Παρασκευή, 15 Σεπτεμβρίου 2017 17:39

Η Εσθονία και η επανάσταση του 1917 Κύριο

Διαδήλωση Εσθονών στην Πετρούπολη στις 26 Μαρτίου 1917

Η Εσθονία και η επανάσταση του 1917

Η διαρκής και σχεδόν υστερική επιμονή των αρχουσών τάξεων των βαλτικών χωρών και των πολιτικών τους δυνάμεων στη δημιουργία ενός ακραίου εθνικιστικού κλίματος σε συνδυασμό με την καλλιέργεια ενός επιθετικού αντικομμουνισμού1, έχει τα εξής δύο παράδοξα. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι αυτές οι άρχουσες τάξεις αποτελούν την οργανική μετάλλαξη των εθνικών τμημάτων των αρχουσών τάξεων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οποίες υλοποιούσαν τις πολιτικές εθνικής καταπίεσης των βαλτικών εθνών.

Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι αυτός ο εθνικισμός έχει διαγράψει εντελώς την πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία των κινημάτων των βαλτικών λαών για την εθνική τους χειραφέτηση: τις επαναστάσεις του 1905 και, κυρίως φυσικά, του 1917. Η μαζική επαναστατική κινητοποίηση των λαϊκών μαζών των βαλτικών χωρών για την εθνική και κοινωνική τους χειραφέτηση έχει διαγραφεί από τις κυρίαρχες αφηγήσεις των σημερινών αρχουσών τάξεων, φυσικά πρώτα και κύρια επειδή οι κινητοποιήσεις αυτές εξέθεταν την ανικανότητα της αστικής τάξης εκείνης της περιόδου να ηγηθεί ενός επαναστατικού εθνικού κινήματος, αλλά και επειδή οι κινητοποιήσεις αυτές στρεφόταν και εναντίον των εθνικών αστικών τάξεων.

Όμως μια αντίστοιχη εξάλειψη αυτών των ιστορικών εμπειριών από τις ιστορικές αφηγήσεις και αναφορές μπορεί να παρατηρηθεί μερικές φορές και στην επιχειρηματολογία της αριστεράς που προσπαθεί να αντιπαρατεθεί στον εθνικιστικό / αντικομμουνιστικό λόγο των σύγχρονων αστικών τάξεων των βαλτικών χωρών (αλλά και των άλλων χωρών της ανατολικής Ευρώπης – το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στις βαλτικές χώρες). Έτσι, με αφορμή τη διαμάχη που ξεκίνησε ύστερα από το συνέδριο που διοργάνωσε η εσθονική κυβέρνηση για την «καταδίκη των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων» (και για την ταύτιση του κομμουνισμού με τον φασισμό), έχουν διατυπωθεί επιχειρήματα από την πλευρά της αριστεράς, τα οποία είτε δεν παίρνουν υπόψη, είτε αμφισβητούν αυτές τις επαναστατικές εμπειρίες, οι οποίες βρίσκονται στη βάση της συγκρότησης των εθνικών κρατών της Βαλτικής2. Από αυτή την άποψη η περίπτωση της Εσθονίας (διοργανώτριας χώρας του αντικομμουνιστικού συνεδρίου) είναι ενδεικτική.

Στην Εσθονία, όπως και στις άλλες δυο βαλτικές χώρες που αποτελούσαν δυτικές αποικίες της τσαρικής αυτοκρατορίας, το εθνικό κίνημα άρχισε να εμφανίζεται αρκετά νωρίς, στα μέσα του 19ου αιώνα και φυσικά στην αρχή, όπως συνέβη με όλα τα εθνικά κινήματα, βασικοί εκφραστές του ήταν τα στρώματα των διανοούμενων και της μεσαίας αστικής τάξης, που προσπαθούσαν να αντιδράσουν στην πολιτική του εκρωσισμού που εφαρμοζόταν από το τσαρικό κράτος3.

Η ταχεία καπιταλιστική ανάπτυξη όμως που συντελούνταν σ’ αυτές τις περιοχές δημιούργησε μια πολυπληθή εργατική τάξη, η οποία στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε η βασική κοινωνική δύναμη των εθνικών διεκδικήσεων, καθώς συνέδεσε την εθνική καταπίεση με την ταξική καταπίεση που βίωνε και την έλλειψη στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Γι’ αυτό και οι λαϊκές μάζες της Εσθονίας συμμετείχαν μαζικά στην επανάσταση του 1905 έχοντας ως βασικό αίτημα την αυτονομία της Εσθονίας4.

Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 ήταν για τις καταπιεζόμενες τάξεις της Εσθονίας το έναυσμα για τη δικιά τους ταξική εφόρμηση, διεκδικώντας τον πλήρη εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, την ικανοποίηση των ταξικών τους διεκδικήσεων και την εθνική τους αυτοδιάθεση. Αν και οι Μπολσεβίκοι είχαν εξαρχής σημαντική επιρροή μέσα στην εσθονική εργατική τάξη, η πλειοψηφία των λαϊκών μαζών ακολούθησε την πρώτη περίοδο της επανάστασης μια μικροαστική και αστική ηγεσία που διαμορφώνονταν από τα συντηρητικά ρεφορμιστικά αριστερά κόμματα και τα ρεπουμπλικανικά εθνικιστικά κόμματα και η οποία αποτελούσε την τοπική εκδοχή του λαϊκομετωπικού μοντέλου της κυβέρνησης της Πετρούπολης. Το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης ήταν κεντρικό στην ατζέντα αυτής της εσθονικής προσωρινής κυβέρνησης.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1917 πραγματοποιήθηκε στο Κίεβο Συνέδριο των Εθνοτήτων της Ρωσίας στο οποίο συμμετείχαν και 4 Εσθονοί αντιπρόσωποι. Το Συνέδριο κατέληξε σε μια απόφαση, σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε να υπάρξει μία μόνο Συντακτική Συνέλευση, αλλά τόσες, όσες και οι εθνότητες της Ρωσίας και η κάθε μια τους θα αποφάσιζε μόνη της για τη φύση των σχέσεών της με τις υπόλοιπες5.

Όμως η Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι ήταν αποφασισμένη, όχι μόνο να μην παραχωρήσει στις καταπιεσμένες εθνότητες το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά και να συντρίψει κάθε διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.

Η πολιτική της ρωσικής κυβέρνησης εξασθενούσε όλο και περισσότερο τις αστικές και μικροαστικές ηγεσίες των εθνοτήτων που κυριάρχησαν μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου και οι οποίες επί της ουσίας, στα άλλα ζητήματα ακολουθούσαν την ίδια πολιτική με την Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι.

Είναι ενδεικτική η διαμαρτυρία του Εσθονού αντιπροσώπου στο Συνέδριο που οργανώθηκε από τον Κερένσκι στη Μόσχα στις 12-15 Αυγούστου, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πολιτικό και κοινωνικό αντίβαρο στην αύξηση της επιρροής των Μπολσεβίκων. Ο Εσθονός αντιπρόσωπος δήλωσε:

«Δηλώνουμε ότι σε ζητήματα γενικού χαρακτήρα τασσόμαστε υπέρ της πλήρους υλοποίησης των μέτρων που προτείνει η Ρωσική δημοκρατία και θα δώσουμε κάθε υποστήριξη στην επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αλλά το θεωρούμε απαραίτητο να μιλήσουμε ειδικά για ένα θέμα τρομακτικής σημασίας για το κράτος: το θέμα των εθνοτήτων.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονίσουμε ότι η δήλωση που έκανε ο επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης δε περιέχει καλά λόγια για μας. Αντίθετα, απευθύνει σε εμάς τους μη-Ρώσικους λαούς την υπενθύμιση για τη μεγαλόψυχη συγχώρεση που μας δίνει επειδή δήθεν δείξαμε έλλειψη φιλίας σε καιρό κινδύνου. Θεωρούμε πως η στάση αυτή προς εμάς είναι φοβερά άδικη, γιατί η επιθυμία μας να ικανοποιήσουμε τις πιο ζωτικές και επείγουσες απαιτήσεις δεν είναι καταστρεπτικό ή κεντρόφυγο φαινόμενο, αλλά η μόνη σωστή και πρακτική αρχή της σύστασης κράτους... Το θεωρούμε αναγκαίο να προχωρήσουμε στην επίλυση του εθνικού ζητήματος. Δεν μπορούν να υπάρχουν καθυστερήσεις. Κανένας λαός δεν μπορεί να ζήσει μόνο με υποσχέσεις. Η αοριστία της κατάστασης μπορεί μόνο να αυξήσει την αυθόρμητη αναταραχή μέσα στο λαό. Οι βασικές ανάγκες του λαού πρέπει να έχουν έγκαιρη ικανοποίηση. Ταυτόχρονα, πρέπει να αρχίσει προκαταρτική δουλεία για να οργανωθεί το κράτος πάνω σε αρχές που εξασφαλίζουν τις περισσότερες εγγυήσεις ελευθερίας και εθνικής αυτοδιάθεσης σε μια δημοκρατική Ρωσική δημοκρατία βασισμένη στην ομοσπονδιακή αρχή μιας φιλικής οικογένειας Ρωσικών λαών, όπου αυτόνομες περιοχές, ανάμεσα στις οποίες και η Εσθονία, θα αποτελέσουν ισότιμα μέλη.»6

