Αναδημοσίευση από το Περιοδικό «Τέσσερα»
Aleksandra Aroshvili
Mariam Shengelia
Daria Saburova
Για τη ρίζα των μαζικών κινητοποιήσεων στη Γεωργία
Τοπικές κοινότητες και εργατικά κινήματα
Μια συζήτηση με αριστερές ακτιβίστριες με αφορμή τις μαζικές διαμαρτυρίες για το νόμο για τις «ξένες επιρροές»
Η Daria Saburova συζητάει με την Aleksandra Aroshvili και την Mariam Shengelia, 06.08.2024
Τον Απρίλιο-Μάιο του 2024, δεκάδες χιλιάδες Γεωργιανοί βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά του νέου «Νόμου για τη διαφάνεια στην ξένη επιρροή», ο οποίος τελικά ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο στις 28 Μαΐου, ανατρέποντας το προεδρικό βέτο. Ο νόμος αυτός απαιτεί από τις ΜΚΟ των οποίων η χρηματοδότηση από το εξωτερικό ξεπερνάει το 20% των συνολικών τους εσόδων να δηλώνουν ότι είναι «ξένοι πράκτορες». Γιατί η πρόταση αυτού του νόμου προκάλεσε τόσο μαζικές διαδηλώσεις; Ποια είναι τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που διακυβεύονται πίσω από την αντιπαράθεση μεταξύ του τομέα των ΜΚΟ και του γεωργιανού κράτους; Πώς αντανακλάται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Δύσης στο τοπικό πλαίσιο; Πόσο συγκρίσιμες είναι άραγε οι διαδηλώσεις στη Γεωργία με το ουκρανικό Μαϊντάν;
Το Спільне / Commons μίλησε με δύο Γεωργιανές ακτιβίστριες.
Η Aleksandra Aroshvili είναι ανεξάρτητη ερευνήτρια και ακτιβίστρια με έδρα την Τιφλίδα. Είναι συγγραφέας πολλών δημοσιεύσεων σχετικά με την κοινωνική πολιτική, την πολιτική οικονομία, τις διάφορες μορφές ανισότητας, την άτυπη και μαύρη εργασία, τη μετανάστευση των γυναικών, την εξόρυξη και την οικολογία. Κατά τα τελευταία χρόνια έχει συμμετάσχει σε διάφορα κοινωνικά κινήματα και δημόσιες καμπάνιες.
Η Mariam Shengelia είναι διδακτορική φοιτήτρια Φιλοσοφίας και ακτιβίστρια που ζει στη Γαλλία. Έχει συμμετάσχει σε πολλούς αυτοοργανωμένους αγώνες, κυρίως σε αντιιμπεριαλιστικά κινήματα και κινήματα για τα σύνορα (no-borders).
Συζήτηση με την Aleksandra Aroshvili
Ντάρια: Εδώ και πάνω από ένα μήνα, η Γεωργία [=«Σακάρτβελο» στα γεωργιανά] συγκλονίζεται από μαζικές διαδηλώσεις κατά του νόμου περί «ξένης επιρροής». Θα μπορούσατε να πείτε λίγα λόγια για το περιεχόμενο αυτού του νόμου και το πλαίσιο της υιοθέτησής του; Γιατί προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις στη γεωργιανή κοινωνία;
Αλεξάνδρα: Ο νόμος για τη «διαφάνεια στην ξένη επιρροή», γνωστός προηγουμένως ως «νόμος περί ξένων πρακτόρων», είναι πανομοιότυπος με το νομοσχέδιο που είχε προτείνει το κυβερνόν κόμμα πριν από ένα χρόνο. Στη συνέχεια αποσύρθηκε εν μέσω σημαντικών διαμαρτυριών. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επανεμφανιζόταν, ωστόσο ένα χρόνο αργότερα επανεμφανίστηκε και τελικά ψηφίστηκε, παρά τις τεράστιες διαδηλώσεις για σχεδόν δύο μήνες, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2024. Ξεπέρασε ακόμη και το βέτο της Προέδρου.
Σύμφωνα με τον νόμο, κάθε είδους μη κερδοσκοπική οντότητα (σωματείο, σύλλογος, …) της οποίας η χρηματοδότηση προέρχεται κατά πάνω από το 20% από «ξένη πηγή» οφείλει να καταγραφεί ως οντότητα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα «ξένης δύναμης» στη χώρα. Και η «ξένη» πηγή αφορά είτε ξένο κράτος, είτε ξένη οργάνωση ή συλλογικότητα, είτε και πρόσωπο που είναι πολίτης ξένης χώρας.
Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι η Γεωργία είναι μία από τις πιο εξαρτημένες χώρες από την εξωτερική χρηματοδότηση σε όλους τους τομείς, δημόσιο τομέα, οικονομία, πολιτική και κοινωνική ζωή.
Αυτό φαίνεται, πρώτα απ’ όλα, στη λειτουργία των ίδιων των κρατικών δομών: οι μεταρρυθμίσεις και οι δημόσιες αναδιαρθρώσεις χρηματοδοτούνται κυρίως από διεθνείς οργανισμούς, ενώ η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από άμεσες ξένες επενδύσεις, το οποίο οδηγεί σε εκροή πόρων, σε χαμηλά αμειβόμενες και ασταθείς θέσεις εργασίας και σε καταστροφή του περιβάλλοντος.
Δεύτερον, η επιβίωση πολλών οικογενειών στη Γεωργία εξαρτάται από τα εμβάσματα των μεταναστών που μετακόμισαν από τη χώρα για να εργαστούν.
