100 χρόνια Λένιν: άρθρα για τον Λένιν, τον λενινισμό και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση
Συμπληρωθήκαν φέτος, στις 21 του Γενάρη του 2924, εκατό χρόνια από τον θάνατο του Βλαντίμιρ Λένιν –του Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ όπως ήταν το όνομα με το οποίο γεννήθηκε.
Θα περίμενε κανείς ότι η επέτειος αυτή θα έδινε την ευκαιρία να υπάρξουν σημαντικά ιστορικά αφιερώματα, θεωρητικές συζητήσεις, και πολιτικές αξιολογήσεις για το έργο αυτού του μεγάλου επαναστάτη του εργατικού κινήματος και ενός από τους σημαντικότερους μαρξιστές θεωρητικούς του 20ου αιώνα.
Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
Αναμφίβολα υπήρξαν μια σειρά από εκδηλώσεις που οργανώθηκαν από μαρξιστικά πολιτικά ρεύματα και ακαδημαϊκούς κύκλους, καμία από αυτές όμως δεν χαρακτηριζόταν από την προσπάθεια αποτίμησης του έργου του Λένιν στο φως των σύγχρονων εμπειριών που καθορίζονται από την σταλινική αντεπανάσταση του 1928-1933 και την κατάρρευση των σταλινικών δικτατοριών της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης το 1989-1991.
Είναι πιστεύουμε σωστό να αποτιμήσουμε το έργο του Λένιν σε σχέση με την συνολική πορεία και την εξέλιξη του μπολσεβικισμού σαν το κυρίαρχο επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα από το 1903 μέχρι και το 1928. Γιατί ο Λένιν αποκτά την πλήρη σημασία του μόνο στα πλαίσια της ανάπτυξης του μπολσεβικισμού, του ρόλου του στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους αγρότες τον Οκτώβρη του 1917 στην Ρωσία, και την μετέπειτα προσπάθεια να οικοδομηθεί μια μεταβατική κοινωνία με πορεία προς τον σοσιαλισμό. Σε αυτήν την απόπειρα αποτίμησης θα πρέπει να χωρίσουμε τόσο το έργο του Λένιν όσο και την εξέλιξη του μπολσεβικισμού σε δύο περιόδους.
Η πρώτη περίοδος εξελίσσεται στο χρονικό διάστημα από το 1903 μέχρι τον Οκτώβρη του 1917. Είναι η περίοδος που ο μπολσεβικισμός διαμορφώνεται σε επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα και αναπτύσσει μια σειρά από βασικές αρχές επαναστατικής πολιτικής που θα δοκιμάσει να εφαρμόσει στην πράξη το 1917 στην διάρκεια της ρώσικης επανάστασης (Paul Le Blanc, «Μια εισαγωγή στον Λένιν και τον λενινισμό»). Βασικά χαρακτηριστικά της συμβολής του Λένιν αυτή την περίοδο είναι η συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος που θα συσπειρώνει τα πρωτοπόρα τμήματα των εργατικών μαζών, στη βάση μιας δημοκρατικής εσωτερικής λειτουργίας (Λένιν, «Ελευθερία της Κριτικής και Ενότητα στη Δράση»), στην κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής του τσαρισμού από την εργατική τάξη και της προάσπισης της δημοκρατίας ως προϋπόθεσης για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας (Paul Le Blanc, «Σοσιαλισμός και επαναστατική δημοκρατία: Η κληρονομιά του Λένιν στους δικούς μας καιρούς της καταστροφής»). Με βάση αυτές τις αρχές ο μπολσεβικισμός διαμορφώθηκε στην πράξη ως διακριτό πολιτικό ρεύμα σε σχέση με την ρωσική σοσιαλδημοκρατία (Paul Le Blanc, «Η γέννηση του μπολσεβίκικου κόμματος το 1912»).
