Σάββατο, 16 Σεπτεμβρίου 2023 16:45

Η εξέγερση των σκλάβων στη Ντεμεράρα το 1823: Συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης

 

 

Christian Høgsbjerg

 

Η εξέγερση των σκλάβων στη Ντεμεράρα το 1823: Συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης

 

 

Ο Αύγουστος του 2023 σηματοδοτεί τη διακοσιοστή επέτειο μιας από τις σημαντικότερες εξεγέρσεις των σκλάβων στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έγινε το 1823 στην τότε Ντεμεράρα (μετέπειτα τμήμα της Βρετανικής Γουιάνας, σημερινής Γουιάνας), στην ακτή της Καραϊβικής της ηπειρωτικής Νότιας Αμερικής[1]. Η εξέγερση έγινε στον απόηχο της νικηφόρας Αϊτινής Επανάστασης του 1791-1804, η οποία αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα κατά της δουλείας, της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ιδρύοντας την πρώτη ανεξάρτητη μαύρη δημοκρατία εκτός Αφρικής. Ακολούθησε, το 1816, η εξέγερση περίπου 4.000 σκλάβων σε μία από τις παλαιότερες βρετανικές αποικίες στις Δυτικές Ινδίες, τα Μπαρμπάντος, που έγινε γνωστή ως εξέγερση του Μπούσα.[2] Αυτή καταπνίγηκε βάναυσα. Ωστόσο, μόλις επτά χρόνια αργότερα, ξέσπασε και πάλι εξέγερση, αυτή τη φορά σε ένα από τα νεότερα αποικιακά εδάφη της βρετανικής Καραϊβικής, και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, με τη συμμετοχή τουλάχιστον 9.000 εξεγερμένων. Η εξέγερση της Ντεμεράρα –ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά κινήματα που απαιτούσε ότι «Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία!»– έλαβε χώρα σε μια αποικία με πολύ μεγαλύτερες επαναστατικές δυνατότητες από εκείνες του μικροσκοπικού νησιού Μπαρμπάντος. Η μορφή που πήρε η εξέγερση των σκλάβων ήταν επίσης εκπληκτικά σύγχρονη ως προς τον «απεργιακό» της χαρακτήρα, αν και αυτό ίσως θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο, αφού πολλές από τις φυτείες που βρίσκονταν στο επίκεντρο της εξέγερσης ήταν ουσιαστικά τεράστια «εργοστάσια ζάχαρης». Πράγματι, σύμφωνα με την σημαντικότερη ιστορικό της εξέγερσης, την Emilia Viotta da Costa, στο βιβλίο της του 1994 Crowns of Glory, Tears of Blood: The Demerara Slave Rebellion of 1823, η ίδια η εκμεταλλευτική κοινωνία της Ντεμεράρα που βασιζόταν στη δουλεία «λειτουργούσε σχεδόν σαν εργοστάσιο». Στην αποικία, όπως σημειώνει η da Costa, «μια μικρή μειοψηφία λευκών (στρατιώτες, έμποροι, υπάλληλοι, γιατροί, δικηγόροι, διευθυντές και άλλοι υπάλληλοι φυτειών), που την εποχή της εξέγερσης ανέρχονταν μόνο στο 4% περίπου του συνολικού πληθυσμού, καθώς και ένας εξίσου μικρός αριθμός ελεύθερων μαύρων, ζούσαν περιτριγυρισμένοι από μια συντριπτική πλειοψηφία σκλάβων».[3] Αυτό το άρθρο θα περιγράψει και θα εξετάσει την ίδια την ηρωική και εμψυχωτική εξέγερση, αλλά και θα διερευνήσει τον «πρωτο-προλεταριακό» χαρακτήρα της. Θα θέσει το ερώτημα αν η δυναμική της εξέγερσης μπορεί να διασαφηνιστεί βλέποντάς την ως μια περίπτωση «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω εξέγερσης σκλάβων» (για να δανειστούμε τη φράση «συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης» που επινόησε ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm περιγράφοντας το σπάσιμο μηχανών που πραγματοποίησαν οι Λουδίτες του πρώιμου βρετανικού εργατικού κινήματος).[4]

 

Ντεμεράρα: η ανάπτυξη μιας κοινωνίας δούλων

Το 1823, η Ντεμεράρα και η γειτονική της αποικία, το Εσεκίμπο, είχαν συνολικό πληθυσμό 80.000 κατοίκων, με μια μικρή λευκή αποικιακή ελίτ περίπου 2.500 ατόμων, η οποία υποσκελίζονταν μαζικά από έναν σκλαβωμένο πληθυσμό 75.000 ατόμων. Περίπου το 46% αυτών των σκλάβων είχαν γεννηθεί στην Αφρική και επέζησαν από την τρομερή διαδρομή του «Μεσαίου Περάσματος» προς την Αμερική. Η ακτή των 25 μιλίων ανατολικά του ποταμού Ντεμεράρα (γνωστή ως «Ανατολική Ακτή»), όπου ξεκίνησε η εξέγερση, είχε, σύμφωνα με την da Costa, «ίσως την υψηλότερη συγκέντρωση σκλάβων στις Δυτικές Ινδίες». Αυτοί ήταν κατανεμημένοι σε 71 φυτείες. Οι μισές παρήγαγαν ζάχαρη, αν και μόνο 11 το έκαναν αποκλειστικά, ενώ βασικά προϊόντα ήταν επίσης το βαμβάκι και ο καφές.[5] Παρόλο που οι τρεις αποικίες της Ντεμεράρα, του Εσσεκίμπο και του Μπερμπίσε τέθηκαν για πρώτη φορά υπό ευρωπαϊκό έλεγχο με την άφιξη της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών στα μέσα του 17ου αιώνα, χρειάστηκε ένας αιώνας για να καταστεί δυνατή η εγκατάσταση των Ευρωπαίων στη Ντεμεράρα, λόγω των πλημμυρών κατά μήκος των παράκτιων πεδινών περιοχών της. Οι Ολλανδοί κατέστησαν δυνατές τις φυτείες στα πλημμυρισμένα εδάφη της Ντεμεράρα, χρησιμοποιώντας τις συσσωρευμένες γνώσεις τους για το πώς να αντιμετωπίζουν τη γη κάτω από το επίπεδο της θάλασσας στην πατρίδα τους, και τώρα έβαλαν τους σκλάβους να δουλέψουν για την κατασκευή φραγμάτων και καναλιών. Η μετατροπή αυτών των αποικιών σε κοινωνίες σκλάβων από τους Ολλανδούς και άλλους Ευρωπαίους καλλιεργητές δημιούργησε σχεδόν αμέσως μια πλούσια παράδοση αντίστασης μεταξύ των σκλάβων. Η φυσική γεωγραφία και το ανάγλυφο της περιοχής έκαναν τον μαρουνισμό –οι σκλάβοι να φεύγουν από τις φυτείες και να σχηματίζουν ανεξάρτητες κοινότητες «Μαρούν»– πολύ πιο εύκολο από ό,τι, για παράδειγμα, σε ένα μικροσκοπικό και σχετικά επίπεδο νησί όπως τα Μπαρμπάντος. Ωστόσο, παράλληλα με τη φυγή ως μορφή αντίστασης, πραγματοποιήθηκαν και ανοιχτές εξεγέρσεις σκλάβων. Τέτοιες εξεγέρσεις έγιναν στη Μπερνίς το 1733, το 1749 και το 1752. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι ένας ανταρτικός στρατός σκλάβων με επικεφαλής τον Κόφι, έναν άνδρα από το Ακάν που απήχθη από τη Δυτική Αφρική από δουλέμπορους, έλεγξε την αποικία και κράτησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σε απόσταση για σχεδόν ένα χρόνο το 1762-3. Σε απάντηση, οι Ολλανδοί ανέπτυξαν μια ιδιαίτερα σκληρή παράδοση βάρβαρων αντιποίνων. Το 1790, για παράδειγμα, εκτελέστηκαν οι ακόλουθες ποινές σε αιχμάλωτους Μαρούν σε μια άλλη κοντινή ολλανδική αποικία, το Σουρινάμ:

«Ο νέγρος Γούσιε θα κρεμαστεί από τον αγχόνη με σιδερένιο γάντζο στα πλευρά του μέχρι να πεθάνει∙ το κεφάλι του τότε θα αποκοπεί και θα εκτεθεί σε έναν πάσσαλο στην όχθη του ποταμού, παραμένοντας να το παρουν τα αρπακτικά πουλιά. Όσο για τους νέγρους Βιέραϊ και Μανμπότε, θα δεθούν σε έναν πάσσαλο και θα ψηθούν ζωντανοί πάνω από αργή φωτιά, ενώ θα βασανίζονται με πυρακτωμένες λαβίδες. Οι νέγρες κοπέλες Λουκρητία, Άμπια, Άγκα, Γκόμπα, Μαρί και Βικτόρια, θα δεθούν σε σταυρό για να κοπούν ζωντανές και τα κεφάλια τους θα αποκοπούν για να εκτεθούν στην όχθη του ποταμού πάνω σε πασσάλους.»[6]

Με παρόμοια καταστολή αντιμετωπίστηκαν αργότερα μικρές τοπικές εξεγέρσεις και συνωμοσίες των σκλάβων στη Ντεμεράρα, οι οποίες ξέσπασαν το 1794-95, το 1809 και το 1812. Αυτές τροφοδοτήθηκαν από τον «κοινό άνεμο» της γνώσης για τις δυνατότητες εξέγερσης στην εποχή της Αϊτινής Επανάστασης[7].

