Συγκέντρωση εργατών στο χώρο των εργοστασίων Krupp στο Έσσεν στις 31 Μαρτίου 1923
Sean Larson
Γερμανία 1923
Χωνευτήρι της Παγκόσμιας Επανάστασης
Μέρος Πρώτο
«Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση του Ράιχ έχει κλονιστεί εντελώς, η διάθεση έχει πιάσει πάτο... Η οργή είναι γενική. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Μια σπίθα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει την έκρηξη. Εδώ βασιλεύει το πνεύμα της 9ης Νοεμβρίου.»[1]
Μια μαζική κρίση συγκλόνιζε τον πληθυσμό της Γερμανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρρέουν οι καθημερινές συνήθειες, οι προσδοκίες και οι παραδοχές των ανθρώπων για τον κόσμο γύρω τους. Η κοινωνική πραγματικότητα αλλάζει αμετάκλητα. Κάθε δεσμός νοήματος που έχει τις ρίζες του στις προηγούμενες κοινωνικές σχέσεις δεν είναι πλέον αξιόπιστος, και εν μέσω αυτού του αποπροσανατολισμού απαιτείται ταχεία προσαρμογή. Μετά το αρχικό σοκ, ο κόσμος φαίνεται πολύ πιο ευμετάβλητος. Τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι όπως είναι. Αν το συνδυάσουμε αυτό με ανελέητες επιθέσεις στην αίσθηση του εαυτού των ανθρώπων, την αξιοπρέπειά τους και την ικανότητά τους να επιβιώνουν, μετά από μερικούς μήνες φαινόταν λογικό να κάψει κανείς ένα αστυνομικό τμήμα.
Αυτό το σενάριο έλαβε χώρα στη Γερμανία όχι μόνο μία, αλλά τέσσερις φορές μέσα σε τέσσερα χρόνια, με επαναστατικές εξεγέρσεις κάθε φορά. Αυτές οι εμπειρίες διαμόρφωσαν την κοσμοθεωρία του γερμανικού πληθυσμού στις αρχές του 1923, εν μέσω καταστροφικού υπερπληθωρισμού, καθώς ο γαλλικός στρατός εισέβαλε στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν εύφλεκτο υλικό.
Το 1923, η ώρα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος είχε σημάνει. Μέσα από τη νεαρή Δημοκρατία που βρισκόταν στο χείλος της ολοκληρωτικής κατάρρευσης, το πιο ισχυρό εργατικό κίνημα στον κόσμο προετοίμαζε την επανάσταση.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, ένα σαρωτικό κίνημα συμβουλίων εργατών και στρατιωτών είχε ανατρέψει τη γερμανική μοναρχία κατά την Επανάσταση του Νοέμβρη του 1918. Στο διάβα της, ένας επισφαλής ταξικός συμβιβασμός επιτεύχθηκε μεταξύ των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων και των εκπροσώπων της γερμανικής βιομηχανίας, θεσμοθετώντας το οκτάωρο για τους εργάτες, την ίδια στιγμή που προστάτευε το γερμανικό κεφάλαιο από την απαλλοτρίωση και εξασφάλιζε το ρόλο του στη μετεπαναστατική κοινωνική τάξη. Προσωρινά κατασταλμένος, ο ανταγωνισμός μεταξύ της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της ίδιας της επιβίωσης των Γερμανών εργαζομένων θα συνέχιζε να κινητοποιεί μια σειρά από εκρηκτικές συγκρούσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Το γερμανικό εργατικό κίνημα αντιστάθηκε στη διεθνή καπιταλιστική αντίδραση για περισσότερα χρόνια από ό,τι στη Γαλλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, διατηρώντας με κάθε κόστος το 8ωρο και τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης με την καθαρή οργανωτική δύναμη που εκφράστηκε με τακτικές πολιτικές απεργίες και εξεγέρσεις. Μπροστά στις άθλιες κοινωνικές συνθήκες στη Γερμανία, οι εργαζόμενοι δεν είχαν άλλη επιλογή. Με κάθε μετατόπιση των πρώην σοσιαλδημοκρατών ηγετών τους στην εξουσία για τη διατήρηση του status quo εις βάρος των απλών ανθρώπων, οι εργαζόμενοι μετακινούνταν αριστερά και δεξιά, πολώνοντας έντονα την κοινωνική σύγκρουση. Κάτω από την κρίση, δύο οράματα ανταγωνίζονταν για να επικρατήσουν στο μέλλον: από τη μία πλευρά, ο γενοκτονικός αντισημιτικός φασισμός της αυξανόμενης ναζιστικής απειλής στη Βαυαρία, και από την άλλη, το ευρύ πεδίο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας που διατύπωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD).
Από την ίδρυση της δημοκρατίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) ανέλαβε να ηγηθεί του κυβερνητικού συνασπισμού και να διαχειριστεί την έκρυθμη ταξική σύγκρουση. Υπό την ηγεσία του, η κυβέρνηση της Βαϊμάρης αποκατέστησε κάποια πολιτική σταθερότητα μέσω μιας αιματηρής εκστρατείας καταστολής το 1919. Αλλά το επόμενο έτος, ένα βραχύβιο αντιδραστικό πραξικόπημα και μια στρατιωτική εκστρατεία για την καταστολή της αριστερής εξέγερσης που ακολούθησε στη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας έπληξαν σοβαρά τη δημοκρατική αξιοπιστία της κυβέρνησης. Στις εκλογές του καλοκαιριού του 1920, η ηγεσία του σταθερού πυρήνα του κυβερνητικού συνασπισμού της Βαϊμάρης μετατοπίστηκε από το SPD στο κόμμα του Κέντρου. Μέχρι τότε, μια διεθνής ύφεση είχε αρχίσει να επικρατεί, ωθώντας τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ να ξεκινήσουν αποπληθωριστικά μέτρα και προκαλώντας μαζική ανεργία για την αποκατάσταση της οικονομικής κερδοφορίας. Ανίσχυροι απέναντι στο εξεγερμένο εργατικό κίνημα, οι ηγέτες της Γερμανίας απέφυγαν έναν τέτοιο ριψοκίνδυνο ελιγμό.
Στη Γερμανία, η κυβέρνηση διατήρησε τεχνητά υψηλά επίπεδα απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα έναντι του κόστους των απολύσεων και της αναποτελεσματικότητας μέσω μιας σειράς μέτρων. Πιο συγκεκριμένα, ένα διάταγμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 (Stillegungsverordnung) αντιπροσώπευε «μια βαθιά παρέμβαση στα δικαιώματα του εργοστασιάρχη και ήταν ενάντια στις παραδοσιακές αρχές της καπιταλιστικής οικονομίας», περιορίζοντας το κλείσιμο εργοστασίων και παρέχοντας διάφορες άλλες επιδοτήσεις στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.[2] Η επισφαλής κατάσταση διατηρήθηκε για τον επόμενο ενάμιση χρόνο, με τη γερμανική βιομηχανική κερδοφορία να διατηρείται μέσω ενός συνδυασμού ελέγχων των εξαγωγών, συνειδητής χειραγώγησης του νομίσματος,[3] και ξένων βραχυπρόθεσμων πιστώσεων.[4]
Παιδιά παίζουν με υποτιμημένα χαρτονομίσματα, 1923.
1921-22: Η χρονιά του Ενιαίου Μετώπου
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μια φαινομενικά ατελείωτη ροή απεργιακών κινητοποιήσεων ανάγκασε επανειλημμένα τους εργοδότες να παραχωρήσουν αυξήσεις μισθών, τις οποίες συχνά πέρασαν ως αυξήσεις τιμών, προκειμένου να διατηρήσουν την ομαλή παραγωγή κατά τη διάρκεια της «έκρηξης» των εξαγωγών που συνόδευε την υποτίμηση του μάρκου. Αποτέλεσμα ήταν ένας σταθερός πληθωρισμός, που ξεκίνησε με την «μισθολογική ώθηση» των εργατικών δράσεων τον Αύγουστο του 1921.[5] Οι εντεινόμενοι αγώνες στους χώρους εργασίας εκείνη την περίοδο συνέπεσαν με μια νέα κομμουνιστική πολιτική στα συνδικάτα και σε άλλους τομείς που ονομάστηκε Ενιαίο Μέτωπο.
Η πολιτική του Ενιαίου Μετώπου μετατόπισε την κομμουνιστική στρατηγική από τα προγραμματικά αιτήματα και την προπαγάνδα προς πρακτικές πρωτοβουλίες στους χώρους εργασίας και στους δρόμους για την εξασφάλιση των άμεσων αναγκών των εργαζομένων. Αυτοί οι «μερικοί» αγώνες δεν εκλαμβάνονταν ως αυτοσκοπός, αλλά ως μέσο για την απελευθέρωση μιας δυναμικής συλλογικής αυτοπεποίθησης και δράσης μεταξύ των εργαζομένων που θα μπορούσε να οδηγήσει πολύ πέρα από τα περιστασιακά αιτήματα. Κατά συνέπεια, το Ενιαίο Μέτωπο συνεπαγόταν επίσης μια μετατόπιση της έμφασης από την αντιπροσωπευτική πολιτική και τη ρητορική συνθηματολογία προς την αυτενέργεια της βάσης και των εργαζομένων, των οποίων οι άμεσες συλλογικές δράσεις θα οικοδομούσαν εμπιστοσύνη μεταξύ των εργαζομένων πέρα από κομματικές-πολιτικές γραμμές.[6]
Από το καλοκαίρι του 1921 μέχρι τα μέσα του 1922, το KPD εφάρμοσε δημιουργικά τη νέα πολιτική υπό την ψύχραιμη ηγεσία του Ερνστ Μέγιερ, αναπτύσσοντας στην πορεία την προσέγγιση από τακτική σε μέθοδο, και τελικά σε «συνολική στρατηγική» για την περίοδο.[7] Μέσα από μια σειρά οικονομικών και πολιτικών εκστρατειών, το KPD αποκατέστησε τις θέσεις του μέσα σε ευρύτερους σχηματισμούς της εργατικής τάξης, όπως τα συνδικάτα, και ξεπέρασε την απομόνωσή του από τους εργάτες άλλων κομμάτων, ιδιαίτερα στη Ρηνανία-Βεστφαλία και τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ.[8]
Μια νέα φάση της γερμανικής επαναστατικής διαδικασίας ξεκίνησε απότομα στα τέλη Ιουνίου του 1922. Στην Επιτροπή Επανορθώσεων, ο επικεφαλής της επιτροπής των τραπεζιτών Τζ. Π. Μόργκαν δήλωσε ότι κανένα δάνειο δεν θα διατεθεί στη Γερμανία μέχρι να μειωθεί το χρέος των επανορθώσεων. Δώδεκα ημέρες αργότερα, όταν δολοφονήθηκε ο φιλοδυτικός Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Βάλτερ Ρατενάου, η εμπιστοσύνη στο νόμισμα της Γερμανίας και η εσωτερική σταθερότητα κλονίστηκαν, προκαλώντας την ανάκληση των ξένων δανείων. Μπροστά στην κορύφωση της βιομηχανικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και στην ξαφνική έλλειψη πιστώσεων, η νέα αυτόνομη γερμανική Ράιχσμπανκ κατέφυγε στην εκτύπωση προεξοφλημένων ιδιωτικών συναλλαγματικών, προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας.[9] Η οικονομική ανάκαμψη των δυτικών ανταγωνιστών της Γερμανίας από το δεύτερο εξάμηνο του 1922 άρχισε να διαβρώνει το εξαγωγικό πλεονέκτημα της Γερμανίας, φέρνοντας στασιμοπληθωρισμό και το τέλος της πληθωριστικής έκρηξης, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την έναρξη του υπερπληθωρισμού και την παγίωση της πόλωσης στις εργασιακές σχέσεις.[10]
Η εσωτερική κατάσταση στη Γερμανία μεταβλήθηκε δραστικά εκείνη την εποχή. Η δολοφονία του Βάλτερ Ρατενάου από ακροδεξιές δυνάμεις ήρθε μετά από μια σειρά πολιτικών δολοφονιών από τη Δεξιά. Σε απάντηση, οι κομμουνιστές ξεκίνησαν με επιτυχία την άμεση κοινή δράση των εργατικών κομμάτων για την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και της Reichswehr από τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές και τη διάλυση των αντιδημοκρατικών ένοπλων ομάδων. Σε κάθε μεγάλη πόλη της Γερμανίας έγιναν μαζικές διαδηλώσεις μέσα σε τρεις ημέρες: «Τα πλήθη, συγκεντρωμένα κάτω από λάβαρα που κυμάτιζαν, προχώρησαν σαν ζωντανά τείχη από πυκνά στριμωγμένα σώματα. Γέμισαν τις πόλεις με τον κεραυνό του βηματισμού τους και έκαναν τον αέρα να δονείται από τη βοή του σκυθρωπού θυμού τους».[11] Ωστόσο, το SPD στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από την κοινή μαζική δράση με τους κομμουνιστές υπέρ μιας κοινοβουλευτικής προσέγγισης, δηλαδή της συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα στο Ράιχσταγκ για την ψήφιση ενός «νόμου για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας», ο οποίος τελικά επρόκειτο να εφαρμοστεί από την ίδια την αστυνομία και τα δικαστήρια που είχαν κατακλυστεί από την ακροδεξιά.[12]
Στον απόηχο της δολοφονίας του Ρατενάου, πραγματοποιήθηκε μια δυναμική διαδήλωση των εργατικών οργανώσεων και στη Βαυαρία. Αλλά αμέσως μετά, ακροδεξιές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του NSDAP, εκμεταλλεύτηκαν τη στιγμή για να διασφαλίσουν ότι οποιοσδήποτε ομοσπονδιακός νόμος δεν θα έθιγε την αυτονομία των βαυαρικών δικαστηρίων και της αστυνομίας, που έβριθαν από αντιδραστικά στοιχεία. Ενώ οι Βαυαροί σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν να κινητοποιηθούν εναντίον των φασιστών και αντίθετα «εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες στον θρίαμβο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης», οι εθνικιστές προχώρησαν στις δικές τους κινήσεις. Στις 16 Αυγούστου, το NSDAP διοργάνωσε κοινή διαδήλωση με άλλα στοιχεία της βαυαρικής ακροδεξιάς για την «υπεράσπιση της Βαυαρίας ενάντια στο Ράιχ», προσελκύοντας 60.000 άτομα. Έγινε μια πραγματική σφαγή στους δρόμους, όταν τα ναζιστικά τάγματα των SA άνοιξαν πυρ εναντίον αριστερών διαδηλωτών.[13] «Μόλις έξι εβδομάδες μετά τις μαζικές διαδηλώσεις των εργατικών οργανώσεων, η ακροδεξιά στο Μόναχο είχε ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.»[14]
Συγκέντρωση στο Βερολίνο, Απρίλιος 1922
Ο υπερπληθωρισμός και η επανεμφάνιση του κινήματος των Συμβουλίων
Καθώς το χρηματικό και μισθολογικό σύστημα άρχισε να αποσυντίθεται, οι γυναίκες της εργατικής τάξης άρχισαν να αναλαμβάνουν τον κεντρικό ρόλο στην εξασφάλιση των καθημερινών ειδών πρώτης ανάγκης για τα νοικοκυριά τους.[15] Οι εξεγέρσεις για τρόφιμα στις αγορές υπό την ηγεσία γυναικών, προφητικό σημάδι επικείμενης αναταραχής, εξαπλώθηκαν καθώς ο πληθωρισμός υπονόμευε την αγοραστική δύναμη. Τον Σεπτέμβριο, οι διαδηλώσεις και οι εξεγέρσεις των εργαζόμενων γυναικών στο Έμπερσβαλντε, το Μπραουνσβάιχ, το Χάμπορν, το Μπόχουμ και το Μόναχο αντιμετώπισαν την καταστολή της αστυνομίας.[16] Ήδη από τον Αύγουστο, σχηματίστηκαν «επιτροπές ελέγχου» για να καθορίσουν και να διατηρήσουν τις τιμές και τα ενοίκια ενάντια στον ολοένα και πιο χαοτικό πληθωρισμό. Με πρωτοβουλία κυρίως γυναικών και νέων, οι επιτροπές ελέγχου συνέβαλαν στο συντονισμό των διαδηλώσεων κατά του πληθωρισμού σε διάφορες περιοχές, θέτοντας τα θεμέλια για την επανεμφάνιση του κινήματος των συμβουλίων που είχε κατασταλεί ανελέητα δύο χρόνια πριν.[17]
Η έναρξη του υπερπληθωρισμού και η αποτυχία της προσπάθειας για ενιαίο μέτωπο μετά τη δολοφονία του Ρατενάου οδήγησαν σε μια προσαρμογή της στρατηγικής του KPD, η οποία συνέπεσε με την επιστροφή του αφοσιωμένου κομμουνιστή συνδικαλιστή Χάινριχ Μπράντλερ στην ηγεσία του κόμματος. Από τις αρχές Αυγούστου του 1922, η πολιτική του KPD για το ενιαίο μέτωπο[18] μετατοπίστηκε ώστε να ανοίξει περισσότερο χώρο για ανεξάρτητη κομμουνιστική πρωτοβουλία στις απεργίες και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις με το κεφάλαιο, διατηρώντας παράλληλα την έμφαση στη διακομματική δράση της βάσης.[19] Βασιζόμενο στην κίνηση των επιτροπών ελέγχου των τιμών και στις μαζικές διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Ρατενάου, το KPD αποφάσισε στα τέλη Αυγούστου να διοργανώσει μια πανεθνική συγκέντρωση των εργοστασιακών συμβουλίων για τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Τα εργοστασιακά συμβούλια είχαν παραμείνει σε αυστηρά περιορισμένη μορφή μετά την υποταγή του ανεξάρτητου ρόλου τους στα ελεύθερα συνδικάτα τον Οκτώβριο του 1920. Καθώς οι άγριες απεργίες αντικατέστησαν τις πιο συνηθισμένες στρατηγικές συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης το φθινόπωρο του 1922, τα συμβούλια επιχειρήσεων απέκτησαν νέα εθνική σημασία ως πιο ευέλικτες και πολιτικά ευαίσθητες οργανώσεις που καθοδηγούνταν από εργάτες της βάσης που έμοιαζαν περισσότερο με εκπροσώπους εργασιακών χώρων παρά με συνδικαλιστικά στελέχη.[20]
Καθ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου, η ηγεσία του KPD εστίασε τις προσπάθειές της στην οργανική ανάπτυξη αυτών των κινημάτων. «Δεν πρόκειται για αγκιτάτσια σύμφωνα με κάποιο γενικό σχήμα, αλλά μάλλον πρέπει να προσπαθήσουμε σε κάθε τόπο να επιτύχουμε πρακτικά αποτελέσματα», δήλωσε ο Μπράντλερ σε μια συνάντηση στις 14 Οκτωβρίου με τους περιφερειακούς ηγέτες του κόμματος, και συνέχισε αναφέροντας την επιτυχία ορισμένων επιτροπών ελέγχου στην προμήθεια φθηνών πατατών και μειωμένων τιμών.[21] Τα σχόλια του Ούγκο Ούρμπανς στην ίδια συνάντηση υπογραμμίζουν τη συνέχιση του στόχου του ενιαίου μετώπου του KPD στα νέα συμβούλια και τις επιτροπές: «Σε ορισμένες περιοχές οι επιτροπές ελέγχου έχουν σχηματιστεί απευθείας από τις κοινότητες», ανέφερε, «Οι επιτροπές ελέγχου αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα καθήκοντα και μέσω αυτών αποκτούμε δεσμούς με τις μάζες. Γενικά, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη αξία στη δουλειά στις επιτροπές ελέγχου και στην οργανωτική δουλειά».[22]
Αλλά το εργατικό κίνημα δεν ήταν η μόνη δύναμη που αντέδρασε στη πίεση του υπερπληθωρισμού. Η επίθεση των εργοδοτών κλιμακώθηκε δραματικά το φθινόπωρο του 1922. Τον Σεπτέμβριο, η βιομηχανική οργάνωση-ομπρέλα Reichsverband der deutschen Industrie αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στη δημιουργία «εσωτερικής οικονομικής τάξης» έναντι της εξωτερικής πολιτικής και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έναντι της νομισματικής σταθεροποίησης, κυρίως για να αποφύγει τη σταθεροποίηση των μισθών σε πολύ υψηλά επίπεδα.[23] Οι εργοδότες έβαλαν στο στόχαστρο το οκτάωρο ως μέσο για να ωθήσουν τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερες ώρες για τον ίδιο μισθό.[24] Κάνοντας το οκτάωρο το επίκεντρο της εκστρατείας τους, οι βιομήχανοι της βαριάς βιομηχανίας έβαλαν στο στόχαστρο όχι μόνο την κύρια συμβολική νίκη της επανάστασης του Νοέμβρη, αλλά και τον πυρήνα ολόκληρης της μετεπαναστατικής ισορροπίας των ταξικών δυνάμεων στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Οι συγκρούσεις γύρω από τον χρόνο εργασίας και την εργάσιμη ημέρα ήταν κρίσιμες πτυχές της άμεσης σχέσης των εργατών με τα αφεντικά τους και ταυτόχρονα ένα ζήτημα για τα αποδεκτά επίπεδα απασχόλησης στην προβληματική γερμανική οικονομία.[25]
Η εκστρατεία των βιομηχάνων της βαριάς βιομηχανίας έφτασε στο αποκορύφωμά της με την περίφημη ομιλία του Ούγκο Στίννες στην τέταρτη επέτειο της επανάστασης του Νοέμβρη, με την οποία ζητούσε την απαγόρευση όλων των μισθολογικών συγκρούσεων και των απεργιών.[26] Την ομιλία αυτή ακολούθησε πέντε ημέρες αργότερα η παραίτηση της κυβέρνησης του Κέντρου υπό τον καγκελάριο Βιρτ, η οποία θεωρήθηκε ευρέως ότι δεν είχε βούληση και δεν ήταν σε θέση να αναγκάσει τους εργάτες να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Για ενάμιση χρόνο, ο καλπάζων πληθωρισμός αποτελούσε ένα μέσο –έστω και ατελές– εσωτερικής οικονομικής ανασυγκρότησης και σχετικής κοινωνικής ειρήνης λόγω της υψηλής απασχόλησης. Καθώς ο επιχειρηματίας Βίλχελμ Κούνο ανέλαβε την καγκελαρία και σχημάτισε μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, η εμπιστοσύνη στο νόμισμα έπεσε κατακόρυφα και οι Σύμμαχοι πίεζαν για ραγδαία αύξηση της πληρωμής των αποζημιώσεων. Οι βιομήχανοι επέμεναν στις απαιτήσεις τους για να σπάσουν το επαναστατικό εργατικό κίνημα και για τους οικονομολόγους στο τιμόνι της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι επιλογές που θα διατηρούσαν την ταξική ειρήνη είχαν στερέψει. Αναπτύχθηκε μια συναίνεση ότι η σταθεροποίηση ήταν τελικά αναγκαία. Με ποιους όρους θα γινόταν η σταθεροποίηση, ωστόσο, αμφισβητήθηκε έντονα. Ο οικονομικός αρθρογράφος Γκέοργκ Μπέρνχαρντ συνόψισε το διακύβευμα στα τέλη του 1922:
«Επομένως, πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι το 1923 θα είναι σε κάθε περίπτωση έτος κρίσης... Οι διαταραχές του οικονομικού μηχανισμού σε μια καπιταλιστική οικονομική τάξη δεν μπορούν να εξαλειφθούν χωρίς κρίσεις. Και είναι υπό όλες τις συνθήκες προτιμότερο να έχουμε μια κρίση σταθεροποίησης ως μεταβατική κρίση με ελπίδα για μια γρήγορη τελική ανάκαμψη, παρά μια πληθωριστική κρίση, η οποία πρέπει να καταλήξει σε πλήρη στασιμότητα και στον θάνατο της γερμανικής οικονομίας ή σε μια κοινωνική επανάσταση.»[27]
Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, η επί μακρόν καταπιεσμένη ταξική σύγκρουση εμφανιζόταν στα σοβαρά.
