Τρίτη, 29 Οκτωβρίου 2024 11:44

Το εθνικό ζήτημα στην Ευρώπη

Μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης Francs-Tireurs et Partisans Français που ελεγχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, στη Ντορντόν, ίσως το 1943.

 

 

Σημείωση elaliberta.gr: Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε τέσσερα κείμενα για το θέμα της τσεχοσλοβάκικης κρίσης και της συνθήκης του Μονάχου (με την οποία η Τσεχοσλοβακία μετατράπηκε σε γερμανικό προτεκτοράτο το 1938) καθώς και για την εφαρμογή της πολιτικής του επαναστατικού ντεφετισμού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στα δύο πρώτα κείμενα με τίτλους «Επισημάνσεις για την Τσεχοσλοβακία» και «Σοσιαλπατριωτική σοφιστεία» ο Τρότσκυ αναπτύσσει τις βασικές αρχές με τις οποίες οι επαναστάτες μαρξιστές και το κίνημα της 4ης Διεθνούς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το εθνικό ζήτημα στα πλαίσια του επικείμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Στο κείμενο με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα στην Κεντρική Ευρώπη» ο Γιαν Μπουχάρ (Γιόζεφ Γκούτμαν) παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο υλοποίησαν τα μέλη της 4ης Διεθνούς στην Τσεχοσλοβακία το γενικό πλαίσιο αρχών του επαναστατικού ντεφετισμού στην συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία.

Στο τελευταίο κείμενο με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα στην Ευρώπη» –που γράφτηκε το 1942– ο Ζαν Βαν Αϊζενούρ –γραμματέας τότε της Διεθνούς Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς– επικαιροποιεί τις θέσεις του Τρότσκι στο φως της μετατροπής της Τσεχοσλοβακίας σε γερμανικό προτεκτοράτο το 1939 και της εμπειρίας της ναζιστικής κατοχής στην Ευρώπη και δίνει την τελική μορφή στην πολιτική πρακτική του επαναστατικού ντεφετισμού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

 

Jean van Heijenoort

 

Το εθνικό ζήτημα στην Ευρώπη

 

 

Με τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, τους ιταλικούς πολέμους της ενοποίησης, τους πολέμους της Πρωσίας κατά της Αυστρίας και της Γαλλίας, το τρίτο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σηματοδοτεί το τέλος της εποχής του σχηματισμού των μεγάλων αστικών κρατών. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εθνικά ζητήματα έπαψαν να απασχολούν την ανθρωπότητα. Κάθε άλλο. Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού εμφανίζεται σε αυτό το πεδίο όπως και σε άλλα.

 

Μια ματιά στο παρελθόν

Το εθνικό πρόβλημα τέθηκε έντονα τότε για έναν αριθμό λαών στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Αφήνοντας κατά μέρος τον ιρλανδικό αγώνα, το αλσατικό πρόβλημα της Γερμανίας, το καταλανικό και το βασκικό ζήτημα στην Ισπανία, υπήρχαν οι καταπιεσμένες εθνότητες των δύο μεγάλων ημιφεουδαρχικών αυτοκρατοριών, της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, καθώς και εκείνες που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα στην Ευρώπη εμφανιζόταν έτσι ουσιαστικά ως κατάλοιπο του μεγάλου ιστορικού καθήκοντος της χειραφέτησης, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά το οποίο ο τελευταίος δεν μπόρεσε να επιλύσει πλήρως.

Η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού ανέδειξε σύντομα το εθνικό ζήτημα σε μια άλλη ομάδα χωρών, τις αποικιοκρατικές χώρες (ή ημιαποικιοκρατικές όπως η Κίνα και η Περσία). Ενώ οι πάσης φύσεως φιλελεύθεροι μπορούσαν να παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι το εθνικό πρόβλημα στην Ευρώπη ήταν απλώς μια ιστορική καθυστέρηση που θα καλύπτονταν λίγο ή πολύ γρήγορα, ο σχηματισμός των αποικιακών αυτοκρατοριών έδειξε σύντομα ότι το εθνικό ζήτημα προέκυψε αναπόφευκτα από την πιο σύγχρονη φάση του καπιταλισμού, τον χρηματιστικό ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, οι αποικιακές εξελίξεις θα μπορούσαν επίσης να ερμηνευθούν ως μέρος της ιστορικής καθυστέρησης, αντιπροσωπεύοντας μια ιστορική άνοδο προς το εθνικό κράτος, που προκλήθηκε από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις αποικίες υπό την επίδραση του καπιταλισμού.

Κλονίζοντας τις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες, συνθλίβοντας τα μικρά έθνη ανάμεσα στα μεγάλα, ο πρώτος ιμπεριαλιστικός παγκόσμιος πόλεμος αναζωπύρωσε το εθνικό πρόβλημα στην Ευρώπη, δίνοντάς του μια νέα οξύτητα στις χώρες όπου δεν είχε διευθετηθεί (Αυστροουγγαρία, Ρωσία) ή αναβιώνοντάς το στις χώρες όπου η ιστορία το είχε προ πολλού ξεφορτωθεί (κατεχόμενο Βέλγιο). Απέναντι σε όσους, με διάφορες προφάσεις, αρνούνταν ή υποβάθμιζαν τη σημασία των εθνικών ζητημάτων στην εποχή μας (Λούξεμπουργκ, Ράντεκ, Μπουχάριν, Πιατάκοφ), ο Λένιν έγραψε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου: «Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή της καταπίεσης των εθνών σε μια νέα ιστορική βάση ... Ο ιμπεριαλισμός ανανεώνει το παλιό σύνθημα της αυτοδιάθεσης».

Η βασική ιδέα του Λένιν ήταν ότι, αντίθετα με τις προσδοκίες των φιλελεύθερων, η καπιταλιστική ανάπτυξη επιδείνωνε την εθνική καταπίεση. Στις τάξεις των επαναστατών υπήρχαν πολλοί που προσπαθούσαν να αγνοήσουν τα προβλήματα των εθνικών ελευθεριών, τουλάχιστον στην Ευρώπη, με το πρόσχημα ότι ο ιμπεριαλισμός έκανε όλες τις εθνικές ελευθερίες μια ουτοπία και μια ψευδαίσθηση. Στον Μπουχάριν, ο οποίος αρνιόταν τη δυνατότητα ευρωπαϊκών εθνικών κινημάτων, ο Λένιν απάντησε ότι, όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, ο Μπουχάριν «δεν απέδειξε και δεν θα αποδείξει τη διάκριση μεταξύ αποικιών και καταπιεσμένων εθνών στην Ευρώπη». Φυσικά, ο Λένιν, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, ήξερε πώς να αποδείξει την αντίθεση μεταξύ της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης και του καταπιεσμένου αποικιακού κόσμου. Αρνήθηκε όμως τον απόλυτο χαρακτήρα αυτής της αντίθεσης. Έδειξε ότι η ιμπεριαλιστική εποχή όχι μόνο αναβίωσε τα άλυτα εθνικά προβλήματα στην Ευρώπη, αλλά ήταν ικανή να γεννήσει και νέα. Για παράδειγμα, σε μια πολεμική εναντίον των Πολωνών κομματικών συντρόφων της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ο Λένιν ανέφερε υποθετικά, το 1916, τη δυνατότητα του κατεχόμενου Βελγίου να εξεγερθεί εναντίον της Γερμανίας για τη χειραφέτησή του. Την ίδια στιγμή ο Τρότσκι έγραφε: «Η ανεξαρτησία των Βέλγων, των Σέρβων, των Πολωνών, των Αρμενίων και άλλων ... ανήκει στο πρόγραμμα του αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Δεν δίστασε να τοποθετήσει ένα συντριμμένο ιμπεριαλιστικό έθνος της δυτικής Ευρώπης στο ίδιο επίπεδο με τους αποικιακούς λαούς της Ανατολής.