Επιπλέον, πολλές δημόσιες δραστηριότητες, είτε πρόκειται για εκπαιδευτικές, επιστημονικές, για ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, για συνδικαλιστικές οργανώσεις ή οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, για καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες υγειονομικής περίθαλψης ή άλλες υπηρεσίες για γυναίκες και παιδιά, βασίζονται σε «οργανώσεις» που αναγκάζονται να αναζητήσουν επιχορηγήσεις από το εξωτερικό.
Εάν οι οργανώσεις αυτές, τώρα, αρνηθούν να εγγραφούν ως «ξένοι πράκτορες» και να υποβάλουν ετήσια οικονομική δήλωση (η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αποσκοπεί και στον έλεγχο του περιεχομένου της δραστηριότητάς τους), τότε κινδυνεύουν με μεγάλα πρόστιμα και τελικά με δέσμευση των λογαριασμών και των περιουσιακών τους στοιχείων, που οδηγεί στην πλήρη τους εκκαθάριση.
Ορισμένα άρθρα του νόμου είναι μάλιστα ακόμη πιο αυστηρά. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να κινήσει, αυτεπάγγελτα ή μετά από ανώνυμη καταγγελία, έρευνα κατά οποιασδήποτε οργάνωσης που, κατά τη γνώμη του, η χρηματοδότησή της από «ξένη» πηγή να ξεπερνάει το 20%. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, το Υπουργείο μπορεί να ζητήσει όλα τα είδη πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών και εμπιστευτικών πληροφοριών, από οποιοδήποτε πρόσωπο, ένωση ή οργανισμό. Με την ισχυρή κυβερνητική προπαγάνδα να εκβιάζει ήδη καθημερινά τους ανθρώπους, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί χρειάζονται τις προσωπικές πληροφορίες των ανθρώπων. Τα τελευταία δύο χρόνια, όλοι όσοι άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση, όσοι αγωνίστηκαν ενάντια σε επιζήμια οικονομικά έργα ή καταστροφικά έργα υποδομής, όσοι καταδίκασαν την καταστολή στον πολιτιστικό τομέα ή έθεσαν ζητήματα κοινωνικής ανισότητας, όλοι τους ήδη ανακηρύχτηκαν «ξένοι πράκτορες» από την κυβερνητική προπαγάνδα. Τώρα, αυτή η καταστολή θεσμοθετείται κιόλας.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι σε λαϊκές κινητοποιήσεις συχνά η χρηματοδότησή τους προέρχεται μόνο από δωρεές, κυρίως από μετανάστες: όμως αυτό μπορεί ήδη να θεωρηθεί «ξένη» χρηματοδότηση, καθώς πολλοί γεωργιανοί μετανάστες είναι ήδη πολίτες άλλων χωρών. Με αυτό, η κυβέρνηση μπλοκάρει τη μόνη πηγή χρηματοδότησης που δεν εξαρτάται από δωρητές. Για παράδειγμα, πάρτε το κίνημα για τη σωτηρία της κοιλάδας Ριόνι (Saving The Rioni Valley), ένα τοπικό κίνημα που στηρίζεται οικονομικά μόνο από δωρεές ανθρώπων, κυρίως μετανάστες: αυτό άλλωστε το κίνημα είναι που η κυβέρνηση επικαλείται συνήθως ως δικαιολογία για την ψήφιση του νόμου της.
Ντάρια: Ο νόμος αυτός συχνά συγκρίνεται με τη ρωσική νομοθεσία για τους «ξένους πράκτορες» και χαρακτηρίζεται ακόμη και ως «φιλορωσικός». Ισχύει πράγματι αυτό; Πώς συμβιβάζεται αυτή η κατηγορία με την δέσμευση της κυβέρνησης στην πορεία της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης;
Αλεξάνδρα: Η θέσπιση αυτού του νόμου συμπίπτει με τη νέα γεωπολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από την έναρξη του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και τη συντηρητική στροφή της γεωργιανής κυβέρνησης. Προηγουμένως, η κυβέρνηση ακολουθούσε μια φιλοδυτική πορεία εφαρμόζοντας μια φιλελεύθερη ατζέντα τα τελευταία 12 χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια αυτή κυβέρνηση είναι τεχνοκρατική, έχει η ίδια αναπτυχθεί μέσα από τη φιλελεύθερη τάξη των ΜΚΟ. Ο χαρακτηρισμός του νόμου ως «ρωσικού» σχετίζεται κυρίως με το αυταρχικό περιεχόμενο του νόμου. Αλλά πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η σύνδεση με τη Ρωσία αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα εξέχον θέμα στην πολιτική ατζέντα και στην ατζέντα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης της Γεωργίας, με τις διάφορες παρατάξεις να κατηγορούν η μία την άλλη ότι είναι φιλορωσικές. Δεδομένου ότι μερικά εδάφη μας είναι κατεχόμενα, το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Η μετασοβιετική Γεωργία, η οποία βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό υπό τη διακυβέρνηση νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων με γνώμονα την οικονομία, είναι μια χώρα όπου οι πολιτικές συζητήσεις και αποκλίσεις σπάνια περιστρέφονται γύρω από θέματα ανάπτυξης, αλλά μάλλον επικεντρώνονται στην ένταξη σε γεωπολιτικούς πόλους. Στο πλαίσιο αυτής της διπολικής γεωπολιτικής ατζέντας -Ρωσία εναντίον Δύσης- και της απειλής ότι η Γεωργία θα χάσει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ, που έλαβε μόλις πριν από λίγους μήνες, οι άνθρωποι στο δρόμο τείνουν να δουν το νέο νόμο ως ένδειξη ότι η Γεωργία απομακρύνεται από την ΕΕ και πλησιάζει περισσότερο στη Ρωσία. Αυτό γίνεται έτσι ζήτημα υπαρξιακής σημασίας, καθώς η ανεξαρτησία είναι ίσως το μόνο ζήτημα για το οποίο υπάρχει πλήρης κοινωνική συναίνεση σε αυτό το μετασοβιετικά επιβαρυμένο κράτος.