Συγκέντρωση στο Βερολίνο, 14 Ιανουαρίου 1923
Άνοιξη 1923: Η Κατάληψη του Ρουρ
Τα Χριστούγεννα του 1922, ο Γκέοργκ Λούκατς κάθισε στο γραφείο του για να γράψει τις τελευταίες γραμμές στο θεμελιώδες έργο του Ιστορία και ταξική συνείδηση, την ώρα που ο γερμανικός υπερπληθωρισμός έφτανε στο αποκορύφωμά του. Με το νέο έτος, η θεωρία των «πραγμοποιημένων» κοινωνικών σχέσεων που είχαν τις ρίζες τους στην ανταλλαγή εμπορευμάτων αναδύθηκε σε μια οικονομία που βρισκόταν η ίδια σε κατάσταση σχεδόν ολοκληρωτικής διάλυσης.
Οι ταραχές στην αγορά και οι λεηλασίες τροφίμων πολλαπλασιάστηκαν σχεδόν σε κάθε γερμανική πόλη στα τέλη του 1922, μια απελπισμένη άμυνα ενάντια στον καταστροφικό πληθωρισμό. Κάθε άλλο παρά «αυθόρμητα», τα κινήματα αυτά βρήκαν την υλικοτεχνική τους ραχοκοκαλιά στα δίκτυα γειτονιάς των νοικοκυρών, τα οποία με την επινοητικότητα και την αλληλεγγύη τους παρείχαν την πολιτική πρωτοβουλία για το ευρύτερο κίνημα, ακόμη και όταν τα μισθολογικά κινήματα στα εργοστάσια έχαναν το νόημά τους.[28] Στις αρχές του νέου έτους, αυτές οι προλετάριες νοικοκυρές δημιούργησαν ανεξάρτητες επιτροπές ελέγχου σε πολλές μεγάλες πόλεις και βιομηχανικές περιοχές.[29]
Όταν τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ από τις 11 Ιανουαρίου 1923, η γερμανική βαριά βιομηχανία ανέστειλε τη σύγκρουσή της με την κυβέρνηση, και αμφότερες μετατόπισαν την προτεραιότητά τους προς μια διαταξιακή και διακομματική οικονομική αντίσταση, γνωστή και ως «παθητική αντίσταση». Η παθητική αντίσταση, η οποία αναμενόταν από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι θα διαρκούσε για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, περιελάμβανε την αποστολή βοήθειας στις γερμανικές επιχειρήσεις και τους εργάτες, ενώ παράλληλα συντόνιζε τη μη συνεργασία. Οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της μείωσης των γαλλικών απαιτήσεων για αποζημιώσεις και ενός διεθνούς δανείου, αν και η γενική συναίνεση αναγνώριζε ότι και τα δύο θα πληρώνονταν μέσω της αύξησης της γερμανικής παραγωγικότητας.[30] Οι οξείες συγκρούσεις στην σφαίρα της διανομής που είχαν αναδυθεί στο δεύτερο μισό του 1922 είχαν έτσι προσωρινά ανασταλεί. Όπως σημειώνει ο Gerald Feldman, ωστόσο, «το όλο ζήτημα του πώς θα διανεμηθούν τα κοινωνικά και οικονομικά βάρη μιας διευθέτησης μέσα στη γερμανική κοινωνία αιωρούνταν σαν μαύρο σύννεφο πάνω από ολόκληρη την προσπάθεια της παθητικής αντίστασης.»[31]
Στο κατεχόμενο Ρουρ, οι γερμανικοί κρατικοί θεσμοί είχαν κατασταλεί από τον γαλλικό στρατό, οπότε η στρατηγική παθητικής αντίστασης του Κούνο στηρίχθηκε στη συνεργασία εργοδοτικών ενώσεων και συνδικάτων. Επαναλαμβάνοντας τον πολεμικό τους ρόλο ως de facto εκτελεστές του εθνικού μετώπου της συντηρητικής κυβέρνησης, τα συνδικάτα προσπάθησαν να διατηρήσουν κάποια ελάχιστη επιρροή στην κυβέρνηση, παραμένοντας παράλληλα αρκετά ανεξάρτητα ώστε να έχουν επιρροή στους εργάτες. Το αποτέλεσμα ήταν η παράλυση. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, καθώς ο υπερπληθωρισμός κατέτρωγε σοβαρά τα οικονομικά των συνδικάτων και οι βασικές συνδικαλιστικές λειτουργίες έμεναν ανεκπλήρωτες, η συνδικαλιστική οργάνωση στη Ρηνανία-Βεστφαλία ατονούσε και η αξιοπιστία μειώθηκε απότομα.[32]
Στη θέση τους, το κίνημα των εργατικών συμβουλίων ανέλαβε γρήγορα την καθοδήγηση της αυξανόμενης κοινωνικής έκρηξης. Τα κομμουνιστικά εργοστασιακά συμβούλια στο Ρουρ συγκεντρώθηκαν λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της κατοχής, υιοθετώντας την εκστρατεία του KPD για έναν «διμέτωπο πόλεμο» ενάντια στους Γάλλους και Γερμανούς καπιταλιστές. Ένα ολοκληρωμένο συνέδριο των εργατικών συμβουλίων στο Έσσεν στις 11 Μαρτίου συγκέντρωσε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τον προηγούμενο Οκτώβριο, συμπεριλαμβανομένων πολλών αντιπροσώπων των ελεύθερων συνδικάτων που συμμετείχαν παρά τις απειλές αποπομπής από τα συνδικάτα τους. Στο συνέδριο κυριάρχησαν οι κομμουνιστές, αντλώντας δύναμη ιδιαίτερα από τις μεγάλες χαλυβουργίες και τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στα οποία κυριαρχούσαν οι γυναίκες εργάτριες.[33] Οι γυναίκες στην ελαφρά βιομηχανία και την κλωστοϋφαντουργία σε άλλες περιοχές, κυρίως στο Βερολίνο, τη Σαξονία και τη Θουριγγία, επίσης στράφηκαν προς το KPD στις συνδικαλιστικές εκλογές.[34] Πολλές εργάτριες, που συχνά απορρίπτονταν ως «κόφτες μισθών» και ανταγωνιστές των ανδρικών θέσεων εργασίας, παρέμειναν ωστόσο μακριά από την επίσημη συνδικαλιστική πολιτική και μέσα στο οικονομικό χάος διατύπωσαν τα αιτήματά τους μέσω άγριων απεργιών.[35]
Δύο μήνες μετά την πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ο φασισμός φούντωσε στη Βαυαρία. Η γαλλική κατοχή του Ρουρ επιτάχυνε την ανάπτυξη των ρατσιστικών ακροδεξιών οργανώσεων στη Βαυαρία σε βαθμό που είχε να παρατηρηθεί από τον Αύγουστο του 1914.[36] Σύμφωνα με ένα νέο νόμο περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το βαυαρικό κράτος είχε την ευκαιρία να απαγορεύσει ένα προγραμματισμένο συνέδριο του κόμματος NSDAP τον Ιανουάριο. Αντ αυτού, απαγορεύτηκαν όλες οι αριστερές συγκεντρώσεις και όταν το βαυαρικό KPD προσέγγισε το SPD για να καταλάβουν από κοινού το συνεδριακό κέντρο και να εμποδίσουν τη συγκέντρωση των Ναζί, το SPD αρνήθηκε και το συνέδριο συνεχίστηκε ανενόχλητο. Τον Μάρτιο του 1923, μια εσωτερική έκθεση του KPD της Βόρειας Βαυαρίας έκανε λόγο για ένα «είδος ανταρτοπόλεμου μεταξύ των εργατών και των φασιστικών οργανώσεων»: «Σε πολυάριθμες περιοχές της περιφέρειας σημειώθηκαν πολλαπλές συγκρούσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων ο στρατός, η βαυαρική κρατική αστυνομία και η Schutzpolizei, καθώς και η κρατική γραφειοκρατία, ήταν πάντα οι προστάτες των φασιστικών οργανώσεων.»[37]
Ήδη από το φθινόπωρο του 1922, οι ναζιστικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στο Μόναχο συγκέντρωναν περισσότερους συμμετέχοντες από τις συγκεντρώσεις των εργατικών κομμάτων και συνδικάτων. Το Μόναχο ήταν επίσης η οργανωτική έδρα της ναζιστικής Sturmabteilung, η οποία μπορούσε «να κυριαρχεί στους δρόμους του Μονάχου σχετικά χωρίς αντίπαλο ήδη από τον Δεκέμβριο του 1922» και συνέχισε να πέρνει όλο και πιο επαγγελματικό χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Ως απάντηση, δημιουργήθηκαν αριστερές οργανώσεις αυτοάμυνας, αν και λόγω του μικρότερου αριθμού τους, η τακτική τους προσέγγιση βασιζόταν πάντα στη συνεργασία μεταξύ των εργατικών κομμάτων και στη δράση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κινητοποιήσεων μεγάλης κλίμακας από τους τοπικούς εργάτες. Μια πανταχού παρούσα συνείδηση διαπερνούσε τη Βαυαρία –από τις συζητήσεις στο βαυαρικό κοινοβούλιο μέχρι τις εσωτερικές εκθέσεις της αστυνομίας και τις συζητήσεις στα κομματικά έντυπα σε όλο το πολιτικό φάσμα– ότι αυτές οι μάχες στους δρόμους δεν ήταν παρά προάγγελοι μιας ευρύτερης σύγκρουσης εμφυλιοπολεμικού τύπου.[38]
Το εθνικό μέτωπο κατά των Γάλλων αποδείχθηκε ευεργετικό για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς και στο Ρουρ. Όταν οι Γάλλοι έδιωξαν τη στρατιωτικοποιημένη γερμανική αστυνομία στα μέσα Φεβρουαρίου, έμειναν μόνο ακροδεξιές ομάδες και εργοδοτικοί πράκτορες για την αστυνόμευση της δημόσιας τάξης. Το KPD απάντησε στην αυξανόμενη φασιστική απειλή οργανώνοντας ενεργά παραστρατιωτικές ομάδες βάσης, τις «Προλεταριακές Εκατονταρχίες»[39], όχι μόνο στο Ρουρ και τη Βαυαρία, αλλά και στη Σαξονία και τη Θουριγγία. Αρχικά, τα συνδικάτα που ελέγχονταν από το KPD οργάνωσαν τις Εκατονταρχίες ως παράδειγμα για άλλα τοπικά σωματεία στη Ρηνανία-Βεστφαλία. Ο σχηματισμός οργανώσεων αυτοάμυνας εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή υπό την ηγεσία των εργοστασιακών συμβουλίων και οργανώθηκε γύρω από το χώρο εργασίας και όχι ως ιεραρχικές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Οι Προλεταριακές Εκατονταρχίες συγκέντρωναν τα μέλη τους από απλούς εργάτες πέρα από κομματικές γραμμές, συμπεριλαμβανομένων πολλών σοσιαλδημοκρατών που αψήφησαν τους ίδιους τους ηγέτες του κόμματός τους προκειμένου να ενταχθούν σε αυτές.[40]
Η συντηρητική διοίκηση του Κούνο παρέμεινε στην πορεία της παθητικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο, η Ράιχσμπανκ στήριξε μια προσπάθεια σταθεροποίησης του μάρκου με τους εναπομείναντες πόρους της σε χρυσό και συνάλλαγμα, ενώ η κυβέρνηση χρηματοδότησε τη συντήρηση των επιχειρήσεων του Ρουρ, χορηγώντας τους πιστώσεις μεγάλης κλίμακας. Σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των τιμών από τους βιομηχάνους, οι κυβερνητικές προσπάθειες ανέκοψαν με επιτυχία την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Όμως στις 18 Απριλίου, η επιχείρηση στήριξης του μάρκου κατέρρευσε, δίνοντας τη θέση της σε μια νέα περίοδο ραγδαίας υποτίμησης του μάρκου, στην εγκατάλειψη της συγκράτησης των τιμών τον Μάιο και στην κατάρρευση των προσπαθειών σταθεροποίησης των μισθών υπό την αιγίδα των συνδικάτων που είχαν τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στήριξης του μάρκου.[41] Η κοινωνική αναταραχή αναζωπυρώθηκε σε μαζική κλίμακα.
