Τετάρτη, 28 Αυγούστου 2024 11:24

Ουκρανική πολιτική οικονομία: Καθεστώτα ιδιοκτησίας και ταυτοτικές διασπάσεις

Απεργία ανθρακωρύχων του Ντονμπάς στο Κίεβο, 16 Απριλίου 1991. Φωτογραφία του Valery Solovyov

 

 

Denys Gorbach

 

Ουκρανική πολιτική οικονομία: Καθεστώτα ιδιοκτησίας και ταυτοτικές διασπάσεις

 

 

Σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου του, Η διάπλαση και η διάλυση της ουκρανικής εργατικής τάξης: Η καθημερινή πολιτική και η ηθική οικονομία σε μια μετασοβιετική πόλη[1], ο Denys Gorbach προσφέρει μια επισκόπηση του πολιτικοοικονομικού τοπίου της Ουκρανίας. Τοποθετεί τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων τριάντα ετών στο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Το πρώτο μέρος καλύπτει τη δεκαετία του 1990 και την προεδρία του Λεονίντ Κούτσμα∙ το δεύτερο μέρος αναλύει την πολιτικοοικονομική δυναμική της «ολιγαρχικής δημοκρατίας» από το 2004. Δημοσιεύσαμε τη συντομευμένη εκδοχή του κεφαλαίου.

 

 

Μέρος 1ο

 

Στις 24 Αυγούστου 1991, το Ανώτατο Συμβούλιο της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΣΣΔ) ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Το βήμα αυτό έγινε σε ένα κοινοβούλιο στο οποίο κυριαρχούσε η κομμουνιστική πλειοψηφία («η ομάδα των 239»), με την υποστήριξη της 126μελούς εθνικιστικής αντιπολίτευσης. Αφορμή στάθηκε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Σοβιετικού προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: ο ηγέτης της Ρωσικής ΣΣΔ Μπόρις Γέλτσιν είχε νικήσει τους πραξικοπηματίες και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης τέθηκε εκτός νόμου. Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη κατάργηση του κόμματος δεν σήμαινε ότι ο Λεονίντ Κράβτσουκ, ο κομμουνιστής επικεφαλής του ουκρανικού κοινοβουλίου, έχασε την επιρροή του: αντίθετα, ψηφίζοντας την πρωτοβουλία για την ανεξαρτησία κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία, με την άτυπη επιρροή του να αντισταθμίζει την έλλειψη θεσμικού μηχανισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά –μια ανισομερής συμμαχία δύο αντιτιθέμενων πολιτικών ομάδων που ένωσαν τις δυνάμεις τους υπό την πίεση εξωτερικών γεγονότων, καθοδηγούμενες από άτυπες διευθετήσεις– μπορούν να προεκτεθούν σε ολόκληρη την ιστορία του σχηματισμού του νέου έθνους-κράτους.

 

Η Δύση και οι υπόλοιποι

Στις προεδρικές εκλογές της 1ης Δεκεμβρίου 1991, ο Κράβτσουκ συγκέντρωσε το 61,59% των ψήφων, κερδίζοντας από την πρώτη ψηφοφορία. Ο πλησιέστερος ανταγωνιστής του, ο ηγέτης του εθνικιστικού κόμματος Ρουχ, ο Βιάτσεσλαβ Τσόρνοβιλ, έλαβε 23,37%. Οι ψηφοφόροι του συγκεντρώνονταν στις τρεις δυτικές περιφέρειες της Γαλικίας, οι οποίες ήταν οι μόνες που του έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία.

 

Ukraine 1

Ορκωμοσία του Λεονίντ Κράβτσουκ στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βερκόβνα Ράντα, 5 Δεκεμβρίου 1991

 

Ο διαχωρισμός μεταξύ των «δύο Ουκρανιών» καταγγέλθηκε από διανοούμενους που συμπαθούσαν το εθνικιστικό και δυτικότροπο στοιχείο και καταδίκαζαν τους ρωσόφωνους «κρεολούς» (Riabchuk 1992). Γι’ αυτούς, αυτή ήταν μία κατάλληλη γλώσσα με την οποία μπορούσαν να πλαισιώσουν τα διλήμματα της εθνικής ανάπτυξης χωρίς να χρησιμοποιούν την απαξιωμένη ταξική γλώσσα.

Ανήσυχη να αποφύγει μια εσωτερική σύγκρουση την εποχή που εθνικιστικοί πόλεμοι μάστιζαν άλλες μετασοβιετικές χώρες, η ηγεσία του νέου έθνους τήρησε μια εξαιρετικά προσεκτική στάση όσον αφορά κάθε είδους κοινωνικό μετασχηματισμό. Το φάντασμα της «κοινωνικής έκρηξης» εμπόδισε τις προσπάθειες για γρήγορη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας ή την επιβολή της σκληροπυρηνικής εθνικιστικής ατζέντας στον πληθυσμό. Οι νόμοι περί ιθαγένειας και γλώσσας ήταν αρκετά συμπεριληπτικοί προς τον ρωσόφωνο πληθυσμό, σε σύγκριση με τις σύγχρονες πολιτικές των κρατών της Βαλτικής, και η εθνοτική ταυτότητα υποβαθμίστηκε στις κρατικές πολιτικές. Η κοινωνική ειρήνη που επιτεύχθηκε με αυτόν τον τρόπο ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην παροιμιώδη κρατική αδυναμία στην Ουκρανία (D’Anieri 2007).

Η ετερογένεια ήταν επίσης ένα κατάλληλο επίθετο για τις ουκρανικές ελίτ. Η κυρίαρχη παράταξη, η πρώην νομενκλατούρα, αποτελούσε πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών δικτύων πατρωνίας, οργανωμένων με βάση την εδαφική κυριαρχία. Αυτές οι γεωγραφικά εδραιωμένες πυραμίδες πατρωνίας, γνωστές ως «φατρίες», ριζώνουν στις επενδύσεις της σοβιετικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης: τρία κύρια βιομηχανικά συμπλέγματα, το Χάρκοβο, το Ντόνετσκ και το Ντνιπροπετρόβσκ, ανταγωνίζονταν για τη διανομή πόρων από το κέντρο. Αυτός ο ανταγωνισμός θεσμοθέτησε ένα σύστημα άτυπης δίκαιης κατανομής διοικητικών θέσεων μεταξύ αυτών των ομάδων την περίοδο 1950-1990 (Minakov 2019). Στο τέλος αυτής της περιόδου, η ομάδα του Ντνιπροπετρόβσκ ήταν κυρίαρχη: το 1990, το 53% των ουκρανών κυβερνητικών αξιωματούχων προερχόταν από την πόλη αυτή (Zhuk 2010: 25).

Στη νέα εποχή, το τοπίο έγινε πιο περίπλοκο με την προσθήκη μιας νέας ελίτ με διαφορετική προέλευση: τους «εθνικοδημοκράτες», οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τη διανόηση του Κιέβου και της Δυτικής Ουκρανίας. Διαθέτοντας εκτεταμένο συμβολικό κεφάλαιο, διέθεταν ελάχιστους διοικητικούς ή οικονομικούς πόρους, γεγονός που τους καθιστούσε δομικά ασθενέστερους. Οι «εθνικοί δημοκράτες» απέκτησαν πρόσβαση στους εθνικοποιητικούς χώρους του νέου κράτους – το σχολικό σύστημα, τα πολιτιστικά ιδρύματα και άλλα πεδία όπου μπορούσαν να προωθήσουν την ατζέντα τους χωρίς να αποσταθεροποιήσουν υπερβολικά την κοινωνία (Wanner 1998). «Αποδέχτηκαν ότι η νομενκλατούρα θα κρατούσε τα ηνία της εξουσίας και τους μοχλούς της πολιτικής με αντάλλαγμα τη δέσμευση για την ανεξαρτησία της νέας δημοκρατίας» (De Menil 2000: 51).

 

Οικονομική ρήξη

Στα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, οι υποστηρικτές της ουκρανικής ανεξαρτησίας βασίστηκαν στις οικονομικές στατιστικές που έμοιαζαν να ενισχύουν τον ισχυρισμό τους: η πλούσια δημοκρατία υφίσταται συστηματική εκμετάλλευση από τη Μόσχα λόγω της άνισης ανταλλαγής. Μόνο η Ουκρανία παρήγαγε περίπου τόσα βασικά αγαθά όσο η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού των Ουκρανών ήταν πολλαπλάσια μικρότερη. «Ουκρανία: ένα ευρωπαϊκό κράτος εν δυνάμει, μια αποικία της Μόσχας στην πραγματικότητα. Είμαστε φτωχοί επειδή δεν είμαστε ελεύθεροι. Για να είναι κανείς πλούσιος, πρέπει να είναι ανεξάρτητος», κατέληγε ένα εθνικιστικό φυλλάδιο.

 

Ukraine 2

Συλλαλητήριο για την αποχώρηση της Ουκρανίας από την ΕΣΣΔ, Κίεβο, 30 Σεπτεμβρίου 1990. Φωτ: Andrei Solovyev

 

Ωστόσο, η έναρξη ενός πραγματικού οικονομικού διαχωρισμού έδειξε σύντομα ότι οι υπολογισμοί αυτοί αγνοούσαν την εξάρτηση της Ουκρανίας από τις (μετα-)σοβιετικές προμήθειες και αγορές. Η αποσύνθεση αυτών των αλυσίδων οδήγησε σε ακραία μείωση της βιομηχανικής παραγωγής: το 1996, αποτελούσε μόνο το 42% του όγκου του 1989. Η ύφεση ήταν μια κοινή εμπειρία για την περιοχή, αλλά σχεδόν πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο βαθιά: ο μέσος δείκτης για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ήταν 88%, για την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών 54% (Van Zon 1998: 610). Η δραστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου από τη Ρωσία μετέτρεψε τη διαρθρωτική εξάρτηση της Ουκρανίας από τις εισαγωγές ενέργειας σε διαρθρωτικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις εμπορικές τους ανισορροπίες, οι μετασοβιετικές κεντρικές τράπεζες εξαπέλυσαν τον ανταγωνισμό του πληθωρισμού. Προκειμένου να κρατήσει τις επιχειρήσεις σε λειτουργία, το ουκρανικό κοινοβούλιο εισήγαγε ένα εθνικό χαρτονόμισμα και ανάγκασε την κεντρική τράπεζα να πλημμυρίσει την οικονομία με φτηνές πιστώσεις προς τη γεωργία και τη βιομηχανία. Η διατήρηση του όγκου της φυσικής παραγωγής υποτίθεται ότι όχι μόνο θα απέτρεπε τις μαζικές απολύσεις αλλά και θα τόνωνε την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ η κοινωνική προστασία θα προφύλασσε τον πληθυσμό από την αύξηση των τιμών. Με αυτόν τον στόχο, η καθαρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις το 1993 έφθασε το 47% του ΑΕΠ της Ουκρανίας. Το ετήσιο επιτόκιό τους αποτελούσε μόνο το 20% (Åslund 2000). Στην πραγματικότητα, αυτό απελευθέρωσε τον υπερπληθωρισμό, ο οποίος εξαφάνισε τα εισοδήματα των ανθρώπων και κατέστησε άνευ νοήματος την ίδια την έννοια του χρηματικού εισοδήματος ως τέτοιου: ο δείκτης τιμών κατανάλωσης ήταν 2.100% το 1992 και έφτασε το 10.256% το 1993.

Οι ελαστικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί σε μια κλίμακα που δεν είχε παρατηρηθεί στη Σοβιετική Ένωση (Popov 2020), η ακραία ενσωμάτωση της βιομηχανίας στον ιστό της κοινωνικής ζωής (που έκανε αδιανόητες τις μαζικές πτωχεύσεις) και οι ακραίες διαφορές των διασυνοριακών τιμών προώθησαν μια συμπεριφορά στην ελίτ του νέου κράτους που αποσκοπούσε στην αναζήτηση προσόδων. Η κατάσταση έγινε εξαιρετικά ασταθής σε όλους τους τομείς: δημοσιονομική και βιομηχανική πολιτική, σχέσεις με τη Ρωσία, διαχωρισμοί ταυτότητας στο εσωτερικό της χώρας, κατανομή εξουσιών μεταξύ των κύριων θεσμών και πολιτικών ομάδων, βιοτικό επίπεδο και κοινωνική αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού. Ήταν αυτό το τελευταίο ζήτημα που πυροδότησε το γεγονός που δομούσε την ουκρανική πολιτική και κοινωνικοοικονομική διαμόρφωση σε μακροοικονομικό επίπεδο με μόνιμο τρόπο.

