Παρασκευή, 16 Αυγούστου 2024 11:42

Ενιαίο Μέτωπο και Εργατική Κυβέρνηση στην Κομμουνιστική Διεθνή

 

 

Αναδημοσίευση από Περιοδικό «Τέσσερα»

 

 

Martín Mosquera

 

«Ενιαίο Μέτωπο» και «Εργατική Κυβέρνηση» στις συζητήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τη δεκαετία του ’20

 

 

Ο πλούτος των αναλύσεων γύρω από το «Ενιαίου Μετώπο» και την «Εργατική Κυβέρνηση» στην Κομμουνιστική Διεθνή της δεκαετίας του 1920 παραμένει άγνωστος. Η επανεξέταση αυτών των συζητήσεων μπορεί ακόμα να εμπλουτίσει τις σημερινές συζητήσεις για την αριστερή στρατηγική.

Κατά της δεκαετία του 1920, μετά τις ήττες του επαναστατικού εργατικού κινήματος στη Γερμανία, στην Ουγγαρία ή και στην Ιταλία, η Κομμουνιστική Διεθνής εμπλουτίζει τις στρατηγικές της προοπτικές με άξονες το «ενιαίο μέτωπο» και την «κυβέρνηση των εργαζομένων». Ο στόχος ήταν να εξεταστεί η ενεργοποίηση της εργατικής τάξης παίρνοντας στα σοβαρά το βαθύ και διαρκή ρίζωμα των ρεφορμιστικών οργανώσεων (και αυταπατών) στο εσωτερικό της.

Η στρατηγική αυτή κληρονομιά είναι κατά πολύ παραγνωρισμένη. Και όμως, η επανεξέταση των συζητήσεων αυτών, που κάνει εδώ ο Μαρτίν Μοσκέρα, εκδότης της επιθεώρησης Jacobin América Latina, μπορεί να εμπλουτίσει τις σημερινές συζητήσεις για τη στρατηγική της αριστεράς, ιδιαίτερα σε χώρες, όπως και η Ελλάδα, όπου τίθενται με καυτό τρόπο ζητήματα όπως οι συμμαχίες, ο στρατηγικός και προγραμματικός προσανατολισμός της ριζοσπαστικής (ή αντικαπιταλιστικής ή επαναστατικής, …) πτέρυγας της αριστεράς, οι σχέσεις με τα κοινωνικά κινήματα και γενικότερα η μαζική δράση.

 

 

Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες μιας κάποιας αναζωπύρωσης των στρατηγικών συζητήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες πάνε προς την ίδια κατεύθυνση. Πρόκειται για συζητήσεις γύρω από έναν ενδεχόμενο «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό» – μια εναλλακτική λύση στον λενινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία: είναι η εκ νέου ανακάλυψη του Νίκου Πουλαντζά (1936-1979) στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, και είναι και μια, πιο πρωτότυπη, επανεκτίμηση του Καρλ Κάουτσκι (1854-1938), πριν από το 1910, στη νέα αγγλόφωνη αριστερά.

Αυτή η αναβίωση είναι υγιής και έκφραση ενός νέου πολιτικού κλίματος. Συχνά, ωστόσο, οι συζητήσεις που στοχεύουν στην επικαιροποίηση της σοσιαλιστικής στρατηγικής χαρακτηρίζονται από μια απλουστευτική περιγραφή της παράδοσης που στοχεύουν να ξεπεράσουν. Αυτό μπορεί να έχει μια ερμηνευτική χρησιμότητα, καθώς επιτρέπει την ανάδειξη των καινοτομιών και των σημείων ρήξης. Όμως, μια υπεραπλουστευτική αναπαράσταση της παράδοσης μας στερεί από αναφορές που μπορεί να εξακολουθούν να είναι χρήσιμες για τις σύγχρονες συζητήσεις και κινδυνεύει να κρύψει περισσότερα από όσα να φωτίσει.

Στο πλαίσιο αυτής της απλουστευτικής ανακατασκευής, ξεχωρίζει μια πανταχού παρούσα αφήγηση: είναι η αναγωγή της πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) σε μια απλή επανάληψη της εξεγερσιακής στρατηγικής που διεξήχθη στη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι η γενίκευση της ρωσικής εμπειρίας κυριάρχησε κατά τα δύο πρώτα χρόνια της πολιτικής της Κ.Δ., όταν αυτή ήλπιζε ότι η προωθητική δύναμη του ρωσικού Οκτώβρη θα οδηγούσε σε μια επικείμενη ευρωπαϊκή επανάσταση.

Και είναι επίσης αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μέρος της επαναστατικής αριστεράς μετέτρεψε τον Οκτώβρη σε στρατηγικό της πρότυπο. Αλλά δεν είναι ακριβές ότι το σύνολο της πολιτικής της Κ.Δ. περιορίστηκε σε μια προσπάθεια επανάληψης της ρωσικής επανάστασης: αυτό θα σήμαινε να αγνοήσουμε τις συζητήσεις και τις πολιτικές καμπές που ξεκίνησαν ήδη από το 1920 στη Γερμανία γύρω από το ενιαίο μέτωπο και την εργατική κυβέρνηση και οι οποίες συμπυκνώθηκαν στο 3ο και 4ο Συνέδριο της Κ.Δ..

Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν στη Γερμανία, μια ανεπτυγμένη χώρα, με πιο σύνθετο κράτος, πιο εδραιωμένο εργατικό κίνημα και πιο ανεπτυγμένες κοινοβουλευτικές μορφές από ό,τι στη Ρωσία, όπου αναδύθηκαν οι συζητήσεις που οδήγησαν στην τακτική του ενιαίου μετώπου, πρώτα απ’ όλα για πολύ πρακτικούς λόγους και ανάγκες. Όπως είπε ο Ράντεκ, ο εκπρόσωπος της Κ.Δ. στη Γερμανία, όταν προωθήθηκε για πρώτη φορά η ιδέα του ενιαίου μετώπου: «Αν ήμουν στη Μόσχα, δεν θα μου είχε περάσει καν από το μυαλό».

Οι συζητήσεις για το ενιαίο μέτωπο δεν αποτελούν απλώς ένα ιστορικό προηγούμενο για τις πιο περίπλοκες σύγχρονες συζητήσεις. Ούτε συνιστούν ένα συνεκτικό, εναλλακτικό στρατηγικό μοντέλο, με το οποίο θα έπρεπε να μετρηθούμε. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, περιέχουν ορισμένα διδάγματα που μπορούν να λειτουργήσουν ως οδοδείκτης για πιθανές λύσεις σε ορισμένες από τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν το «δημοκρατικό δρόμο» στις συμβατικές του διατυπώσεις (Νίκος Πουλαντζάς, Ralph Miliband, Leo Panitch).

