Au Loong-Yu
Η αρχή του τέλους της ανόδου της Κίνας;
Συνέντευξη στον Federico Fuentes.
Ο Au Loong-Yu είναι εδώ και πολλά χρόνια ακτιβιστής των εργατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ. Συγγραφέας των βιβλίων Η άνοδος της Κίνας: Δύναμη και τρωτότητα [China’s Rise: Strength and Fragility] και Το Χονγκ Κονγκ σε εξέγερση»: Το κίνημα διαμαρτυρίας και το μέλλον της Κίνας [Hong Kong in Revolt: The Protest Movement and the Future of Chin ], ο Au ζει σήμερα στην εξορία. Μιλώντας με τον Federico Fuentes για το LINKS International Journal of Socialist Renewa , ο Au συζητά τους παράγοντες που τροφοδότησαν την πρωτοφανή οικονομική άνοδο της Κίνας, το πώς έχουν αρχίσει να εξαντλούνται και τη σημασία του κινήματος της Λευκής Σελίδας, το οποίο, όπως υποστηρίζει, προαναγγέλλει μια νέα περίοδο στην κινεζική πολιτική.
Αυτή είναι η δεύτερη συνέντευξη σε μια σειρά δύο τμημάτων. Η πρώτη συνέντευξη (την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ) κάλυψε τη φύση του κράτους της Κίνας, τη θέση της στον κόσμο σήμερα και τις επιπτώσεις για τον ακτιβισμό υπέρ της ειρήνης και της αλληλεγγύης.
Federico Fuentes: Θα μπορούσατε να περιγράψετε τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εξήγηση της πρωτοφανούς οικονομικής ανόδου της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες;
Au Loong-Yu: Η άνοδος της Κίνας ήταν θεαματική. Τα τελευταία 20-30 χρόνια, η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ [Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν] της Κίνας ήταν περίπου 10% ή ελαφρώς λιγότερο. Αυτό σήμαινε ότι η Κίνα κατάφερνε να διπλασιάζει το ΑΕΠ της κάθε οκτώ χρόνια. Σε γενικές γραμμές, κάθε υπανάπτυκτη χώρα που μετατρέπει τεράστιο αριθμό μικρών αγροτών σε εργάτες εργοστασίων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα παρουσιάσει υψηλή οικονομική ανάπτυξη, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς στην παραγωγικότητα μεταξύ των δύο τομέων. Ωστόσο, η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι εύκολη, διότι απαιτεί τεράστιο κεφάλαιο. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες που, αν και ανεπαρκείς ως προς την παροχή μιας πλήρους εξήγησης, είναι απαραίτητοι –και όμως συχνά παραβλέπονται– για να εξηγήσουν αυτή την ταχεία άνοδο.
Ο πρώτος παράγοντας είναι το ποσοστό επενδύσεων της Κίνας που, ως ποσοστό του ΑΕΠ της, είναι το υψηλότερο στον κόσμο. Η ικανότητα της Κίνας να διατηρεί ένα τόσο υψηλό ποσοστό επενδύσεων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι πρωτοφανής. Τα τελευταία 20-30 χρόνια, το ποσοστό επενδύσεων της Κίνας παρέμεινε πάνω από το 40%, με αποκορύφωμα το 45-46% το 2014-15. Ορισμένοι αναγνώστες ίσως θυμούνται τις λεγόμενες οικονομίες-θαύματα των «τεσσάρων δράκων»: Νότια Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη. Ειδικά οι δύο πρώτες είχαν πολύ υψηλά ποσοστά επενδύσεων. Αλλά ακόμη και αυτές έφτασαν μόνο σε λίγο πάνω από το 30% του ΑΕΠ. Μιλάμε λοιπόν για ένα τεράστιο ποσοστό του ΑΕΠ που κατευθύνεται σε επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις και υποδομές. Αυτή είναι η πρώτη εξήγηση για την άνοδο της Κίνας: ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό επενδύσεων για μια διαρκή χρονική περίοδο.
Θα πρόσθετα, ωστόσο, ότι για να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον παράγοντα πρέπει να δούμε τι συνέβη στην εποχή του Μάο [Τσετούνγκ]. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του καθεστώτος του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), το ποσοστό επενδύσεων της Κίνας ήταν επίσης πολύ υψηλό: μεταξύ 1958-80, το ποσοστό επενδύσεων ήταν σχεδόν 30% κάθε χρόνο (εξαιρουμένης της περιόδου μετά την πείνα στις αρχές της δεκαετίας του 1960). Όταν πέθανε ο Μάο το 1976, η χώρα είχε εξαντληθεί, αλλά η Κίνα είχε θέσει τα θεμέλια της σύγχρονης οικονομίας της. Είχε ένα επίπεδο υποδομών και μεταποίησης που ήταν πιο διαφοροποιημένο και αυτάρκες από τις περισσότερες χώρες με παρόμοιο επίπεδο ανάπτυξης. Είχε επίσης εργατικό δυναμικό με σχετικά υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού. Χωρίς αυτά, η μετέπειτα άνοδος της Κίνας θα ήταν ανέφικτη.
Όμως, για να διατηρηθούν ακόμη υψηλότεροι ρυθμοί επενδύσεων απαιτούνταν περισσότερα κεφάλαια, κάτι που η Κίνα δεν μπορούσε να αποκτήσει μόνο από εγχώριους πόρους. Αυτό ήταν το πλαίσιο για τον ιστορικό συμβιβασμό του Ντενγκ [Σιαοπίνγκ] με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, ο οποίος επέτρεψε στην Κίνα να αρχίσει να προσελκύει ξένα κεφάλαια και να ενσωματωθεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Στην αρχή, το δυτικό κεφάλαιο δίσταζε να επενδύσει σε μαζική κλίμακα, ιδίως μετά τη σφαγή της 4ης Ιουνίου στην πλατεία Τιενανμέν το 1989. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά το πρώτο στάδιο της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος», το πρόσθετο κεφάλαιο προερχόταν από το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, δύο πρώην αποικίες της Βρετανίας και της Ιαπωνίας, αντίστοιχα.
Αυτό μας φέρνει στον δεύτερο παράγοντα, την αποικιακή κληρονομιά της Κίνας, ο οποίος είναι σημαντικός αλλά μερικές φορές παραβλέπεται κατά την ανάλυση της ανόδου της Κίνας. Οι αναγνώστες μπορεί να προβληματιστούν από αυτή την ιδέα, δεδομένου ότι η αποικιακή κληρονομιά θεωρείται γενικά ως εγγενές εμπόδιο στην ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών. Αλλά πρέπει να αναλύσουμε αυτό το ζήτημα συγκεκριμένα. Σε συγκεκριμένες στιγμές, για συγκεκριμένους λόγους, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Κίνας μετά τον ιστορικό συμβιβασμό του Ντενγκ με την αμερικανική αυτοκρατορία και την αντικατάσταση της διοικούμενης οικονομίας του Μάο από μια καπιταλιστική οικονομία.