 

Η κρίση του 1993-1994: Η σκόνη κατακάθεται

Στις 7 Ιουνίου 1993, οι ανθρακωρύχοι ενός μεγάλου ανθρακωρυχείου στο Ντόνετσκ απεργούσαν λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών των τροφίμων που ελέγχονταν από το κράτος. Εκτός από τα οικονομικά αιτήματα, οι ανθρακωρύχοι, με την υποστήριξη και τη συμβουλή των εργοδοτών τους, προέβαλαν πολιτικά αιτήματα που κατέληγαν στο αίτημα για μεγαλύτερη περιφερειακή αυτονομία και πρόωρες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Στις 18 Ιουνίου, η κυβέρνηση συμφώνησε να διεξαγάγει δημοψήφισμα για τη λαϊκή εμπιστοσύνη στον πρόεδρο και το κοινοβούλιο και να διπλασιάσει τους μισθούς των ανθρακωρύχων –χωρίς να εγγυηθεί την αποτροπή νέων αυξήσεων των τιμών. Αυτά ήταν τα κέρδη των εργαζομένων∙ οι διευθυντές των επιχειρήσεων, από την άλλη πλευρά, ανάγκασαν την κυβέρνηση να ακυρώσει τα πρόστιμά τους, να λύσει τα προβλήματα χρέους τους και να τους παραχωρήσει φορολογικές ελαφρύνσεις και μεγαλύτερη ελευθερία στο εμπόριο.

 

Ukraine 3

Απεργία ανθρακωρύχων του Ντονμπάς στο Κίεβο, 16 Απριλίου 1991. Φωτογραφία του Valery Solovyov

 

Στις πρόωρες εκλογές που ακολούθησαν, ο Λεονίντ Κράβτσουκ στήριξε την εκστρατεία του στην εθνικιστική ατζέντα, κατακτώντας ουσιαστικά τη δυτικοουκρανική εκλογική βάση του εθνικιστή αντιπάλου του από το 1991. Και όπως ακριβώς ο τελευταίος, έχασε από έναν αντίπαλο που εμφανιζόταν ως μετριοπαθής πραγματιστής, ο οποίος ανησυχούσε για το κοινωνικό κόστος των μεταρρυθμίσεων και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για θέματα ταυτότητας. Ο νέος πρόεδρος, Λεονίντ Κούτσμα, υποστηρίχθηκε από τους «κόκκινους διευθυντές», οι οποίοι απαίτησαν δημοσίως από την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα «πραγματικά» (σε αντίθεση με τα «ιδεολογικά») προβλήματα, να σταματήσει να καταστρέφει τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και να επιβάλει τον νόμο και την τάξη (Lytvyn 1994: 317).

Τεχνοκράτης με αποστολή να σώσει τη βιομηχανία της χώρας, ο Κούτσμα έκανε στροφή και παρουσίασε ένα φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα αμέσως μετά τις εκλογές. Κατάργησε τους περισσότερους ελέγχους τιμών, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών κατά 72% (Shpek 2000: 31), και ακύρωσε την αναπροσαρμογή των μισθών, επιτρέποντας στον πληθωρισμό να κατατρώει τα εισοδήματα των εργαζομένων (Pynzenyk 2000: 81). Αυτό δημιούργησε τον πολιτικό χώρο για την αριστερή αντιπολίτευση με επικεφαλής τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.

Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ατζέντα του Κούτσμα διέφερε από τις συνήθεις συνταγές του ΔΝΤ. Τάχθηκε υπέρ των γρήγορων ιδιωτικοποιήσεων, αλλά υποστήριξε ότι η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην παγκόσμια οικονομία έπρεπε να γίνει σταδιακά και να προηγηθεί ενεργητική βιομηχανική πολιτική. Ο Κούτσμα «υποσχέθηκε να εξαλείψει ορισμένες από τις πιο κατάφωρες στρεβλώσεις που δημιουργούνταν από τις μισθώσεις κάποιων επιχειρήσεων, αλλά υποσχέθηκε επίσης στους βιομηχανικούς συμμάχους του νέα λάφυρα από τη μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποίηση μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων» (Kudelia 2012: 420). Δεν ήταν επίσης διατεθειμένος να υποστηρίξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο λιτότητας και απορρύθμισης που είχε εκπονήσει ο πρωθυπουργός του. Αυτή η απόκλιση από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία αποξένωσε την «εθνικοδημοκρατική» αντιπολίτευση.

Έτσι, το ουκρανικό πολιτικό τοπίο απέκτησε μια σταθερή δομή: στο κέντρο του βρισκόταν ο πρόεδρος, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος και διαιτητής μεταξύ των «κόκκινων διευθυντών» που έλεγχαν τα βιομηχανικά περιουσιακά στοιχεία της χώρας. Ακολούθησε την προσεκτική πορεία των φιλελεύθερων μετασχηματισμών, ενσωματώνοντάς τους στην τοπική κοινωνική πραγματικότητα, και διατήρησε μια ρεαλιστική στάση απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες, προβάλλοντας τεχνοκρατικά ένστικτα. Από τη μια και από την άλλη πλευρά του, υπήρχε αριστερή και δεξιά αντιπολίτευση. Η πρώτη συγκροτήθηκε από (μετα-)σταλινικά μαζικά κόμματα, τα οποία διέθεταν σημαντικές δυνατότητες κινητοποίησης της βάσης και εντυπωσιακή κοινοβουλευτική παρουσία. Η πολιτική τους ατζέντα συνδύαζε μια αριστερή κοινωνικοοικονομική ατζέντα με μια φιλορωσική γεωπολιτική στάση και επιφυλακτικότητα απέναντι στην «ουκρανοποίηση» του πολιτιστικού τοπίου της χώρας. Οι ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων ζούσαν κυρίως στις βιομηχανοποιημένες πόλεις της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας. Η δεξιά αντιπολίτευση, αντίθετα, στηρίχθηκε στις αγροτικές δυτικές περιοχές και στη διανόηση του Κιέβου και των δυτικών ουκρανικών πόλεων. Είχε μια δυτικότροπη, φιλοευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη ατζέντα σε συνδυασμό με τον εθνοτικό εθνικισμό.

 

Ukraine 4

Παραδείγματα προεκλογικών φυλλαδίων του Λεονίντ Κούτσμα

 

Κεντρική και κατακερματισμένη ηγεμονία: Μπιουτζέτνικι, Φατρίες, Συνδικάτα

Η νεοαποκτηθείσα σταθερότητα αυτής της διαμόρφωσης οφειλόταν στη δια-ταξική συμμαχία που προσεταιρίστηκε δύο κυρίαρχες τάξεις με διαφορετικούς τρόπους. Ένας πυλώνας αυτής της ποικιλόμορφης συμμαχίας συνήφθη με συγκεντρωτικό τρόπο μεταξύ του κράτους και των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Οι δημόσιοι γραφειοκράτες των κατώτερων βαθμίδων, οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι όλοι μαζί γνωστοί ως μπιουτζέτνικι («αυτοί που πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό») βρέθηκαν να είναι σχετικά λιγότερο επισφαλείς όσον αφορά την απασχόληση και την πρόσβαση σε μια σειρά από παροχές που παρέχει το κράτος. Το αντάλλαγμα ήταν οι απίστευτα χαμηλοί μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι γέννησαν μια «δεύτερη οικονομία» στους δημόσιους οργανισμούς: οι μπιουτζέτνικι έχουν μάθει να αυξάνουν τα πενιχρά εισοδήματά τους με άτυπες παράπλευρες πληρωμές, χρηματικές ή άλλες (Polese and Williams 2016). Επιπλέον, αυτή η σιωπηρή συμφωνία συνεπαγόταν το δικαίωμα του κράτους να κινητοποιεί τους υπαλλήλους του για σκοπούς που υπερβαίνουν κατά πολύ τις επίσημες περιγραφές των καθηκόντων τους: από την υποχρεωτική συμμετοχή σε πολιτικές διαδηλώσεις και άλλες συγκεντρώσεις μέχρι τη συμμετοχή σε διάφορα σχήματα κατά τη διάρκεια των εκλογών.

Ο άλλος πυλώνας συνέδεε την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα των «κόκκινων διευθυντών» με το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό. Μια από τις ζωντανές εκδηλώσεις της κοινότητας των συμφερόντων τους στη δεκαετία του 1990 ήταν η πληθώρα των διαδηλώσεων των εργαζομένων υπό την ηγεσία των διευθυντών των επιχειρήσεων. Οι λεγόμενες «απεργίες των διευθυντών» απηύθυναν τα αιτήματά τους προς το κράτος ως τον απόλυτο κριτή της οικονομίας της χώρας, ζητώντας φορολογικές απαλλαγές, προστατευτικά μέτρα ή απλές φορολογικές μεταβιβάσεις για την εκκαθάριση μισθολογικών οφειλών. Αυτό το διαταξικό μπλοκ πραγματοποιήθηκε σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις «επίπεδου πόλης» που ήταν πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν και/ή ικανές να εισέλθουν σε σημαντικές ροές κεφαλαίου στη νέα οικονομική συγκυρία: μεταλλουργία, μεταλλεία και μηχανουργία. Αυτές οι επιχειρήσεις, συγκεντρωμένες στις έντονα βιομηχανοποιημένες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας, προσέφεραν στους εργαζομένους τους και στις τοπικές και περιφερειακές αρχές σχετικά γενναιόδωρα συμβόλαια που εξασφάλιζαν τη συλλογική επιβίωση.

 

Ukraine 5

Συγκέντρωση στην απεργία των ανθρακωρύχων στο νησί Τρουχάνιβ, 1998. Φωτογραφία Ukrinform

 

Η κατακερματισμένη ηγεμονία ενσωματώθηκε στις υπάρχουσες πυραμίδες πατρωνίας και στις παγκόσμιες αγορές, αναδιαμορφώνοντας τις σχέσεις μεταξύ των φατριών. Η φατρία του Χάρκοβο, η οποία ήλεγχε τη σχετικά υψηλής τεχνολογίας βιομηχανία κατασκευής εργαλειομηχανών, μειώθηκε σταδιακά σε σχέση με τις ομαδοποιήσεις του Ντνιπροπετρόφσκ και του Ντόνετσκ, η οικονομία των οποίων βασιζόταν στα ορυχεία και τη μεταλλουργία. Οι δύο τελευταίες δεν ήταν επίσης ισότιμες. Η άνοδος του Λεονίντ Κούτσμα άνοιξε την εποχή της κυριαρχίας των επιχειρηματικών συμφερόντων από το Ντνιπροπετρόφσκ. Εκτός από τις πιο απομακρυσμένες σχέσεις με τον αρχηγό του κράτους, η οικονομία του Ντόνετσκ αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από την εξόρυξη άνθρακα, η οποία, σε αντίθεση με τη μεταλλουργία, εισερχόταν σε συστημική κρίση κερδοφορίας. Τα ανθρακωρυχεία του Ντονμπάς, τεχνικά εξαντλημένα και εξαρτημένα από τις κρατικές επιδοτήσεις, υπέφεραν από τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην καταβολή μισθών και αποτελούσαν εστία μαχητικότητας της εργατικής τάξης –σε εντυπωσιακή αντίθεση με το γειτονικό Ντνιπροπετρόβσκ. Ελλείψει σταθερής ηγεμονικής διαμόρφωσης, ο σχηματισμός της άρχουσας τάξης στο Ντονέτσκ ήταν πιο αμφιλεγόμενος, με πιο έκδηλη βία και συγκρούσεις που ενέπλεκαν τον κόσμο του εγκλήματος.