Για τον Λένιν, η όξυνση του εθνικού προβλήματος στην ίδια την Ευρώπη δεν ήταν το τυχαίο αποτέλεσμα κάποιου στρατιωτικού ατυχήματος, όπως η υπεροχή των γερμανικών στρατευμάτων. Είχε μια πολύ βαθύτερη αιτία. Προερχόταν από την ίδια τη φύση του ιμπεριαλισμού. Ο Κάουτσκι είχε προσπαθήσει να εξηγήσει τον ιμπεριαλισμό με την ανάγκη των βιομηχανικών χωρών να συνδεθούν με τις αγροτικές χώρες – μια θεωρία που συγκάλυπτε τον βίαιο και αντιδραστικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού παρουσιάζοντάς τον ως ένα είδος διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Ο Λένιν, αντικρούοντας τον Κάουτσκι, έγραψε στο βιβλίο του για τον Ιμπεριαλισμό:

«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς ότι προσπαθεί να προσαρτήσει όχι μόνο αγροτικές περιοχές, αλλά ακόμη και περιοχές με υψηλή βιομηχανοποίηση (γερμανική επιθυμία για το Βέλγιο, γαλλική επιθυμία για τη Λωρραίνη), επειδή (1) το γεγονός ότι ο κόσμος είναι ήδη μοιρασμένος υποχρεώνει αυτούς που σκέφτονται μια νέα μοιρασιά να απλώσουν το χέρι τους για κάθε είδους έδαφος, και (2) επειδή ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ ενός αριθμού μεγάλων δυνάμεων στην επιδίωξη της ηγεμονίας, δηλ, για την κατάκτηση εδαφών, όχι τόσο άμεσα για τις ίδιες όσο για την αποδυνάμωση του αντιπάλου και την υπονόμευση της ηγεμονίας του (το Βέλγιο είναι κυρίως απαραίτητο στη Γερμανία ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Αγγλίας∙ η Αγγλία χρειάζεται τη Βαγδάτη ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Γερμανίας κ.λπ.». (Τα πλάγια γράμματα του Λένιν.)

Αυτές οι γραμμές είναι βαθύτατα αληθινές, ίσως περισσότερο σήμερα απ' ό,τι όταν γράφτηκαν: 1. Εξηγούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γερμανικού ιμπεριαλισμού που διψούσε για αποικίες: «Το γεγονός ότι ο κόσμος είναι ήδη μοιρασμένος υποχρεώνει αυτούς που σκέφτονται μια νέα μοιρασιά να απλώσουν το χέρι τους για κάθε είδους έδαφος». 2. Δείχνουν επίσης ότι σήμερα όλες οι κατακτήσεις έχουν ταυτόχρονα στρατηγικό-στρατιωτικό και οικονομικό χαρακτήρα και ότι είναι αδύνατο να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο. 3. Επιπλέον, ο Λένιν δεν δίστασε να τοποθετήσει στο ίδιο επίπεδο την κατάληψη μιας συντριμμένης μικρής ιμπεριαλιστικής χώρας (Βέλγιο) και την κατάκτηση μιας αποικίας (Βαγδάτη) δείχνοντας ότι και οι δύο έχουν την ίδια βαθύτερη αιτία, η οποία είναι «το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού». Αυτά τα τρία σημεία είναι όλα εξίσου σημαντικά για την κατανόηση της εποχής που βιώνουμε.

 

Το εθνικό πρόβλημα στην Ευρώπη σήμερα

Για να καταρρίψει τον απόλυτο χαρακτήρα των ισχυρισμών των σεχταριστών, ο Λένιν, στην πολεμική του για το εθνικό ζήτημα, αναγκάστηκε συχνά να υποδείξει δυνατότητες ιστορικής εξέλιξης. Αυτές οι δυνατότητες έχουν γίνει σήμερα πραγματικότητα. Αν κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου το εθνικό πρόβλημα στην Ευρώπη είχε αποσπασματικό χαρακτήρα, σήμερα αγκαλιάζει ολόκληρη την ήπειρο. Ο δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η συνέχεια του πρώτου, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Παρά τη συμμετοχή της Αμερικής και της Ιαπωνίας στο πλευρό των Συμμάχων, ο πόλεμος του 1914-18 παρέμεινε ουσιαστικά ένας ευρωπαϊκός πόλεμος. Ο σημερινός πόλεμος είναι παγκόσμιος με όλη τη σημασία της λέξης. Όπως για τον Κάιζερ η κατοχή του Βελγίου ήταν απλώς μια προπαρασκευαστική επιχείρηση για τον σοβαρό αγώνα εναντίον της Γαλλίας, έτσι και για τον Χίτλερ η κατοχή της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν απλώς το προοίμιο του αγώνα εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, εναντίον της ΕΣΣΔ και κυρίως εναντίον της Αμερικής. Τώρα όλη η Ευρώπη είναι ένα κατακτημένο Βέλγιο. Οι συγκλονιστικές νίκες της Γερμανίας προκάλεσαν την εξαφάνιση όλων των χερσαίων μετώπων στη δυτική ή νοτιοανατολική Ευρώπη. Χωρίς να υπολογίζονται κάποιοι από τους συμμάχους της Γερμανίας, η κατάσταση των οποίων δεν διαφέρει πολύ από εκείνη ενός κατακτημένου εδάφους, σχεδόν 250 εκατομμύρια μη Γερμανοί βρίσκονται τώρα κάτω από τη ναζιστική μπότα. Μια τεράστια ποσοτική διαφορά από τον τελευταίο πόλεμο! Υπάρχει όμως και μια ποιοτική διαφορά: Στον τελευταίο πόλεμο το κατεχόμενο Βέλγιο εκκενώθηκε από το πιο ενεργό τμήμα του πληθυσμού του, το οποίο πήγε στη Γαλλία. Λίγοι έμειναν στη χώρα εκτός από ηλικιωμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σήμερα ολόκληρος ο πληθυσμός μιας δεκάδας χωρών πρέπει να ζει, να εργάζεται και να υποφέρει κάτω από τους χιτλερικούς σατράπες.