Μεταξύ του 1780 και του 1803, ο έλεγχος της Ντεμεράρα άλλαξε χέρια έξι φορές μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, προτού τελικά ενσωματωθεί στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1803, με τις περισσότερες φυτείες να βρίσκονται στα χέρια Βρετανών ιδιοκτητών. Οι καλλιεργητές από τα Μπαρμπάντος και άλλες «παλιές» βρετανικές αποικίες, στις οποίες το έδαφος είχε αρχίσει να εξαντλείται λόγω της πρακτικής της μονοκαλλιέργειας στην παραγωγή ζάχαρης, ήρθαν στις νέες «παραμεθόριες» αποικίες της Ντεμεράρα, του Μπερμπίσι και του Εσσεκίμπο. Τους προσέλκυσαν το εύφορο έδαφος που ανακτήθηκε από τη θάλασσα, η επίπεδη γη, το χρήσιμο σύστημα καναλιών και ποταμών και η απαλλαγή από τυφώνες, που ήταν συνηθισμένοι αλλού.[8] Όπως σημειώνει ο ιστορικός Michael Craton, «αυτές οι νέες αποικίες προσέλκυσαν μια επιθετική νέα γενιά καπιταλιστών εξ αποστάσεως, όπως ο Τζον Γκλάντστοουν», ο πατέρας του μελλοντικού Βρετανού πρωθυπουργού Ουίλιαμ Γκλάντστοουν.[9]

Μεταξύ Ολλανδών και Βρετανών καλλιεργητών αναπτύχθηκαν εντάσεις για θέματα όπως η μετονομασία της πρωτεύουσας από Στάμπρουκ σε Τζορτζτάουν προς τιμήν του βασιλιά Γεωργίου Γ’. Οι Βρετανοί υπερηφανεύονταν για τους ισχυρισμούς τους ότι ήταν πιο δίκαιοι και «καλοκάγαθοι» από τους «άγριους» και «βάναυσους» Ολλανδούς καλλιεργητές∙ για παράδειγμα, κατήργησαν το τσάκισμα των εγκληματιών στον τροχό, χρησιμοποιώντας πιο «ανθρώπινες» μορφές τιμωρίας.[10] Οι Βρετανοί ήταν επίσης υπερήφανοι για τις πιο αποδοτικές φυτείες τους. Αυτές παρήγαγαν όχι μόνο ζάχαρη (αν και αυτή απέκτησε όλο και μεγαλύτερη σημασία, ιδίως μετά το 1815), αλλά και βαμβάκι και καφέ. Ο Χένρι Μπόλινγκμπροκ, ένας Άγγλος που έζησε στη Ντεμεράρα από το 1799 έως το 1805, εργαζόμενος ως υπάλληλος σε έναν εμπορικό οίκο, υποστήριξε ότι η φιλοδοξία του Ολλανδού καλλιεργητή ήταν «να κάνει τη φυτεία του να μοιάζει με κήπο, ενώ του Άγγλου είναι να πάρει τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα βαμβακιού υπό καλλιέργεια, καθώς έχει διαπιστωθεί από την εμπειρία μιας σειράς ετών ότι η ποσότητα και όχι η ποιότητα αποτελεί το κέρδος της καλλιέργειας».[11] Η da Costa σημειώνει ότι, πριν από το 1808, «για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στις αποικίες της Ντεμεράρα, του Εσσεκίμπο και του Μπερμπίτσε γινόταν η μεγαλύτερη παραγωγή βαμβακιού στον κόσμο»[12].

Η εντατικοποίηση της πίεσης προς τους σκλάβους υπό βρετανικό αποικιακό έλεγχο, στο όνομα της αποτελεσματικότητας, πραγματοποιήθηκε εν μέσω αυξανόμενου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο. Η πτώση των τιμών της ζάχαρης έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά το 1807, όταν η Βρετανική Αυτοκρατορία τερμάτισε την επίσημη συμμετοχή της στο ατλαντικό δουλεμπόριο και οι Βρετανοί καλλιεργητές έπρεπε να ανταγωνιστούν τους παραγωγούς ζάχαρης που εξακολουθούσαν να εισάγουν Αφρικανούς σκλάβους ως εργατικό δυναμικό στην Κούβα και τη Βραζιλία. Όλα αυτά οδήγησαν σε αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των σκλάβων και της τάξης των καλλιεργητών. Οι Βρετανοί καταπάτησαν σταθερά όλα τα πολύ περιορισμένα «δικαιώματα» για τους σκλάβους που είχαν καθιερωθεί υπό τους Ολλανδούς, όπως ο «Κανόνας για τη μεταχείριση των υπηρετών και των σκλάβων» του 1772. Αυτός απαγόρευε την τιμωρία των σκλάβων με μαστίγωμα με περισσότερα από 25 μαστιγώματα και υποχρέωνε τη δημιουργία ενός στρέμματος εδάφους για κάθε πέντε σκλάβους για την τροφοδοσία τους. Επίσης, επέτρεπε στους σκλάβους να πωλούν τα δικά τους προϊόντα στις κυριακάτικες αγορές της Μαχάικα και της Τζορτζτάουν. Οι ιδιοκτήτες έπρεπε να προμηθεύουν τους σκλάβους με υφάσματα και απαγορευόταν να τους αναγκάζουν να εργάζονται τις Κυριακές και τις αργίες, όταν προτιμούσαν να εργάζονται στους δικούς τους χώρους τροφοδοσίας, ή «κήπους», εκτός αν μια έκτακτη ανάγκη, όπως πλημμύρες, απαιτούσε «επείγουσα» εργασία στην κύρια φυτεία.[13] Η Da Costa γράφει: «Κάθε ταξιδιώτης που επισκέφθηκε τη Ντεμεράρα κατά την πρώιμη περίοδο θαύμαζε τους κήπους των σκλάβων, όπου καλλιεργούσαν γλυκοπατάτες, καλαμπόκι και μια ποικιλία κολοκύθων. Επίσης, εκτρέφανε κοτόπουλα, πάπιες, κατσίκες, γαλοπούλες και (σπανιότερα) χοίρους».[14] Ένας «εφοριακός» υπάλληλος είχε οριστεί για να παρακολουθεί όλα αυτά, και οι σκλάβοι μπορούσαν να ζητήσουν αποζημίωση – ένα έθιμο που διατηρήθηκε από τους Βρετανούς, αν και προτιμούσαν περισσότερο την παράβαση παρά την τήρηση του. Οι Βρετανοί καλλιεργητές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξασφαλίσουν ότι οι σκλάβοι θα εργάζονταν στις φυτείες τις Κυριακές, ακόμη και όταν η εργασία δεν ήταν σαφώς «επείγουσα»[15].

Υπό τη βρετανική κυριαρχία, οι καλλιεργητές αύξησαν επίσης γενικότερα τον ρυθμό εκμετάλλευσης των σκλάβων, ενώ δεν παρείχαν επαρκή τροφή και ιατρική περίθαλψη. Όπως σημειώνει η da Costa, «η ιατρική ήταν συχνά πρωτόγονη, οι περισσότεροι γιατροί ήταν απρόσεκτοι και ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι, και τα “αναρρωτήρια” έμοιαζαν περισσότερο με φυλακές παρά με νοσοκομεία, αφού εκεί οι σκλάβοι ήταν συνήθως κλειδωμένοι σε κλουβιά».[16] Οι διευθυντές ανάγκαζαν τους σκλάβους να εργάζονται όταν ήταν άρρωστοι, επειδή τους υποπτεύονταν ότι προσποιούνταν ασθένεια για να πάρουν άδεια από την εργασία τους. Αυτό οδήγησε σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, ιδίως μεταξύ των παιδιών, γεγονός που αποτελούσε πρόβλημα για τους καλλιεργητές, επειδή οι σκλάβες γυναίκες είχαν τόσο κακή μεταχείριση που ούτως ή άλλως υπήρχε γενικά χαμηλό ποσοστό γεννήσεων.[17] Τα «τάγματα εργασίας» [“Task gangs”[i]] των σκλάβων ήταν τα πιο σκληρά εκμεταλλευόμενα, καθώς δεν είχαν καμία από τις συνήθεις προστασίες που προέκυπταν από τη σταθερή διαμονή, επειδή συχνά μετακινούνταν από φυτεία σε φυτεία. Οι οικογένειες και οι φιλίες διαλύονταν τακτικά στο όνομα της κερδοφορίας της τάξης των καλλιεργητών.[18] Τον Αύγουστο του 1823, ένα μέλος της Ιεραποστολικής Εταιρείας του Λονδίνου, ο αιδεσιμότατος Τζον Σμιθ, ο οποίος βρισκόταν στη Ντεμεράρα από το 1817, διευκρίνισε: «Από τότε που βρίσκομαι στην αποικία, οι σκλάβοι καταπιέζονται πολύ άσχημα»:

«Πολύ γενικά, τους έχει ζητηθεί υπερβολικός όγκος εργασίας, χωρίς να εξαιρούνται οι γυναίκες που είναι σε πολύ προχωρημένη εγκυμοσύνη. Όταν αρρώσταιναν, συνήθως παραμελούνταν, υφίσταντο κακομεταχείριση ή λιμοκτονούσαν. Οι τιμωρίες τους ήταν συχνές και αυστηρές. Η αποζημίωση που μπορούσαν να επιτύχουν ήταν τόσο σπάνια, ώστε πολλοί από αυτούς έχουν σταματήσει για πολύ καιρό να την αναζητούν, ακόμη και όταν είχαν αδικηθεί φανερά... Το μαστίγιο χρησιμοποιήθηκε με αμείλικτο τρόπο.»[19]

Ένα πρωί, ο Σμιθ έγραψε στο ημερολόγιό του:

«Το πρώτο πράγμα που άκουσα ως συνήθως ήταν το μαστίγιο. Από τις έξι και μισή μέχρι τις εννιά και μισή, τα αυτιά μου πονούσαν από το μαστίγιο. Σίγουρα, αυτά τα πράγματα θα αφυπνίσουν την εκδίκηση ενός φιλεύσπλαχνου Θεού.»

Ο νόμος επέτρεπε επίσημα 39 χτυπήματα με το μαστίγιο και έπρεπε να είναι παρών ένας κύριος ή επιστάτης, αλλά αυτοί οι κανόνες παραβιάζονταν τακτικά όταν γινόταν μαστίγωμα. Ο Σμιθ και η σύζυγός του, η Τζέιν, είχαν κάποτε τρομάξει όταν μέτρησαν τα 140 ή 141 χτυπήματα που είχαν δοθεί[20].

Υπήρχαν πάντα –όπως σε κάθε αποικία– μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ της τοπικής αυτοδιοίκησης στην αποικιακή περιφέρεια και του κράτους στην αυτοκρατορική μητρόπολη. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη δημοτικότητα στη Βρετανία των ιδεών του «ελεύθερου εμπορίου» (δηλαδή του ελεύθερου εμπορίου προς τη Βρετανία και όχι της ελευθερίας των βρετανικών αποικιών να πωλούν τα προϊόντα τους στην ελεύθερη αγορά) προκάλεσε φόβο στους αποίκους ότι θα έχαναν την κατοχυρωμένη πρόσβαση στη βρετανική αγορά για τη ζάχαρη τους.