Ποιος έμεινε έξω από το κοινωνικό σύμφωνο της δεκαετίας του 1990; Μεταξύ πολλών αποκλεισμένων ομάδων, μία αξίζει εδώ μια σύντομη αναφορά: οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες στην παραοικονομία. Το μερίδιο του άτυπου τομέα έφτασε γρήγορα στο 50% του ΑΕΠ ή και περισσότερο, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις. Επωφελήθηκε από την αρχική έλλειψη διάθεσης ή ικανότητας ρύθμισής του: διάφορες εμπορικές και μεταποιητικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας συνήθως διέφευγαν τη φορολόγηση, παραμένοντας έξω από τον έλεγχο του κράτους. Ο τρόπος λειτουργίας τους δεν επέτρεπε τη νόμιμη διεκδίκηση έναντι του κράτους∙ ταυτόχρονα, όλες οι απαιτήσεις του κράτους (π.χ. φόροι) ήταν επίσης μη νόμιμες.

 

Η ολιγαρχική δημοκρατία στη δεκαετία του 2000

Τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ανάκαμψης της Ουκρανίας συνδέθηκαν με την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης μετάλλων μετά την κρίση του 1997-1998. Αδράχνοντας την ευκαιρία, το κράτος συμφώνησε να στηρίξει ένα «οικονομικό πείραμα στη βιομηχανία εξόρυξης και επεξεργασίας μετάλλων», το οποίο διήρκεσε από το 1999 έως το 2001. Το πείραμα συνίστατο στην αναδιάρθρωση ή τη διαγραφή των φορολογικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί τα προηγούμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω επιχείρηση κατέβαλε τους τρέχοντες φόρους και τους μισθούς. Το πείραμα, το οποίο επαναλήφθηκε σε άλλους κλάδους σε μικρότερη κλίμακα, απέτρεψε τις πτωχεύσεις, οι οποίες θα απειλούσαν την ύπαρξη ολόκληρων πόλεων που εξαρτώνταν από τις επιχειρήσεις (Paskhaver, Verkhovodova and Agieieva 2007).

Η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε αποτέλεσε το υπόβαθρο για τη μεγάλη μετατόπιση ισχύος του 1999-2000. Επέτρεψε στον Λεονίντ Κούτσμα να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1999 κινητοποιώντας την αντικομμουνιστική εθνικιστική ψήφο στη Δύση και θέτοντας σε ισχύ δομές καταναγκασμού και πατρωνίας στην Ανατολή.

 

Ukraine 6

Ορκωμοσία του Λεονίντ Κούτσμα, 1999

 

Από τις φατρίες στους ολιγάρχες (1999-2004)

Ακολουθώντας τις αλλαγές στη λαϊκή γλώσσα, το ακαδημαϊκό λεξιλόγιο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μεταπήδησε σταδιακά από τον όρο «φατρίες» στον όρο «ολιγάρχες» – μια λέξη που επινόησαν οι Ρώσοι δημοσιογράφοι αρχικά για να περιγράψουν τους ισχυρούς επιχειρηματίες της εποχής Γέλτσιν (Fortescue 2006). Περισσότερο από μια απλή εννοιολογική μετατόπιση, συνέπεσε με ουσιαστικές αλλαγές στην οργάνωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας σε εθνική κλίμακα, οι οποίες επήλθαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Λεονίντ Κούτσμα. Από τότε, στηρίχθηκε λιγότερο σε ασαφείς περιφερειακές αφοσιώσεις, που ήταν χαρακτηριστικό της προηγούμενης περιόδου, και περισσότερο σε άτυπες επιχειρηματικές ομάδες, οι οποίες μπορεί να βρίσκονταν σε έντονο ανταγωνισμό παρά την κοινή περιφερειακή προέλευση.

Αυτή η διαφοροποίηση είναι ανιχνεύσιμη στην περίπτωση της φατρίας του Ντνιπροπετρόφσκ, η οποία συνένωσε «νεο-νομενκλατούρα και καπιταλιστές που προέκυψαν από τη σχέση εγκλήματος-πολιτικής και την Κομσομόλ» (Ishchenko and Yurchenko 2019). Η Γιούλια Τιμοσένκο, μια τοπική ακτιβίστρια της Κομσομόλ που διατηρούσε ένα βίντεο κλαμπ (Zhuk 2010: 299-301), χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις της για να ξεκινήσει μια κοινή επιχείρηση εμπορίας καυσίμων με τον Βίκτορ Πίντσουκ: εισήγαγαν φυσικό αέριο, πληρώνοντας με σωλήνες που παρήγαγαν ουκρανικά εργοστάσια (Balmaceda 2009). Αργότερα, ο Πίντσουκ χώρισε το δρόμο του με την Τιμοσένκο∙ ενοποίησε τη βιομηχανία κατασκευής σωλήνων στην εταιρεία του Interpipe και παντρεύτηκε την κόρη του προέδρου Κούτσμα. Οι οικογενειακές διασυνδέσεις κατέστησαν τον Πίντσουκ έναν κατ’ εξοχήν ολιγάρχη: έναν δισεκατομμυριούχο του οποίου ο πλούτος και η κοινωνική θέση εξαρτώνται από την άμεση πρόσβασή του στα υψηλά κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού. Η εταιρεία εμπορίας φυσικού αερίου YeESU της Τιμοσένκο, από την άλλη πλευρά, δεν επέζησε από την πτώση του προστάτη της, του πρώην πρωθυπουργού Παύλο Λαζαρένκο. Τα οικονομικά της περιουσιακά στοιχεία εξαγοράστηκαν από τον Πίντσουκ και άλλους (Matuszak 2012: 15-16).

 

Ukraine 7

Οι βουλευτές Ολεξάντρ Γιελάσκεβιτς, Γιούλια Τιμοσένκο και Βίκτορ Πίντσουκ στη συνεδρίαση της Βερχόβνα Ράντα, 1998

 

Η άλλη σημαντική ολιγαρχική ομάδα από το Ντνιπροπετρόβσκ είναι γνωστή ως ομάδα Privat. Οι ιδρυτές της, ο Ιχόρ Κολομοΐσκι και ο Χενάντιι Μποχολιούμποφ, οργάνωναν συστήματα ανταλλαγής, προμηθεύοντας βιομηχανικές επιχειρήσεις με πρώτες ύλες και διαθέτοντας τα προϊόντα τους στην αγορά. Η Privatbank, που ιδρύθηκε με τη βοήθεια ενός πρώην ηγέτη της Κομσομόλ, του Σέρχιι Τίχιπκο, άκμασε κατά την περίοδο του υπερπληθωρισμού. Έχοντας αποκτήσει την προτίμηση του πληθυσμού, η τράπεζα κατάφερε να συγκεντρώσει το 2,3% όλων των κουπονιών ιδιωτικοποίησης που εξέδωσε το κράτος και άρχισε να αγοράζει βιομηχανικά περιουσιακά στοιχεία (Yanitskiy and Stack 2018). Ο Σέρχιι Τίχιπκο εγκατέλειψε τον όμιλο για να ξεκινήσει τον δικό του επιχειρηματικό όμιλο, καθώς και μια πολιτική καριέρα∙ ωστόσο, όπως και η Γιούλια Τιμοσένκο, τα οικονομικά του περιουσιακά στοιχεία δεν είναι τόσο τεράστια ώστε να τον χαρακτηρίζουν ανεπιφύλακτα ως ολιγάρχη. Οι Κολομοΐσκι και Μποχολιούμποφ, από την άλλη πλευρά, έχουν γίνει κλασικοί ολιγάρχες –δισεκατομμυριούχοι που χρησιμοποιούν τους πολιτικούς τους πόρους μέσω άτυπων καναλιών για να διευρύνουν την επιρροή τους– τοποθετώντας πιστούς ανθρώπους σε σημαντικές κυβερνητικές θέσεις και στα διοικητικά συμβούλια κρατικών εταιρειών, καθώς και επιδιδόμενοι σε επιχειρηματικές επιδρομές σε μαζική κλίμακα (Rojansky 2014: 424-25).

Ο Ρινάτ Αχμέτοφ έχτισε την πατρωνειακή πυραμίδα του στη βάση της περιφερειακής φατρίας του Ντόνετσκ, πιο σφιχτοδεμένη από τους πολιτικά άμορφους επιχειρηματίες του Ντνιπροπετρόφσκ. Επικεντρώθηκε γύρω από τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τον περιφερειακό κυβερνήτη που διορίστηκε το 1997 και έγινε πρωθυπουργός το 2002. Εκτός του ότι είχε έναν ξεκάθαρο πολιτικό ηγέτη, η «φατρία» του Ντόνετσκ συγκέντρωσε τις πολιτικές της δραστηριότητες στο ενιαίο Κόμμα των Περιφερειών, το οποίο συνένωσε διάφορες ολιγαρχικές ομάδες (Matuszak 2012: 14). Καθώς η «φατρία» άρχισε να επεκτείνεται πέρα από την περιοχή καταγωγής της υπό την πρωθυπουργία του Γιανουκόβιτς, η αρχική ενότητα έδωσε τη θέση της σε συγκρούσεις. Η εταιρεία SCM του Αχμέτοφ αποδείχθηκε η πιο επιτυχημένη, ανταγωνιζόμενη τον όμιλο ISD του Σέρχιι Ταρούτα.

 

Ukraine 8

Οι Βίκτορ Πίντσουκ, Σερχίι Ταρούτα και Ρινάτ Αχμέτοφ μιλούν κατά τη διάρκεια διάσκεψης για το θέμα: Ουκρανία. Τι ακολουθεί; στο Νταβός (Ελβετική Συνομοσπονδία), 25 Ιανουαρίου 2008. Φωτογραφία: Mykhailo Markiv / POOL / UNIAN

 

Υπήρχαν και άλλες ολιγαρχικές ομάδες, όλες τους πολιτικά ενσωματωμένες σε ένα προεδροκεντρικό πολιτικό σύστημα (Melnykovska 2015). Αντί για τους «κόκκινους διευθυντές» που ήταν αυτόνομοι από το κράτος, το νέο μπλοκ εξουσίας ήταν πιο συγκεντρωτικό, διοικούμενο από ισχυρή προεδρία στην κορυφή του επίσημου κρατικού μηχανισμού και των άτυπων κανόνων.

Στο κομματικό πολιτικό πεδίο, ο Κούτσμα επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του στο κοινοβούλιο το 2000, εκδιώκοντας τα αριστερά κόμματα από θέσεις-κλειδιά του κοινοβουλίου και προσεταιριζόμενος τη δεξιά (Kudelia 2010). Ωστόσο, σύντομα εμφανίστηκε μια νέα «δημοκρατική αντιπολίτευση», η ιδεολογία της οποίας ήταν ένας συνδυασμός μιας παραδοσιακής δυτικοποιημένης ατζέντας των «εθνικών δημοκρατών», αφηγήσεων κατά της διαφθοράς και υπέρ της δημοκρατίας. Στις βουλευτικές εκλογές του 2002, η αντιπολίτευση αυτή κέρδισε την πλειοψηφία των ψήφων. Η επιτυχία αυτή οφειλόταν στους πόρους της αστικής τάξης δεύτερης κατηγορίας (Ilyin 2020), η οποία έγινε αρκετά ισχυρή ώστε να τολμήσει να αμφισβητήσει την «τάξη κλειστής πρόσβασης» που ελέγχονταν από τους ολιγάρχες (Smahliy 2006).

