Ιερουσαλήμ, 1850, του William Henry Bartlett
Judith Mendelsohn Rood
Όταν οι αγρότες μπήκαν στην Ιερουσαλήμ: Η εξέγερση κατά του Ιμπραήμ Πασά μέσα από πηγές του ισλαμικού δικαστηρίου
Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του Jerusalem Quarterly, ο Μοχάμμεντ ’Άλι εισέβαλε το 1831 στη Μπιλάντ αλ-Σαμ, ή Μεγάλη Συρία – τον σημερινό Λίβανο, την Ιορδανία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Ο θετός γιος του ο Ιμπραήμ κυβέρνησε την περιοχή στο όνομά του μέχρι το 1840. Στο βιβλίο μου, Ιερός Νόμος στην Ιερή Πόλη [Sacred Law in the Holy City], που εκδόθηκε από τον οίκο Brill το 2004, περιγράφω λεπτομερώς την ιστορία της εισβολής και παρακολουθώ τις νομικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που θέσπισε ο Μοχάμμεντ ’Άλι, την αντίδραση του λαού της Παλαιστίνης και της Συρίας σε αυτές τις αλλαγές και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των πολιτικών που εφάρμοσε αυτό που ο Μοχάμμεντ ’Άλι ονόμασε καθεστώς «Χεδιβάτο» στις περιοχές που κατέλαβε.[1] Αυτό το διάλειμμα στην παλαιστινιακή ιστορία ήταν μόνο ένα μέτωπο μιας πολύ μεγαλύτερης μάχης μεταξύ του Μοχάμμεντ ’Άλι και του Οθωμανού σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Σε αυτή τη μάχη για την αναγνώριση της νέας δυναστείας του, ο Χεδίβης προσπάθησε να επεκτείνει τον έλεγχό του σε όλους τους ανθρώπινους, οικονομικούς και αγροτικούς πόρους της περιοχής και με τον τρόπο αυτό κατέστρεψε την αυτονομία των αστικών και αγροτικών κέντρων της νότιας Συρίας. Σε αυτό το άρθρο, επέλεξα να αφηγηθώ εκ νέου την ιστορία της εξέγερσης που ακολούθησε, καθώς ο λαός και οι τοπικές ελίτ επαναστάτησαν εναντίον του νέου καθεστώτος, το οποίο συχνά αποκαλούσαν «νεζάμ», τον νέο στρατό του Μοχάμμεντ ’Άλι. Η εξέγερση τελικά απέτυχε και οι τοπικές ελίτ και ο ανδρικός πληθυσμός αποδεκατίστηκαν, αφήνοντας την περιοχή κατεστραμμένη. Δεν επρόκειτο να ανακάμψει μέχρι που ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται και πάλι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα.
Τα αναλυτικά διατάγματα και οι δικαστικές υποθέσεις που μελέτησα κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου μου έδωσαν μια λεπτομερή εικόνα της παλαιστινιακής κοινωνίας. Τοποθετώντας αυτά τα αναλυτικά αρχεία σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και αντλώντας πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές για θέματα που δεν εξηγούνται άμεσα στα δικαστικά αρχεία, μπόρεσα να συνθέσω ένα πορτρέτο της περιοχής, ένα πορτρέτο που έδειχνε την Ιερουσαλήμ στο ευρύτερο πλαίσιο της ως επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό που αναδύθηκε σε αυτό το πορτρέτο ήταν μια Ιερουσαλήμ που συνδεόταν άμεσα με τις πόλεις στην ισλαμική καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Μέκκα και Μεδίνα. Διοικούμενη ως μέρος του σημαντικότερου ισλαμικού κληροδοτήματος (ή ουάκφ [βακούφι]) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ιερουσαλήμ αποτελούσε την καρδιά της αγροτικής παλαιστινιακής οικονομίας. Το Ουάκφ της Μέκκας και της Μεδίνας («Ουάκφ αλ-Χαραμάιν») περιλάμβανε πολλά αγροτεμάχια σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι μουσουλμάνοι διαχειριστές της Ιερουσαλήμ ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση αυτών των περιουσιών σε όλη τη νοτιοδυτική Μπιλάντ αλ-Σαμ.
Οι εκτάσεις που δεν ελέγχονταν από το Ουάκφ αλ-Χαραμάιν υπάγονταν σε διάφορες κατηγορίες. Μεγαλύτερη σημασία έχει η ίδια η Παλαιστίνη, η οποία εκείνη την εποχή αναφερόταν συγκεκριμένα στην περιοχή της Γάζας, και η οποία ελεγχόταν από Οθωμανούς αξιωματούχους που την κατείχαν ως φορολογούμενη γη.[2] Στο βιβλίο μου, αναλύω με μεγάλη λεπτομέρεια αυτά τα ζητήματα, καθώς και το ζήτημα του ποιος πλήρωνε φόρους και ποιος όχι. Το θέμα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή η ιδέα της ιθαγένειας δεν είχε επικρατήσει∙ αντίθετα, ο πολιτικός λόγος περιστρεφόταν γύρω από τα δικαιώματα των Οθωμανών υπηκόων. Η περίοδος των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, γνωστή ως Τανζιμάτ, ξεκίνησε επίσημα το 1839, λίγο πριν ο Μοχάμμεντ ’Άλι αποσυρθεί από τη Συρία το 1841. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Οθωμανοί θέσπισαν νέους νόμους που καθόριζαν τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας τους, με βάση μια νέα αντίληψη για τη φύση και τον ρόλο της κυβέρνησης. Πολλές από τις προκλήσεις που αντιπροσώπευε η ιδέα της ιθαγένειας που αναδύθηκε κατά την περίοδο του Τανζιμάτ είχαν προαναγγελθεί από τις συγκρούσεις που προέκυψαν στην Ιερουσαλήμ, καθώς ο Ιμπραήμ Πασάς θέσπισε νέους νόμους που ρύθμιζαν τα δικαιώματα των διαφόρων πολιτικών και κοινωνικών τάξεων στην Ιερουσαλήμ – αλλά μ’ αυτό προτρέχουμε στην ιστορία μας.
Η Ιερουσαλήμ και η ενδοχώρα της είχαν τέσσερις μεγάλες κοινωνικές τάξεις: οι τοπικοί μουσουλμάνοι διαχειριστές που υπηρετούσαν τους Οθωμανούς στα δικαστήρια, γνωστοί ως: 1) οι ’ουλαμά, οι αφαντιγιάτ ή οι αχάλι, οι μουσουλμάνοι της Ιερουσαλήμ που απαλλάσσονταν από όλους τους φόρους∙ 2) οι ουμαρά’, οι οποίοι υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί ηγέτες κυρίως ανατολικά της Ιερουσαλήμ, αλλά οι οποίοι παντρεύονταν με τους αχάλι και λάμβαναν παραχωρήσεις γης, που ονομάζονταν τιμάρ, από την οθωμανική κυβέρνηση, 3) οι βεδουίνοι που υπηρετούσαν την αυτοκρατορία μεταφέροντας εμπορεύματα και προστατεύοντας τους οδικούς άξονες∙ και 4) τα φορολογούμενα «κοπάδια» –οι ρα’αγιά [ραγιάδες]– οι οποίοι καλλιεργούσαν γεωργικές εκτάσεις όλων των νομικών τύπων, συμπεριλαμβανομένων των γαιών ουάκφ, των φορολογούμενων αγροκτημάτων και των εδαφών των χωριών που δεν ανήκαν σε κανέναν από αυτούς τους τύπους.
Το 1834, ο λαός της Ιερουσαλήμ και οι αγρότες της ενδοχώρας της επαναστάτησαν εναντίον του Ιμπραήμ Πασά για διάφορους λόγους. Ο λαός υπέφερε από τη βαριά φορολογία, η οποία είχε αποτελέσει την αιτία πολλών εξεγέρσεων στην περιοχή στο παρελθόν. Επιπλέον, ο Μοχάμμεντ ’Άλι στρατολογούσε μουσουλμάνους στο νέο του στρατό, τον οποίο ανέπτυσσε στην Αραβία εναντίον των Ουαχάμπι και στην Υεμένη. Αυτοί οι στρατεύσιμοι κατατάσσονταν στο στρατό για μια ζωή, χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής στις πατρίδες τους. Οι στρατεύσιμοι προέβαιναν σε ακραίες ενέργειες για να αποφύγουν τη θητεία: κάποιοι τυφλώνονταν από το ένα μάτι ή έκοβαν το χέρι τους∙ άλλοι έκαναν τατουάζ με σταυρούς στα χέρια τους. Οι Αιγύπτιοι κατέφευγαν για χρόνια στη Συρία για να αποφύγουν τη στράτευση. Ο Μοχάμμεντ ’Άλι είχε την πρόθεση να δημιουργήσει μια δύναμη ικανή να αμφισβητήσει τον ίδιο τον σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο της εκστρατείας επιστράτευσης των Σύριων στον αιγυπτιακό στρατό, ο Ιμπραήμ Πασάς αφόπλισε τους κατοίκους της Ναμπλούς και της περιοχής γύρω από τη Χεβρώνα. Ταυτόχρονα, ο Μοχάμμεντ ’Άλι αναδιοργάνωσε τη διοίκηση των ουάκφ σε όλη τη Συρία, περιορίζοντας τις εξουσίες των ’ουλαμά’, αφαιρώντας τα λιμενικά τέλη και τα διόδια που εισέπρατταν οι βεδουίνοι και η περίφημη οικογένεια Αμπού Γους. Και σαν επιστέγασμα όλων αυτών, ο Μοχάμμεντ ’Άλι επέβαλε έναν νέο φόρο στη μουσουλμανική διοικητική τάξη της Ιερουσαλήμ – μια πρόκληση στα προνόμιά της που δεν μπορούσαν να επιτρέψουν. Αυτές οι πολιτικές, και ιδίως αυτή η τελευταία, ένωσαν την πόλη και την ύπαιθρο εναντίον του Μοχάμμεντ ’Άλι. Η αντίσταση στον Μοχάμμεντ ’Άλι καταγράφηκε μέσα από τη ματιά δυτικών που ταξίδευαν στην περιοχή εκείνη την εποχή και από τον ελληνορθόδοξο χρονικογράφο, τον μοναχό Νεόφυτο.[3] Οι αναφορές αυτές συμπλέκονται με τις υποθέσεις και τις διαταγές που καταγράφονται στα μητρώα (σιτζιλλάτ) του ισλαμικού δικαστηρίου, την κύρια πηγή τεκμηρίωσης για τη μελέτη μου. Στα έγγραφα του δικαστηρίου, οι συγκεκριμένοι λόγοι της εξέγερσης διατυπώνονται με κλασικούς σουνιτικούς ισλαμικούς όρους – όρους που εξέφραζαν τη βάση της οθωμανικής πολιτικής νομιμότητας.
