Κυριακή, 16 Απριλίου 2023 00:15

Επανεξετάζοντας το «Η ηθική τους και η ηθική μας»

Καζιμίρ Μαλέβιτς, Σουπρεματισμός, 1915, ρωσικό Μουσείο, Πετρούπολη.

 

 

Samuel Farber

 

Επανεξετάζοντας το «Η ηθική τους και η ηθική μας»

 

 

Στα εξήντα και πλέον χρόνια που είμαι σοσιαλιστής, έχω ακούσει συντρόφους σοσιαλιστές να λένε σε αμέτρητες περιπτώσεις ότι ένα θέμα που συζητείται δεν περιλαμβάνει «ηθικό ζήτημα». Συνήθως είχαν δίκιο, κυρίως επειδή η ηγεμονική ατομικιστική αμερικανική πολιτική κουλτούρα προσεγγίζει όλα τα είδη των κοινωνικών ζητημάτων με ισχυρή προκατάληψη κατά των δομικών, και ιδιαίτερα των κοινωνικών ταξικών, εξηγήσεων της συμπεριφοράς, βασιζόμενη αντίθετα σε έννοιες ατομικής ευθύνης που τείνουν να διολισθαίνουν εύκολα σε ζητήματα ηθικής και ανηθικότητας. Για παράδειγμα, πάρτε την έννοια των «φτωχών που το αξίζουν». Αναπτύχθηκε αρχικά στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα για να περιορίσει την ιδιωτική και δημόσια βοήθεια σε εκείνους των οποίων η συμπεριφορά παρέμενε εντός των ορίων της «ηθικής» ατομικής συμπεριφοράς και όχι για να παρέχει τέτοια βοήθεια απλώς με βάση το εισόδημα ή την ταξική κατάσταση των δικαιούχων. Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αρκετές πολιτείες απαιτούν από τους δικαιούχους να εργάζονται έναν ορισμένο αριθμό ωρών για να «αξίζουν και να κερδίζουν» παροχές όπως το Medicaid.

Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μία περίπτωση που κάποιος σύντροφος σοσιαλιστής να δηλώνει ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν ή αφορούσε «ένα ηθικό ζήτημα». Μήπως επειδή δεν υπάρχουν «ηθικά ζητήματα» με τα οποία ασχολούνται οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές ακτιβιστές στην πολιτική τους ζωή; Αυτό δεν ισχύει καθόλου. Για παράδειγμα, έχω παραστεί σε αμέτρητες απεργιακές περιφρουρήσεις και έχω εντυπωσιαστεί από την ηθική αγανάκτηση της αντίδρασης των απεργών (και των υποστηρικτών τους) σε απεργοσπάστες που διέσχιζαν ή επιχειρούσαν να διασχίσουν τις γραμμές περιφρούρησης. Κανένας ριζοσπάστης ή σοσιαλιστής άξιος του ονόματός της δεν θα θεωρούσε τέτοιες ενέργειες ή την έκφραση ηθικών συναισθημάτων που συνήθως συνοδεύουν τις απεργιακές δράσεις λανθασμένες, ακόμη και αν εκφράζουν πρωτίστως μια ηθική αγανάκτηση. Φυσικά, η απεργοσπασία θα πρέπει επίσης να αναλύεται και με άλλους εκτός από ηθικούς όρους, όπως για παράδειγμα, όταν η αύξηση του αριθμού των απεργοσπαστών που προέρχονται από τις τάξεις των απεργών υποδηλώνει την αποδυνάμωση της απεργίας. Παρ’ όλα αυτά, στο πλαίσιο της μάχης, υπάρχει μια ισχυρή ηθική συνιστώσα στο παλιό ερώτημα «με ποια πλευρά είσαι;». Αυτό που ισχύει για τις απεργίες ισχύει και για πολλές άλλες καταστάσεις, όπως όταν πρώην ριζοσπάστες και αριστεροί άνθρωποι αλλάζουν στρατόπεδο, μια πράξη που συνήθως αναφέρεται ως προδοσία, που αποτελεί την πιο καθαρή ηθική καταγγελία που μπορεί να υπάρξει.

Γιατί τότε πολλοί αριστεροί, ειδικά εκείνοι που, κατά ειρωνεία της τύχης, έχουν πολιτικοποιηθεί πρωτίστως από ηθικές ανησυχίες, είναι τόσο απρόθυμοι να ονομάσουν τα ηθικά ζητήματα με το όνομά τους, όταν η ηθική είναι σχετική και μπορεί να είναι ακόμη και η πιο σημαντική πτυχή της εκάστοτε κατάστασης; Ίσως πολλοί ριζοσπάστες και σοσιαλιστές φοβούνται ότι η επίκληση της ηθικής σε οποιαδήποτε μορφή μπορεί να τους στιγματίσει με μια συσχέτιση με τη φιλελεύθερη πολιτική, παρόλο που η φιλελεύθερη προσέγγιση της πολιτικής είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη των επαναστατών και των μαρξιστών. Το πιο σημαντικό είναι ότι πολλοί σοσιαλιστές και ριζοσπάστες μπορεί να διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ηθικές κατηγορίες όπως η δικαιοσύνη, επειδή υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέρριψαν τη χρήση ηθικών και δεοντολογικών κατηγοριών. Υπήρχαν διάφοροι λόγοι για την προσέγγιση του Μαρξ και του Ένγκελς, αλλά κυρίως, έβλεπαν τις ηθικές κατηγορίες να υπονομεύουν την υλιστική βάση της κριτικής τους στον καπιταλισμό με τους δικούς του συστηματικούς όρους, σε αντίθεση με τις κενές επικλήσεις σε αιώνια, ανιστορικά θέματα όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφοσύνη.

Αυτά τα ζητήματα έχουν συζητηθεί σε βάθος και εκτενώς από τους μαρξιστές φιλοσόφους εδώ και πολλά χρόνια και είναι πολύ πιο περίπλοκα από ό,τι μπορεί να υποδηλώνουν οι απλοϊκές «μαρξιστικές» απορρίψεις in toto της ηθικής και δεοντολογικής σκέψης. Ο Βρετανός φιλόσοφος Νόρμαν Γκέρας, όταν ήταν ακόμα μαρξιστής, ανέλυσε σχολαστικά και αυστηρά αυτό το ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές απόψεις άλλων μαρξιστών φιλοσόφων. Ο Γκέρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μαρξ, ενώ «αποκηρύσσει, όταν δεν γελοιοποιεί δραστικά οποιαδήποτε προσκόλληση σε ιδέες και αξίες, ... είναι ωστόσο αρκετά ελεύθερος στη διατύπωση κριτικών κανονιστικών κρίσεων, [και είναι] συγγραφέας ενός λόγου που είναι γεμάτος με τα σημάδια μιας έντονης ηθικής δέσμευσης». Για παράδειγμα, ο Μαρξ μιλούσε επανειλημμένα για την καπιταλιστική ιδιοποίηση της υπεραξίας με ηθικά φορτισμένους όρους όπως «ληστεία» και «κλοπή». Ομοίως, όταν συζητούσε για την πρωταρχική καπιταλιστική συσσώρευση, ο Μαρξ υποστήριζε ότι τον μεγαλύτερο ρόλο δεν τον παίζουν το δικαίωμα και η εργασία, όπως στο ειδύλλιο της πολιτικής οικονομίας, αλλά «στην πραγματική ιστορία [η] κατάκτηση, η υποδούλωση, η ληστεία, ο φόνος, εν ολίγοις η βία»[1].