Στην πραγματικότητα όμως η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη. Η κυβέρνηση επιδιώκει στην πραγματικότητα μια προσέγγιση με την Τουρκία, την Κίνα και το Αζερμπαϊτζάν, με τη Γεωργία να είναι δυνητικά στο μέλλον κυρίως ένας διάδρομος εμπορίου και διαμετακόμισης μεταξύ αυτών των χωρών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικά έργα υποδομής και ενέργειας αποτελούν μέρος αυτού του σχεδίου και ο εν λόγω νόμος στοχεύει ρητά τις ομάδες και ανθρώπους που «εμποδίζουν ενεργειακά έργα», όπως είναι οι τοπικοί ακτιβιστές που αντιτίθενται στην κατασκευή υδροηλεκτρικών σταθμών. Μια στενότερη πολιτική ολοκλήρωση με τις χώρες αυτές υποτίθεται ότι θα βοηθούσε στην υλοποίηση αυτών των οικονομικών συμφωνιών. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Ερντογάν, ο πρωθυπουργός της Γεωργίας δήλωσε ότι η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν αποτελούν υποδειγματικές μορφές «κυρίαρχης διακυβέρνησης». Δεδομένων των κατασταλτικών πολιτικών της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών στην Ανατολία και της καταστολής των κινημάτων εναντίον τους, ο νέος νόμος στοχεύει, μεταξύ άλλων, στο να φιμώσει όσους αντιτίθενται, στη Γεωργία, σε αυτά τα οικονομικά σχέδια.
Ταυτόχρονα με την υιοθέτηση αυτού του νόμου, υπήρξαν και άλλες σημαντικές νομοθετικές ενέργειες που έγιναν από το κυβερνόν κόμμα. Αυτές περιλαμβάνουν την υιοθέτηση ενός νόμου για τις υπεράκτιες δραστηριότητες (offshore), ορισμένες τροποποιήσεις στη νομοθεσία για τις διαδοχικές συντάξεις, καθώς και την υπογραφή ενεργειακών και οικονομικών μνημονίων με την Τουρκία και την Κίνα.
Για όσους από εμάς ασκούμε κριτική στις αναπτυξιακές πολιτικές της Γεωργίας εδώ και χρόνια, η πορεία που παίρνει τώρα η Γεωργία είναι πολύ σαφής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η τροχιά δεν συνεπάγεται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία ή στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, αλλά κυρίως δείχνει να επεκτείνεται ο βαθμός, η ένταση και τα πεδία για τη νεοαποικιακή λεηλασία της Γεωργίας, την εξόρυξη των φυσικών της πόρων, καθώς και την εκμετάλλευση του λαού της.
Ντάρια: Ποια είναι η ανάλυσή σας για την κοινωνική και πολιτική σύνθεση των διαδηλώσεων;
Αλεξάνδρα: Μιλάμε για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση στην πρόσφατη ιστορία της Γεωργίας (περίπου 100.000 ή περισσότερα άτομα στους δρόμους μόνο στην Τιφλίδα), με τη συμμετοχή φοιτητών, επαγγελματιών, νεοσύστατων συνδικάτων στον καλλιτεχνικό τομέα, εκπαιδευτικών και άλλων. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι αυτή η διαμαρτυρία είναι κυρίως αστική, καθώς λαμβάνει χώρα στην Τιφλίδα και σε άλλες πόλεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαμαρτυρίες αφορούν κυρίως την μεσαία τάξη των πόλεων, αλλά μπορεί μάλλον να εξηγηθεί από τη σημαντική εσωτερική μετανάστευση στο εσωτερικό της χώρας. Τα χωριά και οι μικρές πόλεις, ως επί το πλείστον, αδειάζουν, με τους εναπομείναντες κατοίκους τους να απασχολούνται κατά κύριο λόγο στη δημόσια διοίκηση και με τα μέσα διαβίωσής τους να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πράγματι ο νόμος αυτός επιδιώκει απλώς περισσότερη διαφάνεια, ενώ επίσης συχνά προστίθενται και δύο βαθύτερες ιδέες που καλλιεργεί η προπαγάνδα. Η πρώτη είναι ότι ο νόμος αποσκοπεί στο να αποτρέψει τις δυτικές δυνάμεις από το να μας σύρουν σε πόλεμο με τη Ρωσία, με την κυβέρνηση να είναι ο εγγυητής της ειρήνης. Η δεύτερη είναι ότι το κύριο πρόβλημα της Γεωργίας δεν είναι η κοινωνική κρίση σήμερα, αλλά κυρίως τα πολιτισμικά «ευαίσθητα» θέματα, όπως η «προπαγάνδα των ΛΟΑΤΚΙ» και άλλα ζητήματα. Και για τα δύο αυτά, όπως το παρουσιάζει η κυβέρνηση, την ευθύνη την φέρουν οι ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από τη Δύση. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, πριν από την τωρινή της συντηρητική στροφή, η ίδια αυτή κυβέρνηση είχε ισχυρή συνεργασία με τις ΜΚΟ, θέσπιζε φιλελεύθερες νομοθεσίες και στιγμάτιζε ως καθυστερημένους όσους αντιτίθενταν σε αυτές. Ωστόσο, τώρα έχει αρχίσει να σπέρνει έναν διχασμό στο εσωτερικό του λαού, καθώς κατασκευάζει την εικόνα ενός εσωτερικού εχθρού, υιοθετώντας μια ανοιχτά αυταρχική και κατασταλτική στάση. Αυτό περιλαμβάνει δυσφημιστικά μηνύματα στα σπίτια των ανθρώπων, αφίσες, σωματικές επιθέσεις, τραυματισμούς, την κινητοποίηση βίαιων ομάδων, αμφίβολες ποινικές διώξεις εναντίον απλών συμμετεχόντων σε διαδηλώσεις και πολλά άλλα. Με το νόμο να έχει ως κύριο στόχο να εμποδίσει κάθε δυνατότητα συλλογικής ενεργοποίησης και αλληλεγγύης, μια εικόνα για τις διαμαρτυρίες ότι θα ήταν αποκλειστικά μεσοαστικές, αγνοώντας το πλήθος των παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα ήταν άδικη και λαθεμένη.