Και εδώ είναι που αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον. Από τον Αλ-Γαζζάλι († 1111) και τον Ιμπν Χαλντούν († 1403), έως την περίοδο του οθωμανικού Τανζιμάτ, το ιδανικό της κυβέρνησης ήταν η διατήρηση της τάξης και της δικαιοσύνης ή της «ηρεμίας και της γαλήνης», όπως συχνά αναφέρεται στα ισλαμικά δικαστικά έγγραφα. Η κλασική πολιτική θεωρία του σουνιτικού Ισλάμ βρήκε την πιο έντονα διατυπωμένη έκφρασή της στην οθωμανική κυβέρνηση, η οποία ακολουθούσε τη σχολή Χανάφι του ισλαμικού δικαίου. Η τάξη σήμαινε τη διατήρηση της πολιτισμένης ζωής –δηλαδή της αστικής ζωής και της αγροτικής γεωργικής ζωής– που ήταν απαραίτητη για τους ανθρώπους καθώς τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και προετοιμάζουν τις ψυχές τους για την αιωνιότητα. Η ηρεμία και η γαλήνη επέτρεπαν στους ανθρώπους να πληρώνουν τους δίκαιους φόρους που ήταν απαραίτητοι για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ρόλος του κράτους ήταν να διασφαλίσει ότι οι οικονομικές δυνατότητες κάθε πόρου αναπτύσσονταν πλήρως, και οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν διάφορα μέσα για να ενθαρρύνουν την παραγωγικότητα. Ο ηγεμόνας που αποτυγχάνει να προστατεύσει τους υπηκόους του από τη βία, την αταξία, την παράνομη και αυθαίρετη φορολόγηση ή οποιαδήποτε μορφή αδικίας δεν έχει πλέον το δικαίωμα να κυβερνά. Η αδικία, υποστήριζε η σουνιτική πολιτική παράδοση, οδηγεί στην αποσύνθεση της πολιτισμένης ζωής, καθώς οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια και τα χωράφια τους για να αναζητήσουν ασφάλεια. Και κεντρικό στοιχείο αυτών των αντιλήψεων ήταν η έννοια των δικαιωμάτων –ακόμη και οι αγράμματοι αγρότες γνώριζαν τα δικαιώματά τους υπό την οθωμανική κυριαρχία–, το ίδιο και οι κάτοικοι των πόλεων και όσοι ζούσαν στις οχυρωμένες πόλεις της αυτοκρατορίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξέγερση του 1834 αποκτά νέο νόημα.[4]
Οι Ουαχαμπίτες προέρχονται από την ανατολική επαρχία της Αραβίας, όπου το κίνημα κήρυξε τζιχάντ κατά της οθωμανικής κυβέρνησης στη Χετζάζη. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν τους Ουαχαμπίτες αιρετικούς που απειλούσαν τον ισλαμικό πολιτισμό, με τον οποίο εννοούσαν τα εγκατεστημένα αστικά κέντρα και τις γεωργικές περιοχές που τα υποστήριζαν. Ο ίδιος ο Μοχάμμεντ ’Άλι διατάχθηκε από τους Οθωμανούς να καταστρέψει τους Ουαχαμπίτες. Σε έναν πόλεμο που διήρκεσε από το 1811 έως το 1818, ο Μοχάμμεντ ’Άλι και οι γιοι του τους νίκησαν τελικά. Μετά από αυτή τη νίκη, οι Οθωμανοί στράφηκαν και πάλι στον Μοχάμμεντ ’Άλι για να καταστείλει την ελληνική εξέγερση, πράγμα που έκανε το 1822, αλλά στην πορεία έχασε το ναυτικό του στη φοβερή ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827). Η περιφρόνηση του Μοχάμμεντ ’Άλι για τον Οθωμανό σουλτάνο έγινε σφοδρότατη εκείνη την εποχή. Χρησιμοποιώντας το τέχνασμα ότι κυνηγούσε Αιγύπτιους χωρικούς που είχαν καταφύγει στη Συρία για να αποφύγουν τη θητεία στο στρατό του, ο Μοχάμμεντ ’Άλι εισέβαλε στη Συρία το 1831. Στην αρχή ο λαός χάρηκε που απελευθερώθηκε από την τυραννία του Οθωμανού κυβερνήτη της Άκρας, του ’Αμπντουλλάχ Πασά, αλλά το 1834 κατάλαβε τι σχεδίαζε ο νέος του κυβερνήτης και εξεγέρθηκε.
Χεβρώνα 18 Μαρτίου 1839, του David Roberts
Στις 25 Απριλίου 1834, ο Ιμπραήμ πασάς είχε συγκαλέσει όλους τους ηγέτες της Ιερουσαλήμ και της Ναμπλούς, διατάσσοντας την επιστράτευση ενός στους πέντε μουσουλμάνους, ξεκινώντας από την πόλη της Ιερουσαλήμ με την επιστράτευση 200 ανδρών. Άλλοι 3.500 άνδρες από τα σαντζάκι της Ιερουσαλήμ και της Ναμπλούς και 500 από τη Χεβρώνα απαιτήθηκαν επίσης εκείνη την εποχή.[5] Το μίσος τους για την κυβέρνηση του Χεδιβάτου τους ένωσε ενάντια στις προσπάθειες του Ιμπραήμ πασά να δημιουργήσει έναν «σύγχρονο» στρατό από ντόπιους επιστρατευμένους. Σύμφωνα με την περίφημη σύγχρονη με τα γεγονότα περιγραφή του Σπυρίδωνα για τη συνάντηση του Ιμπραήμ πασά με τους προύχοντες της Ιερουσαλήμ και της Ναμπλούς, οι στόχοι του πασά και η αντίδραση των προύχοντων ήταν σαφείς. Ο Ιμπραήμ πασάς τους ρώτησε: «Καθώς εμείς, οι μουσουλμάνοι, έχουμε ως αιώνιους εχθρούς τα έθνη των Ναζαρηνών, είναι ή δεν είναι απαραίτητο για εμάς να έχουμε έναν μεγάλο μόνιμο στρατό;» και εκείνοι απάντησαν λέγοντας: «Ναι, αναμφίβολα είναι απαραίτητο». Στη συνέχεια ο πασάς ρώτησε: «Αν είναι έτσι, από ποιον θα πάρουμε άνδρες για αυτόν τον στρατό, από τους χριστιανούς ή από τους μουσουλμάνους;», και εκείνοι απάντησαν: «Σίγουρα από τους μουσουλμάνους».
Τότε ο Ιμπραήμ φέρεται να είπε: « Αν είστε αληθινοί μουσουλμάνοι και επιθυμείτε την ευημερία του έθνους, είναι απαραίτητο να στείλετε τους νέους σας από κάθε πόλη και από κάθε χωριό, ώστε να μάθουν από τα νεανικά τους χρόνια την τέχνη του πολέμου και να εκπαιδευτούν σε αυτήν, και έτσι να είναι έτοιμοι σε περίπτωση ανάγκης.» Η εξιστόρηση αναφέρει στη συνέχεια ότι το σκέφτηκαν αυτό και είπαν έπειτα στον πασά: «Η διαταγή σου να είναι πάνω στα κεφάλια μας, αλλά δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε τα αγόρια και τους νέους μας για πόλεμο. Όταν ο εχθρός της θρησκείας μας εισβάλει στη χώρα μας, όλοι μας, νέοι και γέροι, θα βγούμε και θα πολεμήσουμε και θα χύσουμε πρόθυμα το αίμα μας για την πίστη μας και την πατρίδα μας».
Αλλά ο Ιμπραήμ ρώτησε: «Πώς περιμένετε να κάνετε πόλεμο, αν δεν γνωρίζετε την τέχνη του;»
Και εκείνοι απάντησαν: «Αυτή η τέχνη του πολέμου, που ήταν γνωστή στους παππούδες μας, οι οποίοι άντεξαν στον εχθρό και υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους μέχρι σήμερα, είναι γνωστή και σε εμάς, και όπως έκαναν κάποτε εκείνοι, έτσι ελπίζουμε να κάνουμε και εμείς στο μέλλον».