Φυσικά, διαμαρτυρίες σαν αυτή δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή οι αστικές δυνάμεις της Ρωσίας προετοίμαζαν την βίαιη καταστολή του εργατικού κινήματος και των εθνικών κινημάτων (απόπειρα πραξικοπήματος του Κορνίλοφ).

Αντίθετα, η πολιτική των μπολσεβίκων τόνιζε ότι οι καταπιεσμένες εθνότητες της Ρωσίας έχουν το δικαίωμα, εάν θέλουν, να προχωρήσουν στη συγκρότηση δικού τους κράτους και ότι το ταξικό συμφέρον των Ρώσων εργατών ήταν να υποστηρίξουν αυτό το δικαίωμα7. Αλλά επίσης, η πραγματική εθνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων εθνοτήτων και η υλοποίηση των κοινωνικών τους αιτημάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επαναστατική ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών και τον κοινό αγώνα8.

Η πολιτική αυτή κέρδιζε διαρκώς έδαφος από τα τέλη του καλοκαιριού του 1917 και έγινε κυρίαρχη στην Εσθονία κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης. Η καθοριστική επιρροή των Μπολσεβίκων καταγράφτηκε στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση στα τέλη του Νοέμβρη του 1917. Ενώ σε ολόκληρη τη χώρα οι Μπολσεβίκοι ήταν δεύτερο κόμμα με ποσοστό περίπου 23,62% (πρώτο κόμμα ήταν οι Εσέροι με ποσοστό 38%)9, στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα και στις Βαλτικές χώρες (στην Εσθονία και στις ελεύθερες περιοχές της Λιθουανίας και της Λεττονίας) οι Μπολσεβίκοι είχαν την πλειοψηφία. Στην Εσθονία πήραν το 39,98% των ψήφων. Αναλυτικά: σε σύνολο 299.844 ψηφοφόρων οι Μπολσεβίκοι πήραν 119.863 ψήφους, οι Εσέροι 3.200 ψήφους, οι Εσθονοί Εσέροι 17.726, οι Μενσεβίκοι 9.244, οι Εσθονοί Εργατικοί 64.704, οι Εσθονοί Δημοκρατικοί 68.085 και η Ένωση της Εσθονικής Γης 17.02210. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μέσα στην εσθονική εργατική τάξη, η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων ήταν απόλυτη.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση των Σοβιέτ ικανοποίησε το αίτημα του εθνικού εσθονικού κινήματος αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Την πολιτική αυτή απέναντι στις βαλτικές χώρες περιγράφει ο Ε. Χ. Καρ, στο απόσπασμα που παρατίθεται παρακάτω.

Ε. Χ. Καρ

Η πολιτική των μπολσεβίκων και η αυτοδιάθεση στην πράξη: Λεττονία, Εσθονία, Λιθουανία