 

Ο Λέoν Τρότσκι και η πολιτική ηθική

Αν και οι θεωρίες και οι απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς για μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ηθικής και της δεοντολογίας, είχαν παγκόσμια επιρροή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι απόψεις και οι πρακτικές του Λέον Τρότσκι σχετικά με αυτά τα ζητήματα είχαν πιο άμεση πρακτική σημασία από εκείνες των Μαρξ και Ένγκελς, αν και ο Τρότσκι συμμεριζόταν, σε γενικές γραμμές, την κοινή ερμηνεία ότι η ηθική και η δεοντολογία δεν είχαν θέση στις μαρξιστικές αναλύσεις. Ο Τρότσκι ήταν ένας από τους κύριους ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης ως κύριος οργανωτής του Κόκκινου Στρατού και υπουργός Εξωτερικών ενός επαναστατικού καθεστώτος που προσπάθησε να εφαρμόσει στην πράξη τις διδασκαλίες των ιδρυτών του μαρξισμού, της σημαντικότερης σχολής του σοσιαλισμού. Ως σημαντικός ηγέτης της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Τρότσκι ήταν πολιτικά υπεύθυνος για αρκετές εξαιρετικά αμφιλεγόμενες ενέργειες εκ μέρους της σοβιετικής κυβέρνησης που είχαν πολύ σημαντικές ηθικές συνέπειες, όπως η ανεξέλεγκτη και παράνομη δράση της μυστικής αστυνομίας (Τσεκά) και η καταστολή της εξέγερσης των ναυτών της Κρονστάνδης τον Μάρτιο του 1921. Ανέλαβε αμέσως την πολιτική ευθύνη για τα γεγονότα αυτά και συνέχισε να το κάνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιπλέον, δεν διόρθωσε ποτέ τον πρώιμο ψευδή ισχυρισμό του ότι οι εξεγερμένοι της Κρονστάνδης αγωνίζονταν για «Σοβιέτ χωρίς κομμουνιστές». Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος στη φρουρά υποστήριζε ενεργά το πρόγραμμα των εξεγερμένων.

Ένα αποτέλεσμα της καταστολής αυτής της εξέγερσης ήταν ότι προκάλεσε έντονες αντιρρήσεις, τότε και χρόνια αργότερα, όχι μόνο από τους συνήθεις αντιπάλους του σοβιετικού καθεστώτος από τη δεξιά αλλά και από διάφορες πλευρές της αριστεράς. Όπως διηγείται ο Ισαάκ Ντόιτσερ, ο σημαντικότερος βιογράφος του Τρότσκι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1937-1938, ένας αριθμός συγγραφέων που είχαν συνδεθεί σε κάποια στιγμή με την αντισταλινική μαρξιστική αριστερά, όπως ο Βίκτορ Σερζ, ο Μπόρις Σουβάριν, ο Άντον Τσίλιγκα και ο Μαξ Ίστμαν, έθεσαν, με επικριτικό τρόπο το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης του Τρότσκι για την καταστολή της εξέγερσης των ναυτών στη ναυτική βάση της Κρονστάνδης, και αναρωτήθηκαν επίσης για τη σημασία αυτού του γεγονότος στην εξήγηση του εκφυλισμού της Ρωσικής Επανάστασης και της ανόδου του σταλινισμού. (Isaac Deutscher, The Prophet Outcast, Trotsky 1929-1940, τόμος ΙΙΙ, 436.) Λίγους μήνες αργότερα, το 1938, ο Τρότσκι απάντησε σε αυτούς τους επικριτές στο Η ηθική τους και η ηθική μας, ένα φυλλάδιο σαράντα σελίδων. Σε σύγκριση με τα μεγάλα ιστορικά και πολιτικά έργα του Τρότσκι, αυτό ήταν μικρό σε έκταση και ποιότητα, αλλά πολύ σημαντικό ως προς το θέμα του.

Ορισμένες από τις αντιρρήσεις που προβάλλουν οι επικριτές του φυλλαδίου δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πειστικές, όπως ο ισχυρισμός ότι το φυλλάδιο εγκρίνει την ιδέα ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αξίζει να σημειωθεί ότι η κύρια αντίρρηση του γνωστού Αμερικανού φιλοσόφου Τζον Ντιούι για την προσέγγιση του Τρότσκι δεν αφορούσε καθόλου το ζήτημα των μέσων και των σκοπών, ως τέτοιο, αλλά αφορούσε αυτό που θεωρούσε ως a priori και αδικαιολόγητη επιλογή του Τρότσκι της ταξικής πάλης ως το κύριο μέσο για την επίτευξη των επιθυμητών σκοπών της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι υπάρχει μια «διαλεκτική αλληλεξάρτηση σκοπών και μέσων» και υποστήριζε ότι οι σκοποί είναι δικαιολογημένοι αν οδηγούν στην ενίσχυση της εξουσίας των ανθρώπων πάνω στη φύση και στην κατάργηση της εξουσίας ορισμένων ανθρώπων πάνω σε άλλους. Όσον αφορά τα μέσα που οδηγούν στους επιθυμητούς επαναστατικούς σκοπούς, ο Τρότσκι υποστήριξε περαιτέρω ότι εκείνα τα μέσα είναι επιτρεπτά που πραγματικά (η έμφαση του Τρότσκι) οδηγούν στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας, και δήλωσε ότι «επιτρεπόμενα και αναγκαία... είναι εκείνα και μόνο εκείνα τα μέσα που συνενώνουν το επαναστατικό προλεταριάτο, γεμίζουν την καρδιά του με ασυμφιλίωτη εχθρότητα στην καταπίεση, του διδάσκουν την περιφρόνηση στην επίσημη ηθική και τα δημοκρατικά της φερέφωνα, το διαποτίζουν με τη συνείδηση της ιστορικής του αποστολής, δυναμώνουν το θάρρος του και το πνεύμα αυτοθυσίας στον αγώνα». Ο Τρότσκι καταλήγει με τον ισχυρισμό ότι:

«ο μεγάλος επαναστατικός σκοπός αποκρούει περιφρονητικά εκείνα τα χυδαία μέσα και τους τρόπους που στρέφουν ένα τμήμα της εργατικής τάξης ενάντια σε άλλα τμήματά της ή που επιχειρούν να κάνουν τις μάζες ευτυχισμένες χωρίς τη δική τους συμμετοχή ή ελαττώνουν την πίστη των μαζών στον εαυτό τους και στην οργάνωσή τους, αντικαθιστώντας την με τη λατρεία των “αρχηγών”. Πρωταρχικά και ασυμφιλίωτα, η επαναστατική ηθική απορρίπτει τη δουλοπρέπεια απέναντι στην μπουρζουαζία και την υπεροψία απέναντι στους εργαζόμενους» (41)[2].

Το φυλλάδιο του Τρότσκι δεν συζητούσε συγκεκριμένα τα γεγονότα της Κρονστάνδης ή τις επικρίσεις που είχε δεχτεί λίγους μήνες νωρίτερα. Υπό το φως των παραπάνω επιχειρημάτων του Τρότσκι, τίθεται το ερώτημα ποια σχέση έχουν οι ως επί το πλείστον έγκυρες αλλά συχνά αφηρημένες αντιλήψεις του Τρότσκι σχετικά με το ποια μέσα είναι επιτρεπτά σε έναν επαναστατικό αγώνα με τις πολύ συγκεκριμένες επικρίσεις για συγκεκριμένες πράξεις και θηριωδίες που διέπραξε η επαναστατική κυβέρνηση στην Κρονστάνδη ή, μπορώ να προσθέσω, σε μεγάλο αριθμό άλλων καταστάσεων. (Συζήτησα εκτενώς ορισμένες από αυτές στο βιβλίο Πριν από τον Σταλινισμό: Η άνοδος και η πτώση της σοβιετικής δημοκρατίας[3], όπως η συνεχιζόμενη, ανοιχτά παράνομη συμπεριφορά της Τσέκα). Έτσι, για να τα βάλει σοβαρά με τους επικριτές του, ο Τρότσκι θα έπρεπε να είχε περιγράψει τη θέση του σχετικά με τις συγκεκριμένες μπολσεβίκικες πρακτικές για τις οποίες κατηγορήθηκε η κυβέρνησή του, όπως ακριβώς απάντησε λεπτομερώς στις σταλινικές συκοφαντίες και δυσφημίσεις εναντίον του στην Εξεταστική Επιτροπή του 1937 με επικεφαλής τον Τζον Ντιούι, αντί να αποφεύγει αυτά τα ζητήματα, όπως έκανε στο Η ηθική τους και η ηθική μας. Ωστόσο, ο Τρότσκι αντιμετώπισε αργότερα δύο από αυτά τα συγκεκριμένα ζητήματα (την απουσία δημόσιων δικών και τη σύλληψη ομήρων), τουλάχιστον ρητορικά, σε μια μεταγενέστερη μπροσούρα, Ηθικολόγοι και συκοφάντες ενάντια στο μαρξισμό, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1939.