Ο Ιμπραήμ τότε τους είπε: «Ο πόλεμος δεν είναι το κατάλληλο μέρος για μια αγέλη άχρηστων ανδρών: χρειάζονται τεχνική και επιδεξιότητα. Αυτή η εντολή θέλω να εκτελεστεί χωρίς καθυστέρηση, ξεκινώντας από εδώ, από την Ιερουσαλήμ». Τότε, σύμφωνα με τον χρονικογράφο, «...Όλοι οι μουσουλμάνοι αυτών των περιοχών δεν ήξεραν τι να κάνουν. Συγκεντρώθηκαν, μερικοί από αυτούς αποφάσισαν να επαναστατήσουν, λέγοντας: “Καλύτερα να πεθάνουμε με τα όπλα μας παρά να δώσουμε τα παιδιά μας στην αιώνια σκλαβιά χωρίς την ελπίδα να τα ξαναδούμε ποτέ”»[6].
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 28 Απριλίου, ο Ιμπραήμ Πασάς αναχώρησε για τη Γιάφα.[7]
Ο Γουίλιαμ Τόμσον, ένας Αμερικανός ιεραπόστολος που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ εκείνη την εποχή, έγραψε στις 19 Μαΐου 1834 ότι «συνάντησε πολλούς φελλαχίν, οπλισμένους και προετοιμασμένους για πόλεμο». Ο ίδιος «ρώτησα έναν από τους Φελλαχίν που ήρθε σε μας, αν κυνηγούσε πουλιά; Με ένα πικρό χαμόγελο, είπε, τα πουλιά μου είναι στη Γιάφα και το μολύβι μου είναι για τον πασά». Εξήγησε ότι οι ταραχές οφείλονταν σε «μια διαταγή του πασά να πάρει έναν στους πέντε άνδρες στρατιώτη, με την οποία οι ορεινοί είναι πολύ εξοργισμένοι». Είπε ότι «ορκίστηκαν στον προφήτη τους ότι δεν θα υποταχθούν ποτέ ώστε να γίνουν “νεζάμ”», όπως αποκαλούνταν οι Αιγύπτιοι στρατιώτες. Ο Τζόμσον είπε ότι «οι σπουδαιότερες αντιρρήσεις τους είναι αρκετά γελοίες, αλλά χαρακτηρίζουν εντυπωσιακά τα συναισθήματα του λαού. Ο πασάς ξυρίζει τα μακριά γένια τους και τους φοράει τη στολή των Νεζζάμ[sic], που μοιάζει πολύ με τη φράγκικη∙ τα δύο αυτά πράγματα αποτελούν βδέλυγμα στα μάτια του λαού. Μια φτωχή γυναίκα παραπονέθηκε πικρά ότι ο πασάς “τους έκανε όλους να ξαναγίνουν νέοι”»[8].
Μια αναταραχή που ξέσπασε στο Σαλτ, το κέντρο επιρροής της οικογένειας Τουκάν στην Υπεριορδανία, ήταν το πρώτο περιστατικό που αναφέρθηκε ότι αγρότες και βεδουίνοι ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον του στρατού του Μοχάμμεντ ’Άλι. Λίγο αργότερα οι βεδουίνοι Τα’αμάρα, μια φυλή που ζούσε στη Βηθλεέμ και γύρω από αυτήν, ενώθηκαν με τους χωρικούς του Σαΐρ στο σαντζάκι της Χεβρώνας και νίκησαν τα στρατεύματα που διοικούσε ο κυβερνήτης του Χεδιβάτου στην περιοχή αυτή. Η ομάδα αυτή συνέχισε να αντιστέκεται στον Ιμπραήμ πασά μέχρι την αποχώρηση του στρατού του το 1840.[9]
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν πρωτοφανές. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε καμία τεκμηριωμένη μαρτυρία για τον σχεδιασμό που προηγήθηκε αυτής της πρώτης εξέγερσης μεγάλης κλίμακας εναντίον του καθεστώτος του Χεδιβάτου. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η εξέγερση αυτή δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά συντονίστηκε από τους κορυφαίους προύχοντες των πόλεων της Ιερουσαλήμ, της Ναμπλούς και της Χεβρώνας, ίσως ενθαρρυνόμενη από τους Οθωμανούς αξιωματούχους της πόλης ή, ακόμη και από την Πύλη, την ίδια την οθωμανική κυβέρνηση στην Ισταμπούλ.
Στις 8 Μαΐου 1834, αναφέρθηκε ότι αγρότες περικύκλωσαν την πόλη της Ιερουσαλήμ, αποκλείοντας όλες τις πύλες της πόλης. Δέκα χιλιάδες άνδρες από τη Ναμπλούς, τη Χεβρώνα, την Ιερουσαλήμ και τη Γάζα άρχισαν να επιτίθενται στα τείχη της Ιερουσαλήμ, αλλά απωθήθηκαν από τους στρατιώτες. Στη συνέχεια, πέντε ημέρες αργότερα, σημειώθηκε σεισμός, τον οποίο οι μουσουλμάνοι της Ιερουσαλήμ πίστευαν ότι «προκάλεσε η προσπάθεια του Ιμπραήμ Πασά να πάρει στρατιώτες από την ιερή αυτή πόλη – κάτι που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ στο παρελθόν».[10] Για μια περίοδο πέντε ημερών, οι μάχες σταμάτησαν. Στη συνέχεια, στις 19 Μαΐου, οι κάτοικοι του Σιλουάν υπέδειξαν στους ηγέτες της εξέγερσης έναν εγκαταλελειμμένο υπόνομο που περνούσε από κοντά στην Πύλη Ντουνγκ και κατέληγε σε έναν μύλο στην εβραϊκή συνοικία της πόλης. Πολλοί συγκεντρώθηκε κοντά στην Πύλη Ντουνγκ [Μπαμπ αλ-Μαγαρίμπα] και την Κυριακή 20 Μαΐου 36 αγρότες και κάτοικοι της Ιερουσαλήμ σύρθηκαν μέσα από τον υπόνομο στην πόλη. Στη συνέχεια πήγαν στην Πύλη Ντουνγκ και την άνοιξαν, αφήνοντας τους υπόλοιπους χωρικούς να μπουν μέσα.[11] Ο διοικητής της φρουράς (μπίμπασι) Ρασίντ Μπέη απέσυρε τα στρατεύματά του στο εσωτερικό φρούριο (καλά’α), όπου έλαβαν αμυντικές θέσεις.
Ορισμένοι από τους μουσουλμάνους της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι είχαν ισχυριστεί στον Ιμπραήμ Πασά ότι είχαν παραδώσει τα όπλα τους, εμφανίστηκαν πλήρως οπλισμένοι και ενώθηκαν με τους εξεγερμένους για να λεηλατήσουν τα σπίτια των αξιωματικών που ήταν υπεύθυνοι για την υπεράσπιση των πυλών και των τειχών της πόλης: όσοι έκαναν λεηλασίες έσπευσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους με ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Πεντακόσιοι στρατιώτες εγκατέλειψαν την ακρόπολη και επιτέθηκαν σ’ αυτούς που λεηλατούσαν. Στη συνέχεια άρχισαν να λεηλατούν οι ίδιοι την πόλη σε αντίποινα για την καταστροφή της περιουσίας τους, μέχρι που ο διοικητής τους έβαλε τέλος σε αυτό. Ακολούθησε σφαγή. Οι απώλειες που αναφέρθηκαν εκείνη την ημέρα περιλάμβαναν 50 χωρικούς, 16 κατοίκους της πόλης και πέντε στρατιώτες. Την επόμενη ημέρα οι αγρότες ανανέωσαν τις επιθέσεις τους. Μετά από μια σύντομη αντεπίθεση, ο Ρασίντ Μπέη αποσύρθηκε και πάλι στην ακρόπολη. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ άνοιξαν την πύλη της Δαμασκού, επιτρέποντας σε 2.000 αντάρτες από τη Ναμπλούς να εισέλθουν στην πόλη. Περικύκλωσαν την ακρόπολη και άρχισαν να πυροβολούν.
«Τότε νέοι και γέροι επιδόθηκαν σε λεηλασίες, ξεκινώντας από το σπίτι των Μιριλάι [μιρ-αλάι] (αξιωματικοί υπεύθυνοι για τις οχυρώσεις της πόλης), απ’ όπου αφαίρεσαν τα βαριά αντικείμενα που είχαν μείνει πίσω, όπως μαξιλάρια, κουβέρτες και ξύλινα τραπέζια. Στη συνέχεια λεηλάτησαν τα εβραϊκά σπίτια με τον ίδιο τρόπο. Την επόμενη νύχτα, οι φελλαχίν, μαζί με κάποιους ληστές των χαμηλών τάξεων της Ιερουσαλήμ άρχισαν να λεηλατούν τα καταστήματα των Εβραίων, των χριστιανών, των Φράγκων και στη συνέχεια των μουσουλμάνων. Οι μπακάληδες, οι υποδηματοποιοί και κάθε άλλος έμπορος υπέφεραν το ίδιο. Μέσα σε δύο ή τρεις ημέρες δεν υπήρχε ούτε ένα κατάστημα άθικτο στην αγορά, γιατί έσπασαν τις κλειδαριές και τις πόρτες και άρπαξαν ό,τι είχε αξία.
