James Markin
Η φάρσα του Ντόναλντ Τραμπ για τους «πρόσφυγες» της Νότιας Αφρικής
Στις αρχές Μαΐου, ένας μικρός αριθμός μελών της λευκής εθνικής μειονότητας που μιλάει αφρικάανς εγκατέλειψε τη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με το νοτιοαφρικανικό πρακτορείο News 24,[1] η αναχώρησή τους από το Διεθνές Αεροδρόμιο Oliver Tambo ήταν σιωπηλή, «χωρίς φανφάρες». Η αναχώρηση αυτής της μικρής ομάδας προκάλεσε την ειρωνεία και τον χλευασμό των «Αμερικάνερς» στην πατρίδα τους, τη Νότια Αφρική, και τη γενική σύγχυση και οργή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τραμπ κράτησε το θέμα στην κορυφή της επικαιρότητας με την επιμονή του ότι οι Αφρικάνερς αντιμετωπίζουν γενοκτονία στη Νότια Αφρική. Στις 21 Μαΐου, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στον Λευκό Οίκο, έφερε αντιμέτωπο τον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Σιρίλ Ραμαφόσα με φωτογραφίες και ένα βίντεο που υποτίθεται ότι έδειχναν ότι γίνεται γενοκτονία. Ο Ραμαφόσα απέρριψε τα «αποδεικτικά στοιχεία».
Οι Αφρικάνερς και η ιστορία τους
Για να κατανοήσει κανείς τις ρίζες αυτού του ζητήματος, πρέπει πρώτα να καταλάβει ποιοι είναι οι Αφρικάνερς. Η εθνοτική μειονότητα των Αφρικάνερς περιλαμβάνει τους απογόνους των Ολλανδών αποίκων στη Νότια Αφρική. Αν και οι Ολλανδοί ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν μια μεγάλη αποικία εποίκων στην περιοχή, οι αποικίες τους στη συνέχεια καταλήφθηκαν από τους Βρετανούς. (Η Βρετανία προσάρτησε την Αποικία του Ακρωτηρίου το 1806).
Μέχρι τη δεκαετία του 1830, αυτό οδήγησε σε προστριβές μεταξύ των Ολλανδών αποίκων που κατείχαν σκλάβους και των νέων αποικιοκρατών τους, καθώς η Βρετανία επέμενε στην κατάργηση της δουλείας. Τελικά, η σύγκρουση αυτή οδήγησε στη «Μεγάλη Πορεία», καθώς ένα μεγάλο μέρος των Ολλανδών αποίκων μετακινήθηκε από την ελεγχόμενη από τη Βρετανία Αποικία του Ακρωτηρίου και εισέβαλε στο εσωτερικό της Νότιας Αφρικής, όπου δημιούργησε τις «Δημοκρατίες των Μπόερ». (Μπόερ σημαίνει «αγρότης» στα αφρικάανς). Τελικά, σε μια σειρά σκληρών πολέμων τόσο κατά των Μπόερς όσο και κατά των διαφόρων αυτοχθόνων πληθυσμών της περιοχής, οι Βρετανοί κατέκτησαν το σύνολο της σημερινής Νότιας Αφρικής.
Προκειμένου να ενοποιήσουν τον λευκό πληθυσμό σε μια ομάδα και να κατευνάσουν τα άσχημα συναισθήματα των κατακτημένων Αφρικάνερς, οι Βρετανοί οδήγησαν την αποικία σε μια κατεύθυνση σαφούς λευκής υπεροχής. Αυτό άφησε τις δύο κύριες λευκές κοινότητες –τους αγγλόφωνους απογόνους των Βρετανών αποίκων και τους Αφρικάνερς απογόνους των Ολλανδών αποίκων– να κυβερνούν την τεράστια και ποικιλόμορφη επικράτεια επί της οποίας ανακηρύχθηκε τελικά η «Ένωση της Νότιας Αφρικής». Οι Βρετανοί καθησύχασαν τόσο τους εκπροσώπους της μικροαστικής τάξης των Μπόερς όσο και τους εργάτες με διάφορες πολιτικές λευκής υπεροχής που εξασφάλιζαν ότι τόσο οι Αφρικάνερς όσο και οι Βρετανοί λευκοί θα είχαν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας και γη, ενώ οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί θα απογυμνώνονταν από τη γη τους και θα εξαναγκαζόταν να εργάζονται κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.