Κάποιες από τις πρακτικές της ηγεσίας των Μπολσεβίκων ήταν περισσότερο υπερασπίσιμες από άλλες. Έτσι, όπως υποστήριξε ο Τρότσκι στο φυλλάδιο του Ιουνίου 1939, η σύλληψη ομήρων για να ανταλλαγούν με αιχμαλώτους που είχαν συλληφθεί από τον εχθρό, ή για άλλες παραχωρήσεις από αυτόν, βασιζόταν, ή θα μπορούσε να βασιστεί, στην αρχή της επιλεκτικότητας και όχι στην αδιάκριτη σύλληψη πραγματικών ή υποτιθέμενων εχθρών. Ακόμη και η δολοφονία του τσάρου και της οικογένειάς του είχε τουλάχιστον μια λογική βάση, δεδομένης της σημασίας ακόμη και των νεότερων απογόνων του τσάρου ως φορέων της μοναρχικής νομιμότητας και συμβόλων συσπείρωσης της λευκής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλες εκτιμήσεις σχετικές με το κατά πόσον η οικογένεια του τσάρου έπρεπε να εκτελεστεί, ιδίως επειδή επρόκειτο για παιδιά. Αλλά ποια πιθανή δικαιολογία θα μπορούσε να δώσει ο Τρότσκι για την ευρέως διαδεδομένη κυβερνητική πρακτική της συλλογικής τιμωρίας με βάση την ένταξη των ανθρώπων σε ορισμένες κοινωνικές τάξεις και εθνοτικές ομάδες και όχι με βάση την πραγματική τους συμπεριφορά; (Αυτή η τιμωρία ήταν πολύ διαφορετική από την εθνικοποίηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας ορισμένων από αυτούς τους ανθρώπους). Ένα παράδειγμα ήταν η Κόκκινη Τρομοκρατία, που θεσμοθετήθηκε από τον Λένιν στην Πετρούπολη το 1918 ως απάντηση στη δολοφονία σημαντικών ηγετών των Μπολσεβίκων. Οι άνθρωποι στοχοποιήθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, με βάση το ποιοι ήταν και όχι τι είχαν κάνει ή τι ετοιμάζονταν να κάνουν∙ πολλοί άνθρωποι με αστικό υπόβαθρο τιμωρήθηκαν παρόλο που στην πραγματικότητα συνεργάζονταν με την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς στο βιβλίο του Οι Μπολσεβίκοι στην εξουσία[4], στις πολιτικές μη διάκρισης της Κόκκινης Τρομοκρατίας αντιτάχθηκε ακόμη και ένα σημαντικό μέρος της τοπικής ηγεσίας των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, το περίφημο κριτήριο της επιλεκτικότητας του Τρότσκι παραβιάστηκε όχι μόνο στην πράξη αλλά και επί της αρχής.

Συνήθως υποστηρίζεται, και δικαίως, ότι οι αυθεντικά λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις θα εμπλακούν αναπόφευκτα σε υπερβολές, με την έννοια ότι ο μαζικός θυμός και η αγανάκτηση κατά των κυρίαρχων και καταπιεστικών ομάδων τυφλώνει τους ανθρώπους, συνήθως στιγμιαία, ως προς τα καλύτερα συμφέροντα και τους στόχους του επαναστατικού κινήματος, πόσο μάλλον ως προς σκέψεις απλής ανθρωπιάς. Αλλά οι εκφράσεις της «κανονικής» θεσμικής επαναστατικής κυβερνητικής πολιτικής δεν είναι τέτοιες «υπερβολές».

Ίσως προλαβαίνοντας τέτοιες επικρίσεις, ο Τρότσκι ισχυρίζεται στο βιβλίο Η ηθική τους και η ηθική μας, ότι «δεν μπορεί να δώσει μια έτοιμη απάντηση στο ερώτημα τι είναι επιτρεπτό και τι δεν είναι επιτρεπτό σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Δεν μπορεί να υπάρχουν τέτοιες αυτόματες απαντήσεις. Τα προβλήματα της επαναστατικής ηθικής είναι συνυφασμένα με τα προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής» (41) [5]. Εδώ ο Τρότσκι επιδίδεται τόσο σε υπεκφυγές όσο και σε σοφιστείες. Κανένας επαναστάτης παρτιζάνος που πατάει με τα πόδια στο έδαφος δεν θα πρότεινε ότι ηγέτες όπως ο Τρότσκι θα έπρεπε ή θα μπορούσαν να συντάξουν έναν κατάλογο με κάθε πιθανή παράβαση σε κάθε πιθανή κατάσταση, ειδικά όταν γνωρίζουμε ότι ο χαρακτήρας μιας πράξης επηρεάζεται αναπόφευκτα από το πλαίσιο της. Αλλά είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Τρότσκι δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα ή δύο παραδείγματα ενεργειών που δεν ήταν επιτρεπτές κάτω από οποιεσδήποτε πιθανές συνθήκες. Υπάρχουν, για παράδειγμα, κάποια πιθανά «προβλήματα επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής» που θα καθιστούσαν επιτρεπτούς τους βιασμούς από στρατιώτες (μια φρικτή αλλά συχνή συνέπεια των πολέμων) ή τα σκόπιμα σωματικά βασανιστήρια; Αν όχι, γιατί δεν λέγεται ανοιχτά και ρητά στο πλαίσιο της συζήτησης για «την ηθική τους και την ηθική μας»;

Οι ανυπόστατες θέσεις του Τρότσκι σε αυτά τα δύο φυλλάδια τον αναγκάζουν σε ψευδείς ισοδυναμίες για να δικαιολογήσει μια στάση που θα μπορούσε ίσως να περιγραφεί ως «ηθικός μηδενισμός». Έτσι, στο βιβλίο Ηθικολόγοι και συκοφάντες ενάντια στο μαρξισμό, όταν συζητά τη σύλληψη μη μαχητών κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, ο Τρότσκι θέτει το ζήτημα για τις «δεκάδες χιλιάδες που είχαν εξαπατηθεί ή είχαν επιστρατευτεί με τη βία» στο στρατό του Φράνκο στην Ισπανία. Εδώ, ο Τρότσκι αγνοεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: Αυτοί που εξαναγκάστηκαν να πολεμήσουν για τον Φράνκο πολεμούσαν, σε τελική ανάλυση, ενάντια στους δημοκρατικούς στρατούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αγνοήσουν αυτή την πραγματικότητα και έπρεπε να αντεπιτεθούν. Αυτή η κατάσταση στην Ισπανία ήταν πολύ διαφορετική από την κατάσταση των μη μαχητών αλλού, οι οποίοι δεν ανάγκαζαν, λόγω της συμπεριφοράς τους, κανέναν να αντεπιτεθεί.

Μια παρόμοια προσέγγιση ήταν εμφανής στον ισχυρισμό του Τρότσκι, στην ίδια μπροσούρα, ότι «οι δημόσιες δίκες είναι δυνατές μόνο στις συνθήκες σταθερού καθεστώτος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια κατάσταση υπέρτατης αστάθειας της κοινωνίας και του κράτους ... είναι αδύνατο να αποκαλύψεις σε δημόσιες δίκες τις συνθήκες και τις περιστάσεις των συνωμοσιών, γιατί οι τελευταίες αυτές είναι άρρηκτα δεμένες με την πορεία του εμφυλίου πολέμου»[6]. Ο Τρότσκι θα μπορούσε να είχε διατυπώσει καλύτερη επιχειρηματολογία αν είχε υποστηρίξει ότι οι ποινές φυλάκισης μπορούν να καταστούν άνευ νοήματος σε καταστάσεις «μετακινούμενου μετώπου» και ότι η θανατική ποινή μπορεί δυστυχώς να είναι η μόνη ουσιαστική ποινή που μπορεί να δώσει ένα επαναστατικό δικαστήριο σε αυτές τις εξαιρετικά ασταθείς συνθήκες. Αλλά όπως υποστήριξε ο Βίκτορ Σερζ το 1940 (Ανέκδοτο χειρόγραφο για «την ηθική τους και την ηθική μας»)[7], «Κατά τη διάρκεια του [ρωσικού] εμφυλίου πολέμου υπήρχε τέλεια τάξη πίσω από το ίδιο το μέτωπο, στο εσωτερικό της σοβιετικής επικράτειας. ... Τίποτα δεν εμπόδιζε τη λειτουργία κανονικών δικαστηρίων, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών, ενώπιον των οποίων οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να έχουν τους δικούς τους δικηγόρους παρόντες και να παρουσιαστούν στο φως της ημέρας».