Οι επίσημοι θεσμοί της μεταρρύθμισης, τα ελεύθερα συνδικάτα και το SPD, ήταν πλέον άρρηκτα δεμένα ως ανίκανοι κατώτεροι εταίροι στο εθνικό μέτωπο των εργοδοτών, του κράτους και των καπιταλιστικών κομμάτων. Η απόλυτη αδυναμία των συνδικάτων να εξασφαλίσουν τη στοιχειώδη ύπαρξη των εργαζομένων σε αυτές τις συνθήκες τα απαξίωσε και περιόρισε σημαντικά κάθε άμεσο ρόλο σε απεργίες ή διαδηλώσεις στη Ρηνανία-Βεστφαλία μετά τον Μάιο του 1923.[42] Μέχρι τότε, οι γαλλικές επιτάξεις και οι τελωνειακοί φραγμοί είχαν ρίξει στην ανεργία πολυάριθμους Γερμανούς εργάτες, ενώ η ανεργία στο Ρουρ και στη Γερμανία είχε επίσης φτάσει στο αποκορύφωμά της.[43]
Παράλληλα με την πύκνωση των δικτύων των εργοστασιακών συμβουλίων και των επιτροπών ελέγχου, οι άνεργοι που αυξάνονταν συνεχώς άρχισαν να οργανώνονται. Στα μέσα Φεβρουαρίου, το KPD κάλεσε σε νέες εκλογές για τα συμβούλια ανέργων, τα οποία συγκέντρωναν δυναμική ως οργανωτικές δυνάμεις. Πάνω από τα κεφάλια των συνδικαλιστικών ηγετών, τα συμβούλια ανέργων του Ρουρ κλιμάκωσαν τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις των δημαρχείων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Μέχρι τα τέλη Απριλίου, τα συμβούλια ανέργων, υποστηριζόμενα από το KPD, αλλά υπερβαίνοντας τις κομμουνιστικές τακτικές της συγκυρίας, αποτελούσαν σοβαρή πρόκληση για τα συνδικάτα, απαιτώντας εργασία, ισότητα και αξιοπρεπή μεταχείριση για τους ανέργους – αιτήματα που οι εργοδότες δεν θα ικανοποιούσαν και τα συνδικάτα δεν τολμούσαν να υιοθετήσουν.[44] Το συμβούλιο ανέργων στο Μούλχαϊμ, στο οποίο κυριαρχούσαν οι επαναστάτες συνδικαλιστές,[45] ηγήθηκε μιας διαμαρτυρίας στις 18 Απριλίου, η οποία εξελίχθηκε αυθόρμητα σε εξέγερση, με τέσσερις ημέρες ένοπλης σύγκρουσης σε βιαστικά στημένα οδοφράγματα.[46]
Η ηγεσία του KPD (η Zentrale), τώρα με τον Μπράντλερ στο τιμόνι, διατήρησε μια σταθερή πορεία στο ενιαίο μέτωπο μέσω των αυξανόμενων σχηματισμών συμβουλίων, κερδίζοντας συνδικάτα και συνεταιρισμούς και καλώντας σε μια «εργατική κυβέρνηση» ως βήμα προς τη συνοχή των δυνάμεων για την κοινωνική επανάσταση.[47] Ακόμη και όταν οι κομμουνιστές κέρδισαν ένα αυξανόμενο ποσοστό ψήφων στις εκλογές για τα εργοστασιακά συμβούλια το 1922 και το 1923, προειδοποίησαν να μην συγχέουν αυτές τις εκλογές με την είσοδο των μαζών στην επαναστατική ταξική πάλη. Σύμφωνα με την προοπτική τους, το KPD από μόνο του δεν μπορούσε να λύσει τα προβλήματα της εργατικής τάξης. Γι αυτό, οι εργάτες έπρεπε να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ένα άρθρο στην εφημερίδα Kommunistischer Gewerschafter διατύπωσε την προοπτική της εργατικής αυτενέργειας:
«Πρέπει να είμαστε πολύ ξεκάθαροι με τους εργάτες ότι πρέπει να παλέψουν οι ίδιοι για την απελευθέρωσή τους και ότι το κόμμα μπορεί να υλοποιήσει τα αιτήματά τους μόνο όταν αυτά βασίζονται στις δράσεις της εργατικής τάξης. Αρκεί όμως να πούμε απλώς στους εργάτες να μας ακολουθήσουν στον αγώνα; Όχι! Πρέπει πρώτα να τους το αποδείξουμε μέσα από την πράξη της καθημερινής τους ζωής.»[48]
Ταυτόχρονα, οι απελπισμένες κινήσεις στο Ρουρ αποτελούσαν πρόκληση για τις προσπάθειες των ηγετών του KPD να διατηρήσουν το ρυθμό μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής. Ένα αυξανόμενο στρατηγικό χάσμα άνοιξε στο εσωτερικό του KPD μετά το 8ο Συνέδριο του κόμματος στα τέλη Ιανουαρίου. Μια νέα αριστερή αντιπολίτευση γύρω από τη Ρουθ Φίσερ και τον Αρκάντι Μάσλοφ, με έδρα κυρίως το Βερολίνο, αμφισβήτησε την ηγεσία της Zentrale, απαξιώνοντας τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου ως οπορτουνιστική συνεργασία. Μετά την αποτυχία της αριστερής αντιπολίτευσης να εκλεγεί στην ηγεσία, οι σχέσεις με την Zentrale επιδεινώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να χρειαστεί τελικά διαμεσολάβηση στη Μόσχα στις αρχές Μαΐου.[49]
Καθώς οι υψικάμινοι και οι χαλυβουργίες του Ρουρ άρχισαν να αδρανοποιούνται στις αρχές του καλοκαιριού, ο παραγωγικός όγκος και οι εξαγωγές μειώθηκαν σημαντικά, πέφτοντας κάτω από τα επίπεδα του 1920.[50] Οι βιομήχανοι της χαλυβουργίας ζήτησαν και έλαβαν κυβερνητική χρηματοδότηση πρώτα για το μη παραγωγικό μισθολογικό κόστος, στη συνέχεια και για μια ολόκληρη σειρά από μη παραγωγικά λειτουργικά έξοδα, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν το κλείσιμο των εργοστασίων και τον κίνδυνο της εκτεταμένης ανεργίας.[51] Αν και όλο και πιο ανεπαρκή, τα μέτρα διατηρήθηκαν καθ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών παθητικής αντίστασης.[52] Οι μισθοί συνέχισαν να μειώνονται και τα επιδόματα ανεργίας κατέρρευσαν. Τον Μάιο, η ανεργία κορυφώθηκε τόσο στο Ρουρ όσο και στη Γερμανία. Το εθνικό μέτωπο μεταξύ εργατών και εργοδοτών (με τις ηγεσίες των συνδικάτων να αμφιταλαντεύονται στο ενδιάμεσο) άρχισε να διαλύεται.[53]
Εν μέσω αποτυχημένων διαιτησιών με τους εργοδότες, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας και των ορυχείων του Ρουρ απήργησαν μόνοι τους στις 16 Μαΐου. Η άγρια απεργία άναψε έναν πυρσό σε ένα πεδίο που ξεχείλιζε από προσανάμματα. Ένα μαζικό απεργιακό κύμα από τη βάση πλημμύρισε τη Ρηνανία-Βεστφαλία, καταλήγοντας σε ανοιχτή εξέγερση σε ορισμένες περιοχές και αιφνιδιάζοντας εντελώς το KPD.[54] Η λεπτομερής μελέτη του Larry Peterson εντοπίζει την ουσία της συγκυρίας για τους κομμουνιστές: «το χάσμα μεταξύ των συνθηκών στη Ρηνανία-Βεστφαλία και της υπόλοιπης Γερμανίας γινόταν πολύ μεγάλο για να το γεφυρώσει η τακτική του KPD.»[55]
Το απεργιακό κύμα του Μάη στο Ρουρ διέφερε σημαντικά από τα προηγούμενα μαζικά απεργιακά κύματα από διάφορες απόψεις. Πρώτον, έφερε εργάτες από τα βάθη της σοσιαλδημοκρατικής βάσης, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και συντηρητικών μέχρι πρότινος εργατών. Δεύτερον, οι απεργοί μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τις διάφορες υποδομές των συμβουλίων για να επεκτείνουν την απεργία ανεξάρτητα από τον κομμουνιστικό συντονισμό. Ταυτόχρονα, ο φραξιονισμός εμπόδισε το KPD να λειτουργήσει ως ενιαίο κόμμα μέχρι να επιτευχθεί συμβιβασμός στη Μόσχα. Τέλος, η «επιθετική, δυναμική της βάσης» του κινήματος «οδήγησε αναπόφευκτα σε αυθόρμητες, εξεγέρσεις αυτοάμυνας».[56] Το φάντασμα των ένοπλων επαναστατικών εξεγέρσεων του Μαρτίου 1920 είχε ξυπνήσει από τα βάθη των ορυχείων.
Η Κομμουνιστική Zentrale αισθάνθηκε υποχρεωμένη να παρέμβει. Για να αποφύγει μια απομονωμένη και εκτεθειμένη εξεγερσιακή δράση, το KPD συναντήθηκε στο Έσσεν στις 25 Μαΐου με τους ηγέτες των περιφερειών και των υποπεριφερειών για να πιέσει για έναν ελεγχόμενο τερματισμό της απεργίας. Την επόμενη μέρα εξέδωσαν μια πανεθνική προκήρυξη, η οποία έδινε «ιδιαίτερη βαρύτητα στην έμφαση μόνο στον αγώνα για τους μισθούς, στην παρούσα αδυναμία να ηγηθούν ενός πολιτικού αγώνα για την εξουσία και στην αναγκαιότητα σχηματισμού ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στους φασίστες».[57] Κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας, το KPD και τα συμμαχικά αριστερά συνδικάτα της περιοχής χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του ηθικού τους κύρους ως ηγέτες της επαναστατικής αριστεράς, για να σταματήσουν την επέκταση της απεργίας και να θέσουν το κίνημα υπό κεντρικό έλεγχο, πείθοντας τους απεργούς των άγριων απεργιών να αποδεχτούν μια συμφωνία που επιτεύχθηκε από τα ελεύθερα συνδικάτα.
Οι ίδιοι οι ηγέτες του KPD ήταν βέβαιοι ότι αν το KPD συνέχιζε να πολιτικοποιεί τις απεργίες, η πλήρης προλεταριακή κυριαρχία στο Ρουρ θα ήταν πολύ κοντά.[58] Πίσω από τα εργοστασιακά συμβούλια, τα συμβούλια ανέργων, τις επιτροπές ελέγχου και τις Προλεταριακές Εκατονταρχίες βρισκόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και η πραγματική δύναμη αυτών των οργάνων εξαρτιόταν από την υποστήριξη που τους έδιναν οι απλοί εργάτες. Αυτοί οι θεσμοί –οι ζωντανές ενσαρκώσεις του Ενιαίου Μετώπου– αντλούσαν τη δύναμή τους από το άμεσο ρίζωμά τους στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές, επιτρέποντάς τους να υπερβούν τον παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ «οικονομικών» και «πολιτικών» οργανώσεων, ενώ παράλληλα προωθούσαν αποτελεσματική δράση σε όλους τους τομείς. Η δομή και η απήχησή τους ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Larry Peterson, «τα κλειδιά για να μετατραπεί η άμορφη δυσαρέσκεια και ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός σε ένα συντονισμένο επαναστατικό κίνημα.»[59]
Ωστόσο, η ηγεσία του KPD βρέθηκε στην ασυνήθιστη θέση να συγκρατήσει την επαναστατική έκρηξη της βάσης, για την οποία είχε δουλέψει τόσο σκληρά. Οι ενέργειες φρεναρίσματος είχαν ως κίνητρο την επιθυμία να αποφύγουν τις προκλήσεις και τα επικίνδυνα αντίποινα του γερμανικού κράτους στην κατεχόμενη περιοχή, ενώ στην υπόλοιπη χώρα δεν υπήρχε ακόμη επαναστατική αναταραχή.[60] Όπως ανέφερε μια έκθεση προς την Κομιντέρν, «το κόμμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να θέσει ένα προλεταριακό τελεσίγραφο από την περιοχή του Ρουρ, δηλαδή να μετατρέψει τη μαζική οικονομική απεργία σε μια μεμονωμένη πολιτική δράση».[61] Για την ηγεσία του KPD, οι εμπρηστικές συνθήκες του 1923 έμοιαζαν να φωτίζουν μόνο δύο δρόμους προς την επανάσταση: να συγκρατήσει τις ταξικές δυνάμεις της βάσης όταν αυτές εμφανίζονταν, αναμένοντας μια πιο κατάλληλη στιγμή, ή να εξαπολύσει αμέσως, παρ όλους τους κινδύνους, μια ολομέτωπη εξέγερση ενάντια στο γερμανικό κράτος.
Ξεκινά η γαλλική κατοχή του Ρουρ, 11 Ιανουαρίου 1923
Μέρος δεύτερο
Καλοκαίρι 1923: Ο αγώνας κατά του φασισμού
Κατά τη διάρκεια του έτους της επαναστατικής κρίσης, οι κομμουνιστές αποτελούσαν μια τρομερή κοινωνική δύναμη. Τα μέλη του KPD ήταν περίπου 300.000, οργανωμένα σε 3.321 τοπικές ομάδες, εν μέρει με βάση τους εργοστασιακούς πυρήνες.[62] Σύμφωνα με αναφορές στο κομματικό συνέδριο του Ιανουαρίου, το KPD είχε στη διάθεσή του περίπου χίλιους συνδικαλιστικούς πυρήνες, συγκεντρωμένους κυρίως στο Βερολίνο, τη Σαξονία και τη Ρηνανία-Βεστφαλία. Η παρουσία των κομμουνιστών ήταν μεγαλύτερη στη μεταλλουργία, τα ορυχεία και τις κατασκευές, αν και είχαν επίσης σημαντική παρουσία και σε άλλες βιομηχανίες.[63] Αλλά όπως έδειχνε η λογική της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, η πραγματική δύναμη του κόμματος δεν ήταν μόνο στους αριθμούς, τις ψήφους ή ακόμη και την ιδιοφυΐα των κορυφαίων ηγετών του. Η κομμουνιστική πολιτική δραστηριότητα βασιζόταν αντίθετα στα στελέχη του κόμματος –το επίπεδο της εμπειρίας και της πολιτικής τους οξυδέρκειας– στους χώρους εργασίας, στα συμβούλια και στις κοινότητες.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1923, τα στελέχη του KPD είχαν εξαντληθεί. Η έλλειψη εκπαιδευμένων στελεχών αποτελούσε συνεχές παράπονο των τοπικών οργανώσεων προς την Zentrale και οι αναγκαστικές άδειες είχαν ήδη εφαρμοστεί ως έκτακτο μέτρο ανάκαμψης.[64] Ακόμη και εν μέσω προεπαναστατικής κατάστασης, η συστηματική πολιτική εκπαίδευση είχε προτεραιότητα ως μέσο αναπλήρωσης και διεύρυνσης του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος. Το 1923 εκδόθηκε το θεμελιώδες βιβλίο του μαρξιστή φιλοσόφου Καρλ Κορς, Μαρξισμός και φιλοσοφία, ένα βιβλίο που θα γινόταν ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της κριτικής θεωρίας.[65] Εκείνο το καλοκαίρι, η Zentrale έβαλε τον Κορς και άλλους στη δουλειά, διοργανώνοντας εκτεταμένα μαθήματα για τα εργοστασιακά συμβούλια και την κομμουνιστική δραστηριότητα μέσα σε αυτά.[66]
Αντιμέτωπο με μια οικονομία υπό κατάρρευση και την ισχυρή απειλή του ανερχόμενου φασισμού, η προσπάθεια του KPD για ηγεμονία περιελάμβανε κάτι περισσότερο από την κατάκτηση βασικών αναγκών και την προβολή σωστών συνθημάτων. Το κομμουνιστικό όραμα για μια διέξοδο από την κρίση έγινε υλικό από εκπαιδευμένους και έμπειρους τοπικούς οργανωτές που κέρδισαν την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη των απλών Γερμανών που αγωνίζονταν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν ένα μέλλον. Από τη μια πλευρά, σε πολλές πόλεις υπήρχαν βαθιά ρήγματα μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών, που εμπόδιζαν ακόμη και τη στοιχειώδη συνεργασία ενάντια στους φασίστες.[67] Από την άλλη πλευρά, τα κύματα των νεοπολιτικοποιημένων δυσκολεύονταν να εμπιστευτούν τους σοσιαλδημοκράτες που είχαν πρωτοστατήσει σε τέτοια κρίση και καταστολή. Στα τέλη Ιουλίου, όταν η αστυνομία του Βερολίνου ποδοπάτησε μια γυναίκα που ζητούσε πατάτες στην ουρά μιας αγοράς τροφίμων, συμπονετικοί παρευρισκόμενοι τη μάζεψαν για τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες. Δεν τη μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά στα τοπικά γραφεία της Die Rote Fahne, της εφημερίδας του KPD.[68]
Ο φασισμός, επίσης, εισχωρούσε βαθύτερα στον κοινωνικό ιστό. Την Πρωτομαγιά στο Μόναχο έγινε ένα ναζιστικό πραξικόπημα που αποφεύχθηκε οριακά. Στις βαυαρικές επαρχίες, οι ναζιστικές δυνάμεις ανέλαβαν καθήκοντα «αστυνομίας έκτακτης ανάγκης» κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και πραγματοποίησαν επιδρομές στα κεντρικά γραφεία των συνδικάτων, σε σπίτια κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών και σε εβραϊκά καταστήματα, συχνά με την υποστήριξη του βαυαρικού κράτους.[69] Η Ράιχσβερ στη Βαυαρία επιδόθηκε εκείνη τη στιγμή στον ενεργό εξοπλισμό των ναζί και στην καταστολή κάθε κάλυψης της συνεργασίας στον Τύπο, αναγκάζοντας τελικά την εφημερίδα του KPD στη Βαυαρία να κλείσει μέχρι το 1925.
Τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο αυξήθηκαν τόσο οι οικονομικές όσο και οι πολιτικές δράσεις σε όλη τη Γερμανία, καθώς και η εντεινόμενη απειλή από τους φασίστες, οι οποίοι πλέον οργανώνονταν σε συνεργασία με τη Μαύρη Ράιχσβερ.[70] Ο υπερπληθωρισμός είχε ιδιαίτερα οξύ ψυχολογικό αντίκτυπο στη γερμανική μεσαία τάξη και τους αγρότες, απογυμνώνοντάς τους από την οικονομική και κοινωνική ασφάλεια και ωθώντας τους σε μια ταχεία πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Το αν η ριζοσπαστικοποιητική τους πορεία οδηγούσε προς τον κομμουνισμό ή τον φασισμό ήταν θέμα πολιτικής διαμάχης.
Ενώ το μέλλον της γερμανικής κοινωνίας και της παγκόσμιας επανάστασης κρέμονταν από μια κλωστή, μια διευρυμένη συνάντηση της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 12 έως τις 23 Ιουνίου για να χαράξει μια πορεία προς τα εμπρός.[71] Η Κλάρα Τσέτκιν, η σεβάσμια δύναμη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ξεκίνησε τη βασική συζήτηση με μια πρωτοποριακή και εμπεριστατωμένη ανάλυση του διεθνούς φασισμού.[72] Η Τσέτκιν υποστήριξε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι φασίστες με οργανωμένη δύναμη στους δρόμους, αλλά βασιζόμενη στις πρωτοποριακές ιδέες της για το ρόλο της κομμουνιστικής κουλτούρας και ιδεολογίας τουλάχιστον από το 1906, έδωσε επίσης ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις του αγώνα κατά του φασισμού. Ζητούσε ένα διευρυμένο όραμα της κομμουνιστικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Οι διογκούμενες μάζες των πεινασμένων και απελπισμένων, υποστήριζε, αναζητούσαν διέξοδο από την πανταχού παρούσα δυστυχία της εποχής.
«Αυτό περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το να γεμίζει κανείς το στομάχι του. Όχι, οι καλύτεροι από αυτούς αναζητούν μια διέξοδο από τη βαθιά ψυχική οδύνη. Λαχταρούν νέα και ακλόνητα ιδανικά και μια κοσμοθεωρία που θα τους επιτρέψει να κατανοήσουν τη φύση, την κοινωνία και την ίδια τους τη ζωή∙ μια κοσμοθεωρία που δεν είναι μια στείρα φόρμουλα, αλλά λειτουργεί δημιουργικά και εποικοδομητικά.»[73]
Το αίτημα της Τσέτκιν για προλεταριακή ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης της αστικής διανόησης, αντιπροσώπευε τον διευρυμένο πυρήνα της προσέγγισης του ενιαίου μετώπου πέρα από τον επιμέρους μηχανισμό της δράσης στους χώρους εργασίας. Ακόμα κι έτσι, για την Τσέτκιν το ενιαίο μέτωπο δεν σήμαινε ταξική συνεργασία με το κεφάλαιο ή άμβλυνση των κομμουνιστικών στόχων.