Αυτές οι πολιτικές, ωστόσο, δεν ήταν αρκετές για τη Δεξιά των Αφρικάνερς, και μόλις η Νότια Αφρική έγινε ανεξάρτητη από τη Βρετανική Αυτοκρατορία και παραχωρήθηκαν συμβολικά δημοκρατικά δικαιώματα στους λευκούς, άρχισαν να πιέζουν προς μια κατεύθυνση μεγαλύτερης λευκής υπεροχής. Αυτό οδήγησε άμεσα στη θέσπιση των ακραίων αντιδημοκρατικών νόμων λευκής υπεροχής που έγιναν γνωστοί ως απαρτχάιντ. Σύμφωνα με αυτό το καθεστώς, οι Μαύροι Νοτιοαφρικανοί χαρακτηρίστηκαν ξένοι στη Νότια Αφρική, η οποία ανακηρύχθηκε πατρίδα των λευκών. Για να προσπαθήσει να προσδώσει αληθοφάνεια σε αυτή την ιδέα, η κυβέρνηση επινόησε μια ολόκληρη σειρά από υποτιθέμενες «πατρίδες των μαύρων» (Μπαντουστάν) με στόχο τη δημιουργία ενός πλήρως υποταγμένου μαύρου εργατικού δυναμικού, το οποίο θα αντιμετωπιζόταν ως επισφαλής μεταναστευτικός εργατικός πληθυσμός στη Νότια Αφρική και θα απολάμβανε μόνο ελάχιστα δημοκρατικά δικαιώματα μέσα στα Μπαντουστάν.
Το απαρτχάιντ τελικά ηττήθηκε, αλλά η σκληρή δεξιά των Αφρικάνερς δεν εξαφανίστηκε στη Νότια Αφρική. Το ιερό δισκοπότηρο για τη μετα-απαρτχάιντ «Λευκή Δεξιά» των Αφρικάνερς είναι κάποιο είδος ανεξάρτητης πατρίδας των Αφρικάνερς. Όπως και οι Ισραηλινοί Σιωνιστές, η Δεξιά των Αφρικάνερς προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της αυτοδιάθεσης και των καταπιεσμένων εθνικοτήτων για να υποστηρίξει ότι η διόρθωση πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί αιώνες και τους ωφέλησαν εις βάρος της μαύρης πλειοψηφίας είναι στην πραγματικότητα και πάλι καταπίεση.
Μπείτε στο Solidariteit και στο Afriforum. Το Solidariteit είναι ό,τι έχει απομείνει από το εργατικό κίνημα υπέρ του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Η πιο διαβόητη στιγμή του συνδικάτου ήταν ο ρόλος του στην ηγεσία της απεργίας των ανθρακωρύχων το 1922, η οποία ζητούσε τη διατήρηση των θέσεων εργασίας των λευκών ανθρακωρύχων εις βάρος των μαύρων εργατών στα ορυχεία. Σήμερα, το Solidariteit ελάχιστα θυμίζει το συνδικάτο ανθρακωρύχων που ήταν κάποτε, και μάλλον έχει γίνει ένα είδος ταξικού-πολιτιστικού συλλόγου της μειονότητας των Αφρικάνερς. Ωστόσο, το Solidariteit έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική της «Λευκής Δεξιάς» και συνδέεται πολύ στενά με το AfriForum, μια οργάνωση που προσποιείται ότι είναι μια «ομάδα πολιτικών δικαιωμάτων» για τους «καταπιεσμένους» Αφρικάνερς. Το AfriForum εκμεταλλεύεται τις δολοφονίες σε αγροκτήματα (δολοφονίες αγροτών σε αγροτικές περιοχές) και τα αριθμητικά στοιχεία για την εγκληματικότητα στη Νότια Αφρική για να προβάλει το επιχείρημα ότι υπάρχει μια νέα γενοκτονία κατά της μειονότητας των Αφρικάνερς – ένας γελοίος ισχυρισμός.