 

Ο Οιονεί-Γιακοβινισμός του Τρότσκι (και του Λένιν)

Οι υπεκφυγές και οι σοφιστείες του Τρότσκι κατά τη συζήτηση της επαναστατικής ηθικής δεν θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως αβλεψία ή ελάττωμα, αλλά μάλλον ως έκφραση αυτού που ονομάζω «οιονεί γιακοβινιστική» πολιτική του (και του Λένιν). Με αυτό δεν εννοώ απαραίτητα την πραγματική πολιτική των Γιακοβίνων στη Γαλλική Επανάσταση, αλλά μάλλον μια πολιτική παράδοση που βασίζεται σε αυτό που ορισμένοι αριστεροί αντιλαμβάνονταν ως την ουσία του Γιακοβινισμού, κυρίως την ιδέα ότι δεν πρέπει να υπάρχουν όρια στις ενέργειες που οι επαναστάτες θεωρούν απαραίτητες για την επιτυχία της επανάστασης. Η επαναστατική επιτυχία οριζόταν συνήθως από ορισμένους μαρξιστές ως η κατάληψη και η διατήρηση της εξουσίας από το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης (η αναφορά στην εργατική τάξη εδώ είναι ο λόγος για τον οποίο αποκαλώ αυτό το είδος σκέψης «οιονεί γιακοβινισμό»). Αυτό θα εξηγούσε γιατί ο Τρότσκι αντιδρούσε στην ανάληψη οποιασδήποτε δέσμευσης για την αποφυγή ορισμένων ενεργειών, ακόμη και αν αυτές ήταν αρκετά μηδαμινές από την άποψη της στρατιωτικής τους σημασίας και των συνεπειών τους. Αυτή η οπτική δεν έδινε καμία σημασία στο γεγονός ότι η επιτυχία στην κατάληψη και/ή στην κατοχή της εξουσίας δεν αποτελεί από μόνη της σαφή ένδειξη του ποιος κατέχει την εξουσία. Οι στρατιωτικά επιτυχημένες ενέργειες μπορούν να συμβάλουν στη μετατροπή ενός κινήματος από την αρχική του πολιτική σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο, η «οιονεί γιακοβίνικη» προσέγγιση του Τρότσκι δεν υιοθετήθηκε καθολικά από τους επαναστάτες μαρξιστές. Σίγουρα δεν ήταν η προσέγγιση του Μαρξ, του Ένγκελς ή της Λούξεμπουργκ, και ακόμη και ο ίδιος ο Τρότσκι απέρριψε μια τέτοια πολιτική όταν δημοσίευσε το φυλλάδιο Τα πολιτικά μας καθήκοντα[8] το 1904 (ως απάντηση στο βιβλίο του Λένιν, Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω), όπου ο Τρότσκι επικρίνει τον Λένιν ακριβώς για γιακοβινισμό.

Η άρνηση να δεχτούμε οποιουσδήποτε περιορισμούς σε ό,τι κάνουν οι επαναστάτες για να πετύχουν τη νίκη είναι στενά συνδεδεμένη με την απόρριψη από τον Λένιν και τον Τρότσκι κάθε είδους κανόνων, ακόμη και εκείνων που θέτουν όρους για την άρση τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Όπως σημείωσε ο μαρξιστής μελετητής Χαλ Ντρέιπερ, ο Λένιν υποστήριξε ήδη από τον Απρίλιο του 1906, στο φυλλάδιο Η νίκη των Καντέτων και τα καθήκοντα του εργατικού κόμματος, ότι τα σοβιέτ ή τα εργατικά συμβούλια που προέκυψαν το 1905 «ήταν μια δικτατορία σε εμβρυακή κατάσταση, επειδή η εξουσία αυτή δεν αναγνώριζε καμία άλλη εξουσία, κανέναν νόμο και κανένα κανόνα, από οποιονδήποτε και αν εκπορευόταν. Η απεριόριστη, η έξω από το νόμο, η στηριγμένη στη δύναμη, με την καθαυτό έννοια της λέξης, εξουσία – αυτό είναι ακριβώς δικτατορία»[9]. Επανεξετάζοντας μια άλλη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Λένιν σε αυτό το φυλλάδιο, ο Ντρέιπερ αναρωτήθηκε αν ένας όχλος λιντσαρίσματος δεν θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί παράδειγμα αυτού που ο Λένιν είχε ονομάσει «δικτατορία του λαού»[10]. Περισσότερα από 12 χρόνια αργότερα, ο Λένιν, επικεφαλής πλέον της επαναστατικής κυβέρνησης, εξακολουθούσε να ορίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου ως μια εξουσία που «κατακτήθηκε και διατηρείται με τη βία του προλεταριάτου πάνω στην αστική τάξη, εξουσία που δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο»[11].

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Λένιν έγραφε εδώ όχι μόνο για τον εμφύλιο πόλεμο που θεωρούσε πιθανό να αναπτυχθεί μετά τη νίκη της επανάστασης, αλλά και για τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Για έναν επαναστάτη μαρξιστή όπως ο Λένιν, ο όρος αυτός αναφερόταν σε μια μεταβατική εποχή που ενδεχομένως να διαρκεί πολλά χρόνια, μια μεγαλύτερη περίοδο από εκείνη του εμφυλίου πολέμου και της κοινωνικής αναταραχής που είναι πιθανό να ακολουθήσει αμέσως μετά τη βίαιη ανατροπή των παλαιών κυρίαρχων τάξεων. Φυσικά, όπως εξήγησα εκτενώς στο Πριν από τον Σταλινισμό (149-151), ο Λένιν υπερασπιζόταν μερικές φορές τους τυπικούς κανόνες, όπως, για παράδειγμα, ισχυριζόμενος ότι «ο κομματικός δεσμός... πρέπει να βασίζεται σε επίσημο, “γραφειοκρατικά” (από την άποψη του απειθάρχητου διανοούμενου) διατυπωμένο καταστατικό που μόνο η αυστηρή τήρησή του μας εξασφαλίζει από τον ετσιθελισμό και τις ιδιοτροπίες των στενών [άτυπων] ομίλων»[12].

Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μια πολιτική ιδεολογία που αντιτίθεται στους κανόνες θα ενθάρρυνε την αυθαιρεσία ως πολιτικό εργαλείο. Όπως γνωρίζουμε, ο αγώνας ενάντια στην αυθαιρεσία υπήρξε κεντρικό χαρακτηριστικό των αγώνων της εργατικής τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό. Ένα από τα κύρια καθήκοντα των μαχητικών εκπροσώπων των επιχειρήσεων είναι η επιβολή των κανόνων που προβλέπονται στη συλλογική σύμβαση, τους οποίους οι εργοδότες και οι προϊστάμενοι είναι επιρρεπείς στο να αγνοούν. Τι είναι, άλλωστε, η πολύτιμη αρχή της αρχαιότητας, αν όχι η αποτροπή της ευνοιοκρατίας που βασίζεται στα συμφέροντα, την ευκολία και τις ιδιοτροπίες της διοίκησης; Επιπλέον, στο πλαίσιο του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος θα συνέχιζε να υφίσταται τουλάχιστον στα πρώτα στάδια του σοσιαλισμού, οι κανόνες θα εξακολουθούσαν να είναι απαραίτητοι για την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων εκείνων των ανθρώπων που κάνουν τις πιο συνηθισμένες και λιγότερο απαιτητικές εργασίες. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι οι άνθρωποι που παίρνουν αποφάσεις και κάνουν την πιο ενδιαφέρουσα δουλειά θα κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν σε αυτές τις πλεονεκτικές θέσεις, ακόμη και αν δεν είναι καπιταλιστές ιδιοκτήτες ή διευθυντές των χώρων εργασίας τους.