Πολλοί από τους μουσουλμάνους της Ιερουσαλήμ είχαν προλάβει να αφαιρέσουν από τα μαγαζιά τους ό,τι είχε αξία και άφησαν πίσω τους μόνο άχρηστα πράγματα. Τώρα δήλωναν ότι οι στρατιώτες είχαν πάρει τα πολύτιμα πράγματα, και έδειχναν ότι είχαν σοβαρό λόγο μίσους εναντίον του στρατού. Η αγορά ήταν ένα άθλιο και αξιοθρήνητο θέαμα. Έμοιαζε σαν να ήταν εγκαταλελειμμένη για πέντε χρόνια. Διάσπαρτα εδώ και εκεί, υπήρχαν τρόφιμα, μικροαντικείμενα, παλιά μαξιλάρια και στρώματα, τα οποία είχαν σκίσει με την ελπίδα να βρουν μέσα τους χρήματα. Σε πολλά σημεία έσκαψαν τα μαγαζιά υποπτευόμενοι ότι οι ιδιοκτήτες μπορεί να είχαν κρύψει τα «άσπρα» (ασημένια νομίσματα) ή οτιδήποτε άλλο. Οι πολίτες διαμαρτυρήθηκαν και πάλι γι’ αυτό, αλλά κανείς δεν τους άκουσε, επειδή ήταν λίγοι σε αριθμό, σε σύγκριση με τους φελλαχίν. Όλοι ήρθαν να πάρουν και κανείς δεν έφυγε με άδεια χέρια. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών άρχισαν να γδύνουν και να λεηλατούν τα σπίτια των ορθοδόξων, των Φράγκων και των Αρμενίων, αλλά οι ηγέτες των φελλαχίν και οι σεΐχηδες τους εμπόδισαν λέγοντάς τους ότι αν έβλαπταν τους ραγιάδες [ρι’αγιά – σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται σε χριστιανούς και εβραίους], θα προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια των βασιλικών δυνάμεων. Παρά ταύτα, συνέχισαν να λεηλατούν τα ακατοίκητα σπίτια κάθε βράδυ...”»[12].
Αυτό το χαοτικό γεγονός έγινε γνωστό ως «η εποχή της εισόδου των αγροτών στην Ιερουσαλήμ» ή «η εποχή που οι αγρότες μπήκαν στην Ιερουσαλήμ»[13].
Ναμπλούς, David Roberts, 1839
Στις 21 Μαΐου, ο Διοικητής της Ακρόπολης Ρασίντ Μπέη είχε συλλάβει τους ’ουλαμά της πόλης, μεταξύ των οποίων τον μουφτή, Ταχίρ Αφάντι αλ-Χουσαϊνί, τον νακίμπ αλ-’άσραφ, ’Ουμάρ Αφάντι αλ-Χουσαϊνί, καθώς και τον μπασκατίμπ Μοχάμμεντ ’Άλι αλ-Χαλίντι και άλλους επιφανείς Ιεροσολυμίτες. Ωστόσο, όταν οι 2.000 άνδρες από τη Ναμπλούς ενώθηκαν με τους αντάρτες, ο Διοικητής της Ακρόπολης αποσύρθηκε από τα τείχη της πόλης μέσα στην ακρόπολη και η πόλη καταλήφθηκε. Η λεηλασία των κατοικημένων και εμπορικών περιοχών της πόλης συνεχίστηκε. Περίπου 20.000 «αγρότες» φέρονται να κατέλαβαν την πόλη. Στις 23 Μαΐου λεηλατήθηκαν οι κυβερνητικές αποθήκες όπου αποθηκεύονταν προμήθειες και η κρατική σιταποθήκη.[14]
Την επόμενη ημέρα ο Ιμπραήμ Πασάς αναχώρησε από τη Γιάφα για την Ιερουσαλήμ. Ανιχνευτές των ανταρτών ανέφεραν τις κινήσεις του κατά μήκος της διαδρομής και στις 25 Μαΐου οι αντάρτες αποσύρθηκαν από την Ιερουσαλήμ. Μια νέα εκστρατεία ξεκίνησε κατά μήκος του δρόμου με ενέδρες κατά των δυνάμεων του Ιμπραήμ Πασά. Χρειάστηκαν δύο ημέρες και δύο νύχτες για να καλύψει η ακολουθία του πασά μια απόσταση πέντε ωρών. Στο διάστημα αυτό, ο Ιμπραήμ πασάς έχασε 1.500 από τους 9.000 στρατιώτες του, 500 από τους οποίους δεν κατάφεραν ποτέ να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ.[15]
Ο κ. Τόμσον ανέφερε στις 24 Μαΐου ότι «[οι] αναφορές από την εστία του πολέμου γίνονται όλο και πιο ανησυχητικές. Ολόκληρα τα βουνά, από τη Ναμπλούς μέχρι τη Χεβρώνα, βρίσκονται σε αναταραχή. Ο κυβερνήτης της Ιερουσαλήμ έχει φύγει∙ και ο πατέρας του [Κάσιμ αλ-Άχμαντ] που ήταν κυβερνήτης πέρυσι και εκτοπίστηκε, είναι επικεφαλής των ανταρτών. Υποστηρίζεται με σιγουριά ότι η πόλη έχει καταληφθεί και λεηλατηθεί»[16].
Στις 27 Μαΐου, ο Ιμπραήμ Πασάς επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, αλλά αρνήθηκε να εισέλθει στην πόλη. Στρατοπέδευσε στο αρχηγείο του στο όρος Σιών. Την επόμενη ημέρα έδωσε χάρη σε όσους είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση, αλλά κανείς δεν παραδόθηκε. Ο πασάς ξεκίνησε τότε την καταδίωξη με 3.000 άνδρες, σκότωσε 300 και συνέλαβε 500 αντάρτες. Δεκαεπτά αρχηγοί των ανταρτών φυλακίστηκαν και οι υπόλοιποι απελευθερώθηκαν.[17]
Στις 30 Μαΐου, ο Ιμπραήμ Πασάς επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ με 7.500 αιχμαλώτους, καθώς και με ζώα και οπλισμό. Την επόμενη ημέρα το χωριό Μπάιτ Τζάλα δέχτηκε επίθεση από στρατιώτες και 33 χριστιανοί άνδρες και γυναίκες σκοτώθηκαν ως ύποπτοι για λεηλασία. Ο πασάς σταμάτησε τη σφαγή, αλλά κατάσχεσε τα ζώα που ανήκαν στο χωριό. Την 1η Ιουνίου, οι Τα’αμάρα, που σύμφωνα με πληροφορίες ήταν οπλισμένοι με 1.000 όπλα, άρχισαν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους και τους χριστιανούς στη Βηθλεέμ από στρατεύματα του Χεδιβάτου που έκαναν λεηλασίες, αλλά δεν θα συμμετείχαν στην επίθεση εναντίον του Ιμπραήμ Πασά.[18]
Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης εκστρατείας των ανταρτών κατά του πασά, στις 4 Ιουνίου, ο ίδιος και η δύναμη των 4.000 ανδρών του δέχθηκαν επίθεση κοντά στις λίμνες του Σολομώντα. 1.500 άνδρες υπό τη διοίκηση του Ρασίντ Μπέη, ενός από τους υπολοχαγούς του Ιμπραήμ πασά και διοικητή της ακρόπολης της Ιερουσαλήμ, δέχθηκαν επίθεση. Ο ίδιος ο Ρασίντ Μπέη σκοτώθηκε και 800 από τους στρατιώτες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Χεβρώνα. Οι νικητές αγρότες πολιόρκησαν στη συνέχεια τον Ιμπραήμ πασά στο όρος Σιών, όπου είχε διαφύγει για να βρει καταφύγιο.
Από τις 4 έως τις 8 Ιουνίου, τα καυσόξυλα και το αλεύρι για το ψήσιμο του ψωμιού ήταν σε έλλειψη στην πόλη της Ιερουσαλήμ∙ εν τω μεταξύ, η εξέγερση εξαπλώθηκε στη Ναμπλούς, τη Ράμλα, τη Λύδδα, τη Γιάφα και την Άκρα. Οι επαναστάτες κατέλαβαν την Τιβεριάδα και τη Σάφαντ. Βεδουίνοι επιτέθηκαν στο Κάρακ, σκοτώνοντας τους 200 στρατιώτες που φρουρούσαν εκεί.
Στις 30 Ιουνίου, ο ίδιος ο Μοχάμμεντ Άλι έφτασε στη Γιάφα. Ο Τόμσον περιέγραψε το θέαμα:
«Νωρίς σήμερα το πρωί η Μαρίνα, ή «η οδός που ονομάζεται ευθεία», ήταν γεμάτη από τους καλύτερους στρατιώτες του στρατού από την αποβάθρα μέχρι τα διαμερίσματα που είχαν διαμορφωθεί για τον Αντιβασιλέα∙ μια μεγάλη μουσική μπάντα ήταν τοποθετημένη στο κέντρο. Στη μία η ώρα έφθασαν δύο όμορφες κορβέτες και άρχισαν να βάλλουν χαιρετισμό σε απόσταση περίπου μισής ώρας από το αγκυροβόλιο, τον οποίο ανταπέδωσαν αμέσως ολόκληρος ο στόλος και οι πυροβολαρχίες. Στις τέσσερις η ώρα οι προβλήτες καλύφθηκαν, και υπό τον βρυχηθμό των κανονιών του στόλου και των οχυρών η Υψηλότητά του αποβιβάστηκε. Ήταν ένα υπέροχο θέαμα. Είχα μια εξαιρετική ευκαιρία να παρατηρήσω τις κινήσεις και τη συμπεριφορά της Υψηλότητάς του, τόσο κατά την κωπηλασία προς την αποβάθρα όσο και κατά την έξοδό του με το υπέροχο άλογό του. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας βασιλιάς, είδα μόνο ό,τι μου φάνηκε φυσικό, αξιοπρεπές και απόλυτα ταιριαστό με τον χαρακτήρα ενός μεγάλου άνδρα. Διατηρώντας ίση απόσταση από την επιπολαιότητα και την επιτηδευμένη αβρότητα του Τούρκου, χαιρέτησε τους πάντες, υποκλινόμενος χαριτωμένα στο πλήθος εκατέρωθεν, καθώς περνούσε. Αυτή η συμπεριφορά εξέπληξε πολύ τον κόσμο[...].