«Πρέπει να διατηρήσουμε την κομμουνιστική μας ιδεολογία σε όλη της τη δύναμη και τη σαφήνεια. Όσο περισσότερο πηγαίνουμε στις μάζες, τόσο πιο αναγκαίο είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα να είναι οργανωτικά και ιδεολογικά ενοποιημένο... Αν κάνουμε παραχωρήσεις στην “έλλειψη κατανόησης” των μαζών... Χάνουμε αυτό που είναι το πιο σημαντικό για αυτούς που το αναζητούν – αυτό που τους ενώνει: τη φλόγα μιας νέας κοινωνικής ζωής που ζεσταίνει και φωτίζει, φέρνοντας ελπίδα και δύναμη στον αγώνα.»[74]
Στην περίοδο συζήτησης που ακολούθησε, ο κύριος προπαγανδιστής της Κομιντέρν και επικεφαλής σύμβουλος του γερμανικού κόμματος, Καρλ Ράντεκ, επανέλαβε τις παρατηρήσεις της Τσέτκιν. Συγκεκριμένα, τόνισε την ψυχολογική ζωή πολλών Γερμανών που αναζητούσαν διέξοδο από την κρίση. Η ομιλία του στηρίχτηκε στο παράδειγμα ενός Γερμανού φασίστα ονόματι Σλάγκετερ, «του ταξικού μας εχθρού", ο οποίος είχε χαραμίσει τη ζωή του για έναν ψεύτικο σκοπό. Οι κομμουνιστές θα αντισταθούν στα φασιστικά εργαλεία των κερδοσκόπων και των μεγαλοβιομηχάνων, δήλωσε ο Ράντεκ, και «θα αντιτάξουν τη βία στη βία»:
«Αλλά πιστεύουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εθνικιστικά σκεπτόμενων μαζών δεν ανήκει στο στρατόπεδο των καπιταλιστών αλλά στο στρατόπεδο των εργατών. Θέλουμε να βρούμε, και θα βρούμε, το δρόμο προς αυτές τις μάζες. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να κάνουμε ανθρώπους σαν τον Σλάγκετερ, που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για έναν κοινό σκοπό, όχι περιπλανώμενους στο κενό, αλλά περιπλανώμενους σε ένα καλύτερο μέλλον για ολόκληρη την ανθρωπότητα.»[75]
Βασιζόμενοι στην ανάλυση της Τσέτκιν και σε παρόμοια θέματα που είχε διατυπώσει ο Μπράντλερ νωρίτερα εκείνο το καλοκαίρι, η προσέγγιση επιδίωκε να κερδίσει ή να ουδετεροποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που έλκονταν από τον ακροδεξιό εθνικισμό στη Γερμανία και έτσι να απομακρύνει μια σημαντική απειλή για την εργατική εξουσία.[76]
Οι αυξανόμενες ενδείξεις ότι η μυστική αλλά αναπτυσσόμενη Μαύρη Ράιχσβερ ετοιμαζόταν για μια πορεία με τους φασίστες στη Σαξονία, τη Θουριγγία και το Βερολίνο, έπεισαν τελικά τον Μπράντλερ ότι ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Η Zentrale του KPD απέρριψε την πίεση του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ να επιταχύνει πρόωρα έναν επιθετικό αγώνα, αλλά έλαβε νέα δημόσια μέτρα ενάντια στην απειλή του φασισμού. Ο Μπράντλερ απηύθυνε έκκληση στις 11 Ιουλίου. Η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη που το KPD έπρεπε να κινητοποιήσει ολόκληρη την εργατική τάξη, αλλά ταυτόχρονα να είναι αποφασισμένο να «σαλπίσει μόνο του το σύνθημα της μάχης και να αναλάβει μόνο του την ηγεσία του αγώνα» αν το SPD και τα αστικά κόμματα το εγκατέλειπαν.[77] Η 29η Ιουλίου ανακηρύχθηκε Αντιφασιστική Ημέρα και ανακοινώθηκαν μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία. Λίγο αργότερα, σχεδόν όλα τα γερμανικά κρατίδια ανακοίνωσαν την απαγόρευση των διαδηλώσεων, γεγονός που κλιμάκωσε το διακύβευμα των δράσεων από επίδειξη δύναμης και διεκδίκηση της αντιφασιστικής ηγεμονίας σε πιθανή σύγκρουση με το ένοπλο κράτος.
Αντιλαμβανόμενη την κακή προετοιμασία του κόμματος για μια τέτοια αντιπαράθεση, η πλειοψηφία της Zentrale ήθελε να αποφύγει μια πρόκληση ή μια μάχη στην ημέρα και στον τόπο που θα επέλεγε ο εχθρός, αλλά η αριστερή φράξια στο Βερολίνο δεν θα ανεχόταν μια συνθηκολόγηση με την απαγόρευση. Μετά από συνεννόηση με τον Ράντεκ και άλλους στη Μόσχα, η πλειοψηφία της ηγεσίας του KPD αποφάσισε να αντικαταστήσει τις διαδηλώσεις στους δρόμους με μαζικές συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους εκεί όπου είχαν απαγορευτεί οι διαδηλώσεις.[78]
Συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας στο Βερολίνο το 1923
Η πτώση του Κούνο
Καθώς η Αντιφασιστική Ημέρα προχωρούσε, την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου σημειώθηκαν αυθόρμητες μαχητικές δράσεις σε όλη τη Ρηνανία-Βεστφαλία, που υπερέβαιναν τις πολιτικές διαιρέσεις και τους βιομηχανικούς κλάδους.[79] Στις συνθήκες υπερπληθωρισμού, όπου η πληρωμή απαιτούνταν κάθε δύο έως τρεις ημέρες, οι απεργίες αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές για να εξασφαλίσουν την πληρωμή και τις αυξήσεις των μισθών αρκετά γρήγορα. Οι εργαζόμενοι κατέφυγαν σε μαζικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις εργοστασίων και ορυχείων, γεγονός που τους επέτρεψε να διατηρήσουν τον φυσικό έλεγχο των μέσων παραγωγής στη βαριά βιομηχανία. Τα αιτήματα στρέφονταν πλέον τόσο κατά των Γάλλων κατακτητών όσο και κατά των Γερμανών εργοδοτών, σύμφωνα με την προοπτική του KPD για έναν «διμέτωπο πόλεμο», ενώ συχνά προέκυπταν εκκλήσεις για την ανατροπή της κυβέρνησης Κούνο.
Καθώς τα ελεύθερα συνδικάτα έχασαν τη βασική οργανωτική ικανότητα και την εμπιστοσύνη των μελών τους, οι εργάτες στράφηκαν στα εργοστασιακά συμβούλια και το KPD για τη συντονισμένη ηγεσία αυτών των αυθόρμητων και εκρηκτικών κινημάτων. Αλλά χωρίς ενισχύσεις από ενεργοποιημένα συμβούλια στην υπόλοιπη χώρα, το KPD φοβήθηκε μια «πρόωρη επανάσταση» και παρέταξε ολόκληρο τον περιφερειακό μηχανισμό του για να ελέγξει αυστηρά τους ευρύτερους σχηματισμούς συμβουλίων. Ο στόχος τους ήταν να κρατήσουν το κίνημα σε υποβόσκουσα κατάσταση, αποφεύγοντας προσεκτικά την επιτάχυνση σε μια προεπαναστατική αντιπαράθεση.
Μέχρι τις 9 Αυγούστου, μετά από δύο εβδομάδες συνεχών ταραχών, το κίνημα στο Ρουρ άρχισε να ξεπερνά τις προσπάθειες του KPD να το συγκρατήσει σε πολλές περιοχές. Έως και 400.000 εργάτες σε όλους τους κλάδους συμμετείχαν σε μια συνεχώς ανανεούμενη σειρά αυθόρμητων μαζικών διαμαρτυριών, καταλήψεων και άλλων κλιμακούμενων δράσεων στη Ρηνανία. Οι προλεταριακές φρουρές έλεγξαν πλήρως αρκετές πόλεις. Ανομοιόμορφα, αλλά με μια στοιχειακή δύναμη, η επαναστατική ενέργεια ξεχύθηκε από το Ρουρ και έφτασε στο Βερολίνο μέσα σε μια νύχτα.
Τα τρένα του Βερολίνου ήταν τα πρώτα που έκλεισαν λόγω απεργιών νωρίς το πρωί, ακολουθούμενα από τα τυπογραφεία, τα οποία απειλούσαν να σταματήσουν τον ατελείωτο χείμαρρο του υποτιμημένου νομίσματος.[80] Μέσα σε λίγες ώρες, η κυβέρνηση θα ξέμενε από μέσα πληρωμής. Το κεφάλαιο είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στον Κούνο ότι θα έλυνε την εκτεταμένη κρίση υπέρ του. Η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση διαχύθηκε σε μεγάλα στρώματα της μεσαίας τάξης, ακόμη και σε ηγετικά τμήματα του ίδιου του κυβερνητικού συνασπισμού του Κούνο.
Την προηγούμενη ημέρα, οι ηγέτες του SPD είχαν πείσει τους συνδικαλιστικούς ηγέτες να μην υποστηρίξουν τη συντονισμένη απεργία, επικαλούμενοι υποσχέσεις για αντιπληθωριστική παρέμβαση της κυβέρνησης. Οι προσπάθειές τους να ηρεμήσουν την κατάσταση δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αναντίστοιχες με τη διάθεση της βάσης των Σοσιαλδημοκρατών. Κυλιόμενες απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων συνέχισαν να συγκλονίζουν το Ρουρ. Μπροστά από τα κατειλημμένα από τους εργάτες ορυχεία στήθηκαν αγχόνες, ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τους εργοδότες.[81]
Εν μέσω μεγάλων κλειστών εργοστασίων παραγωγής και απεργιών των εργατών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στο Βερολίνο, το εθνικό συνέδριο των συμβουλίων εργαζομένων συνεδρίασε σε κατάμεστες αίθουσες το πρωί της 11ης Αυγούστου. Προεδρεύων ήταν ο Χέρμαν Γκρότε, κομμουνιστής και πρώην επαναστάτης εργοστασιακός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Νοέμβρη. Ο Γκρότε ήταν επικεφαλής της Πανεθνικής Επιτροπής Δράσης των εργοστασιακών συμβουλίων, η οποία συντόνιζε το κίνημα των συμβουλίων όλους τους προηγούμενους μήνες και είχε πλέον την υποστήριξη 20.000 εργοστασιακών συμβουλίων. Το συνέδριο δεν χρειάστηκε πολύ συζήτηση για να υιοθετήσει την πρόταση του Γκρότε για τριήμερη γενική απεργία και το σχηματισμό κυβέρνησης εργατών και αγροτών.
Όταν ήρθε η ώρα, τρία εκατομμύρια εργάτες και υπάλληλοι κυρίως στο Βερολίνο απήργησαν, ρίχνοντας την κυβέρνηση Κούνο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Στη συνέχεια, η γενική απεργία συνεχίστηκε υπό την οργάνωση των εργατικών συμβουλίων. Εν τω μεταξύ, μια ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου αναπτυσσόταν ραγδαία σε ολόκληρη τη Γερμανία, με συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών που είχαν ως αποτέλεσμα πολυάριθμους θανάτους σε δώδεκα πόλεις. Βίαιες δονήσεις συγκλόνισαν την πόλη-λιμάνι του Αμβούργου: καθώς η αστυνομία αφοπλίστηκε και ξυλοκοπήθηκε και οι αποθήκες τροφίμων δέχτηκαν επιδρομές, ανθρώπινες αλυσίδες εργατριών περικύκλωσαν τα ναυπηγεία για να προστατεύσουν τις απεργίες με αίτημα τον εργατικό έλεγχο της παραγωγής.[82]
Μετά την πτώση του Κούνο, ένας νέος μεγάλος συνασπισμός υπό τον Γκούσταβ Στρέσεμαν προσπάθησε να ελέγξει την αυξανόμενη καταιγίδα στη Γερμανία, τώρα με τη συμμετοχή του SPD. Η κυβέρνηση του Στρέσεμαν προσπάθησε να αντιστρέψει την πορεία του Κούνο και να σταθεροποιήσει την οικονομική κατάσταση με τη βοήθεια των συνδικάτων σιδήρου και χάλυβα.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, η ηγεσία των εργοστασιακών συμβουλίων υπό τον Γκρότε κάλεσε σε εξάπλωση της γενικής απεργίας για την αντικατάσταση της νέας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού από μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών. Η ηγεσία του KPD, η οποία είχε αιφνιδιαστεί από τη μαχητικότητα της γενικής απεργίας, υποστήριξε αρχικά την προοπτική των εργοστασιακών συμβουλίων, αλλά αμφιταλαντεύτηκε μπροστά στον προβλεπόμενο αντίκτυπο των υποσχέσεων του Στρέσεμαν. Εκείνο το απόγευμα, η ηγεσία του KPD αποφάσισε να αποστρατεύσει την πολιτική απεργία φέρνοντας την πολιτική απεργία στα οικονομικά κανάλια και κάλεσε δημοσίως σε συντονισμένο τερματισμό της γενικής απεργίας.[83]
Στην Κεντρική Γερμανία, ωστόσο, η γενική απεργία είχε πυροδοτήσει ένα ανανεωμένο μαζικό κίνημα που τώρα κατευθυνόταν απρόσκοπτα εναντίον της νέας κυβέρνησης συνασπισμού. Στις 14 Αυγούστου, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες στο ένα εργοστάσιο μετά το άλλο στις περιοχές της Σαξονίας και της Θουριγγίας προσχώρησαν στη γενική απεργία κατά του Στρέσεμαν.[84] Τα τεράστια εργοστάσια Leuna της Χάλε σταμάτησαν και, με λίγες εξαιρέσεις, η γενική απεργία διείσδυσε σχεδόν στο σύνολο της βιομηχανικής περιοχής Χάλε-Μέρσεμπουργκ, συμπεριλαμβανομένων των εργατών γης και της μεσαίας τάξης.[85] Σε μια πόλη έξω από τη Λειψία, είκοσι επτά εργοστάσια έκλεισαν και οι γυναίκες και οι άνδρες που απεργούσαν διαδήλωναν υπό τους βροντερούς ήχους της Διεθνούς από το κέντρο της πόλης προς την αγορά.[86] Καθ’ όλη τη διάρκεια των απεργιών, οι εργάτες αναγκάζονταν να συμμετέχουν σε έναν «αδιάκοπο ανταρτοπόλεμο με την αστυνομία», η οποία συχνά ήταν βαριά οπλισμένη.[87]
Αργότερα την ίδια μέρα, τα εργοστασιακά συμβούλια ακολούθησαν την καθοδήγηση του KPD, διακόπτοντας τη γενική απεργία με την αιτιολογία ότι φοβόντουσαν ότι η συνέχισή της θα οδηγούσε σε συγκρούσεις μεταξύ των εργατών.[88] Ακόμα και χωρίς συντονισμένη ηγεσία, τόσο οι πολιτικές όσο και οι οικονομικές απεργίες συνεχίστηκαν στην Κεντρική Γερμανία για τέσσερις μέρες ακόμα.[89] Ακολούθησε ταχεία καταστολή τις επόμενες εβδομάδες, με 200 συλλήψεις απεργών, εκατό χιλιάδες απολύσεις, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών του SPD στην Πρωσία άσκησε δίωξη κατά των ηγετών του επαναστατικού κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων.[90]
Αντιπροσώπευαν οι μαζικές πολιτικές απεργίες και δράσεις σε όλη τη Γερμανία τον Αύγουστο μια επαναστατική στιγμή; Αρχικά, οι κομμουνιστές ηγέτες είχαν πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις για τις δυνατότητες κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας. Ενώ ορισμένοι περιέγραφαν την απεργία ως νικηφόρο αγώνα της επαναστατικής εργατικής τάξης που είχε φτάσει σε ένα ποιοτικά νέο επίπεδο στην ταξική πάλη, άλλοι τόνιζαν την «πολιτική εξάντληση» του κινήματος του Βερολίνου μετά την αρχική του έξαρση.[91] Η έκθεση για το κίνημα της γενικής απεργίας προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν το χαρακτήριζε ως έναν επιτυχημένο αγώνα υπό την ηγεσία του KPD, ο οποίος όμως είχε κάπως κατευναστεί από τις παραχωρήσεις που κέρδισε στο Βερολίνο.[92] Ενάντια σε αυτές τις εκτιμήσεις στέκεται το γεγονός ότι το απεργιακό κίνημα στην υπόλοιπη χώρα μόλις ξεκινούσε όταν ματαιώθηκε η απεργία του Βερολίνου.
Ακόμα και όταν εγκωμίασε την απεργία ως νίκη, ο Μπράντλερ είδε σε αυτήν την αδυναμία του προλεταριάτου, περιγράφοντάς την ως μια μάλλον ανίσχυρη, αυθόρμητη εξέγερση που εξαπολύθηκε από την επιδείνωση της γενικής κατάστασης.[93] Ο Μπράντλερ υπερασπίστηκε την πορεία που ακολούθησε το KPD αργότερα τον Αύγουστο: «Είπαμε συνειδητά ότι δεν θέλουμε να είμαστε υπεύθυνοι για την επίσπευση του κινήματος στην αρχή του και την προώθησή του... δεν θέλουμε να είμαστε το κινητήριο στοιχείο από την αρχή». Συνεπής με τη νέα προσέγγιση του KPD κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του Ρουρ τον Μάιο, ο Μπράντλερ επέμεινε και εδώ ότι «θέλαμε να περιμένουμε και να δούμε την έκταση της στοιχειακής δύναμης του κινήματος.»[94]
Μόνος μεταξύ των ηγετών του KPD, ο Ερνστ Μέγιερ έθεσε το ερώτημα αν θα μπορούσαν να κερδηθούν περισσότερα μέσω της απεργίας.[95] Αφού εγκατέλειψε την Zentrale στις αρχές του έτους, ο Μέγιερ έγινε περιφερειακός ηγέτης πολλών νοτιοδυτικών τμημάτων του KPD το καλοκαίρι, γεγονός που τον έφερε σε πολύ στενότερη επαφή με τους επί τόπου οργανωτές, εκδότες και αγκιτάτορες του κόμματος σε σχέση με πολλούς άλλους ηγέτες της Zentrale, ακόμη και αν παρέμεινε de facto μέλος της ηγεσίας του KPD.[96] Ο Μέγερ διατύπωσε μια προοπτική που είχε τις ρίζες της στην προσέγγιση του ενιαίου μετώπου του κόμματος υπό την ηγεσία του το προηγούμενο έτος, με επίκεντρο την έναρξη μικρότερων (ή «μερικών») δράσεων που ένωναν τους εργαζόμενους μέσω της δράσης ως προετοιμασία για κλιμακούμενες και –μερικές φορές απρόβλεπτες– πολιτικές αντιπαραθέσεις. «Το κόμμα δεν πρέπει ποτέ να είναι ένα βήμα πίσω, αλλά μάλλον πρέπει να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από τις μάζες. Αυτό όμως δεν πρέπει ποτέ να σημαίνει εκατό βήματα μπροστά, κάτι που θα μας άφηνε εκτός επαφής με τις μάζες.»[97] Μετά τα γεγονότα των επόμενων μηνών, αυτές οι διαφορές στην προσέγγιση υποβλήθηκαν σε σχολαστική ανάλυση, τα αποτελέσματα της οποίας θα είχαν σημαντικές προεκτάσεις για το μέλλον του γερμανικού και του παγκόσμιου κομμουνισμού.
