22 Σεπτεμβρίου 1938: Διαδήλωση 250.000 ατόμων μπροστά στο κοινοβούλιο για την υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας.
Σημείωση elaliberta.gr: Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε τέσσερα κείμενα για το θέμα της τσεχοσλοβάκικης κρίσης και της συνθήκης του Μονάχου (με την οποία η Τσεχοσλοβακία μετατράπηκε σε γερμανικό προτεκτοράτο το 1938) καθώς και για την εφαρμογή της πολιτικής του επαναστατικού ντεφετισμού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα δύο πρώτα κείμενα με τίτλους «Επισημάνσεις για την Τσεχοσλοβακία» και «Σοσιαλπατριωτική σοφιστεία» ο Τρότσκυ αναπτύσσει τις βασικές αρχές με τις οποίες οι επαναστάτες μαρξιστές και το κίνημα της 4ης Διεθνούς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το εθνικό ζήτημα στα πλαίσια του επικείμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Στο κείμενο με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα στην Κεντρική Ευρώπη» ο Γιαν Μπουχάρ (Γιόζεφ Γκούτμαν) παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο υλοποίησαν τα μέλη της 4ης Διεθνούς στην Τσεχοσλοβακία το γενικό πλαίσιο αρχών του επαναστατικού ντεφετισμού στην συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία.
Στο τελευταίο κείμενο με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα στην Ευρώπη» –που γράφτηκε το 1942– ο Ζαν Βαν Αϊζενούρ –γραμματέας τότε της Διεθνούς Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς– επικαιροποιεί τις θέσεις του Τρότσκι στο φως της μετατροπής της Τσεχοσλοβακίας σε γερμανικό προτεκτοράτο το 1939 και της εμπειρίας της ναζιστικής κατοχής στην Ευρώπη και δίνει την τελική μορφή στην πολιτική πρακτική του επαναστατικού ντεφετισμού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Jan Buchar[1]
Το εθνικό ζήτημα στην Κεντρική Ευρώπη
Το εθνικό ζήτημα έπαιξε συχνά μοιραίο ρόλο στην Κεντρική Ευρώπη. Το έτος 1848, ως αποτέλεσμα της δειλίας της γερμανικής αστικής τάξης και της αντιδραστικής πολιτικής της ανερχόμενης αστικής τάξης των σλαβικών λαών της Αυστρίας, ανακόπηκε η ανάπτυξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Χάρη στην αιώνια εθνική διαμάχη η σάπια, ημιφεουδαρχική Αυστροουγγρική μοναρχία μπόρεσε να διατηρηθεί μέχρι τον 20ό αιώνα. Οι εθνικιστικές ψευδαισθήσεις μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα της προλεταριακής επανάστασης στην Κεντρική Ευρώπη και στην απομόνωση και καταστροφή του πρώτου της οχυρού, της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Το 1938 η εθνικιστική διαφθορά των μαζών ήταν μια από τις κύριες αιτίες της αδυναμίας του προλεταριάτου να παρέμβει ανεξάρτητα, καθώς η κρίση της Τσεχοσλοβακίας έφερε την Ευρώπη στα πρόθυρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου – η κρίση που έληξε ξαφνικά με μια ιμπεριαλιστική ανακωχή που παρέδωσε ολόκληρη την «περιοχή του Δούναβη» στον Χίτλερ χωρίς αγώνα.
Τα τελευταία χρόνια ο εργαζόμενος πληθυσμός της Τσεχοσλοβακίας ήταν εθνικά εντελώς διχασμένος. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού των Σουδητών Γερμανών[2], ακόμη και η εργατική τάξη, βρισκόταν υπό την επιρροή της φασιστικής «απελευθερωτικής» δημαγωγίας του Χένλαϊν[3]. Ένα μεγάλο μέρος της φτωχής αγροτιάς της Σλοβακίας βρισκόταν στο στρατόπεδο του κληρικοφασιστικού, αυτονομιστικού Λαϊκού Κόμματος του Χλίνκα[4]. Οι Τσέχοι εργάτες και αγρότες, ωστόσο, ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν την καπιταλιστική πατρίδα υπό την ηγεσία της τσέχικης αστικής τάξης. Κάθε εθνικό τμήμα του προλεταριάτου σύναψε ταξική ειρήνη με τη δική του εθνική αστική τάξη. Οι Τσέχοι εργάτες ήταν έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους για τα συμφέροντα του τσέχικου και αγγλογαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου, επειδή πίστευαν ότι έτσι θα υπερασπίζονταν την ελευθερία του τσέχικου λαού. Οι Σουδητες Γερμανοί εργάτες δέχθηκαν να χρησιμοποιηθούν από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό επειδή περίμεναν την «εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή» τους από τον Χίτλερ.
Πώς μπόρεσε να προκύψει αυτό; Πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό σε μια χώρα, στην οποία το κομμουνιστικό κόμμα γεννήθηκε από μια μαζική διάσπαση από τη σοσιαλδημοκρατία, ένα κόμμα που αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη κατά την ίδρυσή του και το οποίο για 20 ολόκληρα χρόνια διατήρησε τόσο μεγάλη επιρροή ώστε στις γενικές εκλογές οι ψήφοι του κυμαίνονταν πάντα μεταξύ τριών τετάρτων του ενός εκατομμυρίου και ενός εκατομμυρίου; Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε μια χώρα στην οποία οι Τσέχοι, Γερμανοί, Σλοβάκοι, Ούγγροι, Πολωνοί και Καρπαθο-Ουκρανοί εργάτες αποτελούσαν ένα ενιαίο και συγκεντρωτικό κομμουνιστικό κόμμα – γεγονός για το οποίο ο Λένιν χαιρόταν τόσο πολύ;
Το εργατικό κίνημα της Τσεχοσλοβακίας κατέρρευσε εξαιτίας του οπορτουνισμού· ηττήθηκε από την προδοσία των ηγετών της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας, ωστόσο, ήταν η αδυναμία του να θέσει σωστά, δηλαδή με επαναστατικό τρόπο, το εθνικό ζήτημα που είναι τόσο τρομερά σημαντικό στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι αυτό το ζήτημα με το οποίο θέλουμε να ασχοληθούμε εδώ λεπτομερώς.
Η «κληρονομιά» του Αυστρομαρξισμού
Η σοσιαλδημοκρατία της παλιάς Αυστροουγγαρίας ήταν ανίκανη να συνδέσει τον αγώνα των καταπιεσμένων λαών της μοναρχίας με την ταξική πάλη του προλεταριάτου. Αν το είχε κάνει αυτό, αν δηλαδή ήταν ένα πραγματικά επαναστατικό κόμμα, η μεταπολεμική ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης και πιθανώς ολόκληρης της Ευρώπης θα είχε διαφορετική όψη.
Ο αγώνας των καταπιεσμένων εθνών στην παλιά αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε τεράστιες επαναστατικές δυνατότητες. Η αστική τάξη αυτών των λαών δεν μπόρεσε να τοποθετηθεί με συνέπεια επικεφαλής του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση – για τους ίδιους λόγους που η ρωσική αστική τάξη δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία. Όπως η ρωσική αστική τάξη, έτσι και η τσέχικη, η κροατική και η σλοβενική αστική τάξη κ.λπ. ήρθαν στον κόσμο πολύ αργά, για να το πούμε έτσι. Στην πραγματικότητα έγινε τάξη μόνο στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στην εποχή της παρακμής και της αποσύνθεσης του καπιταλισμού. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να αποτινάξει τον ξένο ζυγό μόνο με την κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών. Φοβόταν όμως και μισούσε αυτές τις μάζες, οι οποίες είχαν ήδη αναδείξει τα αιτήματα της δικής τους τάξης. Τις φοβόταν και τις μισούσε περισσότερο από την ξένη κυριαρχία.
Επιπλέον, ειδικά στην περίπτωση της τσέχικης αστικής τάξης, υπήρχαν, από οικονομική άποψη, δύο ψυχές στο στήθος της. Από τη μια πλευρά, ενδιαφερόταν για τη μεγάλη αγορά των βιομηχανικών προϊόντων της, την οποία προσέφερε η Αυστροουγγαρία με τα 50 εκατομμύρια κατοίκους και την κατά κύριο λόγο αγροτική επικράτεια· από την άλλη, θα ήθελε να αποτινάξει την ξένη εκμετάλλευση και την ξένη κυριαρχία. Τη δεύτερη εναλλακτική, όμως, μόνο υπό τον όρο ότι οι μάζες δεν θα έλυναν το ζήτημα με επαναστατικό τρόπο, αλλά ότι άλλες, «πιο αξιοσέβαστες», ξένες δυνάμεις θα «βοηθούσαν τον τσέχικο λαό στην ελευθερία» και ταυτόχρονα θα εξασφάλιζαν στην τσέχικη αστική τάξη την ταξική της κυριαρχία και την αδιάλειπτη εκμετάλλευση των «δικών της» τσέχικων μαζών και αν ήταν δυνατόν και άλλων.
Πρώτον, ο Τσαρισμός θεωρήθηκε από την τσέχικη αστική τάξη, ιδίως από το πιο καθυστερημένο τμήμα της, ως μια τέτοια «πιο αξιοσέβαστη» δύναμη. Για το λόγο αυτό το αυστροσλαβικό, προπολεμικό πρόγραμμα του Κραμάρ[5] απαιτούσε την αναδιοργάνωση της Αυστρίας σε ομοσπονδιακή βάση και τη συμμαχία με την αυτοκρατορία του Τσάρου. Για το λόγο αυτό η τσέχικη αστική τάξη στα χρόνια 1914-1915 περίμενε την «απελευθέρωσή» της από τους Ρώσους κοζάκους. Σύντομα, όμως, οι ήττες του στρατού του Τσάρου έθαψαν αυτές τις ελπίδες.