Σε όσα ακολουθούν θα επισημάνω ορισμένες από αυτές τις πτυχές, χωρίς να είμαι εξαντλητικός για λόγους χώρου (έτσι, αναγκάζομαι να αφήσω στην άκρη την, ωστόσο κρίσιμη, πτυχή της σχέσης μεταξύ εργατικής κυβέρνησης και δυαδικής εξουσίας).

 

Το ενιαίο μέτωπο: μια πρώτη προσέγγιση της επανάστασης στη Δύση

Τον Μάρτιο του 1920, μια τρομερή γενική απεργία νικάει την απόπειρα αντιδραστικού πραξικοπήματος που είναι γνωστό ως «πραξικόπημα του Καπ», με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένας συσχετισμός δυνάμεων ευνοϊκός για την εργατική τάξη και να ξεσπάσει μια οξεία πολιτική κρίση. Η νεαρή Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνωρίζει ένα μεγάλο πολιτικό κενό, που αναδεικνύει την αποτυχία της πρώτης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης των Έμπερτ και Νόσκε: για μέρες ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης αναβάλλεται κάτω από την πίεση της γενικής απεργίας (Pierre Broué 2019).

Επρόκειτο για μια πολύ οξεία κρίση, αλλά πολύ διαφορετική από τον ρωσικό Φεβρουάριο: την ήττα του πραξικοπήματος του Καπ την ακολούθησε ένα κενό εξουσίας και ένας αποπροσανατολισμός της αστικής τάξης, αλλά δεν υπήρχε καμία δομή σοβιέτ για να αναφερθεί ως εναλλακτική λύση εξουσίας (οι «επιτροπές δράσης», σε όλη τη χώρα, δεν είχαν τέτοια δύναμη ή χαρακτήρα) ούτε όμως και το κράτος ή ο στρατός δεν είχαν υποστεί γενική κατάρρευση (Riddell, 2011). Στο πλαίσιο αυτό, ο σοσιαλδημοκράτης συνδικαλιστής ηγέτης Καρλ Λίγκεν (1861-1920) διατυπώνει την ανάγκη για μια εργατική κυβέρνηση που θα απαρτιζόταν από τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (SPD και USPD) και τα συνδικάτα, χωρίς τη συμμετοχή αστικών κομμάτων ή αστών υπουργών.

Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD), υπό την ηγεσία του Πάουλ Λέβι (1883-1930), απαντάει αρχικά ότι θα υποστήριζε το σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης εφόσον «δεν παραβιάζει τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν στην εργατική τάξη την ελευθερία πολιτικής της δράσης και εφόσον καταπολεμά την αστική αντεπανάσταση με όλα τα μέσα». Σε αυτό προσθέτει ότι το KPD θα περιοριστεί στην ανάπτυξη μιας «νομιμόφρονης αντιπολίτευσης», δηλαδή ότι θα παραιτηθεί από κάθε απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης με επαναστατικά μέσα, όσο τηρούνται αυτοί οι όροι. Η τοποθέτηση αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής αυτού που αργότερα θα θεωρούνταν το μεταβατικό σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης: η υποστήριξη, στο πλαίσιο εξαιρετικών σχέσεων εξουσίας, μιας κυβέρνησης στην οποία κυριαρχούν οι ρεφορμιστικές εργατικές οργανώσεις (Gaido, 2015).

Αυτή η πρώτη απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης εργατικών κομμάτων απέτυχε, αλλά οι Γερμανοί επαναστάτες διατήρησαν την ετερόδοξη πορεία στην πολιτική τους. Στην «Ανοιχτή Επιστολή», που δημοσιεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου 1921, η οποία αργότερα θεωρήθηκε ως η πρώτη συστηματική προσπάθεια εφαρμογής της πολιτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου, το KPD, που μόλις είχε ενοποιηθεί με την αριστερή πτέρυγα του USPD, πρότεινε σε όλες τις εργατικές οργανώσεις να διεξάγουν ενιαίες δράσεις όπου είναι εφικτό να υπάρξουν πρακτικές συμφωνίες.

Αυτές οι πολιτικές, που αποτελούσαν καινοτομία σε σχέση με τις κληρονομημένες στρατηγικές αναφορές, θα προκαλούσαν μεγάλες αντιπαραθέσεις στην επαναστατική αριστερά, αν και τελικά θα επικρατούσαν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή, έστω και με σημαντική αντίσταση. Το ψήφισμα που υιοθετήθηκε τελικά από την Κ.Δ. για το Ενιαίο Μέτωπο, γραμμένο από τον Τρότσκι τον Μάρτιο του 1922 για την Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, έχει ως εξής:

«Αν το Κόμμα έχει το ένα τρίτο ή το μισό της προλεταριακής πρωτοπορίας, αυτό σημαίνει ότι το άλλο μισό ή τα δύο τρίτα ακολουθούν τους ρεφορμιστές ή τους κεντριστές. Είναι απολύτως σαφές ότι οι εργαζόμενοι που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους ρεφορμιστές και τους κεντριστές ενδιαφέρονται επίσης, όπως και οι κομμουνιστές, για τη διατήρηση του υψηλότερου δυνατού βιοτικού επιπέδου και της μεγαλύτερης δυνατής ελευθερίας δράσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να προβάλλουμε την τακτική μας με τέτοιο τρόπο ώστε το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ενσαρκώνει το μέλλον όλης της εργατικής τάξης, να μην μοιάζει σήμερα –και κυρίως να μην είναι και στην πράξη– ένα εμπόδιο στον καθημερινό αγώνα του προλεταριάτου.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα: να πάρει την πρωτοβουλία για τη διασφάλιση της ενότητας στον σημερινό αγώνα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο το κόμμα θα έρθει πιο κοντά σε αυτά τα δύο τρίτα που δεν ακολουθούν ακόμη την ηγεσία του, που δεν το εμπιστεύονται ακόμη επειδή δεν το καταλαβαίνουν. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί το κόμμα να τους κερδίσει» (1922).