Η επιμονή του Λένιν στην οργανωτική και πολιτική ανεξαρτησία της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, ως προϋπόθεση της δυνατότητάς της να οργανώνει και να καθοδηγεί τους αγώνες όχι μόνο ολόκληρης της εργατικής τάξης, αλλά και των άλλων καταπιεσμένων τάξεων προς μια κατεύθυνση η οποία δεν χάνει τον στόχο του σοσιαλισμού, αποτυπώνεται έντονα σε δύο πολιτικές και θεωρητικές παρεμβάσεις του Λένιν, στα χρόνια πριν την επανάσταση του 1917: στο ζήτημα της υπεράσπισης του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνών (Β. Ι. Λένιν, «Κριτικά σημειώματα πάνω στο Εθνικό Ζήτημα») και στη ρήξη με την πολιτική της πλειοψηφίας της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας που υιοθέτησε τη θέση της «υπεράσπιση της πατρίδας» (των δικών τους αστικών τάξεων) όταν ξέσπασε ο Α΄ΠΠ (Β.Ι. Λένιν, Γκ. Ζηνόβιεφ, «Σοσιαλισμός και πόλεμος» και Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με τον πόλεμο και την “υπεράσπιση της πατρίδας”»). Αυτές οι αρχές που θα επικαιροποιηθούν και θα αναδιαμορφωθούν από την πείρα της γερμανικής επανάστασης, θα κωδικοποιηθούν αποκτώντας μια ευρύτερη σημασία στα 4 πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1922. Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δώσουμε στην περίοδο από τον Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917. Πρόκειται για μια χρονική στιγμή ρήξης μέσα στον Μπολσεβικισμό (Τάσος Αναστασιάδης, «Οι “Θέσεις του Απρίλη”: Από τη “Λογική” του Χέγκελ στην επαναστατική ρήξη»). Όπως περιγράφει ο Πωλ Λε Μπλανκ, χρειάστηκε ο επανεξοπλισμός του κόμματος (Paul Le Blanc, «Ο επανεξοπλισμός του κόμματος: Οι μπολσεβίκοι και η Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917») για να ανταποκριθεί στις επαναστατικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Και αυτός ο επανεξοπλισμός συνοδεύτηκε από την λειτουργία του μπολσεβίκικου κόμματος σαν πλατφόρμα ανασύνθεσης με την προσχώρηση σε αυτόν και των υπόλοιπων επαναστατικών σοσιαλδημοκρατικών ρευμάτων, του Τρότσκι, των Μεζραγιόντσι, και των υπόλοιπων επαναστατών Μενσεβίκων, ώστε να πάρει την τελική μορφή του το κόμμα που ηγήθηκε της εργατικής εξόρμησης του Οκτώβρη.
Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει το διάστημα από τον Οκτώβρη του 1917 μέχρι το 1928. Στην διάρκεια αυτών των χρόνων έχουμε την προσπάθεια του μπολσεβικισμού να διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής κοινωνίας, σε αποφασιστική ρήξη με τον καπιταλισμο, με κατεύθυνση τον Σοσιαλισμό, στα πλαίσια μιας εργατικής δημοκρατίας. Αυτό ήταν ένα έργο για το οποίο ούτε ο Λένιν ούτε το μπολσεβίκικο κόμμα είχαν προετοιμαστεί με τον τρόπο που είχαν προετοιμαστεί για το ίδιο το έργο της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Προκαλεί μάλλον εντύπωση το γεγονός ότι στη σχετική βιβλιογραφία έχουν υποβαθμιστεί οι πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες σοσιαλιστικής οικοδόμησης της πρώτης περιόδου, από την κατάκτηση της εξουσίας από το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ τον Οκτώβρη του 1917, μέχρι το ξέσπασμα του Εμφυλίου πολέμου τον Ιούνη του 1918 – μια περίοδος, κατά την οποία υπάρχει μια ευρεία συνεργασία όλων των επαναστατικών δυνάμεων της χώρας. Η πρώτη επαναστατική-εργατική κυβέρνηση ήταν ένας συνασπισμός μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών (Lara Douds, «“Η δικτατορία της δημοκρατίας”; Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ως κυβέρνηση συνασπισμού Μπολσεβίκων-Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών, Δεκέμβριος 1917-Μάρτιος 1918»), η οποία κατέρρευσε μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Την ίδια περίοδο το μπολσεβικικό κόμμα συνομιλούσε ή και συνεργαζόταν με ευρεία τμήματα του ρωσικού και του διεθνούς αναρχισμού (Έμμα Γκόλντμαν, «H αλήθεια για τους Μπολσεβίκους», Νέστορ Μαχνό, «Η επίσκεψή μου στο Κρεμλίνο» και V. D. Bonc-Brujevic, «Μια συνάντηση μεταξύ του Λένιν και του Κροπότκιν»). Παρ’ όλ’ αυτά, η πλειοψηφία των ηγετών του μπλσεβικισμού, συμεριλαμβανομένου του Λένιν, παρέμεναν εγκλωβισμένοι στην κλασική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη ότι κοινωνικοποίηση και εθνικοποίηση είναι ταυτόσημες έννοιες. Ότι κοινωνική ιδιοκτησία ισούται με κρατική ιδιοκτησία και ότι κοινωνικός σχεδιασμός ισούται με κεντρικό διοικητικό κρατικό σχεδιασμό. Θα πρέπει να επισημανθεί όμως, ότι πάνω σε αυτά τα ζητήματα άρχισαν να διαμορφώνονται οι πρώτες διαφωνίες στο εσωτερικό του μπολσεβικισμού (Αριστεροί Κομμουνιστές, «Θέσεις για την τρέχουσα κατάσταση» και Νικολάι Οσίνσκι, «Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού»).
