έχοντας σκοπό να τον εντυπωσιάσουν, επισκέφθηκε ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά τα περιγράφει ως «πολύ χειρότερα» από τα στρατόπεδα στα οποία είχε κρατηθεί όταν ήταν αιχμάλωτος των Λευκών στη Φινλανδία. Σε ένα στρατόπεδο οι κρατούμενοι ήταν «όλοι στα πρόθυρα του θανάτου από την πείνα».
Έγραψε για το πώς όλα τα φινλανδικά αντίτυπα του Κεφαλαίου αποσύρθηκαν μετά τη σύλληψη «του μεταφραστή ονόματι Κάνγκας» και του Έντβαρντ Γκίλλινγκ, του κορυφαίου Φινλανδού κομμουνιστή, ο οποίος είχε γράψει την εισαγωγή. Και αυτό που είδε στη Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο δεν ήταν μια αταξική κοινωνία, αλλά αντίθετα υπήρχαν ανεξέλεγκτη ανισότητα και προνόμια. Ενώ την εποχή των Τσάρων υπήρχαν βαγόνια πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας στους σιδηροδρόμους, στην «αταξική κοινωνία του Στάλιν είχαν φτάσει τα επτά... το έβδομο ήταν το βαγόνι με τα βοοειδή». Μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, τη δυστυχία, την εκμετάλλευση και τις σφαγές, ο Στάλιν υμνήθηκε ως θεός, θεοποιήθηκε. Ο Τουόμινεν δεν μπορεί να κρύψει τη δυσαρέσκειά του. Ο Στάλιν «ήξερε τα πάντα... ήταν τόσο μεγάλος στοχαστής και θεωρητικός όσο και πρακτικός άνθρωπος σε όλους τους τομείς. Ο Στάλιν έμαθε ακόμη και τους χορευτές να χορεύουν –μια κορυφαία μπαλαρίνα είπε σε μια συνέντευξη με κάθε σοβαρότητα ότι θα μπορούσε να ευχαριστήσει τον Στάλιν για την ικανότητά της– τους αθλητές του σκι να κάνουν άλματα, τους παγοδρόμους να κάνουν πατινάζ, τους αρχειοθέτες να αρχειοθετούν, τους συγγραφείς να γράφουν κ.ο.κ.». Τώρα προμηνύονταν η δική του εκτέλεση και ο Τουόμινεν, επιτέλους, ήρθε σε ρήξη με τον σταλινισμό.54
Αλλά γιατί το βρετανικό ΚΚ ανατύπωσε τη Φινλανδική Επανάσταση; Ήταν μια πράξη απόλυτου κυνισμού. Στην πραγματικότητα η μπροσούρα ήταν μια αποκήρυξη ολόκληρης της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου που το Βρετανικό ΚΚ μαζί με το υπόλοιπο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε ακολουθήσει από το 1935, μια στρατηγική που είχε σημαντικές ομοιότητες με εκείνη του φινλανδικού SDP κατά τη διάρκεια της Φινλανδικής Επανάστασης και που είχε, για παράδειγμα, παράξει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα στην Ισπανία. Η στρατηγική αυτή είχε εγκαταλειφθεί εν μια νυκτί όταν η Σοβιετική Ένωση συμμάχησε με τη ναζιστική Γερμανία στις 23 Αυγούστου 1939. Το Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν είχε, επιπλέον, τοποθετήσει τη Φινλανδία στη ρωσική σφαίρα επιρροής, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη ρωσική επίθεση αργότερα το ίδιο έτος. Και, φυσικά, το αρχικό περιεχόμενο του φυλλαδίου είχε εξανεμιστεί. Όταν ο Κούουσινεν είχε γράψει για «μια σιδερένια δικτατορία» το 1919, εννοούσε την εργατική εξουσία και ένα εργατικό κράτος που θα κατέστρεφε αδίστακτα τους καπιταλιστές και γαιοκτήμονες εχθρούς