Η αυξανόμενη παρουσία ιεραποστόλων από τη Βρετανία, όπως ο Σμιθ, άρχισε επίσης να επιδεινώνει αυτές τις αντιπαλότητες καθώς και να εντείνει τις εντάσεις μεταξύ αφεντικών και σκλάβων. Η τάξη των καλλιεργητών σε όλες τις βρετανικές Δυτικές Ινδίες συμφώνησε απρόθυμα με την παρουσία ιεραποστόλων προκειμένου να βοηθήσουν να κρατήσουν τους σκλάβους σε ηρεμία και να ενθαρρύνουν τις «χριστιανικές» αξίες της υπακοής και της πίστης στην εξουσία. Μια εκπαιδευτική έκθεση της Ιεραποστολικής Εταιρείας του Λονδίνου έδινε οδηγίες στους ιεραποστόλους της:

«Ορισμένοι από τους κυρίους που κατέχουν τα κτήματα, οι κύριοι των σκλάβων, δεν είναι φιλικοί προς τη διδασκαλία σε αυτούς [τους σκλάβους]. Δεν πρέπει να σας ξεφύγει ούτε μια λέξη δημόσια ή ιδιωτικά που θα μπορούσε να κάνει τους σκλάβους να δυσαρεστηθούν με τους κυρίους τους ή να δυσαρεστηθούν με τη θέση τους. Δεν είστε σταλμένοι για να τους απαλλάξετε από τη δουλική τους κατάσταση, αλλά για να τους προσφέρετε την παρηγοριά της θρησκείας και να τους επιβάλλετε την ανάγκη να είναι “υποταγμένοι, όχι μόνο από την οργή, αλλά και από τη συνείδηση” (προς Ρωμαίους, 13:5, Πέτρου Α΄, 2:19[ii]). Το ιερό ευαγγέλιο που κηρύττετε θα καταστήσει τους δούλους που το δέχονται τους πιο επιμελείς, πιστούς, υπομονετικούς και χρήσιμους υπηρέτες. Θα καταστήσει περιττή την αυστηρή πειθαρχία και θα τους κάνει τους πιο πολύτιμους σκλάβους στα κτήματα. Έτσι, θα προβάλετε τον εαυτό σας και τη διακονία σας ακόμη και σε εκείνους τους κυρίους που μπορεί να ήταν αντίθετοι με τη θρησκευτική διδασκαλία στους Νέγρους».[21]

Παρά τις συστάσεις αυτές, άλλες συμπεριφορές έπαιζαν επίσης ρόλο. Πολλοί ιεραπόστολοι ήταν Μεθοδιστές, ένα δόγμα που, όπως όλες οι μορφές θρησκείας, είχε τη δυνατότητα να είναι ανατρεπτικό. Στη Βρετανία, ένας εφημέριος του Ίπσουιτς παραπονέθηκε κάποτε για τους εργάτες του χωραφιού που είχαν ασπαστεί τον μεθοδισμό και τώρα διέδιδαν την ιδέα ότι «το καλαμπόκι και όλοι οι άλλοι καρποί της γης καλλιεργούνται και προορίζονται από την πρόνοια τόσο για τους φτωχούς όσο και για τους πλούσιους». Αυτοί οι εργάτες της υπαίθρου ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι από τους μισθούς τους και τις συνθήκες εργασίας. Επιπλέον, ήταν λιγότερο έτοιμοι «να δουλέψουν υπερωρίες όπως απαιτούσαν οι ανάγκες των αφεντικών τους», αλλά αντίθετα σπαταλούσαν τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα πηγαίνοντας να ακούσουν ιεροκήρυκες και να τραγουδήσουν ύμνους «σε μερικές από τις φτωχότερες αγροικίες μέχρι τις εννέα».[22] Οι ίδιοι οι ιεραπόστολοι συνήθως προέρχονταν από τις εργαζόμενες τάξεις και όχι από τους γαιοκτήμονες. Όταν ιδρύθηκε η Ιεραποστολική Εταιρεία του Λονδίνου το 1795, όρισε ως στόχο της «την προαγωγή της ευτυχίας του ανθρώπου και της δόξας του Θεού» και ισχυρίστηκε ότι απευθυνόταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις χωρίς διακρίσεις[23].

Μέσα από τη Γαλλική και την Αϊτινή Επανάσταση, οι ιδέες του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού για τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα κυκλοφορούσαν παντού. Ο Τόμας Χάρντι της Εταιρείας Αλληλογραφίας του Λονδίνου, ένας ριζοσπάστης υποδηματοποιός, συνεργάστηκε με μαύρους υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, όπως ο Ολάουντα Εκιάνο, υποστηρίζοντας ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου «επεκτείνονται σε ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, μαύρους και λευκούς, υψηλούς και χαμηλούς, πλούσιους και φτωχούς».[24] Στο πλαίσιο της ανάπτυξης του αισθήματος κατά της δουλείας και ενός αναπτυσσόμενου κινήματος κατάργησης της δουλείας στη Βρετανία ενόψει της κατάργησης του δουλεμπορίου το 1807, πολλοί χριστιανοί θεωρούσαν πλέον τη δουλεία αμαρτία. Όταν ιεραπόστολοι όπως ο Σμιθ έφτασαν σε κοινωνίες όπως η Ντεμεράρα, βλέποντας τη φρικτή πραγματικότητα της δουλείας παντού γύρω τους, αυτό απλώς επιβεβαίωσε τα όποια λανθάνοντα αισθήματα κατά της δουλείας μπορεί να έτρεφαν πριν από την άφιξή τους. Επιπλέον, οι ιεραπόστολοι έπρεπε να εκφράσουν τη συμπάθειά τους, ακόμη και έναν βαθμό αλληλεγγύης προς τους σκλάβους, αν ήθελαν να επιτύχουν με τους δικούς τους όρους, συγκροτώντας το «ποίμνιό» τους. Έπρεπε επίσης να επιμένουν ότι η Κυριακή, η έβδομη ημέρα, έπρεπε να γίνεται σεβαστή και να μην αντιμετωπίζεται ως εργάσιμη ημέρα. Οι ιεραπόστολοι οργάνωσαν νυχτερινές συγκεντρώσεις και προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό σκλάβων από διάφορες φυτείες στα παρεκκλήσια.[25] Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί σκλάβοι να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Το 1814 κυκλοφόρησε στη Ντεμεράρα μια επιστολή που υποτίθεται ότι είχε γραφτεί από τον Ιησού Χριστό και απαγόρευε στους ανθρώπους να εργάζονται την έβδομη ημέρα, και αρκετοί μαύροι αγόρασαν αντίγραφα προς πέντε σελίνια το κομμάτι.[26] Μέχρι το 1817, το παρεκκλήσι Μπέθελ του αιδεσιμότατου Σμιθ παρακολουθούσαν 800 σκλάβοι κάθε Κυριακή, ενώ περίπου 2.000 άτομα παρακολουθούσαν τη θρησκευτική του διδασκαλία.[27]

Δεν είναι περίεργο που οι ντόπιοι γαιοκτήμονες –οι οποίοι θεωρούσαν το μαστίγιο ως καλύτερη μορφή «διδασκαλίας» από το να διδάσκουν στους σκλάβους να διαβάζουν θρησκευτικές κατηχήσεις– ανησυχούσαν από αυτές τις εξελίξεις και γρήγορα βρήκαν λόγο να διαμαρτυρηθούν για την ιεραποστολική δραστηριότητα. Το 1808, η εφημερίδα The Essequebo and Demerary Royal Gazette καταδίκασε την Ιεραποστολική Εταιρεία του Λονδίνου επειδή έστελνε «αμφίβολους κήρυκες ενός δήθεν διαφωτιστικού δόγματος», οι οποίοι «εξαγγέλλουν ίσα δικαιώματα και καθολική ελευθερία» και «μιλούν ως φιλόσοφοι».[28] Η da Costa σημείωσε: «Οι άποικοι δεν είχαν άδικο όταν αναγνώριζαν ότι οι ιεραπόστολοι κήρυτταν έναν νέο τρόπο θεώρησης του κόσμου: έναν τρόπο πιο κατάλληλο για μια κοινωνία ελεύθερων εργατών, έναν τρόπο που θα μπορούσε να υπονομεύσει τα ηθικά θεμέλια της αποικιακής κοινωνίας».[29] Όταν ο Σμιθ έφτασε στη Ντεμεράρα, του είπε ο κυβερνήτης, ο υποστράτηγος Τζον Μάρεϊ, ο ίδιος ιδιοκτήτης φυτείας: «Αν ποτέ διδάξεις έναν νέγρο να διαβάζει και το ακούσω, θα σε εξορίσω αμέσως από την αποικία».[30]

Επιφανειακά, η Ντεμεράρα φαινόταν ένας τόπος ηρεμίας όπου δεν συνέβαινε τίποτα σημαντικό. Το 1819, ο συντάκτης της Royal Gazette σημείωνε ότι «σε τόσο μικρές κοινότητες, όπως είναι γενικά οι αποικίες, δύσκολα συμβαίνουν εσωτερικά περιστατικά άξια αναφοράς».[31] Ωστόσο, η Ντεμεράρα ήταν ένα μείγμα αντιφάσεων έτοιμο να εκραγεί. Πράγματι, την ίδια ακριβώς χρονιά, ήταν σαφές στους πιο διορατικούς παρατηρητές και σε όσους έκαναν τον κόπο να αντιληφθούν την πραγματικότητα της ζωής των σκλάβων ότι τα πράγματα απείχαν πολύ από το να είναι ήρεμα. Τον Μάρτιο του 1819, το ημερολόγιο του αιδεσιμότατου Σμιθ κατέγραφε: «Παρατήρησα στους σκλάβους ένα πνεύμα γκρίνιας και δυσαρέσκειας. Δεν θα πρέπει επίσης να αναρωτιέμαι αν επρόκειτο να ξεσπάσει σε ανοιχτή εξέγερση».[32] Οι συνωμοσίες και οι εμπρηστικές επιθέσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές, όπως και η πρακτική των σκλάβων να φεύγουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στα τοπικά «δάση» πριν επιστρέψουν.