Και απαντώντας στην επιφυλακτικότητα τμημάτων της Κ.Δ. που απαιτούσαν ενότητα δράσης αποκλειστικά με τη βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και όχι με τα κόμματα αυτά καθαυτά (ένα αίτημα στο οποίο συμμετείχαν ηγέτες όπως ο Μπέλα Κουν, η Ρουθ Φίσερ, ο Αμαντέο Μπορντίγκα και ο Νικολάι Μπουχάριν), το ψήφισμα πρόσθετε:

«Το ενιαίο μέτωπο περιλαμβάνει άραγε μόνο τις εργαζόμενες μάζες ή περιλαμβάνει και τους οπορτουνιστές ηγέτες τους; Η ίδια η διατύπωση του ερωτήματος αυτού δείχνει έλλειψη κατανόησης του προβλήματος. Αν μπορούσαμε απλά να ενώσουμε το προλεταριάτο γύρω από το λάβαρό μας ή γύρω από τα πρακτικά μας συνθήματα, αγνοώντας τις ρεφορμιστικές οργανώσεις, είτε πρόκειται για κόμματα είτε για συνδικάτα, αυτό θα ήταν, ασφαλώς, το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Αλλά τότε το ζήτημα του ενιαίου μετώπου δεν θα τίθετο καν, στη σημερινή του μορφή».

Σχετικά με το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, ένα μεταγενέστερο ψήφισμα της Κ.Δ., στο 4ο Συνέδριο, του Νοεμβρίου 1922 [«Απόφαση για την τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς»], θα αναφέρει:

«Η κυβέρνηση των εργαζομένων (και ενδεχομένων και αγροτών) θα πρέπει να χρησιμοποιείται παντού ως σύνθημα γενικής προπαγάνδας. Αλλά, ως σύνθημα άμεσης πολιτικής, αποκτά ύψιστη σημασία σε χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα επισφαλής, εκεί όπου ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της αστικής τάξης θέτει την επίλυση του προβλήματος της εργατικής κυβέρνησης στην ημερήσια διάταξη ως πολιτική αναγκαιότητα.

Σε τέτοιες χώρες, το σύνθημα μιας «εργατικής κυβέρνησης» είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της όλης τακτικής του ενιαίου μετώπου (…) Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν προκύψει από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηρίζεται στα μάχιμα εργατικά όργανα που δημιουργούν τα ευρύτερα τμήματα των καταπιεσμένων εργατικών μαζών. Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από έναν κοινοβουλευτικό συνδυασμό θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει αφορμή για την αναζωογόνηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Αλλά είναι σαφές ότι η ανάδυση μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που εφαρμόζει επαναστατική πολιτική πρέπει να οδηγήσει στον πιο σκληρό αγώνα και αν χρειαστεί και στον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη. Η ίδια η προσπάθεια του προλεταριάτου να σχηματίσει μια εργατική κυβέρνηση θα προσκρούσει εξαρχής στην πιο σφοδρή αντίσταση της αστικής τάξης. Το σύνθημα μιας εργατικής κυβέρνησης είναι επομένως πιθανό να συγκεντρώσει και να πυροδοτήσει επαναστατικούς αγώνες».

Η πολιτική του ενιαίου μετώπου θεωρήθηκε ως μια τακτική για ένα πλαίσιο μερικής αποσταθεροποίησης του καπιταλισμού και, ως εκ τούτου, ενίσχυσης των ρεφορμιστικών οργανώσεων. Δεν οδηγούσε όμως σε μια πορεία προσαρμογής στο ρεφορμισμό, όπως ισχυρίζονταν οι επικριτές της, αλλά στην αναγνώριση ότι η κατάκτηση της ηγεμονίας στην εργατική τάξη θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα μόνο ενός παρατεταμένου αγώνα στον οποίο θα έπαιζε ρόλο η ενωτική τακτική και όχι μια μόνιμη επίθεση που θα βασιζόταν αποκλειστικά στην άμεση αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό.

Το ενιαίο μέτωπο ανταποκρίνεται, καταρχήν, στο γεγονός ότι οι μάζες μαθαίνουν με βάση την πρακτική εμπειρία και, για να κινητοποιηθούν, είναι απαραίτητο να τεθούν σε λειτουργία ενωτικοί μοχλοί που να διευκολύνουν το πέρασμά τους στη δράση. Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, οι επαναστάτες είναι σε καλύτερη θέση να επισημάνουν τις ανακολουθίες των ρεφορμιστικών ηγεσιών όντας η πιο αποφασιστικά ενωτική πτέρυγα του εργατικού κινήματος και όχι κάνοντας το λάθος να αποδυναμώνουν τη δύναμη της εργατικής τάξης στη βάση καθαρά προπαγανδιστικών οριοθετήσεων.

Αν, αντίθετα, οι ιδεολογικές διαφορές με τους ρεφορμιστές χρησιμοποιούνται ως λόγος για να μην προχωρήσει ο κοινός αγώνας, τότε οι επαναστάτες θα εμφανίζονταν στις μάζες ως διχαστικός παράγοντας, αποδυνάμωσης του αγώνα, ευνοώντας τη δική τους περιθωριοποίηση και ενισχύοντας τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Μέσω του ενιαίου μετώπου, η οριοθέτηση με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες είναι, πάνω απ’ όλα, υποπροϊόν της αδυναμίας των ρεφορμιστών να φέρουν σε πέρας έναν κοινό αγώνα.

Η υποκείμενη αξία των συζητήσεων γύρω από το ενιαίο μέτωπο στην Κ.Δ. συχνά υποτιμάται. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα ζήτημα ενότητας με τους ρεφορμιστές σε μια αμυντική δράση. Αποτελούσε μια πραγματική στρατηγική στροφή, έστω και περιορισμένη, εμπειρική και όχι χωρίς τις συγχύσεις της. Γύρω από το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, των μεταβατικών αιτημάτων, της τακτικής της εργατικής κυβέρνησης, εμφανίζεται η προσπάθεια για μια στρατηγική επανεξέταση με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες στην ευρωπαϊκή Δύση: μεγαλύτερο βάρος των ρεφορμιστικών παραδόσεων στο εργατικό κίνημα, ένα πλαίσιο νομιμότητας για τον πολιτικό αγώνα, μια πιο αργή κρίση του κράτους, μια πιο σταθερή ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Ακριβέστερα, πρόκειται για τις συνθήκες του επαναστατικού αγώνα σε ένα καπιταλιστικό κράτος (το οποίο στην «κανονική» του μορφή είναι ένα κράτος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας), ενώ η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε να αντιμετωπίσει το απολυταρχικό καθεστώς του τσαρισμού.