Οι πιο «μοντέρνοι» εκπρόσωποι της αστικής τάξης, με επικεφαλής τον Μάζαρικ[6], είχαν από καιρό στρέψει το βλέμμα τους περισσότερο προς τη Δύση, προς την ιμπεριαλιστική Γαλλία και την Αγγλία. Εκεί βρήκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου την πιο «αξιοσέβαστη» εξωτερική δύναμη που χρειάζονταν για την «απελευθέρωση».
Αν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου η τσέχικη αστική τάξη άρχισε να υπολογίζει σε μια «απελευθέρωση» από έξω, στην οποία, επιπλέον, οδηγήθηκε από τα σχέδια της Γερμανίας για μια ενωμένη Κεντρική Ευρώπη, αυτό δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι ήταν έτοιμη να πολεμήσει ενεργά. Αποφάσισε για πρώτη φορά να επέμβει στο τέλος του πολέμου, αφού η απόφαση είχε ήδη ληφθεί στα πεδία των μαχών. Ενώ οι Τσέχοι εργάτες αγωνίζονταν εδώ και καιρό για εθνική ανεξαρτησία με μαζικές λιποταξίες και εξεγέρσεις στο μέτωπο και με απεργίες και απεργίες πείνας στο εσωτερικό, τις οποίες ταύτιζαν αφελώς με την «κοινωνική δικαιοσύνη», η αστική τάξη εξακολουθούσε να ακολουθεί πιστή αυστριακή πολιτική, στέλνοντας χαιρετισμούς στους «νικητές ηγέτες των αυστριακών στρατευμάτων» και αναλαμβάνοντας με ζήλο την κάλυψη των πολεμικών δανείων.
Αν εκείνη την εποχή το προλεταριάτο είχε τεθεί επικεφαλής του αγώνα για την ελευθερία, αν είχε ξεκινήσει με τόλμη τον αγώνα για την ανατροπή της μοναρχίας με την υλοποίηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, αν είχε αντικαταστήσει την ενστικτώδη σύνδεση του αγώνα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση με την επιστημονική σύνθεση και των δύο –δηλαδή με τα συνθήματα «Καταστρέψτε την Αυστρία», «Καταστρέψτε την εθνική καταπίεση», «Καταστρέψτε μαζί την ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση», «Πραγματοποιήστε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ενώστε ειρηνικά τους λαούς στις Ηνωμένες Πολιτείες της Σοσιαλιστικής Κεντρικής Ευρώπης» – τότε η Ουγγρική Κομμούνα δεν θα είχε παραμείνει ένα μεμονωμένο επεισόδιο, η επανάσταση δεν θα είχε σταματήσει στη Βαρσοβία και όλη η ιστορία θα είχε πάρει διαφορετική τροπή.
Ήδη, όμως, εκείνη την εποχή, η σοσιαλδημοκρατία είχε τοποθετηθεί σταθερά στη βάση του status quo και το status quo εκείνη την εποχή ήταν η Αυστρία. Έτσι οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έγιναν πιστοί, αφοσιωμένοι στους Αψβούργους και αντεπαναστάτες. Οι αυστρομαρξιστικές «αναλύσεις» χρησίμευαν μόνο ως βαθιά εκλογίκευση της εκπόρνευσής τους. Η σύγχρονη οικονομία γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτική, απαιτεί μεγάλες σφαίρες ανάπτυξης: Επομένως, η απελευθέρωση των μικρών λαών είναι μια αντιδραστική ουτοπία και ο Θεός να φυλάει, ο Θεός να προστατεύει τον Κάιζερ μας, τη χώρα μας. Ότι είναι δυνατή μια οικονομική ένωση διαφορετική από τη βάση της εκμετάλλευσης, δηλαδή η εθελοντική ένωση των απελευθερωμένων λαών σε μια σοσιαλιστική ομοσπονδία και ότι ο δρόμος προς αυτήν περνάει μέσα από τον επαναστατικό αγώνα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης – αυτό ούτε καν πέρασε από το μυαλό των μορφωμένων διαλεκτικών του Αυστρομαρξισμού.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η τσέχικη σοσιαλδημοκρατία, με τον ηγέτη της Σμεράλ[7], που έφτασε στα χειρότερα άκρα. Σήμερα ο Σμεράλ, όπως είναι γνωστό, είναι ένας από τους ηγέτες του ΚΚΤσ [Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας]. Την εποχή του Παγκόσμιου Πολέμου έγραψε μια σειρά άρθρων για τα «κράτη αναχώματα», στα οποία έδειχνε ότι ένα ανεξάρτητο τσέχικο κράτος δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στην παρούσα εποχή του καπιταλισμού και ότι ένα τέτοιο κράτος θα έπρεπε αναγκαστικά να γίνει μπάλα ποδοσφαίρου των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό ήταν σωστό. Η ιστορία επιβεβαίωσε λαμπρά την πρόβλεψη του Σμεράλ πολύ καιρό αφότου ο ίδιος την απαρνήθηκε. Αντί όμως να βγάλει το επαναστατικό συμπέρασμα –δηλαδή ότι η ελευθερία του τσέχικου λαού μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο κάτω από το σοσιαλισμό και ότι οι Τσέχοι εργάτες πρέπει να αγωνιστούν για την προλεταριακή επανάσταση ακόμη και προς το συμφέρον της εθνικής τους χειραφέτησης– ο Σμεράλ, με τον αυστρομαρξιστικό τρόπο, έβγαλε ένα αντεπαναστατικό συμπέρασμα: η μοναρχία των Αψβούργων πρέπει να προστατευθεί. Εξαιτίας αυτής της πολιτικής έγινε κατά τη διάρκεια του πολέμου ο άνθρωπος που μισούσε περισσότερο ο τσέχικος λαός. Όταν στο τέλος του πολέμου θέλησε και πάλι να μιλήσει σε μια εργατική μαζική συγκέντρωση στο Ζίζκοφ, ένα προάστιο της Πράγας, οι εργάτες τον έκοψαν μόλις εμφανίστηκε στην εξέδρα. Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας έχασε κάθε επιρροή πάνω στο μαζικό κίνημα. Η αντιπολίτευση που αποκρυσταλλώθηκε στο κόμμα προς το τέλος του πολέμου ήταν μικροαστική και εθνικιστική. Έτσι, η μάζα του εργαζόμενου λαού, η οποία υπό την επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης και των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο Μπρεστ βρισκόταν σε όλο και μεγαλύτερη κινητικότητα, παρέμεινε χωρίς επαναστατική ηγεσία. Στις 14 Οκτωβρίου 1918 οι μάζες πραγματοποίησαν αυθόρμητα γενική απεργία με το σύνθημα «Για μια ανεξάρτητη Τσέχικη Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Το κίνημα δεν είχε, ωστόσο, καμία ταξικά συνειδητή ηγεσία. Όταν η Αυστρία κατέρρευσε 14 μέρες αργότερα, η τσέχικη αστική τάξη, που τόλμησε επιτέλους να δείξει το πρόσωπό της, τοποθετήθηκε χωρίς καμία αντίσταση επικεφαλής της «εθνικής επανάστασης» και του «εθνικού κράτους». Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, οι περισσότεροι από τους οποίους, όπως ακριβώς και οι αστοί αφέντες τους, είχαν μετατραπεί εν μια νυκτί από μαυροκίτρινοι σε ασπροκόκκινους πατριώτες[8], σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού με την αστική τάξη.
Ιμπεριαλιστική Τσεχοσλοβακία
Μια διπλή διαδικασία ξεκίνησε τώρα. Με τη βοήθεια των ρεφορμιστών ηγετών η αστική τάξη οικοδόμησε το καπιταλιστικό κράτος. Οι μάζες του προλεταριάτου, που περίμεναν μια «κοινωνικά δίκαιη» δημοκρατία, άρχισαν να απογοητεύονται και να συσπειρώνονται πίσω από επαναστατικά συνθήματα.
Το φθινόπωρο του 1920 ήρθε η αναπόφευκτη σύγκρουση. Η επαναστατική τάση είχε ήδη κερδίσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων στην τσέχικη σοσιαλδημοκρατία. Η αστική τάξη, ωστόσο, υπό την ηγεσία του εν ενεργεία υπουργού Εσωτερικών και ηγέτη του Αγροτικού Κόμματος, Σβέχλα, είχε ανασυγκροτήσει κρυφά την αστυνομία και τη χωροφυλακή της. Υπό την ενεργό καθοδήγηση του προέδρου Μάζαρικ, οι δεξιοί ηγέτες διέσπασαν τη σοσιαλδημοκρατία λίγο πριν από το συνέδριο του κόμματος, στο οποίο η αριστερή πτέρυγα ήταν βέβαιο ότι θα επικρατούσε. Μια ειδικά συσταθείσα κυβέρνηση γραφειοκρατών με επικεφαλής τον δοκιμασμένο Αυστριακό βετεράνο Τσέρνι –ο οποίος, άλλωστε, σήμερα είναι και πάλι υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Σιροβί[9]– συνέτριψε τη γενική απεργία που προκλήθηκε και η οποία διεξήχθη κακήν κακώς από την κεντριστική ηγεσία της αριστεράς. Η μοίρα της Τσεχοσλοβακίας είχε κριθεί προς το παρόν. Έγινε μια καπιταλιστική, ιμπεριαλιστική δημοκρατία. Από τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά, ωστόσο, αναδύθηκε ένα μαζικό κομμουνιστικό κόμμα.