 

Plate 4 Bachelors Adventure zoom

 

Η εξέγερση

Στις 23 Μαΐου 1823, ο κυβερνήτης Μάρεϊ επανέφερε μια εγκύκλιο του 1811 που αυστηροποιούσε τους περιορισμούς, επιτρέποντας στους σκλάβους να παρακολουθούν μόνο μία συγκεκριμένη κυριακάτικη θρησκευτική λειτουργία και μόνο υπό την επίβλεψη ενός επιστάτη. Η απόφαση αυτή ήταν μια απάντηση στον αυξανόμενο αριθμό των «φυγάδων», αλλά αποτέλεσε βασικό έναυσμα για την εξέγερση.[33] Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν το αυξανόμενο κίνημα της κατάργησης της δουλείας στη Βρετανία και η πίεση που αυτό ασκούσε όλο και περισσότερο στο κοινοβούλιο, το οποίο τότε συνέβαλε συχνά στη δημιουργία αταξίας στις κοινωνίες των σκλάβων. Το 1807, όταν ψηφίστηκε ο νόμος για την κατάργηση του δουλεμπορίου στη Βρετανική Αυτοκρατορία, μια αναφορά που συντάχθηκε από ιδιοκτήτες φυτειών και εμπόρους της Δυτικής Ινδίας προειδοποιούσε για τις συνέπειες που θα είχε για την Τζαμάικα λόγω της γειτνίασής της με τη νεοσύστατη ανεξάρτητη Αϊτή. Προειδοποιούσαν: «Οι αιτούντες [την κατάργηση] πρέπει να δουν με ανησυχία την αναζωπύρωση της συζήτησης αυτού του ζητήματος σε μια περίοδο κατά την οποία η ύπαρξη μιας μαύρης δύναμης στη γειτονιά του σημαντικότερου βρετανικού νησιού στις Δυτικές Ινδίες προσφέρει ένα αξέχαστο και τρομακτικό μάθημα».[34] Η είδηση του νομοσχεδίου για το μητρώο του 1815, το οποίο απαιτούσε από τους ιδιοκτήτες φυτειών να καταγράφουν τον αριθμό των ανθρώπων που κρατούσαν υπό δουλεία, προκάλεσε εξέγερση στην αποικία των Μπαρμπάντος, όταν οι σκλάβοι το ερμήνευσαν ως σημάδι για το τέλος της δουλείας. Όπως το έθεσε ο Μάρεϊ, οι σκλάβοι στα Μπαρμπάντος είχαν «παραπλανηθεί» και νόμιζαν ότι ο Βρετανός βασιλιάς είχε διατάξει την απελευθέρωσή τους∙ αυτό, εξήγησε, «δεν ήταν στη φύση των πραγμάτων», διότι «η δουλεία υπήρχε από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος... Η Αγία Γραφή προστάζει τους σκλάβους να είναι υπάκουοι στους κυρίους τους και έτσι πρέπει να είναι.»[35]

Τώρα, για άλλη μια φορά, η αυξανόμενη πίεση και η δραστηριότητα των υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας στη Βρετανία προκάλεσε εξέγερση στο «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» της αυτοκρατορίας, τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που βρίσκονταν σε όλη την Καραϊβική. Τον Ιανουάριο του 1823 ιδρύθηκε η Εταιρεία για τον περιορισμό και τη σταδιακή κατάργηση της δουλείας σε όλες τις Βρετανικές Επικράτειες για να πιέσει για τον σταδιακό τερματισμό της δουλείας σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ενώ τον Μάρτιο ο βουλευτής Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, ο υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, εισήγαγε στη Βουλή των Κοινοτήτων μια αναφορά των Κουάκερων για την κατάργηση της δουλείας. Τον Μάιο, ο Γουίλμπερφορς δημοσίευσε την «Έκκληση προς τη θρησκεία, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά των κατοίκων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, εξ ονόματος των Νέγρων σκλάβων στις Δυτικές Ινδίες», με την οποία καλούσε τους συμπατριώτες του Βρετανούς «να αρχίσουν, χωρίς καθυστέρηση, τα προπαρασκευαστικά μέτρα για να δοθεί ένα τέλος σε ένα εθνικό έγκλημα βαθύτατης ηθικής κακοήθειας».[36] Τον ίδιο μήνα, ο Τόμας Φάουελ Μπάξτον υπέβαλε πρόταση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στην οποία δήλωνε ότι «η κατάσταση της δουλείας είναι αντίθετη προς τις αρχές του βρετανικού συντάγματος και της χριστιανικής θρησκείας» και ότι «θα έπρεπε να καταργηθεί σταδιακά σε όλες τις βρετανικές αποικίες, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη δέουσα προσοχή στην ευημερία των ενδιαφερομένων μερών.»[37] Έπειτα από πιέσεις των λόμπι των δουλοκτητών στο κοινοβούλιο, του λεγόμενου Συμφέροντος της Δυτικής Ινδίας, επιτεύχθηκε συμβιβασμός, σύμφωνα με τον οποίο θα λαμβάνονταν μέτρα για τη «βελτίωση» των συνθηκών για τους σκλάβους. Ο διακηρυγμένος στόχος ήταν «η προοδευτική βελτίωση του χαρακτήρα του δουλοκτητικού πληθυσμού, η οποία θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για τη συμμετοχή του στα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια που απολαμβάνουν άλλες τάξεις υπηκόων της Αυτού Μεγαλειότητας».[38] Συγκεκριμένα, ο αποικιακός υπουργός ενήργησε με βάση αυτό το στόχο, συνιστώντας στους τοπικούς αποικιακούς κυβερνήτες, όπως ο Μάρεϊ, οι ιδιοκτήτες φυτειών να μην χρησιμοποιούν πλέον μαστίγια στα χωράφια και να απαγορευτεί το μαστίγωμα των σκλάβων γυναικών. Τα μέτρα αυτά είχαν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν στην αύξηση του ποσοστού γεννήσεων, ώστε ο σκλαβωμένος πληθυσμός να είναι σε καλύτερη θέση να αναπαραχθεί.[39] Γινόταν λόγος και για άλλες μεταρρυθμίσεις και συστάσεις που θα ακολουθούσαν, όπως η απελευθέρωση των παιδιών που γεννιόντουσαν στη δουλεία μετά από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά οι λεπτομέρειες ήταν συγκεχυμένες.

Τον Ιούλιο του 1823, η είδηση αυτών των «νέων νόμων» έφτασε στους σκλάβους της Ντεμεράρα, οι οποίοι κρυφάκουγαν συζητήσεις μεταξύ των αφεντικών τους σχετικά με τη σημασία τους.[40] Είχαν ήδη έντονη επίγνωση της ύπαρξης ενός ισχυρού κινήματος κατάργησης της δουλείας στη Βρετανία, καθώς και των αγώνων κατά της δουλείας σε μέρη όπως τα Μπαρμπάντος. Ένας σκλάβος πληροφορήθηκε από έναν επιστάτη, ενώ τον μαστίγωναν, ότι η τιμωρία του επιβλήθηκε επειδή δεν θα «έκανε καμία δουλειά», αφού ήδη γνώριζε ότι σύντομα θα ήταν ελεύθερος και αρνήθηκε να περιμένει υπομονετικά «μέχρι να σας δοθεί η ελευθερία σας, αλλά επιθυμείς να την πάρεις μόνος σου».[41] Ένα δίκτυο ηγετικών ατόμων μεταξύ των σκλάβων στη Ντεμεράρα άρχισε τώρα να συναντιέται για να οργανωθεί. Όπως παρατηρεί η da Costa, «οι ηγέτες είχαν διαμορφωθεί κυρίως μεταξύ των ειδικευμένων σκλάβων: τεχνίτες και οδηγοί, αλλά και βαρκάρηδες και μηχανικοί». Αυτοί οι άνδρες –όπως ο Τζακ Γκλάντστοουν, ένας 30χρονος βαρελοποιός– είχαν το σχετικό επίπεδο προνοµίων που τους επέτρεπε να κινούνται στην αποικία.[42]

Την Κυριακή 17 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε μια τελευταία συνάντηση «συμβουλίου» της ηγεσίας των ανταρτών στη φυτεία Σακσές, όπου βρίσκονταν δύο ηγετικά στελέχη: Ο Τζακ Γκλάντστοουν και ο αφρικανικής καταγωγής πατέρας του, Κουαμίνα. Η φυτεία ανήκε στον Τζον Γκλάντστοουν, με τον Τζακ να παίρνει το επώνυμο του κυρίου σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Ο Κουαμίνα ήταν ο πρώτος διάκονος στο παρεκκλήσι Μπέθελ που διηύθυνε ο αιδεσιμότατος Σμιθ, αν και ο Τζακ Γκλάντστοουν περιγράφηκε από την Τζέιν Σμιθ ως «ένας άσωτος και εύθυμος νεαρός, πολύ άστατος στην παρουσία του στο παρεκκλήσι». Στη συνεδρίαση του συμβουλίου των ανταρτών παρουσιάστηκαν αντικρουόμενες στρατηγικές, γεγονός που προέκυπτε από τις περιορισμένες πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους σχετικά με το τι ακριβώς σήμαιναν οι «νέοι νόμοι» της βρετανικής κυβέρνησης. Οι συμμετέχοντες είχαν περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Ποιο θα ήταν το πραγματικό αποτέλεσμα των «νέων νόμων»; Μήπως τώρα επρόκειτο να έρθει ένας νέος κυβερνήτης;

Παρ’ όλα αυτά, οι αντάρτες είχαν κάποια αίσθηση της πορείας και των αποτελεσμάτων προηγούμενων εξεγέρσεων τόσο στη Ντεμεράρα όσο και αλλού στην Καραϊβική, και αυτά αποτέλεσαν πηγή διδαγμάτων. Ο Σάντι, ένας αντάρτης σκλάβος από το κτήμα ζάχαρης Νον Πάρεϊλ, αναφέρθηκε σε μια απόπειρα άμεσης ένοπλης εξέγερσης που καταπνίγηκε αιματηρά: «Πρέπει να το σχεδιάσουμε καλύτερα από την επιχείρηση στα Μπαρμπάντος». Πρότεινε απλώς να καταθέσουν τα εργαλεία τους και να ζητήσουν άλλη μια ελεύθερη ημέρα εκτός της Κυριακής – ουσιαστικά μια μαζική απεργία. Αυτό, ωστόσο, απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των συγκεντρωμένων, οι οποίοι ήθελαν κάτι περισσότερο από μία ακόμη ημέρα∙ ήθελαν ελευθερία. Επιπλέον, όπως είπε ο Πάρις, ένας άλλος αντάρτης, αν απλά άφηναν τα εργαλεία τους, θα τους πυροβολούσαν «σαν ηλίθιους»[43].