Ντάρια: Ποια αιτήματα προβάλλουν οι διαδηλωτές πέρα από την απόσυρση του νόμου (αν υπάρχουν); Ποια είναι η στρατηγική τους τώρα που ο νόμος έχει υιοθετηθεί;
Αλεξάνδρα: Ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την προηγούμενη κυβέρνηση, προσπάθησαν να μετατοπίσουν το επίκεντρο προς μια καθεστωτική αλλαγή, για την πλειοψηφία των διαδηλωτών το πρωταρχικό αίτημα παρέμεινε η κατάργηση του νόμου. Παρά την ευρεία κινητοποίηση, ο νόμος ωστόσο πέρασε. Αυτή η περιφρόνηση των μαζικών διαδηλώσεων καθιστά την ειρηνική οργάνωση για οποιοδήποτε ζήτημα όλο και πιο δύσκολη στο μέλλον.
Ορισμένοι άνθρωποι εναποθέτουν τώρα τις ελπίδες τους στις εκλογές του Οκτωβρίου 2024. Ωστόσο, δεδομένου ότι όλη η σημερινή πολιτική τάξη στερείται κάθε συμπάθειας από το λαό και ότι για πολλούς από εμάς δεν υπάρχουν πρακτικά βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, η κατάσταση μοιάζει τραγική.
Ντάρια: Ποια είναι η προοπτική της γεωργιανής αριστεράς στα γεγονότα αυτά; Συμμετέχει στο κίνημα; Υπάρχουν συζητήσεις, ή ίσως και διαφωνίες, εντός της αριστεράς για τη στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί σε σχέση με τις διαμαρτυρίες;
Αλεξάνδρα: Η αριστερά στη Γεωργία είναι μικρή, κατακερματισμένη και χωρίς συγκλίσεις, γεγονός που εμποδίζει την ικανότητά της να παρουσιάσει μια ενιαία θέση ή ένα μέτωπο με συνεκτική ατζέντα μέσα στις διαμαρτυρίες. Διάφορα μεμονωμένα κινήματα, εργαζόμενοι, αριστεροί και συνδικαλιστές συμμετείχαν στις διαδηλώσεις. Ταυτόχρονα, ορισμένα τμήματα της αριστεράς ή της πρώην αριστεράς φαίνεται να ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τη συντηρητική αφήγηση του κράτους και να επικροτούν τις ενέργειες της κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γεωργία διαθέτει μόνο ένα ανεξάρτητο αριστερό διαδικτυακό μέσο ενημέρωσης με σχετικά μικρή κάλυψη. Ομοίως, οι αριστερές ομάδες που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις δεν είχαν καμία δύναμη για να επηρεάσουν την αφήγηση της διαμαρτυρίας. Αλλά οι αριστεροί που, τα τελευταία χρόνια, έχουν εμπλακεί ενεργά σε φυσικές συγκρούσεις με την αστυνομία, έχουν υπερασπιστεί το περιβάλλον, έχουν συμμετάσχει σε μαζικές απεργίες, έχουν αγωνιστεί κατά των εξώσεων ή έχουν αγωνιστεί για προοδευτικές κοινωνικές πρωτοβουλίες, βλέπουν το νόμο ως θεσμοθέτηση της βίας. Παρά τη στενότητα του κυρίαρχου αφηγήματος που επικεντρώνεται αποκλειστικά στο σύνθημα «όχι στον ρωσικό νόμο», επέμειναν στην ανάγκη για παρουσία τους στους δρόμους.
Ντάρια: Ορισμένοι στην αριστερά υποστηρίζουν ότι οι διαμαρτυρίες καθοδηγούνται και κυριαρχούνται από φιλελεύθερες ΜΚΟ που είναι υπεύθυνες για την προώθηση των πολιτικών λιτότητας και ότι η εργατική τάξη δεν έχει μεγάλο συμφέρον να συμμετάσχει σε αυτές. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη της κατάστασης; Πώς αξιολογείτε το προοδευτικό πολιτικό δυναμικό των διαδηλώσεων;
Αλεξάνδρα:Ναι, ορισμένοι αριστεροί στον διεθνή τύπο ευθυγραμμίστηκαν με τη ρητορική της κυβέρνησης και προσπάθησαν την κρίση, τόσο την οικονομική όσο και τη δημοκρατική κρίση στη χώρα, που οδήγησαν σε αυτή τη διαμαρτυρία, να την αναγάγουν σε απλώς πρόβλημα των φιλελεύθερων ΜΚΟ, αποτυγχάνοντας έτσι να κατανοήσουν το πλαίσιο και να προσφέρουν μια πραγματικά κριτική προοπτική. Όμως, την κύρια ευθύνη για την εδραίωση των πολιτικών λιτότητας και την προώθηση μιας όλο και πιο άγριας νεοφιλελεύθερης οικονομίας στη Γεωργία την έχει η ίδια η γεωργιανή κυβέρνηση. Όχι μόνο αναπαρήγε αλλά και ενίσχυσε αυτή την ελευθεριακή οικονομική προσέγγιση της προηγούμενης κυβέρνησης. Η πλειονότητα των ΜΚΟ με επιρροή στη Γεωργία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υποστήριξε αυτές τις οικονομικές πολιτικές, έστω και αν υπήρξαν και μερικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν ενεργά στην υποστήριξη απεργιών, οικολογικών και περιβαλλοντικών διαμαρτυριών, κριτικών επιστημόνων και συνέβαλαν στην ανάδυση μιας αριστερής διανοητικής παράδοσης. Είναι προφανές ότι όλη αυτή η ρητορική περί «ΜΚΟ με επιρροή» επιδιώκει να φιμώσει ειδικά αυτές τις αντίθετες φωνές, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, των κινημάτων κατά των εξορύξεων και της εκμετάλλευσης, των οικολογικών μεταναστών, των κατοίκων που αντιμετωπίζουν έξωση και άλλων.