Η Τσεχοσλοβακία ήταν ένα τυπικό δημιούργημα της ιμπεριαλιστικής Ειρήνης των Βερσαλλιών. Ήταν ένα από τα μικρά ιμπεριαλιστικά κράτη που κατασκευάστηκαν με τον διπλό σκοπό της αστυνόμευσης των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και της αναχαίτισης της Ρώσικης επανάστασης μέσω μιας «υγειονομικής ζώνης». Τα σύνορα αυτών των κρατών χαράχτηκαν με τέτοιο τρόπο από την ειρηνευτική υπαγόρευση, ώστε παντού υπήρχαν ισχυρές εθνικές μειονότητες. Αυτό είχε σκοπό να καταστήσει αδύνατη την ενοποίηση των κρατών αυτών μεταξύ τους ή με τη Γερμανία και να τα κρατήσει εξαρτημένα από τις δυτικές δυνάμεις. Αρκετά ανοιχτά, οι στρατηγικές εκτιμήσεις τέθηκαν πάνω από τις όποιες εθνολογικές απόψεις. Έτσι, η Τσεχοσλοβακία έλαβε εδάφη τα οποία η τσέχικη αστική τάξη προηγουμένως δεν είχε τολμήσει ούτε καν να ονειρευτεί, όπως για παράδειγμα την Καρπαθο-Ουκρανία. Δημιουργήθηκε ένα κράτος στο οποίο το κυρίαρχο έθνος, οι Τσέχοι, αποτελούσαν μόνο το 50% του συνολικού πληθυσμού. Για να γίνει έστω και κατά το ήμισυ βιώσιμη η μυθοπλασία του εθνικού κράτους ήταν απαραίτητο να χαρακτηριστούν επίσημα οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι, οι οποίοι είναι αναμφίβολα δύο διαφορετικοί λαοί, αν και στενά συνδεδεμένοι, ως ένα «τσεχοσλοβακικό» έθνος.
Η Τσεχοσλοβακία ήταν μια αστικοδημοκρατική προεδρευομένη δημοκρατία, αλλά η «δημοκρατία» της ήταν πάντα λίγο ιδιόμορφη. Μέσω διαφόρων προστατευτικών νόμων και έκτακτων ρυθμίσεων τα πολιτικά δικαιώματα των εργαζομένων είχαν ήδη περιοριστεί τόσο πολύ από το 1923 που δεν είχαν απομείνει και πολλά από αυτά. Ακόμη και στην ακμή της, η τσεχοσλοβάκικη «δημοκρατία» ήταν πολύ πιο αντιδραστική από ό,τι, για παράδειγμα, η αείμνηστη και αξιοθρήνητη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε ένα κράτος στο οποίο το 50% του πληθυσμού ήταν όχι μόνο κοινωνικά αλλά και εθνικά καταπιεσμένο, ιδιαίτερα στα ανατολικά του τμήματα, όπου η καταπίεση πήρε σχεδόν αποικιοκρατικές μορφές. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πόσο δίκιο είχε ο Καρλ Μαρξ όταν έλεγε ότι κανένας λαός που καταπιέζει έναν άλλο λαό δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Η εθνική ανεξαρτησία του τσέχικου λαού θα μπορούσε να διασφαλιστεί με δύο τρόπους μετά την κατάρρευση της παλιάς Αυστρίας: είτε με τον επαναστατικό δρόμο της ανατροπής της δικής του αστικής τάξης, την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών με την πραγμάτωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και την εθελοντική ένωση των ελεύθερων λαών της Κεντρικής Ευρώπης στις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες, είτε, από την άλλη πλευρά, με την αντεπαναστατική καταστολή του δικού του προλεταριάτου, με την ιμπεριαλιστική προσάρτηση και καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων, με τον εξοπλισμό και τις «εγγυήσεις» των ιμπεριαλιστών συμμάχων και προστατών. Με τη βοήθεια των ρεφορμιστών ηγετών η αστική τάξη κατάφερε να επιτύχει τη δεύτερη εναλλακτική λύση. Σε ποιο βαθμό, ωστόσο, αυτή η εναλλακτική λύση εξασφάλιζε πραγματικά στον τσέχικο λαό την εθνική του ελευθερία, το έδειξαν τα γεγονότα 20 χρόνια αργότερα. Με αυτή την έννοια, επίσης, αποδείχθηκε ότι κανένας λαός δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όταν επιτρέπει να χρησιμοποιθεί του για την καταπίεση άλλων.
Η εθνική πολιτική του Τσεχοσλοβάκικου προλεταριάτου
Στη θέση της παλιάς «φυλακής των λαών», της Αυστρίας, προέκυψε τώρα μια σειρά από μικρότερες φυλακές των λαών. Ποια θα έπρεπε να είναι η πολιτική του προλεταριάτου;
Για άλλη μια φορά η εργατική τάξη είχε την ευκαιρία να συνδυάσει τον ταξικό της αγώνα με τον αγώνα των καταπιεσμένων εθνών και να κερδίσει ισχυρούς συμμάχους στις εργαζόμενες μάζες τους. Γιατί μόνο αυτή ήταν σε θέση να δείξει την πραγματική διέξοδο από το αδιέξοδο των αιώνιων εθνικιστικών συγκρούσεων στην Κεντρική Ευρώπη με το σύνθημα της αυτοδιάθεσης και της εθελοντικής ενοποίησης, με το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών.
Βέβαια, η σοσιαλδημοκρατία δεν το καταλάβαινε αυτό και ως ρεφορμιστικό κόμμα δεν μπορούσε να το καταλάβει. Για άλλη μια φορά έθεσε τον εαυτό της στη βάση του ιμπεριαλιστικού status quo. Υπερασπίστηκε την καπιταλιστική δημοκρατία και μαζί με αυτήν το δικαίωμα της τσέχικης αστικής τάξης να καταπιέζει τις εθνικές μειονότητες. Αντιτάχθηκε στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και στην πράξη, επίσης, σε όλα τα επιμέρους αιτήματα των εθνικών μειονοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, το κομμουνιστικό κόμμα, στο πιο αξιοπρεπές παρελθόν του, έκανε κάποια σωστά βήματα στο δρόμο προς μια επαναστατική πολιτική στο εθνικό ζήτημα. Μετά το δεύτερο συνέδριό του το 1924, στο οποίο εκδιώχθηκε η οπορτουνιστική ηγεσία του Σμεράλ, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης προστέθηκε στο πρόγραμμά του. Το πέμπτο συνέδριο το 1929 χαρακτήρισε ξεκάθαρα την Τσεχοσλοβακία ως ιμπεριαλιστικό κράτος και επέβαλε στο κόμμα το καθήκον να συνδυάσει τον αγώνα για αυτοδιάθεση με την ταξική πάλη και να επιτύχει την ηγεμονία του προλεταριάτου στο κίνημα για την εθνική χειραφέτηση των καταπιεσμένων λαών.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε, το ΚΚΤσ κατάφερε να σημειώσει σαφείς επιτυχίες στα μειονοτικά εδάφη. Στις περιοχές της Σουδητικής Γερμανίας δημιουργήθηκε ένα ευρύ μη κομματικό και διεθνές κίνημα ανέργων υπό κομμουνιστική ηγεσία. Το 1930 και το 1931 λειτούργησαν εκεί 1.500 τοπικές επιτροπές ανέργων που ανέλαβαν την ηγεσία σε πλατιές δράσεις. Ενάντια στη θέληση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας όλων των τάσεων, ηγήθηκε και κέρδισε μια τεράστια, ενωτική απεργία των ανθρακωρύχων της Βόρειας Βοημίας. Γερμανοί, Τσέχοι, κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, ανοργάνωτοι και ναζιστές εργάτες συμμετείχαν αλληλέγγυοι, πολέμησαν ενάντια στο τσέχικο κράτος και κέρδισαν μεγάλη δύναμη για τις δημοκρατικά εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές τους. Στην Καρπαθο-Ουκρανία προέκυψε υπό κομμουνιστική ηγεσία ένα πολύ πλατύ, επαναστατικό αγροτικό κίνημα που οδήγησε σε μεγάλες μάχες με τη χωροφυλακή και το στρατό και τελικά ανάγκασε την κυβέρνηση να σταματήσει τις μαζικές κατασχέσεις και να μοιράσει σιτηρά στους φτωχούς αγρότες.
Ακόμη και τότε, ωστόσο, το εθνικό ζήτημα τέθηκε πολύ αφηρημένα. Ο κατεξοχήν οικονομικός αγώνας διεξαγόταν για άμεσα, επιμέρους αιτήματα και ταυτόχρονα προβαλλόταν η οριστική λύση του εθνικού ζητήματος. Δεν υπήρχε όμως η κατάλληλη σύνδεση μεταξύ του αγώνα για μικρά οικονομικά αιτήματα και ενάντια σε κάθε συγκεκριμένη έκφραση εθνικής καταπίεσης και της τελικής λύσης. Όπως στον οικονομικό αγώνα ήταν ταμπού να διαβεί κανείς τη γέφυρα από τα επιμέρους αιτήματα προς τον τελικό στόχο, επειδή στηριζόταν σε «τροτσκιστικά» μεταβατικά αιτήματα για εργατικό έλεγχο της παραγωγής, έτσι και στον αγώνα για την εθνική χειραφέτηση έπρεπε να αρκεί μια μηχανική επανάληψη της τελικής λύσης, η οποία χωρίς την κατάλληλη συγκεκριμενοποίηση θα μπορούσε να έχει μόνο την αξία της αγκιτάτσιας.
Στο τέλος χάθηκαν όλα τα επιμέρους κέρδη. Η επόμενη περίοδος του «σοσιαλφασισμού» και του «ενιαίου μετώπου του κομμουνισμού», σε συνδυασμό με τις συνέπειες της γερμανικής ήττας, απομόνωσαν πλήρως το κόμμα από τις μάζες. Έμεινε μόνο ένα πράγμα: η διαεθνική σύνθεση του κόμματος και ο διεθνιστικός, αν και αφηρημένος, χαρακτήρας της αγκιτάτσιας του.
Αυτά τα εναπομείναντα επιτεύγματα εκμηδενίστηκαν με σκληρό τρόπο και σε βάθος από το VII Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν. Αφού βοήθησε τον Χίτλερ να φτάσει στην εξουσία με την ηλίθια υπεραριστερή πολιτική του, ο Στάλιν σύναψε την περίφημη συμμαχία του με τον Λαβάλ, η οποία σύμφωνα με το πραγματικό της περιεχόμενο δέσμευε τη Σοβιετική Ένωση να σπεύσει σε βοήθεια της Γαλλίας αν απειλούνταν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Γαλλίας και δέσμευε τη Γαλλία, σε περίπτωση επίθεσης στην ΕΣΣΔ, να συμβουλευτεί την Κοινωνία των Εθνών. Για χάρη αυτής της συμμαχίας ο Στάλιν θυσίασε το επαναστατικό κίνημα οριστικά.