Η Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ επέτρεψαν την άνοδο της Κίνας συνεισφέροντας βιομηχανικό κεφάλαιο και κεφάλαιο υπηρεσιών (δημιουργώντας θέσεις εργασίας για τους Κινέζους εσωτερικούς μετανάστες εργάτες από την ύπαιθρο) και εκπαιδεύοντας την πρώτη γενιά επιχειρηματιών και μάνατζερ (που ήταν ιδιαίτερα σπάνιοι στην Κίνα του Μάο). Το Χονγκ Κονγκ ήταν σημαντικό και με άλλους τρόπους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το Πεκίνο απέκτησε το ένα τρίτο του ξένου συναλλάγματός του μέσω του εμπορίου με το Χονγκ Κονγκ, παρά το γεγονός ότι η Δύση το περιόριζε αυστηρά. Από εκεί και πέρα, το Χονγκ Κονγκ συνέχισε να παίζει τον μοναδικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κόμβου για τη «Μεγάλη Κίνα», βοηθώντας τις κινεζικές εταιρείες να συγκεντρώσουν τεράστια κεφάλαια και θέτοντας τα θεμέλια για τις παγκόσμιες φιλοδοξίες τους. Μεταξύ 2010-18, στο Χονγκ Κονγκ πραγματοποιήθηκαν τα δύο τρίτα των αρχικών δημόσιων εγγραφών των κινεζικών εταιρειών της ηπειρωτικής Κίνας. Σήμερα, περισσότερες από τις μισές από τις εισερχόμενες και εξερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) της Κίνας περνούν από το Χονγκ Κονγκ. Επιπλέον, το Χονγκ Κονγκ εκπληρώνει ουσιαστικά τη λειτουργία μιας μηχανής εκτύπωσης δολαρίων ΗΠΑ για την Κίνα, δεδομένου ότι το δολάριο του Χονγκ Κονγκ είναι συνδεδεμένο με το δολάριο ΗΠΑ. Το Μακάο διαδραμάτισε επίσης τον ρόλο του, έστω και αν ήταν περισσότερο συμβολικός. Όταν ο Ντενγκ συμφώνησε να παραμείνει ανοιχτή η πόλη καζίνο μετά την επιστροφή της στην Κίνα, ήταν ο τρόπος του να πει στη Δύση: «Κοιτάξτε, αν μπορούμε να επιτρέψουμε ακόμη και μια τεράστια πόλη καζίνο με εκατοντάδες χαρτοπαικτικές λέσχες να υπάρχει ακριβώς στο κατώφλι της Κίνας, φανταστείτε πόσο φιλικοί μπορούμε να είμαστε προς τον καπιταλισμό».
Η σημασία αυτών των αποικιοκρατικών κληρονομιών αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Ντενγκ ήθελε να διατηρήσει τις «ξένες δυνάμεις» στο Χονγκ Κονγκ και το Μακάο μέσω της υπόσχεσής του «Μία χώρα, δύο συστήματα» (εξ ου και η αυτονομία του Χονγκ Κονγκ), ακόμη και μετά τη λήξη των μισθώσεων αυτών των εδαφών το 1997 και το 1999, αντίστοιχα. Ο Ντενγκ προσέφερε έναν παρόμοιο συμβιβασμό στην Ταϊβάν, τον οποίο η τελευταία αρνήθηκε. Ανεξάρτητα από αυτό, είναι αλήθεια ότι χωρίς το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και το Μακάο, δεν θα είχαμε δει την άνοδο της Κίνας – τουλάχιστον όχι στην ίδια κλίμακα.
Ο τρίτος παράγοντας είναι το κομματικό κράτος, το οποίο ήταν ικανό να συνδέσει τους άλλους δύο παράγοντες και να τους καταστήσει εξ αρχής δυνατούς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Ρωσία με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ο Ντενγκ επανέφερε τον καπιταλισμό, διατήρησε το υπάρχον κομματικό κράτος. Αυτό επέτρεψε στο καθεστώς του να είναι πολύ πιο αδίστακτο στη συντριβή κάθε αμφισβήτησης από τα κάτω. Οι απολογητές του Πεκίνου επαινούν την Κίνα ως πρότυπο «κράτους ανάπτυξης», αλλά αγνοούν το τίμημα που πλήρωσαν οι Κινέζοι για την επίτευξη τόσο υψηλών ποσοστών επενδύσεων. Η εξασφάλιση ενός τόσο υψηλού ποσοστού επενδύσεων απαιτεί την συμπίεση της κατανάλωσης και των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταπιέζονται οι εργαζόμενοι για να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να οργανωθούν ή να απεργήσουν. Εξ ου και οι μισθοί κατά την εποχή του Μάο παρέμειναν παγωμένοι, παρά το γεγονός ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ξεπερνούσε το 4%.
Εδώ έγκειται η συνέχεια μεταξύ Μάο και Ντενγκ. Ο Ντενγκ ήταν ελάχιστα πιο μετριοπαθής μετά το θάνατο του Μάο, αλλά αυτός και οι διάδοχοί του σύντομα επέστρεψαν στην πολιτική του Μάο για εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επενδύσεων. Παρά τη ρητορική του ΚΚΚ περί «εξυπηρέτησης του λαού», από την εποχή του Μάο το ΚΚΚ έδινε πάντα προτεραιότητα στην επιδίωξη της εκβιομηχάνισης που αποτελούσε την βασική του επιδίωξη –η οποία συνοψίζεται στο σύνθημα του Μάο τσιάο γινγκ γανν μέι (超英趕美, να ξεπεράσουμε τη Βρετανία και να πλησιάσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες)– έναντι της ευημερίας και του βιοτικού επιπέδου του λαού. Όταν οι εργαζόμενοι δυσανασχετούν, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του κόμματος απλά ξεδιπλώνει το σύνθημα σιάν σιενγκτσιάι χόου σιενγκχουό (先生產,後生活, πρώτα η παραγωγή, η κατανάλωση αργότερα) ή το στρατιωτικό ισοδύναμό του νινγκ γιάο γουάνζι(νταν) μπούγιάο κούζι (寧要原子(彈),不要褲子, ατομική βόμβα πρώτα, παντελόνια αργότερα).
Υπάρχει, φυσικά, μια λογική για τις φτωχές χώρες που επενδύουν πόρους σε υποδομές και μέσα παραγωγής. Αλλά, στην περίπτωση της ΚΚΚ, αυτό ήταν υπερβολικό. Ο ασυνήθιστα υψηλός ρυθμός των επενδύσεών της είχε να κάνει λιγότερο με τον σοσιαλισμό και ένα λογικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, και περισσότερο με τη ματαιοδοξία και τα όνειρα των κορυφαίων ηγετών της. Σε αυτό μοιράζονταν πολλά κοινά με βολονταριστές αυτοκράτορες όπως ο Τσιν Σι Χουάνγκ, ο ιδρυτής του πρώτου ενιαίου κράτους της Κίνας το 221 π.Χ., τον οποίο ο Μάο επαίνεσε για την αδίστακτη συμπεριφορά του.
Είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι παράλληλα με την επίσημη προπαγάνδα για το «όνειρο της Κίνας», το οποίο χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αδίστακτη επιδίωξη του ΚΚΚ για οικονομική ανάπτυξη, η γραφειοκρατία ακολουθούσε πάντα το δικό της όνειρο του πλουτισμού της ίδιας. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η γραφειοκρατία έχει καπηλευτεί το «όνειρο της Κίνας» για τις δικές της άθλιες φιλοδοξίες. Οι γραφειοκράτες, που δεν λογοδοτούν σε κανέναν εκτός από τα αφεντικά του κόμματος, έχουν χρησιμοποιήσει όλα τα είδη των προγραμμάτων εκσυγχρονισμού για να λεηλατήσουν τον πλούτο του έθνους μέσω της διαφθοράς και της μίζας ή της ίδρυσης εταιρειών.