του, οι οποίοι θα έπνιγαν την επανάσταση στο αίμα αν δεν νικούσε. Αυτό ήταν ένα μάθημα που είχε μάθει μέσα από πικρή εμπειρία. Μέχρι το 1940, όμως, «μια σιδερένια δικτατορία» σήμαινε μια δολοφονική γραφειοκρατική δικτατορία που κυβερνούσε την εργατική τάξη με τον τρόμο και είχε συμμαχήσει με τη ναζιστική Γερμανία. Πράγματι, ο Κούουσινεν, ο οποίος είχε μετατραπεί σε έναν από τους πιο πιστούς αυλικούς του Στάλιν μέχρι εκείνη την εποχή, εξεπλάγη ο ίδιος με την επιβίωσή του υπό αυτό το καθεστώς. Στην πραγματικότητα κρατούσε ένα σακίδιο γεμάτο με είδη υγιεινής και μια αλλαξιά εσώρουχα έτοιμος για την περίπτωση που η NKVD ερχόταν να τον συλλάβει.55 Όταν συνελήφθη η σύζυγός του Άινο, οι ανακριτές της NKVD είχαν επανειλημμένα απαιτήσει να καταγγείλει τον σύζυγό της ως Βρετανό κατάσκοπο.56 Ο Όττο Κούουσινεν του 1939-40 ήταν, αυτό είναι απολύτως σαφές, ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος από τον Κούουσινεν του 1919. Και στα 70ά του γενέθλια το 1951, ο μεγάλος επιζών ανταμείφθηκε από τους Σοβιετικούς αφέντες του με τη δική του «προσωπολατρία».57
Μετάφραση: elaliberta.gr
John Newsinger, “‘The axe without an edge’: social democracy and the Finnish Revolution of 1918”, International Socialism, τεύχος 159, καλοκαίρι 2018, http://isj.org.uk/the-axe-without-an-edge/.
Διαβάστε επίσης:
Eric Blanc, «Η Επανάσταση της Φινλανδίας (1917-1918)»
-
Σημειώσεις
1 Upton, 1980, σελ. 4.
2 Alapuro, 1988, σελ. 31.
3 Alapuro, 1988, σελ. 126.
4 Upton, 1980, σελ. 7.
5 Kirby, 1975, σελ. 92.
6 Upton, 1980, σελ. 9.
7 Kujala, 2005, σελ. 91.
8 Alapuro, 1988, σελ. 121.
9 Soderhjelm, 1919, σελ. 10.
10 Kujala, 2005, σελ. 91.
11 Upton, 1980, σελ. 18.
12 Jay Smith, 1958, σελ. 14· Haapala, 2014, σελ. 45.
13 Soderhjelm, 1919, σελ. 19.
14 Tuominen, 1983, σελ. 7.
15 Kuusinen, 1940, μέρος 1, σσ. 116-117.
16 Tuominen, 1983, σελ. 8.
17 Siltala, 2014, σελ. 63.
18 Tokoi, 1957, σελ. 141.
19 Upton, 1980, σελ. 69.
20 Upton, 1980, σελ. 126.
21 Kuusinen, 1940, μέρος 1, σσ. 117-118.
22 Upton, 1980, σελ. 133.
23 Alapuro, 1988, σελ. 165.
24 Siltala, 2014, σελ. 65.
25 Jay Smith, 1958, σσ. 26-27.
26 Upton, 1980, σσ. 148, 150, 153, 156.
27 Hamalainen, 1979, σελ. 47.
28 Alapuro, 1988, σελ. 170.
29 Serge, 1972, σελ. 183 [Στα ελληνικά: Serge, 2017, σελ. 288].
30 Upton, 1980, σελ. 157.
31 Stalin, 1917.
32 Hodgson, 1967, σσ. 46-48.
33 Upton, 1980, σσ. 206-207.
34 Serge, 1972, σελ. 184 [Στα ελληνικά: Serge, 2017, σελ. 288].
35 Μία από τις συνέπειες της ήττας της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ότι ο πρίγκιπας Φρίντριχ Καρλ δεν ήρθε ποτέ να καταλάβει το θρόνο του και η Φινλανδία έγινε Δημοκρατία.
36 Screen, 2014, σελ. 3.
37 Kirby, 1986, σελ. 163.
38 Ακόμη και ο Τόκοϊ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς στο καλό είχε επιτραπεί στο υπουργικό συμβούλιο του Σβίνχουφουντ να διαφύγει – Tokoi, 1957, σ. 155.