Το 2024, πριν από τον σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ, υψηλόβαθμα στελέχη του AfriForum πραγματοποίησαν μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, μιλώντας στο Εθνικό Συνέδριο Συντηρητισμού και συναντώντας Ρεπουμπλικάνους και εκπροσώπους της αμερικανικής δεξιάς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολιτική του Έλον Μασκ, ο οποίος μεγάλωσε στη Νότια Αφρική με καθεστώς απαρτχάιντ, είναι πιθανότατα ο λόγος για τη ρητορική της σημερινής κυβέρνησης στο θέμα αυτό, αν και ο Τραμπ έχει κάνει παρόμοια σχόλια ήδη από την πρώτη του θητεία. Παρ' όλα αυτά, πολλοί στη Νότια Αφρική σοκαρίστηκαν όταν ο Τραμπ δήλωσε ξεκάθαρα στις 12 Μαΐου ότι οι Αφρικάνερς αντιμετώπιζαν μια «γενοκτονία»[2], μια θέση την οποία επανέλαβε στη συνάντησή του με τον Ραμαφόσα στις 21 Μαΐου.
Καταπιέζονται πράγματι οι Αφρικάνερς;
Για να κατανοήσουμε κάποια σημεία της ρητορικής του Τραμπ και του AfriForum, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη Νότια Αφρική. Στις πιο πρόσφατες εκλογές, το κυβερνών ANC έπεσε στον χαμηλότερο αριθμό εδρών στην ιστορία του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να προχωρήσει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Ο κύριος εταίρος του, η Δημοκρατική Συμμαχία (DA / Demokratiese Alliansie), εκπροσωπεί τη λευκή αστική τάξη των μεγάλων αστικών περιοχών, ιδίως του Κέιπ Τάουν (αν και το κόμμα της δεξιάς των Αφρικάνερς, το VF+ [Vryheidsfront Plus / Μέτωπο Ελευθερίας+] είναι επίσης ένας μικρός εταίρος του συνασπισμού).
Εν μέρει λόγω αυτής της επιλογής εταίρων, το ANC έχει αρχίσει να αισθάνεται μεγάλη πίεση στην αριστερή και τη μαύρη εθνικιστική πλευρά του. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής, παλιό μέλος της «τριμερούς συμμαχίας» του ANC, για παράδειγμα, δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει τις γραμμές του και να κατεβάσει δικούς του υποψηφίους στις επόμενες εκλογές[3]. Υπάρχει φόβος στο ANC ότι δύο αποσχισθέντα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι αριστεροί Μαχητές της Οικονομικής Ελευθερίας (EFF / Economic Freedom Fighters) και το πιο νεφελώδες ιδεολογικά κόμμα uMkhonto weSizwe (MK – Λόγχη του Έθνους), θα μπορούσαν να καταλήξουν να ωφεληθούν από αυτό το αίσθημα κατά του συνασπισμού. Ένας τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση του Ραμαφόσα επιχειρεί να αντιμετωπίσει αυτούς τους αντιπάλους είναι η προσπάθεια επίλυσης του εμβληματικού ζητήματος του EFF και του MK – της αγροτικής μεταρρύθμισης.
Τον Ιανουάριο, ο Ραμαφόσα υπέγραψε νομοσχέδιο για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, παρά την κατακραυγή από μεγάλο μέρος της δεξιάς της χώρας, ο νέος νόμος στην πραγματικότητα υστερεί κατά πολύ από την πραγματική αγροτική μεταρρύθμιση που απαιτείται και μοιάζει περισσότερο με τις πολύ τυπικές εξουσίες «απαλλοτρίωσης» πολλών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Σε συνέχεια των αποτυχημένων προηγούμενων προσπαθειών της Νότιας Αφρικής για αγροτική μεταρρύθμιση, ο νόμος προβλέπει αποζημίωση εκείνου του οποίου η γη κατάσχεται. (Εξαιρέσεις από αυτό προκύπτουν αν η γη δεν χρησιμοποιείται ή αν δεν υπάρχει πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για κάποιο κερδοφόρο εγχείρημα). Είναι πολύ απίθανο ότι ένας τέτοιος νόμος θα ήταν ικανός να λύσει τις μεγάλες ανισότητες της Νότιας Αφρικής όσον αφορά την ιδιοκτησία της γης: με το 73% της ιδιωτικής γης να ανήκει στην λευκή μειονότητα της χώρας που είναι το 7% του πληθυσμού[4]. Η πραγματικότητα είναι ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε μόνο για να μπορέσει ο Ραμαφόσα να πει στους ψηφοφόρους ότι έκανε κάτι για την αγροτική μεταρρύθμιση και όχι για να υπάρξει σημαντική πρόοδος.