Αυτό δεν είναι εντελώς καινούργιο. Αλλά ενώ η γραφειοκρατία του Μάο μπορούσε να οικειοποιηθεί το κοινωνικό πλεόνασμα μόνο με τη μορφή της αξίας χρήσης, η μετα-Μάο γραφειοκρατία έχει συνδυάσει τον καταναγκασμό του κράτους και τη δύναμη του χρήματος για να επιτύχει τον δικό της πλουτισμό με τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η γραφειοκρατία έχει εδραιωθεί σε μια νέα άρχουσα τάξη που ιδιοποιείται το πλεόνασμα – μια τάξη που θεωρεί την ατελείωτη αναπαραγωγή της ως ύψιστη προτεραιότητά της. Για να το διασφαλίσει αυτό, τελειοποιεί συνεχώς τους μηχανισμούς καταναγκασμού του κομματικού κράτους, προκειμένου να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερο κοινωνικό πλεόνασμα.
Federico Fuentes: Θέλω να επιστρέψουμε στη φύση αυτής της γραφειοκρατίας, αλλά πρώτα: αναφερθήκατε στον ιστορικό συμβιβασμό που έκανε ο Ντενγκ με τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα αυτού του συμβιβασμού, οι ΗΠΑ άρχισαν να μεταφέρουν την παραγωγή τους στην Κίνα λίγο αργότερα. Τι αντίκτυπο είχε αυτό στην άνοδο της Κίνας; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τις σημερινές εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας δεδομένης αυτής της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης που έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες;
Au Loong-Yu: Μια δεκαετία αφότου οι εταιρείες του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν άρχισαν να επενδύουν και να μεταφέρουν την παραγωγή στην Κίνα, το δυτικό και το ιαπωνικό κεφάλαιο άρχισαν να κάνουν το ίδιο. Τότε, η ακροδεξιά διεξήγαγε μικρές εκστρατείες στη Βρετανία απαιτώντας «βρετανικές θέσεις εργασίας για τους Βρετανούς εργαζόμενους» σε ένδειξη διαμαρτυρίας για αυτή τη μεταφορά στο εξωτερικό. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στις ΗΠΑ. Αλλά υπάρχει ένα ολέθριο λάθος στην ιδέα ότι οι Κινέζοι εργάτες πήραν θέσεις εργασίας από Αμερικανούς ή Βρετανούς εργάτες. Αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν ότι οι καπιταλιστές στη Δύση και την Ιαπωνία πήραν θέσεις εργασίας από τους «συμπολίτες» τους και, σε συνεννόηση με το κινεζικό καθεστώς, δημιούργησαν πολύ χειρότερες θέσεις εργασίας στην Κίνα. Ακόμα και αν το εργοστάσιο ήταν το ίδιο και ο αριθμός των εργαζομένων ήταν ο ίδιος, οι θέσεις εργασίας δεν ήταν οι ίδιες όταν η παραγωγή κατώτερης ποιότητας μεταφέρθηκε στην Κίνα. Όχι μόνο επειδή οι αμοιβές και οι συνθήκες ήταν δραστικά χειρότερες, αλλά και επειδή οι εργαζόμενοι στην Κίνα στερούνταν επίσης βασικές πολιτικές ελευθερίες και το δικαίωμα να οργανώνονται, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό ανίσχυροι.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αυτή η διαδικασία της εξωστρέφειας συνοδεύτηκε στην Κίνα από την ιδιωτικοποίηση πολλών μεσαίων και μικρών κρατικών επιχειρήσεων και την απόλυση περισσότερων από 30 εκατομμυρίων εργαζομένων. Με αυτή την έννοια, η άνοδος της Κίνας ως το παγκόσμιο sweatshop διασφαλίστηκε μέσω της συρρίκνωσης του κρατικού τομέα της και της στρατολόγησης μιας εντελώς νέας εργατικής τάξης από την ύπαιθρο, την οποία θα εκμεταλλευόταν σε νέα εργοστάσια χρηματοδοτούμενα από το ξένο κεφάλαιο.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι οι καπιταλιστές στη Δύση και την Ιαπωνία, καθώς και το κινεζικό καθεστώς επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την εξωστρέφεια και την υπερεκμετάλλευση 250 εκατομμυρίων ανίσχυρων Κινέζων μεταναστών εργατών της υπαίθρου. Ταυτόχρονα, η αποβιομηχάνιση στη Δύση και την Ιαπωνία, μαζί με τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μαζικές απολύσεις στην Κίνα, καθιστούσαν την κατάσταση χαμένη για τους εργαζόμενους και στις δύο πλευρές. Αυτή ήταν η ουσία της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ του Ντενγκ και του [προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Χέρμπερτ Ουόκερ] Μπους.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η συμφωνία αυτή άρχισε να λήγει όταν ο Σι Τζινπίνγκ ανέβηκε στην εξουσία το 2012. Σε εκείνο το σημείο, και οι δύο πλευρές διαισθάνθηκαν ότι η περίοδος του μέλιτος είχε τελειώσει, ιδίως καθώς η αμερικανική αυτοκρατορία δεν περίμενε ότι η Κίνα θα ανερχόταν τόσο γρήγορα. Η άνοδος του Σι, και η επακόλουθη πρωτοβουλία του για τη Ζώνη και τον Δρόμο, μπορεί να κατανοηθεί από πολλές απόψεις ως απάντηση στην «στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία» υπό την τότε υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον το 2009. Ακολούθησαν οι εμπορικοί πόλεμοι που ξεκίνησε ο [πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ] Τραμπ, ο οποίος υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να επιβάλουν δασμούς επειδή η Κίνα είχε επιτύχει εμπορικό πλεόνασμα, ενώ οι ΗΠΑ υπέφεραν από ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα.
Το επιχείρημα του Τραμπ είναι όμως παραπλανητικό, καθώς παραβλέπει ένα σημαντικό πράγμα: πολλά από αυτά που εξάγει η Κίνα είναι απλώς συναρμολογημένα εξαρτήματα, υλικά και τεχνολογία που εισάγονται από άλλα μέρη του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των κερδών παραμένει στην Κίνα. Έτσι, η δικαιολογία για τον εμπορικό πόλεμο ήταν λανθασμένη∙ ο πραγματικός λόγος πίσω από τον εμπορικό πόλεμο ήταν ότι οι ΗΠΑ –ως αυτοκρατορία που είναι– δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν στην ανερχόμενη Κίνα να αμφισβητήσει την παγκόσμια θέση τους.
Αλλά είναι επίσης σημαντικό να πούμε ότι η Κίνα φέρει μερίδιο ευθύνης για την αύξηση των εντάσεων. Ο Ντενγκ υποστήριζε πάντα ότι η στάση της Κίνας απέναντι στις ΗΠΑ θα πρέπει να είναι η εξής: Τάο-γκουάνγκ-γιανγκ-χούι, γιόου σουό τσουό-γουέι (韜光養晦)、有所作為, να κρατήσουμε χαμηλό προφίλ και να περιμένουμε την ώρα μας) και να μην προσπαθήσουμε να αμφισβητήσουμε την παγκόσμια ηγεμονία της, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Ο Σι, από την άλλη πλευρά, βασιζόμενος στην εκτίμηση που συνοψίζεται στη φράση Ντόνγκ-σιένγκ σι τζιάνγκ (東升西降, Η Ανατολή ανεβαίνει, η Δύση παρακμάζει), αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να αμφισβητήσει την ηγεμονία των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, το σύνθημά του για την εξωτερική πολιτική έγινε Γκανγκ-γιού-ντόου-τσένγκ (敢於鬥爭,τολμήστε να αγωνιστείτε). Το πρώτο βήμα που έκανε ο Σι προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η απόφασή του να στρατιωτικοποιήσει τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας το 2015. Σε εκείνο το σημείο, οι ενέργειες της Κίνας δεν μπορούσαν πλέον να οριστούν ως αμυντικές. Με τη στρατιωτικοποίηση της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, η Κίνα δεν πολεμούσε την αμερικανική αυτοκρατορία, αλλά, πρωτίστως, αφαιρούσε τα δικαιώματα των γύρω χωρών επί των οικονομικών θαλάσσιων ζωνών τους. Σε τέτοιες κινήσεις πρέπει να υπάρξει αντίδραση.