 

 

Μέρος 2ο

 

2004 και μετά: «Ολιγαρχική δημοκρατία» και κρίσεις

 

Η Πορτοκαλί Επανάσταση: Ολιγάρχες και ταυτότητες

Το προεδρικό νεοπατριμονικό μοντέλο που οικοδόμησε ο Κούτσμα δεν επέζησε των εκλογών του 2004, οι οποίες κλιμακώθηκαν σε μια σειρά από αμφιλεγόμενα γεγονότα, συνοδευόμενα από μαζικές κινητοποιήσεις στο εσωτερικό της χώρας και τη διαμεσολάβηση ξένων δυνάμεων. Αφού το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε την επανάληψη του δεύτερου εκλογικού γύρου, κέρδισε οριακά ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Βίκτορ Γιούσενκο. Το αντάλλαγμα για τη νίκη της αντιπολίτευσης, που καθορίστηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ήταν ότι οι εξουσίες του νέου προέδρου θα περιορίζονταν με συνταγματική μεταρρύθμιση: το κέντρο λήψης αποφάσεων μετατοπίστηκε στο κοινοβούλιο. Αυτά ήταν τα αποτελέσματα της πολιτικής κρίσης του 2004, γνωστής ως Πορτοκαλί Επανάσταση (Hale 2015: 182-90). Κατά τη διάρκεια αυτής της αντιπαράθεσης, το φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο παρουσίασε τον εκλογικό του αγώνα εναντίον του κυρίαρχου «τεχνοκρατικού» μπλοκ με ταυτοτικούς ή ακόμη και πολιτισμικούς όρους. Το «κόμμα της εξουσίας», με τη σειρά του, έπαιξε το ρόλο του, δαιμονοποιώντας τον Γιούσενκο και τους υποστηρικτές του ως ακραίους εθνικιστές, πολιτισμικά και πολιτικά ξένους προς την Ανατολή.

Η ιδέα των «δύο Ουκρανιών», που διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1992, έγινε μια υλική δύναμη στα χέρια των ειδικών της πολιτικής στρατηγικής. Έκτοτε, το ουκρανικό πολιτικό πεδίο συγκροτείται γύρω από τη διαίρεση μεταξύ του «πορτοκαλί» (εθνικοδημοκρατικού, φιλοευρωπαϊκού, νεοφιλελεύθερου, δυτικοουκρανικού) και του «λευκο-μπλε» (ρωσόφωνου, φιλορωσικού, πατερναλιστικού, ανατολικοουκρανικού) στρατοπέδου, σύμφωνα με τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία του 2004. Το προϋπάρχον χάσμα αναζωπυρώθηκε με την κατασκευή του μύθου του Άλλου. Οι Δυτικοί Ουκρανοί στιγματίστηκαν ως βιολογικοί και πολιτικοί κληρονόμοι των εθνικιστών συνεργατών του πολέμου, των οποίων η καθυστερημένη οικονομία δεν τους έδινε το δικαίωμα για ίσο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος∙ για την άλλη πλευρά, οι ρωσόφωνοι συνδέθηκαν ταυτόχρονα με την αυτοκρατορική Ρωσία και τη Σοβιετική Ένωση, συμβολίζοντας οτιδήποτε εχθρικό και καθυστερημένο.

Η μεγάλη αλλαγή εξουσίας της Πορτοκαλί Επανάστασης, επομένως, είχε τουλάχιστον δύο επιπτώσεις σε διαφορετικά επίπεδα. Η αναδιάρθρωση της διαμόρφωσης της εξουσίας μεταξύ ολιγαρχών και κορυφαίων πολιτικών συνδέθηκε με την αλλαγή της ατζέντας των κυρίαρχων πολιτικών αφηγήσεων – από τη συζήτηση για τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και τη διαφθορά σε μια αυξανόμενη προβολή των θεμάτων που βασίζονται στην ταυτότητα. Τέλος, το γεγονός αυτό σηματοδότησε τη διαπλοκή των γεωπολιτικών αγώνων εξουσίας στην περιοχή με εκείνους στο εσωτερικό της χώρας: Η φιλοδυτική ρητορική του Βίκτορ Γιούσενκο θορύβησε τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία έριξε το πολιτικό και διπλωματικό της βάρος υπέρ του αντιπάλου του, ο οποίος κατασκευάστηκε ως «φιλορώσος».

 

Ολιγαρχική δημοκρατία: Εκλογές και Συγκρούσεις

Αρχικά, η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να σβήσει εντελώς τους ολιγάρχες του παλαιού καθεστώτος από τον πολιτικό και οικονομικό χάρτη. Η πρωθυπουργός Τιμοσένκο υποσχέθηκε μια μαζική αναθεώρηση όλων των συμφωνιών ιδιωτικοποίησης. Ωστόσο, μέχρι τις αρχές του 2006 οι φράξιες της ελίτ βρήκαν ένα σχετικά σταθερό modus vivendi. Το πεδίο του αρμπιτράζ [εξισορροπητική κερδοσκοπία] μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό από το προεδρικό γραφείο στο κοινοβούλιο, έγινε περισσότερο δημόσιο και εξαρτώμενο από την εκλογική πολιτική. Το κομματικό πολιτικό πεδίο διαμορφώθηκε από τρία μεγάλα μπλοκ: το αντιπολιτευόμενο Κόμμα των Περιφερειών, με επικεφαλής τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, το μπλοκ της Γιούλια Τιμοσένκο και το κόμμα που δημιούργησε ο αδύναμος πρόεδρος Βίκτορ Γιούσενκο.

Το σχήμα στο οποίο ένα τεχνοκρατικό «κόμμα εξουσίας» κυριαρχούσε σε μια φτωχή σε πόρους ιδεολογική αντιπολίτευση έφτασε στο τέλος του. Όλοι οι σοβαροί διεκδικητές της εξουσίας βρέθηκαν υποχρεωμένοι να βρουν ένα ιδεολογικό πρόσωπο και να χρησιμοποιήσουν μια ιδεολογία ως πρόσθετο μοχλό πίεσης. Ξεκινώντας από το 2005, η κεντρική κυβέρνηση επένδυσε άμεσα στην οικοδόμηση μιας εθνοτικής εθνικής ταυτότητας με βάση ιστορικές προσωπικότητες εξαιρετικά αμφιλεγόμενες εκτός της Δυτικής Ουκρανίας, όπως η ηγεσία της ουκρανικής εθνικιστικής αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι «λευκο-μπλε» αντιπολιτευόμενοι με επικεφαλής τον Γιανουκόβιτς, αντίθετα, επαναπροσδιορίστηκαν ως υπερασπιστές του «αντιφασισμού», προσελκύοντας μια βάση ψηφοφόρων αναβιώνοντας τις σοβιετικές πρακτικές μνήμης (Kozachenko 2019). Αυτό επικαιροποίησε και διαιώνισε παλιές και ενδεχομένως άσχετες γεωγραφικές διαιρέσεις, γεμίζοντάς τες με νέες έννοιες.

Ο ταυτοτικός διαχωρισμός, που κατασκευάστηκε από τις ελίτ κατά τη δεκαετία του 2000, έγινε μοχλός πίεσης που βοήθησε να αποτραπεί η εδραίωση της εξουσίας στα χέρια μιας συγκεκριμένης ομάδας. Αν το ένα τμήμα της άρχουσας τάξης πήγαινε πολύ μακριά, το άλλο μπορούσε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους του ενάντια σε αυτό που θεωρούσε επίθεση στις ελευθερίες του από την άλλη γλωσσική-πολιτισμική ομάδα (Way 2015). Ωστόσο, αυτό απέτρεψε όχι μόνο έναν περιορισμό της δημοκρατίας, αλλά και νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που στόχευαν ρητά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.

 

Ukraine 9

Οι επικεφαλής των κυβερνήσεων της Ουκρανίας και της Ρωσίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και Μιχαήλο Φράντκοφ παρουσία των προέδρων της Ουκρανίας και της Ρωσίας Λεονίντ Κούτσμα και Βλαντιμίρ Πούτιν υπογράφουν διακυβερνητικές συμφωνίες, Σότσι, 18 Αυγούστου 2004. Φωτογραφία: TASS

 

Ανάπτυξη, αναδιανομή και κράτος

Ο επισφαλής συνασπισμός μεταξύ ολιγαρχών και εργατικής τάξης δεν μπορούσε να στηριχτεί αποκλειστικά σε ιδεολογικές διαφωνίες∙ όπως συμβαίνει με κάθε ηγεμονικό μπλοκ, χρειαζόταν οικονομική ανάπτυξη προκειμένου να προσεταιριστεί τις κυριαρχούμενες τάξεις (Jessop 1983∙ Porto 2020∙ Scott 1976). Η καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές ανάπτυξη, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην παγκόσμια έκρηξη των εμπορευμάτων την περίοδο 1997-2012 (Kolodii et al. 2018), παρείχε τους απαραίτητους πόρους για έναν τέτοιο προσεταιρισμό: μετά την ιλιγγιώδη πτώση του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1990 (–8,9% ήταν ο ετήσιος μέσος όρος την περίοδο 1990-1999), η μέση ετήσια ανάπτυξη την περίοδο 2000-2008 έφθασε το 6,2%. Αυτό δεν αντιστάθμισε πλήρως την προηγούμενη πτώση –στην πραγματικότητα το επίπεδο του 1990 δεν έχει επιτευχθεί ποτέ– αλλά η ανάπτυξη δημιούργησε χώρο για κάποιου είδους ταξικό συμβιβασμό.

Ένα από τα πρώτα κοινωνικοοικονομικά μέτρα που έλαβε η νέα κυβέρνηση ήταν η ριζική αύξηση της εφάπαξ γονικής παροχής για κάθε νεογέννητο παιδί. Το μέγεθός της, το οποίο είχε προηγουμένως υποτιμηθεί από τον υπερπληθωρισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυξήθηκε σε 22,6 φορές τον μισθό διαβίωσης («ελάχιστο όριο διαβίωσης»), καθιστώντας την πληρωμή αυτή την πρώτη σημαντική και άμεση απόδειξη του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους. Σύντομα ακολούθησαν και άλλες παροχές κοινωνικής πρόνοιας∙ ολόκληρη αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από σταθερά αυξανόμενα «κοινωνικά στάνταρ» – τον κατώτατο μισθό και άλλα σημεία αναφοράς που καθορίζουν το ύψος των συντάξεων και των παροχών κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και τους μισθούς στον δημόσιο τομέα. Σε όλη αυτή την περίοδο, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ ήταν συστηματικά υψηλότερο από το μερίδιο των κερδών. Κάθε νέα κυβέρνηση στην ασταθή πολιτική συγκυρία πιέστηκε να αυξήσει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο, με την απειλή να χαρακτηριστεί «αντιλαϊκή». Η αναδιανεμητική ρητορική συνδυάστηκε με ρητορική προσανατολισμένη προς τις εθνοτικό-πολιτιστικές κοινότητες.

Αυτή η συγκυρία είχε αποσυντονιστικά αποτελέσματα για τις μάζες. Ο Mihai Varga (2011) δείχνει ότι η πολιτική φιλελευθεροποίηση στη δεκαετία του 2000 δεν οδήγησε σε πολιτικοποίηση των εργαζομένων με τη μορφή ρητής κοινωνικής αμφισβήτησης. Αντιθέτως, η κύρια ώθηση ακόμη και για βιομηχανικές συγκρούσεις προερχόταν από χαρισματικούς πολιτικούς ηγέτες, όπως η Γιούλια Τιμοσένκο, ή από τα αντίπαλα δίκτυα της «λευκό-μπλε» ελίτ (Kostiuchenko and Melnykovska 2019).

Οι ολιγάρχες, οι οποίοι έπρεπε να στηρίξουν την επέκταση των αναδιανεμητικών πολιτικών προκειμένου να διατηρήσουν τον πολιτικό έλεγχο, βρήκαν το αντάλλαγμα λογικό στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής άνθησης. Η κερδοφορία των περιουσιακών τους στοιχείων, εκφρασμένη ως s/(c+v)[2], παρέμεινε υψηλή χάρη σε δύο παράγοντες: την εξαιρετικά φθηνή τιμή που είχαν καταβάλει για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και την έλλειψη σημαντικών δαπανών για τον εκσυγχρονισμό του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που είχε κατασκευαστεί κυρίως κατά τη σοβιετική εποχή. Από το 2000 έως το 2014, ο βαθμός υποβάθμισης του πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε σταθερά από 43,7% σε 83,5%.