Από το 1918 κιόλας μέχρι το 1921 σκληρές συγκρούσεις ξέσπασαν μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα ανάμεσα στην πλειοψηφία του κόμματος (στην οποία ηγείτο ο Λένιν και συμμετείχε και ο Τρότσκι) και μια σειρά από αριστερά αντιπολιτευτικά ρεύματα (Michel Olivier, «Η ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, η Εργατική Αντιπολίτευση, τα παράνομα κινήματα της αντιπολίτευσης, η κρίση του κόμματος, η Κρονστάνδη και το τέλος της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία») με σημαντικότερα αυτά των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών των Σαπρόνοφ και Β. Σμιρνόφ (Eduard Dune, «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», και Yurii Colombo, «Ο Σαπρόνοφ και η Ρωσική Επανάσταση») και της Εργατικής Αντιπολίτευσης των Σλιάπνικοφ, Κολοντάι, Μετβέντεφ (Αλεξάνδρα Κολλοντάι, «Η Εργατική Αντιπολίτευση» και Barbara C. Allen, «Η Εργατική Αντιπολίτευση στην Ουκρανία, δεκαετία 1920-1930»).
Σημείο καμπής αυτών των συγκρούσεων ήταν το 1921. Η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης, η στρατιωτική εισβολή και κατάκτηση της Γεωργίας παρά την θέληση του λαού της, και το 10ο Συνέδριο του Κόμματος σηματοδοτούν μια σοβαρή συντηρητική αναδίπλωση για τον Μπολσεβικισμό και την Ρώσικη Επανάσταση (Βικτόρ Σερζ, «Κρονστάνδη ’21», Ante Ciliga, «Η εξέγερση της Κρονστάνδης» και Victor Serge, «Μια επιστολή και μερικές παρατηρήσεις για την Κρονστάνδη»).