Federico Fuentes: Πώς επηρέασε αυτή η αλλαγή προσανατολισμού υπό τον Σι την άνοδο της Κίνας;
Au Loong-Yu: Οι εκτιμήσεις του Σι δεν τον οδήγησαν μόνο να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τις ΗΠΑ, αλλά και να συντρίψει το Χονγκ Κονγκ. Φυσικά, από τη σκοπιά της απολυταρχίας, το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ θα τολμούσαν να αψηφήσουν τον νόμο του Πεκίνου για την έκδοση ήταν απαράδεκτο και έπρεπε να τιμωρηθούν. Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη και από την άποψη του συλλογικού συμφέροντος του καθεστώτος, ο Σι το παράκανε. Ο Σι όχι μόνο εξόντωσε την αντιπολίτευση, αλλά στην πράξη κατέστρεψε τους ίδιους τους θεσμούς που στηρίζουν το Χονγκ Κονγκ ως οικονομικό κέντρο της Κίνας. Σκοτώνοντας την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, ο Σι σκοτώνει αυτή τη χήνα που γεννάει χρυσά αυγά για το Πεκίνο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σε σχέση με την Ταϊβάν. Η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΚ έχει ενσωματώσει με επιτυχία την Ταϊβάν οικονομικά στην τροχιά του. Αν η Ταϊβάν διέκοπτε τις οικονομικές της σχέσεις με την Κίνα, η οικονομία της θα υφίστατο τεράστιο πλήγμα, αν όχι πλήρη κατάρρευση. Επιπλέον, η τακτική του ΚΚΚ να κερδίσει το KMT (Κουόμιτάνγκ) στο πλευρό του έχει αποδώσει. Αλλά η προσέγγιση «γερακιού» απέναντι στην Ταϊβάν είναι όλο και πιο αντιπαραγωγική.
Προηγουμένως, η Δύση επικεντρώθηκε στον στρατηγικό ρόλο της Ταϊβάν στη γεωπολιτική της Ανατολικής Ασίας. Αλλά με την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, υπάρχει τώρα μια πρόσθετη ανησυχία μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, δεδομένου ότι η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) παράγει τα μισά από τα τσιπ του κόσμου και περίπου το 90% των πιο προηγμένων τσιπ. Αυτό είναι το διαπραγματευτικό χαρτί της Ταϊβάν. Σε αντίθεση με το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή για να αποκρούσει την επιθετικότητα του Πεκίνου, διότι αν το Πεκίνο καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία, αυτό θα προκαλούσε την εχθρότητα πολλών χωρών. Και εδώ πάλι, η πρόωρη αναμέτρηση του Σι με τις ΗΠΑ επιδείνωσε τη θέση της Κίνας, καθώς η απάντηση της Ουάσιγκτον ήταν να εμποδίσει την Κίνα να εισάγει προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, ιδίως τεχνολογίας αιχμής. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους του ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ του Ντενγκ και των ΗΠΑ/Βρετανίας.
Η Κίνα θα δυσκολευτεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται όπως αναπτυσσόταν μέχρι σήμερα. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής της έχει επιβραδυνθεί από 10% σε 5%. Συν τοις άλλοις, η οικονομία της Κίνας βιώνει τόσο μια κυκλική όσο και μια διαρθρωτική κρίση. Προηγουμένως, η Κίνα μπορούσε απλώς να ρίξει μεγάλα χρηματικά ποσά για την εξαγορά ξένων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας ή την πρόσληψη κορυφαίων μηχανικών από όλο τον κόσμο ως μέσο για να φτάσει τη Δύση. Αυτή η επιλογή γίνεται όλο και λιγότερο διαθέσιμη. Αντί γι’ αυτό, έχει καταφύγει στην παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας σε μη κερδοφόρα επίπεδα μέσω κρατικών επιδοτήσεων και στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και του περιβάλλοντος. Αλλά και αυτή η επιλογή αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια, δεδομένου ότι όχι μόνο οι ενέργειες της Ουάσινγκτον αλλά και η οικονομική ύφεση της Κίνας καθιστά πιο δύσκολο να επενδύσει τόσα χρήματα όσο παλαιότερα. Θα πρόσθετα επίσης ότι η καινοτομία είναι ασύμβατη με την κινεζική απολυταρχία και την οργουελιανή κοινωνία της.
Σε όλα αυτά, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η αμερικανική αυτοκρατορία δεν είναι σίγουρα ο «καλός μπάτσος» – αλλά ούτε και η Κίνα. Η αυτοκρατορία των ΗΠΑ βρίσκεται σε σταθερή πτωτική πορεία, αλλά η άνοδος της Κίνας δεν έχει φτάσει σε σημείο όπου το Πεκίνο να μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στη Δύση. Παρά το γεγονός αυτό, αντί να ακολουθήσει τη συμβουλή του Ντενγκ, ο Σι προσπάθησε να επιτεθεί, δημιουργώντας εχθρούς κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Η ηγεσία του Σι δεν ήταν μόνο μια καταστροφή για τον κινεζικό λαό, αλλά αποτελεί πλέον ακόμη και βάρος για το καθεστώς. Επομένως, ο Σι πρέπει να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί για τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Κίνα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Federico Fuentes: Αυτό μας οδηγεί πίσω στο ζήτημα της γραφειοκρατίας του κομματικού κράτους. Δεδομένων όσων είπατε για την ηγεσία του Σι, γιατί η γραφειοκρατία δεν ενεργεί για να απομακρύνει τον Σι; Γενικότερα, τι μας λένε όλα αυτά για τη φύση της γραφειοκρατίας;
Au Loong-Yu: Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να πούμε ότι δεν μπορούμε να ρίχνουμε το φταίξιμο για όλα στον Σι. Οι φήμες λένε ότι ο Σι, ως απάντηση στους επικριτές εντός του κόμματος, κατηγορεί τους προκατόχους του ότι άφησαν την οικονομία της Κίνας σε χάλια κατάσταση. Κατά μία έννοια, αυτό είναι αλήθεια. Αφού έδωσαν το παράδειγμα με την κατάπνιξη της δημόσιας διαφωνίας με τη σφαγή της 4ης Ιουνίου, πολλοί γραφειοκράτες αισθάνθηκαν σίγουροι ότι μπορούσαν να λεηλατήσουν τον πλούτο της χώρας χωρίς περιορισμούς. Η επακόλουθη Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 2007-8 δημιούργησε μια χρυσή ευκαιρία για τις τοπικές κυβερνήσεις να πλουτίσουν, αρπάζοντας τη χρηματοδότηση από το πακέτο διάσωσης της κεντρικής κυβέρνησης και διοχετεύοντάς την σε μεγαλεπήβολα έργα και ακίνητα, ενώ τσέπωναν άγνωστα μερίδια για τον εαυτό τους. Αυτό άνοιξε το δρόμο για τη φούσκα των ακινήτων και την τελική της έκρηξη, τις συνέπειες της οποίας καλείται τώρα να αντιμετωπίσει ο Σι. Όλες αυτές οι άρχουσες ελίτ είναι συνένοχοι της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η Κίνα. Γνωρίζουν επίσης ότι το να επιτραπεί στον Σι να παραμείνει στην εξουσία σημαίνει περισσότερο κακό παρά καλό για τη χώρα και το καθεστώς. Ταυτόχρονα, φοβούνται θανάσιμα το τι μπορεί να ακολουθήσει αν συνωμοτήσουν εναντίον του Σι: τι θα γίνει αν αυτό πυροδοτήσει ένα μαζικό κίνημα από τα κάτω;