Στην περίπτωση της Εσθονίας και της Λεττονίας συνέβη κάτι ανάμεσα στα όσα συνέβησαν στην περίπτωση της Φινλανδίας και στα όσα συνέβησαν στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. και οι δύο αυτές χώρες ήταν λιλιπούτειων διαστάσεων (με πληθυσμό 1.250.000 και 1.750.000 αντίστοιχα), αλλά ξεχώριζαν χάρις στις γλώσσες τους, που ήταν ανόμοιες μεταξύ τους και δεν ανήκαν ούτε στην τευτονική ούτε στη σλαβική οικογένεια γλωσσών. Ένα μικρό αλλά γνήσιο αστικό εθνικιστικό κίνημα είχε αναπτυχθεί και στις δύο χώρες σαν μια μορφή διαμαρτυρίας κατά της κυριαρχίας των γερμανών εμπόρων, βιομηχάνων και γαιοκτημόνων. Το κίνημα αυτό ήταν συγκριτικά πολύ πιο αδύναμο και πολύ λιγότερο γερά ριζωμένο από το αντίστοιχο κίνημα της Φινλανδίας, αλλά πολύ ισχυρότερο και πιο αποφασιστικό από το ουκρανικό αστικό εθνικιστικό κίνημα. Αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση και στις δύο χώρες είχαν εγκαθιδρυθεί σοβιετικά καθεστώτα τα οποία όμως γρήγορα κατέρρευσαν μπροστά στην προέλαση του γερμανικού στρατού. Μετά την κατάρρευση της Γερμανίας το Νοέμβριο τού 1918, τόσο στη Ρίγα όσο και στο Ταλίν εγκαταστάθηκαν αστικές εθνικές κυβερνήσεις, που όμως δεν επρόκειτο να επιζήσουν για πολύ. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 σχηματίσθηκε στη Νάρβα μια Σοβιετική Κυβέρνηση της Εσθονίας και τρεις εβδομάδες αργότερα μια Σοβιετική Κυβέρνηση της Λεττονίας. Ήταν η περίοδος που το σύνθημα για «αυτοδιάθεση των εργαζομένων» κυριαρχούσε στη σοβιετική πολιτική. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Στάλιν:

«Η Σοβιετική Ρωσία ποτέ δεν θεώρησε τις χώρες των δυτικών της συνόρων σαν κτήσεις της. Αντίθετα θεωρούσε πάντοτε ότι οι περιοχές αυτές ανήκουν στις εργαζόμενες μάζες των εθνοτήτων που τις κατοικούν και μόνο, και ότι οι μάζες αυτές έχουν κάθε δικαίωμα να αποφασίσουν ελεύθερα για το πολιτικό τους μέλλον. Φυσικά μια τέτοια αντιμετώπιση του θέματος δεν αποκλείει —αντίθετα προϋποθέτει κιόλας— την παροχή κάθε είδους βοήθειας προς τους εσθονούς συντρόφους μας στον αγώνα τους για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης της Εσθονίας από το ζυγό της αστικής τάξης.»11