Αντιφασιστική διαδήλωση στη Δρέσδη, Σαξονία, στα τέλη του καλοκαιριού του 1923
Ο Γερμανικός Οκτώβρης
Στην Κόκκινη Μόσχα, το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Στα τέλη Αυγούστου του 1923, η οικονομική απελπισία και η δυσαρέσκεια για τη Νέα Οικονομική Πολιτική στη Ρωσία ήταν διάχυτη στις τάξεις των νεαρών μπολσεβίκων. Οι προοπτικές για τη διεθνή επανάσταση αδράχτηκαν σαν σωτηρία. Η Ρουθ Φίσερ θυμόταν τη σοβιετική πρωτεύουσα «γεμάτη με συνθήματα που καλωσόριζαν τη γερμανική επανάσταση. Πανό και λάβαρα ήταν αναρτημένα στο κέντρο της πόλης με συνθήματα όπως “Ρωσική νεολαία, μάθε γερμανικά – Ο γερμανικός Οκτώβρης πλησιάζει”». Ένας εργάτης από την περιοχή του Ντονμπάς, απογοητευμένος από την «κοροϊδία των τοπικών σοβιετικών ηγετών για τον εργαζόμενο ανθρακωρύχο», διευκρίνισε επιγραμματικά το διακύβευμα της Γερμανικής Επανάστασης για τους απλούς σοβιετικούς εργάτες: «Θα είχαμε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς εδώ και πολύ καιρό –μπορείτε να είστε σίγουροι γι’ αυτό– αλλά κοιτάξτε, δεν μπορεί κανείς να είναι προδότης της Γερμανικής Επανάστασης.»[98]
Στις 21 και 22 Αυγούστου, το Πολιτικό Γραφείο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατέληξε σε μια τολμηρή νέα επιθετική πορεία για το KPD, την οποία ο Ζινόβιεφ είχε σκιαγραφήσει την προηγούμενη εβδομάδα.[99] Η τελευταία ώρα πλησίαζε στη Γερμανία, υποστήριξε ο Ζινόβιεφ∙ οι τεχνικές και στρατιωτικές προετοιμασίες πρέπει να επιταχυνθούν, διότι η εξέγερση δεν ήταν πλέον θέμα ετών αλλά μηνών, που σύντομα θα γίνονταν εβδομάδες.[100] Η προοπτική του Ζινόβιεφ έγινε αποδεκτή ως αναπόφευκτη από το Ρωσικό Πολιτικό Γραφείο και οι προετοιμασίες για έναν «Γερμανικό Οκτώβρη» ξεκίνησαν. Από τότε και μετά, το KPD επικέντρωσε όλες τις δυνάμεις και τους πόρους του στην τεχνική προετοιμασία της εξέγερσης και στο να οδηγήσει το κόμμα στην παρανομία.
Η νέα κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού υπό τον Στρέσεμαν δεν παρουσίασε κανένα από τα αδύναμα, ανίκανα και αναποφάσιστα χαρακτηριστικά του καθεστώτος Κούνο.[101] Η μετάβαση στην τιμολόγηση σε σταθερές αξίες αποκάλυψε τις δραστικές υπερβάσεις των γερμανικών τιμών σε σχέση με τα επίπεδα της παγκόσμιας αγοράς μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, επηρεάζοντας σοβαρά ό,τι είχε απομείνει από το ανταγωνιστικό εξαγωγικό πλεονέκτημα της Γερμανίας και προκαλώντας τους εργοδότες να ανανεώσουν την προσπάθειά τους για χαμηλότερες τιμές μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και της επιμήκυνσης των ωρών εργασίας.[102] Μετά την αναβολή της στις αρχές του έτους, το επερχόμενο τέλος του υπερπληθωρισμού επέτρεψε στην ταξική σύγκρουση στη βάση της να έρθει στο φως για άλλη μια φορά. Για τους βιομήχανους της βαριάς βιομηχανίας, το διάλειμμα της παθητικής αντίστασης ήταν θέμα κέρδους, όπως έχει αναλύσει ο Gerald Feldman: «Ο κοινός παρονομαστής όλων των σχεδίων και των προσπαθειών των βιομηχάνων για τη διευθέτηση του ζητήματος του Ρουρ ήταν ακριβώς η προσπάθεια να πληρώσουν οι εργάτες τη διευθέτηση με τα κέρδη της επανάστασης.»[103]
Για να το πετύχουν αυτό, οι βιομήχανοι προσέβλεψαν στην αναπτυσσόμενη ακροδεξιά στη Βαυαρία για να σπάσουν επιτέλους τη σπονδυλική στήλη του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος. Στις 26 Σεπτεμβρίου, το βαυαρικό κοινοβούλιο θέσπισε έναν ενισχυμένο στρατιωτικό νόμο, διόρισε τον ριζοσπάστη εθνικιστή Γκούσταβ φον Καρ ως γενικό κρατικό επίτροπο, εξοπλισμένο με δικτατορικές εξουσίες, και διακήρυξε τον «αγώνα κατά του μαρξισμού» ως το επίσημο δόγμα του βαυαρικού κράτους.[104] Ο Φρίντριχ Έμπερτ, ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της Δημοκρατίας, επέκτεινε τον στρατιωτικό νόμο σε ολόκληρη τη χώρα και την επόμενη μέρα η Ράιχσβερ στη Βαυαρία υποτάχθηκε στο ακροδεξιό καθεστώς του φον Καρ. Τα αριστερά κεντρογερμανικά κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας βρίσκονταν πλέον απολύτως απομονωμένα.
Η παθητική αντίσταση στο Ρουρ τερματίστηκε την ίδια μέρα με το βαυαρικό οιονεί πραξικόπημα, επιφέροντας έτσι την πολυαναμενόμενη κρίση σταθεροποίησης. Καθώς οι κρατικές πιστώσεις και οι μισθολογικές ενισχύσεις καταργήθηκαν, οι απολύσεις μεγάλης κλίμακας δημιούργησαν μια ξαφνική έξαρση της ανεργίας, ακριβώς όταν οι ηγέτες της βιομηχανίας άνθρακα κήρυξαν μονομερή κατάργηση των διατάξεων του οκτάωρου στις αρχές Οκτωβρίου. Η κίνηση αυτή ήταν υπολογισμένη για να επιφέρει την κατάρρευση του καθεστώτος και να αναγκάσει το SPD να αποχωρήσει από την εθνική κυβέρνηση.[105]
Κατά την ίδια περίοδο, η Zentrale του KPD ηγήθηκε των προσπαθειών για τη στροφή του κόμματος προς στρατιωτικές προετοιμασίες. Τα κατώτερα στελέχη του κόμματος αποσύρθηκαν από τα ευρύτερα όργανα των συμβουλίων που οι κομμουνιστές είχαν συμβάλει στη δημιουργία τους κατά το προηγούμενο έτος. Η σύνδεσή τους με το επίπεδο της ταξικής αυτοπεποίθησης άρχισε να υπονομεύεται. Καθώς τα ηγετικά όργανα του KPD ανησυχούσαν εμμονικά για την κατάσταση της κομματικής οργάνωσης, παραμελούσαν όλο και περισσότερο τη συλλογή βασικών πολιτικών πληροφοριών.[106] Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, η κομμουνιστική ηγεσία δυσκολευόταν να προσδιορίσει την κατάσταση στις τάξεις των εργατών.[107] Στη συνεδρίαση της Zentrale στις 4 Σεπτεμβρίου παρατηρήθηκαν παράλογες υπερεκτιμήσεις της δύναμης της αριστεράς του SPD, η οποία εκτιμήθηκε ότι είχε ισχυρή επιρροή στο SPD και στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Στην πραγματικότητα, η αριστερή αντιπολίτευση μέσα στο SPD συγκεντρώθηκε για πρώτη φορά εκτός των επίσημων θεσμών μόλις στις 29 Ιουλίου και είχε επιρροή μόνο στο 9% περίπου της αντιπροσωπείας του Ράιχσταγκ.[108] Παρ’ όλα αυτά, οι εκτιμήσεις για την αριστερά του SPD αποτέλεσαν τη βάση για την πιο φιλόδοξη κίνηση του KPD μέχρι τότε.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η Ράιχσβερ είχε αναλάβει επίσημα τη δημόσια τάξη σε όλη τη Σαξονία και προσπάθησε να εκφοβίσει την κυβέρνηση του Τσάιγκνερ απαγορεύοντας τις δημόσιες συγκεντρώσεις, την εφημερίδα του KPD και τις Προλεταριακές Εκατονταρχίες. Τα εργοστασιακά συμβούλια και άλλοι σχηματισμοί συμβουλίων αψήφησαν ανοιχτά τις εντολές της Ράιχσβερ για συγκεντρώσεις. Στις 10 Οκτωβρίου, μετά από σύσταση του Ζινόβιεφ και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Μπράντλερ και άλλα μέλη της ηγεσίας του κόμματος μπήκαν στις κυβερνήσεις μαζί με την αριστερά του SPD στη Σαξονία και τη Θουριγγία. Στόχος τους ήταν να χρησιμοποιήσουν τις θέσεις τους ως βάσεις για την απόκτηση των πολυπόθητων όπλων –το απόθεμα όπλων τους περιγράφηκε ως «καταστροφικό»– και να οργανώσουν την εξέγερση. Η νέα κοινή «κυβέρνηση προλεταριακής άμυνας» KPD-Αριστερού SPD ζητούσε τον εξοπλισμό των εργατών, τον εργατικό έλεγχο της παραγωγής, έκτακτα επισιτιστικά μέτρα και το σχηματισμό μιας «εργατικής κυβέρνησης» σε εθνικό επίπεδο.[109]
Η Ράιχσβερ κλιμάκωσε την επιθετικότητά της, παίρνοντας τον αποκλειστικό έλεγχο της αστυνομίας της Σαξονίας από την κυβέρνηση της Σαξονίας στις 16 Οκτωβρίου. Τα βαυαρικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Θουριγγίας συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τις Προλεταριακές Εκατονταρχίες.[110] Στις 20 Οκτωβρίου, η βαυαρική Ράιχσβερ αποσχίστηκε από τον εθνικό στρατό, προετοιμάζοντας μια πορεία προς το Βερολίνο και ένα δεξιό πραξικόπημα υπό τον φον Καρ και τον Χίτλερ. Την επόμενη μέρα, τα νότια σύνορα της Κόκκινης Θουριγγίας πλημμύρισαν από τη Μαύρη Ράιχσβερ, τη Βαυαρική Ράιχσβερ και τους Ναζί, έτοιμους να ορμήσουν στα προπύργια των εργατών και να κατατροπώσουν τις Προλεταριακές Εκατονταρχίες.[111]
Καθώς η απειλή του στρατιωτικού νόμου και της επικείμενης εισβολής της Ράιχσβερ μεγάλωνε, τα εργοστασιακά συμβούλια συνεδρίασαν στη Σαξονία στις 21 Οκτωβρίου. Μετά από πολύωρες ομιλίες, ο Μπράντλερ υπέβαλε πρόταση στα εργοστασιακά συμβούλια να προκηρύξουν γενική απεργία, η οποία αναμενόταν ότι θα οδηγούσε σε ένοπλη εξέγερση. Στην πραγματικότητα, οι αριστεροί εταίροι του συνασπισμού του SPD με επικεφαλής τον Τσάιγκνερ φοβήθηκαν την πρωτοβουλία και το KPD απέσυρε την πρότασή του, εγκαταλείποντας κάθε δράση και ματαιώνοντας τον γερμανικό Οκτώβρη.
Λίγο αργότερα, με εντολή του Έμπερτ, η Ράιχσβερ κήρυξε τη διάλυση της κυβέρνησης της Σαξονίας και εισέβαλε στις περιοχές της Κεντρικής Γερμανίας, αποκτώντας τον έλεγχο μετά από σύντομες μάχες με τις Προλεταριακές Εκατονταρχίες στις εργατικές περιοχές. Με τη δύναμη του εξουσιοδοτικού νόμου, η κυβέρνηση Στρέσεμαν επέβαλε τη διαιτησία στις εργασιακές σχέσεις ενάντια στην αντίσταση των συνδικάτων στα τέλη Οκτωβρίου, σηματοδοτώντας τη διάλυση της θεσμικής διευθέτησης (Κεντρική Εργασιακή Κοινότητα) μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων μετά από πέντε χρόνια. Μετά την εκδίωξη του SPD από την κυβέρνηση, το οκτάωρο καταργήθηκε οριστικά.
Όπως επεσήμανε ο Charles Maier, η ξαφνική αλλαγή στην οικονομική πολιτική που σηματοδότησε το τέλος του πληθωρισμού προηγήθηκε αποφασιστικών αλλαγών στην πολιτική σφαίρα.[112] Τα συνδικάτα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποκλείστηκαν και πάλι από τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αλλά ο φόβος για άγρια και εξεγερτική αντίσταση της εργατικής τάξης κατευνάστηκε με την αποφασιστική στρατιωτική επέμβαση που, σε αντίθεση με το 1919 και το 1920, κατάφερε να σπάσει τη ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος της βάσης. Γεννημένη από την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, η πρώτη ιστορική περίοδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε φτάσει σε ένα αποφασιστικό τέλος.
Στρατεύματα βαδίζουν εναντίον του ομοσπονδιακού κοινοβούλιο στη Σαξονία στις 23 Οκτώβρη 1923
Τα διδάγματα των γερμανικών γεγονότων
Αμέσως μετά τον αποτυχημένο γερμανικό Οκτώβριο, άρχισε η παραγωγή μύθων και οι φατριαστικές διαμάχες.[113] Το κυνήγι των αιρέσεων που αντικατέστησε την ανάλυση κορυφώθηκε με τη σύγκληση ενός δικαστηρίου στη Μόσχα, τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο Τα διδάγματα των γερμανικών γεγονότων.[114] Εκεί και στη συνέχεια, οι ιστορικές εξηγήσεις για την αποτυχία της Γερμανικής Επανάστασης εναλλάσσονταν μεταξύ δύο πόλων που έδιναν έμφαση είτε σε «υποκειμενικούς» παράγοντες είτε σε «αντικειμενικές» συνθήκες. Τα εξαιρετικά σχηματικά Διδάγματα του Οκτώβρη του Τρότσκι αποτελούσαν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης προσέγγισης, ενώ η εκτίμηση του στενού συμμάχου του Μπράντλερ, του Άουγκουστ Ταλχάιμερ, αποτελούσε παράδειγμα της δεύτερης.[115] Η συζήτηση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μεταξύ αυτών των δύο πόλων, ακόμη και αν κατά καιρούς η ευθύνη για το αποτέλεσμα ρίχτηκε σε διαφορετικές προσωπικότητες της ρωσικής, της Κομιντέρν ή της γερμανικής ηγεσίας.[116]
Μέχρι τις αρχές Αυγούστου του 1923, οι δυνατότητες για μια ευρείας κλίμακας κοινωνική επανάσταση ήταν εμφανείς στη βασική βιομηχανική περιοχή της Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Η κατάληψη των εργοστασίων και η «παθητική αντίσταση» ενάντια τόσο στους Γάλλους κατακτητές όσο και στους Γερμανούς εργοδότες εκεί ήταν «η ευρύτερη, μακροβιότερη και γενικότερη βιομηχανική σύγκρουση σε ολόκληρη τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».[117] Τα χρόνια των πρωτοβουλιών του ενιαίου μετώπου είχαν τοποθετήσει το KPD σε κεκτημένους ηγετικούς ρόλους σε όλα τα κινήματα των συμβουλίων του Ρουρ. Εν τω μεταξύ, οι εργάτες απομακρύνονταν μαζικά από το SPD και τους συνδικαλιστικούς ηγέτες λόγω της ανικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν τους εργοδότες και της προσαρμογής τους στη στρατηγική παθητικής αντίστασης της διοίκησης του Κούνο.
Εξαργυρώνοντας την πολύτιμη εμπιστοσύνη της βάσης, το KPD παρενέβη με όλη τη δύναμη της ευρείας κινηματικής υποδομής για να φέρει το κίνημα σε «ασφαλή» μισθολογικά κανάλια. Ενώ ακόμα και όταν χαλιναγωγούσαν την επανάσταση στο Ρουρ, μαζικά κινήματα φούντωσαν στα άλλα βασικά βιομηχανικά κέντρα του Βερολίνου και στη συνέχεια της Κεντρικής Γερμανίας. Είναι αβέβαιο ποια θα μπορούσε να ήταν η έκβαση μιας επανάστασης πλήρους κλίμακας τον Αύγουστο του 1923. Ωστόσο, μια εναλλακτική πολιτική του KPD θα μπορούσε να είχε συμβάλει άμεσα στην αποτροπή της προσωρινής σταθεροποίησης της νέας κυβέρνησης Στρέσεμαν, ιδιαίτερα στο κατεχόμενο Ρουρ, ανοίγοντας έτσι μια νέα πολιτική κρίση και δυνατότητες για τα κινήματα των συμβουλίων να παγιώσουν τη δύναμή τους.[118]
Αντίθετα, το KPD ξεκίνησε μια στροφή στη γενική στρατηγική του πορεία ήδη από τον Απρίλιο/Μάιο, όταν άρχισε να ασκεί συγκεντρωτικό έλεγχο στα κινήματα των συμβουλίων, προκειμένου να περιορίσει τη μαζική εξέγερση και την πολιτική απεργία. Ίσως δικαιολογημένα, οι ηγέτες του KPD φοβήθηκαν μια «πρόωρη» επαναστατική εξέγερση σε ένα μέρος της χώρας που θα προκαλούσε την απομόνωση και την καταστολή. Εδώ, αξίζει να σημειωθούν οι διαφορές με τις απόψεις της Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία υποστήριζε ότι «το προλεταριάτο δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο “πρόωρα”». Η ίδια η ιδέα της «πρόωρης» κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, έγραψε η Λούξεμπουργκ, είναι «ένας πολιτικός παραλογισμός που προέρχεται από μια μηχανική αντίληψη της ανάπτυξης της κοινωνίας και θέτει για τη νίκη της ταξικής πάλης ένα σημείο σταθερό έξω και ανεξάρτητο από την ταξική πάλη.»[119]
Σε πολλές αναφορές για τον ίδιο τον γερμανικό Οκτώβρη, ακόμα και εκείνη την εποχή, δίνεται προσοχή στα τεχνικά εμπόδια για μια εξέγερση τον Οκτώβρη, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης όπλων και ενός «ανεπαρκώς μπολσεβικοποιημένου» κόμματος. Αλλά τα μέλη του KPD επέδειξαν εξαιρετικά υψηλό βαθμό πειθαρχίας και μυστικότητας όταν εγκατέλειψαν τα όργανα των συμβουλίων στα τέλη Σεπτεμβρίου και κράτησαν αποστάσεις από τις μαζικές διαδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου.[120] Αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ένα προσωρινό μέτρο κατέληξε να υπονομεύσει τους στόχους, την επιρροή και την ικανότητα του KPD.