Ο Μοχάμμεντ είναι ένας ωραίος ηλικιωμένος άνδρας. Το ντύσιμό του είναι τουρκικό, όχι νεζζάμ, προσεγμένο, χωρίς τίποτα που να το διακρίνει από αυτό των άλλων Τούρκων ευγενών. Η γενειάδα του είναι λευκή, το πρόσωπό του κατακόκκινο και ωραίο, το βλέμμα του ζωηρό και εκφραστικό∙ αν και βρίσκεται κοντά στα όρια του χρόνου που προβλέπεται για τη ζωή του ανθρώπου, έχει μια εκπληκτική ζωντάνια και δραστηριότητα σε όλες τις κινήσεις του. Δεν υπάρχουν πολλές παραπλήσιες περιπτώσεις στην ιστορία∙ και ίσως δεν υπάρχει κανένας εν ζωή άνθρωπος, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πράγματα, να έχει επιτύχει τόσα πολλά και να είναι τόσο ομοιόμορφα επιτυχημένος, όσο ο Μοχάμμεντ Άλι.»[19]
Δύο ημέρες αργότερα συνάντησε τον γιο του στη Ράμλα και στη συνέχεια επέστρεψαν μαζί στη Γιάφα. Στη Ράμλα, ο Μοχάμμεντ ’Άλι ρώτησε τον Ιμπραήμ πασά για «τους πρεσβύτερους της Ιερουσαλήμ, που στέκονται με μεγάλο φόβο». Ο Ιμπραήμ απάντησε: «Είναι οι κυβερνήτες και οι προύχοντες της Ιερουσαλήμ». Στη συνέχεια, δείχνοντας τη γνωστή περιφρόνησή του για τους ’ουλαμά’, «ο γέροντας συνοφρυώθηκε, τους κοίταξε για λίγο από την κορυφή ως τα νύχια και μετά, κουνώντας το κεφάλι του, αναστέναξε, αλλά δεν είπε τίποτα»[20].
Αμέσως μετά τη στροφή του Κάσιμ αλ-Άχμαντ εναντίον του Ιμπραήμ πασά, ο Μοχάμμεντ ’Άλι διέταξε ότι ο ίδιος και οι γιοι του, Γιουσούφ και Μοχάμμεντ, καθώς και οι σύμμαχοί του ’Αμπντουλάχ Τζαράρ, ‘Ίσα αλ-Μπαρκάουι και Νασρ αλ-Μανσούρ ήταν φυγάδες και έπρεπε να συλληφθούν.[21] Ο Χεδίβης διέταξε επίσης τον σύμμαχό του Αμίρ Μπασίρ αλ-Σιχάμπ του Λιβάνου να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Ιμπραήμ πασά στην επαρχία της Σιδώνας. Ο Σουλεϊμάν ’Αμπντ αλ-Χάντι και ο Ιμπραήμ Αμπού Γούς είχαν ζητήσει την απελευθέρωση του Τζαμπρ Αμπού Γούς, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε πεισθεί στη φυλακή να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Ιμπραήμ πασά. Ο Μοχάμμεντ ’Άλι διέταξε την απελευθέρωσή του και σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Τζαμπρ διορίστηκε μουτασαλίμ της Ιερουσαλήμ.
Ανησυχώντας για την επικείμενη άφιξη του Μοχάμμεντ ’Άλι Πασά με ένα στρατό 15.000 νέων στρατιωτών, οι προύχοντες της Ιερουσαλήμ προσπάθησαν να διαπραγματευτούν μια ανακωχή μεταξύ του Πασά και των ανταρτών μέσω του μουφτή, Ταχίρ Αφάντι αλ-Χουσαϊνί. Ο ‘Ίσα Άμαρ, ο ηγέτης των ανταρτών από την περιοχή της Χεβρώνας, έθεσε τους εξής όρους για την ανακωχή: γενική αμνηστία και απονομή χάριτος στους αντάρτες, λήξη της επιστράτευσης ανά άνδρα και κατάργηση των παράνομων φόρων.
Ο Ιμπραήμ Πασάς απέρριψε αυτά τα αιτήματα, αλλά συνέχισε να συνομιλεί με τον μουφτή μέσω του Χουσείν ’Αμπντ αλ-Χάντι.
Ο Ιμπραήμ πασάς έλαβε τότε επιστολή από τον Κάσιμ αλ-Άχμαντ, τον αναγνωρισμένο πλέον ηγέτη των ανταρτών στο Τζάμπαλ Ναμπλούς, με την οποία ζητούσε χάρη ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί ανακωχή. Ο Ιμπραήμ πασάς, με τη βοήθεια του μουφτή και του Χουσεΐν ’Αμπντ αλ-Χάντι, έγραψε μια επιστολή που εγγυόταν την ασφαλή μεταχείριση του Κάσιμ. Με τον μουφτή και τον Χουσσεΐν ’Αμπντ αλ-Χάντι να ενεργούν ως εγγυητές, ο Κάσιμ συναντήθηκε με τον πασά. Ο Ιμπραήμ επέπληξε τον Κάσιμ για την προδοσία του. Ο Κάσιμ ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να συμμετάσχει και ζήτησε συγγνώμη. Ο πασάς δέχτηκε τον λόγο του, του φόρεσε τιμητικό μανδύα και τον διόρισε εκ νέου ως μουτασαλίμ της Ναμπλούς και της Ιερουσαλήμ, καθώς και εκπρόσωπο των ανταρτών[22].
Λίγο αργότερα, ο ’Ουμάρ Αφάντι, ο νακίμπ αλ-άσραφ της Ιερουσαλήμ, ο Ταχίρ Αφάντι, ο μουφτής της Ιερουσαλήμ, ο Μοχάμμεντ ’Άλι αλ-Χαλίντι, ο μπασκατίμπ, ο σεΐχης ’Αμπντουλλάχ Μπουνταϊρί, ένας λόγιος, ο Μοχάμμεντ Αμπού Σαούντ, ο πρώην νακίμπ της Ιερουσαλήμ, και ο Μοχάμμεντ ’Άλι αλ-Χουσσαϊνί, ο νακίμπ αλ-άσραφ της Ιερουσαλήμ, εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν στην Αίγυπτο με εντολή του Μοχάμμεντ ’Άλι. Άλλοι επώνυμοι σε όλη την περιοχή, όπως ο σεΐχης ’Αμπντουλάχ αλ-Φαχούμ της Ναζαρέτ και πρώην υπάλληλοι του ’Αμπντουλάχ πασά εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του πρώην κύριου συμβούλου του ’Αμπντουλάχ πασά, Μασ’ούντ αλ-Μάχντι, και του γιου του, ‘Ίσα αλ-Μάχντι, του μουτασαλίμ της Σάφαντ, οι οποίοι αποκεφαλίστηκαν.[23]
Στις 23 Ιουνίου, ο Κάσιμ αλ-Άχμαντ αποκήρυξε την ανακωχή του με τον Ιμπραήμ πασά και κάλεσε τους άνδρες της Ναμπλούς στα όπλα. Σύμφωνα με τον Νεόφυτο, ο Κάσιμ αλ-Άχμαντ έγραψε στους προύχοντες της Ιερουσαλήμ:
«Να ξέρετε όλοι ότι η ειρήνη που έκλεισε ο δόλιος Ιμπραήμ Πασάς με εσάς και εμένα δεν ήταν αληθινή, αλλά ένα τέχνασμα με το οποίο μπόρεσε να ξεφύγει από τον άμεσο κίνδυνο, γιατί τότε ήταν στο έλεός μας. Αλλά τώρα, όταν του ήρθαν ενισχύσεις, αδιαφορεί για την ειρήνη και τους όρκους, και ιδού, έχει ήδη ξεκινήσει να μας καταστρέψει. Πάρτε, λοιπόν, τα όπλα σας και χρησιμοποιήστε τα με θάρρος εναντίον του τυράννου. Πολεμήστε γενναία για τα σπίτια σας και την τιμή σας, για τα δικαιώματά σας και κυρίως για τα αγαπημένα σας παιδιά, τα οποία σκέφτεται να σας στερήσει για στρατιωτική θητεία. Χτυπήστε τώρα όχι εναντίον των απίστων, αλλά εναντίον των ομοθρήσκων σας μουσουλμάνων.»[24]
Η στρατηγική των ανταρτών ήταν να διασπάσουν τις δυνάμεις τους για να αμυνθούν σε τρία μέτωπα. Τριάντα χιλιάδες άνδρες συγκροτήθηκαν σε τρεις μεραρχίες, η μία υπό τη διοίκηση του Σεΐχη Γιουσούφ αλ-Κάσιμ τοποθετήθηκε στο Ρας αλ-’Άϊν, η δεύτερη βόρεια για να φυλάει τις προσβάσεις στη Γαλιλαία και η τρίτη παρέμεινε στη Ναμπλούς.