Ένα άλλο γνωστό ζήτημα του AfriForum και των ομοϊδεατών του είναι η πρόσφατα ψηφισθείσα τροποποίηση των νόμων για τη βασική εκπαίδευση (BELA / Basic Education Laws Amendment)[5]. Ο νόμος απορρέει από την προσπάθεια του Ραμαφόσα να μεταρρυθμίσει το τεράστιο και ανισότιμο δημόσιο σχολικό σύστημα της Νότιας Αφρικής, αλλά τα μέλη των κοινοτήτων των Αφρικάνερς και των «έγχρωμων» του Ακρωτηρίου, που μιλούν Αφρικάνερς, είναι εξοργισμένα επειδή επιτρέπει στην εθνική κυβέρνηση να έχει τον τελικό λόγο για τη γλώσσα διδασκαλίας στα δημόσια σχολεία. Ενώ οι μειονοτικές κοινότητες θα πρέπει να μπορούν να διδάσκονται στη μητρική τους γλώσσα, υπάρχουν εδώ και καιρό ανησυχίες στη Νότια Αφρική ότι τα τεστ για την επάρκεια των αφρικάανς εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό των μαύρων μαθητών από ορισμένα δημόσια σχολεία. Παρ' όλα αυτά, αν η Δεξιά των Αφρικάνερς ενδιαφέρεται πραγματικά για τη διατήρηση της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα, δεν έχει νόημα να αναζητήσει «καταφύγιο» στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα παιδιά τους θα εκπαιδευτούν σχεδόν σίγουρα στα αγγλικά.
Με αυτή την πραγματικότητα στο επίκεντρο, ο πραγματικός στόχος του AfriForum γίνεται σαφής. Αυτοί και οι ομοϊδεάτες τους προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την πολιτική κατάσταση στη Νότια Αφρική για να δημιουργήσουν μια ψεύτικη πραγματικότητα που θα προκαλέσει φόβο στον πληθυσμό των Αφρικάνερς και θα τους οδηγήσει στην αγκαλιά της λευκής δεξιάς. Ουσιαστικά, τα πραγματικά περιστατικά βίας ή πολιτικών κατά των Αφρικάνερς είναι βασικά ανύπαρκτα και το φάντασμα της «γενοκτονίας των Αφρικάνερς» έχει δημιουργηθεί εξ ολοκλήρου από το φόβο που συχνά έχουν οι προνομιούχες μειονότητες για την καταπιεσμένη πλειοψηφία.