Ο ίδιος ο συγκεντρωτισμός δεν οδηγούσε εγγενώς σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, η εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου εξαρτιόταν από τον συγκεντρωτισμό του κόμματος κατά τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να υλοποιεί με ευελιξία και δυναμισμό τις πρωτοβουλίες στο χώρο εργασίας.[121] Αντίθετα, η στροφή προς τον περιορισμό των κοινωνικών κινημάτων ήταν αντίθετη με την πολιτική λογική της γενικής στρατηγικής του ίδιου του KPD για το ενιαίο μέτωπο. Η στροφή αυτή είχε σοβαρές συνέπειες την ίδια στιγμή που η κοινωνική κρίση κλιμακωνόταν. Οι φορείς του ενιαίου μετώπου, τα κομμουνιστικά στελέχη, οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων και οι οργανωτές της βάσης εκτός του KPD υπήρξαν θύματα αυτής της υποτιθέμενης προσωρινής στροφής. Το κίνημα δεν μπορούσε να κλείνει και να ανοίγει με μια στρόφιγγα. Από τη στιγμή που είχε πραγματοποιηθεί η μετατόπιση από την ενεργή καθοδήγηση των ταξικών θεσμών, η δυνατότητα αναζωογόνησης αυτού του κινήματος είχε επίσης επισκιαστεί.[122]
Η αποτυχία του γερμανικού Οκτώβρη δεν ήταν η περίπτωση της ανεπαρκούς ηγεσίας, αλλά η περίπτωση της έλλειψης βάσης. Ο Peterson συνόψισε τη δυναμική με συντομία:
«Μέχρι το Σεπτέμβριο, οι κομμουνιστές ηγέτες είχαν πεισθεί ότι για να φέρουν σε πέρας την επανάσταση έπρεπε να ελέγξουν, όχι μόνο το κόμμα, αλλά και τα όργανα του ενιαίου μετώπου [εργοστασιακά συμβούλια, προλεταριακές εκατονταρχίες, επιτροπές ελέγχου κ.λπ.], ή αλλιώς να τα εγκαταλείψουν υπέρ των οργάνων που θα μπορούσαν να ελέγξουν. Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για την επίτευξη αυτού του σκοπού τότε πράγματι κατέπνιξαν την προηγουμένως ρευστή, δυναμική σχέση μεταξύ των δυσαρεστημένων εργατών και του KPD. Το KPD διέκοψε τελικά τους δεσμούς του με τις μαζικές διαμαρτυρίες για να εξασφαλίσει τη μυστικότητα της εξέγερσης και να αποτρέψει την προληπτική καταστολή. Όταν ήρθε η ώρα να καλέσουν τη βάση να υποστηρίξει τη γενική απεργία, οι κρίσιμοι εργατικοί σύμβουλοι δεν βρίσκονταν πλέον υπό κομμουνιστική επιρροή και τα άλλα όργανα του ενιαίου μετώπου δεν καθοδηγούσαν πλέον την εξέγερση. Οι εργάτες, που απελπισμένα διαμαρτύρονταν μόνοι τους στους δρόμους σε αναζήτηση θέσεων εργασίας, βοήθειας και τροφίμων, αγνοούσαν την επανάσταση.»[123]
Κατά τη διάρκεια του 1923, η γενική πολιτική του KPD αντανακλούσε μια μετατόπιση από την αντίληψη της επανάστασης ως ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα από τα κάτω προς ένα γεγονός προσεκτικά σχεδιασμένο και εκτελεσμένο με το σινιάλο της επαναστατικής ηγεσίας. Καμία τέτοια επανάσταση ως καθαρά κομματική υπόθεση δεν ήταν πιθανό να πετύχει στη Γερμανία το 1923.
Η επιβεβαίωση της οικονομικής σταθεροποίησης το φθινόπωρο στηρίχθηκε στην κατάργηση του οκτάωρου, ενός μέτρου που περιελάμβανε το χρόνο εργασίας και την ανεργία, και έτσι αποτελούσε έναν πολύ πιο ολοκληρωμένο δείκτη του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και της αντίστασης στον οικονομικό εξορθολογισμό στη Γερμανία. Η ήττα του εργατικού κινήματος γενικά το 1923 και το 1924 ήταν η αποφασιστική μετατόπιση που καθιέρωσε τις προϋποθέσεις για την ισορροπία δυνάμεων στη Γερμανία μετά το 1928. Επιπλέον, είτε σιωπηρά είτε ρητά, οι σημαντικότεροι παράγοντες κατά τα τελευταία χρόνια της κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βασίστηκαν άμεσα στην εμπειρία του 1923.[124]
Τώρα, εκατό χρόνια αργότερα, ποια διδάγματα, αν υπάρχουν, προκύπτουν από αυτά τα έκτακτα γεγονότα;
Το πιο άμεσα αξιοσημείωτο είναι η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου που αναπτύχθηκε αρχικά από το KPD πριν γενικευτεί στην Κομιντέρν.[125] Η στροφή προς το ενιαίο μέτωπο άλλαξε εντελώς τη δραστηριότητα και τη φύση του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος από τα τέλη του 1920, προκαλώντας εκτεταμένες επιπτώσεις στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από το ποιος ηγείτο των συνδικάτων. Μέχρι τις αρχές του 1923, η πλήρης άνθιση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου είχε εκδηλωθεί με την αναβίωση ενός ισχυρού συμβουλιακού κινήματος. Με την εγκατάλειψη της στρατηγικής μεθόδου στην πράξη, το KPD αποκόπηκε από την πηγή των επιτυχιών του.
Όπως εφαρμόστηκε στη Γερμανία, το ενιαίο μέτωπο δεν ήταν απλώς μια νέα τακτική, αλλά μια γενική απάντηση στο πρόβλημα του ταξικού σχηματισμού και της ανάπτυξης μιας συλλογικής βούλησης στην εργατική τάξη. Γεφύρωσε τον πολιτικό/οικονομικό διαχωρισμό που ήταν τόσο βαθιά ριζωμένος στα θεωρητικά μοντέλα της Δεύτερης Διεθνούς. Η προσέγγιση παρείχε ένα μέσο για την εδραίωση δεσμών μεταξύ των ανθρώπων της εργατικής τάξης που θα μπορούσαν να κινηθούν πέρα από την άμεση εξασφάλιση των αναγκών προς ευρύτερα οράματα μιας μελλοντικής κοινωνίας με αξιόλογο ρόλο για τους εργάτες μέσα σε αυτήν. Το κλειδί για αυτή τη γέφυρα ήταν η αυτενέργεια της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένης της δράσης ως «κινητήριου στοιχείου", η οποία ήταν κεντρική στη στρατηγική του ενιαίου μετώπου από την αρχή της.[126] Είναι σημαντικό ότι το KPD ανέπτυξε ένα ισχυρό (αν και ακόμη ανεπαρκές) πρόγραμμα πολιτικής εκπαίδευσης ως κρίσιμο στοιχείο αυτής της διαδικασίας, σχεδιασμένο να εκπαιδεύσει ένα στέλεχος στη σύνθεση των αγώνων στους χώρους εργασίας με τις ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές επιδιώξεις του κομμουνιστικού κινήματος.[127]
Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες για ταξική συγκρότηση απέτυχαν να ενσωματώσουν κρίσιμα στοιχεία της τάξης εκτός της επίσημης σχέσης εργασίας, δηλαδή τις γυναίκες στη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και τους άνεργους εργάτες που ήταν οργανωμένοι ως τέτοιοι. Αυτές οι αδυναμίες της στρατηγικής αποτέλεσαν ασφαλώς αποφασιστικούς περιορισμούς στην τελική αποτελεσματικότητά της. Το KPD αναβίωσε για λίγο την πολιτική του ενιαίου μετώπου το 1926, προτού την εγκαταλείψει οριστικά.[128] Ενώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ήταν αναμφίβολα συνδεδεμένα με το κοινωνικοπολιτικό τοπίο της Γερμανίας της Βαϊμάρης, τα βασικά στοιχεία της προσέγγισης, συμπεριλαμβανομένης της συλλογικής αυτενέργειας, της εξάρτησης από τα στελέχη της βάσης και της έναρξης/κλιμάκωσης πλατιών, εργατικών αγώνων, αποτελούν σαφώς ενθαρρυντικά σημεία εκκίνησης για άλλα πλαίσια.
Πέρα από αυτή τη νέα στρατηγική, ωστόσο, η γερμανική επαναστατική εμπειρία του 1923 εγείρει πολύ ευρύτερα ζητήματα κοινωνικής ιστορίας σχετικά με τη φύση μιας κοινωνικής επανάστασης σε μια εκβιομηχανισμένη οικονομία της αγοράς. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της επαναστατικής συγκυρίας της Γερμανίας ήταν φυσικά ο αστρονομικός υπερπληθωρισμός. Αν και απέκτησε τη δική του δυναμική μέχρι το 1923, η υπερπληθωριστική πορεία είχε παγιωθεί από την πρωτοφανή δύναμη του ίδιου του γερμανικού επαναστατικού κινήματος ήδη από το 1920. Με μετρήσιμους τρόπους, το επαναστατικό κίνημα της Γερμανίας του 1923 ξεπέρασε την περιορισμένη διχοτόμηση που θα έθετε αντιμέτωπους «υποκειμενικούς» παράγοντες και «αντικειμενικές» συνθήκες.
Ενώ χώρες όπως η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν ύφεση και υψηλή ανεργία το 1920, η Γερμανία γλίτωσε σε μεγάλο βαθμό. Όπως συμπεραίνει ο Gerald Feldman, «αυτό δεν συνέβη επειδή οι Γερμανοί είχαν ανακαλύψει τα οικονομικά της πλήρους απασχόλησης, αλλά μάλλον επειδή οι κυβερνητικοί ηγέτες και οι βιομήχανοι αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να συνεχίσουν την “επαναστατική οικονομία” προκειμένου να αποτρέψουν την πολιτική αναταραχή και ανακάλυψαν στον πληθωρισμό ένα τρομερό μέσο για μια χαοτική αλλά χρήσιμη ανοικοδόμηση της γερμανικής βιομηχανίας, καθώς και για μια εξαιρετικά επιτυχημένη εξαγωγική επίθεση εις βάρος των πρώην εχθρών τους.»[129] Ο δικαιολογημένος φόβος της επανάστασης τροφοδότησε την παράταση και την επέκταση των πληθωριστικών μέτρων, μετατρέποντας αυτά που κάποτε ήταν προσωρινές αναστολές σε ένα μοιραίο σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης της μεταπολεμικής οικονομίας.
Σταθερά, μέχρι τα τέλη του 1923, οι γερμανικές πολιτικές αρχές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην ασυνήθιστη αυτοπεποίθηση και ανθεκτικότητα του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος που απειλούσε συνεχώς την εσωτερική πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Όπως έχει επισημάνει ο Hermann J. Rupieper, οι Γερμανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι και τραπεζίτες κατέφυγαν στο τυπογραφείο και απέφυγαν μια αποπληθωριστική πολιτική κυρίως λόγω του φόβου για τις κοινωνικά και πολιτικά αποσταθεροποιητικές συνέπειες που αναπόφευκτα θα είχε. Στην πράξη, η απόδοση της κύριας αιτίας του πληθωρισμού στις επανορθώσεις έγινε η μόνη πολιτικά βιώσιμη επιλογή για τους συγχρόνους.[130] Ο υπερπληθωρισμός ήταν έτσι τελικά ένας δείκτης της αδυναμίας ή της έλλειψης εμπιστοσύνης της κυβέρνησης να λάβει κατασταλτικά σταθεροποιητικά μέτρα στην υπηρεσία της αποκατάστασης της αγοράς όταν βρισκόταν αντιμέτωπη με την απειλή της κοινωνικής επανάστασης.
Το γερμανικό επαναστατικό κίνημα, που από το 1918 παλινδρομούσε και υποχωρούσε, το 1923 όχι μόνο διεκδικούσε την πολιτική εξουσία, αλλά και προκαλούσε εκτεταμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις στις αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα, απαγορεύοντας την τιμολόγηση της εργατικής δύναμης μέσω της αγοράς, θέτοντας έτσι μια άμεση και σοβαρή πρόκληση στην ίδια τη λογική και την ύπαρξη της καπιταλιστικής αγοράς στη Γερμανία. Ο υπερπληθωρισμός, τουλάχιστον στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, πρέπει να κατανοηθεί ως το αντίστροφο της εισβολής ενός πολιτικού κινήματος στους ίδιους τους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς.
Η ιδιαιτερότητα της συγκυρίας του 1923 είναι αναμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι παρόμοια αποτελέσματα ενός ιδιαίτερα προχωρημένου επαναστατικού κινήματος θα δημιουργηθούν πιθανότατα σε κάθε επαναστατική κατάσταση που κινείται πέρα από την απλή εναλλαγή ηγετικών πολιτικών προσώπων προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης του κοινωνικοοικονομικού συστήματος του καπιταλισμού.
Τα γεγονότα του 1923 αποτέλεσαν το αποκορύφωμα του παγκόσμιου μεταπολεμικού επαναστατικού κύματος. Η ιδιαίτερη δυναμική τους ήταν συνδεδεμένη με την κοινωνικοοικονομική συγκυρία που αντιμετώπιζε η μεταπολεμική Γερμανία μετά από πολλαπλές συνολικές κρίσεις και επαναστατικές εξεγέρσεις. Σήμερα, δεν θα απέδιδε πολλούς καρπούς η τυφλή αναπαραγωγή τακτικών από αυτό το εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και χρόνο. Ωστόσο, αντιλαμβανόμενοι τον αστερισμό των δυνάμεων και τις αλληλεπιδράσεις τους ως ανοιχτά προβλήματα, αυτή η ζωτικής σημασίας ιστορική περίοδος μπορεί να γίνει εφαλτήριο για να σκεφτούμε την πραγματικότητα της δικής μας στιγμής.
Στη βάση της δύναμης του γερμανικού κινήματος βρίσκονταν οργανώσεις που είχαν εκπαιδευτεί στον αγώνα για τις υλικές ανάγκες σε δράσεις στους χώρους εργασίας και διαδηλώσεις στους δρόμους. Αλλά εξίσου σημαντικοί με τις απεργίες και τα όπλα ήταν οι ανθρώπινοι δεσμοί μεταξύ των πολλών ανθρώπων που αγωνίζονταν για έναν νέο κόσμο: η εμπιστοσύνη, το θάρρος και η πονηριά που πηγάζουν από τη γνώση ότι τα ρίσκα που αναλαμβάνει κανείς έχουν συλλογικό νόημα. Όλα αυτά μαζί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της πανίσχυρης Γερμανικής Επανάστασης.
Μετάφαρση: elaliberta.gr
Sean Larson, “Germany 1923. Crucible of World Revolution: Part One”, Spectre, 6 Νοεμβρίου 2023, https://spectrejournal.com/germany-1923-part-one/.
Sean Larson, “Germany 1923. Crucible of World Revolution: Part Two”, Spectre, 11 Νοεμβρίου 2023, https://spectrejournal.com/germany-1923-part-two/.
Σημειώσεις
[1] »In höchster Not« Germania, αρ. 205 (27 Ιουλίου 1923), αναδημοσίευση στο Berliner Volkszeitung, 28 Ιουλίου 1923 (πρωινή έκδοση), 1. https://dfg-viewer.de/show/?set%5Bmets%5D=https://content.staatsbibliothek-berlin.de/zefys/SNP27971740-19230728-2-0-0-0.xml. [Σ.τ.Μ.:] Για τη Γερμανία του 1923, βλ. επίσης: Chris Harman, Η χαμένη επανάσταση. Γερμανία 1918 1923, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2008· μια συνοπτική περιγραφή: John Riddell, «Ο “γερμανικός Οκτώβρης” του 1923: Η αποτυχημένη προσπάθεια για την εργατική εξουσία», e la libertà, 7 Δεκεμβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7838-%CE%BF-%C2%AB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8E%CE%B2%CF%81%CE%B7%CF%82%C2%BB-%CF%84%CE%BF%CF%85-1923-%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%85%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%80%CE%AC%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1.
[2] Η Stillegungsverordnung παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 1923. Βλέπε Ludwig Preller, Sozialpolitik in der Weimarer Republik (ντίσελντορφ: Droste Verlag, 1978), 237∙ Feldman, The Great Disorder: Politics, Economics, and Society in the German Inflation, 1914-1924 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1997), 241.
Για μια ερμηνεία των πολιτικών για την αγορά εργασίας των μεταπολεμικών πληθωριστικών ετών ως παρατεταμένη καθυστέρηση μιας σταθεροποιητικής κρίσης με σκοπό την αποφυγή ή τη μείωση των πολιτικών κινδύνων, βλ. Gunther Mai, »Arbeitsmarktregulierung oder Sozialpolitik? Die personelle Demobilmachung in Deutschland 1918 bis 1920/24« στο Die Anpassung an die Inflation, επιμ. Gerald D. Feldman, Carl-Ludwig Holtfrerich, Gerhard A. Ritter, and Peter-Christian Witt (Βερολίνο: Walter de Gruyter, 1986), 202-36. Ο Mai υποστηρίζει επίσης ότι η ίδια η πληθωριστική διαδικασία ήταν συνέπεια των συστημάτων απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, μαζί με τους υψηλούς μισθούς που επηρέαζαν την παραγωγικότητα και την κερδοφορία.
[3] Βλ. Gerald D. Feldman, “The Historian and the German Inflation,” στο Inflation through the Ages: Economic, Social, Psychological and Historical Aspects, επιμ. Nathan Schmukler and Edward Marcus (Νέα Υόρκη: Brooklyn College Press, 1983), 386-99, εδώ 391 και 398, αλλά πιο συγκεκριμένα για τις εξαγωγικές πολιτικές, βλ. Gerald D. Feldman, Iron and Steel in the German Inflation 1916-1923 (Πρίνστον, NJ: Princeton University Press, 1977), 81ff, 130ff και 187ff.