Η Σοβιετική Δημοκρατία της Εσθονίας αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση της Πετρούπολης στις 8 Δεκεμβρίου 1918 και η Σοβιετική Δημοκρατία της Λεττονίας στις 22 Δεκεμβρίου 1918.12 Στις αρχές Ιανουαρίου 1919 η εξουσία της Σοβιετικής Κυβέρνησης της Λεττονίας είχε επεκταθεί μέχρι και τη Ρίγα. Μέχρι τη στιγμή εκείνη τα γεγονότα είχαν ακολουθήσει την ίδια πορεία που είχαν ακολουθήσει και στην περίπτωση της Ουκρανίας. Καθώς μάλιστα στη Ρίγα κατοικούσε ένα αρκετά ισχυρό ντόπιο βιομηχανικό προλεταριάτο, τα θεμέλια της σοβιετικής εξουσίας φαίνονταν να είναι πιο στέρεα στην περιοχή αυτή της Βαλτικής από ό,τι στην Ουκρανία. Πάντως, ο αποφασιστικός παράγοντας που καθόρισε την τύχη των χωρών αυτών αποδείχτηκε τεχνικά ότι ήταν η πανταχού παρούσα βρετανική ναυτική δύναμη. Μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών με τη Γερμανία μονάδες του βρετανικού στόλου έκαναν την εμφάνισή τους στη Βαλτική θάλασσα. Η Σοβιετική Δημοκρατία της Εσθονίας κατέρρευσε τον Ιανουάριο του 1919. Η Σοβιετική Δημοκρατία της Λεττονίας διατήρησε την εξουσία της στη Ρίγα για 5 μήνες για να υποκύψει τελικά κι αυτή μπροστά στην απειλή των αγγλικών κανονιών. Και στις δύο χώρες ανέλαβαν και πάλι την εξουσία αστικές κυβερνήσεις κάτω από την κηδεμονία των άγγλων. Στη συνέχεια, και αφού η επίθεση του Γιουντένιτς13 αποκρούστηκε οριστικά, η στάση της κυβέρνησης της Μόσχας άλλαξε. Οι δύο αστικές κυβερνήσεις είχαν δείξει μεγαλύτερη αντοχή και συνοχή απ’ ότι περίμεναν οι σοβιετικοί, και με τη μη φιλική στάση τους απέναντι στον Γιουντένιτς είχαν αποδείξει ότι οι διαθέσεις τους απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία δεν ήταν απόλυτα εχθρικές. Εξάλλου, τώρα πλέον που το εξωτερικό εμπόριο είχε αρχίσει να ενδιαφέρει τη σοβιετική πολιτική (ο αποκλεισμός των συμμάχων σταμάτησε τον Ιανουάριο του 1920), θεωρήθηκε ότι συνέφερε ίσως τη σοβιετική κυβέρνηση τα λιμάνια της Ρίγας και του Ταλίν να αποτελέσουν ένα είδος ουδέτερης ζώνης ανάμεσα στον καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό κόσμο. Με βάση όλες αυτές τις εκτιμήσεις αποφασίστηκε τελικά να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Φινλανδίας μάλλον παρά της Ουκρανίας, να εγκαταλειφθεί το σχέδιο της δημιουργίας σοβιετικών δημοκρατιών της Εσθονίας και της Λεττονίας, και να αναγνωριστούν οι αστικές κυβερνήσεις σαν εκφραστές των δικαιώματος αυτοδιάθεσης των δύο λαών. Η συνθήκη ειρήνης με την Εσθονία υπογράφτηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1920,14 ενώ με τη Λεττονία στις 11 Αυγούστου 1920.15 Τα αστικά καθεστώτα των δύο αυτών χωρών επρόκειτο να επιζήσουν 20 ακριβώς χρόνια.

Η τρίτη Βαλτική Χώρα, η Λιθουανία ακολούθησε τη μοίρα της Εσθονίας και της Λεττονίας με μικρές παραλλαγές. Το χειμώνα τον 1917-18 σχηματίστηκε ένα αστικό εθνικό συμβούλιο, η Ταρύμπα. Το εθνικό αυτό συμβούλιο, που όπως και η Ράντα της Λευκορωσίας ήταν ουσιαστικά δημιούργημα των γερμανών, κήρυξε στις 16 Φεβρουαρίου 1918 με τη συναίνεση των γερμανικών αρχών την ανεξαρτησία της Λιθουανίας.16 Μετά την κατάρρευση της Γερμανίας σχηματίστηκε μια Προσωρινή Κυβέρνηση Εργατών και Αγροτών της Λιθουανίας17 η οποία και αναγνωρίστηκε — κάπως πρόωρα οπωσδήποτε από τη ρωσική κυβέρνηση στις 22 Δεκεμβρίου 1918, την ίδια δηλαδή μέρα που αναγνωρίστηκε και η αντίστοιχη κυβέρνηση της Λεττονίας.18 Τον επόμενο μήνα η αστική Ταρύμπα διώχτηκε από τη Βίλνα και στην πόλη εγκαθιδρύθηκε σοβιετικό καθεστώς. Όταν τον Απρίλιο του 1919 ο πολωνικός στρατός μπήκε στη Βίλνα, τα σχέδια για μια ομοσπονδία των σοβιετικών δημοκρατιών της Λιθουανίας και της Λευκορωσίας ναυάγησαν οριστικά, και η Σοβιετική Λιθουανία έπαψε να υπάρχει. Ένα χρόνο και τρεις μήνες αργότερα, οπότε τα σοβιετικά στρατεύματα πολεμώντας κατά της Πολωνίας κατέλαβαν και πάλι τη Βίλνα, οι επιδιώξεις της ρωσικής κυβέρνησης είχαν πλέον αλλάξει. Στις 12 Ιουλίου 1920 η κυβέρνηση της Μόσχας υπέγραψε με την αστική κυβέρνηση της Λιθουανίας μια συνθήκη ανάλογη μ' εκείνες που είχε υπογράψει τον ίδιο χρόνο με τις κυβερνήσεις της Εσθονίας και της Λεττονίας,19 και παρόλο ότι η υπογραφή της συνθήκης αυτής δεν μπόρεσε να αποτρέψει την κατάληψη της Βίλνας από τον πολωνό αρχηγό ατάκτων Ζελιγκόφσκι μετά από λίγους μήνες, η σοβιετική κυβέρνηση δεν έπαψε να αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Λιθουανίας, η οποία είχε στο μεταξύ μεταφέρει την έδρα της στο Κόβνο.