Ο Γκράμσι, από την πλευρά του, συνειδητοποίησε τη σημασία της στροφής που συνεπάγονταν αυτές οι συζητήσεις και επιβεβαίωσε: «Μου φαίνεται ότι ο Ίλιτς (Λένιν) κατάλαβε πως χρειαζόταν μια αλλαγή από τον πόλεμο των ελιγμών, που εφαρμόστηκε νικηφόρα στην Ανατολή το ’17, στον πόλεμο των θέσεων, που ήταν ο μόνος δυνατός στη Δύση (…). Αυτό νομίζω ότι σημαίνει η φόρμουλα του «ενιαίου μετώπου» (…). Μόνο που ο Ίλιτς δεν πρόλαβε να εμβαθύνει τη φόρμουλά του» (1999: 157). Ο Πέρι Άντερσον, ομοίως, αντιλαμβάνεται εξίσου τη σημασία του ενιαίου μετώπου και το ορίζει ως «την τελευταία στρατηγική συμβουλή του Λένιν προς το δυτικό εργατικό κίνημα πριν από το θάνατό του» (2018: 157).

Το κυβερνητικό ζήτημα από μεταβατική σκοπιά

Όταν «η κατάσταση στην αστική κοινωνία είναι ιδιαίτερα επισφαλής», αναφέρει το ψήφισμα [για την τακτική] της Κ.Δ., η εργατική κυβέρνηση μπορεί να γίνει η «αναπόφευκτη συνέπεια της όλης τακτικής του ενιαίου μετώπου».

Η εργατική κυβέρνηση παρουσιάζεται ως η δυνατότητα, στο πλαίσιο μιας γενικής κρίσης του συστήματος κυριαρχίας, κατά την οποία όμως οι θεσμοί του παλιού κράτους δεν φτάνουν σε γενική κατάρρευση (σε αντίθεση με τη Ρωσία): σε μια τέτοια κατάσταση, η είσοδος στην κυβέρνηση στο πλαίσιο του αστικού κράτους από τα εργατικά κόμματα (ακόμη και με ρεφορμιστική πλειοψηφία) μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για πιο αποφασιστικές ρήξεις με τον καπιταλισμό.

Πρόκειται για μια μεταβατική προσέγγιση του κυβερνητικού ζητήματος, διαφορετική από την ταχεία έκβαση στη βάση της κρατικής κατάρρευσης που έγινε στη ρωσική περίπτωση, η οποία επομένως χρειάζεται μια ενδιάμεση και μεταβατική κυβέρνηση στη διαδικασία κατάκτησης της εξουσίας. Ακριβώς όπως ένα «μεταβατικό σύνθημα» (οικονομικό, δημοκρατικό) επιχειρεί να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ της σημερινής κατάστασης της συνείδησης των μαζών και του αγώνα για την εξουσία, έτσι και η εργατική κυβέρνηση είναι μια μεταβατική προσέγγιση που εφαρμόζεται στο ίδιο το κυβερνητικό ζήτημα.

Η ανάγκη για μια μεταβατική προσέγγιση του κυβερνητικού ζητήματος στις δυτικές χώρες είναι εύκολα αντιληπτή. Όταν λαμβάνει χώρα μια διαδικασία κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης στα δημοκρατικά κράτη, οι μάζες αγωνίζονται πρώτα για μια κυβέρνηση που θα εκφράζει τις προσδοκίες τους στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών και όχι για την ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης, όπως ακριβώς αγωνίζονται πρώτα για μια αύξηση του μισθού στο χώρο εργασίας τους και όχι για την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής.

Σε ορισμένες συνθήκες, η εκλογική πρόσβαση στην κυβέρνηση από σοσιαλιστικές δυνάμεις, είτε μετριοπαθείς είτε ρεφορμιστικές, μπορεί να παίξει ένα γεφυρωτικό ρόλο μεταξύ των λαϊκών προσδοκιών και του αγώνα για την εξουσία. Από ένα σημείο και μετά, η νέα κυβέρνηση προσκρούει στην αντίσταση της αστικής τάξης και αυτό αποκαλύπτει την ανάγκη ριζοσπαστικοποίησης της διαδικασίας προς μια αντικαπιταλιστική ρήξη.

 

Το ενιαίο μέτωπο και το λαϊκό μέτωπο

Αλλά πόσο συχνά στην ιστορία έχουμε δει εργατικές κυβερνήσεις του είδους που υποστηρίζει η Κ.Δ.; Οι περιφερειακές κυβερνήσεις στη Σαξονία και τη Θουριγγία, οι οποίες ήταν οι μόνες συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες η Κ.Δ. εφάρμοσε αυτή την τακτική, αποτελούν μια πολύ μοναδική εμπειρία και είναι δύσκολο να επαναληφθούν. Το πρότυπο αυτού που αποκαλείται εργατική κυβέρνηση μπορεί να μην είναι τόσο απαιτητικό όσο εκείνο του γερμανικού Οκτώβρη, όπου το KPD είχε ένα αποφασιστικό κυβερνητικό βάρος μέχρι του σημείου να αναλάβει τον έλεγχο της αστυνομίας.

Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ένα πρόβλημα αναδύεται. Όταν μια έξαρση της ταξικής πάλης μεταφράζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο εκλογικό και κυβερνητικό πεδίο, τις περισσότερες φορές συναντάμε κυβερνήσεις που βρίσκονται σε ένα ασταθές ενδιάμεσο έδαφος μεταξύ μιας εργατικής κυβέρνησης και μιας κυβέρνησης ταξικής συμφιλίωσης. Αν έπρεπε να αναφερθούμε σε κάποιες ιστορικές εμπειρίες, μπορούμε να αναφέρουμε τη Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular) στη Χιλή ή την κυβέρνηση που προέκυψε από την Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία ως παραδείγματα αυτού του συχνότερου ενδιάμεσου τύπου.

Από αυτή την άποψη, η Κ.Δ. έκανε μια σχετική διάκριση που συχνά περνάει απαρατήρητη. Στις συζητήσεις της έλαβε υπόψη της έναν τύπο κυβέρνησης που δεν είναι εργατική κυβέρνηση, αλλά ούτε και μια συμβατική κυβέρνηση ταξικής συνεργασίας. Η Κ.Δ. αναφέρθηκε στις καταστάσεις εκείνες στις οποίες η κυβερνητική ηγεσία δεν έχει τη βούληση ή την ικανότητα να προχωρήσει σε αποφασιστική αντιπαράθεση με την αστική τάξη, αλλά η οποία, λόγω των δεσμών της με την εργατική τάξη, της δικής της πολιτικής αδυναμίας ή των ταλαντεύσεών της, δεν μπορεί να αποφύγει την εμβάθυνση της κρίσης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και την περαιτέρω πολιτική ριζοσπαστικοποίηση.

Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια παράδοξη κατάσταση, την οποία η Κ.Δ. χαρακτήρισε αρκετά καλά: οι ηγεσίες επιδιώκουν να συγκρατήσουν την κοινωνία (ή τουλάχιστον δεν προωθούν σκόπιμα τη ριζοσπαστικοποίηση), αλλά η γενική εξέλιξη της διαδικασίας είναι, τουλάχιστον αρχικά, προοδευτική λόγω της αδυναμίας των ηγεσιών να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Η πολιτική δυναμική που ανοίγεται ενισχύει την κοινωνική δύναμη των λαϊκών τάξεων και τον ανταγωνισμό τους προς την αστική τάξη, ακόμη και αν ο στόχος της κυβέρνησης είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Στο συνέδριο της Κ.Δ. τον Νοέμβριο του 1922, η περίπτωση που λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς είναι η ρωσική εμπειρία, όπως σχεδόν σε όλα τα άλλα στις συζητήσεις της Κ.Δ., και είναι η προσωρινή κυβέρνηση των μενσεβίκων-εσέρων που προέκυψε από την επανάσταση του Φεβρουαρίου. Αυτή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, πέρα από τις προθέσεις της, ευνόησε τον επαναστατικό ανεμοστρόβιλο. Βασιζόμενος σε αυτή την εμπειρία, ο Ζινόβιεφ έφτασε μάλιστα στο σημείο να δανειστεί μια φράση του Πλεχάνοφ, με την οποία χαρακτήρισε τους μενσεβίκους ως «μισούς μπολσεβίκους» για την ασυνείδητη χάρη που έκαναν στην επανάσταση: «Αντικειμενικά, η κυβέρνηση των μενσεβίκων ήταν η πιο κατάλληλη για να καταστρέψει το παιχνίδι του καπιταλισμού, για να καταστήσει αδύνατη την κατάστασή του», ανέφερε στην έκθεσή του προς την Κ.Δ..

Ο Ζινόβιεφ έφτασε επίσης στο σημείο να διατυπώσει, με υπερβολή, την πιθανότητα ότι μελλοντική κυβέρνηση των Εργατικών στην Αυστραλία (η οποία, στην ταξινόμηση της Κ.Δ.,, θεωρείτο ως παράδειγμα «φιλελεύθερης εργατικής κυβέρνησης») να έχει παρόμοια έκβαση. Μια τέτοια κυβέρνηση, είπε, θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την «επανάσταση στη χώρα», καθώς θα μπορούσε να λάβει πολλά μέτρα «αντικειμενικά κατευθυνόμενα κατά του αστικού κράτους» και, έτσι, «θα μπορούσε να καταλήξει στα χέρια της αριστεράς».

Δηλαδή, μια εκλογική πρόσβαση των εργατικών κομμάτων στην κυβέρνηση μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας επαναστατικής κατάστασης, όχι μόνο στην περίπτωση που υιοθετήσουν μια αποφασιστική πορεία ρήξης με την αστική τάξη, αλλά και στην ιστορικά πιο επαναλαμβανόμενη κατάσταση όπου θέτουν σε κίνηση μια κοινωνική δυναμική που τους ξεπερνά. Νομίζω ότι υπάρχει μια κλασική εμπειρία που μπορεί να χρησιμεύσει ως αναφορά από αυτή την άποψη: αυτή του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου.

Και αξίζει επίσης να επανεξετάσουμε τις υποδείξεις του Τρότσκι προς τους Γάλλους οπαδούς του εκείνη την εποχή. Μπορεί ο Πέρι Άντερσον να έχει κάποιο δίκιο όταν λέει ότι, στα κείμενα του 1930 για τη Γαλλία και την Ισπανία, ο Τρότσκι κάνει σεχταριστικά λάθη που τα καθιστούν κατώτερα από τα κείμενά του για τον αντιφασιστικό αγώνα στη Γερμανία, ειδικά όσον αφορά την πολιτική της δημοκρατικής μικροαστικής τάξης, ωστόσο η πολιτική του Τρότσκι ήταν πολύ πιο λεπτή, σύνθετη και διερευνητική από ό,τι αφήνει να εννοηθεί η τυπική αφήγηση που κληρονόμησαν τόσο οι υπερασπιστές όσο και οι επικριτές του.

Η αλλαγή του πολιτικού πλαισίου που επέφερε η εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, την οποία οι μάζες την αισθάνθηκαν ως δική τους, συνέβαλε στην αύξηση των κοινωνικών προσδοκιών και σε μια μεγαλύτερη αίσθηση εμπιστοσύνης των εργατικών τάξεων στις δικές τους δυνάμεις, οδηγώντας σε μια έξαρση της ταξικής πάλης: τον κύκλο των απεργιών τον Ιούλιο του 1936 που επέβαλε τα κοινωνικά κέρδη που συχνά αποδίδονται λανθασμένα στο πρόγραμμα του Μπλουμ.

Ήταν σαφές στον Τρότσκι ότι η κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ στη Γαλλία δεν αντιπροσώπευε μια εργατική κυβέρνηση με την έννοια που όριζε η Κ.Δ., αλλά έναν συνασπισμό ταξικής συνεργασίας που προσπαθούσε να αυτοπεριορίσει τον αγώνα των εργαζομένων σε ό,τι θα επέτρεπε μια συμφωνία με τη «δημοκρατική αστική τάξη». Ωστόσο, ο Τρότσκι δεν περιορίστηκε να πει ότι το Λαϊκό Μέτωπο ήταν «το κύριο εμπόδιο στο δρόμο της προλεταριακής επανάστασης». Λίγο πριν από το σχηματισμό του Λαϊκού Μετώπου, όταν ξεκίνησε η κοινή δουλειά μεταξύ του ΚΚ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SFIO) το 1934, ο Τρότσκι διευκρίνιζε τα πράγματα:

«Αν, κατά τη διάρκεια του αδυσώπητου αγώνα ενάντια στον εχθρό, το κόμμα του “δημοκρατικού” σοσιαλισμού (SFIO), από το οποίο μας χωρίζουν αγεφύρωτες διαφορές στη θεωρία και τη μέθοδο, αν συμβεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας, εμείς είμαστε και θα είμαστε πάντα έτοιμοι να υπερασπιστούμε μια κυβέρνηση του SFIO ενάντια στην αστική τάξη».