Οι Τσέχοι σταλινικοί, μαζί με τους Γάλλους, έγιναν τώρα οι πιο ένθερμοι πατριώτες. Όχι μόνο ψήφισαν τον προϋπολογισμό για τους εξοπλισμούς, αλλά απαίτησαν μεγαλύτερους εξοπλισμούς. Όχι μόνο κήρυτταν την ταξική ειρήνη, αλλά κατήγγειλαν όλους τους αντιπάλους της ως «εχθρούς του λαού». Κανείς, στην πραγματικότητα, δεν ήταν αρκετά εθνικιστής ή πατριώτης γι’ αυτούς. Ολόκληρος ο αγώνας τους κατά του φασισμού περιορίστηκε στην καταγγελία των πρακτόρων του Χίτλερ, πραγματικών και υποτιθέμενων, στην αστυνομία. Ακόμα και ο αγώνας τους ενάντια στο κίνημα του Χένλαϊν συνίστατο μόνο στο να καταγγέλλουν τους οπαδούς του Χένλαϊν στις αρχές και να διαμαρτύρονται εναντίον των αρχών στην κυβέρνηση αν δεν προχωρούσαν αρκετά δραστικά.
Η μόνη βάση, ωστόσο, για την πραγματικά επιτυχή καταπολέμηση του κινήματος του Χένλαϊν ήταν η ταξική πάλη, σε συνδυασμό με την υπεράσπιση των Γερμανών εργατών ενάντια στην εθνική καταπίεση από την τσέχικη αστική τάξη και τον τσέχικο κρατικό μηχανισμό. Μόνο η ταξική πάλη θα μπορούσε να συντρίψει την ψεύτικη «κοινότητα του λαού» του Χένλαϊν. Ήταν επιτακτική ανάγκη να έρθουν οι ναζιστές εργάτες και αγρότες σε σύγκρουση με τους καπιταλιστές και μεγαλοϊδιοκτήτες συντρόφους τους στον αγώνα για υψηλότερους μισθούς, μείωση της εργάσιμης ημέρας χωρίς μείωση του μισθού, επαρκή και καθολική ανακούφιση από την ανεργία, στον αγώνα για εργατικό έλεγχο των γερμανικών εργοστασίων και ορυχείων της Σουδητίας, για τη διανομή της «γερμανικής γης» μεταξύ των Γερμανών μικρομεσαίων αγροτών, για εθνική ισότητα, αυτοδιοίκηση και αυτοδιάθεση. Τότε, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τσέχοι χωροφύλακες θα είχαν κινητοποιηθεί για να προστατεύσουν τους καπιταλιστές «συντρόφους» ενάντια στο λαό των Σουδητών και αυτό θα ήταν το τέλος της φασιστικής «κοινότητας του λαού». Αντί γι’ αυτό, όμως, οι «κομμουνιστές» και οι ρεφορμιστές ηγέτες κάλεσαν την τσέχικη αστυνομία και έτσι συγκόλλησαν πιο σφιχτά τις γραμμές του Χένλαϊν. Στο τέλος, παρέμειναν εντελώς απομονωμένοι. Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές της δημοκρατίας, ο Χένλαϊν συγκέντρωσε σχεδόν το 90% των ψήφων των Σουδητών Γερμανών.
Ο τσεχικός λαός έβλεπε ξεκάθαρα ότι ολόκληρο το οικοδόμημα των Βερσαλλιών ήταν σαθρό και κινδύνευε να καταρρεύσει. Ταυτόχρονα έβλεπε το τσέχικο ιμπεριαλιστικό κράτος και την εθνική ανεξαρτησία των Τσέχων να απειλούνται από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Καθώς για χρόνια κανείς εκτός από μια αδύναμη ομάδα επαναστατών, τους υποστηρικτές της Τέταρτης Διεθνούς, δεν είχε υποδείξει τον σωστό διεθνιστικό, επαναστατικό δρόμο, έπεσε θύμα ενός εθνικισμού μισο-απελπισίας. Αυτός ο εθνικισμός, ο οποίος ενθαρρύνθηκε από την τσέχικη ιμπεριαλιστική αστική τάξη και χρησιμοποιήθηκε για τους δικούς της σκοπούς και ο οποίος περιβλήθηκε από μια «δημοκρατική» ιδεολογία, υποστηρίχθηκε με τον πιο θορυβώδη τρόπο από τους σταλινικούς και από το Τσέχικο Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπένες[10]. Γι’ αυτό το λόγο και τα δύο αυτά κόμματα σημείωσαν τη μεγαλύτερη επιτυχία στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου του 1938, ενώ η τσέχικη σοσιαλδημοκρατία, η οποία ακολουθούσε ουσιαστικά την ίδια πορεία αλλά δεν ήταν αρκετά ικανή να συμβαδίσει με τον κομπογιαννίτικο σοβινισμό των σταλινικών, είχε κάποιες απώλειες. Η εκλογική επιτυχία του ΚΚΤσ περιορίστηκε, ωστόσο, στις τσέχικες περιφέρειες. Στα εδάφη των εθνικών μειονοτήτων έχασε από παντού και στις γερμανικές περιοχές αποδεκατίστηκε απολύτως. Ως προς τη σύνθεσή του και την επιρροή του, σχεδόν διαλύθηκε ως διαεθνικό κόμμα και έγινε σχεδόν ένα αμιγώς τσέχικο όργανο. Έτσι χάθηκαν και τα τελευταία διεθνιστικά κεκτημένα του τσεχοσλοβακικού προλεταριάτου.
Η θέση των υποστηρικτών της Τέταρτης Διεθνούς
Απέναντι στο γενικό κύμα του εθνικισμού στάθηκαν μόνο οι μικρές ομάδες των υποστηρικτών της Τέταρτης Διεθνούς. Προχωρούσαν με την πεποίθηση ότι ο επικείμενος πόλεμος της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Τσεχοσλοβακίας εναντίον της Γερμανίας θα ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές και επομένως ένας αντιδραστικός πόλεμος. Οι αστικές τάξεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Τσεχίας δεν θα πολεμήσουν ούτε για τη «δημοκρατία» ούτε για την «εθνική χειραφέτηση», αλλά για να κρατήσουν την ιμπεριαλιστική λεία του 1918 και να επεκτείνουν τη ληστρική τους κυριαρχία. Η νίκη τους, αν δεν παρέμβει η επανάσταση, θα μπορούσε να σημαίνει μόνο τη διχοτόμηση ή τον εποικισμό της Γερμανίας και την εντατικοποιημένη εκμετάλλευση όλης της κεντρικής Ευρώπης από το δυτικό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Τίποτα δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η ανεξαρτησία του τσέχικου λαού απειλείται πραγματικά μαζί με την ιμπεριαλιστική κυριαρχία της τσέχικης αστικής τάξης. Η υπεράσπιση της Σερβίας ή του Βελγίου σε σχέση με τον ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο ήταν μόνο ένα επεισόδιο που δεν μπορούσε να αλλάξει τον γενικό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. Ως εκ τούτου, τόσο οι Βέλγοι όσο και οι Σέρβοι σοσιαλιστές είχαν καθήκον να αγωνιστούν για την ήττα της δικής τους αστικής τάξης. Το ίδιο ισχύει και για την Τσεχοσλοβακία σε περίπτωση ιμπεριαλιστικού πολέμου. Έτσι και στην Τσεχοσλοβακία απαιτείται η λενινιστική πολιτική του επαναστατικού ντεφετισμού.
Αυτό θα ήταν επίσης σωστό αν η Σοβιετική Ένωση συμμετείχε στον πόλεμο. Από την πλευρά της ο πόλεμος θα ήταν προοδευτικός και δίκαιος, ακόμη και αν είχε ιμπεριαλιστές συμμάχους. Από την πλευρά των ιμπεριαλιστών συμμάχων, ωστόσο, ο πόλεμος θα ήταν αντιδραστικός, ακόμη και αν είχαν συνάψει συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση. Στο βαθμό που μια τέτοια συμμαχία θα στηριζόταν, στην περίπτωση μιας τέτοιας σύμπραξης, σε μια διαφορετική ταξική βάση, θα ήταν αναγκαστικά πολύ εύθραυστη. Οι υποστηρικτές της Τέταρτης Διεθνούς είναι της γνώμης ότι θα διαλυόταν ενδεχομένως πριν από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ενδεχομένως κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου, το αργότερο κατά τη λήξη του πολέμου, καθώς η εναλλακτική λύση θα είναι τότε είτε η προλεταριακή επανάσταση είτε η επαναδιαίρεση και ο αποικισμός της Ευρώπης από τον αγγλογαλλικό και πιθανόν και από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ήδη από το 1935, στα πρώτα σημάδια της δεξιάς στροφής της Κομιντέρν, οι Τσέχοι σύντροφοι υιοθέτησαν αυτή την άποψη. Από τότε παρέμεινε η βάση της προπαγάνδας και της αγωνιστικής τους δράσης.