Η αντίδραση
Παρά το πλαίσιο αυτό, η ιδέα της φυγής στις ΗΠΑ αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό με περιφρόνηση και χλευασμό στη Νότια Αφρική, όχι μόνο από τους μαύρους Νοτιοαφρικανούς, αλλά και από τους άλλους Αφρικάνερς. Πράγματι, ακόμη και το AfriForum και το Solidariteit έχουν δημοσιεύσει ανακοινώσεις με τις οποίες καλούν τους Αφρικάνερς να παραμείνουν στη χώρα. Ενώ η άποψη ότι οι Αφρικάνερς καταπιέζονται τόσο πολύ στην πατρίδα τους που πρέπει να καταφύγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύει την πολιτική του φόβου που χρησιμοποιεί το AfriForum για να προσπαθήσει να σπρώξει τους Αφρικάνερς προς τα δεξιά, στην πραγματικότητα υπονομεύει το ευρύτερο σχέδιό τους. Αν οι Αφρικανέρς καταφύγουν στις ΗΠΑ, ποιος θα μείνει πίσω για να οικοδομήσει το εθνοτικό κράτος των λευκών Αφρικανέρς; Για τους πιο μετριοπαθείς Αφρικάνερς και τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, η αναχώρηση για τις ΗΠΑ θεωρείται ως η απόλυτη προδοσία του λαού και της χώρας τους∙ πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν κατηγορήσει τους «πρόσφυγες» ότι είναι απλώς καιροσκόποι που αναζητούν υψηλότερες αμοιβές στις ΗΠΑ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν επίσης αντιδράσεις, με την Επισκοπική Εκκλησία να γνωστοποιεί στην κυβέρνηση την πρόθεσή της να αποσυρθεί από το πρόγραμμα επανεγκατάστασης προσφύγων για να μη βοηθήσει στην επανεγκατάσταση αυτών των υποτιθέμενων «προσφύγων». Σε δημόσια δήλωσή του[6], ο επισκοπικός επίσκοπος Σον Ρόου δήλωσε «Ήταν οδυνηρό να παρακολουθούμε μια ομάδα προσφύγων, που επιλέχθηκε με έναν εξαιρετικά ασυνήθιστο τρόπο, να τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με πολλούς άλλους που περιμένουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε επικίνδυνες συνθήκες επί χρόνια».
Αυτό το συναίσθημα έχει επαναληφθεί από πολλούς ανθρώπους σε αυτή τη χώρα, καθώς βλέπουμε μια μικρή ομάδα λευκών ανθρώπων να τυγχάνουν ταχείας αντιμετώπισης, ενώ πολλοί άλλοι από την Ασία, την Αφρική και τη Νότια Αμερική δεν μπορούν να λάβουν καθεστώς πρόσφυγα, παρότι αντιμετωπίζουν πολύ πιο άσχημες συνθήκες. Ενώ η καταχρηστική αξιοποίηση του προγράμματος προσφύγων από τον Τραμπ είναι εντελώς φάρσα, το πρόγραμμα έχει μακρά ιστορία στο να χρησιμοποιείται για την πρόσκληση πολιτικά ευνοημένων ομάδων (Κουβανέζικες, νοτιοβιετναμέζικες ελίτ), ενώ οι μη ευνοημένες ομάδες αποκλείονται.
Τι γίνεται με τον αντισημιτισμό;
Ενώ οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες έχουν αποφύγει τον Τύπο και έχουν διατηρήσει λίγο πολύ την ανωνυμία τους, ένας «πρόσφυγας» συγκεκριμένα, ο Τσαρλ Κλάινχαους, αποφάσισε να δώσει συνεντεύξεις στο BBC και στους New York Times. Τα σχόλια του Κλάινχαους στις συνεντεύξεις έκαναν την πολιτική φύση της κατάστασης των «Αμερικάνερς» ακόμη πιο παράλογη.
Στις συνεντεύξεις του, ο Κλάινχαους επιμένει ότι ήρθε στις ΗΠΑ μόνο και μόνο επειδή ζει υπό καθεστώς φόβου. Για να το υποστηρίξει αυτό, έχει πει στον Τύπο ότι άφησε πίσω του ένα σπίτι πέντε υπνοδωματίων στην όμορφη περιοχή Μπουμαλάνγκα για να έρθει στις Η.Π.Α. Μια γρήγορη αναζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του κ. Κλάινχαους αποκάλυψε επίσης ένα σωρό ακροδεξιές και ρατσιστικές αναρτήσεις.
Μια ανάρτηση που έχει προσελκύσει ιδιαίτερη προσοχή είναι μια αντισημιτική ανάρτηση που έκανε το 2023, όπου έγραψε στο Twitter ότι οι Εβραίοι είναι «επικίνδυνοι και αναξιόπιστοι». Αν και ο ίδιος δήλωσε στο BBC ότι η ανάρτηση αυτή έγινε υπό την επήρεια φαρμάκων, το αντισημιτικό ιστορικό του Κλάινχαους είναι αποκαλυπτικό, δεδομένου ότι το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας του Τραμπ έχει προβάλει ισχυρισμούς σχετικά με τον έλεγχο για αντισημιτισμό στη μεταναστευτική του πολιτική. Αυτό, όπως και μεγάλο μέρος της πολιτικής του Τραμπ γύρω από τον αντισημιτισμό, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ασφάλεια των Εβραίων∙ μάλλον, το DHS προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ψευδείς κατηγορίες για αντισημιτισμό για να περιορίσει τον αντι-ισραηλινό λόγο. Πράγματι, οι αναρτήσεις του Τσαρλ Κλάινχαους εκθέτουν ακριβώς αυτό, δείχνοντας ότι το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ήταν περισσότερο από ευτυχές να δεχτεί έναν «πρόσφυγα» με ένα πολύ δημόσιο και προφανές ιστορικό αντισημιτισμού, αν αυτό εξυπηρετούσε τους ευρύτερους ακροδεξιούς στόχους της κυβέρνησης.
