Joseph Daher
Η Χαμάς μετά την 7η Οκτώβρη: Αντίσταση και Προκλήσεις
Μετά τη δολοφονία του Ισμαΐλ Χανίγια από το Ισραήλ στην Τεχεράνη στις 31 Ιουλίου 2024, τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του πολιτικού γραφείου της Χαμάς για ολόκληρο το κίνημα ο Γιαχιά Σινουάρ, ο οποίος ηγούνταν του πολιτικού γραφείου της Χαμάς για τη Λωρίδα της Γάζας από το 2017. Σύμφωνα με τον Οσάμα Χαμντάν, ανώτερο αξιωματούχο της Χαμάς στη Βηρυτό, ο οποίος μίλησε στο al-Jazeera, η επιλογή αυτή έγινε «ομόφωνα». Ο ίδιος ο Σινουάρ σκοτώθηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες προφανώς δεν γνώριζαν την ταυτότητά του, στις 17 Οκτωβρίου 2024.
Σε αντίθεση με τις προσδοκίες που εκφράστηκαν στα δυτικά μέσα ενημέρωσης και στον Λευκό Οίκο, ότι η δολοφονία του Σινουάρ θα αποτελούσε μια ευκαιρία για τον τερματισμό του συνεχιζόμενου γενοκτονικού πολέμου του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας, οι διαπραγματεύσεις για μια τελική εκεχειρία μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς δεν κατέληξαν σε συμφωνία μέχρι τον Ιανουάριο του 2025. Μετά τη δολοφονία του επικεφαλής διαπραγματευτή της, του Χανίγια, και στη συνέχεια τη δολοφονία τόσο του διαδόχου του όσο και του Χασάν Νασράλλα στο Λίβανο, η Χαμάς είχε δίκιο να υποψιάζεται ότι το Ισραήλ δεν είχε καμία πρόθεση να συμμετάσχει στις συνομιλίες με καλή πίστη. Η οργάνωση επέμεινε ότι δεν θα συμμετείχε στις συνομιλίες εκτός αν το Ισραήλ σταματούσε τις επιχειρήσεις του στη Γάζα και ζήτησε την επιστροφή στη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που πρότεινε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στις 2 Ιουλίου 2024. Αντ’ αυτού, το Ισραήλ πρόσθεσε νέους όρους και εξακολούθησε να επιμένει στο δικαίωμά του να διατηρήσει τα στρατεύματά του στη Γάζα, κατά μήκος των διαδρόμων του Νετζαρίμ, στο κέντρο, και της Φιλαδέλφειας, στα σύνορα με την Αίγυπτο, καθώς και στο παρακείμενο σημείο διέλευσης της Ράφα.
Επιπλέον, ο ταξίαρχος Ελάντ Γκόρεν ορίστηκε επικεφαλής της επανασυσταθείσας ισραηλινής πολιτικής διοίκησης στη Λωρίδα της Γάζας. Πρόκειται για μια νέα θέση στο πλαίσιο της μονάδας Συντονισμού Κυβερνητικών Δραστηριοτήτων στα Εδάφη (COGAT - Coordinator of Government Activities in the Territories) – μιας μονάδας του Υπουργείου Άμυνας που είναι υπεύθυνη για τον συντονισμό των πολιτικών και ανθρωπιστικών υποθέσεων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Η μονάδα αυτή, που υπάρχει από το τέλος του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967, καταγγέλθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο (ICJ), στη γνωμοδότησή του της 19ης Ιουλίου, ως συνέχεια της ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη.
Ταυτόχρονα, στα τέλη Αυγούστου ξεκίνησε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, με μαζική βία, σε κλίμακα που δεν είχε συμβεί εκεί εδώ και είκοσι χρόνια. Μέσα σε λίγες μέρες, γειτονιές σε διάφορες πόλεις είχαν γίνει στόχος, δεκάδες άμαχοι είχαν δολοφονηθεί, εκτοπιστεί και πολιορκηθεί, και μεγάλα τμήματα της πολιτικής υποδομής είχαν καταστραφεί. Αυτό έγινε μετά από μήνες κλιμακούμενης βίας εναντίον των Παλαιστινίων από τον ισραηλινό στρατό κατοχής και τους εποίκους στη Δυτική Όχθη, όπου είχαν δολοφονήσει περισσότερους από 840 ανθρώπους από τις 7 Οκτωβρίου. Οι ισραηλινές αρχές κατάσχεσαν επίσης περισσότερα από 2.000 εκτάρια γης, τα κήρυξαν κρατική ιδιοκτησία και έδωσαν στους Ισραηλινούς Εβραίους αποκλειστικά δικαιώματα να τα νοικιάζουν. Το Ισραήλ μεταβίβασε επίσης τεράστιες εκτάσεις κυριαρχίας της Δυτικής Όχθης από το στρατό στην πολιτική κυβέρνηση, που κυριαρχείται από την ακροδεξιά, και στα υπουργεία της, παραχωρώντας στην τελευταία πλήρη εξουσία για την απόκτηση και ανάπτυξη νέων οικισμών. Ο κύριος στόχος της ισραηλινής στρατηγικής στη Δυτική Όχθη είναι η προσάρτησή της, μέσω της εκδίωξης των Παλαιστινίων και της κατάσχεσης των γαιών τους. Η ισραηλινή βία στη Δυτική Όχθη εναντίον των Παλαιστινίων αυξήθηκε στην πραγματικότητα μετά την κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας τον Ιανουάριο του 2025.
Σε αυτό το πλαίσιο συνεχούς γενοκτονικού πολέμου εναντίον των Παλαιστινίων –ο οποίος έχει μόνο προσωρινά ανασταλεί, και μάλιστα με αβέβαιους όρους, από την εκεχειρία– η Χαμάς αντιμετωπίζει δύσκολες προκλήσεις όσον αφορά το μέλλον της στη Λωρίδα της Γάζας και τις σχέσεις της με τη λαϊκή της βάση, καθώς και τις περιφερειακές συμμαχίες και συνεργασίες της. Ωστόσο, πριν εξετάσουμε το ζήτημα του κινήματος της Χαμάς και του μέλλοντός του, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οποιαδήποτε σοβαρή και ειλικρινής κριτική προς το κόμμα αυτό δεν μπορεί να διατυπωθεί χωρίς την προϋπόθεση της σαφούς αντίθεσης στο ρατσιστικό και αποικιοκρατικό κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ, της καταγγελίας της γενοκτονίας και της υποστήριξης της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων και του δικαιώματός τους στην αντίσταση.
Η λαϊκή βάση της Χαμάς, μεταξύ διεύρυνσης και κριτικής
Όπως και τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κόμματα, η λαϊκή βάση της Χαμάς δεν βασίζεται σε μία μόνο κοινωνική τάξη. Η βάση της Χαμάς αναπτύχθηκε σε δύο φάσεις: πρώτα, όταν εντάχθηκε στον αγώνα κατά του Ισραήλ το 1987 και συνέχισε την ένοπλη αντίσταση κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000, και δεύτερον, όταν ανέλαβε τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας το 2007. Η στρατιωτική αντίσταση της Χαμάς, η αντίθεσή της στη συμφωνία του Όσλο και στις κατασταλτικές πολιτικές του Ισραήλ, παράλληλα με τα δίκτυα κοινωνικών φιλανθρωπικών οργανώσεων –που βασίζονται στα παλαιότερα δίκτυα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ΜΑ) και της αλ-Μουτζάμ’α αλ-Ισλαμί– και ο μηχανισμός ισλαμοποίησης της κοινωνίας, έχουν επιτρέψει στο παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα να δημιουργήσει μια μεγάλη λαϊκή βάση. Αυτή η βάση προέρχεται κυρίως από τις εργαζόμενες τάξεις του παλαιστινιακού πληθυσμού των κατεχόμενων εδαφών, διατηρώντας παράλληλα δεσμούς με πιο παραδοσιακές αστικές και μικροαστικές δυνάμεις.