Αργότερα, σχολιάζοντας τα ψηφίσματα του Ντιμιτρόφ που προωθούσαν την τακτική του Λαϊκού Μετώπου από την Κ.Δ., ο Τρότσκι έκανε μια περίφημη δήλωση: «Το τελευταίο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο ψήφισμά του για την έκθεση του Ντιμιτρόφ, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας εκλεγμένων επιτροπών δράσης για τη μαζική υποστήριξη του “Λαϊκού Μετώπου”. Αυτή είναι, παρεμπιπτόντως, η μόνη προοδευτική ιδέα σε ολόκληρο το ψήφισμα». Ο Τρότσκι θεωρούσε ότι στη σφαίρα των γραφειοκρατικών συμφωνιών μεταξύ των κομμάτων, το Ριζοσπαστικό Κόμμα (εκπρόσωπος της γαλλικής μικροαστικής τάξης) υπερεκπροσωπείται, ενώ, αντίθετα, στις επιτροπές δράσης του Λαϊκού Μετώπου, το βάρος του ήταν ελάχιστο και, για αυτό, δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα για την καταπολέμηση της πολιτικής της ταξικής συμφιλίωσης των ηγεσιών.

Αυτός ο προσανατολισμός προς τη συμμετοχή από τα κάτω στο Λαϊκό Μέτωπο συνοδευόταν από μια τακτική μερικών διεκδικήσεων προς την ηγεσία και λιγότερο μετωπικής αντιπαράθεσης μαζί της. Η παιδαγωγική φόρμουλα που πρότεινε ο Τρότσκι για το διάλογο με τις προσδοκίες των μαζών και τη διερεύνηση των δυνατοτήτων της κατάστασης ήταν η εξής: «Αν θέλουμε το Λαϊκό Μέτωπο να πολεμήσει ενάντια στην αστική τάξη, πρέπει να εκδιωχθεί η αστική τάξη από το Λαϊκό Μέτωπο», το οποίο αργότερα επεκτάθηκε στο αίτημα για παραίτηση των αστών υπουργών της κυβέρνησης Μπλουμ. Σε μια επιστολή προς τους Γάλλους τροτσκιστές, ο Τρότσκι γράφει, στις 21 Ιουνίου 1936:

«Θα ήταν λάθος να επαναλαμβάνουμε αυτό το σύνθημα της γενικής απεργίας χωρίς να το προσδιορίσουμε ή να το συγκεκριμενοποιήσουμε. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να καταλάβουμε ότι η επόμενη απεργία θα στραφεί, κατά πάσα πιθανότητα, όχι εναντίον της κυβέρνησης Μπλουμ, αλλά εναντίον των εχθρών αυτής της κυβέρνησης, των 200 οικογενειών, των ριζοσπαστών, της Γερουσίας, της ανώτερης γραφειοκρατίας, του Γενικού Επιτελείου κ.λ.π. Ολόκληρη η τέχνη της στρατηγικής συνίσταται στον προσανατολισμό της πρωτοπορίας προς το χαρακτήρα αυτής της νέας ολοκληρωτικής πάλης ενάντια στους εχθρούς του προλεταριάτου έξω από το λαϊκό μέτωπο, αλλά και μέσα στις γραμμές αυτού του ίδιου μετώπου. Δεν βάζουμε τον Λεόν Μπλουμ στο ίδιο τσουβάλι με τους διάφορους “Βεντέλ και Λα Ροκ”. Εμείς προσάπτουμε στον Μπλουμ ότι δεν κατανοεί την τρομερή αντίσταση αυτών των Βεντέλ και ντε Λα Ροκ. Πρέπει να επαναλάβουμε ότι, παρά την απαράβατη αντίθεσή μας στην κυβέρνηση Μπλουμ, οι εργαζόμενοι θα μας βρουν στην πρώτη γραμμή για να πολεμήσουμε ενάντια στους ιμπεριαλιστές εχθρούς τους. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική και κρίσιμη απόχρωση, ακόμη και για την περίοδο που έρχεται».

Ο Τρότσκι δεν έλεγε ότι η κυβέρνηση Μπλουμ πρέπει να υποστηριχθεί (απέρριπτε μάλιστα τον όρο «προστασία» που πρότειναν οι Γάλλοι τροτσκιστές για να περιγράψουν τη στάση απέναντι στην κυβέρνηση). Αλλά υποδείκνυε ότι το ζήτημα δεν είναι να καταπολεμήσουμε την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου κατά μέτωπο, «αλλά μόνο να τη χτυπήσουμε στα πλευρά της». Στο βαθμό που το μαζικό κίνημα δεν είναι πιθανό να αποκτήσει γρήγορα μια εμπειρία που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει την ηγεμονία των ρεφορμιστών, στο μέτρο αυτό θα είναι η κυβέρνηση Μπλουμ και το Λαϊκό Μέτωπο που θα εμφανιστούν απέναντι στις μάζες ως οι πρωταγωνιστές μιας δυναμικής σύγκρουσης με την αστική τάξη.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο, λέει ο Τρότσκι, να παρουσιαστεί κανείς «στα μάτια των εργατών, όχι ως εμπόδιο, αλλά ως αυτός που θέλει τα πράγματα να προχωρήσουν μπροστά». Η λογική του ενιαίου μετώπου βρίσκεται πίσω από όλες αυτές τις ενδείξεις. Πολιτική ανεξαρτησία και ενωτική τακτική, που συνοψίζεται στη φόρμουλα: «Δεν βάζουμε τον Λεόν Μπλουμ στο ίδιο τσουβάλι με τους διάφορους “Βεντέλ και Λα Ροκ”. Και κατηγορούμε τον Μπλουμ ότι δεν κατανοεί την τρομερή αντίσταση που οργανώνεται από τους Βεντέλ και Λα Ροκ!».