Στις 24 Ιουνίου, βεδουίνοι, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Κάσιμ, επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ Πασά. Για τις επόμενες τέσσερις ημέρες μαίνονταν μάχες λίγο έξω από τη Ναμπλούς. Στις 28 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ πασάς κατέλαβε το Ρας αλ-’Άιν και οι αντάρτες εκεί παραδόθηκαν. Σύμφωνα με την αναφορά του Σπυρίδωνα, οι χωρικοί που αιχμαλωτίστηκαν στάλθηκαν στην Αίγυπτο «για να μάθουν την τέχνη του πολέμου με βασιλικό τρόπο και όχι με τον τρόπο των φελλάχων». Όσο για τους γέροντες που αιχμαλωτίστηκαν στις μάχες, τους έκοβαν το δεξί χέρι με τα λόγια: «Ας μάθουν τώρα πώς να πολεμούν τους άρχοντές τους». Ως εκ τούτου, όταν οι ηγέτες παραδόθηκαν, «όπως συνηθίζουν οι Άραβες, οι περισσότεροι έστειλαν τους [σεΐχηδες] τους και τους αξιωματούχους τους στον πασά, όλοι φορώντας μαντήλια γύρω από το λαιμό τους που υποδήλωναν ενοχή και δουλική υποταγή».[25] Η Ναμπλούς καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ.
Σε αυτό το σημείο, η εξέγερση κατέρρευσε. Ο Σεΐχης Κάσιμ αλ-Άχμαντ και οι γιοι του Γιουσούφ και Μαχμούντ διέσχισαν τον Ιορδάνη ποταμό και κατέφυγαν στην πόλη Κεράκ. Την 1η Ιουλίου, ο Ιμπραήμ πασάς τους καταδίωξε με 1.500 άνδρες, αφού κατέστρεψε το Κεράκ. Μεταξύ 1-31 Αυγούστου, ο Ιμπραήμ καταδίωξε τον Κάσιμ αλ-Άχμαντ και τον αιχμαλώτισε στην Υπεριορδανία. Ο αρχηγός της εξέγερσης οδηγήθηκε στη συνέχεια στη Δαμασκό, όπου αποκεφαλίστηκε, μαζί με τον σύντροφό του αντάρτη Άρσαμπ αλ-Κάχολ.[26] Οι γιοι του αποκεφαλίστηκαν στην Άκρα και πολλοί από τους οπαδούς του κυνηγήθηκαν και θανατώθηκαν.[27] Όταν οι Οθωμανοί αποκατέστησαν τελικά την εξουσία τους, το δημόσιο αίσθημα υπέρ του Κάσιμ αλ-Άχμαντ ήταν τόσο έντονο ώστε οι σεΐχηδες της Ναμπλούς παρουσίασαν ένα «υπόμνημα» στον Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή Ιζζέτ πασά με το οποίο ζητούσαν «να ανακληθεί ο διορισμός του Σουλεϊμάν Αμπντούλ Χάντι [ως μουτασαλίμ της πόλης τους] υπέρ του σεΐχη Μαχμούντ ελ-Κάσσιμ ιμπν [γιου του] Κάσιμ αλ-Άχμεντ»[28].
Μεταξύ 1-30 Ιουλίου, ο Τζαμπρ Αμπού Γους, ο νέος μουτασαλίμ της Ιερουσαλήμ, προχώρησε στον αφοπλισμό του ντόπιου πληθυσμού. Όσοι βρέθηκαν με μουσκέτα ή μαχαίρια εκτελέστηκαν. Επιπλέον, ο Μοχάμμεντ ’Άλι διέταξε τον αποκεφαλισμό των μουτασαλίμ της Λύδδας και της Ράμλα, καθώς και των σεΐχηδων των χωριών κοντά στη Γιάφα που είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση. Η Άκρα ανακαταλήφθηκε με απώλειες 2.000 από τους κατοίκους του χωριού. Με τη συντριβή της εξέγερσης και την καταστροφή της τοπικής ηγεσίας, ο Μοχάμμεντ ’Άλι αισθάνθηκε αρκετά σίγουρος ώστε να αναχωρήσει για το Κάιρο στις 6 Ιουλίου. Ο Ιμπραήμ Πασάς επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ με 30.000 στρατολογημένους στις 20 Ιουλίου.
Ιερουσαλήμ, 1804, του Luigi Mayer
Στη συνέχεια, για να παταχθούν και οι τελευταίοι θύλακες εξέγερσης, στις 24 Ιουλίου, η Χεβρώνα πολιορκήθηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν, εκτός από εκείνους που αναζήτησαν άσυλο στον τάφο του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Μουσουλμάνες και Εβραίες κοπέλες φέρονται να βιάστηκαν και να δολοφονήθηκαν. 630 νέοι άνδρες αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στην Αίγυπτο για να υπηρετήσουν στο στρατό. Για να εντυπώσει την ολοκληρωτική νίκη του στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ο Ιμπραήμ επέβλεψε προσωπικά μια εξονυχιστική έρευνα στην πόλη για όπλα στις 29 και 30 Ιουλίου. Στις 18 Σεπτεμβρίου εξόρισε τον επιφανή μπασκατίμπ Μοχάμμεντ ’Άλι αλ-Χαλίντι στην Άκρα και αποκεφάλισε τους λιγότερο σημαντικούς επαναστάτες ηγέτες στις πύλες της πόλης.[29]
Η αξιοσημείωτη συνένωση της ’ουμαρά’ της Ναμπλούς με τον ’ουλαμά’ της Ιερουσαλήμ, τους ρα’αγιά της περιοχής και τους σεΐχηδες των διαφόρων φυλών των βεδουίνων ήταν αποτέλεσμα των συγκεκριμένων οικονομικών και στρατιωτικών πολιτικών της κυβέρνησης του Χεδιβάτου. Η εξέγερση αυτή δεν προέκυψε από πολιτική αντιπαλότητα, αλλά από τις δυσβάστακτες αλλαγές που εισήγαγε στην περιοχή η κυβέρνηση του Μοχάμμεντ ’Άλι. Σύμφωνα με τα λόγια του Κάσιμ αλ-Άχμαντ, του ηγέτη της εξέγερσης, οι αγρότες, οι κάτοικοι των πόλεων και οι ελίτ της περιοχής ενώθηκαν για να ακολουθήσουν το κάλεσμά του να «[αγωνιστείτε] γενναία για τα σπίτια σας και την τιμή σας, για τα δικαιώματά σας και κυρίως για τα αγαπημένα σας παιδιά, τα οποία σκέφτεται να σας στερήσει για στρατιωτική θητεία». Οι πολιτικές του καθεστώτος του Χεδιβάτου αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση και τον εκσυγχρονισμό της περιοχής και στην ανατροπή της πολιτικής και φορολογικής οθωμανικής τάξης, η οποία προηγουμένως ήταν γερά ριζωμένη στις σουνιτικές μουσουλμανικές αντιλήψεις για τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. Οι πολιτικές αυτές είχαν εξαγγελθεί προκειμένου να επιτρέψουν νέες μορφές φορολόγησης και επιστράτευσης και, μετά την καταστολή της εξέγερσης, θα επέτρεπαν, για πρώτη φορά στην ισλαμική ιστορία, τη σωματική τιμωρία των ’ουλαμά’ που παραβίαζαν τους νόμους που είχε εκδώσει η κυβέρνηση του Χεδιβάτου. Η ανατροπή των κανόνων της δικαιοσύνης βάσει του νόμου από τον Μοχάμμεντ ’Άλι ώθησε τους μουσουλμάνους της Ιερουσαλήμ στην εξέγερση.
Με τη συντριβή της εξέγερσης και την εξάλειψη της ηγεσίας της, ο Ιμπραήμ Πασάς ήταν έτοιμος να εφαρμόσει τις πολιτικές που θα έφερναν τη Συρία υπό τον πλήρη έλεγχο του Μοχάμμεντ ’Άλι. Η καταστροφή και η ερήμωση της περιοχής ήταν ολοφάνερη. Σε επιστολή τους με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1834, οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι Ντοτζ και Γουάιτινγκ έγραφαν: «Ένα πράγμα με το οποίο έχουμε συγκλονιστεί περισσότερο είναι η καταθλιπτική και άθλια κατάσταση ολόκληρης της χώρας, ως συνέπεια της πολύ αυστηρής πολιτικής που υιοθέτησε η κυβέρνηση μετά την πρόσφατη εξέγερση». Τόνισαν ότι «ο λαός αφοπλίστηκε, εκτός από εκείνους που έφυγαν από τα σπίτια τους, παίρνοντας τα όπλα τους μαζί τους. Ο αριθμός των μουσκέτων που τους ζητήθηκε ήταν τόσο μεγάλος, ώστε πολλοί αναγκάστηκαν να τα αγοράσουν για την περίσταση», και πρόσθεταν: “Το μέτρο αυτό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση σε ορισμένα μέρη της χώρας”. Επιπλέον, «για να τιμωρηθούν οι αρχηγοί της εξέγερσης [...] κάποιοι φυλακίστηκαν και υπέστησαν φάλαγγα (δηλαδή χτύπημα στα πέλματα των ποδιών μέχρι να αφαιρεθεί όλη η σάρκα, και το οποίο συχνά οδηγούσε στο θάνατο), και άλλοι αποκεφαλίστηκαν», και για να «τιμωρηθούν όσοι είχαν διαφύγει ή είχαν κρυφτεί, καταστράφηκε η περιουσία τους, δηλαδή κόπηκαν οι ελιές και οι συκιές τους και γκρεμίστηκαν τα σπίτια τους». Παρατήρησαν ότι:
«αυτό που οι φτωχοί άνθρωποι φαίνεται να αισθάνονται περισσότερο απ’ όλα, και ο φόβος του οποίου ήταν η αιτία της εξέγερσής τους, είναι ότι απαιτείται και αρπάζεται μεγάλος αριθμός από αυτούς για να στρατολογηθούν στο στρατό του πασά. Από διάφορες πόλεις και χωριά στα βουνά της Ιουδαίας, της Ναμπλούς και της Χεβρώνας, αρκετές χιλιάδες άνδρες και αγόρια, όπως καταλαβαίνουμε, έχουν συγκεντρωθεί και εξαναγκαστεί να ενταχθούν στο στρατό, είτε για να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, είτε για να απασχοληθούν στα δημόσια έργα.»