Το παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα έχει πράγματι απολαύσει ιστορικά τη γενική υποστήριξη και τη συμπάθεια επιχειρηματιών, γαιοκτημόνων, εμπόρων και καταστηματαρχών. Η Χαμάς, και νωρίτερα η Μουσουλμανική Αδελφότητα στα κατεχόμενα εδάφη, συνήθως περιελάμβανε εμπόρους, επιχειρηματίες και τμήματα πλούσιων Παλαιστινίων. Ο πρώτος (μη δηλωμένος) ηγέτης του κινήματος της Χαμάς, που ήταν στην εξουσία μέχρι το 1993, ο Δρ. Χαΐρι Χάφεζ Ουθμάν αλ-Αγά, ήταν, για παράδειγμα, επιχειρηματίας και κατείχε διδακτορικό δίπλωμα στη διοίκηση επιχειρήσεων. Ήταν μέλος του κινήματος της νεολαίας της Παλαιστινιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του –από τη δεκαετία του 1950– στη Σαουδική Αραβία, όπου και πέθανε.
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Χαμάς κατάφερε να αναδείξει μια νέα γενιά επιχειρηματιών στη Γάζα, οι οποίοι συνδέονταν με το κόμμα μέσω της επέκτασης του συστήματος σηράγγων, ενώ παράλληλα αποδυνάμωσε την παλαιότερη γενιά παραδοσιακών επιχειρηματιών που συχνά είχαν σχέσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ). Οι περισσότερες σήραγγες χρηματοδοτήθηκαν από ιδιώτες επενδυτές, συνήθως μέλη της Χαμάς που συνεργάζονταν με οικογένειες που ζούσαν και στις δύο πλευρές των συνόρων. Μια έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ανέφερε την εμφάνιση 600 «εκατομμυριούχων των τούνελ», πολλοί από τους οποίους αναζητούσαν ένα μέρος για να επενδύσουν τα κέρδη τους, οι οποίοι επένδυσαν πρώτα σε γη και στη συνέχεια σε εκατοντάδες πολυτελείς πολυκατοικίες. Οι Ταξιαρχίες Αλ-Κάσσαμ, ο στρατιωτικός βραχίονας της Χαμάς, ανέλαβαν την εποπτεία του μεγαλύτερου μέρους του δικτύου τούνελ, αντικαθιστώντας ένα ετερόκλητο δίκτυο φυλών και άλλων πολιτικών κομμάτων.
Ταυτόχρονα, οι Ταξιαρχίες Αλ-Κάσσαμ έχουν αναπτύξει χρηματοοικονομικά σχέδια και επενδύσεις εκτός της Λωρίδας της Γάζας μέσω διαφόρων δικτύων επιχειρηματιών. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, η Χαμάς είχε δημιουργήσει έως το 2022 ένα μυστικό δίκτυο εταιρειών που διαχειρίζεται επενδύσεις ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες από την Τουρκία έως τη Σαουδική Αραβία.
Το κοινωνικό υπόβαθρο της ηγεσίας στη Λωρίδα της Γάζας, που ιστορικά αποτελείται κυρίως από άτομα της μικροαστικής και κατώτερης μεσαίας τάξης και σε μεγάλο βαθμό από πρόσφυγες, ήταν πιο ευνοϊκό για την εξάπλωσή της σε σύγκριση με την ηγεσία της Δυτικής Όχθης, η οποία αρχικά προέρχονταν κυρίως από πλουσιότερο κοινωνικό υπόβαθρο της αστικής τάξης και της παραδοσιακής ελίτ.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της Χαμάς είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ηγετών και των στελεχών της έχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και προέρχεται συνήθως από φιλελεύθερα επαγγελματικά στρώματα. Μπορεί επίσης να υπάρχει μια ορισμένη «μικροαστική» νοοτροπία μεταξύ πολλών υπαλλήλων της Χαμάς, η οποία έχει αναπτυχθεί μέσω της μετατροπής τους σε έμμισθα στελέχη, ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που κατέχουν ηγετικές θέσεις στη διοίκηση της Λωρίδας της Γάζας, οι οποίοι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από προλεταριακό υπόβαθρο. Ωστόσο, αυτή η δυναμική μειώνεται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Γάζας, που χαρακτηρίζεται από μια φονική πολιορκία και συνεχείς πολέμους από τον ισραηλινό στρατό κατοχής, γεγονός που επιτρέπει τη διατήρηση ενός σχετικά σημαντικού δεσμού μεταξύ των τοπικών στελεχών της Χαμάς και των παλαιστινιακών εργαζόμενων τάξεων.
Σε αντίθεση με άλλα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα στην περιοχή, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η διαδικασία αστικοποίησης της ηγεσίας της Χαμάς ήταν πιο περιορισμένη. Αυτό συνδέεται με τον περιορισμό της σημαντικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στα Κατεχόμενα Εδάφη, και πιο συγκεκριμένα στη Λωρίδα της Γάζας μετά την επιβολή του ισραηλινού αποκλεισμού της Γάζας το 2005, καθώς και με τις πολιτικές αποανάπτυξης που επέβαλαν οι ισραηλινές αρχές κατοχής.
Το Ισραήλ ακολουθεί μια πολιτική που περιορίζει κάθε μορφή εσωτερικής οικονομικής και θεσμικής ανάπτυξης που θα μπορούσε να συμβάλει στη διαρθρωτική μεταρρύθμιση και τη συσσώρευση κεφαλαίου, ιδίως στον βιομηχανικό τομέα. Το Ισραήλ εμποδίζει τους Παλαιστινίους να αναπτύξουν βιομηχανίες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις ισραηλινές βιομηχανίες, αυξάνοντας και διατηρώντας έτσι την εξάρτηση της παλαιστινιακής οικονομίας από τις ισραηλινές εισαγωγές. Οι παλαιστινιακοί όμιλοι που κυριαρχούν στην παλαιστινιακή οικονομία στη Δυτική Όχθη έχουν ως επί το πλείστον την έδρα τους στον Κόλπο. Η οικονομική στρατηγική της ΠΑ έχει ως στόχο την ενίσχυση αυτών των ομίλων, διευρύνοντας έτσι τα επίπεδα ανισότητας στην παλαιστινιακή κοινωνία.
Ποια ήταν η επίδραση της 7ης Οκτωβρίου 2023 σε αυτήν την εικόνα; Τον τελευταίο χρόνο, η Χαμάς σημείωσε αύξηση της δημοτικότητάς της στη Δυτική Όχθη και μεταξύ των Παλαιστινίων στις γειτονικές χώρες. Σύμφωνα με δημοσκόπηση (Public Opinion Poll 93) που διεξήχθη στα Κατεχόμενα Εδάφη (Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας) στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024 από το Παλαιστινιακό Κέντρο Πολιτικής και Έρευνας (PSR - Policy and Survey Research), η πλειοψηφία του 54% του κοινού υποστηρίζει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και σχεδόν το 68% πιστεύει ότι έθεσε το παλαιστινιακό ζήτημα στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Στην ίδια δημοσκόπηση, η Χαμάς είναι το πολιτικό κόμμα που προτιμούν περισσότερο οι ερωτηθέντες, με ποσοστό 36%, ακολουθούμενη από τη Φατάχ (21%), ενώ το 6% επέλεξε τρίτες δυνάμεις και το ένα τρίτο δήλωσε ότι δεν υποστηρίζει κανένα κόμμα ή δεν έχει γνώμη. Αυτό αποδεικνύει τη συνεχιζόμενη δημοτικότητα της Χαμάς μεταξύ των Παλαιστινίων και τη συνεχιζόμενη αποδυνάμωση της υποστήριξης προς την ΠΑ, με την πλειοψηφία των Παλαιστινίων να εκφράζει όλο και περισσότερο την υποστήριξή της προς τη διάλυση ή τη σε βάθος μεταρρύθμιση της ΠΑ σε όλα τα επίπεδα. Ομοίως, στις γειτονικές χώρες, έχουν σημειωθεί εκδηλώσεις υποστήριξης προς τη Χαμάς και νέες εκστρατείες στρατολόγησης, ιδίως στο Λίβανο, όπου η παρουσία και οι θεσμοί του κόμματος έχουν ενισχυθεί την τελευταία δεκαετία, καθώς οι σχέσεις και η συνεργασία με τη Χεζμπολλάχ και το Ιράν έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Ωστόσο, η δημοτικότητα της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, το ιστορικό της προπύργιο, είναι πιο περίπλοκη και με περισσότερες αποχρώσεις, ειδικά υπό την επίδραση του γενοκτονικού πολέμου και της μαζικής καταστροφής. Στις προαναφερθείσες δημοσκοπήσεις, η υποστήριξη προς τη Χαμάς στη Δυτική Όχθη ήταν συστηματικά υψηλότερη από ό,τι στη Λωρίδα της Γάζας. Αυτό ίσχυε ήδη πριν από τις 7 Οκτωβρίου, αλλά η δυναμική αυτή έχει ενισχυθεί έκτοτε. Η διακυβέρνηση της Χαμάς στη Γάζα από το 2007 χαρακτηρίζεται από αυταρχικές και κατασταλτικές πρακτικές, με αποτέλεσμα η Χαμάς να είναι πιο αντιδημοφιλής εκεί από ό,τι στη Δυτική Όχθη.