Ντάρια: Για να συνεχίσουμε το προηγούμενο ερώτημα: τι σημαίνει η υιοθέτηση αυτού του νόμου για τους προοδευτικούς, και -ακόμη πιο συγκεκριμένα- για τους αγώνες της εργατικής τάξης στη Γεωργία;
Αλεξάνδρα:Η Γεωργία δεν έχει ισχυρή εργατική τάξη. Η οικονομία της, εκτός από μερικές βιομηχανικές πόλεις, βασίζεται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Η ανεργία εξακολουθεί να είναι υψηλή και ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών μας εργάζεται στο εξωτερικό, νόμιμα ή παράνομα. Οι απεργίες σπάνια φτάνουν σε σημαντικές νίκες για τους εργαζόμενους. Τα τελευταία χρόνια, οι προοδευτικοί αγώνες είναι πιο επιτυχημένοι σε μάχες για τη διατήρηση του περιβάλλοντος, ενάντια στα μεγάλα υδροηλεκτρικά εργοστάσια και την ιδιωτικοποίηση των δασών. Το γεγονός ότι αυτά τα κινήματα κατάφεραν να οργανωθούν καλύτερα απ’ότι οι εργαζόμενοι είναι επίσης ένα διαρθρωτικό γεγονός και σχετίζεται με τα καθεστώτα οικονομικής συσσώρευσης που κυριαρχούν στη Γεωργία. Κατά την προηγούμενη δεκαετία, η συσσώρευση βασίστηκε κυρίως στις ιδιωτικοποιήσεις και στην απορρύθμιση, οι οποίες αποδυνάμωσαν πλήρως τους εργαζόμενους. Σήμερα, ο τρόπος συσσώρευσης έχει μετατοπιστεί σε λογικές απαλλοτρίωσης, ωθώντας την εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, όπως το νερό, τα δάση και τα εδάφη, στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Βλέποντας να πλήττεται το ίδιο το περιβάλλον διαβίωσής τους, οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντισταθούν.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να καταστείλει οργανώσεις και κινήματα που ασχολούνται με κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, καθώς και την αλληλεγγύη που δημιουργείται μεταξύ τους. Αντλώντας από την εμπειρία μου από τη συμμετοχή μου στους τοπικούς αγώνες τα τελευταία χρόνια, πιστεύω ότι σήμερα η προοδευτική αριστερά στη Γεωργία παλεύει κυρίως με οικονομικά σχέδια και σχέδια υποδομής, που είναι ιδιαίτερα αντιδημοκρατικά, ενάντια στην επικυριαρχία των ανθρώπων. Με αυτή την έννοια, ο νόμος αυτός σημαίνει όχι μόνο καταστολή κατά των ΜΚΟ, αλλά και κατά των τοπικών πληθυσμών και των εργαζομένων που συμμαχούν μαζί τους, κατά των επιστημόνων που προσφέρουν την τεχνογνωσία τους σε αυτές τις διαδικασίες, καθώς και την προσπάθεια να διαλυθεί η ενότητά τους, πλήττοντας ζωτικά όλες αυτές τις διασυνδέσεις.
Συζήτηση με την Mariam Shengelia
Ντάρια: Η ιστορική μοίρα της Γεωργίας έχει συχνά συγκριθεί με τη μοίρα της Ουκρανίας: στη δεκαετία του 2000, και οι δύο χώρες βίωσαν «έγχρωμες επαναστάσεις». Ακόμη και πριν από την Ουκρανία, η Γεωργία, ήδη το 2008, αντιμετώπισε πόλεμο με τη Ρωσία, η οποία υποστήριξε και αναγνώρισε την αυτοανακηρυχθείσα Δημοκρατία της Αμπχαζίας. Παρόμοιες συγκρίσεις γίνονται και τώρα ανάμεσα στις σημερινές διαδηλώσεις στη Γεωργία και το ουκρανικό Μαϊντάν: διαδηλώσεις υπέρ της ΕΕ με επικεφαλής μια φιλελεύθερη-εθνικιστική συμμαχία εναντίον μιας υποτιθέμενης φιλορωσικής κυβέρνησης. Πόσο ακριβείς θα λέγατε ότι είναι αυτοί οι παραλληλισμοί; Βοηθούν ή βλάπτουν την κατανόηση των γεγονότων στη Γεωργία;
Μαριάμ: Η γεωργιανή κοινωνία πρέπει, ασφαλώς, να εξεταστεί μέσα στο συγκεκριμένο καυκασιανό ιστορικό πλαίσιο και γεωγραφία, τα πολιτιστικά και γλωσσικά ζητήματα. Ωστόσο, θα μπορούσαν να γίνουν και πολλοί παραλληλισμοί μεταξύ των γεωπολιτικών και οικονομικών καταστάσεων στις μετασοβιετικές Ουκρανία και Γεωργία. Πρώτον, για αιώνες η Γεωργία και η Ουκρανία μοιράζονται τον ίδιο ρωσικό αυτοκρατορικό ζυγό: πρώτα τον τσαρικό, μετά τον σοβιετικό και σήμερα τον πουτινικό. Μετά τις «έγχρωμες επαναστάσεις», που υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ, και οι δύο χώρες υπέστησαν μια νέα μορφή κυριαρχίας, αυτή της ήπιας εξουσίας της ευρωατλαντικής νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Παρόλο που το Μαϊντάν και οι σημερινές διαμαρτυρίες στη Γεωργία δεν μπορούν να αναχθούν στα χειριστικά παιχνίδια μεταξύ εδαφικού ρωσικού ιμπεριαλισμού και δυτικής νεοαποικιακής ηγεμονίας, πρέπει επίσης να κατανοήσει κανείς και τα υποκείμενα γεωπολιτικά συμφέροντα που διακυβεύονται.