Η Ευρώπη του 1939 δεν ήταν πλέον η Ευρώπη του 1914. Είχε φτωχύνει σημαντικά. Στο αδιέξοδο της αστικής κοινωνίας, όλοι οι κοινωνικοί και εθνικοί ανταγωνισμοί είχαν οξυνθεί σε πρωτοφανή βαθμό. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος διεξάγεται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα. Η απουσία ιστορικής διεξόδου σε καπιταλιστική βάση, η οξύτητα ενός αγώνα του οποίου το διακύβευμα είναι όλα ή τίποτα, ο αντιδραστικός πολιτικός χαρακτήρας του ναζισμού - όλα αυτά οδήγησαν τον γερμανικό ιμπεριαλισμό να υποβάλει τις χώρες στις οποίες εισέβαλε σε μια κτηνώδη εκμετάλλευση και μια βάρβαρη καταπίεση που δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Και αυτό έχει επίσης οδηγήσει τους λαούς στο δρόμο της αντίστασης και της εξέγερσης.

Δεν πρόκειται πλέον για θεωρητικό συμπέρασμα της δυνατότητας ύπαρξης ενός εθνικού προβλήματος στην Ευρώπη, η οποία έχει επιλύσει το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος αυτού εδώ και πολύ καιρό. Αρκεί να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να διαπιστώσει την ύπαρξη εθνικών κινημάτων, και μάλιστα σε μια κλίμακα που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην Ευρώπη. Ο φασισμός, «ο ιμπεριαλισμός στη χημικά καθαρή του μορφή», συγκεντρώνει και συνδυάζει όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης που έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα στις αποικίες: καταναγκαστική εργασία, τεράστιες μετακινήσεις εργατών και αγροτών, μαζικές εκδιώξεις, προνόμια για τα μέλη του κυρίαρχου έθνους (ειδικά δικαστήρια, πιο άφθονες μερίδες φαγητού κ.λπ.), χωριά που ισοπεδώνονται από τιμωρητικές εκστρατείες κ.λπ. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, μόνο ένας αθεράπευτα σχολαστικός θα μπορούσε να αρνηθεί τη δυνατότητα ύπαρξης ενός εθνικού κινήματος στην Ευρώπη με το πρόσχημα ότι βρισκόμαστε τώρα στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Στην πραγματικότητα, ένας τέτοιος συλλογισμός αποκαλύπτει μόνο την παντελή έλλειψη κατανόησης του ιμπεριαλισμού, του βίαιου, αντιδραστικού και αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα του. Κάτω από τη μάσκα του ριζοσπαστισμού, αυτό το επιχείρημα προδίδει μια αδράνεια της σκέψης που κληρονομήθηκε από τον φιλελευθερισμό. Παρόμοια επιχειρηματολογία, που είναι επίκαιρη μεταξύ όλων των τύπων φιλελεύθερων, αρνήθηκε πριν από μερικά χρόνια τη δυνατότητα του φασισμού στη Γερμανία: Μια άκρως βιομηχανοποιημένη χώρα, φανταστείτε! Η φασιστική αντίδραση είναι δυνατή μόνο σε περιφερειακές χώρες, ελάχιστα ανεπτυγμένες, ημι-αγροτικές, ... Μια τέτοια νοοτροπία προδίδει πλήρη έλλειψη κατανόησης της εποχής μας. Στην πραγματικότητα, δεν βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο της ανόδου, ούτε καν στο απόγειο του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην παρακμή του. Όλη η αστική κοινωνία αποσυντίθεται, σαπίζει, και αυτή η αποσύνθεση μας φέρνει πολλά νέα πράγματα, «ακόμα και στην Ευρώπη». Ήρθε ο φασισμός. Τώρα πρόκειται για την εθνική καταπίεση 250 εκατομμυρίων ανθρώπων σε χώρες όπου η ιστορία είχε, για τις περισσότερες από αυτές, λύσει προ πολλού αυτό το πρόβλημα.

Το πρόβλημα που θέτει σήμερα ο γερμανικός ιμπεριαλισμός μπορεί αύριο να τεθεί από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Σε περίπτωση γερμανικής ήττας και καθυστέρησης της προλεταριακής επανάστασης, η αμερικανική κυριαρχία στην Ευρώπη, καθώς θα βαθαίνει, θα πάρει νέες μορφές. Αντί της προηγούμενης μεθόδου της οικονομικής υπεροχής, θα επιδιώξει την πολιτική υπεροχή που θα υποστηρίζεται από στρατιωτικά μέσα. Το «δεύτερο μέτωπο» μπορεί να γίνει το προοίμιο για την κατάληψη της ηπείρου από αμερικανικά στρατεύματα. Ο εκβιασμός μέσω τροφίμων και πιστώσεων θα ολοκληρωθεί με την εγκαθίδρυση μιας αστυνομικής δύναμης των Γιάνκηδων. Αν η προλεταριακή επανάσταση δεν νικήσει σύντομα, το εθνικό πρόβλημα θα εγκατασταθεί σε μια κατεστραμμένη Ευρώπη για πολλά χρόνια.

Έτσι, το εθνικό κίνημα στην Ευρώπη δεν είναι απλώς το προϊόν ενός τυχαίου στρατιωτικού επεισοδίου, αλλά απορρέει από ολόκληρη την ιμπεριαλιστική παρακμή. Και αποκτά μεγάλη ιστορική σημασία. Αν ο Χίτλερ είχε καταφέρει να ενοποιήσει την Ευρώπη, η προλεταριακή επανάσταση θα φαινόταν πολύ πιο μακρινή. Η κατάργηση των συνόρων θα είχε ανοίξει το δρόμο, στη βάση του καπιταλισμού, για μια νέα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αλλά ο Χίτλερ δεν μπόρεσε να πετύχει για την Ευρώπη αυτό που ο Μπίσμαρκ πέτυχε κάποτε για τη Γερμανία. Είναι ακριβώς αυτό το σημερινό κίνημα αντίστασης που δείχνει ξεκάθαρα το ιστορικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο ναζισμός, η πιο εξελιγμένη πολιτική μορφή του ιμπεριαλισμού. Έτσι, υπό μια ορισμένη έννοια, το κίνημα αντίστασης των καταπιεσμένων λαών αντιπροσωπεύει τα ιστορικά συμφέροντα της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Είναι ο προάγγελος και η εγγύηση μιας νέας πορείας προς τα εμπρός.