Επιπλέον, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας θεωρεί το Ισραήλ ως την κύρια αιτία της σημερινής και νέας Νάκμπα, οι επικρίσεις εναντίον της Χαμάς έχουν γίνει όλο και πιο συχνές μετά τις 7 Οκτωβρίου. Όπως υποστηρίζει ο Μαχμούντ Μουστάχα σε άρθρο του στο +972 τον Αύγουστο του 2024,
«καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, οι εκδηλώσεις δημόσιας αντίθεσης ή κριτικής προς τη Χαμάς έχουν αυξηθεί μεταξύ των Παλαιστινίων στη Γάζα. Πολλοί κατηγορούν τη Χαμάς ότι δεν πρόβλεψε τη σφοδρότητα της αντίδρασης του Ισραήλ στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και θεωρούν την οργάνωση εν μέρει υπεύθυνη για τις τραγικές συνέπειες που αντιμετωπίζουν τώρα.»
Σε απάντηση, η Χαμάς δεν δίστασε να καταστείλει άτομα που εξέφρασαν κριτική εναντίον του κόμματος και των ενεργειών του τους τελευταίους μήνες.
Ο Μουστάχα προσθέτει, ωστόσο, ότι «παρά την ευρεία οργή εναντίον της ηγεσίας της Χαμάς, οι κάτοικοι της Γάζας δεν θεωρούν υπεύθυνους τους νεαρούς μαχητές της αντίστασης, αναγνωρίζοντας ότι και αυτοί είναι μέρος του πληθυσμού που εξαναγκάστηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο».
Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια τάση μείωσης της δημόσιας υποστήριξης στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας για την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Αν και η τελευταία δημοσκόπηση κατά τη στιγμή της συγγραφής αυτού του άρθρου εξακολουθεί να δείχνει ότι μια πλειοψηφία 54% υποστηρίζει την επίθεση, αυτό αποτελεί μείωση από το 67% τον Ιούνιο του 2024 και το 71% τον Μάρτιο του 2024, σύμφωνα με το PSR. Η μείωση αυτή στην υποστήριξη προήλθε τόσο από τη Δυτική Όχθη όσο και από τη Λωρίδα της Γάζας, όπου, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Σεπτεμβρίου 2024, η υποστήριξη ήταν 64% στη Δυτική Όχθη, σημειώνοντας μείωση 9 ποσοστιαίων μονάδων, και 39% στη Λωρίδα της Γάζας, σε σύγκριση με 57% τρεις μήνες νωρίτερα, σημειώνοντας μείωση 18 ποσοστιαίων μονάδων. Τον Μάρτιο του 2024, το 71% των κατοίκων της Γάζας δήλωσαν ότι η απόφαση της Χαμάς ήταν «σωστή». Ταυτόχρονα, οι προσδοκίες ότι η Χαμάς θα κερδίσει τον πόλεμο μειώνονται συνεχώς. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του PSR του Σεπτεμβρίου 2024:
«Το ήμισυ του κοινού αναμένει νίκη της Χαμάς, σε σύγκριση με το 67% πριν από τρεις μήνες και το 64% πριν από έξι μήνες. Αξίζει να σημειωθεί, όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα, ότι λιγότεροι κάτοικοι της Γάζας, μόλις το 28% σήμερα, αναμένουν νίκη της Χαμάς σε σύγκριση με τα αποτελέσματα πριν από τρεις και έξι μήνες, όταν τα ποσοστά αυτά ήταν 48% και 56% αντίστοιχα. Η προσδοκία για νίκη της Χαμάς έχει επίσης μειωθεί σημαντικά στη Δυτική Όχθη, όπου σήμερα ανέρχεται σε μόλις 65% σε σύγκριση με 79% πριν από τρεις μήνες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ το 4% στη Δυτική Όχθη αναμένει νίκη του Ισραήλ στον τρέχοντα πόλεμο, το ένα τέταρτο των κατοίκων της Γάζας αναμένει νίκη του Ισραήλ.»
Γενικότερα, οι περισσότεροι δείκτες της δημοσκόπησης που αφορούσαν τη δημοτικότητα της Χαμάς παρουσίασαν πτώση από τις αρχές του 2024, αν και παραμένουν σχετικά υψηλοί. Πράγματι, το 58% του κοινού που ερωτήθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024 (73% στη Δυτική Όχθη και 36% στη Λωρίδα της Γάζας) δήλωσε ότι προτιμούσε την επιστροφή της Χαμάς μετά το τέλος του πολέμου από άλλες επιλογές, ενώ η ικανοποίηση από τη Χαμάς παρέμενε στο 61%. Συγκριτικά, το 71% των κατοίκων της Δυτικής Όχθης και το 46% των κατοίκων της Γάζας δήλωσαν ότι προτιμούσαν να παραμείνει η Χαμάς στον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας τον Μάιο του 2024.
Επιπλέον, μετά τη σύναψη της εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας, η Χαμάς κατάφερε να αποκαταστήσει μια σχετική ασφάλεια, να περιορίσει τις λεηλασίες και να αρχίσει να αποκαθιστά τις βασικές υπηρεσίες σε ορισμένες περιοχές. Αν και οι δυνατότητες της Χαμάς, τόσο σε ό,τι αφορά τον οπλισμό όσο και το ανθρώπινο δυναμικό, έχουν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του γενοκτονικού πολέμου του Ισραήλ, το παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα παραμένει βαθιά ριζωμένο στη Λωρίδα της Γάζας, πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη συνέντευξη στο Reuters μετά την έναρξη ισχύος της εκεχειρίας, ο Ισμαΐλ Αλ-Θαουάμπτα, διευθυντής του γραφείου Τύπου της κυβέρνησης της Γάζας που διευθύνεται από τη Χαμάς, δήλωσε ότι η διοίκηση της Χαμάς συνέχισε να λειτουργεί, με 18.000 υπαλλήλους να εργάζονται καθημερινά για την παροχή υπηρεσιών στον τοπικό πληθυσμό, ενώ η Χαμάς πιθανότατα συνέχισε να στρατολογεί χιλιάδες νέους μαχητές στον στρατιωτικό της κλάδο.