Ολοκλήρωσαν την έκθεση σημειώνοντας: «Η αγωνία και η δυσαρέσκεια που αναγκαστικά προκλήθηκε από αυτά τα μέτρα είναι πολύ μεγάλη και οι επιπτώσεις στις δραστηριότητες όλων των ειδών, ιδιαίτερα στη γεωργία, είναι πολύ καταστροφικές»[30].
Η εξέγερση εναντίον της πολιτικής του Χεδιβάτου του Μοχάμμεντ ’Άλι, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερουσαλήμ από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1834, δεν ήταν μια αντίδραση στον δυτικοποιημένο στρατό του Ιμπραήμ Πασά, ούτε οφειλόταν στον «ισλαμικό συντηρητισμό», όπως υποδηλώνει η βιβλιογραφία για τον εκσυγχρονισμό στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που γράφτηκε από μελετητές όπως ο Αμπίρ, ο Μα’ούζ και ο Σαμίρ.[31] Αντίθετα, οι τοπικές ελίτ και οι φορολογούμενοι –μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι– υπέφεραν όλοι από τον νεζάμ, όπως δείχνουν τα γεγονότα στη Βηθλεέμ και τη Χεβρώνα. Πολλοί παρατηρητές υποστήριξαν ότι η εξέγερση ήταν κατά της μεταρρύθμισης καθεαυτής. Αντίθετα, η οργάνωση του καθεστώτος του Χεδιβάτου στην Ιερουσαλήμ, τη Ναμπλούς και τη Χεβρώνα έδειξε στους αφαντιγιάτ και τους ουμαρά’ τους κινδύνους που εγκυμονούσε γι’ αυτούς η πολιτική του, οδηγώντας τους στην εξέγερση. Οι ενέργειές τους αποσκοπούσαν στην προστασία των καθιερωμένων προνομίων και δικαιωμάτων που απολάμβαναν βάσει του οθωμανικού δικαίου.
Η εξέγερση στρεφόταν κατά συγκεκριμένων πολιτικών του Χεδιβάτου που ανέτρεπαν τους νόμους της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης και αποσκοπούσαν στον πλήρη σφετερισμό των δικαιωμάτων του σουλτάνου και της επαρχιακής του διοίκησης να λαμβάνουν και να διαχειρίζονται τη διανομή των εσόδων τόσο των μιρί όσο και των αουκάφ, να επιβάλλουν και να εφαρμόζουν την είσπραξη παράνομων φόρων τόσο από τους ρι’αγιά όσο και από τους αχάλι του Μπιλάντ αλ-Σαμ και να τους επιστρατεύουν για απροσδιόριστη, σκληρή στρατιωτική θητεία σε απομακρυσμένες περιοχές. Ενώ τα μέτρα αυτά μπορεί να είχαν ως στόχο να επιφέρουν μεταρρυθμίσεις, θεωρήθηκαν από τον φορολογούμενο πληθυσμό και τις μουσουλμανικές άρχουσες τάξεις ως άδικα.
Οι αφαντιγιάτ της Ιερουσαλήμ και οι ουμαρά’ της περιοχής της Ναμπλούς, που είχαν ήδη ενοχληθεί από τις υπερβολές του καθεστώτος του Χεδιβάτου, ηγήθηκαν μιας γενικής εξέγερσης για να αποτρέψουν την εφαρμογή των πολιτικών του Χεδιβάτου. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη Μπιλάντ αλ-Σαμ από το καθεστώς του Χεδιβάτου επεδίωκαν να ανατρέψουν ριζικά τα de jure δικαιώματα και προνόμια που απολάμβαναν όλες οι τάξεις της τοπικής κοινωνίας – φορολογούμενοι χωρικοί, βεδουίνοι, κάτοχοι τιμάρ και ’ουλάμα’ σύμφωνα με το οθωμανικό διοικητικό δίκαιο. Η εξάπλωση της εξέγερσης σε ολόκληρη την Μπιλάντ αλ-Σαμ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1834 καταδεικνύει ότι επρόκειτο για λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια σε αυτό που ευρέως γινόταν αντιληπτό ως επιβολή άδικου καθεστώτος.
Η μουσουλμανική κοινότητα, με τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις της, ακολουθούσε ένα σαφές αίσθημα δικαιοσύνης σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Ο νόμος αυτός, ένας συνδυασμός ιερού δικαίου, διοικητικών κωδίκων και τοπικών εθίμων και συνηθειών, καθόριζε τα δικαιώματα και τις ευθύνες των διοικουμένων έναντι των αρχών. Όταν αυτά τα δικαιώματα και οι ευθύνες καταστρατηγήθηκαν, με υπερφορολόγηση, μη εξουσιοδοτημένη επιστράτευση, αυθαίρετα διατάγματα και άλλους τύπους παράνομων διαταγών, οι μουσουλμάνοι της Ιερουσαλήμ και των γύρω περιοχών εξεγέρθηκαν. Ο ρόλος του μουφτή της Ιερουσαλήμ ως διαμεσολαβητή και ηγέτη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, και ακόμη και μετά την καταστολή της εξέγερσης, ήταν σημαντικός, αλλά τελικά μη ανθεκτικός κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς οι τοπικές πολιτικές αντιπαλότητες εντάθηκαν κατά την περίοδο της σχετικής παραμέλησης στα χρόνια που ακολούθησαν την αποκατάσταση του άμεσου οθωμανικού ελέγχου στην περιοχή.
Οι τοπικοί ηγέτες ενώθηκαν σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν το καθεστώς του Χεδιβάτου, προσφέροντας μια σύντομη στιγμή πολιτικής ενότητας. Στόχος της εξέγερσης ήταν η αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Μια τέτοια αποκατάσταση προσέφερε την ελπίδα για επιστροφή στα νομικά πρότυπα με βάση τη Σαρί’α και το διοικητικό δίκαιο, και μαζί με αυτό, έναν επαναπροσδιορισμό του καθεστώτος των διαφόρων τμημάτων της επαρχιακής κοινωνίας και των σχέσεών τους με το πολιτικό κέντρο. Η αποτυχία της εξέγερσης, η εκτέλεση και η εξορία των ηγετών της, η στρατολόγηση στον αιγυπτιακό στρατό και η συνεχιζόμενη φυγή του ανδρικού πληθυσμού επέτρεψαν στον Ιμπραήμ Πασά να εξασφαλίσει την περιοχή για τον Μοχάμμεντ ’Άλι και, τελικά, για την εισχώρηση ισχυρών δυτικών συμφερόντων στην περιοχή ενάντια στη θέληση του τοπικού πληθυσμού.[32]
Εν κατακλείδι, ποια είναι τα διδάγματα του 1834; Σε αυτή την περίπτωση, η εξέγερση της τοπικής αγροτιάς κατά της αδικίας, όπως αυτή ορίζεται στην κλασική σουνιτική πολιτική φιλοσοφία, αντιπροσώπευε τα συμφέροντα ολόκληρου του τοπικού πληθυσμού ενάντια στις καταπιεστικές πολιτικές του Μοχάμμεντ ’Άλη Πασά. Αυτή η αποτυχημένη εξέγερση διεξήχθη για την ελευθερία από την τυραννία ενός αυταρχικού καθεστώτος που εισέβαλε σε κάθε πτυχή της οικονομίας και της κοινωνίας. Αγωνίστηκαν για να σώσουν τα παιδιά τους από το θάνατο σε μακρινές χώρες, πολεμώντας σε μάχες που δεν ήταν δικές τους. Η εξέγερση διεξήχθη για να διαφυλάξουν τη ζωή και το μέλλον τους. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανένας πρώιμος εθνικισμός ή ιδέες αμφισβήτησης της ταξικής δομής της αυτοκρατορίας. Οι ήρωες αυτής της εξέγερσης ήταν οι άνδρες που αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Μοχάμμεντ ’Άλι να τους στερήσει τους γιους τους. Η ήττα τους δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως θρίαμβος του εκσυγχρονισμού, αλλά αντίθετα ως η υποταγή μιας σημαντικής περιοχής σε ένα συγκεντρωτικό κράτος που σκόπευε να μονοπωλήσει την εξουσία και τον πλούτο για να προωθήσει τη φιλοδοξία του ηγέτη του να εισέλθει στην αρένα της διεθνούς πολιτικής.[33]
Μετάφραση: elaliberta.gr
Judith Mendelsohn Rood, “The Time the Peasants Entered Jerusalem: The revolt against Ibrahim Pasha in the Islamic court sources”, Jerusalem Quarterly, τεύχος 27, καλοκαίρι 2006. Διαθέσιμο στο Institute for Palestine Studies / مؤسسة الدراسات الفلسطينية, https://www.palestine-studies.org/en/node/77914.
Σημειώσεις
[1] Προσαρμοσμένο από το Judith Mendelsohn Rood, Sacred Law in the Holy City: The Khedival Challenge to the Ottomans as seen from Jerusalem, 1829-1841 (Λέιντεν: Brill Academic Publishers, 2004), 5-7.