Ένα πιο επείγον πρόβλημα συνδεόταν με τον εισαγωγικό χαρακτήρα της κατανάλωσης στην Ουκρανία. Η αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών επανέφερε μόνιμο έλλειμμα στο εξωτερικό εμπόριο, μετά από μια σύντομη περίοδο πλεονάσματος την περίοδο 1999-2005. Η εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών χρηματοδοτήθηκε από τη μαζική εισροή κεφαλαίων από τις δυτικές τράπεζες, που προσελκύονταν από τα υψηλά επιτόκια (Segura et al. 2009: 7). Αυτή η εξωτερική ευπάθεια επιδεινώθηκε περαιτέρω από την εχθρική οικονομική πολιτική της Ρωσίας, η οποία προσπάθησε να καταπνίξει το «πορτοκαλί» καθεστώς με υψηλές τιμές φυσικού αερίου.

 

Οικονομικές κρίσεις και καθεστωτικές αλλαγές

Η παγκόσμια κρίση του 2008 έπληξε σοβαρά την Ουκρανία. Η πτώση στις αγορές εμπορευμάτων έπληξε τις εξαγωγικές βιομηχανίες και το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15% το 2009, καθιστώντας την Ουκρανία μία από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια κρίση ρευστότητας προκάλεσε μαζική εκροή ξένων κεφαλαίων από τον τραπεζικό τομέα της χώρας. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί ένα δάνειο ύψους 16,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το ΔΝΤ και να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα κατά 60%. Κατόπιν απαίτησης του ΔΝΤ, η κυβέρνηση πάγωσε τους μισθούς στον δημόσιο τομέα και αύξησε τους φόρους κατανάλωσης, συμβάλλοντας περαιτέρω στην αύξηση του κόστους ζωής.

Αυτή η απόλυτη καταιγίδα για την κυβέρνηση επιδεινώθηκε από τη διάσπαση του «πορτοκαλί» μπλοκ της ελίτ, η οποία επέτρεψε στον Βίκτορ Γιανουκόβιτς να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2010. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ουκρανίας, ένα μόνο πολιτικό κόμμα κατέληξε να κυριαρχεί στις δομές εξουσίας της χώρας: ο νέος πρόεδρος του Κόμματος των Περιφερειών (ΚΠ) του Γιανουκόβιτς, Μίκολα Αζάροφ, έγινε πρωθυπουργός και μοίρασε τα 2/3 των θέσεων του υπουργικού συμβουλίου στους κομματικούς του συντρόφους. Τα μέλη του ΚΠ κατέλαβαν επίσης το 90% όλων των περιφερειακών διοικήσεων. Αργότερα το ίδιο έτος, το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέτρεψε την πολιτική μεταρρύθμιση του 2004, δίνοντας εκ νέου εξουσία στον πρόεδρο.

 

Ukraine 10

Τελετή ορκωμοσίας του προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, Κίεβο, 2010. Φωτογραφία: AFP

 

Το 2010, η ουκρανική οικονομία άρχισε να ανακτά τον ρυθμό της. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στην ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης για χάλυβα και χημικά προϊόντα, καθώς και στις εγχώριες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου το 2012. Ωστόσο, οι τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου συνέχισαν να αυξάνονται, γεγονός που υπονόμευσε τους προϋπολογισμούς των ενεργοβόρων ολιγαρχικών βιομηχανιών, καθώς και τον κρατικό προϋπολογισμό που επιδοτούσε το φυσικό αέριο για τα νοικοκυριά. Η ρωσική κυβέρνηση παρέμεινε κουφή στις εκκλήσεις της ουκρανικής ηγεσίας, εξαρτώντας όλες τις παραχωρήσεις από την προσχώρηση της Ουκρανίας στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση υπό την ηγεσία της Ρωσίας και εγκαταλείποντας τα σχέδια υπογραφής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ (Cadier 2014). Αυτή η επιλογή δεν ήταν περισσότερο αποδεκτή από τους Ουκρανούς ολιγάρχες, που ανταγωνίζονταν τους Ρώσους ομολόγους τους, από τη συμφωνία στη λιτότητα που προκάλεσε το ΔΝΤ.

Έτσι, ο Γιανουκόβιτς συνέχισε μια μέση οδό: αρνούμενος τις ρωσικές γεωπολιτικές προσφορές, ξεκινώντας αντίθετα την πιο εκτεταμένη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ το 2012, και αναζητώντας εναλλακτικές πηγές καυσίμων, αφενός, και αρνούμενος να απελευθερώσει την εγχώρια αγορά φυσικού αερίου, αφετέρου (Pirani 2021). Χάρη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η Ουκρανία μπορούσε να βρει φθηνό χρήμα χωρίς όρους εκ μέρους της Ρωσίας ή του ΔΝΤ (Tooze 2018).

Ωστόσο, η Ρωσία δεν έπαψε να προωθεί την ατζέντα της. Ξεκινώντας από το 2012, ξεκίνησε μια σειρά εμπορικών πολέμων, μπλοκάροντας διάφορες ουκρανικές εισαγωγές: τυρί, κρέας, γαλακτοκομικά, ζαχαρωτά, σιδηροδρομικό υλικό, σωλήνες. Τα μέτρα αυτά διαδέχονταν επίσημες προειδοποιήσεις κατά της υπογραφής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου της Ουκρανίας με την ΕΕ (Svoboda 2019). Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ κατέστησε σαφές ότι η ένταξη στη ρωσική τελωνειακή ένωση θα ήταν ασυμβίβαστη με μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ. Και οι δύο εταίροι κατείχαν περίπου ίσα μερίδια στο εμπορικό ισοζύγιο της Ουκρανίας και φαινόταν αδύνατο να θυσιαστεί ο ένας για χάρη του άλλου.

Το δίλημμα αυτό συνέπεσε με το τέλος του παγκόσμιου υπερκύκλου των εμπορευμάτων (Τσιμ 2021): οι τιμές όλων των εμπορευμάτων στα οποία ειδικεύεται η Ουκρανία άρχισαν να παραμένουν στάσιμες ή να μειώνονται το αργότερο το 2012. Η ουκρανική οικονομία παρουσίασε μηδενική ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του 2012 και η ανάπτυξη δεν επανήλθε το 2013.

Η μείωση των αναδιανεμητικών δυνατοτήτων του κράτους συνέβη παράλληλα με την αυξανόμενη εδραίωση της εξουσίας στα χέρια του προέδρου. Μετά την απόκτηση εκτεταμένων συνταγματικών εξουσιών, ο Γιανουκόβιτς άρχισε να συσσωρεύει δικά του περιουσιακά στοιχεία, δημιουργώντας μια ομάδα που έγινε γνωστή ως «Η οικογένεια» (Σέμια) (Matuszak 2012: 40-50). Η καθαρή περιουσία του μεγαλύτερου γιου του διπλασιάστηκε από 63 εκατομμύρια δολάρια το 2011 σε 121 εκατομμύρια δολάρια το 2012 (Kudelia 2014: 22). Αυτή η μετατόπιση από τον συλλογικό αυταρχισμό στην εξατομικευμένη απολυταρχία εισήγαγε ένα νέο μοτίβο διαμοιρασμού των προσόδων και των κρατικών πόρων, φέρνοντας σε ανταγωνισμό τους παραδοσιακούς ολιγάρχες.

 

Ukraine 11

Γλυπτό του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, κατασκευασμένο από φοιτητές του Κιέβου, Κίεβο, 2012.

 

Τέλος, το άλλο στοιχείο της διαμόρφωσης της πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ήταν η αυξανόμενη ταυτοτική πόλωση. Βιώνοντας μια κρίση νομιμοποίησης που προκλήθηκε από την επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας, η κυβερνητική ομάδα επέλεξε να την ενισχύσει με τη βοήθεια των πολιτικών ταυτότητας (Korostelina 2013). Αντί να απομακρυνθεί από τις εθνοτικές εθνικιστικές πολιτικές του προκατόχου του, ο Γιανουκόβιτς ανέστρεψε τον ιδεολογικό κρατικό μηχανισμό για να προωθήσει την αντίθετη, «ανατολικοσλαβική» εκδοχή της ταυτότητας. Ο ρόλος της πολιτικής της μνήμης ως ρυθμιστή των συνεχιζόμενων πολιτικών συγκρούσεων αυξανόταν (Shevel 2014).

Ένας νέος γλωσσικός νόμος που ψηφίστηκε από τον κυβερνητικό συνασπισμό το 2012 διεύρυνε τις σφαίρες επίσημης χρήσης της ρωσικής γλώσσας. Δεν είχε σχεδόν καμία επίδραση στην πραγματική χρήση των γλωσσών, αλλά κινητοποίησε την κοινωνία γύρω από ένα ζήτημα ταυτότητας λίγους μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Το ακροδεξιό εθνοτικό εθνικιστικό κόμμα Σβομπόντα κέρδισε πάνω από το 10% των ψήφων – κάτι που διευκολύνθηκε από τη συνεχή παρουσία της ηγεσίας του κόμματος σε μεγάλα φιλοκυβερνητικά τηλεοπτικά κανάλια. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, θεωρήθηκε ότι ο Γιανουκόβιτς θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2015 εναντίον του ηγέτη του Σβομπόντα Όλεχ Τιαχνίμποκ.

Η «πορτοκαλί» αντιπολίτευση, από την πλευρά της, ήρθε πιο κοντά στους υπερεθνικιστές του Σβομπόντα και εγκατέλειψε την παραδοσιακή ρητορική της κατά της διαφθοράς υπέρ της εθνογλωσσικής ατζέντας του Σβομπόντα. Αυτό αντιστοιχούσε σε μια γνήσια διάθεση μεταξύ μιας μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων. Ακόμη και αν αυτοί οι άνθρωποι δεν συμμερίζονταν τις απόψεις των εθνικιστών, εξακολουθούσαν να εκτιμούν την «αυθεντικότητά» τους σε αντίθεση με τον κυνικό κόσμο της μεγάλης πολιτικής.

 

Οργανική κρίση: από το 2014 και μετά

Τον Νοέμβριο του 2013, η άρνηση του Γιανουκόβιτς να υπογράψει την τελευταία στιγμή τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ προκάλεσε διαδηλώσεις στο Κίεβο. Αυξήθηκαν σε έκταση αφού η αστυνομία προσπάθησε να τις διαλύσει με τη βία∙ κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2013-2014, το κίνημα διαμαρτυρίας επεκτάθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε. Αριθμητικά ελάχιστες αλλά εξοπλισμένες με βίαια μέσα, οι ακροδεξιές ομάδες κατάφεραν να αποκτήσουν πολιτική προβολή ως το πιο μαχητικό τμήμα του κινήματος που κατά τα άλλα δεν είχε σαφή ιδεολογική ατζέντα (Ishchenko 2016). Όταν η κλιμάκωση της βίας οδήγησε σε μαζικούς πυροβολισμούς, ο Γιανουκόβιτς κατέφυγε στη Ρωσία και οι ηγέτες της «πορτοκαλί» αντιπολίτευσης δημιούργησαν μια προσωρινή κυβέρνηση. Αυτή είναι η σύντομη ιστορία του κινήματος, γνωστού ως Ευρωμαϊντάν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ως Επανάσταση της Αξιοπρέπειας στον επίσημο λόγο και ως Μαϊντάν στη λαϊκή γλώσσα (Hale 2015: 234-38).

Τα γεγονότα αυτά δεν περιορίστηκαν στο Κίεβο. Πέρα από την πρωτεύουσα, οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις διοικητικών κτιρίων συγκεντρώθηκαν δυσανάλογα στη Δυτική Ουκρανία. Άνθρωποι από τις ανατολικές περιοχές κινητοποιήθηκαν για να συμμετάσχουν στο «Αντι-Μαϊντάν» από τους εργοδότες τους στο δημόσιο (biudzhetniki) και τον ιδιωτικό τομέα (βιομηχανικοί εργάτες). Μετά την αλλαγή του καθεστώτος, οι κινητοποιήσεις «Αντι-Μαϊντάν» απέκτησαν ρίζες και ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Οι πολιτικοί και των δύο πλευρών συνέχισαν να επιβάλλουν την πόλωση, παρουσιάζοντας στο κοινό μια επιλογή μεταξύ «ναζί και ληστών» (Ryabchuk 2014).