Να διατηρηθεί ένας παιδαγωγικός διάλογος με τις προσδοκίες της εργατικής τάξης, να κερδηθούν θέσεις μέσα στις μαζικές οργανώσεις του Λαϊκού Μετώπου, να υιοθετηθεί μια τακτική επιμέρους διεκδικήσεων και όχι μια κατά μέτωπο επίθεση στην ηγεσία, να υποστηριχτεί η προσωρινή ρεφορμιστική κυβέρνηση απέναντι στην πολιορκία της αστικής τάξης, χωρίς να εγκαταλειφθεί η οργανωτική ανεξαρτησία και με την προώθηση της ανεξάρτητης κοινωνικής κινητοποίησης: Να τι είναι αυτό που υποστήριξε ο Τρότσκι σε μια στιγμή που θεωρείται ως η πιο σεχταριστική του. Ακριβώς το αντίθετο από εκείνους που, υποτίθεται εμπνεόμενοι από την εμπειρία των Μπολσεβίκων ή από τον τροτσκισμό, διακηρύσσουν τη σεχταριστική παθητικότητα με την ελπίδα να ενωθούν με τις μάζες μετά τη συνθηκολόγηση των ρεφορμιστών!

 

Η εργατική κυβέρνηση ως ασταθής διαμεσολάβηση

Θα ήθελα να τονίσω ένα τελευταίο προτέρημα των συζητήσεων της Κ.Δ. για την εργατική κυβέρνηση: την προειδοποίηση για τον εξαιρετικά παροδικό χαρακτήρα μιας τέτοιας κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, την ανάγκη να ξεπεραστεί η ρεφορμιστική πολιτική μέσα από μια δυναμική ριζοσπαστικοποίησης. Η εργατική κυβέρνηση μπορεί να είναι μόνο μια προσωρινή στιγμή στην προετοιμασία της ρήξης με τον καπιταλισμό. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μια πολιτική ακολουθία που επαναλαμβάνεται συστηματικά.

Θα μπορούσαμε να την ανακατασκευάσουμε ως εξής: όταν μια πολιτική δύναμη που δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της αστικής τάξης έρχεται στην εξουσία, υπάρχει ένας αγώνας δρόμου μεταξύ τριών θεμελιωδών δυνάμεων ή τάσεων.

Πρώτον, η αστική τάξη ξεκινάει σιγά-σιγά μέτρα οικονομικού σαμποτάζ, απεργία επενδύσεων και φυγή κεφαλαίων, που οδηγούν τη χώρα σταδιακά σε κοινωνική και οικονομική αποδιοργάνωση. Αυτή η αντίδραση της αστικής τάξης απέναντι στην επιδείνωση του «καλού επιχειρηματικού κλίματος» είναι μια αυθόρμητη αντίδραση και όχι απαραίτητα μια συστηματική και σκόπιμη πολιτική αντιπολίτευση. Όσο διατηρείται το ιδιωτικό μονοπώλιο στις επενδύσεις, η αστική τάξη διατηρεί αυτό το βέτο στην κρατική πολιτική. Αυτοί είναι αυθόρμητοι μηχανισμοί που προηγούνται των πραγματικών πολιτικών ενεργειών, τόσο των βίαιων όσο και των εκλογικών.

Η δεύτερη τάση είναι η ρεφορμιστική πολιτική, που επιβάλλει σταδιακά μια παράλυση στο μαζικό κίνημα: στο βαθμό που δεν παίρνει δραστικά μέτρα κατά της αστικής τάξης ή που, συνηθέστερα, αρχίζει να κάνει παραχωρήσεις στις άρχουσες τάξεις, η κυβέρνηση βυθίζεται σε μια αυξανόμενη ανικανότητα, προκαλεί μια σταδιακή απογοήτευση στις μάζες και δημιουργεί ένα πρόσφορο έδαφος για την αποστράτευση και την αντίδραση των κυριαρχούμενων τάξεων (Mandel, 1979). Το βάθεμα της κρίσης και των ταξικών συγκρούσεων οδηγεί σε ένα δίλημμα που μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να απορροφηθεί: είτε βαθαίνει η μαζική κινητοποίηση προς μια αποφασιστική ρήξη με την αστική τάξη πραγμάτων, είτε η ήττα καθίσταται αναπόφευκτη – με τη μορφή της συνθηκολόγησης των ηγεσιών, τη μορφή μιας εκλογικής ήττας, ή με τη μορφή μιας φασιστικής αντίδρασης.

Αυτό οδηγεί στην τρίτη τάση, γενικά ασθενέστερη από τις προηγούμενες: ένα ξεπέρασμα της ρεφορμιστικής πολιτικής, που αναδύεται ενίοτε ως μια σχεδόν αυθόρμητη διαδικασία της αυξανόμενης δυναμικής των ταξικών συγκρούσεων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην κατανοήσουμε ένα τέτοιο ξεπέρασμα με υπεραπλουστευμένο ή περιοριστικό τρόπο: δεν αναφέρεται μόνο σε μια άμεση μάχη για την ηγεμονία μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών, αλλά αφορά γενικότερα μια συνολική δυναμική όξυνσης των ταξικών συγκρούσεων στο πλαίσιο της κρίσης.

Ένα τέτοιο πλαίσιο αναλύει ο Μαντέλ: «Θα υπάρχει μια σχετική, συγκρατημένη και δύσπιστη, εμπιστοσύνη –πρόκειται για μια αντιφατική φόρμουλα που εκφράζει καλά την πραγματικότητα– στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή στην αριστερή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, θα υπάρχει μια τάση υπέρβασης των πλαισίων δράσης που είχε θέσει προηγουμένως το ρεφορμιστικό πρόγραμμα της ταξικής συνεργασίας και η βούληση να μην υπάρξει ρήξη με το αστικό καθεστώς. Αυτό που καθορίζει τη δυναμική του ξεπεράσματος δεν είναι τόσο μια θεωρητική διάθεση των μαζών όσο η αναπόφευκτη λογική της όξυνσης της ταξικής πάλης» (1979). Και προσθέτει: «Όταν λέω ξεπέρασμα (…) αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μια θεαματική εκλογική ρήξη με αυτά τα κόμματα. Μπορεί να πάρει ενδιάμεσες μορφές, όπως μια ριζοσπαστικοποίηση ορισμένων πτερύγων αυτών των κομμάτων, ή συγκρούσεις μεταξύ τάσεων στο εσωτερικό τους και ακόμη και ρήξεις μέσα σε αυτά τα κόμματα» (1979).

Αυτή η επισήμανση είναι σημαντική για να προφυλαχθούμε από απλουστευμένες εικόνες, ή υπερβολικά «ρώσικες», για ξεπεράσματα που θα γίνονταν μόνο με βίαια άλματα του επαναστατικού ρεύματος εις βάρος της ρεφορμιστικής ηγεσίας. Σχετικά με τους συγκεκριμένους τρόπους επίλυσης του ζητήματος της εξουσίας, και συνεπώς για την έξοδο από τη ρεφορμιστική παράλυση, καμία οριστική πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει.