Η επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός ευρωπαϊκού εθνικού κινήματος δεν σημαίνει ότι ταυτίζουμε από κάθε άποψη αυτό το σημερινό εθνικό πρόβλημα με τα εθνικά ζητήματα του παρελθόντος στην Ευρώπη ή ακόμη και του παρόντος στις αποικίες. Η κατοχή της Ευρώπης από τη Γερμανία έθεσε ένα εθνικό πρόβλημα sui generis, είναι το κίνημα αντίστασης των λαών σε αυτά τα ιμπεριαλιστικά έθνη που συντρίφτηκαν από έναν ισχυρότερο ιμπεριαλισμό στην εποχή της επιθανάτιας αγωνίας του καπιταλισμού.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην Ευρώπη, ότι η ναζιστική διοίκηση στις κατακτημένες χώρες διαφέρει πολύ από μια παραδοσιακή στρατιωτική κατοχή (για παράδειγμα, των Πρώσων στη Γαλλία το 1871). Ορισμένα εδάφη έχουν ενσωματωθεί επίσημα στη Γερμανία· άλλα (Γενική Διοίκηση της Πολωνίας, Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας) έχουν αποικιακό καθεστώς, χωρίς καμία υπόσχεση μελλοντικής απελευθέρωσης. Αλλά ακόμη και στις χώρες που βρίσκονται τυπικά υπό απλή στρατιωτική διοίκηση (Βέλγιο, κατεχόμενη Γαλλία), οι Ναζί έχουν επιβάλλει μεγάλο αριθμό οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών μέτρων που ξεπερνούν κατά πολύ τις απαιτήσεις μιας απλής στρατιωτικής κατοχής (για παράδειγμα τα μέτρα κατά των Εβραίων).

 

Το σύνθημα της εθνικής ελευθερίας

Κάθε εθνικός αγώνας είναι επίσης, σε κάποιον βαθμό, ένας κοινωνικός αγώνας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το σημερινό αντιστασιακό κίνημα στην Ευρώπη. Κάτω από το βάρος της καταπίεσης, το μίσος, η οργή και η απόγνωση που συσσωρεύτηκαν στις κατακτημένες χώρες έχουν αναβλύσει με τις πιο διαφορετικές μορφές εξέγερσης, και εκπρόσωποι των πιο διαφορετικών κοινωνικών κύκλων παρασύρονται από το κίνημα. Αλλά αν εξετάσει κανείς το σύνολο, φαίνεται ξεκάθαρα ότι το επίκεντρο της αντίστασης βρίσκεται στις εργαζόμενες μάζες, στους εργάτες και, στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, στους αγρότες. Οι Ναζί έχουν, γενικά, βρει εύκολα μια κοινή γλώσσα με τη μεγάλη βιομηχανική και χρηματοπιστωτική αστική τάξη, η οποία τρομοκρατείται από το φόβο της για τον κομμουνισμό και αναζητά έναν τρόπο να διασώσει ό,τι μπορεί από τα κέρδη και τα προνόμιά της. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Γαλλία. Με τη μεσαία και τη μικρή αστική τάξη των πόλεων οι ναζί είχαν πολύ μικρότερη επιτυχία∙ βρήκαν, ωστόσο, πολιτικούς συνεργάτες, φασίστες τυχοδιώκτες και, κυρίως, αξιωματούχους του προηγούμενου καθεστώτος που παραμένουν στο πλευρό των εκπροσώπων της «τάξης». Γύρω από τους ναζί έχουν επίσης στραφεί ορισμένοι μεσάζοντες, κερδοσκόποι, μαυραγορίτες και νεόπλουτοι. Όμως όσο πιο βαθιά διεισδύει κανείς στις λαϊκές μάζες, τόσο περισσότερο νιώθει το άγριο μίσος για τον εισβολέα, τόσο πιο καθολική είναι η αντίθεση στο ναζισμό.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη δήλωση του Αντρέ Φίλιπ, πρώην Γάλλου βουλευτή που δραπέτευσε από τη Λυών πριν από μερικές εβδομάδες και ο οποίος, κατά την άφιξή του στο Λονδίνο, διορίστηκε από τον Ντε Γκωλ μέλος της Εθνικής Επιτροπής Αγώνα της Γαλλίας. Η μαρτυρία του Φίλιπ είναι σημαντική, πρώτον γιατί είναι γκωλικός, άρα πολιτικός μας αντίπαλος, επίσης γιατί μόλις πρόσφατα έφυγε από τη Γαλλία, όπου είχε στενή επαφή με το κίνημα της αντίστασης, και τέλος γιατί είναι, γενικά, ένας ειλικρινής παρατηρητής. Κατά την άφιξή του στο Λονδίνο, δήλωσε:

«Η μεγάλη μάζα της αντίστασης αποτελείται από τους εργάτες. Οι αγρότες είναι εχθρικοί προς το Βισύ, αλλά εξακολουθούν να είναι διασκορπισμένοι. Οι προδότες και οι συνεργάτες έχουν στρατολογηθεί μόνο μεταξύ των μεγαλοεπιχειρηματιών και της πλουσιότερης τάξης. Η μεσαία τάξη και οι εκπρόσωποι των μικρών και μεσαίων βιομηχανιών είναι γενικά ευνοϊκοί απέναντί μας: κάνουν ό,τι μπορούν, αντιμέτωποι με τεράστιες δυσκολίες».

Η τελευταία πρόταση ακούγεται σαν δικαιολογία για την έλλειψη δραστηριότητας από την πλευρά αυτών των κύκλων της μεσαίας τάξης. Μήπως γινόμαστε μάρτυρες ενός αγώνα της αστικής τάξης εν μέσω της αδιαφορίας των μαζών; Όχι, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ακόμα και η αντίθεση των εργατών προς την ντόπια αστική τάξη, η οποία δεν διστάζει να συνεργαστεί όταν βλέπει κάποιο κέρδος σε αυτό, είναι μέρος του εθνικού αγώνα. Το εθνικό συναίσθημα, το οποίο για καιρό μονοπωλούσε η άρχουσα τάξη για να διασφαλίσει καλύτερα την κυριαρχία της και να επεκτείνει τη ληστεία της, είναι τώρα μια επαναστατική ζύμωση που ξεσηκώνει τις μάζες ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας του κινήματος είναι επίσης ιδιαίτερα σαφής στην Πολωνία. Εκεί, στις πόλεις τουλάχιστον, η αντίσταση στη γερμανική καταπίεση καθοδηγείται από σοσιαλιστικές εργατικές ομάδες που έχουν μόνο μίσος για το προπολεμικό καθεστώς και μόνο περιφρόνηση για την εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο. Αυτό το χαρακτηριστικό του κινήματος δεν το εμποδίζει, ωστόσο, να ξεδιπλωθεί κάτω από το σύνθημα της ανεξαρτησίας της χώρας. Και με το δίκιο του! Σε όλες τις χώρες που δέχτηκαν εισβολή όλα τα πολιτικά, ακόμη και τα οικονομικά ζητήματα, περιστρέφονται γύρω από το κεντρικό πρόβλημα: την παρουσία ενός ξένου αφέντη. Όλα τα δημοκρατικά καθήκοντα, τόσο σημαντικά αυτή τη στιγμή, αποκτούν έναν αφηρημένο και εξωπραγματικό χαρακτήρα, αν δεν επισφραγιστούν με το αίτημα της εθνικής ελευθερίας. Οι οικονομικοί αγώνες εγείρουν αντίστοιχα το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της χώρας ακόμη και στην μη κατεχόμενη Γαλλία ο πληθυσμός γνωρίζει καλά ότι η έλλειψη τροφίμων οφείλεται στη γερμανική λεηλασία.