Για να κατανοήσουμε πλήρως τι συμβαίνει, είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε καλύτερα τη φύση της κινεζικής γραφειοκρατίας. Το κινεζικό καθεστώς κουβαλά μαζί του πολλά στοιχεία της προνεωτερικής πολιτικής κουλτούρας, όπως η λατρεία των γαλαζοαίματων και τα κληρονομικά «δικαιώματα» της «δεύτερης ή τρίτης κόκκινης γενιάς», καθώς και μηχανισμούς προσωπικής αφοσίωσης που διαπερνούν ολόκληρη τη γραφειοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με τη βεμπεριανή ιδανική αντίληψη του απρόσωπου χαρακτηριστικού της γραφειοκρατίας, η εκδοχή της Κίνας είναι άκρως προσωποπαγής. Αυτό ενεργοποιεί έναν δεύτερο μηχανισμό, την αρνητική επιλογή των υπαλλήλων. Με αυτό εννοώ ότι το χειρότερο είδος ανθρώπων είναι πιο πιθανό να προαχθεί, ενώ εκείνοι που λένε την αλήθεια ή διαθέτουν περισσότερα προσόντα, ανεξάρτητη σκέψη και ταλέντα τείνουν να παραγκωνίζονται. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι κορυφαίοι γραφειοκράτες των οποίων το πιο σημαντικό καθήκον είναι να κατευνάσουν τον αυτοκράτορα και να εργαστούν για το πιο τρελό όνειρο του τελευταίου, ενώ στα παρασκήνια υποθάλπουν τις δικές τους συνωμοσίες για προσωπικά οφέλη.
Γι’ αυτό είπα ότι η καινοτομία είναι ασύμβατη με την κινεζική απολυταρχία. Αυτό δεν αποκλείει εντελώς να σημειώσει η Κίνα περαιτέρω πρόοδο στην καινοτομία, αλλά την εμποδίζει να αξιοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνατοτήτων της. Για παράδειγμα, δεν είναι σαφές ποια θα είναι η επίδραση αυτού του γεγονότος στην επιστημονική και τεχνολογική κοινότητα. Αλλά αν εξετάσουμε την πολιτική Μηδενικού COVID του Σι, μπορούμε να πάρουμε μια γεύση του πόσο μικρή επιρροή έχουν οι ειδικοί γιατροί, για παράδειγμα, στη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι κάθε τεχνολογική πρόοδος έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος, καθώς συνεπάγεται τρομερή διαφθορά.
Συνολικά, το καθεστώς εισέρχεται σε μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών, κατά την οποία δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει ότι δεν αποτελεί απάντηση στα προβλήματα, αλλά μάλλον μεγάλο μέρος των προβλημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα καταρρεύσει εύκολα από μόνο του. Σημαίνει όμως ότι οποιαδήποτε βήματα κάνει στην τεχνολογική, οικονομική και εξοπλιστική κούρσα στην οποία έχει εμπλακεί τώρα με τις ΗΠΑ, θα επιφέρει τεράστια δεινά για το λαό.
Federico Fuentes: Τι σημαίνει η έκρηξη της φούσκας των ακινήτων στην Κίνα και η συνεχιζόμενη κρίση χρέους της για την κατάσταση της κινεζικής οικονομίας;
Au Loong-Yu: Αν κοιτάξετε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Κίνας, ο οποίος αναφέρεται στο συνολικό χρέος που περιλαμβάνει όλο το χρέος της κυβέρνησης και των ιδιωτικών νοικοκυριών, θα δείτε ότι ήταν περίπου 87% στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά αυξήθηκε στο 211% το 2010 – μια αύξηση πάνω από 100% σε 20 χρόνια. Στοιχεία από τα τέλη του 2023 το τοποθετούν τώρα κοντά στο 300%, που σημαίνει ότι το επίπεδο χρέους της Κίνας είναι τριπλάσιο του ΑΕΠ της. Ενώ ορισμένες προηγμένες οικονομίες στη Δύση και η Ιαπωνία έχουν παρόμοια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, η Κίνα είναι η μόνη χώρα με υψηλότερο μεσαίο εισόδημα με τόσο υψηλό χρέος. Ο μέσος λόγος χρέους προς ΑΕΠ για τις αναπτυσσόμενες χώρες μεσαίου εισοδήματος είναι περίπου 124%. Αυτό που μας λέει είναι ότι ο υψηλός ρυθμός επενδύσεων της Κίνας έχει χρηματοδοτηθεί εν μέρει από μια θάλασσα χρέους. Η αγορά ακινήτων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Κατά τη γνώμη μου, το σκάσιμο αυτής της φούσκας στην αγορά ακινήτων σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην άνοδο της Κίνας. Ο λόγος είναι ότι οι τρεις παράγοντες που ανέφερα προηγουμένως ότι συνέβαλαν στην άνοδο της Κίνας έχουν πλέον εξαντλήσει τις δυνατότητές τους. Για παράδειγμα, η αποικιακή κληρονομιά της Κίνας: ο παράγοντας αυτός στηριζόταν πάντα στον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ/Βρετανίας. Αλλά η εξάλειψη της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ από τον Σι και η απόφασή του να επισπεύσει την αναμέτρηση με τις ΗΠΑ όχι μόνο στέρησε από την Κίνα ένα ζωντανό χρηματοπιστωτικό κέντρο –το οποίο χρειάζεται επειγόντως εν μέσω της οικονομικής ύφεσης– αλλά έκανε την Κίνα ευάλωτη στην εχθρότητα των ΗΠΑ.
Το ίδιο ισχύει και για το υψηλό ποσοστό επενδύσεων της Κίνας. Αυτός ο παράγοντας εξαρτιόταν πάντα από έναν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος προηγουμένως καθοδηγούνταν από τη μετατροπή τεράστιου αριθμού μικρών αγροτών σε εργάτες εργοστασίων. Όμως το πρόγραμμα του καθεστώτος για την ταχεία αστικοποίηση προκάλεσε την εξάντληση αυτής της δεξαμενής αγροτικού εργατικού δυναμικού: ενώ το 76% του πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές περιοχές πριν από 40 χρόνια, σήμερα το ποσοστό είναι 35%, και οι περισσότεροι από αυτούς είναι γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο εξαιρετικά υψηλός ρυθμός επενδύσεων του καθεστώτος έθεσε τέρμα στο αρχικό πλεονέκτημα που απέκτησε από τον τεράστιο αγροτικό πληθυσμό της Κίνας. Το πρόβλημα αυτό έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της προηγούμενης πολιτικής του ενός παιδιού – η ίδια κάποτε αποτελούσε κίνητρο για τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της Κίνας, δεδομένου ότι γλίτωνε το οικονομικό κόστος της ανατροφής πολλών παιδιών, έστω και εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Η επακόλουθη τάση επιτάχυνσης της γήρανσης του πληθυσμού και της έλλειψης νέων εργαζομένων συνέβαλε στη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας.