 

Επαναστατικός σοσιαλιστικός πόλεμος και πόλεμος «ως συνήθως»

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο βιβλίο Η ηθική τους και η ηθική μας, ο Τρότσκι, ένας έμπειρος στρατιωτικός ηγέτης, υποστηρίζει ότι «διαφορετικές τάξεις στο όνομα διαφορετικών σκοπών μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιήσουν όμοια μέσα. Ουσιαστικά, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Οι στρατοί που συγκρούονται είναι πάντα λίγο ή πολύ συμμετρικοί. Αν δεν υπήρχε τίποτα κοινό στις μεθόδους πάλης τους, δεν θα μπορούσαν να καταφέρουν πλήγματα ο ένας στον άλλον». (14)[13] Υπήρχε αλήθεια σε αυτό που υποστήριζε εδώ ο Τρότσκι, αλλά μόνο μια μερική αλήθεια. Επιπλέον, αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσει τα χειρότερα είδη καταχρήσεων από τους ηγέτες των επαναστατικών στρατών. Ενώ τονίζει την ομοιότητα των μεθόδων μεταξύ των επαναστατών και των αντιδραστικών υπερασπιστών των υπαρχόντων συστημάτων, ο Τρότσκι δεν λέει τίποτα για τις κρίσιμες διαφορές στις μεθόδους πάλης που αναμένεται να επικρατήσουν και στις δύο πλευρές. Εξάλλου, ήταν ο ίδιος Τρότσκι που, στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία στο Μπρεστ Λιτόφσκ την άνοιξη του 1918, κάλεσε τους Γερμανούς στρατιώτες να ξεσηκωθούν ενάντια στους πολεμοκάπηλους στρατηγούς τους και να τερματίσουν τον πόλεμο με επαναστατικά μέσα, που δύσκολα αποτελεί σύνθημα του «κανονικού» πολέμου.

Πέρα από το κρίσιμο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο οι «τακτικοί» στρατοί διαφέρουν από τους επαναστατικούς στρατούς όσον αφορά τη φύση της εσωτερικής στρατιωτικής πειθαρχίας, η διεξαγωγή του πολέμου δεν είναι απλώς η χρησιμοποίηση μιας συλλογής «ουδέτερων» εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οποιαδήποτε πλευρά, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς σκοπούς που υπερασπίζεται η κάθε πλευρά. Η στρατιωτική στρατηγική και τακτική που προωθήθηκε από τον Γιόζεφ Στάλιν και από τους στρατηγούς του αμερικανικού Πενταγώνου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για καλούς όσο και για κακούς σκοπούς. Ο εσκεμμένος λιμός που προκάλεσε ο Στάλιν στην Ουκρανία το 1932 μπορεί να ήταν αποτελεσματικός για την προώθηση των πολιτικών και οικονομικών του σκοπών. Παρομοίως, τα «στρατηγικά χωριά» και η εκτεταμένη χρήση ναπάλμ εναντίον αμάχων μπορεί να προώθησαν τους στρατιωτικούς στόχους των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Αλλά τέτοιες τακτικές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση σοσιαλιστικών στόχων∙ αντίθετα, ήταν φρικτές πρακτικές στις οποίες οι σοσιαλιστές και οι δημοκράτες θα έπρεπε να είχαν αντιταχθεί ως τέτοιες. Ο κατάλογος αυτών των εσκεμμένων (ή τουλάχιστον συνειδητά ανεκτών) πρόσφατων φρικαλεοτήτων, ιδίως εκείνων που έγιναν δυνατές και διευκολύνθηκαν από τη σύγχρονη τεχνολογία, είναι πολύ μακρύς και θα δώσω μόνο μερικά παραδείγματα: Τα εκατομμύρια θύματα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του Στάλιν στην ΕΣΣΔ∙ η υποστήριξη του Ουίνστον Τσόρτσιλ για την πείνα στη Βεγγάλη το 1943∙ ο βιασμός περίπου μισού εκατομμυρίου Γερμανίδων πολιτών από Ρώσους στρατιώτες το 1945∙ η εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων κατά την αδίστακτη βρετανική καταστολή της εξέγερσης «Μάου-Μάου» στην Κένυα τη δεκαετία του ’50∙ τα βασανιστήρια που πραγματοποιήθηκαν κατά την εξίσου αδίστακτη γαλλική καταστολή της αλγερινής επανάστασης τη δεκαετία του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60∙ και το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός του Μάο Τσετούνγκ, το οποίο προκάλεσε το θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων Κινέζων από πείνα και μαζική καταστολή από το 1960 έως το 1962. Η γενοκτονία της Καμπότζης στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν, αναλογικά, ακόμη χειρότερη από τις θηριωδίες του Μάο.

Ο βομβαρδισμός της γερμανικής πόλης της Δρέσδης τον Φεβρουάριο του 1945 από τις βρετανικές και αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις παρουσιάζει έντονα τις δυσκολίες που συνεπάγεται η στάση απέναντι στις σκόπιμες φρικαλεότητες. Ενώ το ναζιστικό καθεστώς βρισκόταν στα τελευταία του, εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία στη Γερμανία. Ωστόσο, οι άμαχοι στη Δρέσδη δεν ήταν αναπόφευκτα θύματα του πολέμου, αλλά στοχοποιήθηκαν σκόπιμα από τις βρετανικές και αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 25 χιλιάδες κυρίως άμαχοι Γερμανοί. Όπως περιγράφεται από τον Robert S. McNamara στην ταινία «Η ομίχλη του πολέμου», οι άμαχοι στις ιαπωνικές πόλεις βομβαρδίστηκαν συστηματικά με πυρά εκτός από τον κατακλυσμιαίο πυρηνικό βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι προς το τέλος του πολέμου. Θα ήταν προς όφελος των Γερμανών και των Ιαπώνων ηγετών αν οι Αμερικανοί αντιδρούσαν σε αυτές τις εγκληματικές ενέργειες των Συμμάχων; Θα ήταν «μικροαστικός ηθικισμός» να αντιταχθούν σε όλες αυτές τις φρικαλεότητες ανεξάρτητα από το ποια πλευρά τις πραγματοποιούσε;

Η απειλή του πυρηνικού πολέμου που έγινε πραγματικότητα με την εξολόθρευση της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από την αμερικανική πολεμική αεροπορία το 1945 έθεσε αυτά τα ζητήματα στο επίκεντρο. Αφενός, μια πολύ σημαντική πτυχή του ψυχρού πολέμου που διήρκεσε πάνω από σαράντα χρόνια μεταξύ του σοβιετικού μπλοκ και του δυτικού μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ήταν ακριβώς το ζήτημα της «ισορροπίας του τρόμου» μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Αν και αυτή η «ισορροπία» δεν παίζει σήμερα τον ρόλο που έπαιζε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και αρκετές άλλες δυνάμεις έχουν εύκολη πρόσβαση σε πυρηνικά όπλα.

Όταν συμμετείχα στο βρετανικό κίνημα για την ειρήνη, ενώ ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρχε μια συζήτηση μεταξύ ορισμένων αριστερών ομάδων που υποστήριζαν τη «βόμβα των εργατών», δηλαδή την κατοχή πυρηνικών όπλων από το σοβιετικό μπλοκ, και άλλων ομάδων που αντιτάσσονταν στα πυρηνικά όπλα τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Υποστηρίξαμε ότι η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της δεν ήταν εργατικά κράτη και επίσης ότι οι πυρηνικές βόμβες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη δική μας πλευρά, αφού από την ίδια τους τη φύση τα όπλα αυτά δεν μπορούσαν να κάνουν διάκριση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων. Φυσικά, ο Τρότσκι δεν μπορούσε να γνωρίζει για την καταστροφική δύναμη αυτών των όπλων, και με αυτή την έννοια, εμείς γνωρίζουμε περισσότερα σε αυτό το θέμα από εκείνον, επειδή η ιστορία που έχει συμβεί από την εποχή του έχει διδάξει μαθήματα που έχουμε υποχρέωση να ενσωματώσουμε στη σοσιαλιστική μας αντίληψη.