Μένοντας σχετικά ανοιχτοί ως προς τις συγκεκριμένες μορφές κατάκτησης της εξουσίας μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε όλα τα σενάρια, με την απαραίτητη στρατηγική ανοιχτότητα. Η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να πάρει τη μορφή μιας σεχταριστικής παθητικότητας που ελπίζει να ενωθεί με τις μάζες μετά την αποτυχία του ρεφορμισμού. Και δεν είναι ότι αυτή η στρατηγική έχει χάσει τη σημασία της στα δυτικά κράτη, αλλά ότι μια τέτοια δυναμική δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία του εργατικού κινήματος.

Η πορεία της Ρωσικής Επανάστασης δεν αποδεικνύει στρατηγική παθητικότητα, αλλά ακριβώς το αντίθετο: αυτό που χαρακτήριζε τους μπολσεβίκους ήταν η ικανότητά τους για πολιτικές στροφές, για τακτική ευελιξία, για αξιολόγηση διαφορετικών υποθέσεων για την ανάληψη της εξουσίας, που περιελάμβαναν και μια προσωρινή εργατική κυβέρνηση, όπως αυτή που θα αξιολογούσε αργότερα η Κ.Δ. για τη Δύση, όταν καλούσε την προσωρινή κυβέρνηση να έρθει σε ρήξη με τους αστούς συμμάχους της.

Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το συμμετρικό λάθος να εμμένουμε αποκλειστικά, όπως παραδειγματικά κάνει ο Πουλαντζάς, στην προσδοκία ριζοσπαστικοποίησης των πλειοψηφικών ρεφορμιστικών ηγεσιών κάτω από τη λαϊκή πίεση: όχι μόνο γιατί αυτό αποκλείει αυθαίρετα άλλες επιλογές για την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά και γιατί έτσι μειώνουμε την ίδια τη δυνατότητα μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης. Η εμπιστοσύνη στις πλειοψηφικές ηγεσίες μειώνει την ίδια τη λογική του ξεπεράσματος, που είναι ακριβώς ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός για να επιβληθεί μια ριζοσπαστικοποίηση στις ρεφορμιστικές ηγεσίες.

Απέναντι σε αυτά τα δύο συμμετρικά σφάλματα, οι συζητήσεις της δεκαετίας του 1920 για το ενιαίο μέτωπο παραμένουν ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς που αξίζει μεγαλύτερης προσοχής.

 

 

Μετάφραση: ΤΠΤ – Τέσσερα

Περιοδικό «Τέσσερα», 15 Αυγούστου 2024, https://tpt4.org/2024/08/15/9816/.

Martín Mosquera , «Lecciones desde lejos: frente único y gobierno obrero en la Internacional Comunista», Viento Sur, 23 Μαρτίου 2023, https://vientosur.info/lecciones-desde-lejos-frente-unico-y-gobierno-obrero-en-la-internacional-comunista/. Αναδημοσίευση: Rebelion, 30 Μαρτίου 2024, https://rebelion.org/lecciones-desde-lejos-frente-unico-y-gobierno-obrero-en-la-internacional-comunista/. Jacobin Latin America, 25 Ιουνίου 2024, https://jacobinlat.com/frente-unico-y-gobierno-obrero-en-la-internacional-comunista/.

Martín Mosquera, « Front unique, gouvernement des travailleurs et débordement : leçons pour un débat stratégique », Contretemps, 25 Ιουλίου 2024, https://www.contretemps.eu/front-unique-gouvernement-travailleurs-trotsky-poulantzas-strategie/. Αναδημοσίευση: Gauche Anticapitaliste, 31 Ιουλίου 2024, https://www.gaucheanticapitaliste.org/front-unique-gouvernement-des-travailleurs-et-debordement-lecons-pour-un-debat-strategique/.

 

Ο Martin Mosquera, καθηγητής σε πανεπιστήμιο του Μπουένος Άυρες, είναι μέλος της οργάνωσης Democracia Socialista, συμπαθούσας οργάνωσης της 4ης Διεθνούς στην Αργεντινή, καθώς καιείναι εκδότης της ισπανόφωνης έκδοσης του περιοδικού Jacobin στη Λατινική Αμερική (Jacobin Latin America).

 

Παραπομπές του συγγραφέα

Anderson, Perry (2018) Las antinomias de Antonio Gramsci, Μαδρίτη: Akal [Πέρι Άντερσον, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, RedMarks, Αθήνα 2019].

Broué, Pierre (2019) Revolución en Alemania (1917-1923), τόμος Ι, Μπουένος Άιρε: IPS [Πιερ Μπρουέ, Η Γερμανική Επανάσταση (1917-1923), τόμος Ι, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2020].

Gaido, Daniel (2015) «Paul Levi y los orígenes del comunismo alemán: el KPD y las raíces de la política de Frente Único (enero 1919-marzo 1921)», Revista Izquierdas, τεύχος 22, Ιανουάριος 2015, Σαντιάγο Χιλής, σσ. 20-47. https://www.scielo.cl/pdf/izquierdas/n22/art02.pdf

Gramsci, Antonio (1999) Cuadernos de la Cárcel, τόμος 3, Μεξικό, Era.

Mandel, Ernest. (1979) «Sur la stratégie révolutionnaire en Europe occidentale», διαθέσιμο στο: https://www.contretemps.eu/wp-content/uploads/CritiqueCo-8-137-179.pdf

Riddell, John (2011) “The Comintern’s unknown decision on workers’ governments”. διαθέσιμο στο: https://johnriddell.com/2011/08/14/the-comintern%E2%80%99s-unknown-decision-on-workers%E2%80%99-governments/

Trotsky, León (1922) «Las Tácticas del Frente Único». διαθέσιμο στο: https://www.marxists.org/espanol/trotsky/1922/03-1922.htm

 

Διαβάστε σχετικά:

Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή»

Daniel Gaido, «Οι ρίζες του Μεταβατικού Προγράμματος»

Λέβι Πάουλ, «Ανοιχτή επιστολή», παράρτημα στο Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή»

Leon Trotsky, «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία»

«Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο: Βασικές Θέσεις του Μαρξισμού (Μέρος Πρώτο)»

«Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο: Βασικές Θέσεις του Μαρξισμού (Μέρος Δεύτερο)»

John Riddell, «Οι Γερμανοί εργάτες και η γέννηση του ενιαίου μετώπου»

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 16 Αυγούστου 2024 12:22

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.