Το στοιχειώδες καθήκον των μαρξιστών είναι να εγγράψουν στο πρόγραμμά τους το αίτημα της εθνικής ελευθερίας, το οποίο, αν και είχε χάσει προ πολλού κάθε περιεχόμενο για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έχει τώρα αποκτήσει μια νέα πραγματικότητα από τις καταστροφές της επιθανάτιας αγωνίας του καπιταλισμού. Για μας δεν πρόκειται απλώς για ένα «τέχνασμα» προκειμένου να «εκμεταλλευτούμε» τις σημερινές προσδοκίες των μαζών, αλλά για την ειλικρινή και έντιμη αναγνώριση μιας στοιχειώδους αρχής των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ο μαρξιστής προτείνει να αγωνιστεί για την υλοποίησή της με τον ίδιο τρόπο που λύνει όλα τα καθήκοντα, με επαναστατικές μεθόδους, και όχι με τη συμμαχία του με ένα από τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Η αρνητική στάση απέναντι στην ανεξαρτησία μιας χώρας σημαίνει ότι εγκαταλείπει τις εργατικές μάζες και τον εργαζόμενο λαό γενικά στους κινδύνους της αντιδραστικής εθνικιστικής δημαγωγίας.

Η Ευρώπη δεν βρίσκεται στις παραμονές ενός νέου κύματος εθνικών αστικών επαναστάσεων, αλλά σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων. Αλλά είναι τέτοια η διαλεκτική της ιστορίας που το καπιταλιστικό σύστημα αποκαλύπτει τη χρεοκοπία του σε έναν αριθμό λαών με τη μορφή μιας νέας εθνικής καταπίεσης. Απέναντι στο σημερινό κίνημα αντίστασης τρεις στάσεις είναι δυνατές. Η πρώτη είναι να δούμε σε αυτό ένα είδος αντιδραστικής Βανδέας, που απειλεί το ναζιστικό έργο της «ενοποίησης» της Ευρώπης. Μόνο οι λακέδες του Χίτλερ παίρνουν μια τέτοια θέση, η οποία ισοδυναμεί με το να αποδίδουν στο φασισμό κάποια προοδευτικά χαρακτηριστικά. Η δεύτερη στάση είναι η αδιαφορία - η παρούσα κατάσταση είναι «προσωρινή» και άλλωστε πολύ περίπλοκη- ας περιμένουμε καλύτερες εποχές. Περιττό να πούμε ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον μπολσεβικισμό. Η τρίτη είναι η αναγνώριση του εκρηκτικού χαρακτήρα ενός λαϊκού εθνικού κινήματος στη σημερινή Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τη σημερινή συνείδηση του κινήματος, αντικειμενικά, ανοίγει το δρόμο για την προλεταριακή επανάσταση. «Η διαλεκτική της ιστορίας είναι τέτοια», έγραφε ο Λένιν το 1916, «που τα μικρά έθνη, ανίσχυρα ως ανεξάρτητος παράγοντας στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, παίζουν ρόλο ως μία από τις ζυμώσεις, ένα από τα βακτήρια, που βοηθούν την πραγματική δύναμη ενάντια στον ιμπεριαλισμό να έρθει στο προσκήνιο, δηλαδή το σοσιαλιστικό προλεταριάτο».

Και, ίσως κάποιοι αντιτείνουν, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος; Μπορούμε να υποστηρίξουμε το αίτημα για εθνική ελευθερία στην Ευρώπη ενώ ο σημερινός πόλεμος συνεχίζεται; Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσχωρήσουμε σε ένα από τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα; Αν, μετά τη σύναψη της ειρήνης, η κατάσταση καταπίεσης θα συνεχιζόταν για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, τότε, αναμφίβολα, θα έπρεπε να αναγράψουμε στη σημαία μας την εθνική ελευθερία για αυτούς τους λαούς. Αλλά μπορούμε να το κάνουμε αυτό τώρα χωρίς να συμμετέχουμε ipso facto [εκ των πραγμάτων] στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο;

Η κατάσταση θα ήταν σίγουρα πολύ πιο απλή αν υπήρχε εθνική καταπίεση στην Ευρώπη χωρίς ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά δυστυχώς η εποχή μας απέχει πολύ από το να είναι απλή και είναι ακριβώς ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που αναβιώνει την εθνική καταπίεση. Η λογική που θα μας έκανε να περιμένουμε το τέλος του πολέμου πάσχει από έναν μοιραίο φορμαλισμό. Αυτό φαίνεται καθαρά αν πάρουμε το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Τα μη γερμανικά εδάφη της Βοημίας και της Μοραβίας έγιναν γερμανικό «προτεκτοράτο» πριν ξεσπάσει ο σημερινός πόλεμος. Θα έπρεπε τότε να υποστηρίξουμε την εθνική ελευθερία, των Τσέχων, να εγκαταλείψουμε αυτό το αίτημα τη στιγμή της κήρυξης του πολέμου και να το επαναλάβουμε με τη σύναψη της ειρήνης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μια ιμπεριαλιστική ειρήνη θα ήταν δύσκολα διακριτή από τον πόλεμο. Βρισκόμαστε σε μια εποχή σπασμών όπου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πολέμου και ειρήνης θα γίνεται όλο και πιο αχνή. Τον σημερινό πόλεμο μπορούν να διαδεχθούν και αναμφίβολα θα διαδεχθούν άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις: ενδοευρωπαϊκές, αποικιακές, μεταξύ των πρώην συμμάχων, εναντίον νέων προλεταριακών δυνάμεων κ.λπ. Πότε ακριβώς θα μας «εξουσιοδοτήσουν» οι φορμαλιστές να επαναλάβουμε το αίτημα της εθνικής ελευθερίας;