Οι σύντροφοι θεωρούσαν ότι αποκλειόταν ουσιαστικά το ενδεχόμενο η τσέχικη αστική τάξη να διεξάγει μόνη της έναν απομονωμένο πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Η πιθανότητα ήταν μεγαλύτερη να εμπλακεί η Τσεχοσλοβακία σε έναν ρωσογερμανικό πόλεμο, ενώ οι δυτικές δυνάμεις θα παρέμεναν προσωρινά ουδέτερες. Αυτός, σίγουρα, θα ήταν ένας προοδευτικός πόλεμος τον οποίο το προλεταριάτο θα έπρεπε να υποστηρίξει. Ακόμα και τότε, βέβαια, δεν θα υπήρχε ταξική ειρήνη με την ντόπια αστική τάξη, η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να προδώσει έναν τέτοιο πόλεμο με την πρώτη ευκαιρία. Και σε αυτή την περίπτωση, το σύνθημα θα ήταν: Ανατροπή της δικής μας αστικής τάξης, θεσμοθέτηση της σοβιετικής εξουσίας και κοινωνικοποίηση προκειμένου να διεξαχθεί ο πόλεμος με επιτυχία, δηλαδή με επαναστατικό τρόπο. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο μόνος τρόπος για να ξανακερδίσουμε το σουδήτικο-γερμανικό προλεταριάτο στον αγώνα ενάντια στον Χίτλερ. Αν οι Σουδήτες Γερμανοί εργάτες είχαν κοινωνικοποιήσει τα εργοστάσια και τα ορυχεία της Βόρειας Βοημίας και είχαν ανακηρύξει μια σοβιετική κυβέρνηση, θα είχαν κάτι να υπερασπιστούν ενάντια στον Χίτλερ.
Ποια εναλλακτική λύση θα μπορούσε κανείς να δώσει στα δύο ιμπεριαλιστικά προγράμματα για το εθνικό ζήτημα; Η νίκη του Χίτλερ δεν θα σήμαινε την αυτοδιάθεση των λαών, αλλά μεγαλύτερη σκλαβιά των Σουδητών Γερμανών εργατών κάτω από το φασιστικό καθεστώς και την καταπίεση των Τσέχων και των άλλων εθνών της κεντρικής Ευρώπης σε μισοφασιστικά υποτελή κράτη της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας. Μια νίκη της Αντάντ και της τσέχικης αστικής τάξης θα σήμαινε, από την άλλη πλευρά, τη συνεχή και αυξημένη καταπίεση των μειονοτήτων και την εθνική και κοινωνική υποδούλωση της Γερμανίας.
Απέναντι και στα δύο αυτά προγράμματα ήταν δυνατό να τεθεί μόνο το εθνικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, το πρόγραμμα της αυτοδιάθεσης των λαών και της εθελοντικής ένωσής τους στις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες. Όσο περισσότερο κορυφωνόταν η κρίση, τόσο πιο άμεσα επείγοντα γίνονταν τα τελικά συνθήματα. Όλες οι «λύσεις» του εθνικού ζητήματος στα πλαίσια του καπιταλισμού αποδείχτηκαν συμφορά για τις εργαζόμενες μάζες όλων των λαών και η σοσιαλιστική λύση η μόνη προοδευτική. Η Proletarske Noviny, το τσέχικο όργανο της Τέταρτης Διεθνούς, σωστά έλεγε στο τελευταίο νόμιμο τεύχος της ότι όσο «αφηρημένο» και «μη πρακτικό» κι αν φαινόταν το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης σε κάποιους οπορτουνιστές, στο τέλος της μεγάλης κρίσης του πολέμου θα ήταν το πιο πρακτικό από όλα. Στις 15 Ιουλίου, υπό αυστηρή δημοσιογραφική λογοκρισία, η εφημερίδα δήλωνε:
«Η ελευθερία και η αυτοδιάθεση των λαών είναι ένα δημοκρατικό αίτημα που μπορεί να υλοποιηθεί πλήρως μόνο με τη νίκη του σοσιαλισμού. Στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας ο κόσμος κυβερνάται από μια μικρή ομάδα μονοπωλιακών καπιταλιστών που έχουν μοιράσει ιμπεριαλιστικά τη γη μεταξύ τους. Η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας είναι εκμεταλλευόμενη και υποδουλωμένη από τον ιμπεριαλισμό. Μπορεί να γίνει ένας ισχυρός σύμμαχος του επαναστατικού προλεταριάτου στον αγώνα του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εχθρό. Γι’ αυτό, όμως, το προλεταριάτο πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των καταπιεσμένων εθνών. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν κάθε εργάτης μάθει να βάζει τη διεθνή απελευθέρωση της εργατικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων πάνω από το “συμφέρον του έθνους του”, πίσω από το οποίο κρύβεται το συμφέρον της αστικής τάξης. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα απαραίτητο να υπερασπιστεί κανείς με αποφασιστικότητα τα δικαιώματα και την ελευθερία κάθε καταπιεσμένου λαού, ακόμα και αν οι καταπιεστές είναι “τα δικά του αδέλφια”».
Αν η εθνική ανεξαρτησία των Τσέχων απειλείται τώρα, έλεγαν οι υποστηρικτές της Τέταρτης Διεθνούς στους Τσέχους εργάτες, αυτό είναι άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι ο τσέχικος λαός επέτρεψε στην αστική του τάξη να τον χρησιμοποιήσει καταχρηστικά για να καταπιέσει άλλους λαούς. Σε ένα ιμπεριαλιστικό σύστημα η ελευθερία του μικρού τσέχικου λαού θα απειλείται πάντα. Η εθνική ανεξαρτησία του τσέχικου λαού, η οποία είναι εξίσου σημαντική για εμάς τους διεθνιστές κομμουνιστές όπως και κάθε άλλου λαού, μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν οι Τσέχοι εργάτες ανατρέψουν τη δική τους αστική τάξη και απελευθερώσουν τα έθνη που καταπιέζονται από αυτήν, καθιστώντας έτσι δυνατή την εθελοντική ένωση των απελευθερωμένων λαών στις Ηνωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες.
Η κρίση κορυφώνεται
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας η τσέχικη κρίση εισήλθε σε φάση όξυνσης· μετά την ομιλία του Χίτλερ στη Νυρεμβέργη έφτασε γρήγορα στην κορύφωσή της. Όπως πάντα σε κρίσιμες περιόδους, δύο ψυχές πάλευαν στο στήθος της τσέχικης αστικής τάξης.
Μια τάση, με επικεφαλής τον Μπένες, πόνταρε με βεβαιότητα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στην αναπόφευκτη νίκη της Αντάντ. Αυτή η τάση ήθελε πάση θυσία να πολεμήσει στο πλευρό του ισχυρότερου. Ήταν διατεθειμένη να υπερασπιστεί τη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερο και, αν αυτό γινόταν αναγκαίο, να εκκενώσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις, αλλά πάση θυσία να πολεμήσει, ώστε στο τέλος του πολέμου να μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα της μαζί με τους νικηφόρους στρατούς του συνασπισμού των Βερσαλλιών. Τότε θα ήταν σε θέση να ξαναστήσει το ιμπεριαλιστικό κράτος και να πάρει μερίδιο από τη λεία.
Η άλλη τάση, με επικεφαλής τον πρόεδρο της μεγαλύτερης τράπεζας, Δρ Πρέις, και τον πρόεδρο του Αγροτικού Κόμματος, Μπεράν, τάχθηκε υπέρ της συνθηκολόγησης με τη Γερμανία, της παραίτησης από την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και υπέρ μιας υποτελούς σχέσης με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό κατά το πολωνικό πρότυπο. Ήλπιζε να εξασφαλίσει τη δική της ταξική κυριαρχία με τις γερμανικές ξιφολόγχες, ακόμη και σε βάρος της διανομής της λείας με τον πεινασμένο γείτονα.
Μέχρι τη συνάντηση του Χίτλερ με τον Σούσνιγκ[11] στο Μπερχτεσγκάντεν[12], η τάση συνθηκολόγησης δεν τολμούσε να βγει στο φως, ιδίως καθώς η μοίρα του Σούσνιγκ έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ιδέα ενός ειρηνικού συμβιβασμού με τον Χίτλερ. Το επιχείρημα ότι η Αυστρία ήταν εγκαταλελειμμένη απαντήθηκε από τους ανθρώπους του Μπένες με την ένσταση ότι η Αυστρία δεν είχε άμεσες συνθήκες συμμαχίας, δεν είχε στρατό και οχυρά και δεν ήταν έτοιμη να αμυνθεί, ενώ η Τσεχοσλοβακία δεν έμοιαζε με την Αυστρία σε τίποτα από αυτά. Η μάζα του τσέχικου λαού, που είχε ψυχικά πειστεί από την υπέροχη προπαγάνδα, η οποία υποστηριζόταν κατεξοχήν από τους σταλινικούς, πίστευε πραγματικά ότι οι Σύμμαχοι και ιδιαίτερα η Σοβιετική Ένωση θα τους βοηθούσαν.
Στο Μπερχτεσγκάντεν, ολόκληρη η πολιτική του Μπένες, στην πραγματικότητα, ολόκληρη η αντίληψή του για το τσεχοσλοβάκικο κράτος κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Οι δυτικές δυνάμεις απαίτησαν κατηγορηματικά την παραχώρηση της Σουδητίας στον Χίτλερ. Δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν θα έκαναν καμία κίνηση για να υπερασπιστούν το status quo παρά τις συνθήκες. Η σοβιετική γραφειοκρατία δήλωσε απλώς ότι θα προχωρούσε σύμφωνα με το γράμμα της συνθήκης της, σύμφωνα με την οποία είναι υποχρεωμένη να επέμβει μόνο αν η Γαλλία προχωρήσει σε πόλεμο. Απομονωμένη, εγκαταλελειμμένη από όλους τους «συμμάχους», η κυβέρνηση Χότζα[13] συνθηκολόγησε και συναίνεσε στην αναθεώρηση των συνόρων.