Οι «Αμερικάνερς» και η εργατική τάξη των ΗΠΑ
Συνολικά, η όλη κατάσταση των «Αφρικάνερς προσφύγων» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απόλυτη φάρσα. Οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ δεν οφείλουν καμία αλληλεγγύη σε ρατσιστικές εργατικές οργανώσεις όπως το Solidariteit. Ενώ πρέπει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των ανθρώπων να μετακινούνται σε όλο τον κόσμο, πρέπει να αντιταχθούμε στις ρατσιστικές φαντασιώσεις καταδίωξης της λευκής δεξιάς της Νότιας Αφρικής.
Ενώ η συμπεριφορά του μπορεί να είναι φάρσα, η υιοθέτηση αυτής της ρητορικής από τον Τραμπ πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Η πολιτική του αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας του Έλον Μασκ να οικοδομήσει διεθνή δίκτυα και φιλίες μεταξύ της παγκόσμιας δεξιάς. Οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ θα πρέπει να οικοδομήσουν ακόμη μεγαλύτερα και πιο ουσιαστικά δίκτυα διεθνούς αλληλεγγύης για να αντεπιτεθούν.
Μετάφραση: elaliberta.gr
James Markin, “Donald Trump’s South African ‘refugee’ farce”, Workers' Voice/La Voz de los Trabajadores, 22 Μαΐου 2025, https://workersvoiceus.org/2025/05/22/donald-trumps-south-african-refugee-farce/.
James Markin, «La farsa de los “refugiados” sudafricanos de Donald Trump», Workers' Voice/La Voz de los Trabajadores, https://workersvoiceus.org/es/2025/05/22/donald-trumps-south-african-refugee-farce/.
Σημειώσεις
[1] Alex Mitchley, “SEE / First group of Afrikaner ‘refugees’ leave in silence, without any fanfare”, news24, 12 Μαΐου 2015, https://www.news24.com/southafrica/news/see-first-group-of-afrikaner-refugees-leave-in-silence-without-any-fanfare-20250511-1264.
[2] Josh Marcus, “Trump to meet with South African president at White House after claims of ‘genocide’ of Afrikaners”, The Independent, 15 Μαΐου 2025, https://www.the-independent.com/news/world/americas/us-politics/trump-south-africa-refugees-meeting-b2751947.html.
[3] Lunga Mzangwe, “SACP: We are contesting the elections, but not the ANC”, The Mail & Guardian, 5 Δεκεμβρίου 2024, https://mg.co.za/politics/2024-12-05-sacp-we-are-contesting-the-elections-but-not-the-anc/.
[4] Qaanitah Hunter, “Are white Afrikaners at risk in South Africa? Not really, most say”, Al Jazeera, 21 Φεβρουαρίου 2025, https://www.aljazeera.com/features/2025/2/21/are-white-afrikaners-at-risk-in-south-africa-not-really-most-say.
[5] Shola Lawal, “What’s South Africa’s new school language law and why is it controversial?”, Al Jazeera, 18 Σεπτεμβρίου 2024, https://www.aljazeera.com/news/2024/9/18/whats-south-africas-new-school-language-law-and-why-is-it-controversial.
[6] “Letter from Presiding Bishop Sean Rowe on Episcopal Migration Ministries”, The Episcopal Church, 12 Μαΐου 2025, https://www.episcopalchurch.org/publicaffairs/letter-from-presiding-bishop-sean-rowe-on-episcopal-migration-ministries/.