Στη Γεωργία και την Ουκρανία, οι «επαναστατικές» κυβερνήσεις του Σαακασβίλι και του Γιουστσένκο εισήγαγαν καθεστώτα υποτελή στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, που διέπεται από νεοφιλελεύθερες αρχές. Ωστόσο, η φιλορωσική στροφή σε κρατικό επίπεδο σημειώθηκε στην Ουκρανία από τη διακυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ενώ τότε, στη Γεωργία, βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη η νεοφιλελεύθερη και αστυνομική τάξη του Σαακασβίλι, με ένα καταπιεστικό και αιματηρό καθεστώς χωρίς αντίπαλο. Το σημερινό κίνημα διαμαρτυρίας στη Γεωργία θυμίζει το Μαϊντάν με την έννοια ότι αντιτίθεται στην υποταγή στο ρωσικό αυτοκρατορικό καθεστώς, αλλά πηγάζει πιο άμεσα από το δικό του τοπικό ρίζωμα, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό, με πιο άμεσα ριζοσπαστική έκφραση της δυσαρέσκειας, του θυμού και της δυσπιστίας της νεολαίας και των εξεγερμένων μαζών απέναντι στους ίδιους τους αυταρχικούς κρατικούς θεσμούς.
Αυτές οι εξεγέρσεις, όπου επιδεικνύονται εθνικές και ευρωπαϊκές σημαίες, όπως στο Μαϊντάν, περιλαμβάνουν επίσης και παραδοσιακούς εθνογραφικούς χορούς και τραγούδια σε δημόσιους χώρους, εκφράζοντας μια ευρύτερη αίσθηση ιστορικής καταπίεσης από αποικιοκρατικές εξωτερικές δυνάμεις. Πρόκειται για μια μορφή μνήμης, ιδίως της συλλογικής ιστορίας της υποταγής στον Τσαρισμό, της προσάρτησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γεωργίας από τον σοβιετικό στρατό το 1921 και, τέλος, της πρόσφατης ιστορίας των ταραχωδών αγώνων για ανεξαρτησία από την ΕΣΣΔ και των παράλογων πολέμων, όπου η Ρωσία, όπως το έκανε και στην Ουκρανία, παρουσιάζεται ως «σωτήρας των καταπιεσμένων εθνικών μειονοτήτων». Έτσι, η αναγνώριση της αυτοανακηρυχθείσας Δημοκρατίας της Αμπχαζίας το 2008 ολοκληρώνει απλώς τη στρατηγική που ξεκίνησε από την αρχή του πολέμου της Αμπχαζίας (1991 – 1993), ακολουθώντας το παλιό σχήμα divide et impera (διαίρει και βασίλευε), για την εδραίωση της εδαφικής της επιρροής.
Σήμερα, εξακολουθούμε να προσπαθούμε να χωνέψουμε τα συλλογικά τραύματα του πολέμου (σφαγές Οσετών και Αμπχαζών, εθνοκάθαρση Γεωργιανών και αναγκαστικές εκτοπίσεις, διάλυση σχέσεων μεταξύ εθνοτήτων και ακόμα και οικογενειών) την ίδια στιγμή που προσπαθούμε να προχωρήσουμε μπροστά, πέρα από το ίδιο δολοφονικό καθεστώς.
Ντάρια: Η Ουκρανία και η Γεωργία είναι και οι δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που βρίσκονται στο σταυροδρόμι αντίθετων γεωπολιτικών συμφερόντων. Και την ίδια ώρα που ο σκληρός πυρήνας της ρωσικής εξουσίας αντιπροσωπεύει μια διαρκή απειλή ένοπλης σύγκρουσης και βύθισμα προς στον αυταρχισμό, η επιρροή της δυτικής ήπιας εξουσίας επιταχύνει την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους και ασκεί νέες πιέσεις στις μεταναστευτικές πολιτικές. Πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τα αιτήματα για ένταξη στην ΕΕ, τα οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται από αυτά τα κινήματα διαμαρτυρίας, σε αυτό το πλαίσιο;
Μαριάμ: Το αίτημα για ένταξη στην ΕΕ πρέπει πράγματι να κατανοηθεί στο πλαίσιο της κατανομής ισχύος μεταξύ πολυπολικών στρατοπέδων. Για ένα μέρος του γεωργιανού πληθυσμού, η ένταξη στην ΕΕ φαίνεται να είναι μια θαυματουργή λύση για την υπεράσπιση των εδαφών και της ακεραιότητάς μας. Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, ιδίως οι εξόριστοι και οι μετανάστες, που έχουν βιώσει πολλές παράνομες και ρατσιστικές διαδικασίες από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, γνωρίζει ότι αυτές οι ελπίδες είναι απατηλές.