Επιπλέον, το προηγούμενο υψηλό ποσοστό επενδύσεων ήταν δυνατό μόνο σε βάρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών και των χαμηλών μισθών. Το επίπεδο της κατανάλωσης των νοικοκυριών της Κίνας έχει μειωθεί δραματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, από περίπου 50% του ΑΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε ένα χαμηλό σημείο 34-35% το 2014. Από τότε έχει ανέβει λίγο, αλλά δεν έχει φτάσει το 40%. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Κίνα αντιμετωπίζει μια αδιάκοπη υπερπαραγωγή και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, αλλά μια σχετικά στενή εγχώρια αγορά, καθώς οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί για να αγοράσουν ό,τι παράγεται.
Στην πράξη, η απάντηση της κινεζικής κυβέρνησης ήταν η εξής: «Λοιπόν, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό, μπορούμε απλά να εξάγουμε την πλεονάζουσα παραγωγή και το πλεονάζον κεφάλαιό μας». Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η Κίνα έγινε κορυφαίος εξαγωγέας εμπορευμάτων και, από τις αρχές του αιώνα, έγινε κορυφαίος εξαγωγέας κεφαλαίου. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο η πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος της Κίνας δεν είναι απλώς ένα γεωπολιτικό σχέδιο, αλλά μια διέξοδος για αυτή την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Η Κίνα έχει ουσιαστικά επιδιώξει να εξάγει το πρόβλημά της.
Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, για το απλούστατο γεγονός ότι διαφαίνεται ένας νέος εμπορικός πόλεμος. Οι ευρωπαϊκές χώρες διαμαρτύρονται ότι τα αυτοκίνητα EV της Κίνας είναι πολύ φθηνά λόγω των κινεζικών κρατικών επιδοτήσεων και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη πει: «Αν επιδοτήσετε τα αυτοκίνητά σας, θα επιδοτήσουμε και εμείς τα δικά μας». Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες ενός δεύτερου γύρου στον εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, αυτός είναι διαφορετικός από τον πρώτο. Σε αυτόν τον γύρο, δεν έχω καμία κατανόηση για την κινεζική κυβέρνηση. Πώς μπορείτε να συνεχίσετε να συνεισφέρετε πάνω από το 40% του ΑΕΠ σε επενδύσεις όταν 600 εκατομμύρια Κινέζοι αναγκάζονται να ζουν με μηνιαίο εισόδημα 1000 ρενμίνμπι [περίπου 140 δολάρια ΗΠΑ]; Αυτό είναι υπερεκμετάλλευση και το ακριβώς αντίθετο του σοσιαλισμού.
Ο σοσιαλισμός δεν είναι παραγωγισμός∙ ο απώτερος στόχος του δεν ήταν ποτέ η επ’ άπειρον αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή είναι η καπιταλιστική νοοτροπία, όχι η σοσιαλιστική νοοτροπία. Διατηρώντας ένα τόσο υψηλό επίπεδο επενδύσεων, η κινεζική κυβέρνηση βλάπτει τον κινεζικό λαό και το περιβάλλον – και τον κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αντίποινα των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της Ευρώπης είναι δίκαια. Ο νέος εμπορικός πόλεμος είναι αποτέλεσμα του τοξικού καπιταλισμού και του παραγωγισμού που επιδιώκουν. Αλλά και η Κίνα έχει παίξει το ρόλο της στην υπεράσπιση του τοξικού καπιταλισμού και του παραγωγισμού.
Είναι αλήθεια ότι ένα πράγμα που υπολογίζει η Κίνα στα υπέρ της είναι ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του χρέους δεν είναι εξωτερικό χρέος. Η κινεζική κυβέρνηση είναι πολύ ευαίσθητη στην ιδέα ότι οι ξένες δυνάμεις αποκτούν επιρροή στο εσωτερικό της Κίνας, μεταξύ άλλων και μέσω του χρέους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κινεζική κυβέρνηση πάντα προτιμούσε να δανείζεται πολλά από τον κινεζικό λαό. Αυτό είναι ασφαλέστερο για το καθεστώς, επειδή γνωρίζει ότι μπορεί πάντα να μεταφέρει το βάρος στον κινεζικό λαό με διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, όταν ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος το 2016, η Κίνα υποστήριξε ότι δεν φοβάται έναν εμπορικό πόλεμο. Ένας κρατικός αξιωματούχος έφτασε στο σημείο να πει ότι οι Κινέζοι ήταν έτοιμοι να φάνε γρασίδι για έναν ολόκληρο χρόνο αν χρειαζόταν, ως ένδειξη του πόνου που οι Κινέζοι ήταν διατεθειμένοι να υπομείνουν[1].
Αυτό μας φέρνει στον τρίτο παράγοντα, το κομματικό κράτος. Ήταν ο κύριος παράγοντας που συνέδεσε τους δύο άλλους παράγοντες για να επιφέρει τον ταχύτατο εκσυγχρονισμό της Κίνας – ο οποίος έγινε όλο και πιο αφόρητος για την κοινωνία, τον λαό και το περιβάλλον. Σήμερα, οι δύο εσωτερικές λογικές του κομματικού κράτους –απεριόριστη απληστία για διαφθορά και απεριόριστη όρεξη για τελειοποίηση του κρατικού καταναγκασμού– έχουν δημιουργήσει ένα τέρας στο οποίο οι δύο λογικές αλληλοτροφοδοτούνται. Όσο πιο «τέλειος» είναι ο κρατικός καταναγκασμός, τόσο περισσότερο η γραφειοκρατία είναι απαλλαγμένη από κάθε λογοδοσία για τις πράξεις της. Αυτό δημιουργεί περισσότερα κίνητρα για πλουτισμό μέσω της διαφθοράς, η οποία με τη σειρά της απαιτεί περισσότερο κρατικό καταναγκασμό για την προστασία της γραφειοκρατίας. Αλλά όλα έχουν ένα όριο.
Η έκρηξη της αγοράς ακινήτων καταδεικνύει τα όρια της πρώτης λογικής. Με δεδομένο ότι η αστική γη είναι κρατική ιδιοκτησία και τη διαχειρίζονται οι τοπικές κυβερνήσεις, πρόκειται για μια αγορά που κυριαρχήθηκε από την αρχή από τις τοπικές κυβερνήσεις, τα «χρηματοδοτικά τους οχήματα» (LGFV) και τους διαπλεκόμενους τραπεζίτες και τους εργολάβους. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τη συσσώρευση χρέους δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δημιούργησαν μια τεράστια φούσκα στην οποία έχουν κατασκευαστεί τόσα πολλά νέα διαμερίσματα από το 2009 που μόνο αυτά θα μπορούσαν να στεγάσουν 250 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ το σημερινό ποσοστό κενών κατοικιών ανέρχεται στο 25%.