[4] Αν και το τελεσίγραφο του Λονδίνου τον Μάιο του 1921 σηματοδότησε μια καμπή στην ισοτιμία του μάρκου, τα ξένα κεφάλαια συνέχισαν να επενδύονται με υψηλά ποσοστά στη Γερμανία για το υπόλοιπο του έτους και άρχισαν να μειώνονται μόνο με την εκλογή του Πουανκαρέ στη Γαλλία τον Ιανουάριο του 1922. Πρβλ. Carl L. Holtfrerich, “Political Factors of the German Inflation 1914-23” στο Inflation through the Ages, 413, και Carl-Ludwig Holtfrerich, »Internationale Verteilungsfolgen der deutschen Inflation 1918-1923« στο Kyklos, 30, 1977, 279-84.
[5] Gerald D. Feldman, The Great Disorder, 407–09.
[6] Η πρώτη κιόλας δημόσια διατύπωση της στρατηγικής περιγράφει λεπτομερώς αυτή τη λογική. Βλ. Karl Radek, »Die Bildung der einheitlichen proletarischen Kampffront« στο Die Internationale, 3, τεύχος 1 (15 Ιανουαρίου 1921), και δεύτερο μέρος στο Die Internationale, 3, τεύχος 2. Βλ. επίσης τις συζητήσεις με επικεφαλής τον Ράντεκ στο Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο John Riddell, To the Masses: Proceedings of the Third Congress of the Communist International, 1921 (Σικάγο: Haymarket Books, 2015), 436-45 και μια εμπεριστατωμένη ιστορική αποτίμηση στο Larry Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions: The Politics of the United Front in Rhineland-Westphalia 1920-1924 (Βοστώνη: Kluwer Academic Publishers, 1993) κεφ. 11, 399-428, ιδίως 405-6.
[7] Florian Wilde, Revolution als Realpolitik. Ernst Meyer (1887-1930) – Biographie eines KPD-Vorsitzenden (Κόνσταντς: UVK Verlagsgesellschaft, Konstanz, 2018), 173–6. Βλ. επίσης Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 89–93.
[8] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 129–32.
[9] Πρβλ. Holtfrerich, “Political Factors” και Gerald D. Feldman, “The Political Economy of Germanys Relative Stabilization during the 1920/21-Depression” στο The German Inflation Reconsidered: A Preliminary Balance, επιμ. Gerald D. Feldman, Carl-Ludwig Holtfrerich, Gerhard A. Ritter, and Peter-Christian Witt (Βερολίνο: Walter de Gruyter, 1982), 201-2.
[10] Πρβλ. Gerald D. Feldman and Irmgard Steinisch, »Die Weimarer Republik zwischen Sozial- und Wirtschaftsstaat. Die Entscheidung gegen den Achtstundentag« στο Archiv für Sozialgeschichte, 18 (1978), 381ff. Feldman, Great Disorder, 600-627 και Feldman, Iron and Steel, 319.
[11] Αναφέρεται στο Pierre Broué, The German Revolution 1917-1923 (Σικάγο: Haymarket Books, 2006), 618 [Πιερ Μπρουέ, Η Γερμανική Επανάσταση (1917-1923), Εργατική Πάλη, Αθήνα 2023].
[12] Πρβλ. Broué, The German Revolution, 614-20.
[13] Sebastian Zehetmair, Im Hinterland der Gegenrevolution. Die kommunistische Bewegung in der Ordnungszelle Bayern‘ 1919 bis 1923 (Ντίσελντορφ: Droste Verlag, 2022), 308–10.
[14] Zehetmair, Im Hinterland, 310.
[15] Πρβλ. Silvia Kontos, Die Partei kämpft wie ein Mann. Frauenpolitik der KPD in der Weimarer Republik (Φρανφούρτη: Verlag Roter Stern, 1979), 30.
[16] Kontos, Die Partei kämpft wie ein Mann, 212.
[17] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 142.
[18] [Σ.τ.Μ.:] Για τα ζητήματα του «ενιαίου μετώπου», βλ.: John Riddell, «Οι Γερμανοί εργάτες και η γέννηση του ενιαίου μετώπου», e la libertà, 11 Οκτωβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7707-%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85. Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή», e la libertà, 11 Οκτωβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7708-%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BB%CE%AD%CE%B2%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE.
[19] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 136–7.
[20] Πρβλ. Broué, The German Revolution, 718, και Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 143–45, 365–69.
[21] Πρβλ. »Protokoll der Zentrale-Sitzung mit den Bezirkssekretären aus den wichtigsten Industriebezirken vom 14.10.22« στο Stiftung Archiv der Parteien und Massenorganisationen der DDR im Bundesarchiv Berlin (στο εξής SAPMO-BArch), RY 1/247, Bl. 89-91 here Bl. 89.
[22] »Protokoll der Zentrale-Sitzung mit den Bezirkssekretären 14.10.22« Bl. 90.
[23] Feldman, Iron and Steel, 322-3. Για το πρόγραμμα RdI του 1922, βλ. Hermann J. Rupieper, The Cuno Government and Reparations 1922-23. Politics and Economics (1979), 36-42.
[24] Πρβλ. τα σχόλια του Bücher στη συνεδρίαση της ειδικής επιτροπής, Feldman, Iron and Steel, 325. Η κατάργηση του «σχηματικού» οκτάωρου «ήταν ένα θέμα ιδιαίτερης σημασίας για τους βιομηχάνους σιδήρου και χάλυβα, επειδή το δωδεκάωρο με το δίωρο διάλειμμά του θεωρούνταν επί μακρόν απαραίτητο για τη λειτουργία των εργοστασίων τους που λειτουργούσαν συνεχώς, όπου ήταν αδύνατη η πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά ώρα με άλλα μέσα εκτός από τεχνικές βελτιώσεις». Feldman, Iron and Steel, 338.
[25] Πρβλ. Eva Cornelia Schöck, Arbeitslosigkeit und Rationalisierung. Die Lage der Arbeiter und die kommunistische Gewerkschaftspolitik 1920-28 (Φρανφούρτη: Campus Verlag, 1977), 175.
[26] Feldman, Iron and Steel, 323, 332. «Το αποκορύφωμα της εκστρατείας των βιομηχάνων, ωστόσο, ήρθε στις 9 Νοεμβρίου 1922, την τέταρτη επέτειο της Γερμανικής Επανάστασης, όταν ο Στίννες, με την επίσημη έγκριση της RdI [Reichsverband der Industrie, η οργάνωση-ομπρέλα των βιομηχάνων - SL], εκφώνησε μια σημαντική ομιλία ενώπιον του Συμβουλίου Οικονομίας του Ράιχ, η οποία αναφέρθηκε ευρέως και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε μορφή φυλλαδίου για τη “διαφώτιση” του κοινού. Σε αυτήν, δήλωνε εντελώς ωμά ότι “πάντα πολεμούσε τη σταθεροποίηση του μάρκου με οποιοδήποτε τίμημα”, ότι δεν είχε έρθει η ώρα για τη σταθεροποίηση και ότι “προϋπόθεση για κάθε επιτυχή σταθεροποίηση κατά τη γνώμη μου είναι να απαγορευτούν όλες οι μισθολογικές συγκρούσεις και οι απεργίες”. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιπλέον δύο ώρες εργασίας την ημέρα που ο Στίννες θεωρούσε απαραίτητες παρουσιάστηκαν ως ζήτημα “ζωής και θανάτου”».
[27] Gerald Feldman, The Great Disorder, 576–77.
[28] Kontos, Die Partei kämpft wie ein Mann, 31–32.
[29] Kontos, Die Partei kämpft wie ein Mann, 224–26.
[30] Feldman, Iron and Steel, 351–63, βλ. επίσης 387.
[31] Feldman, Iron and Steel, 359.
[32] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 161–63.
[33] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 164-5. Δεκάδες χιλιάδες εργάτριες είχαν συμμετάσχει στις μαχητικές πολιτικές απεργίες που απέκλεισαν ολόκληρη την περιοχή της Ρηνανίας μεταξύ 1918 και 1920. Πρβλ. Kathleen Canning, “Gender and the Politics of Class Formation: Rethinking German Labor History” στο The American Historical Review, 97, τεύχος 3 (Ιούνιος 1992): 736-68, εδώ 765.
[34] Brian Peterson, “The Politics of Working-Class Women in the Weimar Republic”, Central European History, 10, τεύχος 2 (Ιούνιος 1977): 87–111, εδώ 88.
[35] Canning, “Gender and the Politics of Class Formation,” 758–9.
[36] Zehetmair, Im Hinterland, 366.
[37] Αναφέρεται στο Zehetmair, Im Hinterland, 368.
[38] Zehetmair, Im Hinterland, 363–72.
[39] [Σ.τ.Μ.:] Για τις «Προλεταριακές Εκατονταρχίες» βλ. Chris Harman, «Αντιφασιστική δράση και εργατικό κίνημα στη Γερμανία το 1923», e la libertà, 31 Οκτωβρίου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/2245-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF-1923. Απόσπασμα από το Chris Harman, Η χαμένη επανάσταση. Γερμανία 1918 1923, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2008, σσ. 368-382, 385-389, 413-417.
[40] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 167–8, 370–71.
[41] Feldman, Iron and Steel, 360–69· Feldman, Great Disorder, 673· βλ. επίσης Carl-Ludwig Holtfrerich, The German Inflation 1914-1923. Causes and Effects in International Perspective, μετφρ. Theo Balderston (Νέα Υόρκη: Walter de Gruyter, 1986), 20–25.
[42] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 181.
[43] Πρβλ. Lore Heer-Kleinert, Die Gewerkschaftspolitik der KPD in der Weimarer Republik (Φρανφούρτη: Campus Verlag, 1983), 209.
[44] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 171.
[45] [Σ.τ.Μ.:] Για το ρεύμα του «Συνδικαλισμού», ή «Επαναστατικού συνδικαλισμού» (κάποιες φορές αποδίδεται και ως «Αναρχοσυνδικαλισμός»). Οι επαναστάτες συνδικαλιστές «επεδίωκαν να συνδικαλίσουν τους εργάτες ανά κλάδο και να προωθήσουν τα αιτήματά τους μέσω απεργιών, με τελικό στόχο την απόκτηση του ελέγχου των μέσων παραγωγής και της οικονομίας γενικότερα μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας. […] Σημαντικές οργανώσεις ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT / General Confederation of Labor) στη Γαλλία, η Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (CNT / Confederacion Nacional del Trabajo) στην Ισπανία, η Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση (USI / Unione Sindacale Italiana), η Ελεύθερη Ένωση Εργαζομένων της Γερμανίας (FAUD / Freie Arbeiter Union Deutschlands) και η Περιφερειακή Ομοσπονδία Εργαζομένων της Αργεντινής (FORA / Federación Obrera Regional Argentina). Παρόλο που δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνδικαλιστές, οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW / Industrial Workers of the World) (παρατσούκλι Wobblies) στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιρλανδική Ένωση Μεταφορών και Γενικών Εργατών (ITGWU / Irish Transport and General Workers’ Union) και η Καναδική Ένα Μεγάλο Συνδικάτο (OBU / One Big Union) θεωρούνται από τους περισσότερους ιστορικούς ότι ανήκουν σε αυτό το ρεύμα.» Βλ., “Syndicalism”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Syndicalism.
[46] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 172–3.
[47] Το αίτημα της «εργατικής κυβέρνησης» συζητήθηκε έντονα στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και λόγω χώρου οι συζητήσεις αυτές δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω εδώ. Αρκεί να πούμε ότι σε όλες τις εκδοχές αυτής της τακτικής εκείνη την εποχή, η κομμουνιστική συμμετοχή σε μια εργατική κυβέρνηση εξαρτιόταν από ορισμένες κόκκινες γραμμές που σχετίζονταν με την άμεση ευρείας κλίμακας ταξική κινητοποίηση και τις προετοιμασίες για επανάσταση και εμφύλιο πόλεμο. Η στρατηγική της εργατικής κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε από την Κομιντέρν, δεν είχε καμία σχέση με τη συνηθισμένη διακυβέρνηση συνασπισμού σε ένα καπιταλιστικό κράτος. Βλέπε John Riddell επιμ., Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922 (Σικάγο: Haymarket Books, 2012), 20-26 και 119-292 passim.
[48] »Nach den Betriebsrätewahlen«, στο Kommunistischer Gewerkschafter, τεύχος 11 (1923), αναφέρεται στο Schöck, Arbeitslosigkeit und Rationalisierung, 43.
[49] Η σύνοδος της ΕΕΚΔ διαρκεί από τις 27 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου, το πρακτικό βρίσκεται στο SAPMO-BArch RY 5/70.
[50] Rolf Wagenführ, “The Inflation Boom (1932)” στο The Weimar Republic Sourcebook, επιμ. Anton Kaes, Martin Jay, Edward Dimendberg (Μπέρκλεϋ: University of California Press, 1994), 80.
[51] Feldman, Iron and Steel, 362, 371–3· Feldman, Great Disorder, 671.
[52] Feldman, Iron and Steel, 371, 407· βλ. επίση Charles S. Maier, Recasting Bourgeois Europe. Stabilization in France, Germany, and Italy in the Decade after World War I (Πρίνστον: Princeton University Press, 1975), 357–8.
[53] Feldman, Great Disorder, 673–5· Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 190.
[54] Πρβλ. Feldman, Great Disorder, 676–7· Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 177–183· Broué, The German Revolution, 707–8.
[55] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 176.
[56] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 183.
[57] Larry Peterson 182, πρβλ. »Aufruf der Zentrale der KPD vom 26. Mai 1923 an die Arbeiterschaft des Ruhrgebiets zur Fortsetzung des Lohnkampfes und zur Abwehr faschistischer Provokationen« στο Dokumente und Materialien zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung. Επιμέλεια: H. Küster, R. Grau, S. Ittershagen, E. Massmann, H. Teubner, K. Wrobel. (Βερολίνο: Dietz Verlag, 1966) τόμος VII, 2ο ημίτομο 2, αρ. 341, 331-32.
[58] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 183–4.
[59] Peterson, German Communism, Workers Protest, and Labor Unions, 171.
[60] Πρβλ. Jens Becker, Heinrich Brandler: Eine Politische Biographie (Αμβούργο: VSA-Verlag, 2001), 206.
[61] Πρβλ. Αναφορά του Möllers στην ΕΕΚΔ στο SAPMO BArch RY 5/428 Bl. 135–39.
[62] Otto Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution (Μύνστερ: Lit Verlag, 2003), 158 [παραπομπή στις Εκθέσεις του 8ου και 9ου Συνεδρίου του Κόμματος]. Αυτοί οι αριθμοί είναι από τον Σεπτέμβριο του 1923. Τα μέλη του KPD τον Σεπτέμβριο του 1922 ήταν 224.389 σε 2.481 τοπικές ομάδες, ενώ ένα χρόνο αργότερα ήταν 294.230 σε 3.321 τοπικές ομάδες.
[63] Ulrich Eumann, Eigenwillige Kohorten der Revolution (Φρανκφούρτη: Peter Lang, 2007), 305. Αργότερα το καλοκαίρι, ο Μπράντλερ αποτιμούσε την τραγική κατάσταση των στελεχών του κόμματος: «Αυτό που διαθέτουμε σε στελέχη, εκδότες, περιφερειακούς γραμματείς -αυτό είναι το πολιτικό κεφάλαιο του κόμματος. Είτε είναι καλοί είτε κακοί, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Είναι αυτοί που έχουν τις εμπειρίες αυτών των τεσσάρων χρόνων της επανάστασης στη Γερμανία, που συμμετείχαν σε αυτούς τους αγώνες σε ηγετικούς ρόλους και με την πιο συγκεντρωτική μορφή. Πρέπει να διαφυλάξουμε αυτό το κεφάλαιο με μεγαλύτερη προσοχή απ’ ό,τι κάναμε μέχρι τώρα. Πρέπει να επιδιορθώσουμε αυτό το κουρελιασμένο σώμα στελεχών, πρέπει να προσπαθήσουμε να απελευθερώσουμε όποια κεφάλαια μπορούμε, ώστε να συμπληρώσουμε τους μισθούς φτώχειας των στελεχών που έχουν καταρρεύσει, να τους στείλουμε σε διακοπές για να μπορέσουν να αναρρώσουν. Αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα, όχι συναισθηματικό. Και κάτι άλλο πρέπει να συμβεί, το οποίο είναι πιο σημαντικό: η ανανέωση των στελεχών μας.... Αυτά είναι τα πιο σημαντικά διδάγματα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτό το κίνημα, τα πιο σημαντικά καθήκοντα που πρέπει να επιτύχουμε ως κόμμα». Χάινριχ Μπράντλερ, σύσκεψη με περιφερειακούς ηγέτες και συντάκτες στις 24 Αυγούστου 1923, SAPMO BArch RY 1/248, Bl. 237-39.
[64] Eumann, Eigenwillige Kohorten der Revolution, 242.
[65] Για τη διαχρονική σημασία του έργου του Korsch, βλέπε Darren Roso, “Weimar’s Marxist Heretic: Reading Karl Korsch Today”, Spectre, 14 Ιανουαρίου 2022, https://spectrejournal.com/weimars-marxist-heretic/.
[66] Βλ. συγκριτικά την επιστολή προς τον Karl Korsch 11 Ιουλίου 1923 στο »Schriftwechsel des Reichsausschusses der deutschen Betriebsräte März 1923-Dec. 1924«, στο SAPMO BArch RY 1/1555 Bl. 30.
[67] Cf. Zehetmair, Im Hinterland, 362–74.
[68] Victor Serge, Witness to the German Revolution (Σικάγο: Haymarket Books, 2011), 56.
[69] Zehetmair, Im Hinterland, 376–87.
[70] Βλ. συγκριτικά, Heer-Kleinert, Die Gewerkschaftspolitik der KPD in der Weimarer Republik, 227- βλ. Harald Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923 (Ροστόκ: Ingo Koch Verlag, 2005), 120, 185. Η Μαύρη Ράιχσβερ οργανωνόταν και εξοπλιζόταν μυστικά υποτίθεται ως εφεδρεία για μια πιθανή σύγκρουση με τη Γαλλία που θα πυροδοτούσε η κατάληψη του Ρουρ. Οργανώθηκε ενάντια στις υπαγορεύσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την Ράιχσβερ σε συνεργασία με εθνικιστικές δυνάμεις, που κατά κανόνα χρηματοδοτούνταν ιδιωτικά.
[71] Τα πρακτικά αυτών των συζητήσεων έχουν μεταφραστεί στο Mike Taber, επιμ., The Communist Movement at a Crossroads: Plenums of the Communist International’s Executive Committee, 1922-1923 (Σικάγο: Haymarket Books, 2019), 381-694.
[72] Η ανάλυση της Τσέτκιν και το σχετικό υλικό έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο Clara Zetkin, Fighting Fascism: How to Struggle and How to Win, επιμ. John Riddell and Mike Taber (Σικάγο: Haymarket Books, 2017).