Αυτό έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου. Την επόμενη ημέρα υπήρξε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα λαϊκής οργής. Χωρίς κανένα κάλεσμα, χωρίς καμία ηγεσία, οι εργάτες, παρά τον στρατιωτικό νόμο και την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, προχώρησαν σε πλήρη γενική απεργία και διαδήλωσαν σε τεράστιες μάζες στην καρδιά της Πράγας. Η αστυνομία εξαφανίστηκε, οι στρατιώτες κρατήθηκαν στους στρατώνες τους για να μην συναδελφωθούν με τους διαδηλωτές. Το κράτος ήταν ανίσχυρο και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Πραγματικά, η εξουσία βρισκόταν στους δρόμους, αλλά κανείς δεν την άρπαξε. Εκείνη τη μέρα το ΚΚΤσ θα μπορούσε να αναλάβει την κυβέρνηση με ευκολία. Κανείς δεν θα ήταν σε θέση να προβάλλει σοβαρή αντιπολίτευση. Αλλά το ΚΚΤσ δεν ήταν πρόθυμο – και δεν του επετράπη. Διότι η ανάληψη της εξουσίας θα σήμαινε το άμεσο ξέσπασμα των εχθροπραξιών και ο πόλεμος θα έπρεπε να διεξαχθεί χωρίς την Αγγλία και τη Γαλλία, μαζί μόνο με τη Σοβιετική Ένωση ως καθαρά επαναστατικός πόλεμος. Οι γραφειοκράτες της Μόσχας, όμως, δεν ήθελαν έναν επαναστατικό πόλεμο, ήταν έτοιμοι να συμμετάσχουν μόνο σε έναν ιμπεριαλιστικό. Ήταν αποφασισμένοι να προελάσουν αν η ιμπεριαλιστική Γαλλία προελάσει και να παραμείνουν ήσυχοι αν η Γαλλία παραμείνει ήσυχη. Το ΚΚΤσ, επομένως, όχι μόνο δεν επιτρεπόταν να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, αλλά ήταν υποχρεωμένο να κατευνάσει τις μάζες και να τις στείλει σπίτι τους. Οι διάσπαρτες εκκλήσεις της Τέταρτης Διεθνούς για μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών πνίγηκαν στην κραυγή για μια στρατιωτική δικτατορία και τον στρατηγό Σιροβί, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Σιροβί μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρωσία και ότι μια κυβέρνηση Σιροβί σήμαινε πόλεμο στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού. Τότε ο «ηγέτης» Γκότβαλντ[14] εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο του κτιρίου του κοινοβουλίου για να διακηρύξει στις μάζες ότι μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους με ηρεμία, καθώς η κυβέρνηση Χότζα είχε μόλις παραιτηθεί και η νέα κυβέρνηση «στην οποία συμμετείχε ο στρατός» θα υλοποιούσε τη θέληση του λαού. Μετά από αυτόν μίλησε ο φασίστας Ρασίν[15]. Η σημαντική του δήλωση, ότι «σήμερα δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών», έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τους παρακείμενους κομμουνιστές γερουσιαστές και βουλευτές. Προτού οι μάζες, που έφευγαν από το κέντρο της πόλης, φτάσουν στα σπίτια τους στα προάστια, η κυβέρνηση του Σιροβί είχε ανακοινώσει σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι θα συνέχιζε αμετάβλητη την πολιτική της συνθηκολόγησης.
Δέκα ημέρες αργότερα η κυβέρνηση Σιροβί, η οποία είχε συγκροτηθεί από τους σταλινικούς και τον Μπένες, αποδέχτηκε το διάταγμα του Μονάχου. Πέντε ημέρες αργότερα ανάγκασε τον Μπένες να παραιτηθεί και στη συνέχεια διέλυσε το ΚΚ. Η κυβέρνηση της «εθνικής άμυνας» έγινε κυβέρνηση εθνικής συνθηκολόγησης. Οι «υπερασπιστές της δημοκρατίας» έφεραν μια μισοφασιστική δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Μετά την ήττα
Τι είπαν οι σταλινικοί ηγέτες μετά το Μόναχο;
«Όταν έγινε φανερό ότι η οργάνωση της άμεσης αντίστασης ήταν δυνατή μόνο σε μια μάχη για την εξουσία που σίγουρα θα είχε διασπάσει το έθνος ... το ΚΚ έπρεπε να κάνει μια στροφή για να εγγυηθεί μια ομαλή υποχώρηση και να αποτρέψει την υποχώρηση από το να μετατραπεί σε πανικό και ήττα...». (Karl Janda, Basler Rundschau, τεύχος 50, σελ.1665)
Τι έπρεπε να γίνει; Διατήρηση της εθνικής ενότητας και ανοικοδόμηση του καπιταλιστικού τσεχοσλοβάκικου κράτους! Το ΚΚ είναι διατεθειμένο να κάνει τα πάντα γι’ αυτό το σκοπό και να ενωθεί οργανωτικά ακόμη και με τη σοσιαλδημοκρατία και το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπένες, δηλαδή να αυτοκαταργηθεί οργανωτικά και πολιτικά. Αυτή η προσφορά έγινε όχι σε μια στιγμή αγώνα ενάντια στον Χίτλερ, αλλά την ώρα της συνθηκολόγησης, την ώρα που δεν οικοδομούνταν ένα «δημοκρατικό» αλλά ένα μισοφασιστικό κράτος!
Η προδοσία των σταλινικών έφτασε στη λογική της κατάληξη. Παραμένουν αληθινοί υπηρέτες της αστικής τους τάξης στον πόλεμο όπως και στην ειρήνη. Είτε η αστική τάξη διεξάγει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο είτε συνθηκολογεί με τον ξένο φασισμό – μπορεί πάντα να υπολογίζει στους πιστούς σταλινικούς λακέδες της, στους οποίους μπορεί να βασιστεί για να κηρύξουν την ταξική ειρήνη και την «εθνική ενότητα»! Κάθε ταξική πάλη διχάζει το έθνος, όμως οι σταλινικοί προτιμούν να φιλούν τα πόδια των αφεντικών, ακόμα και τη στιγμή που θα δεχτούν μια καλοπληρωμένη κλωτσιά!
Το άρθρο που παρατίθεται, το οποίο πιθανώς γράφτηκε από τον αρχισυντάκτη της Rude Pravo, Σβέρμα[16], μέλος του Πολιτικού Γραφείου, φέρει την ημερομηνία του απογεύματος κατά το οποίο η κυβέρνηση του Σιροβί ανάγκασε τον Μπένες να παραιτηθεί και εγκατέστησε τον νέο υπουργό Εξωτερικών Τσβαλκόφσκι. Ο τελευταίος πήγε αμέσως στον Χίτλερ για να ζητήσει οδηγίες για τη μελλοντική εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Τσεχοσλοβακίας.
Η εργατική τάξη της Τσεχοσλοβακίας και μαζί της οι εργάτες του κόσμου, έχει υποστεί μια ήττα. Πολλές χιλιάδες εργάτες βρίσκονται άμεσα κάτω από τον φασιστικό ζυγό των Χίτλερ, των Χόρτι[17] και των Ριντς-Σμίγκλι[18]. Ό,τι έχει απομείνει από την Τσεχοσλοβακία έχει γίνει ένα μισοφασιστικό υποτελές κράτος της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας. Σήμερα όλη η κεντρική Ευρώπη βρίσκεται υπό γερμανική αντιβασιλεία. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έχει αποκτήσει πρόσβαση σε σημαντικές πρώτες ύλες και είναι τώρα σε θέση να ρισκάρει έναν μεγάλο πόλεμο. Η Σοβιετική Ένωση είναι απομονωμένη, η εργατική τάξη ηττημένη.
Τα τμήματα της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς έχουν πάψει να υπάρχουν στην Τσεχοσλοβακία. Ακόμη και πριν από την επίσημη διάλυση του κόμματός τους, οι σταλινικοί ηγέτες ανακοίνωσαν ότι ήθελαν να ενωθούν με τη σοσιαλδημοκρατία και τους οπαδούς του Μπένες σε ένα πολιτικό κόμμα. Αυτό αγνοήθηκε από τους ρεφορμιστές ηγέτες, καθώς κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τους σταλινικούς. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία στην Τσεχοσλοβακία αυτοδιαλύθηκε εθελοντικά την πρώτη μέρα μετά το Μόναχο. Η τσέχικη σοσιαλδημοκρατία αποχώρησε από τη Διεθνή και μετονομάστηκε σε «Εθνικό Κόμμα της Εργασίας». Θα ήθελε να ενωθεί με το Κόμμα Μπένες, αλλά χωρίς τους κομμουνιστές. Το κόμμα Μπένες, ωστόσο, δίνει έμφαση στον εθνικισμό του και η σλοβακική του πτέρυγα έχει ήδη ενταχθεί στο σλοβακικό φασιστικό κόμμα του Χλίνκα. Στα ανατολικά τμήματα της δημοκρατίας, εξάλλου, τα ρεφορμιστικά κόμματα είναι ήδη εκτός νόμου.
Είναι σημάδι των καιρών ότι μετά την κρίση η μόνη Διεθνής στην Τσεχοσλοβακία με μέλη είναι η Τέταρτη. Από τη μια πλευρά το έργο της δυσχεραίνεται από τις ολοένα και πιο αυστηρές καταπιέσεις και από την ηττοπαθή διάθεση πλατιών στρωμάτων των εργαζομένων· από την άλλη πλευρά το έργο της ευνοείται από πολλές πολιτικές περιστάσεις.
Η αντίληψη των Βερσαλλιών, πάνω στην οποία η τσέχικη αστική τάξη έχτισε το κράτος της, κατέρρευσε οικτρά. Η ιμπεριαλιστική πολιτική της τσέχικης αστικής τάξης οδήγησε τον τσέχικο λαό κάτω από το ζυγό του γερμανικού ιμπεριαλισμού μετά από 20 χρόνια. Η «υπεράσπιση της δημοκρατίας» οδήγησε στη νίκη του φασισμού, η συμμαχία με την αστική τάξη στην καταστροφή των παλαιών εργατικών κομμάτων. Στην εξουσία βρίσκεται μια κυβέρνηση που μπορεί να διατηρηθεί μόνο με τις γερμανικές ξιφολόγχες στα σύνορα και τον τσέχικο κατασταλτικό μηχανισμό στο εσωτερικό της χώρας. Δεν έχει καμία μαζική βάση. Μισείται από το σύνολο του πληθυσμού ως κυβέρνηση προδοτών και εκμεταλλευτών. Όπως η κυβέρνηση Μύλλερ[19] στη Γερμανία, είναι μια κυβέρνηση εθνικής ήττας.