Κάποιος που πήρε αυτά τα μαθήματα στα σοβαρά ήταν ο αείμνηστος Ντανιέλ Μπενσαΐντ, σημαντικός ηγέτης της εξέγερσης του 1968 στη Γαλλία και μια από τις κύριες μορφές του γαλλικού τροτσκισμού. Παίρνοντας αφορμή από το έργο του Τρότσκι «Η ηθική τους και η ηθική μας», ο Μπενσαΐντ ενίσχυσε, με πολύ πιο συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, τη συζήτηση του Τρότσκι για τα μέσα που δεν ήταν αποδεκτά στον επαναστατικό αγώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπενσαΐντ υποστήριξε την κατηγορηματική απόρριψη των όπλων μαζικής καταστροφής που δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αμάχων και μαχητών, την αντίθεση αρχών σε πολέμους φυλετικούς ή θρησκευτικούς και την αντίθεση, τόσο για πολιτικούς όσο και για ηθικούς λόγους, σε επιθέσεις όπως αυτές της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Προβλέποντας τις συνήθεις αντιρρήσεις, ο Μπενσαΐντ παραδέχθηκε ότι «κανένας κανόνας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις συγκεκριμένες καταστάσεις. Αλλά τουλάχιστον καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό και την οριοθέτηση της εξαίρεσης, αντί να την κανονικοποιεί».

Ο Μπενσαΐντ συνέχισε υποστηρίζοντας ότι ενώ η βία δεν μπορεί να εξαλειφθεί στο ορατό μέλλον, πρέπει να εργαστούμε τουλάχιστον για την πειθαρχία και τον περιορισμό της, «κάτι που προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας νέας νομικής κουλτούρας και μιας [νέας;] κουλτούρας της ίδιας της βίας. ... Γιατί θα πρέπει να είναι αδύνατο να αναπτυχθεί μια κουλτούρα κυριαρχούμενης βίας; Ορισμένοι στρατιωτικοί κώδικες και ορισμένες πολεμικές τέχνες έχουν σκιαγραφήσει μερικούς δείκτες προς αυτή την κατεύθυνση. Υπό την απειλή της συλλογικής αυτοκαταστροφής, η εποχή μας έχει την ευθύνη να επινοήσει με τη σειρά της νέους κανονισμούς και νέα ήθη και έθιμα»[14].

Είναι το πρόγραμμα του Μπενσαΐντ ουτοπικό; Όχι όσον αφορά την αλλαγή της ενίοτε ανάλγητης πολιτικής κουλτούρας της αριστεράς. Στην κοινωνία γενικότερα, οι στόχοι του θα απαιτούσαν πολύ ριζοσπαστικές και επαναστατικές αλλαγές. Επιπλέον, το πρόγραμμα θα ήταν ιδιαίτερα ουτοπικό αν αγνοούσε ότι όλες οι επαναστάσεις και οι ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές φέρουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, πολιτικά και πολιτισμικά κατάλοιπα της παλιάς κοινωνίας. Το ζήτημα είναι αν οι ηγέτες και οι ακτιβιστές του νέου επαναστατικού κινήματος καταπολεμούν συνειδητά αυτά τα παλιά κατάλοιπα ή κάνουν το αντίθετο και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα ελαττώματα της παλιάς κοινωνίας για να χτίσουν και να εδραιώσουν την εξουσία τους.

 

Ο Τρότσκι σε μετάβαση – Η πολιτική του στη δεκαετία του 1930

Η στάση του Τρότσκι στο βιβλίο Η ηθική τους και η ηθική μας, και γενικότερα η πολεμική του εναντίον του Βίκτορ Σερζ και άλλων αριστερών επικριτών των πρακτικών του λενινισμού στην εξουσία, είναι αυτή ενός ηττημένου αλλά σκληροτράχηλου επαναστάτη ηγέτη που ταυτίζεται αναδρομικά με τις ευθύνες και τις δύσκολες επιλογές που αντιμετώπιζε ως άνθρωπος της εξουσίας λιγότερο από δύο δεκαετίες νωρίτερα. Οι σκληρές θέσεις που πήρε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 αντανακλούσαν εν μέρει την πολιτική του λενινισμού στην εξουσία, ενός ανοιχτά δικτατορικού καθεστώτος, αν και διαφορετικού από τον ολοκληρωτικό σταλινισμό που ακολούθησε. Ταυτόχρονα, όμως, η ακραία καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων από τον σταλινισμό που προηγήθηκε της ανόδου του Χίτλερ στη Γερμανία (για παράδειγμα, η βίαιη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας στην ΕΣΣΔ και ο συνακόλουθος ουκρανικός λιμός) ανάγκασε τον Τρότσκι να κινηθεί προς μια πιο δημοκρατική κατεύθυνση. Θα έλεγα ότι ακόμη και το «Η Ηθική τους και η ηθική μας» δείχνει κάποια σημάδια αυτής της τάσης, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα με την οποία ο Τρότσκι αντιμετώπισε το ζήτημα των μέσων και των σκοπών.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Τρότσκι είχε διαγραφεί από το ΚΚΣΕ και είχε εξοριστεί από την ΕΣΣΔ. Από τότε, δεν καλούσε πλέον τους οπαδούς του στην ΕΣΣΔ και σε όλο τον κόσμο να εργαστούν μέσα στα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά τους ζητούσε να οργανωθούν ανεξάρτητα και ως αντιπολίτευση στα κόμματα. Επιπλέον, το 1936, ο Τρότσκι έκανε ένα σημαντικό βήμα μακριά από τα πολιτικά θεμέλια του λενινισμού στην εξουσία στο μείζον έργο του Η προδομένη επανάσταση. Όχι μόνο συμφώνησε ότι μια πληθώρα πολιτικών κομμάτων ήταν θεμιτή στο σοσιαλισμό, αλλά επίσης επιχειρηματολόγησε σθεναρά εναντίον των «μαρξιστών» υπερασπιστών του μονοκομματικού κράτους, ιδιαίτερα όταν αυτοί υποστήριζαν ότι τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οι μόνοι πραγματικοί εκπρόσωποι των εργατικών τάξεων. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι,

«Στην πραγματικότητα οι τάξεις είναι ετερογενείς. Ξεσχίζονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και φτάνουν στη λύση των κοινών προβλημάτων μέσα από την εσωτερική πάλη των τάσεων, των ομάδων και κομμάτων και με κανέναν άλλο τρόπο. Είναι δυνατόν, με ορισμένες όρους, να δεχτεί κανείς πως “ένα κόμμα είναι μέρος μιας τάξης”. Αλλά εφόσον μια τάξη έχει πολλά “μέρη” –μερικά κοιτάζουν μπροστά και μερικά πίσω– μία και η ίδια τάξη, μπορεί να δημιουργήσει αρκετά κόμματα. Για τον ίδιο λόγο ένα κόμμα μπορεί να στηρίζεται πάνω σε μέρη διαφορετικών τάξεων. Σ’ ολόκληρη την πορεία της πολιτικής ιστορίας δεν πρόκειται να βρεθεί ένα παράδειγμα ενός μονάχα κόμματος που να αντιστοιχεί σε μια τάξη – με την προϋπόθεση, βέβαια, πως δεν παίρνει κανείς την αστυνομική εμφάνιση για πραγματικότητα.»[15].

Δυστυχώς, η υπεράσπιση της δημοκρατίας από τον Τρότσκι ήταν άνιση, ειδικά όταν επρόκειτο για τις απόψεις του σχετικά με την εσωτερική δημοκρατία σε ένα επαναστατικό κόμμα. Όπως υποστήριξε στο βιβλίο του Ηθικολόγοι και συκοφάντες ενάντια στο μαρξισμό τον Ιούνιο του 1939, «Η δημοκρατία στο εσωτερικό ενός επαναστατικού κόμματος δεν είναι αυτοσκοπός. Πρέπει να συμπληρώνεται και να περιορίζεται από τον συγκεντρωτισμό. Για έναν μαρξιστή το ερώτημα ήταν πάντα: δημοκρατία για ποιο σκοπό; Για ποιο πρόγραμμα; Τα πλαίσια του προγράμματος είναι ταυτόχρονα και τα πλαίσια της δημοκρατίας»[16].