Η ηγεσία των ανταρτών συμφώνησε σε κάτι που μπορεί ίσως να περιγραφεί ως μια μορφή «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω εξέγερσης των σκλάβων». Θα ξεσηκώνονταν το επόμενο βράδυ, τη Δευτέρα 18 Αυγούστου, με σχέδιο να εξαπλωθεί η εξέγερση από φυτεία σε φυτεία, βάζοντας τους διαχειριστές και τους επιστάτες σε ποδιπέδες[iii] «από φόβο μήπως δραπετεύσουν στην πόλη και στείλουν τα στρατεύματα πριν ξημερώσει». Το σχέδιο περιελάμβανε επίσης την εξασφάλιση του ελέγχου των όπλων και των πυρομαχικών. Μετά από τρεις ημέρες μαζικής απεργίας, θα πήγαιναν στον κυβερνήτη και θα ζητούσαν την ελευθερία και τα «δικαιώματά» τους. Στα αιτήματα αυτά θα επέμεναν με τη δύναμη του αριθμού που είχαν στη διάθεσή τους και θα τα υποστήριζαν με βία, αν χρειαζόταν. Αν δεν έπαιρναν την ελευθερία τους αμέσως, ήλπιζαν ότι αυτού του είδους η διαπραγμάτευση θα μπορούσε τουλάχιστον να τους εξασφαλίσει τρεις μέρες άδεια από την εργασία τους κάθε εβδομάδα, γεγονός που θα τους επέτρεπε τόσο να παρακολουθούν τις θρησκευτικές λειτουργίες όσο και να φροντίζουν τους κήπους τους.[44]

Ο ακριβής ρόλος της βίας δεν ήταν ξεκάθαρος, αν και συμφώνησαν ότι, αν κανένας λευκός δεν πάθαινε κακό, «δεν θα μπορούσε να γίνει καμία καταγγελία εναντίον μας». Μιλώντας σε μια δίκη μετά από αυτά τα γεγονότα, ένας εξεγερμένος, ο Μπρίστολ, ανέφερε ότι ο Τζακ Γκλάντστοουν και κάποιοι άλλοι είχαν πει ότι όλοι θα έπρεπε να πολεμήσουν τους λευκούς και ότι «αν δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο, θα πήγαιναν στο δάσος».[45] Πολλοί εξεγερμένοι σίγουρα ήλπιζαν ότι οι κοινότητες των Μαρούν γύρω από την αποικία (γνωστοί εκείνη την εποχή ως «Νέγροι του δάσους») θα ενώνονταν μαζί τους αφού είχαν ξεσηκωθεί, αποδεικνύοντας ότι οι Μαρούν συμβόλιζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την ελευθερία μεταξύ των σκλάβων. Επιπλέον, οποιαδήποτε εξέγερση είχε σαφώς τη δυνατότητα να εξαπλωθεί στις γειτονικές αποικίες Μπερμπίσε και Εσσεκίμπο.[46] Παρ’ όλα αυτά, ο Κουαμίνα συνιστούσε προσοχή, καλώντας τους αντάρτες να περιμένουν μέχρι να έχουν σαφέστερη ενημέρωση σχετικά με το τι ακριβώς σήμαιναν οι «νέοι νόμοι» προτού ξεκινήσουν την εξέγερση. Σύμφωνα με έναν αντάρτη που ήταν παρών κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, ο Κουαμίνα συμβούλεψε: «Αύριο το πρωί, πρέπει να αφήσετε κάτω το φτυάρι, την τσάπα και το μαχαίρι σας και να καθίσετε στο σπίτι». Ο Τζακ Γκλάντστοουν αγνόησε τον πατέρα του απότομα: «Είσαι ένας γερο-ηλίθιος· αυτό που έχουν πάρει οι άνθρωποι, εσύ δεν τους αφήνεις να το έχουν». Η εξέγερση ξεκίνησε το βράδυ της Δευτέρας 18 Αυγούστου, παρά τις ενέργειες του Κουαμίνα να προσπαθήσει να ματαιώσει το όλο εγχείρημα την τελευταία στιγμή.[47]

Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως επισήμανε ο ιστορικός του Τρινιντάντ Eric Williams, «η εξέγερση ήταν τόσο προσεκτικά και μυστικά σχεδιασμένη που αιφνιδίασε τους ιδιοκτήτες φυτειών».[48] Για να περιγράψει κανείς τη μορφή που πήρε η εξέγερση όταν ξέσπασε εκείνο το βράδυ της Δευτέρας, δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο από το να παραθέσει εκτενώς την περιγραφή της da Costa:

«Η εξέγερση ξεκίνησε από την Σακσές και γρήγορα εξαπλώθηκε στις γειτονικές φυτείες. Ξεκινώντας γύρω στις έξι το απόγευμα, υπό τον ήχο κέρατων και τυμπάνων από όστρακα, και συνεχίζοντας όλη τη νύχτα, 9.000 έως 12.000 σκλάβοι από περίπου 60 φυτείες της Ανατολικής Ακτής περικύκλωσαν τα κεντρικά σπίτια, έβαλαν τους επιστάτες και τους διευθυντές σε ποδιπέδες και κατέσχεσαν τα όπλα και τα πυρομαχικά τους. Όταν συνάντησαν αντίσταση, χρησιμοποίησαν βία. Χρόνια αγανάκτησης και καταπίεσης βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, οι σκλάβοι έφεραν τα πάνω κάτω στον κόσμο. Οι σκλάβοι έγιναν αφέντες και οι αφέντες έγιναν σκλάβοι. Ακριβώς όπως οι αφέντες τους τούς είχαν ξεριζώσει από το παραδοσιακό τους περιβάλλον και τον πολιτισμό τους, είχαν οικειοποιηθεί την εργασία τους, τους είχαν δώσει νέα ονόματα, τους είχαν αναγκάσει να μάθουν μια γλώσσα και τους είχαν επιβάλει νέους ρόλους, οι σκλάβοι οικειοποιήθηκαν τη γλώσσα των αφεντικών τους και τα σύμβολα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας τους. Οι σκλάβοι μιλούσαν για νόμους που προέρχονταν από την Αγγλία. Μιλούσαν για “δικαιώματα”. Μιλούσαν για τον βασιλιά, τον Γουίλμπερφορς και “τους ισχυρούς άνδρες της Αγγλίας”. Χρησιμοποιούσαν τα μαστίγια των αφεντικών τους και έβαζαν τους αφέντες τους σε ποδιπέδες. Έσπασαν πόρτες και παράθυρα, κατέστρεψαν έπιπλα και έβαλαν φωτιά σε κτίρια. Μαστίγωναν διευθυντές και αφέντες, έκλεβαν τα ρούχα και τα χρήματά τους, έπιναν το κρασί τους. Όταν οι λευκοί τους πυροβολούσαν, αυτοί ανταπέδιδαν τα πυρά. Μέχρι τα μεσάνυχτα, τα παλιά αφρικανικά κοχύλια και τα τύμπανα είχαν σιωπήσει. Μόνο ο ήχος των ευρωπαϊκών όπλων ακουγόταν.»[49]

Η εξέγερση ήταν πραγματικά μια γιορτή των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων. Τα πράγματα είχαν αντιστραφεί∙ οι σκλάβοι που πριν από την εξέγερση προορίζονταν να μπουν σε ποδιπέδες, τώρα απολάμβαναν να κοροϊδεύουν τους διευθυντές και τους επιστάτες τους: «Χθες με βάλατε σε ποδιπέδες. Εγώ έβαλα εσένα τώρα».[50] Ένας ιδιαίτερα σκληρός διευθυντής πληροφορήθηκε ότι ήταν «ένας πολύ κακός άνθρωπος... ένας δεύτερος Φαραώ» και του είπαν ότι αξίζει στους επιστάτες να τους κόψουν τα κεφάλια.[51]

Οι γυναίκες βγήκαν στο προσκήνιο, έβριζαν φραστικά τους σκληρούς αφέντες και επιστάτες, τους μαστίγωναν με μπαμπού και τους χαστούκιζαν στο πρόσωπο, και ζητωκραύγαζαν τους άντρες όταν περνούσαν οπλισμένοι.[52] Ο Λάχλαν Κάμινγκ, ο ιδιοκτήτης της φυτείας Σατώ Μαργκό, είχε μπει σε ποδιπέδες μαζί με τον διευθυντή και τους επιστάτες «προς άπειρη διασκέδαση των νέγρων γυναικών, στις οποίες ο διευθυντής είχε φερθεί με μεγάλη σκληρότητα. Αυτές τώρα «ξεσπούσαν πάνω του χαιρετώντας τον η καθεμία... με ένα χαστούκι στο πρόσωπο».[53] Οι γυναίκες αποδείχθηκαν πάντοτε πιο μαχητικές από τους μερικές φορές επιφυλακτικούς επίσημους ηγέτες της εξέγερσης, οι οποίοι ήθελαν να τη κρατήσουν μη βίαιη. Κατά κάποιο τρόπο, η ηγεσία της εξέγερσης λειτούργησε ως αρχηγός συνδικαλιστικού σωματείου, προσπαθώντας να φέρει την εξέγερση σε μια θέση από την οποία θα μπορούσε να κάνει συμφωνία με τον κυβερνήτη. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε σημείο, η εξέγερση απειλούσε να ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Η Άμπα, μια γυναίκα που ανήκε στη φυτεία Εντερπράιζ, κρατούσε ένα μουσκέτο και προέτρεπε τους εξεγερμένους να χρησιμοποιήσουν βία όταν και εφόσον ήταν απαραίτητο: «Επιτρέπετε στον άνθρωπο μπούκρα να ρίχνει κάτω τόσους πολλούς από εσάς; Πάρτε για μένα όπλο και πυροβολήστε τον».[54]

Το βράδυ της Δευτέρας, ο ίδιος ο κυβερνήτης ήρθε απροσδόκητα αντιμέτωπος με περίπου 40 αντάρτες οπλισμένους με μαχαίρια, ενώ ταξίδευε προς την Τζορτζτάουν. Τους ρώτησε τι ήθελαν και του είπαν απλώς: «Τα δικαιώματά μας». Τους ενημέρωσε για τις οδηγίες του από τη Βρετανία σχετικά με την κατάργηση του μαστιγώματος για τις γυναίκες και την απαγόρευση των μαστιγίων στα χωράφια, αλλά αυτό έτυχε ψυχρής υποδοχής. Όπως ο ίδιος θυμόταν αργότερα:

«Εξήγησα τις αγαθοεργές απόψεις της Αυτού Μεγαλειότητας για τη βελτίωση της κατάστασής τους και εξήγησα ότι η κατάργηση του μαστιγώματος των γυναικών σκλάβων και της χρήσης μαστιγίων στους αγρούς δεν ήταν παρά τα πρώτα βήματα προς τα επιδιωκόμενα μέτρα. Αυτά τα πράγματα, είπαν, δεν τους ανακούφιζαν – ο Θεός τους είχε κάνει από την ίδια σάρκα και το ίδιο αίμα με τους λευκούς, είχαν κουραστεί να είναι σκλάβοι, ο καλός τους βασιλιάς είχε στείλει διαταγές να είναι ελεύθεροι και δεν θα δούλευαν πια.»[55]