Στην πραγματικότητα, το ευρωατλαντικό στρατόπεδο δύσκολα μοιάζει πρόθυμο να υλοποιήσει την υπόσχεσή του και να ενσωματώσει μια περιφερειακή χώρα, που δεν συνορεύει καν με την Ευρώπη-φρούριο, αν και θέλει να εντάξει τη Γεωργία στη ζώνη επιρροής του. Ωστόσο, η ΕΕ καταφέρνει να διατηρήσει αυτή την ψευδαίσθηση, χάρη στη στρατηγική χορήγηση καθεστώτος «υποψήφιας προς ένταξη χώρας» (τον Νοέμβριο του 2023), υπό την πίεση των διαδηλώσεων στη Γεωργία, μετά την αρχική άρνηση της Επιτροπής. Αντί να γίνουμε πλήρες μέλος, η ΕΕ θα προτιμήσει να μας δώσει το καθεστώς του παρατηρητή και του στρατιωτικού βοηθητικού προσωπικού της Frontex. Πρόκειται για τις πολιτικές εξωτερίκευσης, πέρα από τα σύνορα, δηλαδή για τη στρατηγική της ΕΕ που υποστηρίζει μέτρα ελέγχου, απώθησης, κράτησης και καταστολής των προσφυγικών πληθυσμών, χάρη σε υπέρογκους στρατιωτικούς-αστυνομικούς μηχανισμούς που αναπτύσσονται σε τρίτα κράτη (όπως οι βαλκανικές χώρες, η Τουρκία, η Τυνησία, το Μαρόκο κ.λπ.).
Ντάρια: Πώς κινείται η αριστερά σε αυτό το πλαίσιο και ποιες στρατηγικές μπορεί να αναπτύξει προκειμένου να ωθήσει προοδευτικές ταξικές πολιτικές;
Μαριάμ: Απέναντι στις επιπτώσεις της οικονομικής κατάρρευσης που προκάλεσε η διάλυση της ΕΣΣΔ, τα χρόνια των καταστροφικών πολέμων και των άπληστων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μια χούφτα αριστερών συλλογικοτήτων να ηγηθούν ενός επιθετικού αγώνα που να πάει πέρα από στρατηγικές συλλογικής επιβίωσης.
Σε αντίθεση με τη Γεωργία, στην Ουκρανία, η μη θεσμική αριστερά είναι πολύ πιο ετερογενής, με ισχυρή παρουσία αντιεξουσιαστικών και αναρχικών ομάδων. Ωστόσο, στο πλαίσιο της πόλωσης των ιμπεριαλιστικών μπλοκ, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γεωργία, υπάρχει μια έλλειψη κατανόησης των νεοαποικιακών, ρατσιστικών και φασιστικών ζητημάτων που πηγάζουν από τις ευρωατλαντικές δυνάμεις. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό, σε σχέση με την εμπειρία του μετωπικού και ένοπλου ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Μπροστά στις επιθέσεις της αχαλίνωτης ιδιωτικοποίησης, οι τοπικές και αγροτικές λαϊκές κινητοποιήσεις γίνονται πιο αποτελεσματικοί φορείς αντίστασης, απέναντι τόσο στην τοπική όσο και στην εξωτερική καταπίεση, απ’ό,τι ορισμένες πιο «γνήσια» αριστερές συλλογικότητες. Κινήματα όπως αυτά στην κοιλάδα Ριόνι, καθώς και πολλές άλλες κινητοποιήσεις σε περιοχές της περιφέρειας και σε χωριά, όπως Τσιαντούρα και Μπάλντα, υπερασπίζονται τους χώρους, τους φυσικούς πόρους και τις συνθήκες διαβίωσης, αντιδρώντας στις πολιτικές της ληστρικής εκμετάλλευσης και των εξορύξεων. Η αυτοκρατορική κυριαρχία τρίτων δυνάμεων, είτε πρόκειται για τη Ρωσία, την Τουρκία ή τη Δύση, αναδιαμορφώνεται όλο και περισσότερο σε μια εξορυκτική οικονομική ηγεμονία, που ωφελεί τις ξένες και τις ντόπιες οικονομικές ελίτ. Το νέο τους νομοθετικό εργαλείο, ο νόμος για τις Υπεράκτιες Συναλλαγές (offshore), απλώς θα επιταχύνει την οικολογική, οικονομική και πολιτιστική καταστροφή. Αυτό που ανέδειξαν τα κινήματα αυτά με τις δυναμικές τους δράσεις, και αυτό που τα αριστερά κινήματα συχνά αποτυγχάνουν να κάνουν παγκοσμίως (με εξαίρεση τους Ζαπατίστας και τους Κούρδους), είναι να υιοθετήσουν μια ευρύτερη κοσμοθεωρία και ένα πολιτικό όραμα που να ενσωματώνει τα πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινοτικά ζητήματα ταυτότητας μέσα στις σφαίρες της πολιτικής, της οικονομίας και της οικολογίας, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τις ηθικές και πολιτικές αρχές της αυτοοργάνωσης.
Αν οι σημερινές διαμαρτυρίες αποσταθεροποιούν τη σημερινή τάξη πραγμάτων, με μαζικές καταλήψεις δημόσιων χώρων, αυτή η έκρηξη πρέπει να τροφοδοτείται από πρακτικές αυτοοργάνωσης και καθημερινής πολιτικής οργάνωσης που να ριζώνουν στο χρόνο. Για να μπορέσει το κίνημα να αρθρώσει αυτό που θέλει ο λαός, πέρα από την απόρριψη των σημερινών πολιτικών, είναι ζωτικής σημασίας να βρεθούν τρόποι να δημιουργηθούν ισχυροί δεσμοί αλληλεγγύης και πολιτικές συμμαχίες μεταξύ των διαδηλωτών στις αστικές περιοχές, των κινητοποιήσεων στην περιφέρεια, των υπερχρεωμένων λαϊκών τάξεων, των μεταναστών εργατών, των queer κοινοτήτων.