Κάθε αποτίμηση περί «νίκης» της Χαμάς μετά τη σύναψη της εκεχειρίας θα πρέπει να είναι, το λιγότερο, προσεκτική. Η συμφωνία εκεχειρίας δεν έθεσε τέλος στον θανατηφόρο αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας και επέτρεψε στον ισραηλινό στρατό κατοχής να εδραιώσει τη στρατιωτική του κατοχή της Λωρίδας της Γάζας. Πράγματι, η συμφωνία επέτρεψε στον Ισραήλ να ελέγχει μια κρίσιμη λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων της Γάζας με την Αίγυπτο, μαζί με τον διάδρομο Νετζαρίμ, μια ζώνη κατοχής που κατασκευάστηκε από το Τελ Αβίβ για να χωρίσει τη Λωρίδα της Γάζας σε βόρεια και νότια περιοχή, παράλληλα με την επέκταση της στρατιωτικής κυριαρχίας του Ισραήλ σε μια ευρύτερη «ζώνη ασφαλείας», η οποία επιτυγχάνεται μέσω της καταστροφής παλαιστινιακών σπιτιών και της εκτόπισης πληθυσμών κατά μήκος των ανατολικών και βόρειων συνόρων της Γάζας με το Ισραήλ. Η κατάσταση αυτή προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ασφυξία στο μικρό έδαφος της Λωρίδας της Γάζας και προστίθεται στο πρωτοφανές επίπεδο καταστροφής και ερήμωσης που προκάλεσε ο γενοκτονικός πόλεμος του Ισραήλ εναντίον της Λωρίδας της Γάζας. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, η ανοικοδόμηση της Λωρίδας της Γάζας θα μπορούσε να διαρκέσει 350 χρόνια, εάν ο αποκλεισμός παραμείνει σε ισχύ.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η σχετική βαρύτητα των εσωτερικών και εξωτερικών, στρατιωτικών και πολιτικών πτερύγων της Χαμάς. Η πολιτική βαρύτητα της πτέρυγας της Λωρίδας της Γάζας εντός της Χαμάς έχει γίνει όλο και πιο κυρίαρχη στις εσωτερικές δομές του κινήματος σε σύγκριση με τις πτέρυγες της Δυτικής Όχθης και της διασποράς, ξεκινώντας σιγά-σιγά με τον αποκλειστικό έλεγχο της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας το 2007, περνώντας από τις περιφερειακές αναταραχές της δεκαετίας του 2010 και τελικά υλοποιήθηκε με την εκλογή του Ισμαήλ Χανίγια ως επικεφαλής του γραφείου του πολιτικού κινήματος το 2017, μετά τη λήξη της θητείας του Χαλέντ Μεσάαλ (1996-2017).
Η δολοφονία του Σινουάρ, μετά τον Χανίγια και τον επί μακρόν ηγέτη των Ταξιαρχιών αλ-Κάσσαμ Μουχάμμαντ Ντεΐφ, και η συνεχιζόμενη καταστροφή της Λωρίδας της Γάζας ενδέχεται να αλλάξουν αυτή την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της πτέρυγας της διασποράς στο μέλλον. Ωστόσο, για την παρούσα περίοδο, η κυρίαρχη δύναμη στο κόμμα παραμένει πιθανώς η πτέρυγα της Γάζας. Πράγματι, μετά τη δολοφονία του Γιαχιά Σινουάρ, ο μικρότερος αδελφός του Μοχάμμαντ Σινουάρ έχει αναλάβει την ηγεσία των Ταξιαρχιών αλ-Κάσσαμ στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ ο Χαλίλ Χαγιά, ο οποίος κατάγεται από τη Λωρίδα της Γάζας και έχει οριστεί ως ο νέος ηγέτης της οργάνωσης στη Γάζα, είναι η κύρια προσωπικότητα που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός. Όλες αυτές οι προσωπικότητες έχουν καλές σχέσεις με το Ιράν.
Πολιτική στρατηγική και περιφερειακές συμμαχίες
Η Χαμάς κατάφερε να αναδειχθεί και πάλι ως ο κύριος παράγοντας στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή, περιθωριοποιώντας ακόμη περισσότερο την ήδη αδύναμη Παλαιστινιακή Αρχή, με τη στρατιωτική επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου. Κύριοι στόχοι της ήταν να αμφισβητήσει το status quo τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, το οποίο απειλούσε το μέλλον των Παλαιστινίων. Πρώτον, οι ενέργειες αποσκοπούσαν στο να απαντήσουν στις συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ισραηλινό κράτος απαρτχάιντ, την πολιορκία της Γάζας, τις επιθέσεις στη Δυτική Όχθη και την επέκταση των εποικισμών, τις επιθέσεις στο τζαμί αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ κ.λπ. Δεύτερον, σε περιφερειακό επίπεδο, η επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου ανέστειλε προσωρινά τη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ ορισμένων αραβικών κρατών και του Ισραήλ. Η επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου και η αντίδραση του Ισραήλ σε αυτήν είχαν ως αποτέλεσμα να υπονομεύσουν τη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ και συνέχισε ο Τζο Μπάιντεν, διασφαλίζοντας ότι η κατοχή δεν μπορεί να αγνοηθεί στην πορεία προς την εξομάλυνση των σχέσεων που ήταν παλαιότερα εχθρικές στην περιοχή. Λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας αντέδρασε με την προσωρινή διακοπή κάθε προόδου στις διμερείς συμφωνίες μεταξύ αυτού και του Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, το Ριάντ έδειξε ότι είναι ανοιχτό στην επανάληψη των συνομιλιών.
Ωστόσο, οι υπολογισμοί της Χαμάς σχετικά με την «επόμενη μέρα» της 7ης Οκτωβρίου αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό λανθασμένοι. Το κόμμα πιθανότατα στοιχημάτιζε σε μια λαϊκή εξέγερση στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και σε μια μεγάλη συμμετοχή των περιφερειακών συμμάχων του, του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης». Κάτι που, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν περιορισμένο. Στη Δυτική Όχθη, η ισραηλινή κατοχή ενέτεινε τις κατασταλτικές εκστρατείες και τις βίαιες πρακτικές της εναντίον των Παλαιστινίων με στόχο να τους εμποδίσει να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο. Όπως εξήγησε ο Παλαιστίνιος δημοσιογράφος Κάσσαμ Μουάντι, σε άρθρο του στο Mondoweiss,
«Τους πρώτους δύο μήνες μετά τις 7 Οκτωβρίου, το Ισραήλ διπλασίασε τον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό των Παλαιστινίων φυλακισμένων, φτάνοντας σε κάποιο σημείο τους 10.000 κρατούμενους... Το εύρος των συλλήψεων επίσης αυξήθηκε, επεκτεινόμενο ώστε να περιλαμβάνει Παλαιστινίους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων πολλών που δεν είναι πολιτικά ενεργοί. Πολλοί από τους συλληφθέντες είναι ηγέτες κοινοτήτων, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών με ελάχιστες ή καθόλου σχέσεις με την πολιτική. Μέσα στις φυλακές, οι εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι μαρτυρίες των Παλαιστινίων που αφέθηκαν ελεύθεροι αποκάλυψαν όλα επίπεδα ταπείνωσης, κακοποίησης και βασανιστηρίων χωρίς προηγούμενο, επεκτείνοντας ουσιαστικά τη γενοκτονία των Παλαιστινίων στους Παλαιστίνιους κρατούμενους υπό ισραηλινή επιτήρηση.»
Όσον αφορά το Ιράν, τον κύριο περιφερειακό σύμμαχο της Χαμάς, οι στρατηγικοί του στόχοι, ιδίως μετά τις 7 Οκτωβρίου, ήταν να βελτιώσει την πολιτική του θέση στην περιοχή, ώστε να βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση για μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και να διασφαλίσει τα πολιτικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας του. Ομοίως, η Χεζμπολλάχ επέδειξε αυτοσυγκράτηση έναντι των συνεχών και βίαιων ισραηλινών επιθέσεων και βομβαρδισμών σε ολόκληρο το λιβανικό έδαφος και όχι μόνο στις παραμεθόριες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι απέφυγε να επιτεθεί σε ισραηλινές πόλεις ή πολίτες. Οι ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις σκότωσαν σχεδόν 600 μαχητές της Χεζμπολλάχ στο Λίβανο και τη Συρία μεταξύ Οκτωβρίου 2023 και Σεπτεμβρίου 2024, μεταξύ των οποίων πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί. Ο πόλεμος του Ισραήλ κατά του Λιβάνου από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2024, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, ανέτρεψε το σχέδιο της Χεζμπολλάχ να αποτρέψει μια πλήρη στρατιωτική σύγκρουση με τον ισραηλινό στρατό κατοχής. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες ανατίναξαν πρώτα χιλιάδες συσκευές επικοινωνίας που χρησιμοποιούσαν μέλη της Χεζμπολλάχ, τόσο πολίτες όσο και στρατιωτικοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν σχεδόν 40 άτομα και να τραυματιστούν αρκετές χιλιάδες, μετά την οποία η Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε μια μαζική εκστρατεία βομβαρδισμών που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία ανώτερων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Γραμματέα Χασάν Νασράλλα. Επίσης, σκοτώθηκαν αρκετές χιλιάδες πολίτες και εκτοπίστηκαν βίαια πάνω από ένα εκατομμύριο Λιβανέζοι πολίτες. Στη συνέχεια, ο ισραηλινός στρατός κατοχής ξεκίνησε μια χερσαία εισβολή σε μια λωρίδα εδαφών στο νότιο Λίβανο.