Καθώς ο αριθμός των ένοπλων ανταρτών γύρω από τον Μάρεϊ αυξήθηκε σε 200, ο ίδιος αποχώρησε γρήγορα και έσπευσε στην Τζορτζτάουν αντί να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί περισσότερο. Κάλεσε την αποικιακή εθελοντική πολιτοφυλακή και κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Δύο στρατιωτικές μονάδες, το 21ο (Βασιλικό Βορειοβρετανικό) Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων Πεζικού και το 1ο Σύνταγμα Δυτικής Ινδίας, στάλθηκαν επίσης στην Ανατολική Ακτή για να αποκαταστήσουν την «τάξη».[56] Μέχρι το επόμενο βράδυ, η πολιτοφυλακή είχε ενωθεί με τα τακτικά στρατεύματα σε μια δύναμη περίπου 400 έως 500 ανδρών υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Τζον Λέιχι, βετεράνου των Ναπολεόντειων πολέμων. Προχώρησαν προς τη φυτεία «Μπατσελορ’ς Άντβεντσερ», για να βρεθούν περικυκλωμένοι από μια δύναμη ίσως δεκαπλάσια του αριθμού τους, περίπου 3-4.000 εξεγερμένους, όλοι οπλισμένοι με μαχαίρια ή μουσκέτα. Ο Τζον Τσέβλι, ένας εμπορικός υπάλληλος από το Λίβερπουλ, ο οποίος βρισκόταν εκεί ως μέλος της αποικιακής πολιτοφυλακής, περιέγραψε τη σκηνή: «Ήταν μια τρομερή στιγμή αγωνίας... Όλοι αισθάνονταν ότι είχε φτάσει η κρίση, όταν θα έπρεπε να αποφασιστεί ποιος θα ήταν ο αφέντης».[57]

Οι επικεφαλής αξιωματικοί πλησίασαν τώρα τους εξεγερμένους και τους ρώτησαν τι ήθελαν. Η απάντηση αναφερόταν στην υποτιθέμενη εντολή απελευθέρωσης από τον Βρετανό βασιλιά: «Ο Μάσα μας φέρεται πολύ άσχημα, μας αναγκάζει να δουλεύουμε τις Κυριακές, δεν μας αφήνει να πηγαίνουμε στο παρεκκλήσι, δεν μας δίνει χρόνο για δουλειά στον κήπο, μας χτυπάει πολύ. Ακούσαμε ότι ο αληθινός μεγάλος μπούκρα μας έδωσε την ελευθερία μας, και ο Μάσα δεν μας άφησε να έχουμε τίποτα».[58] Ο Τζακ Γκλάντστοουν παρέδωσε ένα χαρτί, υπογεγραμμένο από πολλούς αιχμάλωτους διευθυντές, που έλεγε ότι οι επαναστάτες τους είχαν φερθεί καλά. Σε αντάλλαγμα, του δόθηκε η διαταγή του κυβερνήτη για την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Οι αντάρτες κλήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα τους και να επιστρέψουν στη δουλειά τους, αλλά, προς μεγάλη τους τιμή, αρνήθηκαν να κινηθούν. Ωστόσο, μια αμήχανη αντιπαράθεση συνεχίστηκε για περίπου μια ώρα, με στρατιώτες και αντάρτες να παρακολουθούν ο ένας τον άλλον. Το αδιέξοδο λύθηκε από μερικούς από τη βάση των εξεγερμένων, οι οποίοι φώναξαν: «Πιάστε τον μεγάλο μπούκρα! Δέστε τον! Δέστε τον!» Σε απάντηση, ο Λέιχι διέταξε τους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ. Αν και ορισμένοι εξεγερμένοι ήταν οπλισμένοι με μουσκέτα και ανταπέδωσαν τα πυρά, πολύ λίγοι από αυτούς είχαν όπλα και ήταν άπειροι στη χρήση των πυροβόλων όπλων τους. Σύντομα υπερτερούσαν οι επαγγελματίες στρατιώτες, οι οποίοι έριχναν τη μία ομοβροντία μετά την άλλη στις γραμμές των εξεγερμένων. Καθώς οι εξεγερμένοι έτρεχαν να καλυφθούν, περίπου 200 σκοτώθηκαν, ενώ σκοτώθηκε αντίστοιχα μόνο ένας αποικιακός στρατιώτης – ο σαλπιγκτής· μάλιστα, ακόμη και αυτός σκοτώθηκε από «φίλια πυρά» της δικής του πλευράς. Λίγοι μόνο στρατιώτες είχαν μείνει τραυματισμένοι.[59]

Οι διασκορπισμένοι εξεγερμένοι που είχαν απομείνει υποχώρησαν στο δάσος και υιοθέτησαν τακτικές ανταρτοπόλεμου, με κάποιους να αντέχουν για εβδομάδες. Ωστόσο, η εξέγερση είχε ουσιαστικά τελειώσει, έχοντας συντριβεί άγρια κάτω από τη σιδερένια φτέρνα του Λέιχι, του οποίου τα στρατιωτικά αποσπάσματα κατευθύνονταν τώρα προς τη Μαχάικα. Απελευθέρωσαν τους διευθυντές και τους επιστάτες από τις ποδιπέδες, αποκαθιστώντας την τάξη στις φυτείες με τον κλασικά βάναυσο αντεπαναστατικό τρόπο που ακολουθούσε όλες αυτές τις εξεγέρσεις των σκλάβων.[60] Ακόμη και οι διευθυντές και οι επιστάτες δεν ήταν σε θέση να σώσουν τις ζωές της δικής τους «ιδιοκτησίας» αν ο Λέιχι έκρινε –με τα πιο σαθρά στοιχεία– ότι ένας συγκεκριμένος σκλάβος ήταν ένας από τους επικεφαλής. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία του κυβερνήτη, περίπου 225 σκλάβοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στις τρεις ημέρες της εξέγερσης, στην οποία εκτιμάται ότι συμμετείχαν 9.000 σκλάβοι∙ ωστόσο, ίσως μόνο δύο ή τρεις λευκοί σκοτώθηκαν.[61] Στη συνέχεια, ο κυβερνήτης Μάρεϊ βοήθησε στη διάσπαση των επαναστατών παίζοντας ένα έξυπνο παιχνίδι διαίρει και βασίλευε μεταξύ «καλών» και «κακών» σκλάβων. Υποσχέθηκε έλεος σε όσους δεν εξεγέρθηκαν και επέστρεφαν στις φυτείες τους εντός 24 ωρών και επικύρωσε επίσης τις συστάσεις βελτίωσης που είχαν διαταχθεί από τη Βρετανία. Εν τω μεταξύ, οι εξεγερμένοι θα τιμωρούνταν χωρίς έλεος. Ο Λέιχι ανταμείφθηκε καλά για τη βιαιότητά του στην καταστολή της εξέγερσης, καθώς του χορηγήθηκαν περισσότερες από 1.000 γκινέες για τις «γενναίες» και «πιστές» υπηρεσίες του.[62]

Στις 25 Αυγούστου άρχισαν οι δίκες 72 σκλάβων που θεωρούνταν ύποπτοι ως ηγέτες της εξέγερσης. Οι φερόμενοι ως εξεγερμένοι κατηγορήθηκαν ότι «κατά ή περί τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας 18 Αυγούστου, βρίσκονταν σε ανοιχτή εξέγερση και ανταρσία και συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν, ενάντια στην ειρήνη του κυρίαρχου άρχοντά μας, του βασιλέως, και στους νόμους που ισχύουν σε αυτή την αποικία, καθώς επίσης ότι βοηθούσαν και συνέδραμαν άλλους στην εξέγερση αυτή». Περίπου 51 καταδικάστηκαν σε θάνατο∙ δέκα από αυτούς αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους καρφώθηκαν σε πασσάλους ως προειδοποίηση για τους άλλους.[63] Άλλοι 16 καταδικάστηκαν σε 1.000 μαστιγώματα –ουσιαστικά μια θανατική ποινή– και άλλοι έλαβαν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.[64] Ο Κουαμίνα ορκίστηκε ότι κανένας λευκός δεν θα τον έπιανε ζωντανό και διέφυγε πριν τελικά τον καταδιώξουν και τον σκοτώσουν. Στη συνέχεια, το σώμα του κρεμάστηκε σε αγχόνη και αλυσίδες έξω από τη φυτεία Σακσές.[65] Το πτώμα εκτέθηκε ως φρικτή προειδοποίηση: «Μια αποικία σφηκών έφτιαξε πραγματικά μια φωλιά στην κοιλότητα του στομαχιού του και πετούσαν μέσα και έξω από τα σαγόνια του, τα οποία κρέμονταν φρικτά ανοιγμένα».[66] Στον Τζακ Γκλάντστοουν, ο οποίος τελικά εντοπίστηκε και συνελήφθη τον Σεπτέμβριο, υποσχέθηκαν εξορία στη βρετανική αποικία της Αγίας Λουκίας αντί για θάνατο, αν κατέθετε εναντίον του αιδεσιμότατου Σμιθ, τον οποίο οι άποικοι ήταν αποφασισμένοι να κατηγορήσουν ως τον «εξωτερικό ταραξία» που ήταν άμεσα υπεύθυνος για την εξέγερση. Τον Οκτώβριο, ο Σμιθ δικάστηκε, κατηγορούμενος για υποκίνηση των σκλάβων σε εξέγερση, και καταδικάστηκε σε απαγχονισμό για συνέργεια στην εξέγερση. Στις 6 Φεβρουαρίου 1824 πέθανε από κακομεταχείριση και φυματίωση μετά από έξι μήνες στη φυλακή, ενώ περίμενε τη χάρη του βασιλιά που ήρθε μια εβδομάδα αργότερα. Ήταν μόλις 34 ετών.[67]

Ο σερ Τζον Γκλάντστοουν (ο οποίος, μέχρι το 1833, θα γινόταν ιδιοκτήτης περίπου 2.000 σκλάβων σε διάφορες φυτείες, για τους οποίους αποζημιώθηκε αδρά κατά τη στιγμή της απελευθέρωσης) εξέφρασε την ικανοποίησή του για το θάνατο του Σμιθ, επειδή «η απελευθέρωσή του θα είχε ακολουθηθεί από πολλές επιφυλάξεις και συζητήσεις» στη Βρετανία.[68] Ωστόσο, ο θάνατός του προκάλεσε επίσης πολλές «επιφυλάξεις και συζητήσεις»∙ ο Σμιθ έγινε μάρτυρας για το κίνημα της κατάργησης της δουλείας στη Βρετανία, το οποίο ριζοσπαστικοποιήθηκε μετά την εξέγερση. Η da Costa υποστηρίζει ότι πολλοί Βρετανοί εργάτες είδαν «τον αγώνα των σκλάβων για ελευθερία στη Ντεμεράρα και τη δίκη του Σμιθ ως απόδειξη των δεινών ενός καταπιεστικού συστήματος». Το σύστημα αυτό «εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται ορισμένα μέλη του κοινοβουλίου», τα οποία όχι μόνο εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των δουλοκτητών αποικιοκρατών στις Δυτικές Ινδίες, «αλλά αποφάσιζαν επίσης για την τύχη του βρετανικού λαού στο εσωτερικό»:

«Αυτός ο βρετανικός εργαζόμενος λαός είδε τον Σμιθ ως μάρτυρα για την υπόθεση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ενώ οι σκλάβοι θεωρήθηκαν θύματα της αυθαιρεσίας των αφεντικών και των βασιλικών αρχών. Με τη συστράτευση για την υποστήριξη της απελευθέρωσης, οι εργαζόμενοι άντρες και γυναίκες απέκτησαν νέα ώθηση για να αγωνιστούν ενάντια στη δική τους καταπίεση.»[69]

Και στο βρετανικό κίνημα κατάργησης της δουλείας, οι γυναίκες αποδείχθηκαν πιο ριζοσπαστικές από την επίσημη ηγεσία. Η ακτιβίστρια της κατάργησης της δουλείας Ελίζαμπεθ Χέιρικ, εμπνευσμένη από την εξέγερση της Ντεμεράρα, έγραψε το 1824 το φυλλάδιο που άσκησε πολύ επιρροή με τίτλο Άμεση, όχι σταδιακή κατάργηση της δουλείας [Elizabeth Heyrick, Immediate, not Gradual Abolition]. Το κείμενο αυτό ζητούσε κάτι περισσότερο από εκφράσεις συμπάθειας προς τους σκλάβους, αντιθέτως υπερασπιζόταν τα δικαιώματά τους στην ελευθερία και στην εξέγερση: «Δεν έγινε για λόγους αυτοάμυνας από την πιο εξευτελιστική και απαράδεκτη καταπίεση;». Η Χέιρικ κατηγόρησε αυτούς που υποστήριζαν τη σταδιακή κατάργηση, όπως ο Γουίλμπερφορς, για τα «αργά, προσεκτικά, προσαρμοστικά μέτρα» που έπαιρναν:

«Οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας έχουν δείξει υπερβολική ευγένεια και υποχωρητικότητα απέναντι σε αυτούς τους κυρίους, τους ιδιοκτήτες φυτειών της Δυτικής Ινδίας... Η αλήθεια και η δικαιοσύνη έχουν την καλύτερη πορεία στον κόσμο όταν εμφανίζονται με τόλμη και απλότητα.»[70]

Οι γυναίκες δημιούργησαν τις δικές τους «γυναικείες» ομάδες για την κατάργηση της δουλείας. Μια πρόεδρος μιας από αυτές τις ομάδες απάντησε στον Γουίλμπερφορς γράφοντας:

«Οι άνθρωποι ίσως προτείνουν μόνο την σταδιακή κατάργηση των χειρότερων εγκλημάτων και μόνο την άμβλυνση της πιο ειδεχθούς δουλείας… Δεν πρέπει να μιλάμε για τη σταδιακή κατάργηση του φόνου, της ακολασίας, της σκληρότητας, της τυραννίας, των απαγωγών, του χωρισμού συζύγων και ούτω καθεξής. Πιστεύω ότι δεν θα βρεθεί ποτέ σύλλογος γυναικών που να έχει συνδεθεί με τέτοιες κουβέντες.»[71]

Μέχρι το 1831, η επίσημη Εταιρεία κατά της Δουλείας στη Βρετανία [Anti-Slavery Society in Britain] είχε διασπαστεί. Ένα πιο ριζοσπαστικό παρακλάδι με επικεφαλής νεότερους ακτιβιστές, οι οποίοι εμπνεύστηκαν από τα επιχειρήματα της Χέιρικ, σχημάτισε την Επιτροπή Αντιπροσώπευσης της Εταιρείας κατά της Δουλείας [Agency Committee of the Anti-Slavery Society], πριν αποσχιστεί. Η άμεση απελευθέρωση ήταν ο στόχος τους και άρχισαν να ξεκινούν μαζικές καμπάνιες.[72]

Πίσω στη Ντεμεράρα, η αντίσταση δεν εξαλείφθηκε με τη παράταση του στρατιωτικού νόμου και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Το 1824, ο νέος κυβερνήτης σχολίασε: «Το πνεύμα της δυσαρέσκειας κάθε άλλο παρά έχει σβήσει∙ είναι ζωντανό σαν να βρίσκεται κάτω από τις στάχτες του... Το μυαλό των Νέγρων... εξακολουθεί να είναι αναστατωμένο, ζηλόφθονο και καχύποπτο».[73] Την ίδια χρονιά, ένας τοπικός διευθυντής περιέγραψε πώς «καμία κατηγορία ανθρώπων δεν είναι πιο ζωηρή για τα δικαιώματά της από ό,τι ο πληθυσμός των σκλάβων αυτής της χώρας... Όταν τυχαίνει –σε οποιαδήποτε στιγμή ή με οποιονδήποτε τρόπο– να παραβιάζονται αυτά έστω και στο ελάχιστο, δεν διστάζουν να ζητήσουν επανόρθωση».[74] Σύμφωνα με τον Walter Rodney, ιστορικό της επανάστασης και μία από τις σπουδαιότερες ιστορικές προσωπικότητες της Γουιάνας, «οι ενδημικές εξεγέρσεις των σκλάβων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820 είχαν δώσει το μάθημα ότι η δουλεία ως μορφή ελέγχου της εργασίας αποδείχθηκε αντιοικονομική και επισφαλής.»[75]

Αφού ο κυβερνήτης των Μπαρμπάντος έμαθε για την εξέγερση στη Ντεμεράρα, προειδοποίησε τον Βρετανό αποικιακό γραμματέα: «Τώρα που η μπάλα άρχισε να κυλάει, κανείς δεν μπορεί να πει πότε ή πού θα σταματήσει».[76] Το αυξανόμενο κύμα εξεγέρσεων θα ενταθεί, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του μέσα σε μια δεκαετία με τη μεγάλη εξέγερση της Τζαμάικα το 1831-2. Αυτή η εξέγερση, στην οποία συμμετείχαν περίπου 60.000 εξεγερμένοι σκλάβοι, έδωσε το αποφασιστικό χτύπημα που ανάγκασε τελικά τη Βρετανική Αυτοκρατορία να τερματίσει τη δουλεία ένα χρόνο αργότερα, το 1833 – μόλις δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη εξέγερση στη Ντεμεράρα.[77] Και πάλι, τα γεγονότα στη Τζαμάικα πήραν, από πολλές απόψεις, τη μορφή μιας «μαζικής απεργίας», αν και η «πρωτο-προλεταριακή» δυναμική που λειτουργούσε σε αυτά τα γεγονότα –όπως και στη Ντεμεράρα το 1823– ήταν ενσωματωμένη σε άλλες δυναμικές. Ο αγώνας των σκλάβων για το δικαίωμα να καλλιεργούν τα εδάφη που τους παρείχαν την διατροφής τους τόσο στη Ντεμεράρα όσο και στη Τζαμάικα αποκάλυψε την έννοια με την οποία δρούσαν επίσης ως «πρωτο-αγροτική τάξη». Επιπλέον, οι παλαιότερες ιδέες της «βασιλείας», που αντλούνταν από αφρικανικές παραδόσεις και συστήματα πεποιθήσεων, εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι εξεγερμένοι τόσο στη Ντεμεράρα όσο και στη Τζαμάικα είχαν το όνειρο να προχωρήσουν πολύ πέρα από τη «συλλογική διαπραγμάτευση» με τους εκμεταλλευτές τους. Αντιθέτως, ακολουθώντας την εμψυχωτική Αϊτινή Επανάσταση, διεκδίκησαν την πλήρη χειραφέτηση τόσο από τη δουλεία όσο και από την αποικιακή κυριαρχία. Η da Costa επισήμανε, σύμφωνα με κάποιον Τηλέμαχο, έναν αιχμάλωτο ηγέτη των εξεγερμένων, ότι «αν η εξέγερση πετύχαινε, ο Κουαμίνα θα γινόταν βασιλιάς και ο Τζακ Γκλάντστοουν κυβερνήτης... Οι “λευκές κυρίες” θα μπορούσαν να φύγουν από την αποικία, αλλά οι λευκοί άντρες θα εργάζονταν στα χωράφια.»[78]

Για εμάς στη Βρετανία, η διακοσιοστή επέτειος της ενθαρρυντικής εξέγερσης της Ντεμεράρα δεν πρέπει μόνο να μνημονεύεται και να τιμάται, αλλά και να χρησιμοποιείται για την περαιτέρω οικοδόμηση και ενίσχυση του αναπτυσσόμενου κινήματος για επανορθώσεις. Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Τόμας Χάρντινγκ, Το λευκό χρέος: Η εξέγερση της Ντεμεράρα και η κληρονομιά της δουλείας στη Βρετανία [Thomas Harding, White Debt: The Demerara Uprising and Britain’s Legacy of Slavery] είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς αφηγείται την ιστορία της εξέγερσης με τρόπο κατανοητό και προτρεπτικό για στοχασμό και εστιάζει στα κεντρικά πρόσωπα που συμμετείχαν. Ωστόσο, ο Χάρντινγκ –όπως γίνεται αρκετά σαφές από τον τίτλο του έργου του– υποβαθμίζει τις ταξικές και καπιταλιστικές διαστάσεις τόσο της εξέγερσης όσο και της αποικιακής δουλείας γενικότερα. Οι σοσιαλιστές πρέπει αντίθετα να βασιστούν σε ιστορικούς και θεωρητικούς όπως ο Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς και ο Έρικ Γουίλιαμς προκειμένου να αναδείξουν τέτοιες συνδέσεις.[79] Πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσουμε τη διακοσιοστή επέτειο για να προωθήσουμε τον αγώνα για επανορθωτική δικαιοσύνη, επιμένοντας, για παράδειγμα, να τιμούμε επαναστάτες όπως ο Τζακ Γκλάντστοουν στη Βρετανία και όχι τον Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, τον γιο του κτηνώδους, εγκληματία δουλοκτήτη και ιδιοκτήτη του Τζακ. Πράγματι, ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν ήταν, από μόνος του, υπέρμαχος της εκμετάλλευσης των ενοικιαζόμενων εργατών από την Ασία μετά τον τερματισμό της δουλείας στην Καραϊβική. Μέχρις ότου ο Τζακ Γκλάντστοουν γίνει περισσότερο διάσημος και τιμώμενος στη Βρετανία από τον Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, μπορεί να ειπωθεί ότι ο αγώνας για την «αποαποικιοποίηση του προγράμματος σπουδών» των σχολείων, των κολεγίων και των πανεπιστημίων παραμένει ημιτελής.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Christian Høgsbjerg, “The Demerara Rebellion of 1823: collective bargaining by slave revolt”, International Socialism, τεύχος 179, καλοκαίρι 2023, http://isj.org.uk/demerara-rebellion-1823/.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Alston, David, 2023, “The Guyana Maroons, 1796-1834: Persistent and Resilient until the End of Slavery”, Slavery and Abolition (18 Ιανουαρίου).