Ντάρια: Πώς αξιολογείτε τις αντιδράσεις της διεθνούς αριστεράς στις διαδηλώσεις στη Γεωργία; Πώς μπορεί να οικοδομηθεί η διεθνής αλληλεγγύη σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι εξεγέρσεις στην περιφέρεια συχνά χαρακτηρίζονται από αντιφατικές κοινωνικές δυναμικές και όπου οι ταξικές συγκρούσεις τείνουν να μεταμφιέζονται πίσω από γεωπολιτικούς αγώνες;
Μαριάμ: Με εξαίρεση ορισμένες διεθνιστικές συλλογικότητες, η άκρα αριστερά, ιδίως στη Δυτική Ευρώπη, αγωνίζεται να αναπτύξει θέσεις αντιιμπεριαλιστικής αλληλεγγύης που να μην αναπαράγουν τον διχαστικό δυισμό του καμπισμού. Αυτή η αδύναμη παρουσία ενός ριζοσπαστικού αντιιμπεριαλισμού συνδέεται, φυσικά, με τη δυτική αποικιοκρατική κληρονομιά, καθώς και με την αυξανόμενη επιρροή της ακροδεξιάς και των νεοφασιστικών δυνάμεων στην ΕΕ, οι οποίες εντείνουν τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές και την αστυνομική βία, ιδιαίτερα εναντίον των «έγχρωμων» ατόμων.
Το ζήτημα δεν είναι τόσο η έλλειψη κατανόησης όσο μια ιδεολογική θέση που ασκεί κριτική στη δυτική αποικιοκρατία, παραβλέποντας ταυτόχρονα την ιστορία και τις τρέχουσες εμπειρίες άλλων μορφών περιφερειακού ιμπεριαλισμού και εδαφικής αποικιοκρατίας. Αυτή η θέση είναι εγγενώς ευρωκεντρική και διαιωνίζει την αντίληψη ότι μόνο η Δύση είναι πραγματικός φορέας κατανομής της εξουσίας.
Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε και άλλα κινήματα, όπως για τα σύνορα (no-border), τις αυτοοργανωμένες αλληλέγγυες και αντιρατσιστικές ομάδες, καθώς και κινήματα καταλήψεων στέγης, τα οποία δημιουργούν δυναμικές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας με πρόσφυγες, ως παραδείγματα χώρων που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη στειρότητα των ιδεολογικών στάσεων που διατυπώνονται από τη σκοπιά του κέντρου.
Πάνω απ’ όλα, η ελπίδα βρίσκεται στην οικοδόμηση συμμαχιών και συγκλίσεων μεταξύ καταπιεσμένων λαών και πολιτισμών σε όλες τις περιφερειακές περιοχές, από τον Καύκασο μέχρι την Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Μια τέτοια αλληλεγγύη είναι προφανής στις συμμαχίες μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και στις δράσεις αλληλεγγύης με την Παλαιστίνη, καθώς και στην παρουσία Αρμενίων και Αζερμπαϊτζανών στις διαδηλώσεις της Τιφλίδας. Ορισμένες διεθνιστικές συλλογικότητες στην Ευρώπη ενισχύουν τους χώρους όπου μοιράζονται εμπειρίες λαϊκών εξεγέρσεων και αντίστασης από τη Συρία, το Κουρδιστάν ή το Μεξικό.
Αλλά όταν αντιμετωπίζουμε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι οποίες είναι σαν μια Λερναία Ύδρα με χίλια κεφάλια, πρέπει να δεσμευτούμε σε μια συνεκτική και διαρκή δράση. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι ο λαός των Μαπούτσε και οι φύλακες της κοιλάδας Ριόνι αγωνίζονται ενάντια στις ίδιες πολιτικές υφαρπαγής των φυσικών πόρων, ότι είναι η ίδια νορβηγική εταιρεία, η Clean Energy Group, που εμπλέκεται στα μεγάλα έργα υδροηλεκτρικής υποδομής τόσο στη Γεωργία όσο και στη Χιλή. Ότι επομένως, η καπιταλιστική εξουσία, που ευθύνεται για την εξαθλίωση και τη στέρηση της γης, τη νεοαποικιοκρατία και τον εξορυκτισμό, είναι ο κοινός εχθρός ενάντια στον οποίο αγωνιζόμαστε. Μια τέτοια κατανόηση αποτελεί τη βάση για την οικοδόμηση της αλληλεγγύης.
Μετάφραση: ΤΠΤ – «4»
Περιοδικό Τέσσερα – ΤΠΤ, 23 Αυγούστου 2023, https://tpt4.org/2024/08/23/%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7-%cf%81%ce%af%ce%b6%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%ce%b1%ce%b6%ce%b9%ce%ba%cf%8e%ce%bd-%ce%ba%ce%b9%ce%bd%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%cf%83%ce%b5%cf%89/
«Дарʼя Сабурова, Александра Арошвілі, Маріам Шенгелія, Місцеві громади та робітничі рухи під загрозою у Сакартвело: інтерв’ю з лівими активістками», Спільне/Commons, 6 Αυγούστου 2024, https://commons.com.ua/uk/intervyu-z-gruzinskimi-aktivistkami/.
«Local Communities and Labor Movements Under Threat in Sakartvelo: Interview with Left Activists», Спільне/Commons, 6 Αυγούστου 2024, https://commons.com.ua/en/intervyu-z-gruzinskimi-aktivistkami/. Αναδημοσίευση: International Viewpoint, 9 Αυγούστου 2024, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8632. Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article71652.
 
  
  
  
  
  
  
 

 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 