Από την άλλη πλευρά, η ανάδυση του κινήματος της Λευκής Σελίδας ως απάντηση στην πολιτική μηδενικού Covid της κυβέρνησης είναι ένα παράδειγμα των ορίων της δεύτερης λογικής. Η πολιτική μηδενικού Covid του καθεστώτος δεν ήταν ποτέ ένα κανονικό «λοκντάουν» για να αποτραπεί η εξάπλωση του ιού. Ήταν αυτό που αποκάλεσα «εγκλεισμός», επειδή για τρία χρόνια, οι άνθρωποι κλείνονταν στις κοινότητες ή στα σπίτια τους για ένα μόνο κρούσμα Covid, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν είχαν τα τρόφιμα ή τα φάρμακα που χρειάζονταν. Και για ποιο λόγο; Για την αφελή ιδέα ότι ο μηδενικός Covid ήταν εφικτός. Εν τω μεταξύ, το καθεστώς δεν μπήκε καν στον κόπο να εισάγει επαρκείς ποσότητες των πιο αποτελεσματικών δυτικών εμβολίων. Αυτό που έκανε, ωστόσο, αυτή η πολιτική ήταν να δώσει στο καθεστώς μια χρυσή ευκαιρία να τελειοποιήσει περαιτέρω τον έλεγχό του πάνω στον λαό. Η φαινομενική τρέλα είχε και μια άλλη λογική: ήταν εξαιρετικά επικερδής για τους δημοτικούς αξιωματούχους και τους διαπλεκόμενούς τους, από τους προμηθευτές ειδών παντοπωλείου μέχρι τις εταιρείες ελέγχου του Covid.
Η άβολη αλήθεια για το καθεστώς, ωστόσο, είναι ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο πόνο είναι διατεθειμένοι να υπομείνουν οι Κινέζοι πριν επαναστατήσουν. Και αυτό το καθεστώς έχει γίνει όλο και πιο ανυπόφορο, όπως είδαμε με το κίνημα της Λευκής Σελίδας.
Federico Fuentes: Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε λίγο για τη σημασία του κινήματος της Λευκής Σελίδας;
Au Loong-Yu: Το κίνημα της Λευκής Σελίδας[2] ξεκίνησε ως άμεση απάντηση στον εγκλεισμό του μηδενικού Covid, αλλά έγινε μια ιστορικά σημαντική στιγμή επειδή το κίνημα πέτυχε μια νίκη και, σε κάποιο βαθμό, το καθεστώς υπέστη μια ήττα.
Μιλώντας για αυτό το κίνημα, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το ρόλο που έπαιξε ο Πενγκ Ζαϊζού, ο οποίος, εν μέσω της πανδημίας και του λοκντάουν, πραγματοποίησε μια ατομική διαμαρτυρία στη γέφυρα Σιτόνγκ στο Πεκίνο το πρωί της 13ης Οκτωβρίου, μόλις τρεις ημέρες πριν από το 20ό συνέδριο του ΚΚΚ. Στο πλαίσιο της διαμαρτυρίας του, ο Πενγκ κρέμασε δύο πανό πάνω από τη γέφυρα, εκ των οποίων το ένα έγραφε: «Θέλουμε φαγητό, όχι τεστ PCR. Θέλουμε ελευθερία, όχι λοντάουν. Θέλουμε σεβασμό, όχι ψέματα..... Θέλουμε να είμαστε πολίτες, όχι σκλάβοι». Αν και εκείνη τη στιγμή κανείς δεν έλαβε υπόψη του το κάλεσμά του για διαμαρτυρία, η πυρκαγιά σε συγκρότημα κατοικιών στο Ουρουμτσί στις 24 Νοεμβρίου έδωσε το έναυσμα για ένα κύμα διαμαρτυριών σε περισσότερες από 20 πόλεις ενάντια στην πολιτική λοκντάουν μηδενικού Covid του ΚΚΚ. Η οργή των διαδηλωτών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι 10 θάνατοι από την πυρκαγιά ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής του καθεστώτος για τον εγκλεισμό, που σήμαινε ότι κανένα πυροσβεστικό όχημα δεν ήταν αρκετά κοντά για να σώσει τα θύματα.
Από εκεί και πέρα, οι διαδηλώσεις έφτασαν γρήγορα να απηχούν τα αιτήματα του Πενγκ και τελικά ανάγκασαν την κυβέρνηση να υποχωρήσει από την πολιτική του μηδενικού Covid. Φυσικά, πολλοί μπορεί να το αμφισβητήσουν αυτό, λέγοντας: «Λοιπόν, ο ειδικός της κυβέρνησης συμβούλευε ήδη να τερματίσει την πολιτική μηδενικού Covid επειδή δεν λειτουργούσε και είχε καταστεί αδύνατο να εφαρμοστεί». Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά όλα όσα συμβαίνουν στην Κίνα είναι το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, όχι των αποφάσεων των ειδικών∙ υπεύθυνοι για τη λήψη της τελικής απόφασης είναι οι κορυφαίοι ηγέτες, το πολιτικό γραφείο. Αυτό μας οδηγεί στο εύλογο ερώτημα: γιατί έγινε αυτή η απότομη αλλαγή στην πολιτική τους; Δεν διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες για να εξακριβώσουμε ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας: οι διαφωνούντες στην ηγεσία του κόμματος, οι συμβουλές των ειδικών ή οι μαζικές διαμαρτυρίες. Όμως αυτές οι φωνές διαφωνούντων και οι συμβουλές των ειδικών δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αντίθετες προς τη συμβολή των μαζικών διαδηλώσεων. Όποιος προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει ή να απορρίψει συνολικά το κίνημα κάνει λάθος.
Αυτή η νίκη ήταν σημαντική, διότι οι Κινέζοι καταπιέστηκαν σε σημείο που ουσιαστικά τους στερήθηκε το δικαίωμα στον αυτοσεβασμό. Πολλοί έχουν συνηθίσει να αναφέρονται στον εαυτό τους, με αυτοσαρκαστικό τρόπο, ως «σχοινόπρασο» (τζιουκάι, 韭菜), με το οποίο εννοούν τα λαχανικά που συλλέγει ασταμάτητα το καθεστώς του ΚΚΚ. Άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο «ανθρώπινες ορυκτές ύλες» (ρεν κουάνγκ – 人礦, στα αγγλικά «huminerals»), τα οποία εξορύσσονται από το ΚΚΚ. Αυτό μας δίνει μια γεύση της βαθιάς απαισιοδοξίας που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων και της αίσθησης ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για το γεγονός ότι καταπιέζεται και υφίσταται εκμετάλλευση. Φυσικά, δεν σκέφτονται όλοι το ίδιο. Υπήρξε αντίσταση –στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναφερθεί απεργίες, για παράδειγμα– αλλά ήταν πολύ κατακερματισμένη, πολύ μερική και σπάνια πολιτική.
Η σημασία του κινήματος της Λευκής Σελίδας είναι ότι, αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει μια πλήρη μεταστροφή στη νοοτροπία των ανθρώπων από την αποδοχή του status quo προς τη γενναία αντίσταση, το κίνημα έχει αφυπνίσει τους νέους ανθρώπους. Όχι μόνο ώθησε τους απλούς πολίτες να διαμαρτυρηθούν κατά του εγκλεισμού και τους εργαζόμενους να διαμαρτυρηθούν κατά του να αναγκάζονται να εργάζονται, να κοιμούνται και να τρώνε στον ίδιο χώρο, αλλά είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσουν τη δική τους ελευθερία – έστω και προσωρινά. Αυτό άνοιξε τα μάτια σε πολλούς, ιδίως στους νέους.