Οι υποστηρικτές της Τέταρτης Διεθνούς, που θα αγωνιστούν σοβαρά ενάντια στο διπλό ζυγό της ντόπιας και της γερμανικής αστικής τάξης, είναι οι μόνοι που κερδίζουν την εμπιστοσύνη των πλατιών μαζών των εργαζομένων. Ο προηγούμενος αγώνας τους ενάντια στον τσέχικο ιμπεριαλισμό και την απάτη του Λαϊκού Μετώπου θα αποδώσει τώρα καρπούς. Όσα έλεγαν για την οικοδόμηση ενός ιμπεριαλιστικού κράτους, για την καταπίεση άλλων λαών, για την απειλή της ελευθερίας του τσέχικου λαού και για το ψέμα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» έχουν αποδειχθεί σωστά. Μόνο αυτοί είναι τώρα σε θέση να αγωνιστούν με συνέπεια ενάντια στους παλιούς και τους νέους καταπιεστές. Μόνο αυτοί είναι σε θέση να δείξουν στους Τσέχους, τους Σλοβάκους και όλους τους εργάτες της κεντρικής Ευρώπης τη διέξοδο. Μόνο αυτοί έχουν ένα πρόγραμμα για την προοδευτική επίλυση του εθνικού ζητήματος, η λανθασμένη τοποθέτηση του οποίου συνέβαλε για δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι χρόνια σε μια μεγάλη ήττα του προλεταριάτου.
Το παράνομο φυλλάδιο, το οποίο οι Τσέχοι σύντροφοι εξέδωσαν αμέσως μετά το Μόναχο, καταλήγει μετά από μια ανάλυση ως εξής:
«Όταν για άλλη μια φορά έρθει η ώρα να δώσουμε τη μάχη, θα ξέρουμε καλύτερα για τι πρέπει να πολεμήσουμε, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε ειρηνικά και ευτυχισμένα: για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 20 χρόνια από την 14η Οκτωβρίου 1918. Και τότε, επίσης, θέλαμε μια σοσιαλιστική δημοκρατία. Τώρα, μετά από πικρές εμπειρίες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτή τη σωστή αφετηρία. Ας οργανώσουμε το αντιφασιστικό ενιαίο μέτωπο όλων των εργαζομένων! Ας προετοιμαστούμε για τη στιγμή που θα δώσουμε τη μάχη για την ανατροπή του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού του Τσάμπερλαιν[20], του Νταλαντιέ[21], του Μουσολίνι και του Χίτλερ!
Ζήτω η σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία!
Ζήτω οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!
Ζήτω η Τέταρτη Διεθνής!»
Πράγα, 15 Νοεμβρίου 1938
Μετάφραση: elaliberta.gr
Jan Buchar, “The National Question in Central Europe”, New International, τόμος 5 τεύχος 6, Ιούνιος 1939, σσ. 182-185 και New International, τόμος 5 τεύχος 7, Ιούλιος 1939, σσ. 210-213. Αναδημοσίευση: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/newspape/ni/vol05/no06/buchar.htm και Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/history/etol/newspape/ni/vol05/no07/buchar.htm.
Σημειώσεις (για την ελληνική μετάφραση)
[1] Γιαν Μπουχάρ (Jan Buchar): Δημοσιογραφικό ψευδώνυμο του Γιόζεφ Γκούτμαν (Josef Guttmann). Υπήρξε σημαντικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας από το 1921 μέχρι το 1933 και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος από το 1929 μέχρι το 1933. Το 1933 διαγράφτηκε από το κόμμα με την κατηγορία του τροτσκισμού. Από το 1933 μέχρι το 1940 υπήρξε ένας από τους βασικούς ηγέτες του κινήματος της 4ης Διεθνούς στην Τσεχοσλοβακία. („Josef Guttmann“, Wikipedie, https://cs.wikipedia.org/wiki/Josef_Guttmann).
[2] Οι Σουδήτες ή Γερμανοί Βοημοί ήταν Γερμανοί που ζούσαν στα τσεχικά εδάφη του Στέμματος της Βοημίας, τα οποία αργότερα αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Πριν από το 1945, πάνω από τρία εκατομμύρια Γερμανοί Βοημοί αποτελούσαν περίπου το 23% του πληθυσμού ολόκληρης της χώρας και περίπου το 29,5% του πληθυσμού της Βοημίας και της Μοραβίας. Οι εθνοτικοί Γερμανοί μετανάστευσαν στο Βασίλειο της Βοημίας, εκλεκτορικό έδαφος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον 11ο αιώνα, κυρίως στις συνοριακές περιοχές αυτού που αργότερα ονομάστηκε «Σουδητία», η οποία πήρε το όνομά της από τα βουνά Σούντετεν. Η διαδικασία της γερμανικής επέκτασης ήταν γνωστή ως Ostsiedlung («Εποικισμός της Ανατολής»). Η ονομασία «Γερμανοί της Σουδητίας» υιοθετήθηκε κατά την άνοδο του εθνικισμού μετά την πτώση της Αυστροουγγαρίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, η λεγόμενη Σουδητία έγινε μέρος της Γερμανίας. (“Sudeten Germans”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Sudeten_Germans).
[3] Ο Κόνραντ Χένλαϊν (Konrad Ernst Eduard Henlein, 6 Μαΐου 1898 – 10 Μαΐου 1945) ήταν ο, διαβόητος για τον αντισημιτισμό του, επικεφαλής του Κόμματος των Σουδητών Γερμανών στην Τσεχοσλοβακία. Σε συνεννόηση με τον Χίτλερ προκάλεσε ταραχές στην Τσεχοσλοβακία το 1938 που οδήγησαν στην προσάρτηση της Σουδητίας στη Γερμανία. Ύστερα από τη δημιουργία του Προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας διορίστηκε από τους Ναζί αρχικά κυβερνήτης στην περιοχή αυτή και αργότερα πολιτικός επίτροπος στη Βοημία. («Κόνραντ Χένλαϊν», Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8C%CE%BD%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84_%CE%A7%CE%AD%CE%BD%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BD).
[4] Ο Αντρέι Χλίνκα (Andrej Hlinka, 1864–1938) ήταν Σλοβάκος καθολικός ιερέας, δημοσιογράφος, τραπεζίτης και ένας από τους σημαντικότερους Σλοβάκους εθνικιστές πολιτικούς στην Τσεχοσλοβακία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ηγέτης του Σλοβακικού Λαϊκού Κόμματος του Χλίνκα (Hlinkova slovenská ľudová strana), το οποίο είχε αυταρχική και αντιδημοκρατική ιδεολογία, έχοντας ως πρότυπο την Πορτογαλία του Σαλαζάρ και την Αυστρία του Ντόλφους, κράτη στα οποία κυριαρχούσε ο καθολικός κληρικαλισμός. (“Andrej Hlinka”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Andrej_Hlinka και “Slovak People’s Party”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Slovak_People%27s_Party).
[5] Ο Κάρελ Κραμάρ (Karel Kramář, 1860-1937) ήταν Τσέχος εθνικιστής, συντηρητικός πολιτικός. Ήταν εκπρόσωπος του μεγαλύτερου τσεχικού πολιτικού κόμματος, των Νέων Τσέχων (Mladočeši), στο Αυστριακό Αυτοκρατορικό Συμβούλιο από το 1891 έως το 1915, ενώ έγινε αρχηγός του κόμματος το 1897. Φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ για προδοσία εναντίον της Αυστροουγγαρίας. Το 1918, ηγήθηκε της Τσεχοσλοβακικής Εθνικής Επιτροπής στην Πράγα, η οποία κήρυξε την ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας στις 28 Οκτωβρίου. Ο Κραμάρ έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του νέου κράτους, αλλά παραιτήθηκε λόγω πολιτικών διαφορών λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα. (“Karel Kramář”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Karel_Kram%C3%A1%C5%99).
[6] Ο Τομάς Μάζαρικ (Tomáš Garrigue Masaryk, 1850–1937) ήταν Τσεχοσλοβάκος προοδευτικός εθνικιστής πολιτικός που υπηρέτησε ως ο πρώτος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας από το 1918 έως το 1935. Κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, η οποία πολέμησε κατά των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1918, ο Μάζαρικ ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να λάβουν υποστήριξη από τον Πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον. Οι διαπραγματεύσεις τους κατέληξαν στη Διακήρυξη της Ουάσιγκτον, η οποία κήρυξε την ανεξαρτησία ενός κράτους της Τσεχοσλοβακίας. Με την πτώση της Αυστροουγγαρίας στα τέλη του 1918, ο Μάζαρικ έγινε πρόεδρος της Πρώτης Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας, αξίωμα που διατήρησε μέχρι την παραίτησή του το 1935. Τον διαδέχτηκε ο μπένες. (“Tomáš Masaryk”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Tom%C3%A1%C5%A1_Masaryk).
[7] Ο Μποχομίρ Σμεράλ (Bohumír Šmeral, 1880–1941) ήταν Τσέχος πολιτικός, ηγέτης του Τσεχικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και ένας από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας. Κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ υποστήριξε την ομοσπονδιοποίηση της Αυστροουγγαρίας ως τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξη των στόχων του εργατικού κινήματος και τάχθηκε κατά της δημιουργίας μικρών εθνικών κρατών. Τον Σεπτέμβριο του 1917 αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό την πίεση των ηγετικών στελεχών της τσέχικης σοσιαλδημοκρατίας που διαφωνούσαν με αυτή τη θέση. Το 1921 ο Σμεράλ, μαζί με τον Αντονίν Ζάποτοτσκι ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας [KSČ - Komunistická strana Československa] (“Bohumír Šmeral”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Bohum%C3%Adr_%C5%A0meral. “Communist Party of Czechoslovakia”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Communist_Party_of_Czechoslovakia).
[8] Τα χρώματα της αυστροουγγρικής σημαίας και της σημαίας της πρώτης τσεχοσλοβακικής σημαίας αντίστοιχα.