Ως εκ τούτου, ο ισραηλινός στρατός κατοχής μπόρεσε να συνεχίσει με όλες του τις δυνάμεις τον γενοκτονικό πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ παράλληλα επέκτεινε τις στρατιωτικές και βίαιες κατασταλτικές του ενέργειες στη Δυτική Όχθη, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Λιβάνου, κατέλαβε περισσότερα εδάφη στη Συρία μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και συνεχίζει να βομβαρδίζει την περιοχή.
Οι υπολογισμοί της Χαμάς βασίζονταν σε μια πολιτική στρατηγική που δεν διέφερε απαραίτητα από εκείνη των άλλων παλαιστινιακών πολιτικών κομμάτων. Σύμφωνα με το καταστατικό της του 2017 και τις επίσημες δηλώσεις της ηγεσίας της, η Χαμάς επιδιώκει πολιτικές συμμαχίες με τις άρχουσες τάξεις της περιοχής και τα καθεστώτα τους, προκειμένου να υποστηρίξει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αγώνες τους κατά του Ισραήλ, με στόχο την επίτευξη μιας μεσολάβησης για μια λύση βασισμένη στη δημιουργία δύο κρατών.
Με βάση αυτή την προοπτική, οι ηγέτες της Χαμάς έχουν καλλιεργήσει συμμαχίες με το Κατάρ και την Τουρκία τα τελευταία χρόνια, καθώς και με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, τον κύριο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό υποστηρικτή της. Η ετήσια άμεση βοήθεια του Ιράν προς το κόμμα εκτιμάται σε περίπου 75 εκατομμύρια δολάρια.
Η σύναψη των Συμφωνιών του Αβραάμ το καλοκαίρι του 2020, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, και η περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη, καθώς και η προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, ενίσχυσαν τους φόβους και τις ανησυχίες της Χαμάς για εξαφάνιση του παλαιστινιακού ζητήματος και ενίσχυσαν τη ζωτικής σημασίας συμμαχία του κόμματος με το Ιράν – και, κατά συνέπεια, με τη Χεζμπολλάχ.
Οι αλλαγές στην ηγεσία του πολιτικού κινήματος της Χαμάς είχαν επίσης αντίκτυπο στις περιφερειακές συμμαχίες της, με πιο άμεσο παράδειγμα την πρόσφατη προαγωγή στελεχών της στρατιωτικής της πτέρυγας σε υψηλότερες θέσεις εντός της οργάνωσης. Ενώ η σχέση με το Ιράν σίγουρα διατηρήθηκε σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο κατά την τελευταία δεκαετία (παρά τις διαφωνίες σχετικά με την εξέγερση στη Συρία), η αντικατάσταση του Χαλέντ Μεσάαλ από τον Ισμαΐλ Χανίγια ως ηγέτη της Χαμάς το 2017 άνοιξε το δρόμο για στενότερες σχέσεις μεταξύ της Χαμάς, της Χεζμπολλάχ και του Ιράν. Ο Μεσάαλ είχε προσπαθήσει κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του να απομακρύνει τη Χαμάς από το Ιράν και τη Χεζμπολλάχ υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία, το Κατάρ και ακόμη και τη Σαουδική Αραβία, μια κίνηση στην οποία αντιτάχθηκε η ηγεσία των Ταξιαρχιών αλ-Κάσσαμ. Η άνοδος του Χανίγια, σε συνδυασμό με τον διορισμό του ιδρυτή της αλ-Κάσσαμ, Σεΐχ Σάλεχ αλ-Αρούρι, ως αναπληρωτή επικεφαλής του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, έθεσε οριστικό τέλος σε οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή, ενώ ο Γιαχιά Σινουάρ ως ηγέτης της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας δεν έκανε τίποτα άλλο από το να σταθεροποιήσει τη συμμαχία με το Ιράν.
Ταυτόχρονα, η Χαμάς προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με άλλες μοναρχίες του Κόλπου, κυρίως με το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, αλλά με μεγαλύτερη δυσκολία. Στις αρχές του 2021, μετά τη συμφιλίωση μεταξύ του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο ηγέτης της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια εξήρε τις προσπάθειες του Σαουδάραβα βασιλιά Σαλμάν μπιν Αμπντουλ-Αζίζ αλ-Σαούντ και του πρίγκιπα Μουχάμμαντ μπιν Σαλμάν (MBS) για την επίλυση της κρίσης στον Κόλπο και την επίτευξη συμφιλίωσης. Το 2023, ανώτεροι ηγέτες της Χαμάς επισκέφθηκαν τη Σαουδική Αραβία για πρώτη φορά από το 2015, ενώ το Σαουδαραβικό Βασίλειο άρχισε να απελευθερώνει, κατά την ίδια περίοδο, τους εξήντα οκτώ Παλαιστινίους και Ιορδανούς που είχαν συλληφθεί το 2019 και κατηγορούνταν για συνδέσμους με μια μη προσδιορισμένη «τρομοκρατική οργάνωση». Αυτό περιελάμβανε, λίγους μήνες πριν από την επίσκεψη της Χαμάς στη Σαουδική Αραβία τον Οκτώβριο του 2022, την απελευθέρωση ενός πρώην εκπροσώπου της Χαμάς, του Μουχάμμαντ αλ-Χουντάρι, 84 ετών, και του γιου του, Χάνι αλ-Χουντάρι, οι οποίοι βρίσκονταν υπό κράτηση για περισσότερα από τρία χρόνια. Και οι δύο απελάθηκαν στη συνέχεια στην Ιορδανία.
Η εξέλιξη της κατάστασης μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Χαμάς συνδέθηκε με την προσέγγιση μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ, η οποία συνεχίζεται. Η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ μετά τον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας ενίσχυσε επίσης τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η διαδικασία εξομάλυνσης ήταν αποτέλεσμα της εξελισσόμενης στρατηγικής της Σαουδικής Αραβίας στην περιφερειακή εξωτερική πολιτική. Η συγκρουσιακή και επιθετική εξωτερική πολιτική που υιοθέτησε ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, η οποία συμβολίζεται από τον αιματηρό πόλεμο που ξεκίνησε εναντίον της Υεμένης το 2015 και την άσκηση μέγιστης πίεσης στο Ιράν και τους συμμάχους του στην περιοχή, αποδείχθηκε αποτυχημένη. Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε υπερβολικά δαπανηρή από πολιτική άποψη και επιζήμια για το σχέδιο μεταρρύθμισης της οικονομίας του Σαουδαραβικού Βασιλείου. Ως εκ τούτου, το Ριάντ προσπάθησε να αναπτύξει πιο φιλικές σχέσεις με τους γείτονές του και, γενικότερα, να επιδιώξει μια μορφή αυταρχικής σταθερότητας στην περιοχή. Τέλος, ο αναπροσανατολισμός της σαουδαραβικής εξωτερικής πολιτικής συνδέεται κυρίως με την ανάγκη του βασιλείου να επικεντρωθεί στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στους στόχους του Saudi Vision 2030.
Μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, οι μοναρχίες του Κόλπου και η Τουρκία έδειξαν ρητορική υποστήριξη προς τους Παλαιστινίους και καταδίκασαν τον ισραηλινό πόλεμο. Ωστόσο, τα κράτη της περιοχής παρέμειναν σχετικά παθητικά σε πρακτικό επίπεδο απέναντι στα δεινά των Παλαιστινίων κατά τη διάρκεια του γενοκτονικού πολέμου του ισραηλινού στρατού κατοχής κατά της Λωρίδας της Γάζας. Οι ηγέτες των αραβικών και μουσουλμανικών χωρών, σε κοινή σύνοδο κορυφής της Αραβικής Ένωσης και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC) στις 11 Νοεμβρίου 2023 στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, καταδίκασαν τις « βάρβαρες» ενέργειες των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά απέφυγαν να λάβουν οικονομικά και πολιτικά μέτρα τιμωρίας. Κανένα αραβικό καθεστώς δεν έχει παραβιάσει τις ειρηνευτικές συμφωνίες του με το Ισραήλ, ενώ οι αιγυπτιακές αρχές, που συνεργάζονται με το Ισραήλ στον αποκλεισμό της Γάζας από το 2007, δεν έχουν επιχειρήσει να σπάσουν τον αποκλεισμό και να ανακουφίσουν την πείνα στη Γάζα. Επιπλέον, στις αρχές του 2024, η Αίγυπτος άρχισε να κατασκευάζει ένα περιφραγμένο περίβολο και εκκαθάρισε περισσότερα από έξι τετραγωνικά μίλια γης στην επαρχία του Βόρειου Σινά. Σκοπός ήταν να «παρκάρει» τους Παλαιστινίους σε περίπτωση που ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς εκδιώκονταν από τη Λωρίδα της Γάζας προς την Αίγυπτο από τον ισραηλινό στρατό κατοχής. Ο περίβολος αυτός περιβάλλεται από τσιμεντένια τείχη και βρίσκεται μακριά από οποιονδήποτε αιγυπτιακό οικισμό.
Αν και το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, που έχει πλέον ανατραπεί, δήλωνε ρητορικά την αλληλεγγύη του προς τους Παλαιστινίους, δεν έδειξε ούτε ενδιαφέρον ούτε είχε την ικανότητα να συμμετάσχει άμεσα σε μια αντίδραση απέναντι στον ισραηλινό πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, παρά το γεγονός ότι υπέστη συνεχείς ισραηλινές επιθέσεις ακόμη και πριν από τις 7 Οκτωβρίου. Αυτό συνάδει με την πολιτική του συριακού καθεστώτος από το 1974 να αποφεύγει οποιαδήποτε σημαντική και άμεση αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Επιπλέον, η καταδίκη του ισραηλινού πολέμου από τους Σύριους αξιωματούχους δεν θα οδηγούσε σε καμία μορφή στρατιωτικής ή πολιτικής υποστήριξης προς τη Χαμάς. Δεν θα υπήρχε ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των δύο παραγόντων, ούτε επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 2011, η οποία διακόπηκε όταν η Χαμάς αρνήθηκε να υποστηρίξει το συριακό καθεστώς στην αιματηρή καταστολή της συριακής εξέγερσης. Αν και το συριακό καθεστώς αποκατέστησε τις σχέσεις με τη Χαμάς το καλοκαίρι του 2022, αυτό έγινε με τη μεσολάβηση της Χεζμπολλάχ, και οι σχέσεις μεταξύ Συρίας και Χαμάς εξακολούθησαν να διέπονται κυρίως από συμφέροντα που διαμορφώθηκαν από και συνδέονταν με το Ιράν και τη Χεζμπολλάχ. Επιπλέον, η Δαμασκός συνέχισε να χαρακτηρίζει τη Χαμάς ως «προδοτική» και διέταξε τη σύλληψη ατόμων που είχαν σχέσεις με την οργάνωση, ακόμη και μετά τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο πλευρών. Μετά την πτώση του καθεστώτος του Άσαντ, έγγραφα αποκάλυψαν συνεχιζόμενες επιχειρήσεις που στοχεύουν οποιονδήποτε έχει δεσμούς με το παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα, σύμφωνα με την παναραβική εφημερίδα Al-Quds Al-Arabi. Παραμένει να δούμε αν η Χαμάς θα αναπτύξει καλύτερες σχέσεις με τη νέα συριακή κυβέρνηση.
Από την πλευρά τους, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην παροχή βοήθειας στις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής για την εξουδετέρωση της ιρανικής «επίθεσης» τον Απρίλιο του 2024, ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η σαουδαραβική μοναρχία επέτρεψε επίσης στα αεροσκάφη ανεφοδιασμού της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας να παραμείνουν στον εναέριο χώρο της για να υποστηρίξουν τις περιπολίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Επιπλέον, κάθε εκδήλωση συμπάθειας προς τη Χαμάς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή δημόσια στο Σαουδικό Βασίλειο καταστέλλεται αυστηρά.
Η Τουρκία, παρά την κριτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς το Ισραήλ και την απαγόρευση εμπορικών συναλλαγών με το Ισραήλ που επέβαλε η κυβέρνηση από τον Μάιο του 2024, διατηρεί στενούς οικονομικούς δεσμούς με τη χώρα. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Τουρκική Ένωση Εξαγωγέων (TIM), οι τουρκικές επιχειρήσεις φαίνεται να παρακάμπτουν την εμπορική απαγόρευση διοχετεύοντας τις εξαγωγές μέσω των τελωνείων της Παλαιστινιακής Αρχής: κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2024 σημειώθηκε αύξηση 423% στις εξαγωγές προς την Παλαιστίνη, με τις εξαγωγές μόνο τον Αύγουστο να αυξάνονται κατά περισσότερο από 1.150%, από 10 εκατομμύρια δολάρια πέρυσι σε 127 εκατομμύρια δολάρια, όπως αποκαλύπτει το Turkish Minute. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών συνεχίζεται επίσης μέσω τρίτων χωρών, όπως η Ελλάδα, όπως αποκάλυψε ο Ragip Soylu στο Middle East Eye στις 4 Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, η Τουρκία και το Ισραήλ βρήκαν κοινό έδαφος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επιθετικότητας του Αζερμπαϊτζάν εναντίον του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που ελέγχεται από την Αρμενία και κατοικείται κυρίως από Αρμένιους. Τα ισραηλινά και τουρκικά drones, καθώς και η υποστήριξη των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών, αποδείχθηκαν καθοριστικά για τη νίκη του Αζερμπαϊτζάν επί των αρμενικών ενόπλων δυνάμεων. Πάνω από 100.000 Αρμένιοι, σχεδόν ολόκληρος ο σημερινός πληθυσμός του των 120.000, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και να γίνουν πρόσφυγες.
Συμπερασματικά – Η Χαμάς επαναλαμβάνει τα παλιά λάθη
Η Χαμάς προσπαθεί να ισορροπήσει τις σχέσεις της με τους διάφορους αυτούς παράγοντες. Από τη μία πλευρά, οι σχέσεις της με το Ιράν, παράλληλα με τη Χεζμπολλάχ, έχουν αποδειχθεί κρίσιμες για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στη Χαμάς, συμπεριλαμβανομένων όπλων και εκπαίδευσης, πέραν της σημαντικής οικονομικής ενίσχυσης. Ωστόσο, η Χαμάς δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι μια απλή μαριονέτα του Ιράν. Διαθέτει τη δική της αυτονομία σε σχέση με την Τεχεράνη.
Από την άλλη πλευρά, η Χαμάς επιθυμεί να διατηρήσει τις στενές σχέσεις της με την Τουρκία και το Κατάρ, που θεωρούνται βασικοί μεσάζοντες για την προσέγγιση με τις ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και σημαντικές θέσεις για τις πολιτικές της δραστηριότητες και τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω εκστρατειών δωρεών για το κίνημα και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που συνδέονται με το κίνημα στα παλαιστινιακά εδάφη. Η Χαμάς επιθυμεί επίσης να αναπτύξει πιο φιλικές σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου, ιδίως τη Σαουδική Αραβία, και άλλες αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιορδανίας και της Αιγύπτου.