39 Alapuro, 1988, σελ. 174.
40 Arasolo, 1998, σελ. 155.
41 Σύμφωνα με τον Upton υπήρξαν ασφαλώς συνοπτικές εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους Κόκκινους, αν και σημαντικά λιγότερες από εκείνες των Λευκών, αλλά οι αναφορές για «βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς και θηριωδίες, για κρατούμενους που κάηκαν ζωντανοί ή θάφτηκαν ζωντανοί, είναι όλα μυθοπλασίες της φαντασίας των Λευκών» – Upton, 1980, σελ. 378.
42 Για τον ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στην Κόκκινη Φρουρά βλέπε Lintunen, 2014, σσ. 212-218. Ο Γερμανός διοικητής, στρατηγός Rüdiger von der Goltz, παραπονέθηκε στα απομνημονεύματά του για την αγριότητα αυτών των «γυναικών που φορούσαν παντελόνια... φανατικές υπερασπίστριες του νέου κανόνα της βαρβαρότητας» (σελ. 216).
43 Loima, 2007, σελ. 263.
44 Upton, 1980, σελ. 469.
45 Upton, 1980, σελ. 471.
46 Serge, 1972, σελ. 187.
47 Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τους Φινλανδούς κομμουνιστές και τον βρετανικό κομμουνισμό εκείνη την εποχή βλέπε Morgan and Saarela, 1999.
48 Upton, 1980, σσ. 519, 522 – Tikka, 2014, σελ. 110.
49 Kuusinen, 1940, μέρος 2, σσ. 175-176, 177, 179, 183.
50 Η αφήγησή της για τη φρίκη της Βορκούτα βρίσκεται στα απομνημονεύματά της – Kuusinen, 1974, σσ. 149-180. Εκεί γράφει για το πώς οι κρατούμενοι πέθαιναν «κατά χιλιάδες», λιμοκτονούσαν και εργάζονταν μέχρι θανάτου. Σε μια περίπτωση, ρώτησε έναν φρουρό πώς ξεφορτώνονταν «τα γυμνά αποστεωμένα σώματα», που συγκεντρώνονταν κάθε πρωί. Τα πετούσαν στην τούνδρα για να τα φάνε οι λύκοι. Μια άλλη φορά συνάντησε 50 Φινλανδές κρατούμενες με 18 παιδιά. Της διηγήθηκαν πώς, μαζί με τους συζύγους τους, είχαν έρθει στη Σοβιετική Ένωση για να βοηθήσουν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Οι σύζυγοί τους είχαν όλοι εκτελεστεί, τα παιδιά πέθαναν στη συνέχεια από διάρροια και οι περισσότερες από τις γυναίκες έπρεπε να δουλέψουν μέχρι θανάτου – Kuusinen, 1974, σσ. 175-176.
51 Upton, 1973, σ. 214. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των θυμάτων του Στάλιν ήταν και πολλοί Φινλανδοαμερικανοί, σοσιαλιστές και συνδικαλιστές αγωνιστές, οι οποίοι είχαν πειστεί να μεταναστεύσουν στη σοσιαλιστική πατρίδα για μια καλύτερη ζωή και για να βοηθήσουν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Βρήκαν ότι ήταν ένα νεκροταφείο – Sevander, 1996.
52 Rentola, 1998, σελ. 601.
53 Bellamy, 2007, σσ. 155-157.
54 Tuominen 1983, σσ. 70-74, 155, 208, 304.
55 Jussila, Hentilä and Nevakivi, 1999, σελ. 174.
56 Kuusinen, 1974, σελ. 134.
57 Morgan, 2017, σσ. 85-86.
- .
Βιβλιογραφικές αναφορές
Alapuro, Risto, 1988, State and Revolution in Finland (University of California Press).
Arosalo, Sirkka, 1998, “Social Conditions for Political Violence: Red and White Terror in the Finnish Civil War of 1918”, Journal of Peace Research, τόμος 35, τεύχος 2.
Bellamy, Chris, 2007, Absolute War: Soviet Russia in the Second World War (Macmillan).
Haapala, Pertti, 2014, “The Expected and Non-Expected Roots of Chaos: Preconditions of the Finnish Civil War”, στο Tuomas Tepora and Aapo Roselius (επιμ.), The Finnish Civil War 1918: History, Memory, Legacy (Brill).