Μια από τις τρομερές κληρονομιές της καταστολής μετά το 1989 ήταν η αποπολιτικοποίηση. Είχαμε 30 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων οι νέοι δεν τολμούσαν να μιλήσουν για πολιτική. Απλώς επικεντρώθηκαν στις σπουδές και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Αλλά με το κίνημα της Λευκής Σελίδας, οι νέοι φοιτητές πρωτοστάτησαν στις διαδηλώσεις και έγιναν πιο ξεκάθαροι και αιχμηροί στις επιθέσεις τους κατά του καθεστώτος. Άρχισαν να συναντιούνται στο διαδίκτυο και σε διαδηλώσεις και άρχισαν να λένε: «Πρέπει να μετανοήσουμε για το γεγονός ότι μείναμε σιωπηλοί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και της καταστολής στο Χονγκ Κονγκ και κατά τη διάρκεια της καταστολής εναντίον του λαού των Ουιγούρων. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να μας διχάζει και να κυριαρχεί πάνω μας». Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Φυσικά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με την έκταση αυτής της αφύπνισης – είναι πολύ ανομοιογενής και, στην πραγματικότητα, το κίνημα έχει εξασθενήσει μετά το τέλος της πολιτικής του μηδενικού Covid. Ενώ εκείνη την εποχή χιλιάδες Κινέζοι φοιτητές από το εξωτερικό διαδήλωναν στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και ούτω καθεξής, ο αριθμός τους συρρικνώθηκε αρκετά γρήγορα, με τους εναπομείναντες ακτιβιστές να αποτελούν πλέον πολύ μικρούς κύκλους. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένης της σφοδρότητας της καταστολής και της έλλειψης προετοιμασίας αυτών των νέων ανθρώπων. Όμως το γεγονός ότι έχουν πραγματοποιηθεί συζητήσεις σε κανάλια κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Twitter, το Instagram, το Telegram και ούτω καθεξής, μεταξύ Κινέζων φοιτητών του εξωτερικού και χιλιάδων Κινέζων της ηπειρωτικής Κίνας, ανταλλάσσοντας όλες αυτές τις πολιτικές ιδέες και απόψεις, αποτελεί σημαντική πρόοδο σε σύγκριση με τα τελευταία 30 χρόνια αποπολιτικοποίησης, έστω και αν υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί.
Πώς εντάσσονται όλα αυτά στο ζήτημα της ανόδου της Κίνας; Λοιπόν, αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο ταχύς εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση της Κίνας έχει επίσης μετασχηματίσει τις κινεζικές ταξικές δομές και κουλτούρες. Σήμερα οι εργαζόμενοι, εν μέρει λόγω της συγκέντρωσής τους στις πόλεις και εν μέρει μέσω των δικών τους αυθόρμητων αγώνων –μαζί με τη συνειδητή δουλειά των εργατικών ΜΚΟ στο προηγούμενο στάδιο– δεν ξεγελιούνται πλέον εύκολα από τους εργοδότες τους. Όσον αφορά τη μεσαία τάξη των πόλεων, ενώ υπήρχε η ελπίδα ότι αυτή η τάξη θα ηγηθεί του δημοκρατικού κινήματος, αυτό δεν επαληθεύτηκε ποτέ. Αλλά σταδιακά υιοθέτησαν πολύ στοιχειώδεις ιδέες για τη λογοδοσία, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ο.κ.
Ενώ το σχέδιο εκσυγχρονισμού του ΚΚΚ δεν έχει ακόμη επιφέρει τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το καθεστώς με ουσιαστικό τρόπο, έχει δημιουργήσει αυξανόμενη ανυπομονησία σχετικά με το ίδιο το κόμμα. Γίνεται πλέον όλο και πιο δύσκολο για το ΚΚΚ να συνεχίσει το ακραίο σχέδιο εκσυγχρονισμού του. Ακόμα και αν οι Κινέζοι δεν έχουν κερδίσει ακόμα κανένα δημοκρατικό δικαίωμα, το κίνημα της Λευκής Σελίδας έδειξε ότι η νοοτροπία αλλάζει και η πολιτική συνείδηση αυξάνεται – πολύ αργά, από ένα πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης και με πολύ ανομοιόμορφο τρόπο, αλλά παρ’ όλα αυτά προοδεύει.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να πει τι θα συμβεί στη συνέχεια. Δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να προβάλλουμε ένα είδος γραμμικής προόδου όταν μιλάμε για το μέλλον της Κίνας. Το ΚΚΚ έχει πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει και μελετά τρόπους για να αντιστρέψει την κατάσταση. Ένα χαρτί που μπορεί να παίξει είναι να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από τα εσωτερικά ζητήματα προς τους εξωτερικούς εχθρούς – μισούς πραγματικούς και μισούς φανταστικούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κινεζική κυβέρνηση υιοθετεί όλο και περισσότερο μια πολεμική στάση στη διπλωματία της. Το ΚΚΚ πιστεύει ότι μπορεί ίσως να λύσει τα εσωτερικά του προβλήματα μέσω ενός πολέμου με κάποια ξένη χώρα, ειδικά σχετικά με την Ταϊβάν, ή κλιμακώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις υπάρχουσες εντάσεις.
Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς τι θα κάνει το καθεστώς στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, είναι σαφές ότι εισερχόμαστε σε μια νέα περίοδο και πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Au Loong-Yu, “The beginning of the end of China’s rise?”, LINKS International Journal of Socialist Renewal, 19 Ιουλίου 2024, https://links.org.au/beginning-end-chinas-rise-interview-au-loong-yu. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article71458.
Au Loong-Yu, « Le début de la fin de la montée en puissance de la Chine ? », Europe Solidaire Sans Frontières, 19 Ιουλίου 2024, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article71458.
Σημειώσεις
[1] Au Loong-Yu, “When Chinese eat grass: the economic crisis amid the coronavirus pandemic”, Amandla, τεύχος 71/72, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2020. Αναδημοσίευση: International Viewpoint, 13 Σεπτεμβρίου 2020, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article6812 [Au Loong-Yu, «Όταν οι Κινέζοι τρώνε γρασίδι: η οικονομική κρίση εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού», e la libertà, 13 Δεκεμβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CE%BA%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/7856-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AD%CE%B6%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B5-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B4%CE%B9-%CE%B7-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CE%BD-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CF%89-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%8A%CE%BF%CF%8D].
[2] Au Loong-Yu, “Chinese New Youth taking on the Imperial Dragon”, Amandla, 89, 27 Οκτωβρίου 2023, https://www.amandla.org.za/chinese-new-youth-taking-on-the-imperial-dragon/ [Σχετικά με το «κίνημα της Λευκής Σελίδας» βλ. στα ελληνικά: Σοσιαλιστές της Κίνας και του Χονγκ Κονγκ, «Από το Ουρούμτσι στη Σαγκάη: Τα Αιτήματα των Σοσιαλιστών της Κίνας και του Χονγκ Κονγκ», e la libertà, 29 Νοεμβρίου 2022, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CE%BA%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/8588-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CF%84%CF%83%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CE%B7-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%B9%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA. Yuri Prasad, «Διαδηλώσεις στην Κίνα ενάντια στο σχέδιο εγκλεισμού που εφαρμόζει το καθεστώς», e la libertà, 30 Νοεμβρίου 2022, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CE%BA%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/8589-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CE%BB%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%BC%CF%8C%CE%B6%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%84%CF%8E%CF%82. Yun Dong, «Η εξέγερση στην Κίνα», e la libertà, 1 Δεκεμβρίου 2022, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CE%BA%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/8596-%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B1. Charlie Hore, «Επιστροφή στους δρόμους της Κίνας», e la libertà, 2 Δεκεμβρίου 2022, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CE%BA%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/8598-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CF%82.