Έτσι, κατά την άποψη του Τρότσκι το 1939, η εσωτερική δημοκρατία σε ένα επαναστατικό κόμμα είναι μόνο ένα μέσο και όχι ένας σκοπός, αντί να είναι και μέσο και σκοπός, ή, με ευρύτερους όρους, ο συνήθης τρόπος του επαναστάτη να ασκεί πολιτική δραστηριότητα. Εξεταζόμενη με αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο, η εσωτερική δημοκρατία ενός επαναστατικού κόμματος δεν εξαρτάται από το πρόγραμμα που υιοθετεί για να αντιμετωπίσει μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, και φυσικά κάθε συγκεκριμένο πρόγραμμα του κόμματος υποτίθεται ότι είναι, σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιλέγεται από την πλειοψηφία σε μια συνδιάσκεψη ή ένα συνέδριο του κόμματος. Όσον αφορά τον συγκεντρωτισμό, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Είναι απόλυτα δημοκρατικό να επιμένουμε ότι το κόμμα εκτελεί τις αποφάσεις της πλειοψηφίας και ότι η μειοψηφία δεν μπορεί να αντιταχθεί δημοσίως σε τέτοιες αποφάσεις, αν και θα μπορούσε να της επιτραπεί να απέχει αν η μειοψηφία πιστεύει ότι διακυβεύονται ζητήματα αρχών και όχι απλώς στρατηγικής και τακτικής. Το πρόβλημα είναι ότι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» συνοδεύεται αρκετά συχνά από εξόφθαλμα αντιδημοκρατικές πρακτικές, όπως το να ενεργούν οι αμειβόμενοι οργανωτές του κόμματος ως ένα σώμα συνειδητά διαχωρισμένο από τα μέλη και ως πολιτικοί εκπρόσωποι της ηγεσίας, υποστηρίζοντας αναγκαστικά την πολιτική γραμμή της ηγεσίας (όπως για παράδειγμα σε μια συνδιάσκεψη ή ένα συνέδριο) αντί να ακολουθούν τη δική τους πολιτική κρίση. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», η ηγεσία χρησιμοποιεί τους υπαλλήλους της οργάνωσης ως πολιτικούς υποστηρικτές. Ένα ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα είναι η ηγεσία που εξελίσσεται σε μια εικονική παράταξη που κρύβει από τα μέλη τις εσωτερικές της διαφορές. Αυτό εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα, όπως το γεγονός ότι τα μέλη δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να μάθουν ποια είναι η πραγματική πολιτική των διαφόρων ηγετών όταν θέτουν υποψηφιότητα για επανεκλογή.

Οι απόψεις του Τρότσκι έγιναν σταδιακά πιο δημοκρατικές στη δεκαετία του 1930, αν και όπως δείξαμε παραπάνω, με άνισο τρόπο. Ταυτόχρονα, συνέχισε να σκέφτεται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στα όρια μιας άποψης του σιδερένιου κλωβού της ιστορικής εξέλιξης που έβλεπε τον ιδιωτικό καπιταλισμό ως κάτι που ενδεχομένως θα διαδεχόταν μόνο ο σοσιαλισμός. Ακόμη και όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την τερατώδη πραγματικότητα του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ, δεν μπορούσε να δεχτεί την πιθανότητα ότι ένας νέος τρόπος παραγωγής και ένα νέο ταξικό σύστημα δημιουργούνταν στη χώρα αυτή. Αντίθετα, ανέπτυξε την έννοια του εκφυλισμένου εργατικού κράτους για να εξηγήσει την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ, σαν να αποτελούσε η εθνικοποιημένη ιδιοκτησία από μόνη της τη βάση για κάθε είδους εργατικό κράτος. Αυτή ήταν η ίδια βασική προοπτική που οδήγησε τον Τρότσκι, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20, να δει τον Στάλιν ως μικρότερο κακό από τον Μπουχάριν, λόγω των προτάσεων του τελευταίου να παράσχει οικονομικές παραχωρήσεις στη σοβιετική αγροτιά. Για τον Τρότσκι, ο Μπουχάριν αντιπροσώπευε τη δυνητική απειλή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ενώ ο Στάλιν όχι. Δεν σκέφτηκε καν την πιθανότητα ότι ο Στάλιν μπορεί να αντιπροσώπευε μια ολοκληρωτική εναλλακτική λύση τόσο στον ιδιωτικό καπιταλισμό όσο και στον σοσιαλισμό.

Από την άλλη πλευρά, στην ανάλυσή του για τις πιθανές επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Τρότσκι άνοιξε την πόρτα για μια πιθανή μελλοντική αλλαγή άποψης όταν υποστήριξε ότι «ο πόλεμος επιταχύνει τα διάφορα πολιτικά προτσές. Μπορεί να επιταχύνει το προτσές της επαναστατικής αναγέννησης της ΕΣΣΔ. Αλλά μπορεί επίσης να επιταχύνει το προτσές του τελικού εκφυλισμού της»[17]. Στο ίδιο άρθρο, ο Τρότσκι ανέφερε ότι «η ιστορική εναλλαγή, τραβηγμένη ως την τελευταία της συνέπεια, είναι η παρακάτω: Ή το καθεστώς του Στάλιν είναι μια απεχθής υποτροπή στο προτσές μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική κοινωνία, ή το καθεστώς Στάλιν είναι το πρώτο στάδιο μιας νέας εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Αν η δεύτερη πρόγνωση αποδειχθεί σωστή, τότε, βέβαια, η γραφειοκρατία θα γίνει μια νέα εκμεταλλευτική τάξη»[18].

Η αντίθεση του Τρότσκι στον σταλινισμό δεν ήταν η αντίθεση ενός «πληγωμένου ηττημένου» αλλά μια στάση αρχών για την υπεράσπιση του διεθνισμού της εργατικής τάξης ενάντια στον σοβινισμό και τον ολοκληρωτισμό του Στάλιν. Στην αντίθεσή του στην υποταγή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στη ρωσική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ο Τρότσκι ανέπτυξε ταυτόχρονα μια λαμπρή ανάλυση του φασισμού και του τρόπου καταπολέμησής του και επιτέθηκε στην παραφροσύνη της κομμουνιστικής πολιτικής, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα ισχυριζόταν ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια μορφή φασισμού και γι’ αυτό αρνήθηκε να καλέσει σε ένα ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης κατά του φασισμού που θα περιλάμβανε σε περίοπτη θέση τους σοσιαλδημοκράτες.

Ανεξάρτητα από τους περιορισμούς και τα λάθη του Τρότσκι, πρότεινε μια καλύτερη πολιτική για την αντιμετώπιση του δίδυμου κακού του φασισμού και του σταλινισμού από ό,τι οι περισσότεροι από τη διεθνή αριστερά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες (και αλλού), περιοδικά όπως το The Nation και το The New Republic, καθώς και τα περισσότερα αριστερά μέσα διατύπωσης γνώμης έγιναν επαίσχυντοι απολογητές του σταλινισμού. Ταυτόχρονα, ο Τρότσκι βρισκόταν υπό την ανηλεή δίωξη των πρακτόρων του Στάλιν, η οποία οδήγησε στη δολοφονία σχεδόν ολόκληρης της οικογένειάς του και στην απώλεια της δικής του ζωής στην Πόλη του Μεξικού το 1940. Δεν είναι περίεργο που ο Τρότσκι αισθανόταν όλο και περισσότερο απομονωμένος, και αυτή η πολιτική απομόνωση ενθάρρυνε με τη σειρά της ένα ορισμένο είδος πολιτικής απελπισίας και σεχταρισμού. Οι βιτριολικές επιθέσεις του εναντίον του Βίκτορ Σερζ και άλλων αριστερών επικριτών ήταν εντελώς δυσανάλογες με το περιεχόμενο και το ύφος αυτών των επικριτών. Ήταν ίσως αυτή η αυξανόμενη απομόνωση και η πολιτική απελπισία που οδήγησε επίσης τον Τρότσκι να ζητήσει τη δημιουργία μιας Τέταρτης Διεθνούς το 1938. Περιελάμβανε 21 αντιπροσώπους που εκπροσωπούσαν οργανώσεις σε έντεκα χώρες, με μεγαλύτερη το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το οποίο υποστήριζε ότι είχε επίσημα μόλις 2.500 μέλη. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες Διεθνείς, η Τέταρτη Διεθνής του Τρότσκι δημιουργήθηκε με ένα μικρό αριθμό μελών της εργατικής τάξης και με ελάχιστη υποστήριξη πέρα από μερικές περιοχές όπως η Μινεάπολη.