Η Χαμάς πιθανότατα θα συνεχίσει να επιδιώκει την υποστήριξη και των δύο ως στρατηγική για την ενίσχυση της θέσης της έναντι του Ισραήλ και στις προσπάθειές της να καταλήξει σε μια λύση δύο κρατών.
Ωστόσο, αντί να προωθήσουν τον αγώνα, αυτά τα καθεστώτα περιορίζουν την υποστήριξή τους για την υπόθεση σε τομείς όπου προωθούνται τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα και την προδίδουν όταν αυτό δεν συμβαίνει. Η απροθυμία του Ιράν και της Χεζμπολλάχ να αντιδράσουν και να ξεκινήσουν μια πιο έντονη στρατιωτική απάντηση στον ισραηλινό πόλεμο του Οκτωβρίου του 2023 εναντίον των Παλαιστινίων, προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικά τους πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, το αποδεικνύει αυτό. Οι Ιρανοί ηγέτες έχουν επανειλημμένα επιβεβαιώσει την απροθυμία τους να επεκτείνουν τον σημερινό πόλεμο σε ολόκληρη την περιοχή. Αντί για μια πλήρη στρατιωτική εμπλοκή της Χεζμπολλάχ στο Λίβανο εναντίον του Ισραήλ, προτίμησαν η Χεζμπολλάχ να λειτουργήσει ως «μέτωπο πίεσης» εναντίον του Τελ Αβίβ, όπως το διατύπωσε ο αείμνηστος γενικός γραμματέας της Χεζμπολλάχ, Χασάν Νασράλλα. Το Ιράν δεν ήθελε να αποδυναμωθεί το «διαμάντι» του, η Χεζμπολλάχ.
Μετά την κλιμάκωση της βίας του ισραηλινού στρατού κατοχής εναντίον του Λιβάνου στα μέσα Σεπτεμβρίου 2024 και τις επιθέσεις εναντίον των υποδομών και της ηγεσίας της Χεζμπολλάχ, η κύρια και πιο επείγουσα προτεραιότητα του λιβανικού κόμματος ήταν πρώτα απ’ όλα η προστασία των εσωτερικών του δομών και της ιεραρχίας του, μεταξύ άλλων με την κάλυψη του κενού στην κορυφή μέσω της εκλογής νέου γενικού γραμματέα και της αντικατάστασης της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του, η οποία είχε δολοφονηθεί στο σύνολό της από τον ισραηλινό στρατό κατοχής. Αυτό ήταν επίσης μέρος της προσπάθειάς του να διατηρήσει και να προστατεύσει τις στρατιωτικές του δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων και των ρουκετών μεγάλου βεληνεκούς, ενάντια στις ισραηλινές επιθέσεις και επιθετικές ενέργειες. Η επιμονή στη στρατηγική της «ενότητας των μετώπων» έγινε όλο και πιο δύσκολο να υποστηριχθεί ενόψει των αυξανόμενων απωλειών και καταστροφών.
Αυτή η αλλαγή στις προτεραιότητες εξηγεί εν μέρει την εξέλιξη της ρητορικής της Χεζμπολλάχ όσον αφορά τον στόχο της μετά τις 7 Οκτωβρίου. Αξιωματούχοι της Χεζμπολλάχ δήλωσαν μετά τη δολοφονία του Χασάν Νασράλλα ότι προτεραιότητά τους ήταν να τερματιστεί η ισραηλινή επιθετικότητα κατά του Λιβάνου και να υποστηριχθεί η κατάπαυση του πυρός, ανεξάρτητα από την έκβαση των μαχών στη Γάζα. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στον Κόλπο, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί επιβεβαίωσε τον διαχωρισμό μεταξύ του μετώπου του Λιβάνου και της Γάζας, δηλώνοντας ότι «πρέπει να υπάρξει κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και στο Λίβανο, αλλά η ιδέα ότι η διακοπή των εχθροπραξιών στο Λίβανο είναι αναγκαιότητα και προτεραιότητα είναι επίσης σωστή».
Τελικά, στις 27 Νοεμβρίου 2024, συνήφθη εκεχειρία μεταξύ της Χεζμπολλάχ και του Ισραήλ. Η συμφωνία εκεχειρίας προέβλεπε περίοδο εξήντα ημερών (μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2025) για την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από το Νότιο Λίβανο και των μαχητών της Χεζμπολλάχ από το βόρειο τμήμα του ποταμού Λιτάνι, ενώ ο λιβανικός στρατός και οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ επρόκειτο να αναπτυχθούν σε αυτές τις περιοχές. Ωστόσο, η εκεχειρία δεν εμπόδισε τον ισραηλινό στρατό να συνεχίσει τις επιθέσεις και τις εισβολές και να καθυστερήσει την αποχώρηση από τα χωριά του Νότου, καταστρέφοντας υποδομές, βομβαρδίζοντας και σκοτώνοντας αμάχους. Οι ενέργειες αυτές αποτέλεσαν μήνυμα προς τη Χεζμπολλάχ ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει τις ενέργειές του παρά το τέλος του πολέμου, προκειμένου να εμποδίσει το λιβανέζικο κίνημα να ανασυγκροτήσει τις στρατιωτικές του δυνατότητες σε αυτές τις περιοχές. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αμφιβολίες ότι οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής θα αποσυρθούν από το νότιο Λίβανο την ημερομηνία που συμφωνήθηκε στην εκεχειρία, στο τέλος Ιανουαρίου 2025. Επιπλέον, το Ιράν δεν έχει ως γεωπολιτικό στόχο την απελευθέρωση των Παλαιστινίων, αλλά την αξιοποίηση αυτών των ομάδων ως μέσου πίεσης, ιδίως στις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Απόδειξη αυτού είναι η απροθυμία του Ιράν να αντιδράσει και να προβεί σε πιο έντονη στρατιωτική απάντηση στον ισραηλινό πόλεμο κατά των Παλαιστινίων, προκειμένου να διαφυλάξει τα δικά του πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Επιπλέον, στο παρελθόν το Ιράν δεν δίστασε να μειώσει τη χρηματοδότηση της Χαμάς όταν τα συμφέροντά τους δεν συνέπιπταν: η Τεχεράνη μείωσε σημαντικά τη χρηματοδοτική της βοήθεια προς τη Χαμάς μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στη Συρία το 2011 και την άρνηση του παλαιστινιακού κινήματος να υποστηρίξει τη δολοφονική καταστολή του συριακού καθεστώτος εναντίον των Σύριων διαδηλωτών.
Από την άλλη πλευρά, το Κατάρ, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, τα κράτη του Κόλπου και άλλα αραβικά κράτη έχουν στενούς δεσμούς με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και δεν θα θέσουν σε κίνδυνο αυτές τις σχέσεις για χάρη των Παλαιστινίων. Η Ντόχα φιλοξενεί τις μεγαλύτερες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στη Μέση Ανατολή, με περισσότερα από 10.000 μέλη του αμερικανικού προσωπικού στην αεροπορική βάση Αλ-Ουντέιν του Κατάρ, έδρα του Προκεχωρημένου Αρχηγείου του CENTCOM των ΗΠΑ και της 379ης Αεροπορικής Εκστρατευτικής Πτέρυγας του Κεντρικού Στρατηγείου της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, ενώ το εμιράτο ορίστηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν το 2022 ως «σημαντικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών εκτός ΝΑΤΟ». Επιπλέον, η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να προχωρήσει στη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ, εάν η Ουάσιγκτον αποδεχθεί το αίτημα της Σαουδικής Αραβίας για μια «μεγάλη συμφωνία», που θα περιλαμβάνει την παροχή αμερικανικής ασφάλειας, όπως αυτή που παρέχεται στο Ισραήλ, και βοήθεια για την ανάπτυξη ενός πολιτικού πυρηνικού προγράμματος. Η προώθηση της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών χωρών, ιδίως των μοναρχιών του Κόλπου, αποτελεί σημαντικό στόχο της αμερικανικής κυβέρνησης για την εδραίωση των συμφερόντων της στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της αντιπαλότητας της με την Κίνα.