Όλος αυτός ο φορμαλισμός προέρχεται από την έλλειψη κατανόησης της φύσης των σημερινών εθνικών κινημάτων και της υποστήριξής μας. Παρά τη μεγάλη σημασία της αυτή την ώρα, η εθνική ανεξαρτησία παραμένει ένα δημοκρατικό αίτημα. Ως τέτοιο, αγωνιζόμαστε για την υλοποίησή του, αλλά με τις δικές μας μεθόδους, και το ενσωματώνουμε στο πρόγραμμά μας για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν αύριο ο Χίτλερ επιτεθεί στη Σουηδία ή την Ελβετία, δεν θα δώσουμε καμία υποστήριξη στις κυβερνήσεις της Νορβηγίας, της Γιουγκοσλαβίας ή της Ελλάδας, γιατί μια τέτοια υποστήριξη δεν μπορεί να κερδίσει απολύτως τίποτα για το σοσιαλισμό ή ακόμα και για τη δημοκρατία. Αλλά αν, σε περίπτωση στρατιωτικής ήττας, όταν το αστικό κράτος συντριβεί, ξεπηδήσει ένα λαϊκό εθνικό κίνημα αντίστασης στη γερμανική καταπίεση, θα το υποστηρίξουμε, γιατί ένα τέτοιο κίνημα, αντικειμενικά, ανοίγει το δρόμο για την επανάσταση. Η υποστήριξή μας δεν εξαρτάται από το τυπικό ζήτημα της στιγμής –κατά τη διάρκεια ή μετά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο– αλλά από την πολιτική και κοινωνική φύση του κινήματος. Εφόσον πρόκειται για ένα πραγματικό κίνημα εξέγερσης των μαζών ενάντια στην καταπίεση, είναι στοιχειώδες καθήκον μας να το υποστηρίξουμε και, φυσικά, αυτή η υποστήριξη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σημαίνει πολιτική συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Ενάντια στο σύνθημά μας μπορεί να προβληθεί το «δεύτερο μέτωπο». Είναι πολύ πιθανό ότι κάποια μέρα τα Ηνωμένα Έθνη θα αποβιβαστούν στην Ευρώπη. Σε αυτή την περίπτωση, όσο μια χώρα είναι διαιρεμένη από ένα στρατιωτικό μέτωπο, το σύνθημα της εθνικής ελευθερίας χάνει κάθε επαναστατικό περιεχόμενο. Αλλά το να συγχέουμε την πραγματικότητα του σήμερα με την πιθανότητα του αύριο είναι ένα σοβαρό σφάλμα στην επαναστατική τακτική.

Αλλά, τελικά, δεν μπορεί η κραυγή της εθνικής ελευθερίας να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο στα χέρια του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και των δορυφόρων του για να αλυσοδέσει τους λαούς στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο; Αναμφίβολα! Υπάρχει όμως έστω και ένα δημοκρατικό αίτημα που να μην έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ από την αστική τάξη για να καμουφλάρει τους στόχους της και να εξαπατήσει τις μάζες; Ούτε ένα! Το καθήκον των μαρξιστών δεν είναι να εγκαταλείψουν τα δημοκρατικά αιτήματα επειδή η αστική τάξη προσπαθεί να κρύψει το βρώμικο πρόσωπό της πίσω από αυτά, αλλά να τα υπερασπιστούν με επαναστατικά μέσα και να τα εντάξουν στη σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της κοινωνίας, εφόσον τα αιτήματα αυτά ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και τα επαναστατικά συμφέροντα της μεγάλης μάζας του λαού.

Για να αποκαλυφθεί το ψεύδος του επιχειρήματος, αρκεί να το αντιστρέψουμε, αν το αίτημα για εθνική ελευθερία εξυπηρετεί τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, τότε, αντίστροφα, η αγνόηση ή η υποτίμηση του εθνικού προβλήματος στην Ευρώπη εξυπηρετεί τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Σε όλη την Ευρώπη οι Ναζί και οι λακέδες τους παρηγορούν τους πεινασμένους και τρομοκρατημένους λαούς με την εικόνα μιας ενωμένης Ευρώπης. Βιαστείτε να ενσωματωθείτε σε αυτή την ενότητα για να απολαύσετε όλα τα οφέλη της! Ένα τέλος σε αυτές τις παιδαριώδεις αντιδράσεις του αντιδραστικού εθνικισμού, που σήμερα έχουν ξεπεραστεί από τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας! Αυτή η προπαγάνδα δεν έμεινε χωρίς αντίκτυπο σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ειρηνιστών, σοσιαλιστών και κομμουνιστών, οι οποίοι υποδέχονται τώρα τον ναζισμό ως την υλοποίηση της σοσιαλιστικής ενοποίησης της Ευρώπης.

Αλλά η «εθνική ελευθερία» δεν είναι η επιστροφή στο status quo ante, δηλαδή στο αστικό καθεστώς; Ο Λένιν γελοιοποίησε πριν από πολύ καιρό αυτό το επιχείρημα, όταν απάντησε σε εκείνους τους οπαδούς της Ρόζας Λούξεμπουργκ που αντιτάσσονταν, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, σε μια «εθνική εξέγερση στο προσαρτημένο Βέλγιο, τη Σερβία, τη Γαλικία, την Αρμενία»:

«... οι Πολωνοί σύντροφοί μας αντιτίθενται σε μια τέτοια εξέγερση με το σκεπτικό ότι υπάρχει επίσης μια αστική τάξη στις προσαρτημένες χώρες, και αυτή η αστική τάξη καταπιέζει επίσης άλλα έθνη, ή μάλλον, μπορεί να τα καταπιέσει, αφού το μόνο υπό συζήτηση σημείο είναι το “δικαίωμα στην καταπίεση”. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κριτήριο ενός συγκεκριμένου πολέμου, ή μιας συγκεκριμένης εξέγερσης, δεν είναι το πραγματικό κοινωνικό του περιεχόμενο (ο αγώνας ενός καταπιεσμένου έθνους ενάντια στον καταπιεστή για απελευθέρωση), αλλά η δυνατότητα της καταπιεσμένης πλέον αστικής τάξης να ασκήσει το “δικαίωμά” της να καταπιέζει». (Τα πλάγια γράμματα του Λένιν.)

Αλλά το σύνθημα της εθνικής απελευθέρωσης δεν καταστρέφει τον προλεταριακό διεθνισμό; Ειδικότερα, δεν εμποδίζει κάθε αδελφοποίηση των εργατών στα κατακτημένα εδάφη με τους Γερμανούς στρατιώτες και εργάτες, χωρίς τη δράση των οποίων κάθε επανάσταση στην Ευρώπη είναι αδιανόητη; Η κραυγή της ελευθερίας των λαών δεν έχει καμία σχέση με τη δίψα για ιμπεριαλιστική εκδίκηση. Πώς μπορεί ένας Γερμανός στρατιώτης να απελευθερωθεί από την ιδεολογική μέγγενη του ναζισμού, αν δεν έχει αναγνωρίσει ειλικρινά και χωρίς περιστροφές το δικαίωμα των καταπιεσμένων λαών στην ελευθερία τους; Το πιο στοιχειώδες καθήκον, όχι μόνο ενός Γερμανού σοσιαλιστή εργάτη ή στρατιώτη, αλλά και ενός ειλικρινούς δημοκράτη (αν υπάρχει ακόμα αυτό το είδος) είναι να επιθυμεί, να χαιρετίζει και να βοηθά την εξέγερση των καταπιεσμένων λαών.