Στη διεθνή διάσταση της σύγκρουσης πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Η πρώτη ενεπλάκη κυρίως σε συμβολικό επίπεδο, με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ να έρχεται προσωπικά για να μοιράσει τρόφιμα στους διαδηλωτές του Ευρωμαϊντάν. Η εμπλοκή της Ρωσίας ξεπέρασε τις συμβολικές χειρονομίες: σε πρώιμο στάδιο των διαδηλώσεων, προσέφερε στον Γιανουκόβιτς δάνειο ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έκπτωση στο φυσικό αέριο χωρίς όρους όσον αφορά τη δημοσιονομική πειθαρχία (Svoboda 2019). Όταν η βοήθεια αυτή απέτυχε να αποτρέψει την πτώση του Γιανουκόβιτς, η Ρωσία έστειλε κρυφά στρατεύματα για να προσαρτήσει την Κριμαία και ανέπτυξε ένοπλους φιλορώσους αυτονομιστές και στρατιωτικούς εκπαιδευτές στην περιοχή του Ντονμπάς.

Οι πρόωρες προεδρικές εκλογές του Μαΐου οδήγησαν στη νίκη του Πέτρο Ποροσένκο, ενός ρωσόφωνου «πορτοκαλί» ολιγάρχη με πολύ μετριοπαθή πολιτική εικόνα. Η νέα κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει τις πολιτικές αναταραχές, τις στρατιωτικές συγκρούσεις και την καταρρέουσα οικονομία.

 

Η νέα διάρθρωση του χάσματος

Η στρατιωτική πολιτική σύγκρουση αναδιάρθρωσε ριζικά την ταυτοτική αμφιταλάντευση που καθόριζε την προ του Μαϊντάν συγκυρία. Η νίκη του Ποροσένκο στον πρώτο γύρο των εκλογών κατέστη δυνατή χάρη στη μαζική αποχή στις πυκνοκατοικημένες «λευκο-μπλε» περιοχές στα ανατολικά και τα νότια. Περίπου το 25% των ψηφοφόρων του Γιανουκόβιτς το 2010 είχαν αποκλειστεί από την ψηφοφορία λόγω της σύγκρουσης – ο αριθμός τους ισοδυναμούσε με το σύνολο των ψηφοφόρων που ζούσαν σε τρεις δυτικές περιοχές. Η νέα ισορροπία απέτρεψε με μαθηματική ακρίβεια την εκλογική νίκη μιας πολιτικής δύναμης που απευθυνόταν κυρίως στους ψηφοφόρους της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Ως αποτέλεσμα, η επανένταξη των αποσχισθέντων περιοχών που κατείχαν οι αυτονομιστές ήταν αντικειμενικά αντίθετη με τα συμφέροντα μιας «εθνικοδημοκρατικής» κυβέρνησης που αποσκοπούσε στην εδραίωση της εξουσίας μέσω της επιλεκτικής ενσωμάτωσης του εκλογικού δικαιώματος (D’Anieri 2018).

Στο επίκεντρο του νέου ηγεμονικού μπλοκ που προσπάθησε να οικοδομήσει η ελίτ βρισκόταν η πίστη στο ίδιο το γεγονός του Ευρωμαϊντάν και όχι σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Η προσωπική παρουσία στις διαδηλώσεις μετατράπηκε σε αίσθηση του ανήκειν στο πολιτικό έθνος, αποτελώντας το κύριο σμιτιανό πολιτικό κριτήριο που δομεί την Ουκρανία μετά το Μαϊντάν (Zhuravlev 2015). Το νέο δομικό χάσμα, ως εκ τούτου, βρισκόταν μεταξύ των «ενεργών» πολιτών που ήταν πιστοί στο Ευρωμαϊντάν (βετεράνοι πολέμου, πολίτες-εθελοντές) και του υπόλοιπου πληθυσμού, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η «παθητικότητα». Εντός του «ενεργού» πυρήνα, ένα άλλο χάσμα χώριζε τους κομματικούς υποστηρικτές των φιλελεύθερων οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που υποστηρίζονται από τις δυτικές κυβερνήσεις, από τη μία πλευρά, και τις συντηρητικές εθνικιστικές δυνάμεις, συμμαχικές με την εθνική αστική τάξη, από την άλλη (Rakhmanov 2017: 66).

 

Ukraine 12

Ο Πέτρο Ποροσένκο κατά τη διάρκεια του Ευρωμαϊντάν. Φωτογραφία: Yevhen Maloletka

 

Τα εθνικιστικά κινήματα, που προηγουμένως ήταν περιθωριακά στην κυρίαρχη πολιτική, έγιναν σημαντικό στοιχείο και στα δύο στρατόπεδα. Έχοντας χτιστεί σε πατρωνιστικές πυραμίδες τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, μπόρεσαν να αυξήσουν δραματικά την επιρροή τους, ακόμη και αν αυτό δεν μεταφράστηκε σε εκλογική επιτυχία (Gomza and Zajaczkowski 2019· Gorbach and Petik 2016). Διαθέτοντας σημαντικούς πόρους βίας αυτόνομα από το κράτος, ανέλαβαν τον ρόλο των εργολάβων της πολιτικής βίας (Gorbach 2018).

Τα ολιγαρχικά δίκτυα παρέμειναν παρά τις αντιολιγαρχικές αφηγήσεις του Ευρωμαϊντάν (Kostiuchenko and Melnykovska 2019). Σε αντίθεση με την Πορτοκαλί Επανάσταση, το Ευρωμαϊντάν δεν έκανε ούτε καν συμβολικά βήματα προς το άνοιγμα της οικονομίας στον ανταγωνισμό του ξένου κεφαλαίου. Το 2017, το 62% των μεγαλύτερων εταιρειών στην Ουκρανία ανήκε σε εγχώριους καπιταλιστές, σε σύγκριση με το 29% στην Πολωνία, το 3% στην Ουγγαρία και το 0% στη Σλοβακία (Rakhmanov 2017: 62).

 

Κρίση νομιμοποίησης

Η στρατιωτική πολιτική κρίση, η οποία προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική στασιμότητα μετά το 2012, προκάλεσε με τη σειρά της μια πλήρη οικονομική κατάρρευση. Εκτός από την κατεστραμμένη πρόσβαση στη ρωσική αγορά, η Ουκρανία αντιμετώπιζε άμεση απώλεια βιομηχανιών που βρίσκονταν στις εμπόλεμες περιοχές, έμμεσες δυσμενείς συνέπειες για τις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και τη γενική πίεση που ασκεί στην οικονομία μια στρατιωτική σύγκρουση. Οκτώ δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, τα οποία έλαβε η Ουκρανία από το ΔΝΤ το 2014 και το 2015, δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν τη δραστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος κατά 70%. Επιπλέον, η κυβέρνηση έπρεπε να συμφωνήσει σε σκληρά μέτρα λιτότητας που απαιτούσε το ΔΝΤ. Η άρση των ανώτατων ορίων της τιμής του φυσικού αερίου οδήγησε σε σχεδόν δεκαπλάσια αύξηση το 2014-2016. Αυτό αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος. Τα τιμολόγια κοινής ωφέλειας έγιναν μια από τις κύριες πολιτικές ανησυχίες του πληθυσμού, μαζί με τη στρατιωτική σύγκρουση και τα γλωσσικά ζητήματα.

Αντιμέτωπη με μια κρίση νομιμοποίησης, η κυβέρνηση αύξησε τα «κοινωνικά στάνταρ» μόλις το επέτρεψε η οικονομική συγκυρία, διπλασιάζοντας τον κατώτατο μισθό το 2016. Αυτό οδήγησε σε τεράστια αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών το 2016-2017 (Astrov et al. 2020). Το άλλο βήμα συνίστατο στην αναβάθμιση της σοβινιστικής ρητορικής. Ακολουθώντας τη λογική της δημόσιας σφαίρας μετά το Μαϊντάν, ο Ποροσένκο τήρησε σκληρή στάση στο ζήτημα της γλώσσας, ξεκίνησε την εκστρατεία «αποκομμουνισμού» και δρομολόγησε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης ουκρανικής ορθόδοξης εκκλησίας. Το κύριο σύνθημα της προεδρικής του εκστρατείας το 2019 ήταν «Γλώσσα! Στρατός! Πίστη!».

 

Ukraine 13

Μια διαφημιστική πινακίδα με το πολιτικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Πέτρο Ποροσένκο

 

Παρά τη σταθερή υποστήριξη του «ενεργού» τμήματος της ουκρανικής κοινωνίας που υπερεκπροσωπούνταν στα μέσα ενημέρωσης, ο Ποροσένκο υπέστη μια ταπεινωτική εκλογική ήττα, χάνοντας από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έναν κωμικό ηθοποιό χωρίς πολιτική εμπειρία. Στον επαναληπτικό γύρο με τον Ποροσένκο, έλαβε το πρωτοφανές 73% των ψήφων, διαγράφοντας το γεωγραφικό χάσμα που έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο επί δύο δεκαετίες. Το 25% των ψήφων του Ποροσένκο συγκεντρώθηκε κυρίως σε τρεις δυτικές περιοχές. Λίγους μήνες αργότερα, οι βουλευτικές εκλογές έφεραν υπερπλειοψηφία στο νεοσύστατο μη ιδεολογικό κόμμα του Ζελένσκι, συντρίβοντας τους τοπικούς επώνυμους που είχαν βασιστεί στην τοπική πατρωνία για ψήφους στις περιφέρειες που ήταν πλειοψηφία (Kudelia 2019). Η εκλογική εκκαθάριση της άρχουσας ελίτ ανέδειξε την οργανική κρίση, αλλά δεν έδειξε τρόπους εξόδου από αυτήν.

 

Συγχώνευση με τις αλυσίδες αξιών

Η κρίση ηγεμονίας συνοδεύτηκε από την εντεινόμενη κρίση συσσώρευσης. Η μείωση του κεφαλαίου παρέμεινε πολύ πάνω από το 50%. Ο εκσυγχρονισμός που πραγματοποιήθηκε αποσκοπούσε στη διατήρηση των τεχνολογιών από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στην ελαχιστοποίηση της ζήτησης εισροών, αντί να εισαγάγει νέες τεχνολογίες ή να στραφεί σε παραγωγή με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Το ποσοστό των μεταλλουργικών εγκαταστάσεων που λειτουργούσαν πέραν της προβλεπόμενης διάρκειας ζωής τους έφθασε το 65-70% (Shatokha et al. 2020). Η παραγωγή χάλυβα στην Ουκρανία έφθασε στο αποκορύφωμά της το 2007, μετά το οποίο η παγκόσμια οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς από τα νεόδμητα κινεζικά εργοστάσια ελαχιστοποίησαν το μερίδιο του ουκρανικού χάλυβα. Οι ουκρανικές χαλυβουργίες αντέδρασαν με την ολίσθηση προς τα κάτω στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, αυξάνοντας το μερίδιο των ημιτελών προϊόντων και των πρώτων υλών στις εξαγωγές τους.

Ταυτόχρονα, η ουκρανική οικονομία συνδέθηκε με άλλες αλυσίδες εμπορευμάτων, και συγκεκριμένα με τις γεωργικές. Η ύφεση του 2009 αντέστρεψε «τη βιομηχανοποιημένη δυναμική ανατολική περιοχή και την αγροτική δυτική περιοχή, που υστερούσε σε σχέση με την ανατολική, σε μια βιομηχανοποιημένη στάσιμη περιοχή και μια αγροτική αναπτυσσόμενη περιοχή αντίστοιχα» (Kallioras and Tsiapa 2015: 89). Η εθνική οικονομία αναπροσανατολίστηκε προς την παραγωγή σιτηρών και τις εξαγωγές.