Ο Λέον Τρότσκι δεν ήταν μόνο ένας λαμπρός ιστορικός, κριτικός λογοτεχνίας και στρατιωτικός ηγέτης. Συνέβαλε επίσης σημαντικά στη μαρξιστική κατανόηση με την ανάπτυξη των θεωριών του για την ανισόμετρη και συνδυασμένη ανάπτυξη και τη διαρκή επανάσταση. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι αυτές οι σημαντικές συνεισφορές δικαιολογούν την ύπαρξη ξεχωριστών τροτσκιστικών οργανώσεων σήμερα στο πλαίσιο της πολιτικής του εικοστού πρώτου αιώνα. Ο σταλινισμός είναι ακόμα πολύ ζωντανός σε πολλές από τις αντιλήψεις που υποστηρίζονται από την πλειοψηφία της διεθνούς αριστεράς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει γίνει μόνο μια σκιά αυτού που ήταν μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα. Αντίθετα, ένας δημοκρατικός επαναστατικός σοσιαλισμός για την εποχή μας πρέπει να αντλήσει από μια ποικιλία πηγών για τη θεωρητική του ανάπτυξη και την πρακτική πολιτική του εργασία. Φυσικά, ο Τρότσκι πρέπει να είναι μέρος του, αλλά και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Αντόνιο Γκράμσι και ο Β.Ι. Λένιν που ηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης με την ευφυή εφαρμογή του μαρξισμού στην κατανόηση του υπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων και πολιτικών συγκυριών αντί να εμμένει στις άκαμπτες σχηματικές κατηγορίες ιστορικής εξέλιξης που προωθούσε η κλασική σοσιαλδημοκρατία. Ο ίδιος ο Τρότσκι παρείχε μια πολύ εύστοχη αναλογία όταν συζητούσε ποιες πολιτιστικές συνεισφορές της αστικής τάξης και άλλων προηγούμενων κυρίαρχων τάξεων πρέπει να διατηρηθούν και να διασωθούν για την οικοδόμηση της νέας τάξης πραγμάτων της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι επικαλέστηκε τη μεταϊουστινιάνια ρωμαϊκή νομολογία, η οποία έδινε στους κληρονόμους έναν ορισμένο βαθμό επιλογής μέσω της καθιέρωσης της «απογραφής της κληρονομιάς», και υποστήριξε ότι «το επαναστατικό κράτος, που εκπροσωπεί μια νέα τάξη, είναι ένα είδος εξ απογραφής κληρονόμου σε σχέση με το συσσωρευμένο απόθεμα του πολιτισμού»[19]. Προτείνω ότι η ίδια προσέγγιση σε σχέση με την ευρύτερη σοσιαλιστική και μαρξιστική παράδοση μπορεί να εφαρμοστεί στο γιγαντιαίο έργο της οικοδόμησης ενός πολιτικού κινήματος αφιερωμένου στην ήττα της αυξανόμενης απειλής της βαρβαρότητας και στην επίτευξη της νίκης ενός δημοκρατικού επαναστατικού σοσιαλισμού.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Samuel Farber, “Revisiting Their Morals and Ours”, New Politics, τόμος XIX τεύχος 2, ακέραιος αριθμός 74, χειμώνας 2023, https://newpol.org/issue_post/revisiting-their-morals-and-ours/.

 

 

Σημειώσεις

 [1] Norman Geras, “The Controversy About Marx and Justice” στο Alex Callinicos, επιμ., Marxist Theory (Oxford University Press, 1989), 265, 225-6.

[2] Λέον Τρότσκι, Η ηθική τους και η ηθική μας, Παρασκήνιο, Αθήνα 2000, σσ. 53, 54. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/ellinika/archive/trotsky/works/1938/morals/index.htm.

[3] Samuel Farber, Before Stalinism: The Rise and Fall of Soviet Democracy, Verso Books, 1990.

[4] Alexander Rabinowitch, The Bolsheviks in Power, Indiana University Press, 2007.

[5] Τρότσκι, Η ηθική τους… σελ. 54.

[6] Λέον Τρότσκι, «Ηθικολόγοι και συκοφάντες ενάντια στο μαρξισμό», στο Τρότσκι, Η ηθική τους… σελ. 62. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/ellinika/archive/trotsky/works/1938/morals/index.htm.

[7] Victor Serge, “Unpublished Manuscript on Their Morals and Ours” [1940], Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/serge/1940/trotsky-morals.htm [(Σ.τ.Μ.:) Στην πταγματικότητα η φράση του Σερζ που παραθέτει ο συγγραφέας προέρχεται από ένα αδημοσίευτο άρθρο του Σερζ σχολιασμού της Ηθικής του Τρότσκι: Victor Serge, “ Secrecy and Revolution: A Reply to Trotsky”, Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/revhist/otherdox/whatnext/sergerep.html. Και τα δύο άρθρα στα ελληνικά: Victor Serge, «Ανέκδοτο χειρόγραφο για την Ηθική τους και την ηθική μας», e la libertà, 13 Απριλίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/8858-%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CE%BA%CE%B4%CE%BF%CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B7%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B7%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%B1%CF%82. Victor Serge, «Μυστικότητα και επανάσταση: Μια απάντηση στον Τρότσκι», e la libertà, 13 Απριλίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/8860-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%BA%CE%B9.].

[8] Leon Trotsky, Our Political Tasks [1904], διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1904/tasks/.

[9] V. I.   Lenin, “The Victory of the Cadets and the Tasks of the Workers’ Party” [1906]. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1906/victory/index.htm [B. I. Λένιν, «Η νίκη των Καντέτων και τα καθήκοντα του εργατικού κόμματος», στο B. I. Λένιν, Άπαντα, τόμος 12, σελ. 316].

[10] Hal Draper, “The ‘Dictatorship of the Proletariat’ from Marx to Lenin” (Monthly Review Press, 1987), 92, πλάγια γραφή του Λένιν. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/subject/marxmyths/hal-draper/article2.htm.

[11] V. I. Lenin, “The Proletarian Revolution and Kautsky the Renegade”, στο Collected Works, τόμος 28, Ιούλιος 1918-Μάρτιος 1919 (Μόσχα: Progress Publishers, 1965), 236 [Β. Ι. Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 37, σελ. 245.

[12] V. I. Lenin, “One Step Forward, Two Steps Back”, στο Collected Works, τόμος 7, Σεπτέμβριος 1903-Δεκέμβριος 1904 (Μόσχα: Progress Publishers, 1961), 390-1, έμφαση του Λένιν [Β. Ι. Λένιν, «Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω», στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 8, σελ. 391.

[13] Τρότσκι, Η ηθική τους… σελ. 20.

[14] Daniel Bensaid, An Impatient Life. A Memoir, μετάφραση στα αγγλικά David Fernbach (Λονδίνο: Verso Books, 2013), 165-66.

[15] Leon Trotsky, The Revolution Betrayed (Merit Publishers, 1965), 267 Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984, σσ. 215, 216.

[16] Τρότσκι, Ηθικολόγοι…, σελ. 64.

[17] Leon Trotsky, “The USSR in War”, The New International, τόμος 5, τεύχος 11, Νοέμβριος 1939, 332 [Λέον Τρότσκι, «Η ΕΣΣΔ στον Πόλεμο», στο Λέον Τρότσκι, Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, Αλλαγή, Αθήνα 1980, σελ. 55.

[18] Trotsky, “The USSR in War”, 325 [Τρότσκι, «Η ΕΣΣΔ στον Πόλεμο», σελ. 41.

[19] Leon Trotsky, “Dialectical Materialism and Science” [1925], Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1925/09/science.htm.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 16 Απριλίου 2023 20:41

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.