Hamalainen, Pekka Kalevi, 1979, In Time of Storm: Revolution, Civil War and the Ethnolinguistic Issue in Finland (Suny).
Hodgson, John, 1967, Communism in Finland: A History and Interpretation (Princeton University Press).
Jay Smith, C, 1958, Finland and the Russian Revolution 1917-1922 (University of Georgia Press).
Jussila, Osmo, Seppo Hentilä, and Jukka Nevakivi, 1999, From Grand Duchy to a Modern State: A Political History of Finland since 1809 (Hurst).
Kirby, David, 1975, Finland and Russia 1808-1920: A Selection of Documents (Macmillan).
Kirby, David, 1986, “‘The Workers’ Cause’: Rank and File Attitudes and Opinions in the Finnish Social Democratic Party 1905-1918”, Past and Present, τόμος 111.
Kujala, Antti, 2005, “Finland in 1905: The Political and Social History of the Revolution”, στο Jonathan Smele and Anthony J Heywood (επιμ.), The Russian Revolution of 1905: Centenary Perspectives (Routledge).
Kuusinen, Aino, 1974, Before and After Stalin: A Personal Account of Soviet Russia from the 1920s to the 1960s (Michael Joseph).
Kuusinen, Otto W, 1940, “The Finnish Revolution”, Labour Monthly, τόμος 22, τεύχος 2 και 3 [Kuusinen, Otto W, The Finnish Revolution. A Self-Criticism, The Workers’ Socialist Federation, Λονδίνο, 1919. Διαθέσιμο στο Marxists’ Internet Archive, 2020, https://www.marxists.org/archive/kuusinen/1919/self-criticism.htm].
Lintunen, Tiina, 2014, “Women at War”, στο Tuomas Tepora and Aapo Roseliu (επιμ.), The Finnish Civil War 1918: History, Memory, Legacy (Brill).
Loima, Jyrki, 2007, “Genocide and Ethnic Cleansing? The Fate of Russian ‘Aliens and Enemies’ in the Finnish Civil War of 1918”, The Historian, τόμος 69, τεύχος 2.
Morgan, Kevin, 2017, International Communism and the Cult of the Individual: Leaders, Tribunes and Martyrs under Lenin and Stalin (Palgrave).
Morgan, Kevin, and Tauno Saarela, 1999, “Northern Underground Revisited: Finnish Reds and the Origins of British Communism”, European History Quarterly, τόμος 29, τεύχος 2.
Rentola, Kimmo, 1998, “The Finnish Communists and the Winter War”, Journal of Contemporary History, τόμος 33, number 4.
Screen, John E O, 2014, Mannerheim: The Finnish Years (Hurst).
Serge, Victor, 1972, Year One of the Russian Revolution (Allen Lane) [Serge Victor, Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017].
Sevander, Mayme, 1996, Red Exodus: Finnish-American Emigration to Russia (Tyomies Society).
Siltala, Juha, 2014, “Being Absorbed into an Unintended War”, στο Tuomas Tepora and Aapo Roselius (επιμ.), The Finnish Civil War 1918: History, Memory, Legacy (Brill).
Söderhjelm, Henning, 1919, The Red Insurrection in Finland in 1918: A Study Based on Documentary Evidence (Harrison).
Stalin, Joseph, 1917, “Speech delivered at the Congress of the Finnish Social-Democratic Labour Party, Helsinki” (14 Νοεμβρίου), https://histdoc.net/history/stalin1917.html
Tikka, Marko, 2014, “Warfare and Terror in 1918”, στο Tuomas Tepora and Aapo Roselius (επιμ.), The Finnish Civil War 1918: History, Memory, Legacy (Brill).
Tokoi, Oskari, 1957, Sisu: “Even Through A Stone Wall” (Robert Speller).
Tuominen, Arvo, 1983, The Bells of the Kremlin: An Experience in Communism (University Press of New England).
Upton, Anthony, 1973, The Communist Parties of Scandinavia and Finland (Weidenfeld and Nicolson).
Upton, Anthony, 1980, The Finnish Revolution 1917-1918 (University of Minnesota Press).