Η Χαμάς, όπως και η πλειονότητα των κυρίαρχων παλαιστινιακών πολιτικών κομμάτων, επιδιώκει πολιτικές συμμαχίες με τις άρχουσες τάξεις της περιοχής και τα καθεστώτα τους, προκειμένου να υποστηρίξει τον πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα της ενάντια στο Ισραήλ. Ωστόσο, αυτό είναι μια συνταγή για ήττα, όπως έχουν δείξει οι εμπειρίες του παρελθόντος με τη Φατάχ και την PLO. Η Χαμάς συνεργάζεται με αυτά τα καθεστώτα και υποστηρίζει τη μη παρέμβαση στις πολιτικές τους υποθέσεις, ακόμη και όταν αυτά τα καθεστώτα καταπιέζουν τις δικές τους λαϊκές τάξεις και τους Παλαιστινίους εντός των συνόρων τους. Επιπλέον, αυτά τα καθεστώτα είναι συχνά ριζωμένα στο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα των ΗΠΑ και/ή διατηρούν καλές σχέσεις με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως η Κίνα ή η Ρωσία, ενώ θεωρούν το παλαιστινιακό ζήτημα ως ένα μέσο για την εξυπηρέτηση των δικών τους πολιτικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Στη χειρότερη περίπτωση, καταστέλλουν άμεσα τα παλαιστινιακά κινήματα και καταπολεμούν κάθε μορφή αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη, την οποία θεωρούν άμεση απειλή για τη δική τους εξουσία.
Ωστόσο, η Χαμάς δεν μπορεί να συγκριθεί με την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) και τις πολιτικές της. Η ειρηνευτική διαδικασία κατάντησε την ΠΑ να κυβερνά ένα μπαντουστάν που βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο και την κατοχή του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ υποστήριξαν την ΠΑ, η οποία έλεγχε τους Παλαιστινίους στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα (πριν η τελευταία καταληφθεί από τη Χαμάς το 2007). Η ΠΑ έχει λειτουργήσει ως αστυνομική δύναμη για τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η βίαιη κατασταλτική εκστρατεία που διεξήγαγαν οι δυνάμεις ασφαλείας της ΠΑ εναντίον παλαιστινιακών ένοπλων ομάδων, ιδίως μαχητών που ανήκουν στο «Τάγμα της Τζενίν», στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2024. Αυτό συνέβη μετά από μια ιδιαίτερα αιματηρή χρονιά καταστολής από την πλευρά του Ισραήλ εναντίον του προσφυγικού καταυλισμού, ο οποίος υπέστη σχεδόν ογδόντα ισραηλινές επιδρομές κατά τη διάρκεια του 2024, με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 220 ανθρώπων, σύμφωνα με το Παλαιστινιακό Υπουργείο Υγείας. Αυτή η άνευ προηγουμένου κατασταλτική εκστρατεία της ΠΑ εξυπηρετεί φυσικά την ισραηλινή ατζέντα ασφάλειας και επιδιώκει να αποδείξει τη χρησιμότητα και το ρόλο της στα Παλαιστινιακά Κατεχόμενα Εδάφη στην αμερικανική διοίκηση του προέδρου Τραμπ. Και αφού η Παλαιστινιακή Αρχή και οι ένοπλες παρατάξεις στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν κατέληξαν τελικά σε συμφωνία, ο ισραηλινός στρατός κατοχής ξεκίνησε μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του στρατοπέδου.
Αν και αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες της παλαιστινιακής κατάστασης, η οποία χαρακτηρίζεται από γενοκτονικό πόλεμο, απαρτχάιντ, αποικιοκρατία, συνεχιζόμενη κατοχή, κατακερματισμό τόσο σε εδαφικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο πληθυσμού κ.λπ., και αν και υποστηρίζουμε την αρχή του δικαιώματος στην αντίσταση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι σημερινές πολιτικές και οι περιφερειακές συμμαχίες της Χαμάς και των άλλων παλαιστινιακών πολιτικών κομμάτων δεν δημιουργούν τις συνθήκες ούτε την πορεία προς την απελευθέρωση των Παλαιστινίων. Οι Παλαιστίνιοι χρειάζονται συμμάχους για να απελευθερωθούν από το κράτος του Ισραήλ, το οποίο είναι μια μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη πολύ ανώτερη από τους Παλαιστίνιους, αλλά δεν θα τους βρουν μεταξύ των υπαρχόντων καθεστώτων στην περιοχή. Επιπλέον, η ισραηλινή οικονομία δεν εξαρτάται από το παλαιστινιακό εργατικό δυναμικό, το οποίο δεν διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την περίοδο του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ιστορικά, ο πρωταρχικός στόχος του Ισραήλ και του αποικιοκρατικού του σχεδίου δεν είναι να εκμεταλλεύεται τους Παλαιστινίους και να εξαρτάται από το εργατικό δυναμικό τους, αλλά να τους εξαφανίσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο να θεωρήσουμε τις παλαιστινιακές και περιφερειακές λαϊκές τάξεις ως τις κεντρικές κοινωνικές δυνάμεις που είναι ικανές να δημιουργήσουν τις συνθήκες που απαιτούνται για να οραματιστούμε μια στρατηγική απελευθέρωσης. Η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων της περιοχής ταυτίζεται με τον αγώνα των Παλαιστινίων και, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι ο δικός της αγώνας για δημοκρατία και ισότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νίκη τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των αγώνων: όταν οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται, πυροδοτείται το περιφερειακό κίνημα για την απελευθέρωση, και το περιφερειακό κίνημα τροφοδοτεί τον αγώνα στην κατεχόμενη Παλαιστίνη. Η ενιαία εξέγερσή τους έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει ολόκληρη την περιοχή, να ανατρέψει καθεστώτα, να εκδιώξει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, να τερματίσει την υποστήριξη και των δύο αυτών δυνάμεων προς το κράτος του Ισραήλ και να το αποδυναμώσει στη διαδικασία. Ο ακροδεξιός υπουργός Αβίγκντορ Λίμπερμαν αναγνώρισε τον κίνδυνο που ενέχουν οι λαϊκές εξεγέρσεις στην περιοχή για το Ισραήλ το 2011, όταν δήλωσε ότι η αιγυπτιακή επανάσταση που ανέτρεψε τον Χόσνι Μουμπάρακ και άνοιξε το δρόμο για μια περίοδο δημοκρατικής αναγέννησης στη χώρα, αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ από το Ιράν.
Σε διεθνές επίπεδο, το πιο σημαντικό καθήκον για όσους βρίσκονται εκτός της περιοχής είναι να πείσουν την αριστερά, τα συνδικάτα, τις προοδευτικές ομάδες και τα κινήματα να υποστηρίξουν την εκστρατεία για μποϊκοτάζ, αποεπένδυση και κυρώσεις κατά του Ισραήλ και να καταστήσουν το τελευταίο εντελώς persona non grata σε όλα τα επίπεδα. Η επιβολή αυτού του μέτρου σε θεσμούς και εταιρείες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδίως των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών, θα συμβάλει στο να εμποδιστεί η υποστήριξή τους προς το Ισραήλ και άλλα δεσποτικά καθεστώτα και θα αποδυναμώσει την επιρροή τους στην περιοχή.
Η Παλαιστίνη έχει γίνει πολιτική πυξίδα και οι μαζικές κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο υπέρ της απελευθέρωσής της έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός προοδευτικού πόλου μέσα στις κοινωνίες μας – αποτέλεσμα της αυξανόμενης συνειδητοποίησης ότι μια νίκη για την παλαιστινιακή υπόθεση θα ήταν επιτυχία για το δικό μας στρατόπεδο, που αντιτίθεται στις καταστροφικές τάσεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και στην άνοδο του φασισμού.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Joseph Daher, “Hamas After 7 October: Resistance and Challenges”, Salvage, 15 Σεπτεμβρίου 2025, https://salvage.zone/hamas-after-7-october-resistance-and-challenges/. Αναδημοσίευση: International Viewpoint, 19 Οκτωβρίου 2025, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article9223.