[9] Ο Γιαν Σιροβί (Jan Syrový, 1888–1970) ήταν Τσεχοσλοβάκος στρατηγός και ήταν πρωθυπουργός της Τσεχοσλοβακίας κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Μονάχου. Πολέμησε στη Τσεχοσλοβακική Λεγεώνας του ρωσικού στρατού και μετά τη ρωσική επανάσταση έγινε διοικητής της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας και των αντιμπολσεβίκικων δυνάμεων στη Σιβηρία κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου. Από το 1926 ως το 1938 ήταν αρχηγίας του Γενικού Επιτελείου στρατού της Τσεχοσλοβακίας και γενικός επιθεωρητής του. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο του 1938 διορίστηκε από τον Μπένες αρχηγός μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία αποδέχτηκε τους όρους της Συμφωνίας του Μονάχου. (“Jan Syrový”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jan_Syrov%C3%BD).
[10] Ο Έντβαρντ Μπένες (Edvard Beneš, 1884-1948) ήταν Τσέχος, φιλελεύθερος πολιτικός, υποστηρικτής της ενότητας Τσέχων και Σλοβάκων (μέλος του Τσεχικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1930) που διετέλεσε πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας από το 1935 έως το 1938 και ξανά από το 1939 έως το 1948. Κατά τα πρώτα έξι χρόνια της δεύτερης θητείας του, ηγήθηκε της εξόριστης κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ. Όταν στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν τη Συμφωνία του Μονάχου, η οποία επέτρεπε την προσάρτηση και στρατιωτική κατοχή της Σουδητίας από τη Γερμανία, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της Τσεχοσλοβακίας, ο Μπένες υποχρεώθηκε να συμφωνήσει. Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί λίγες μέρες αργότερα, υπό την πίεση της Γερμανίας. (“Edvard Beneš”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Edvard_Bene%C5%A1).
[11] Ο Κουρτ Σούσνιγκ (Kurt Alois Josef Johann von Schuschnigg, 1897-1977) ήταν αυστριακός πολιτικός και καγκελάριος του ομοσπονδιακού κράτους της Αυστρίας από τη δολοφονία του προκατόχου του Ένγκελμπερτ Ντόλφους το 1934 μέχρι το 1938, όταν έγινε το Anschluss με τη ναζιστική Γερμανία. Αν και ο Σούσνιγκ θεωρούσε την Αυστρία «γερμανικό κράτος» και τους Αυστριακούς Γερμανούς, ήταν σθεναρά αντίθετος με τον στόχο του Αδόλφου Χίτλερ να απορροφήσει την Αυστρία στο Τρίτο Ράιχ και επιθυμούσε να παραμείνει ανεξάρτητη. Όταν οι προσπάθειες του Σούσνιγκ να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Αυστρίας απέτυχαν, παραιτήθηκε από το αξίωμά του. Μετά το Anschluss συνελήφθη και τελικά φυλακίστηκε σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε το 1945 από τους Αμερικάνους. (“Kurt Schuschnigg”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Kurt_Schuschnigg).
[12] Το Μπερχτεσγκάντεν είναι μια ορεινή περιοχή στη Βαυαρία κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Από το 1920 ήταν η περιοχή στην οποία παραθέριζε ο Χίτλερ. Στο Μπερχτεσγκάντεν ο Χίτλερ συνάντησε πριν από τη Συμφωνία του Μονάχου τον Τσάμπερλαιν, τον Χένλαϊν και άλλους πολιτικούς ηγέτες. (“Berchtesgaden”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Berchtesgaden και “Berchtesgaden meeting”, στο “Munich Agreement”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Munich_Agreement#Berchtesgaden_meeting).
[13] Ο Μίλαν Χότζα (Milan Hodža, 1878– 1944) ήταν Σλοβάκος συντηρητικός πολιτικός και δημοσιογράφος, μέλος του Ρεπουμπλικανικού Αγροτικού Κόμματος από το 1922 και πρωθυπουργός της Τσεχοσλοβακίας από το 1935 έως το 1938. (Milan Hodža, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Milan_Hod%C5%Bea).
[14] Ο Κλέμεντ Γκότβαλντ (Klement Gottwald, 1896–1953) ήταν Τσέχος κομμουνιστής, ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας από το 1929 έως το θάνατό του. Μετά τον Β΄ΠΠ έγινε πρωθυπουργός και στη συνέχεια πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας από το 1948 έως το 1953. (“Klement Gottwald”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Klement_Gottwald).
[15] Ο Ρασίν (Ladislav Rašín, 1900-1945) ήταν Τσέχος εθνικιστής, ακροδεξιός πολιτικός, ένας από τους ηγέτες του ακροδεξιού κόμματος Εθνική Ενοποίηση, το οποίο ιδρύθηκε το 1934 (με πρόεδρο τον Κάρελ Κραμάρ). Ο Ρασίν είχε αντιταχθεί στη συνθηκολόγηση στη Συμφωνία του Μονάχου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από την Γκεστάμπο και πέθανε στη φυλακή τοπ 1945. („Ladislav Rašín“, Wikipedie, https://cs.wikipedia.org/wiki/Ladislav_Ra%C5%A1%C3%ADn και „Národní sjednocení“, Wikipedie, https://cs.wikipedia.org/wiki/N%C3%A1rodn%C3%AD_sjednocen%C3%AD).
[16] Ο Γιαν Σβέρμα (Jan Šverma, 1901–1944,) ήταν Τσέχος κομμουνιστής δημοσιογράφος, και αγωνιστής της αντίστασης ενάντια στο Σλοβακικό κράτος που υποστηριζόταν από τους Ναζί. Εντάχθηκε στο ΚΚΤσ το 1921, έγραφε στην εφημερίδα του (Rudé právo) στην οποία έγινε αρχισυντάκτης από το 1936 ως το 1939 και έγινε μέλος της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΤς από το 1929. Πέθανε το 1944, διευθύνοντας τις δράσεις Σλοβάκων κομμυυνιστών ανταρτών εναντίον του φασιστικού σλοβακικού κράτους. (“Jan Šverma”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jan_%C5%A0verma).
[17] Ο Μίκλος Χόρτι (Horthy Miklós, 1868-1957) ήταν Ούγγρος ναύαρχος (της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας) και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε αντιβασιλέας της Ουγγαρίας από το 1920 έως το 1944. Ανήλθε στην εξουσία μετά την κατάπνιξη του σοβιετικού καθεστώτος υπό τον Μπέλα Κουν, το οποίο είχε επικρατήσει στη χώρα το 1919 και ηγήθηκε ενός αυταρχικού εθνικιστικού καθεστώτος. Συμμάχησε με τη Ναζιστική Γερμανία με στόχο να επανέλθουν στην Ουγγαρία περιοχές που είχαν χαθεί μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όταν η ήττα των Γερμανών έγινε ξεκάθαρη, προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους συμμάχους, με αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1944 να καθαιρεθεί και να συλληφθεί από τους Γερμανούς. «Horthy Miklós», Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AF%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CF%8C%CF%81%CF%84%CF%85).
[18] Ο στρατάρχης Έντβαρντ Σμίγκλι-Ριτς (Edward Śmigły-Rydz, 1886-1941) ήταν Πολωνός στρατιωτικός και πολιτικός, στρατάρχης και αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων της Πολωνίας, διαδέχτηκε τον Πιλσούντσκι στη θέση αυτή μετά τον θάνατο του τελευταίου και έγινε ισχυρό πολιτικό πρόσωπο στο αυταρχικό καθεστώς της Πολωνίας στις παραμονές του Α΄ΠΠ. (“Edward Śmigły-Rydz”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Rydz-%C5%9Amig%C5%82y).
[19] Ο Χέρμαν Μύλλερ (Hermann Müller, 1876–1931) ήταν Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός που υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών (1919–1920) και ήταν δύο φορές καγκελάριος της Γερμανίας (1920, 1928–1930) κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εδώ ο Γιαν Μπουχάρ αναφέρεται στη Δεύτερη Κυβέρνηση Μύλλερ, τον σχηματισμό της οποίας ανέθεσε ο Χίντεντμπουργκ στον Μύλλερ στις 28 Ιουνίου 1928. Κυβέρνηση ήταν ένας «μεγάλος συνασπισμός», που αποτελούνταν από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP), το Κόμμα του Κέντρου, το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DVP) και το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα (BVP). Ήταν η τελευταία κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. (“Hermann Müller”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Hermann_M%C3%BCller_(politician,_born_1876)) και “Second Müller cabinet”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Second_M%C3%Bcller_cabinet).
[20] Ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν (Arthur Neville Chamberlain, 1869–1940) ήταν Βρετανός πολιτικός που υπηρέτησε ως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από τον Μάιο του 1937 έως τον Μάιο του 1940 και ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος από τον Μάιο του 1940 έως τον Οκτώβριο του 1940. Είναι περισσότερο γνωστός για την εξωτερική πολιτική του κατευνασμού, και ειδικότερα για την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, παραχωρώντας τη γερμανόφωνη περιοχή της Σουδητίας της Τσεχοσλοβακίας στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ. Μετά την εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, που σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ΠΠ, ο Τσάμπερλεν ανακοίνωσε την κήρυξη πολέμου στη Γερμανία δύο ημέρες αργότερα και ηγήθηκε του Ηνωμένου Βασιλείου τους πρώτους οκτώ μήνες του πολέμου μέχρι την παραίτησή του από την πρωθυπουργία. στις 10 Μαΐου 1940. (“Neville Chamberlain”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Neville_Chamberlain).
[21] Ο Εντουάρ Νταλαντιέ (Édouard Daladier, 1884-1970) ήταν Γάλλος πολιτικός, ηγέτης του Ριζοσπαστικού Κόμματος και πρωθυπουργός της Γαλλίας που υπέγραψε τη Συμφωνία του Μονάχου πριν από την έναρξη του Β΄ΠΠ. Ο Νταλαντιέ ήταν πρωθυπουργός το 1933 και το 1934, υπουργός Άμυνας από το 1936 έως το 1940 και πρωθυπουργός και πάλι το 1938. (“Édouard Daladier”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/%C3%89douard_Daladier).