Η Λιθουανία, παρόλο ότι ήταν κάπως μεγαλύτερη τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό από τη Λεττονία και την Εσθονία, ήταν μια καθαρά αγροτική χώρα χωρίς καθόλου βιομηχανικό προλεταριάτο και με ελάχιστους διανοούμενους. Το αίτημα των λιθουανών για ανεξαρτησία υποστηριζόταν με πολύ αμφίβολης εγκυρότητας επιχειρήματα. Οι πολυάριθμοι λιθουανοί που κατοικούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν και την κύρια πηγή ηθικής και υλικής βοήθειας προς το εθνικιστικό κίνημα της χώρας τους. Το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ρωσίας για την ανεξαρτησία της Λιθουανίας ήταν απόρροια της εκτίμησής της ότι μια μη ανεξάρτητη Λιθουανία θα μετατρεπόταν σε δορυφόρο της Πολωνίας, ενώ αντίθετα μια ανεξάρτητη Λιθουανία θα ήταν «καρφί στο μάτι» της Πολωνίας. Στην περίπτωση επομένως της Λιθουανίας το συμφέρον της Σοβιετικής Ρωσίας ήταν να δοθεί όσο το δυνατόν ευρύτερη ερμηνεία στο δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.

Ε. Χ. Καρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τ. 1ος, Υποδομή, Αθήνα 1977, σσ. 412-416.

Επιμέλεια: Κώστας Κούσιαντας

Σημειώσεις

1 Βλ. Κώστας Κούσιαντας, «Φασισμός – Σταλινισμός», e la libertà, 24 Αυγούστου 2017 και «Όχι στην ταύτιση φασισμού – κομμουνισμού. Όχι στην ταύτιση σταλινισμού – κομμουνισμού», Συλλογικό κείμενο, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 6 Σεπτεμβρίου 2017 και e la libertà, 6Σεπτεμβρίου 2017.

2 Για παράδειγμα: ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «Η αντιδραστική εξίσωση κομμουνισμού – ναζισμού, όπλο της ΕΕ για την επίθεση στον κόσμο της εργασίας, την ειρήνη και τα δημοκρατικά δικαιώματα», ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 23 Αυγούστου 2017 και Κώστας Παπαδάκης, «Η αυτοδιάθεση είναι υποστηρίξιμη όταν συνοδεύεται από λαϊκούς αγώνες», ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 11 Σεπτεμβρίου 2017. 

3 James D. White, «Nationalism and Socialism in Historical Perspective» στο: Graham Smith (επιμέλεια), The Baltic States The National Self-determination of Estonia, Latvia and Lithuania, Macmillan, Νέα Υόρκη 1994, σσ. 23 κ.ε..

4 J. D. White, «Nationalism...», ό.π., σσ. 29-32.

5 Μαρκ Φερρό, Από τα Σοβιέτ στον γραφειοκρατικό Κομμουνισμό, Νησίδες, Αθήνα 1999, σελ. 82

6 Τόνι Κλιφ, Λένιν 1914-1917. Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα (1997), σσ. 279, 280