 

Εθνική ελευθερία και σοσιαλισμός

Το σύνθημα της εθνικής απελευθέρωσης σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ένα πρόγραμμα αποκατάστασης μιας διαιρεμένης Ευρώπης. Σημαίνει καθαρά και ξάστερα ότι κάθε λαός πρέπει να είναι ελεύθερος να καθορίσει τη μοίρα του και ότι το επαναστατικό κόμμα υποστηρίζει τον αγώνα για αυτή τη στοιχειώδη ελευθερία. Η καταπίεση των λαών της Ευρώπης από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό είναι ένα βάρβαρο και αντιδραστικό εγχείρημα. Η αντίσταση στην υποδούλωση των λαών είναι προς το παρόν ένας μεγάλος προοδευτικός παράγοντας που αντικειμενικά ανοίγει το δρόμο για την προλεταριακή επανάσταση. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να υποστηρίξει και να καθοδηγήσει τις επίπονες προσπάθειες των ευρωπαϊκών λαών να απελευθερωθούν από τη γερμανική κυριαρχία. Αυτό είναι το περιεχόμενο του συνθήματος της εθνικής απελευθέρωσης. Είναι η απλή έκφραση του αγώνα ενάντια στην καταπίεση.

Όμως, μετά την κατάρρευση της χιτλερικής αυτοκρατορίας, η Ευρώπη πρέπει να ενωθεί αν θέλει να ζήσει. Αν αυτό το θεμελιώδες καθήκον δεν ολοκληρωθεί, θα υπάρξουν νέοι πόλεμοι και νέες καταπιέσεις. Η μόνη ελπίδα της Ευρώπης είναι η οικονομική ενοποίηση της ηπείρου, σε συνδυασμό με την ελευθερία της εθνικής ανάπτυξης για κάθε λαό. Και μόνο το προλεταριάτο είναι ικανό να αναλάβει ένα τέτοιο έργο. Το προλεταριάτο θα το πετύχει αυτό με την ίδρυση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Ωστόσο, μόνο οι ελεύθεροι λαοί μπορούν να ενωθούν. Η πρώτη προϋπόθεση μιας ομοσπονδίας ευρωπαϊκών εθνών είναι η ανεξαρτησία τους από τον ξένο ζυγό. Αν τα εθνικά προβλήματα της Ευρώπης μπορούν να επιλυθούν μόνο σε μια σοσιαλιστική ομοσπονδία, τότε αντίστροφα, αυτή η ομοσπονδία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μεταξύ ελεύθερων και ίσων εθνών. Μακριά από το να είναι αντίθετα μεταξύ τους, τα δύο συνθήματα, η Εθνική Απελευθέρωση και οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, είναι στενά συνδεδεμένα.

Στη σημερινή εποχή, όταν οι Ναζί προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους στο όνομα της «ευρωπαϊκής ενότητας», είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην αντιπαραθέσουμε την ομοσπονδία ενάντια στο έθνος, αλλά να την παρουσιάσουμε ως αυτό που πραγματικά θα είναι, μια μορφή οργάνωσης και εγγύησης της εθνικής ελευθερίας. Εκείνοι που αντιτάσσουν στο σύνθημα της εθνικής απελευθέρωσης την «αμιγώς σοσιαλιστική» φόρμουλα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης δεν παρατηρούν ότι η ίδια αυτή η φόρμουλα είναι ένας συμβιβασμός, ένας συμβιβασμός μεταξύ των συγκεντρωτικών αναγκών μιας σχεδιασμένης οικονομίας και των φυγόκεντρων τάσεων που κληρονομήθηκαν από τους προηγούμενους αιώνες, οι οποίες δεν μπορούν να σβηστούν μέσα σε λίγους μήνες ή λίγα χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπονοούν κράτη. Η πλήρης οικονομική και πολιτική ενοποίηση της ηπείρου δεν θα γίνει σε μια μέρα, αλλά θα είναι το προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, επιπλέον, από το τι θα συμβεί στον υπόλοιπο κόσμο. Με ποιο ρυθμό και με ποιες ακριβείς μορφές θα πραγματοποιηθεί αυτή η ανάπτυξη; Η εμπειρία θα το δείξει. Το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης δίνει απλώς τον γενικό αλγεβρικό τύπο. Επιπλέον, ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, η εξαφάνιση των συνόρων μεταξύ των διαφόρων κρατών θα συμβαδίζει με τον μαρασμό του κάθε κράτους.

Το σαφέστερο παράδειγμα ομοσπονδίας που οδήγησε σε μια σχεδόν πλήρη ενότητα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όμως η οικοδόμηση της ομοσπονδιακής εξουσίας ήταν μια μακρά διαδικασία και χρειάστηκε ένας μάλλον σοβαρός εμφύλιος πόλεμος για να εδραιωθεί οριστικά. Φυσικά, ο σοσιαλισμός θα έχει άλλες μεθόδους από τον καπιταλισμό. Ωστόσο, το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών μας δείχνει πόσο τεχνητή θα ήταν οποιαδήποτε αντίθεση ανάμεσα στα συνθήματα της απελευθέρωσης των δεκατριών αποικιών[1] και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής!

Ανεξάρτητα από τις μεταβατικές μορφές οργάνωσης, η πραγματοποίηση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης συνεπάγεται την ελευθερία κάθε έθνους που εισέρχεται στην ομοσπονδία. Αλλά η μόνη πραγματική εγγύηση της ελευθερίας του είναι το δικαίωμα να πει ναι ή όχι. Οποιαδήποτε «εγγύηση» ελεύθερης πολιτιστικής ανάπτυξης κ.λπ. είναι μια ψευδαίσθηση αν το έθνος δεν έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από την ένωση.

Μετά την ανατροπή της αστικής τάξης, δεν επιθυμούμε να βαδίσουμε προς το σοσιαλισμό με τη βία, αλλά πείθοντας υπομονετικά τους λαούς για την ανωτερότητα της συγκεντροποίησης. Όπως, στο αγροτικό πρόβλημα, δεν είμαστε οπαδοί της «αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης», αλλά θέλουμε να καταδείξουμε στον αγρότη, με τη δική του εμπειρία, τα πλεονεκτήματα της μεγάλης συλλογικής επιχείρησης έναντι της μικρής ιδιοκτησίας, έτσι και στο εθνικό ζήτημα είμαστε ενάντια σε κάθε «αναγκαστική ενοποίηση» και η μόνη πραγματική, όχι πλασματική, εγγύηση είναι το δικαίωμα της απόσχισης.