[2] S.N. Spyridon, επιμ., Annals of Palestine: 1821-1841-a Manuscript by the Monk Neophytus of Cyprus (Ιερουσαλήμ: Syrian Orphanage Press, 1938). Σε γενικές γραμμές, αυτή η πηγή παρουσιάζει πολλά θετικά στοιχεία, και παρόλο που η προοπτική της είναι υποκειμενική, το χειρόγραφο φαίνεται να βασίζεται σε πληροφορίες και αναφορές από πρώτο χέρι. Ο Νεόφυτος φαίνεται να γνώριζε την αραβοτουρκική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στην Ιερουσαλήμ, και επειδή η αφήγησή του έχει μια αίσθηση αμεσότητας, βοηθά να συμπληρωθούν σημαντικά κενά σε άλλα έργα.
[3] Ό.π., 44-6.
[4] Ό.π., 122-140.
[5] Μορντεχάι Γκιχόν, Άτλας Κάρτα λι-Τολντότ Έρετζ Γισρά με-Μπαϊτάρ βε-αντ Τελ Χάι [Άτλας της Κάρτα της Γης του Ισραήλ από το Μπαϊτάρ στο Τελ Χάι] (Ιερουσαλήμ: Carta, 1969), 91-3, Χάρτης αριθ. 165, 92, και Asad Jibrail Rustum, The Royal Archives of Egypt and the Disturbances in Palestine, 1834 (Βηρυτός: American University of Beirut, Oriental Series, 1938) 53.
[6] Spyridon, 78-9.
[7] Στο ίδιο, 114. Ο Spyridon, ο Rustum και ο Thomson (στο Missionary Herald) δεν συμφωνούν πάντα χρονολογικά: οι ημερομηνίες που χρησιμοποιούνται εδώ πρέπει να αντιμετωπίζονται με κάποια προσοχή. Οι ημερομηνίες του Thomson προέρχονται από πρώτο χέρι∙ είναι επομένως πιο ασφαλείς.
[8] The Missionary Herald, τόμος 31:2 (Φεβρουάριος 1835), 44. Αυτού του είδους τα σχόλια έχουν οδηγήσει σε πολλές παρανοήσεις σχετικά με τους λόγους της εξέγερσης. Ο όρος «Νιζάμ» ήταν ένας οθωμανικός όρος για τους τακτικούς στρατιώτες.
[9] Rustum, Disturbances, 56. Προφανώς ο Ιμπραήμ πασάς δεν πρόλαβε ποτέ να συναντήσει τον Σεΐχη Μοχάμμεντ της Τα’αμάρα. Ο Robinson ανέφερε ότι αυτός ο παράνομος, επικηρυγμένος, «ήταν γνωστό ότι βρισκόταν συχνά στην Ιερουσαλήμ και είχε καλές σχέσεις με το μοναστήρι της Βηθλεέμ. ...είχε φυσικά καλές σχέσεις με όλους τους άλλους παράνομους και Άραβες... Ήταν ένας ευγενής άντρας... και εκπλήρωσε το συμβόλαιό του ως οδηγός έντιμα... », Robinson, 154, 319.
[10] The Missionary Herald, τόμος 31:3 (Μάρτιος 1835), 87. Rustum, Uâul, II, 141, αριθ. 48 με ημερομηνία 16 Μουχαρράμ 1250/28 Μαΐου 1834.
[11] Spyridon, 76-80. Δεν εντόπισα το νομικό έγγραφο που αναφέρεται εδώ. Στις 14 Δεκεμβρίου 1986, στο σπίτι του Σαΐχ Ασ’άντ αλ-Ιμάμ αλ-Χουσαϊνί, πήρα συνέντευξη από τον ’Αμπντουλάχ Μπουνταϊρί, απόγονο του Σεΐχη ’Αμπντουλάχ Μπουνταϊρί, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης και ο οποίος εξορίστηκε από τον Μοχάμμεντ ’Άλι (βλ. Rustum, Disturbances, 70). Ανέφερε επίσης ότι ένας άλλος πρόγονος, ο Σαΐχ ’Ουράμπι Μπουνταϊρί, σκοτώθηκε από στρατιώτες του Χεδιβάλ στην είσοδο του Μπαμπ αλ-Νάζιρ. Πίστευε ότι το σιντριβάνι που είναι γνωστό ως «Σαμπίλ αλ-Μπουνταϊρί» ήταν αφιερωμένο σε αυτόν σε εκείνο το σημείο, αλλά στην πραγματικότητα χρονολογείται από την περίοδο των Μαμελούκων, όταν κατασκευάστηκε προς τιμήν του λόγιου Σαΐχ Μπουνταϊρί, του ιδρυτή της οικογένειας. Ishaq Musa al-Husayni, Αλ-αμπνίγια αλ-αθαρίγια φ’ιλ-κουντς αλ-Ισλαμία (Ιερουσαλήμ: Awqaf Administration of Jerusalem, 1977) μετάφραση του αγγλικού έργου που δημοσιεύθηκε από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Ιερουσαλήμ. Αυτή η χρήσιμη πηγή, με τον χάρτη μεγάλου μεγέθους και τα ευρετήριά της, περιέχει πληροφορίες που δεν υπάρχουν σε άλλα έργα.
[12] Ό.π. Αυτή είναι η μόνη ένδειξη ότι η Πύλη μπορεί να προσέφερε σιωπηρή υποστήριξη στους ηγέτες των ανταρτών που ανακάλυψα σε όλα τα στοιχεία που ερεύνησα.
[13] LCRJ 319, 25 και 48.
[14] Spyridon, 79-85.
[15] Ο Γκιχόν αναφέρει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά σε 5.000, 92.
[16] The Missionary Herald 31:2 (Φεβρουάριος 1835), 46.
[17] Γκιχόν, 93, χάρτης αριθ. 166∙ Spyridon, 85.
[18] Spyridon, 88-92.
[19] The Missionary Herald 31:3 (Μάρτιος 1835), 90-1.
[20] Spyridon, 98.
[21] Rustum, Uâul, II, 115-8, αριθ. 134 με ημερομηνία 25 Σαφάρ-12 Ραμπί’ Ι 1250/3-20 Ιουλίου 1834.
[22] Spyridon, 92, 98. Βλέπε επίσης Rustum, Uâul, II, 115-8, αριθ. 134. Η ανακωχή χρονολογείται από τις 11 Ραμπί’ ΙΙ 1250/18 Ιουλίου 1834.
[23] Γκιχόν, 91, Spyridon, 94, Rustum, Disturbances, 69-71, F.O. 78/243 11 Αυγούστου 1834, Farren to Palmerston, Rustum, Uâul, II, 121-2. Ο Χουσαΐν ’Αμπντ αλ-Χάντι υπέγραψε τις διαταγές∙ δεν είναι σαφές αν αυτή ήταν δική του απόφαση ή αν διατάχθηκε από τους ανωτέρους του. Είναι πιθανό ότι η πρωτοβουλία αυτή του επέτρεψε να τακτοποιήσει κάποιους παλιούς λογαριασμούς. Βλ. επίσης Adel Manna, “Continuity and Change in the Socio-political Elite in Palestine During the late Ottoman Period”, στο Thomas Philipp, επιμ., The Syrian Land in the 18th and 19th Century (Στουτγάρδη: Franz Steiner Verlag, 1992), 69-89, 73.
[24] Spyridon, 94. Η Donna Robinson Divine επικαλείται τον W. M. Thomson και τον Rustum στον ισχυρισμό της ότι η ανακωχή διαλύθηκε λόγω της άρνησης των αγροτών να παραδώσουν σιτηρά στον πεινασμένο στρατό του Ιμπραήμ πασά στο Politics and Society in Ottoman Palestine: The Arab Struggle for Survival and Power (Μπόλντερ: Lynne Rienner, 1994), 60 και 75 σημ. 41.
[25] Spyridon, 115.
[26] F.O. 78/243 20 Σεπτεμβρίου 1834 Farren to Palmerston.
[27] Γκιχόν, 91, Spyridon, 95-6, 101-7. Rustum, Uâul, II, 165-6, το τεύχος 165 παρέχει πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κληρονομιά των αδελφών Γιουσούφ και Μοχάμμεντ - αυτή ανερχόταν σε συνολική αξία 8.300 κουρούς, η οποία επρόκειτο να ρευστοποιηθεί και τα μετρητά να σταλούν στο Ντιουάν αλ-Χαζίνα και στο Ντιουάν αλ-Νας στη Ναμπλούς. Τα κληροδοτήματα των Άχμαντ και Κάσιμ αλ-Άχμαντ παρέμειναν ανεξιχνίαστα. 13 Δου αλ-Κά’ντα 1250/12 Απριλίου 1835.
[28] Cunningham, 198.
[29] Spyridon, 96-101. Οι 30.000 είναι ένας υπερβολικός αριθμός, αλλά και πάλι φέρει την αίσθηση μιας μεγάλης δύναμης.
[30] The Missionary Herald 31:10 (Οκτώβριος 1835), 274.
[31] Rood, 20-21.
[32] Ό.π., 188-190.
[33] Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μου, παρακολουθώ τις επιπτώσεις της «εκσυγχρονιστικής» πολιτικής του Μοχάμμεντ ’Άλι στους άνδρες και τις γυναίκες στην περιοχή της Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία η Ιερουσαλήμ εισερχόταν όλο και περισσότερο στη σφαίρα της διεθνούς πολιτικής.