 

Μετακίνηση προς τα έξω: Η δημογραφική απάντηση στην κρίση

Η συγκυρία της κρίσης μετά το Ευρωμαϊντάν έχει μια δημογραφική διάσταση. Έχοντας φθάσει στο ιστορικό μέγιστο των 52,2 εκατομμυρίων το 1993, μέχρι το 2019 ο ουκρανικός πληθυσμός είχε συρρικνωθεί στα 42,2 εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω είχε αυξηθεί από 18,7% σε 23,4%, ενώ το προσδόκιμο ζωής ήταν μόλις 72 χρόνια. Οι τάσεις αυτές επιδεινώθηκαν από την έλλειψη σημαντικών μεταναστευτικών πληθυσμιακών εισροών. Αντιθέτως, η Ουκρανία βιώνει μαζική μετανάστευση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.

 

Ukraine 14

Πολίτες της Ουκρανίας στο πολωνο-ουκρανικό συνοριακό σημείο διέλευσης «Yagodin-Dorogusk», 17 Απριλίου 2020. Αυτή την εποχή, πολλοί Ουκρανοί εποχικοί εργάτες επιστρέφουν από την Πολωνία για το Πάσχα. Φωτ: EPA-EFE / WOJTEK JARGILO

 

Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 έχουν υποστεί παρόμοια μαζική εκροή εργατικού δυναμικού, διορθώνοντας τα ελλείμματα της αγοράς εργασίας στη Δυτική Ευρώπη. Από το 2014, το ουκρανικό εργατικό δυναμικό εξαλείφει αποτελεσματικά αυτά τα ελλείμματα για τις αγορές εργασίας των χωρών αυτών. Η πλειονότητα των αδειών παραμονής στην ΕΕ που χορηγήθηκαν για πρώτη φορά το 2018 δόθηκαν σε Ουκρανούς, οι περισσότεροι από αυτούς πήγαν στην Πολωνία (Edwards 2020). Αφού 1,2 εκατομμύρια Πολωνοί εγκατέλειψαν τη χώρα την περίοδο 2002-2013, τη θέση τους πήραν 1-2 εκατομμύρια Ουκρανοί, οι οποίοι έφτασαν στην Πολωνία την περίοδο 2014-2019 (Growiec, Wyszynski και Strzelecki 2019).

 

Συμπέρασμα

Η ημιπεριφερειακή οικονομία της Ουκρανίας προέκυψε από ένα σύνολο διαρθρωτικών ανισοτήτων και εξαρτήσεων, οι οποίες καθόρισαν την πορεία που ακολούθησε για να ενταχθεί στις παγκόσμιες αγορές. Χαρακτηρίζεται από τη στενή διασύνδεση των τομέων του οικονομικού και του πολιτικού, και παραδειγματίζεται από τον όρο «ολιγάρχης». Ένας ολιγάρχης διαφέρει από έναν βεμπεριανό καπιταλιστή όχι μόνο ποσοτικά (από το επίπεδο συγκέντρωσης του κεφαλαίου) αλλά και ποιοτικά – από την ικανότητά του να διοικεί τους τυπικά ξεχωριστούς τομείς της πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης, συσσωρεύοντας κεφάλαιο με τη μετατροπή του από το ένα είδος στο άλλο.

Η ακραία συγκέντρωση του κεφαλαίου, τα ανεπαρκώς προστατευμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ο πολλαπλασιασμός των άτυπων διαύλων που συνδέουν το οικονομικό με το πολιτικό πεδίο ήταν τόσο αποτέλεσμα διαρθρωτικών παραγόντων όσο και αποτέλεσμα συνειδητών προσπαθειών για τη δημιουργία μιας εθνικής αστικής τάξης. Προέκυψε ως συγχώνευση της πατερναλιστικής βιομηχανικής νομενκλατούρας, που ενδιαφερόταν για την επιβίωση των επιχειρήσεών της, και των επιχειρηματιών που προσανατολίζονταν στο κέρδος και έλεγχαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις χρηματοοικονομικές ροές. Καθώς συγκέντρωναν ένα σημαντικό ποσό βιομηχανικών περιουσιακών στοιχείων, η πολιτική τους επιρροή αυξανόταν, φθάνοντας σε εθνική κλίμακα, στην οποία εισήλθαν σε ένα συνεκτικό πολιτικό σχηματισμό με επίκεντρο τον πρόεδρο Κούτσμα. Αυτή η διαμόρφωση μπόρεσε να οικοδομήσει ένα σχετικά ανθεκτικό ηγεμονικό μπλοκ με τον προσεταιρισμό των εργαζομένων των ολιγαρχικών βιομηχανικών επιχειρήσεων και των εξαρτημένων από την κυβέρνηση δημόσιων υπαλλήλων. Οι υλικοί πόροι για τη διασφάλιση αυτών των δεσμών εξασφαλίστηκαν από την παγκόσμια έκρηξη των εμπορευμάτων που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Η προκύπτουσα στρατηγική συσσώρευσης βασίστηκε στη χρήση των υλικών περιουσιακών στοιχείων που είχαν συσσωρευτεί κατά τη σοβιετική εποχή. Η χρήση υπεράκτιων παραδείσων επέτρεψε στους ολιγάρχες όχι μόνο να προστατεύσουν καλύτερα τα περιουσιακά τους δικαιώματα αλλά και να ελαχιστοποιήσουν τον όγκο των φορολογικών τους εισφορών. Οι ρυθμίσεις αυτές συνέβαλαν στην εξασφάλιση ενός άνετου επιπέδου κερδοφορίας. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική του σύντομου δρόμου [satisficing strategy] έθεσε τα ολιγαρχικά βιομηχανικά περιουσιακά στοιχεία καθώς και τις δημόσιες υπηρεσίες σε τροχιά συνεχούς υποχρηματοδότησης.

Πολιτικά, η κυβερνώσα νεοπατριμονική πυραμίδα προωθούσε κεντριστικές τεχνοκρατικές συμπεριφορές. Με την πάροδο του χρόνου, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα «εθνικοδημοκρατική» αντιπολίτευση που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των «μικρότερων» ολιγαρχών. Αυτή η αντιπολίτευση πήρε το πάνω χέρι το 2004, διέλυσε την ενιαία προεδροκεντρική πυραμίδα και καθιέρωσε τον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων πυραμίδων. Στη δημόσια σφαίρα, αυτός ο ανταγωνισμός αύξησε την ταυτοτική πόλωση με κάθε εκλογικό κύκλο.

Το τέλος της έκρηξης των εμπορευμάτων στις αρχές της δεκαετίας του 2010 συνέπεσε με μια σειρά άλλων κρίσεων. Η εθνογλωσσική πόλωση έφτασε σε μη βιώσιμα επίπεδα, απειλώντας το ίδιο το πολιτικό σύστημα που στηριζόταν σε αυτήν∙ ταυτόχρονα, το σύστημα υπονομεύτηκε από τις προσπάθειες του προέδρου να συγκεντρώσει τις νεοπατριμονικές πελατειακές εξαρτήσεις σε μία πυραμίδα, συγκεντρώνοντας εξουσία και περιουσιακά στοιχεία προς απογοήτευση των ολιγαρχών που έμειναν πίσω. Τέλος, ο ενδιάμεσος γεωπολιτικός χώρος μεταξύ δύο ανταγωνιστικών σχεδίων περιφερειακής ολοκλήρωσης έκλεισε, βάζοντας τέλος στην εποχή που η ουκρανική οικονομία μπορούσε να συνδυάσει πολλαπλούς παράγοντες στην εξωτερική της πολιτική. Η ασταθής πολιτικο-οικονομική συγκυρία διαλύθηκε πλήρως με την κρίση του Ευρωμαϊντάν και τη στρατιωτική σύγκρουση που ακολούθησε το 2014.

Ο νέος συσχετισμός δυνάμεων εξακολουθούσε να βασίζεται στην αρχή του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού των ολιγαρχικών πατρωνιακών πυραμίδων. Ωστόσο, απέκλεισε το «ανατολικοσλαβικό» εκλογικό σώμα από τη συμμετοχή, υποθέτοντας ότι ένα νέο ηγεμονικό μπλοκ θα μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικά στην «εθνοτική ουκρανική» ταυτότητα. Η αποτυχία των προσπαθειών για την οικοδόμηση μιας νέας ηγεμονικής συγκυρίας με βάση αυτές τις προϋποθέσεις έγινε εμφανής κατά τη διάρκεια των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του 2019. Ο πληθυσμός που αποκλείστηκε από το νέο ηγεμονικό σχέδιο το απέρριψε, ψηφίζοντας μαζικά έναν λαϊκιστή κωμικό, του οποίου η μόνη υπόσχεση ήταν η απομάκρυνση της παλιάς πολιτικής ελίτ. Αυτή η κρίση νομιμοποίησης αναδιαμόρφωσε για άλλη μια φορά το πολιτικό πεδίο, φέρνοντας αντιμέτωπη την ατομικοποιημένη πλειοψηφία των «λαϊκιστών» με το εθνικιστικό μπλοκ, το οποίο δεν απαρνήθηκε τις αξιώσεις του για την ανάληψη της εθνικής ηγεσίας. Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν έχει προσφέρει ένα πειστικό ηγεμονικό σχέδιο ικανό να προσεταιριστεί σημαντικά τμήματα της κοινωνίας και να προσδιορίσει μια στρατηγική συσσώρευσης στη νέα παγκόσμια οικονομική συγκυρία. Η πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 έλαβε χώρα σε αυτό το πλαίσιο του μεσοδιαστήματος, φέρνοντας μαζί της τη δυνατότητα να εδραιωθεί τελικά η κοινωνία πίσω από ένα ευρέως κοινό εθνικό σχέδιο, αλλά και την απειλή της πλήρους ανατροπής του.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Μέρος 1ο.

Denys Gorbach, “Ukrainian Political Economy: Property Regimes and Identity Cleavages”, Commons/Спільне, 5 Ιουνίου 2024, https://commons.com.ua/en/ukrayinska-politichna-ekonomiya-rezhimi-vlasnosti-ta-mnozhinni-identichnosti/.

Денис Горбач, «Українська політична економія: режими власності та множинні ідентичності», Commons/Спільне, 5 Ιουνίου 2024, https://commons.com.ua/uk/ukrayinska-politichna-ekonomiya-rezhimi-vlasnosti-ta-mnozhinni-identichnosti/.

Μέρος 2ο.

Denys Gorbach, “2004 and on: ‘Oligarchic Democracy’ and Crises”, Commons/Спільне, 11 Ιουνίου 2024, https://commons.com.ua/en/oligarhichna-demokratiya-ta-krizi/.

Денис Горбач, «2004 і далі: “Олігархічна демократія” та кризи», Commons/Спільне, 11 Ιουνίου 2024, https://commons.com.ua/ru/oligarhichna-demokratiya-ta-krizi/.

*

Σημειώσεις

[1] Denys Gorbach, The Making and Unmaking of the Ukrainian Working Class: Everyday Politics and Moral Economy in a Post-Soviet City, Berghahn Books, Νέα Υόρκη, Οξφόρδη 2024.

[2] [Σ.τ.Μ.:] s/(c+v), το ποσοστό κέρδους: c είναι το σταθερό κεφάλαιο, v το μεταβλητό κεφάλαιο (μισθοί) και s είναι η υπεραξία.

 

*

Βιβλιογραφία

Åslund, Anders, 2000, “Why Has Ukraine Failed to Achieve Economic Growth?”, σσ. 255–77 στο Economic reform in Ukraine: the unfinished agenda, Άρμοκ: M.E. Sharpe.

Astrov, Vasily, Sebastian Leitner, Isilda Mara, Leon Podkaminer, and Hermine Vidovic, 2020, Wage Developments in the Western Balkans, Moldova and Ukraine, Research report. 444. Βιέννη: The Vienna Institute for International Economic Studies.

Balmaceda, Margarita Mercedes, 2009, Energy Dependency, Politics and Corruption in the Former Soviet Union: Russia’s Power, Oligarchs’ Profits and Ukraine’s Missing Energy Policy, 1995-2006, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Routledge.

Cadier, David, 2014, “Eastern Partnership vs Eurasian Union? The EU-Russia Competition in the Shared Neighbourhood and the Ukraine Crisis”, Global Policy, 5: 76–85.

D’Anieri, Paul, 2007, “Ethnic Tensions and State Strategies: Understanding the Survival of the Ukrainian State”, Journal of Communist Studies and Transition Politics, 23(1): 4–29.