Πού είναι η εγγύηση ότι η ιστορική εξέλιξη θα οδηγήσει στην πλήρη ενοποίηση; Όχι στη βία, αλλά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί η ανερχόμενη αστική τάξη μπόρεσε να διαλύσει τις φεουδαρχικές επαρχίες στην ενότητα των μεγάλων σύγχρονων εθνών; Επειδή η άνοδός της αντιστοιχούσε σε μια καταπληκτική αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί ο Χίτλερ, που δεν φείδεται βίας, δεν μπορεί να ενώσει τις ευρωπαϊκές «επαρχίες»; Επειδή αντιπροσωπεύει την παρακμή του καπιταλισμού.

Μια σοσιαλιστική ομοσπονδία, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια, σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει, αλλά προϋποθέτει το δικαίωμα κάθε εθνότητας να καθορίζει τη μοίρα της. Ωστόσο, απέχουμε ακόμη πολύ από τη σοσιαλιστική ομοσπονδία. Η σημερινή πραγματικότητα είναι η γενική καταπίεση των λαών της Ευρώπης από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Αν στο σοσιαλισμό θα ήταν θεωρητικά λανθασμένη η αντιπαράθεση της εθνικής ελευθερίας στην αρχή της ομοσπονδίας, πόσο παράλογη, σχολαστική και κενή είναι μια τέτοια αντιπαράθεση μπροστά στη σημερινή κατάσταση της Ευρώπης!

(Στο επόμενο τεύχος ένα δεύτερο άρθρο θα εξετάσει το ζήτημα των σχέσεών μας με τις διάφορες παράνομες ομάδες, τη φύση του πολέμου στη Σερβία, το σύνθημα της Συντακτικής Συνέλευσης και τα προβλήματα της τρομοκρατίας και του σαμποτάζ).

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Jean van Heijenoort (με το ψευδώνυμο Marc Loris), “The National Question in Europe”, Fourth International, Σεπτέμβριος 1942, σσ. 264–268. Αναδημοσιευμένο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/writers/heijen/works/national.htm.

 

 

Βιογραφία του Ζαν Βαν Αϊζενούρ

Ο Ζαν Βαν Αϊζενούρ (Jean van Heijenoort, 1912-1986) γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια στη Γκρεΐ της Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν Ολλανδός μετανάστης (πέθανε όταν ο Ζαν ήταν δύο ετών) και η μητέρα του Γαλλίδα. Ο Ζαν κατάφερε να φοιτήσει στο κολέγιο του Κλερμόν ντε λ’ Ουάζ και αργότερα, με υποτροφία, μαθηματικά στο Λύκειο Σαιν-Λουί, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1932. Από την ηλικία των 15 ετών, ο Βαν Αϊζενούρ εντάχθηκε σε μια κομμουνιστική νεολαιίστικη ομάδα ως μαθητής στο Κλερμόν και αργότερα στο Παρίσι προσελκύστηκε από τον τροτσκισμό. Στις αρχές του 1932 έγινε μέλος της Ligue Communiste (Κομμουνιστική Λίγκα), του γαλλικού τμήματος της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης του Τρότσκι. Το φθινόπωρο του 1932 ο Βαν Αϊζενούρ ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Ρεϊμόν Μολινιέ, ηγέτη της Ligue Communiste, για κάποιον που να γνωρίζει άπταιστα γαλλικά και ρωσικά, προκειμένου να βοηθήσει τον Τρότσκι στην αλληλογραφία του. Επισκέφτηκε τον Τρότσκι στην Πρίγκιπο όπου ήταν εξόριστος και τον ακολούθησε, ως γραμματέας του τα επόμενα χρόνια μέχρι το Μεξικό, όπου έμεινε μαζί του μέχρι το 1939. Πήγε στις ΗΠΑ όπου ασχολήθηκε με το αμερικανικό τροτσκιστικό κίνημα (ως μέλος του SWP). Από το 1940 έως το 1945 διετέλεσε γραμματέας της Διεθνούς Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς, η οποία είχε μεταφερθεί από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη εξαιτίας Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή την περίοδο αρθρογραφούσε συστηματικά στο περιοδικό της 4η Διεθνούς, Fourth International, στο Biulleten’ Oppozitsii και φυσικά σε πολλές εφημερίδες καθώς και σε εσωτερικά δελτία του κινήματος. Τα άρθρα του –κυρίως για ευρωπαϊκά πολιτικά ζητήματα– υπογράφονταν με διάφορα ψευδώνυμα και κομματικά ονόματα: Daniel Logan, Marc Loris, Karl Meyer (επίσης, Mayer), Jarvis Gerland, Vladimir Ivlev, Ann Vincent. Υπήρξε επίσης ένας από τους σημαντικότερους γνώστες και διαχειριστές των αρχείων του Τρότσκι. Το 1947 διέκοψε τις σχέσεις του με τον τροτσκισμό, ύστερα από τη δημοσίευση του άρθρου «Ισολογισμός ενός αιώνα» (με ψευδώνυμο: Jean Vannier, “A Century’s Balance Sheet”, Partisan Review, τόμος 15 τεύχος 3, Μάρτιος 1948, σσ. 288-296), στο οποίο υποστήριζε ότι το προλεταριάτο δεν ήταν επαναστατική τάξη. Εκτός όμως από την πολιτική ο Βαν Αϊζενούρ υπήρξε ένας διαπρεπής επιστήμονας της φιλοσοφίας των μαθηματικών και της Λογικής και από το 1949 δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να εργάζεται στα αρχεία του Τρότσκι. Πέθανε το 1986 δολοφονημένος από την εν διαστάσει τέταρτη σύζυγό του.

Από το e la libertà έχει επίσης μεταφραστεί το άρθρο του «Η έκρηξη του γραφειοκρατικού ιμπεριαλισμού»

Πηγές:

“Jean van Heijenoort Internet Archive” στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/writers/heijen/index.htm.

“Jean van Heijenoort”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jean_van_Heijenoort.

 

 

Σημειώσεις

[1] [Σ.τ.Μ.:] «Οι Δεκατρείς Αποικίες ήταν μια ομάδα βρετανικών αποικιών στις ακτές του Ατλαντικού της Βόρειας Αμερικής κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Η δυσαρέσκεια κατά της αυτοκρατορικής κυβέρνησης οδήγησαν τις 13 αποικίες να αρχίσουν να ενώνονται το 1774 και να διώχνουν τους Βρετανούς αξιωματούχους μέχρι το 1775. Συγκεντρώθηκαν στο Δεύτερο Ηπειρωτικό Κογκρέσο στη Φιλαδέλφεια και διόρισαν τον Τζορτζ Ουάσινγκτον ως αρχιστράτηγο του Ηπειρωτικού Στρατού για να διεξάγει τον Αμερικανικό Επαναστατικό Πόλεμο. Το 1776, το Κογκρέσο υιοθέτησε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ως Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Νικώντας τους βρετανικούς στρατούς με γαλλική βοήθεια, οι δεκατρείς αποικίες απέκτησαν την κυριαρχία τους με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1783.» “Thirteen Colonies”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Thirteen_Colonies.

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 29 Οκτωβρίου 2024 12:30

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.