[73] Taber, The Communist Movement at a Crossroads, 603.
[74] Taber, The Communist Movement at a Crossroads, 604.
[75] Taber, The Communist Movement at a Crossroads, 618.
[76] Βλ. συγκριτικά: Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923, 118- Becker, Heinrich Brandler, 205· και ιδίως Ralf Hoffrogge, ”Der Sommer des Nationalbolshewismus?“ στο Sozial.Geschichte, 20 (2017): 126-30 [https://duepublico2.uni-due.de/receive/duepublico_mods_00043556]. Κάποια διαμάχη γύρω από την «ομιλία Σλάγκετερ" του Ράντεκ προέκυψε στο ιστοριογραφικό κύμα για τη Γερμανική Επανάσταση της δεκαετίας του 1970, υπονοώντας ότι ο Ράντεκ, που κατά τα άλλα φημίζεται ως άψογος διεθνιστής και προηγουμένως ήταν ο αρχιτέκτονας της καταστροφής μιας εθνικής μπολσεβικιστικής τάσης στη Γερμανία, εισήγαγε μια νέα αφετηρία στην κομμουνιστική ιδεολογία και στρατηγική και υποδείκνυε τη συμμαχία με τους φασίστες, έστω και από τακτικής άποψης. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί της περιόδου έχουν απορρίψει τέτοιες εικασίες. (Βλέπε, για παράδειγμα, Pierre Broué, The German Revolution, 730∙ Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution, 109-16∙ Jentsch, 115-16∙ Edward Hallett Carr, The Interregnum 1923-24 [Βαλτιμόρη: Penguin Books, 1969], 192-3). Από την άλλη πλευρά, παρά τις μέτριες επιτυχίες, οι λεπτομέρειες της προσέγγισης δεν αποτυπώνονταν πάντοτε στην πράξη. Η ιστορία χαρακτηρίστηκε από τον Otto Wenzel ως εξής: «Θεωρητικά [η γραμμή Σλάγκετερ] ήταν άψογα κατασκευασμένη, αλλά στην πράξη παρουσίαζε ένα σημαντικό ελάττωμα. Υπερεκτιμούσε το διανοητικό επίπεδο των υποστηρικτών των κομμουνιστών και υπερεκτιμούσε εκείνο των εχθρών τους. Τα απλά μέλη δεν σκέφτηκαν το νόημα όλης αυτής της ομιλίας, όπως είναι πολύ πιθανό να συμβεί στα γραφεία. Η συνέπεια ήταν κάποια σύγχυση» (Wenzel, 116). Αυτή η σύγχυση επιδεινώθηκε από τις ανελέητες επιθέσεις των Σοσιαλδημοκρατών που κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για εθνικό μπολσεβικισμό. Δεδομένου αυτού του πλαισίου και των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η γραμμή Σλάγκετερ, δεν ήταν μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πρωτοβουλία των κομμουνιστών. Οποιαδήποτε εναλλακτική λύση, ωστόσο, θα έπρεπε ακόμα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αποπροσανατολισμένων και πολιτικά ριζοσπαστικοποιούμενων μεσαίων στρωμάτων και της επικείμενης πολιτικής κρίσης.
[77] Αναφέρεται στο Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution, 151–2 and Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923, 120–121.
[78] Broué, The German Revolution, 741.
[79] Βλ. το λεπτομερές χρονικό και την αποτίμηση στο Larry Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 190-204.
[80] Βλ. Wilhelm Ersil, Aktionseinheit stürzt Cuno. Zur Geschichte des Massenkampfes gegen die Cuno-Regierung 1923 in Mitteldeutschland (Βερολίνο: Dietz Verlag, 1963), 242-47, μέρος του οποίου αναφέρεται επίσης στο Broué, The German Revolution, 746-52.
[81] Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 194.
[82] Larissa Reissner, Hamburg at the Barricades and other writings on Weimar Germany (Λονδίνο: Pluto Press, 1977), 45.
[83] »Sitzung der Zentrale Jan.–Dez. 1923« στο SAPMO BArch RY 1/260 Bl., 208–211.
[84] Ersil, Aktionseinheit stürtzt Cuno, 372–78.
[85] Βλ. συγκριτικά το Ersil, Aktionseinheit και την έκθεση του Hoernle προς την Τσέτκιν στο SAPMO BArch RY 5/129, Bl. 115.
[86] Ersil, Aktionseinheit, 373.
[87] Ersil, Aktionseinheit, 377.
[88] Συνεδρίαση του Polbüro της 14ης Αυγούστου 1923 στο SAPMO BArch RY 1/303 Bl. 231. Σύμφωνα με τον Hoernle στην αλληλογραφία του με την Τσέτκιν, ο Μπράντλερ ήταν επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο. Βλέπε SAPMO BArch RY 5/129 Bl. 118.
[89] Ersil, Aktionseinheit, 381–82.
[90] Broué, The German Revolution, 753.
[91] Βλέπε Hoernle προς τον Τσέτκιν, 25 Αυγούστου 1923 στο SAPMO BArch RY 5/129, Bl. 115. Βλέπε επίσης Broué, The German Revolution, 751 και Serge, Witness to the German Revolution, 76-79.
[92] Αρχική έκθεση του Möller προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν στο SAPMO BArch RY 5/122 Bl. 77-80.
[93] Βλ. Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923, 131.
[94] Από ένα συνέδριο με περιφερειακούς ηγέτες και εκδότες στις 24 Αυγούστου 1923 στο SAPMO BArch RY 1/248 Bl. 237-239. Βλ. επίσης Wilde, Revolution als Realpolitik, 215.
[95] Συνεδρίαση του Polbüro στις 14 Αυγούστου 1923 στο SAPMO BArch RY 1/303 Bl. 232- βλ. επίσης, Wilde, Revolution als Realpolitik, 215.
[96] Βλ. Wilde, Revolution als Realpolitik, 211–13.
[97] Οι απόψεις του Meyer που γράφτηκαν στη νοτιοδυτική περιοχή στις 24 Σεπτεμβρίου. Βλ. συγκριτικά, Wilde, Revolution als Realpolitik, 216-17.
[98] Αναφέρεται στο »”German October is Approaching“: Internationalism, Activists, and the Soviet State in 1923« στο Revolutionary Russia, 24, νο. 2 (δεκέμβριος 2011): 111–42, 124.
[99] Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution, 181 και Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923, 141. Αρκετοί ιστορικοί χρονολογούν λανθασμένα τη συνάντηση αυτή στις 23 Αυγούστου. Η μόνη σωζόμενη καταγραφή αυτής της συνάντησης είναι μια αναφορά στα απομνημονεύματα του Μπόρις Μπατζάνοφ, βοηθού του Στάλιν. Σύμφωνα με τον Wolfgang Eichwede, ο Μπατζάνοφ ήταν ένας αντι-μπολσεβίκικος πληροφοριοδότης με αμφίβολα κίνητρα, και μέρη της καταγραφής του για τη συνάντηση αυτή (ιδίως η ομιλία του Τρότσκι) είναι αποδεδειγμένα ψευδή. Βλέπε Wolfgang Eichwede, Revolution und international Politik: Zur kommunistischen Interpretation der kapitalistischen Welt 1921-1925 (Κολωνία, Böhlau Verlag, 1971), 62, αρ. 19.
[100] Υπάρχει κάποια αμφισβήτηση σχετικά με το αν οι Βάλχερ και Χέρνλε, οι οποίοι βρίσκονταν όλοι στη Μόσχα εκείνη την εποχή, ήταν καν παρόντες σε αυτή την αποφασιστική συνάντηση που έθεσε μια προοπτική για το σχεδιασμό μιας εξέγερσης. Βλέπε Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution, 183· Hermann Weber, Die Wandlung des deutschen Kommunismus. Die Stalinisierung der KPD in der Weimarer Republik (Φρανφούρτη: Europäische Verlagsanstalt, 1969), 49. Ο Μπράντλερ είχε επίσης σκιαγραφήσει μια νέα προοπτική σε μια συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου του KPD στις 21 Αυγούστου, η οποία βασιζόταν στην θεωρούμενη πλήρη ανικανότητα της κυβέρνησης Στρέσεμαν να επιλύσει την κρίση. Αν και η προοπτική του Μπράντλερ προέβλεπε μια «σειρά μεταβατικών φάσεων» προς μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών, περιελάμβανε επίσης «προετοιμασία του κόμματος για εμφύλιο πόλεμο». Βλέπε Brandler για την πολιτική κατάσταση, "Polbüro Sitzung vom 21. August 1923" στο SAPMO BArch PB Sitzungen Juli-Dez 1923 (RY 1/303) Bl. 235.
[101] Wenzel, Die gescheiterte Deutsche Oktoberrevolution, 332–33.
[102] Holtfrerich, The German Inflation 1914–1923, 24· Feldman, Iron and Steel, 400.
[103] Feldman, Iron and Steel, 386–7.
[104] Broué, The German Revolution, 776· Zehetmair, Im Hinterland, 401–5.
[105] Feldman, Iron and Steel, 405, 409.
[106] Jentsch, Die KPD und der »Deutsche Oktober« 1923, 214· Rosa Leviné-Meyer, Inside German Communism: Memoirs of Party Life in the Weimar Republic (Λονδίνο: Pluto Press, 1977), 57–8.
[107] Bayerlein “The Abortive ‘German October’ 1923: New Light on the Revolutionary Plans of the Russian Communist Party, the Comintern and the German Communist Party,” στο Politics and Society under the Bolsheviks, επιμ. Kevin McDermott and John Morison (Λονδίνο: Palgrave Macmillan, 1999), 258.
[108] Dietmar Klenke, Die SPD-Linke in der Weimarer Republik. Eine Untersuchung zu den regionalen organisatorischen Grundlage nun zur politischen Praxis und Theoriebildung des linken Flügels der SPD in den Jahren 1922-1932 (Μύνστερ: Lit-Verlag, 1983), 139. Προηγουμένως, μόνο μέσω του περιοδικού του Λέβι, που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1923, είχαν κάποια έκφραση. Μετά την παραίτηση του Κούνο, 43 μέλη της αριστεράς του SPD εξέφρασαν δημοσίως (μέσω του περιοδικού του Λέβι) τη διαφωνία τους για την απόφαση να εισέλθουν στον μεγάλο συνασπισμό του Στρέσεμαν. Στο τέλος του 1922 υπήρχαν συνολικά περίπου 171 αντιπρόσωποι του SPD στο Ράιχσταγκ.
[109] Για μια πολύ δραματική και λεπτομερή απόδοση αυτών των γεγονότων, βλέπε Broué, The German Revolution, 796-805.
[110] Zehetmair, Im Hinterland, 408.
[111] Zehetmair, Im Hinterland, 437–39.
[112] Charles S. Maier, “Inflation and Stabilisation in the Wake of the Two World Wars”, στο The Experience of Inflation. Contributions to Inflation and Reconstruction in Germany and Europe 1914-1924, επιμ. Gerald D. Feldman, Carl-Ludwig Holtfrerich, Gerhard A. Ritter, and Peter-Christian Witt (Βερολίνο: Walter de Gruyter, 1984), 106-32.
[113] Όπως σημειώνει ο Bayerlein, «ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε ο απολογισμός των γεγονότων ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικός για το κομμουνιστικό κίνημα με την ματαίωση της ίδιας της επανάστασης». Bayerlein, “The Abortive ‘German October’”, 156.
[114] Die Lehren der deutschen Ereignisse: Das Präsidium des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale zur deutschen Frage. Januar 1924 (Αμβούργο: Carl Hoym, Verlag der Kommunistischen Internationale, 1924).
[115] Leon Trotsky, Lessons of October (1924, ανατύπωση Σικάγο: Haymarket Books, 2017) [Λέον Τρότσκι, Τα διδάγματα του Οκτώβρη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 1997]· και August Thalheimer, A Missed Opportunity? The German October Legend and the Real History of 1923, 1931 [https://www.marxists.org/archive/thalheimer/works/missed/index.htm]. Για μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο αυτές οι εκτιμήσεις ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις εκτιμήσεις για τη ρωσική Οκτωβριανή Επανάσταση και τις μάχες των φραξιών εντός του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1924, βλέπε Fredereick C. Corney, Trotsky’s Challenge: The “Literary Discussion” of 1924 and the Fight for the Bolshevik Revolution (Σικάγο: Haymarket Books, 2017).
[116] Βλέπε για παράδειγμα, Broué, The German Revolution∙ Jentsch, Die KPD und der "Deutsche Oktober" 1923∙ Chris Harman, The Lost Revolution. Germany 1918 to 1923 (Σικάγο: Haymarket Books, 2017) [Chris Harman, Η χαμένη επανάσταση. Γερμανία 1918 1923, ο.π., σημ. 1]∙ και μια συζήτηση στο βρετανικό περιοδικό International Socialism από το 2014 έως το 2016 (βλ. τις συνεισφορές των Tony Phillips, Mike Rose και Ian Birchall [Tony Phillips, “Was the German Revolution defeated by January 1919?”, International Socialism, τεύχος 149, χειμώνας 2016, http://isj.org.uk/was-the-german-revolution-defeated-by-january-1919/. John Rose, “Revolutionary workers’ movements and parliaments in Germany 1918-23: A reply to Tony Phillips”, International Socialism, τεύχος 150, άνοιξη 2016, http://isj.org.uk/revolutionary-workers-movements-and-parliaments-in-germany-1918-23-a-reply-to-tony-phillips/. Ian Birchall, “Some questions about the lost German Revolution”, International Socialism, τεύχος 150, άνοιξη 2016, http://isj.org.uk/some-questions-about-the-lost-german-revolution/. Tony Phillips, “The Kapp Putsch and the German October: a reply to John Rose”, International Socialism, τεύχος 152, φθινόπωρο 2016, http://isj.org.uk/the-kapp-putsch-and-the-german-october/.]). Πολλά κατατοπιστικά άρθρα στα αγγλικά για το θέμα αυτό μπορείτε να βρείτε σε παλαιότερα τεύχη του περιοδικού Revolutionary History, ιδίως στο Germany 1918-23: From the November Revolution to the Failed October, τόμος 5, τεύχος 2 (Άνοιξη 1994), https://www.marxists.org/history/etol/revhist/backissu.htm.
[117] Ήταν η δεύτερη σε αριθμό συμμετεχόντων μετά την απεργία/αποκλεισμό των ανθρακωρύχων του Μαΐου 1924. Βλέπε Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 197.
[118] Βλ. Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 204.
[119] Rosa Luxemburg, Reform or Revolution, κεφ. 8, “The Conquest of Political Power”, διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1900/reform-revolution/ch08.htm [Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, μέρος 2ο, κεφ. 3, «Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σσ. 142, 143, σε διαφορετική απόδοση].
[120] Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 213· Meyer-Leviné, Inside German Communism, 50–51.
[121] Wilhelm Koenen, »Die Organisation der Partei. (Demokratischer Zentralismus in den kommunistischen Parteien)«, στο Kommunistische Rundschau, 1 (14 Οκτωβρίου 1920)· Wilhelm Koenen, »Parteiaufbau. (Organisation der Vereinigten Kommunistischen Partei Deutschlands und demokratischer Zentralismus)«, στο Kommunistische Rundschau, 6 Δεκεμβρίου 1920.
[122] Παρόλο που παρακολουθώ στενά την ανάλυσή του, διαφωνώ με τη θέση του Peterson ότι, σύμφωνα με τα ίδια τα πρότυπα των κομμουνιστών, η υιοθέτηση μιας προοπτικής για επανάσταση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (και η βιωσιμότητα του ενιαίου μετώπου συνδεόταν θεμελιωδώς με τον υπερπληθωρισμό) είχε μια προοπτική «όλα ή τίποτα» ως «αναπόφευκτο» αποτέλεσμα (Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 212-13, 215-16, και passim.). Αν και η μελέτη του φωτίζει τις μεγάλες παραλλαγές μέσω των οποίων εκδηλώθηκε η πολιτική του ενιαίου μετώπου, ο Peterson ακολουθεί τους κομμουνιστές ηγέτες του 1923 στην παραμέληση του βασικού στοιχείου των στρατολογήσεων μελών ή της ηγεμονικής καθοδήγησης που θα επιτυγχανόταν μέσω κλιμακούμενων επιμέρους δράσεων στη στρατηγική του ενιαίου μετώπου, η οποία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τον Ράντεκ το 1921 και στην οποία επέμεινε ο Ερνστ Μέγιερ το 1923 (βλ. Leviné-Meyer, Inside German Communism, 50-51).
[123] Peterson, German Communism, Workers’ Protest, and Labor Unions, 215–16.
[124] Gerald Feldman, “Hitler’s Assumption of Power and the Political Culture of the Weimar Republic”, German Politics & Society, 14, τεύχος 1, (άνοιξη 1996): 96-110. Βλ. επίσης Schöck, Arbeitslosigkeit und Rationalisierung, 175.
[125] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή τη γενίκευση, βλ. τα πρακτικά του Τρίτου και Τέταρτου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, John Riddell, επιμ., Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922 (Σικάγο: Haymarket Books, 2012)∙ John Riddell, επιμ., To the Masses Proceedings of the Third Congress of the Communist International, 1921 (Σικάγο: Haymarket Books, 2016).
[126] Δείτε το υπό έκδοση άρθρο του συγγραφέα, “Activate the Party: Worker Self-Activity and the Origin of the United Front in Germany 1920–21”· Schöck, Arbeitslosigkeit und Rationalisierung, 36–46.
[127] Βλέπε ιδίως Edwin Hoernle, »Die Bildungsarbeit der KPD« στο Die Internationale, 5, τεύχος 1/2 (23 Ιουλίου 1922): 30-35· Riddell, To the Masses, 875-83.
[128] Βλ. Marcel Bois, “‘March Separately, But Strike Together!’ The Communist Party’s United-Front Policy in the Weimar Republic”, Historical Materialism, 28, τεύχος 3 (2020): 138–165.
[129] Feldman, “Economic and Social Problems of the German Demobilization 1918–19”, Journal of Modern History, 47, τεύχος 1 (Μάρτιος 1975): 23.
[130] Hermann J. Rupieper, The Cuno Government and Reparations 1922–1923: Politics and Economics (Λονδίνο: Martinus Nijhoff, 1979), 195–98. Βλ. επίσης Feldman, »Gegenwärtiger Forschungsstrand und künftige Forschungsprobleme zur deutschen Inflation«, Historische Prozesse, 10–1· και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ολοκληρωμένη μελέτη του Holtfrerich, The German Inflation 1914-1923, 192ff. Παρουσιάστηκαν ευκαιρίες για να αλλάξει αυτή η πολιτική, αλλά οι αξιωματούχοι της Ράϊχσμπανκ και του Υπουργείου Οικονομίας αποφάσισαν κατά των αλλαγών σε κάθε κρίσιμη συγκυρία, μεταξύ άλλων στις 18 Φεβρουαρίου 1921, στη συνέχεια και πάλι στις 31 Μαρτίου 1922, στις 31 Οκτωβρίου 1922 και στις 31 Μαρτίου 1923.