7 Φυσικά η μπολσεβίκικη πολιτική για το εθνικό ζήτημα διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της επανάστασης του 1917, κυρίως μέσα από τις πολεμικές του Λένιν με άλλους/ες διανοούμενους/ες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (ακόμα και με στελέχη του Μπολσεβίκικου κόμματος). Ένα παράδειγμα, στο οποίο μάλιστα γίνεται αναφορά στην Εσθονία, είναι η επίθεση του Λένιν εναντίον της άποψης του Β. Μέντεμ (στελέχους της εβραϊκής σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης Μπουντ), ότι σε «περιοχές» όπως η Εσθονία δεν είναι πρακτικά δυνατό να παραχωρηθεί αυτονομία, επειδή ο πληθυσμός τους είναι μικρός. Ο Λένιν χλευάζει αυτό το αριθμητικό επιχείρημα του Μέντεμ: «Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει καθόλου ανάγκη από γραφειοκρατικά καλούπια. Γιατί να μην μπορούν να υπάρχουν αυτόνομες εθνικές περιφέρειες με πληθυσμό όχι μόνο 1/2 εκατομμύριο, μα ακόμα και 50.000;» Β. Ι. Λένιν, «Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα» στο Β. Ι. Λένιν, Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση, Ειρήνη, Αθήνα 1975, σσ. 34,35 και e la libertà, 8 Αυγούστου 2017.

8 Για την πολιτική του Μπολσεβίκικου κόμματος στην Οκτωβριανή Επανάσταση, βλ: Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984, σσ. 335-358.

9 Oliver H. Radkey, Russia Goes to the Polls. The Election to the All-Russian Constituent Assembly, 1917, Cornell University Press, Νέα Υόρκη 1989 (πρώτη έκδοση 1950), σσ. 18, 19 και Τόνι Κλιφ, Λένιν 1917-1923. Πολιορκημένη επανάσταση, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 2000, σελ. 52.

10 O. H. Radkey, ό.π. σελ. 35

11 [Αυτή και οι επόμενες σημειώσεις είναι του Ε. Χ. Καρ] Στάλιν, Άπαντα, IV, 178. Το άρθρο που περιείχε αυτή τη δήλωση δημοσιεύτηκε τόσο στην Πράβντα όσο και στη Zhizn’ Natsional’nostei.

12 Τα κείμενα της ανακήρυξης των δύο σοβιετικών δημοκρατιών υπάρχουν σε Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu (1920), σ. 52-4, άρθρο 76 και σ. 133-4, άρθρο 168. Τα διατάγματα της αναγνώρισής τους υπάρχουν σε Κλιουτσνικώφ και Σαμπάνιν, Mezhdunarodnaya Politika, 11 (1926), 206-8. Πρόκειται για διατάγματα του Σοβναρκόμ που για λόγους μεγαλύτερης επισημότητας Επικυρώθηκαν με μια απόφαση της VTsIK (8.π., ΙΙ, 208-9).

13 Τον Οκτώβριο του 1919, ο λευκός στρατηγός Γιουντένιτς εξαπέλυσε, με την υποστήριξη των βρετανών, επίθεση κατά της Πετρούπολης και παρά λίγα να την καταλάβει. Καθώς στόχος του Γιουντένιτς ήταν η ανασύσταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας η εκστρατεία του δεν αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια από τις κυβερνήσεις της Εσθονίας και της Λεττονίας.

14 Sobranie Uzakonenii 1920, Νο 7, άρθρο 44. Η πρώτη πρόταση της σοβιετικής κυβέρνησης προς την αστική κυβέρνηση της Εσθονίας έγινε το Σεπτέμβριο του 1919, αλλά απορρίφτηκε από τους εσθονούς με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελαν να ενεργήσουν ανεξάρτητα από τους γείτονές τους (Κλιουτσνικώφ κ. Σαμπάνιν, Μezhdunarodnaya Ροlitikα, ΙΙ [1926], 344-6, 387-Β). Ανάλογα ανοίγματα που έγιναν την εποχή εκείνη από τη σοβιετική κυβέρνηση προς τη Φινλανδία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία έπεσαν επίσης στο κενό (ό.π., ΙΙ. 383-4).

15 Sobranie Uzakonenii, 1920, Νο 95, άρθρο 514.

16 Τα επίσημα ντοκουμέντα που αφορούν τη Λιθουανία αυτής της περιόδου υπάρχουν συγκεντρωμένα σε Π. Κλιμά, Le Dévelopment de l’ état lithuanien (Παρίσι, 1919).

17 Istorik Marksist, Νο 2-3, 1935, σ. 50-2.

18 Sobranie Uzakonenii, 1917-1918, Νο 98, άρθρο 1006.

19 Sobranie Uzakonenii, 1920, Νο 96, άρθρο 5Ι5.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 15 Σεπτεμβρίου 2017 19:09

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.