D’Anieri, Paul, 2018, “Gerrymandering Ukraine? Electoral Consequences of Occupation”, East European Politics and Societies: And Cultures.

De Menil, George, 2000, “From Hyperinflation to Stagnation”, Pp. 49–77 στο Economic reform in Ukraine: the unfinished agenda, Άρμοκ: M.E. Sharpe.

Edwards, Maxim, 2020, “Ukraine’s Quiet Depopulation Crisis”, The Atlantic, ανάκτηση 21 Μαρτίου 2020 (https://www.theatlantic.com/international/archive/2020/03/ukraine-eastern-europe-depopulation-immigration-crisis/608464/).

Fortescue, S., 2006. Russia’s Oil Barons and Metal Magnates: Oligarchs and the State in Transition. Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.

Gomza, Ivan, and Johann Zajaczkowski, 2019, “Black Sun Rising: Political Opportunity Structure Perceptions and Institutionalization of the Azov Movement in Post-Euromaidan Ukraine”, Nationalities Papers, 47(5): 774–800.

Gorbach, Denys, 2018. “Entrepreneurs of Political Violence: The Varied Interests and Strategies of the Far-Right in Ukraine”, OpenDemocracy. ανάκτηση 2 Μαΐου 2020 (https://www.opendemocracy.net/en/odr/entrepreneurs-of-political-violence-ukraine-far-right/).

Gorbach, Denys, and Oles Petik. 2016, “Azovskiy Shlyakh: Kak Ul’trapravoye Dvizheniye Boretsya Za Mesto v Politicheskom Menstrime Ukrainy (The Azov Road: How the Far Right Movement Fights for Its Place in Ukraine’s Political Mainstream)”, Forum Noveishei Vostochnoevropeiskoi Istorii i Kul’tury, 13(1).

Growiec, Jakub, Robert Wyszynski, and Pawel Strzelecki, 2019, “The Contribution of Immigration from Ukraine to Economic Growth in Poland”, σελ. 27 στο Warszawa.

Hale, Henry E., 2015, Patronal Politics: Eurasian Regime Dynamics in Comparative Perspective. Νέα Υόρκη, NY: Cambridge University Press.

Ilyin, Ilya, 2020, “K Voprosu o Spetsifike Ukrainskoy Natsionalnoy Burzhuazii [Σχετικά με το ζήτημα της ουκρανικής εθνικής αστικής τάξης]”, Commons, ανάκτηση 6 Μαΐου 2020 (https://commons.com.ua/uk/k-voprosu-o-specifike-ukrainskoj-nacionalnoj-burzhuazii/).

Ishchenko, Volodymyr, 2016, “Far Right Participation in the Ukrainian Maidan Protests: An Attempt of Systematic Estimation”, European Politics and Society, 17(4): 453–72.

Ishchenko, Volodymyr, and Yuliya Yurchenko, 2019, “Ukrainian Capitalism and Inter-Imperialist Rivalry”, Pp. 1–19 στο The Palgrave Encyclopedia of Imperialism and Anti-Imperialism, επιμέλεια I. Ness and Z. Cope, Cham: Springer International Publishing.

Jessop, Bob, 1983. “Accumulation Strategies, State Forms, and Hegemonic Projects”, Kalitalstate, 10:89–111.

Kallioras, Dimitris, and Maria Tsiapa, 2015, “The Regional Dimension of Economic Growth in Ukraine”, Eastern European Business and Economics Journal, 1(3): 71–95.

Kolodii, Serhii, Inna Kochuma, Anatoly Marenych, and Mykola Rudenko, 2018, “Features of Functioning National Model of Resource Economics in Ukraine”, Financial and Credit Activity: Problems of Theory and Practice, 4(27): 359–69.

Korostelina, Karina V., 2013, “Identity and Power in Ukraine”, Journal of Eurasian Studies, 4(1): 34–46.

Kostiuchenko, Tetiana, and Inna Melnykovska, 2019, “Sustaining Business-State Symbiosis in Times of Political Turmoil: The Case of Ukraine 2007-2018”, Jahrbuch Für Wirtschaftsgeschichte / Economic History Yearbook, 60(2):363–76.

Kozachenko, Ivan, 2019, “Fighting for the Soviet Union 2.0: Digital Nostalgia and National Belonging in the Context of the Ukrainian Crisis”, Communist and Post-Communist Studies.

Kudelia, Serhiy, 2010, “Betting on Society: Power Perceptions and Elite Games in Ukraine”, Pp. 160–89 στο Orange revolution and aftermath: mobilization, apathy, and the state in Ukraine, Woodrow Wilson Center Press, Ουάσινγκτον, Βαλτιμόρη: Woodrow Wilson Center Press: Johns Hopkins University Press.

Kudelia, Serhiy, 2012, “The Sources of Continuity and Change of Ukraine’s Incomplete State”, Communist and Post-Communist Studies, 45(3–4): 417–28.

Kudelia, Serhiy, 2014. “The House That Yanukovych Built”, Journal of Democracy, 25(3): 19–34.

Kudelia, Serhiy, 2019, “Rally around “Ze!” Flag: Ballots as Pitchforks in Ukraine’s Parliamentary Race”, PONARS Eurasia. ανάκτηση 8 Αυγούστου 2019 (http://www.ponarseurasia.org/point-counter/article/rally-around-ze-flag-ukraine-parliamentary-race).

Lankina, Tomila, and Alexander Libman, 2019, “Soviet Legacies of Economic Development, Oligarchic Rule and Electoral Quality in Eastern Europe’s Partial Democracies: The Case of Ukraine”, Comparative Politics.

Lytvyn, Volodymyr, 1994, Politychna Arena Ukraiiny: Diyovi Osoby Ta Vykonavtsi [Η πολιτική αρένα της Ουκρανίας: Χαρακτήρες και ερμηνευτές]. Κίεβο: Abrys.

Matuszak, Sławomir, 2012, The oligarchic democracy. The influence of business groups on Ukrainian politics, Βαρσοβία: Ośrodek Studiów Wschodnich im. Marka Karpia.

Melnykovska, Inna, 2015, “Big Business and Politics in Ukraine: The Evolution of State-Business Relations”, Emecon: Journal for Employment and Economy in Central and Eastern Europe, 5(1): 1–14.

Minakov, Mikhail, 2019, “Republic of Clans: The Evolution of the Ukrainian Political System”, Pp. 217–45 στο Stubborn structures: reconceptualizing post-communist regimes, Νέα Υόρκη: Central European University Press.

Paskhaver, Oleksandr, L. Verkhovodova, and K. Agieieva, 2007, Velykyi Ukrayinskyi Kapital: Vzaiemovidnosyny z Vladoiu i Suspilstvom [Το μεγάλο ουκρανικό κεφάλαιο: σχέσεις με τις αρχές και την κοινωνία]. Κίεβο: Dukh i Litera.

Pirani, Simon, Jonathan P. Stern, Katja Yafimava, and Oxford Institute for Energy Studies, 2009, The Russo-Ukrainian Gas Dispute of January 2009: A Comprehensive Assessment, Οξφόρδη: Oxford Institute for Energy Studies.

Polese, Abel, 2008, “‘If I Receive It, It Is a Gift; If I Demand It, Then It Is a Bribe’: On the Local Meaning of Economic Transactions in Post-Soviet Ukraine”, Anthropology in Action, 15(3).

Popov, Vladimir, 2020, A Myth of Soft Budget Constraints in Socialist Economies, MPRA Paper. 99769. Munich Personal RePEc Archive.

Porto, Tiago Couto, 2020, “Coalitions for Development: A New-Developmentalist Interpretation for the Abandonment of Industrial Capitalist from PT Political Coalition”, Brazilian Journal of Political Economy, 40(2): 355–75.

Pynzenyk, Viktor, 2000, “How to Find a Path for Ukrainian Reforms”, Pp. 78–93 in Economic reform in Ukraine: the unfinished agenda. Άρμοκ: M.E. Sharpe.

Rakhmanov, Oleksandr, 2017, “Sotsialnaya Osnova Oligarhicheskoy Sistemy v Ukraine [Η κοινωνική βάση του ολιγαρχικού συστήματος στην Ουκρανία]”, Sotsiologiya: Teoriya, Metody, Marketing, (3): 60–73.

Riabchuk, Mykola, 1992, “Two Ukraines?”, East European Reporter, 5(4).

Riabchuk, Mykola, 2015, “‘Two Ukraines” Reconsidered: The End of Ukrainian Ambivalence?: ‘Two Ukraines’ Reconsidered: The End of Ukrainian Ambivalence?”, Studies in Ethnicity and Nationalism, 15(1): 138–56.

Rojansky, Matthew A., 2014, “Corporate Raiding in Ukraine: Causes, Methods and Consequences”, Demokratizatsiya, 22(3): 411–43.

Ryabchuk, Anastasiya, 2014, “Right Revolution? Hopes and Perils of the Euromaidan Protests in Ukraine”, Debatte: Journal of Contemporary Central and Eastern Europe, 22(1): 127–34.

Scott, James C., 1976, The Moral Economy of the Peasant: Rebellion and Subsistence in Southeast Asia. Νιου Χέιβεν: Yale University Press.

Segura, Edilberto, Olga Pogarska, Oleg Ustenko, Larisa Kozyarivska, and Sergey Kasyanenko, 2009, Ukraine’s Financial Crisis: Past, Present and Future, Bleyzer Foundation.

Shevel, Oxana, 2014, “Memories of the Past and Visions of the Future: Remembering the Soviet Era and Its End in Ukraine”, Pp. 146–67 στο Twenty years after communism: the politics of memory and commemoration, Οξφόρδη: Oxford Univ. Press.

Shpek, Roman, 2000, “Priorities of Reform”, Pp. 29–46 στο Economic reform in Ukraine: the unfinished agenda, Άρμοκ: M.E. Sharpe.

Smahliy, Kateryna, 2006, “Patron-Kliyentarni Zvyazky Ta Prezydents’ki Vybory 2004 Roku [Οι πατρωνικές-πελατειακές σχέσεις και οι προεδρικές εκλογές του 2004 στην Ουκρανία]”, Ukrayina Moderna, (10): 140–58.

Svoboda, Karel, 2019, “On the Road to Maidan: Russia’s Economic Statecraft Towards Ukraine in 2013”, Europe-Asia Studies, 71(10): 1685–1704.

Tooze, J. Adam, 2018, Crashed: How a Decade of Financial Crises Changed the World, Νέα Υόρκη: Viking.

Van Zon, Hans, 1998, “The Mismanaged Integration of Zaporizhzhya with the World Economy: Implications for Regional Development in Peripheral Regions”, Regional Studies, 32(7): 607–18.

Varga, Mihai, 2011, “Political Involvement in Industrial Conflict in Ukraine during the World Economic Crisis, 2008-2010”, Emecon: Journal for Employment and Economy in Central and Eastern Europe, 1(1): 1–19.

Wanner, Catherine, 1998, Burden of Dreams: History and Identity in Post-Soviet Ukraine, University Park, Pa: Pennsylvania State Univ. Press.

Way, Lucan A., 2015, Pluralism by Default: Weak Autocrats and the Rise of Competitive Politics, Βαλτιμόρη, Μέριλαντ: Johns Hopkins University Press.

Yanitskiy, Andrei, and Graham Stack, 2018, Privatnaia Istoriia: Vzlet i Padenie Krupneishego Chastnogo Banka Ukrainy [Ιδιωτική ιστορία: Η άνοδος και η πτώση της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Ουκρανίας]. Kiev: Brait Star Pablishing.

Zhuk, S. I., 2010, Rock and Roll in the Rocket City: The West, Identity, and Ideology in Soviet Dniepropetrovsk, 1960-1985, Ουάσινγκτον: Baltimore, Md: Woodrow Wilson Center Press ; Johns Hopkins University Press.

Zhuravlev, Oleg, 2015, “From Presence to Belonging: Eventful Identity of Euromaidan”, Psychology. Journal of Higher School of Economics, (12(3)): 69–85.

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 28 Αυγούστου 2024 11:44

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.