Blackburn, Robin, 1988, The Overthrow of Colonial Slavery 1776-1848 (Verso).

Craton, Michael, 2009, Testing the Chains: Resistance to Slavery in the British West Indies (Cornell University Press).

Dadzie, Stella, 2020, A Kick in the Belly: Women, Slavery and Resistance (Verso).

Da Costa, Emilia Viotti, 1994, Crowns of Glory, Tears of Blood: The Demerara Slave Rebellion of 1823 (Oxford University Press).

Hague, William, 2008, William Wilberforce: The Life of the Great Anti-slave Trade Campaigner (Harper Perennial).

Harding, Thomas, 2022, White Debt: The Demerara Uprising and Britain’s Legacy of Slavery (Hachette).

Hobsbawm, Eric, 1964, Labouring Men: Studies in the History of Labour (Weidenfeld and Nicolson).

Hochschild, Adam, 2005, Bury the Chains: The British Struggle to Abolish Slavery (Macmillan).

Høgsbjerg, Christian, 2016, “Two Hundred Years Since the Heroic Barbados Slave Rebellion”, Socialist Worker (24 Απριλίου), https://tinyurl.com/mucu62zy

Høgsbjerg, Christian, 2023, “Capitalism and Slavery Revisited: The Legacy of Eric Williams”, International Socialism 177 (χειμώνας), https://tinyurl.com/2ntj3duc

Newsinger, John, 2006, The Blood Never Dried: A People’s History of the British Empire (Bookmarks).

Rodney, Walter, 1982, A History of the Guyanese Working People 1881-1905 (John Hopkins University Press).

Scott, Julius S, 2018, The Common Wind: Afro-American Currents in the Age of the Haitian Revolution (Verso).

Westmaas, Nigel, 2023, “The 1823 Demerara Revolt: A Retrospective Summary 200 Years After”, Stabroek News (7 Μαΐου), https://tinyurl.com/mwkwpsmb

Williams, Eric, 2022, Capitalism and Slavery (Penguin).

Zoellner, Tom, 2020, Island on Fire: The Revolt That Ended Slavery in the British Empire (Harvard University Press).

 

 

Σημειώσεις

[1] Ευχαριστώ την Anita Rupprecht και τον Nigel Westmaas για τα σχόλιά τους στο προσχέδιο του άρθρου. Για μια εξαιρετική πρόσφατη επισκόπηση της εξέγερσης που εξετάζει την κληρονομιά της για τη Γουιάνα σήμερα, βλέπε Westmaas, 2023.

[2] Για μια σύντομη επισκόπηση της εξέγερσης του Bussa, βλέπε Høgsbjerg, 2016.

[3] Da Costa, 1994, σελ. 46.

[4] Hobsbawm, 1964, σελ. 7.

[5] Da Costa, 1994, σελ. 47 και 217.

[6] Craton, 2009, σελ. 273. Η αγχόνη [gibbet] είναι ένας ξύλινος στύλος ή ένα σιδερένιο κλουβί σε σχήμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται στις εκτελέσεις και για την έκθεση των σωμάτων των εκτελεσθέντων.

[7] Da Costa, 1994, σελ. 80. Scott, 2018.

[8] Da Costa, 1994, σσ. 19-20.

[9] Craton, 2009, σελ. 267.

[10] Da Costa, 1994, σσ. 22, 24.

[11] Da Costa, 1994, σελ. 41.

[12] Da Costa,1994, σελ. 28.

[13] Da Costa, 1994, σσ. 44-45.

[14] Da Costa, 1994, σελ. 52.

[15] Da Costa, 1994, σελ. 45.

[16] Da Costa, 1994, σελ. 53.

[17] Da Costa, 1994, σελ. 55.

[i] [Σ.τ.Μ.:] «Το σύστημα “Task gangs” είναι ένα σύστημα καταμερισμού της εργασίας στο πλαίσιο της δουλείας σε μια φυτεία. Είναι το πιο βίαιο από τα δύο κύρια είδη συστημάτων εργασίας... Το σύστημα “Task gangs” επέτρεπε τη συνεχή εργασία με τον ίδιο ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Στις “Task gangs” ανέθεταν τη πιο σκληρή εργασία, για τους πιο δυνατούς σκλάβους.» “Task gangs”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Gang_system.

[18] Craton, 2009, σελ. 269∙ Da Costa, 1994, σελ. 61.

[19] Harding, 2022, σελ. 122∙ Craton, 2009, σελ. 269.

[20] Da Costa, 1994, σσ. 153-154.

[ii] [Σ.τ.Μ.:] Απόστολος Παύλος, Προς Ρωμαίους, 13:5: «διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι, οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν» [«πρέπει να υποτάσσεστε όχι μόνο από τον φόβο της οργής, αλλά και με τη συνείδησή σας»]. Και το μάλλον χειρότερο: Πέτρος, Επιστολή Καθολική Α΄, 2,18-19: «Οἱ οἰκέται, ὑποτασσόμενοι ἐν παντὶ φόβῳ τοῖς δεσπόταις, οὐ μόνον τοῖς ἀγαθοῖς καὶ ἐπιεικέσιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς σκολιοῖς. τοῦτο γὰρ χάρις, εἰ διὰ συνείδησιν Θεοῦ ὑποφέρει τις λύπας, πάσχων ἀδίκως» [«Οι δούλοι πρέπει να υποτάσσονται με φόβο στους αφέντες τους, όχι μόνο στους καλούς και τους επιεικείς, αλλά και στους διεστραμμένους. Γιατί αυτό είναι ευεργεσία, εάν με την συνείδησή του, ότι αυτό θέλει ο Θεός, υποφέρει κανείς τις λύπες και πάσχει άδικα»].

[21] Da Costa, 1994, σελ. 14∙ Harding, 2022, σελ. 25∙ Craton, 2009, σελ. 246.

[22] Da Costa, 1994, σελ. 10.

[23] Da Costa, 1994, σελ. 16.

[24] Da Costa, 1994, σελ. 5.

[25] Da Costa, 1994, σελ. 113.

[26] Da Costa, 1994, σελ. 106.

[27] Blackburn, 1988, σελ. 429.

[28] Da Costa, 1994, σελ. 10.

[29] Da Costa, 1994, σελ. 14.

[30] Harding, 2022, σελ. 30.

[31] Da Costa, 1994, σελ. 23.

[32] Da Costa, 1994, σελ. 153.

[33] Da Costa, 1994, σελ. 174.

[34] Da Costa, 1994, σελ. 22.

[35] Da Costa, 1994, σελ. 78.

[36] Da Costa, 1994, σελ. 34∙ Hague, 2009, σελ. 478.

[37] Da Costa, 1994, σελ. 177.

[38] Hague, 2009, σελ. 480.

[39] Hague, 2008, σελ. 483∙ Da Costa, 1994, σελ. 178.

[40] Da Costa, 1994, σελ. 178.

[41] Da Costa, 1994, σελ. 179.

[42] Da Costa, 1994, σελ. 198.

[43] Da Costa, 1994, σσ. 196, 229∙ Craton, 2009, σσ. 280-281.

[iii] [Σ.τ.Μ.:] Στο αγγλικό κείμενο «Stocks»: δεσμά ποδιών, στα οποία δενόταν κάποιος ως τιμωρία, για βασανισμό και δημόσιο εξεφτελισμό. “Stocks”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Stocks.

[44] Da Costa, 1994, σελ. 196 και 199.

[45] Da Costa, 1994, σελ. 173∙ Craton, 2009, σελ. 280.

[46] Da Costa, 1994, σελ. 186∙ Alston, 2023.

[47] Da Costa, 1994, σσ. 196-97.

[48] Williams, 2022, σελ. 194.

[49] Da Costa, 1994, σσ. 197-98.

[50] Da Costa, 1994, σελ. 199.

[51] Da Costa, 1994, σελ. 201.

[52] Da Costa, 1994, σελ. 192.

[53] Da Costa, 1994, σελ. 220∙ Harding, 2022, σελ. 131.

[54] Da Costa, 1994, σελ. 192. «Buckra» είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται στο Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Καραϊβική για να αναφέρεται στους λευκούς. Η ετυμολογική της προέλευση βρίσκεται στις γλώσσες Ibibio και Efik της Δυτικής Αφρικής.

[55] Dadzie, 2020, σελ. 90∙ da Costa, 1994, σελ. 216.

[56] Da Costa, 1994, σελ. 217.

[57] Da Costa, 1994, σελ. 220.

[58] Da Costa, 1994, σελ. 221.

[59] Da Costa, 1994, σελ. 221.

[60] Da Costa, 1994, σελ. 221.

[61] Da Costa, 1994, σσ. 198 και 222.

[62] Da Costa, 1994, σελ. 276.

[63] Da Costa, 1994, σσ. 234 και 243.

[64] Blackburn, 1988, σελ. 430.

[65] Da Costa, 1994, σελ. 229.

[66] Craton, 2009, σελ. 289.

[67] Blackburn, 1988, σελ. 430.

[68] Newsinger, 2006, σελ. 25∙ da Costa, 1994, σελ. 48.

[69] Da Costa, 1994, σσ. 285-86.

[70] Hochschild, 2005, σσ. 324-325.

[71] Blackburn, 1988, σελ. 423.

[72] Hochschild, 2005, σελ. 336.

[73] Williams, 2022, σελ. 195.

[74] Da Costa, 1994, σελ. 64.

[75] Rodney, 1982, σελ. 31.

[76] Williams, 2022, σελ. 195.

[77] Για περισσότερα σχετικά με την Τζαμάικα το 1831, βλέπε Zoellner, 2020.

[78] Da Costa, 1994, σελ. 240.

[79] Høgsbjerg, 2023.

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 16 Σεπτεμβρίου 2023 16:54

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.