Αυτή είναι η στιγμή που ηττούνται τα ρεύματα που υποστήριζαν την πολυκομματική δημοκρατία, την αποκέντρωση των εξουσιών υπέρ των περιφερειακών σοβιέτ, την συλλογική δημοκρατική διαχείριση της παραγωγής. Επιβλήθηκαν τα ρεύματα που υποστήριζαν την επανεισαγωγή στην Βιομηχανία των νόμων της αγοράς, την μονοπρόσωπη διοίκηση των διευθυντών στα εργοστάσια και την πολιτική δικτατορία στα Σοβιέτ. Σίγουρα ο Λένιν ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι που υποστήριξαν αυτήν την συντηρητική στροφή, θεώρησαν αυτά τα μέτρα προσωρινά και αναγκαία λόγω της καταστροφής του εμφυλίου πολέμου και της διεθνούς απομόνωσης της επανάστασης. Όμως τα μέτρα αυτά δημιούργησαν το περιβάλλον που θα ευνοούσε την ανάδειξη της γραφειοκρατίας (Joel Geier, «Ο Ζηνοβιεφισμός και ο εκφυλισμός του παγκόσμιου κομμουνισμού») και την αντεπανάσταση του Στάλιν (Mark Hoskisson, «Οι κόκκινοι Γιακοβίνοι: Το Θερμοδόρ και η ρωσική επανάσταση το 1921»). Τόσο ο Λένιν, όσο και ο Τρότσκι, συνειδητοποίησαν με καθυστέρηση (το 1923-1924) αυτό το γεγονός. Αξίζει να επισημανθεί ότι όταν ο Λένιν συνειδητοποίησε αυτούς τους κινδύνους, τα ζητήματα στα οποία επιχείρησε να αντιπαρατεθεί με τους περισσότερους από τους ηγέτες του κόμματός του περιστρέφονταν και πάλι γύρω από τα προβλήματα της δημοκρατίας και της εθνικής αυτοδιάθεσης – αυτή τη φορά των εθνοτήτων εντός της Σοβιετικής Ένωσης (Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με το Ζήτημα των Εθνοτήτων ή της “Αυτονόμησης” στην ΕΣΣΔ», Μοσέ Λεβίν, «Η μάχη του Λένιν ενάντια στη σοβιετική γραφειοκρατία για τα δικαιώματα των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ» και Μίκαελ Λεβί, «Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εθνικό ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν»). Το ζήτημα των δικαιωμάτων των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ (η καταπίεση των δικαιωμάτων των εθνοτήτων από τον γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό) επρόκειτο να έχει τραγικές συνέπειες, καθώς αποτέλεσε το πεδίο στο οποίο εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά σε εκτεταμένη κλίμακα οι σταλινικές πολιτικές αστυνομικής καταστολής στο εσωτερικό του μπολσεβικικού κόμματος, εναντίον των μπολσεβίκων των εθνικών μειονοτήτων (Rohini Hensman, «Μιρσαΐντ Σουλτάν-Γκαλίεφ, ο πρωτοπόρος μπολσεβίκος θεωρητικός του ιμπεριαλισμού, της εθνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού» και Maxime Rodinson, «Σουλτάν Γκαλίεφ – ένας ξεχασμένος πρόδρομος»).
Ο Τρότσκι προσπάθησε να συνεχίσει την «τελευταία μάχη του Λένιν» («Η αντιπολίτευση του 1923 στην ΕΣΣΔ») από το 1923 μέχρι την απέλασή του από την ΕΣΣΔ και στη συνέχεια μέχρι τη δολοφονία του, σε έναν αγώνα με καθυστερήσεις, αντιφάσεις και υποχωρήσεις, αλλά που τελικά καθόρισε τα χαρακτηριστικά της «Αριστερής Αντιπολίτευσης» στην ΕΣΣΔ και Διεθνώς. Όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι τη δεκαετία του ‘20 αναδείχτηκαν στην ΕΣΣΔ και άλλα επαναστατικά αντιπολιτευτικά ρεύματα του μπολσεβικισμού, πριν από την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι, δίπλα σε αυτήν, σε συνεργασία μαζί της ή και σε αντιπαράθεση. Δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι τα ζητήματα που ανάδειξαν τόσο οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές όσο και η Εργατική Αντιπολίτευση (και η διάδοχος της η Εργατική Ομάδα του Γκαβριήλ Μιάσνικοφ) καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε το ρεύμα μιας μαρξιστικής επαναστατικής αντιπολίτευσης απέναντι στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της επανάστασης και τη σταλινική αντεπανάσταση, η εμβέλεια του οποίου υπερέβη τα όρια της Σοβιετικής Ένωσης (για τον Γκ. Μιάνσικοφ και την Εργατική Ομάδα: Paul Avrich, «Μπολσεβίκικη αντιπολίτευση στον Λένιν: Ο Γκ. Τ. Μιάσνικοφ και η Εργατική Ομάδα», Tommy Lawson, «Ο πιο αδιάλλακτος των Μπολσεβίκων: Ο Γκαβρίλ Μιάσνικοφ, η Εργατική Ομάδα και ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης» και Γκαβρίιλ Μιάσνικοφ, «Η Τελευταία Διαθήκη (τα πρακτικά της ανάκρισης από την GPU)»), για να συμπεριληφθούν τα ζητήματα αυτά στο Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς όπως διαμορφώθηκε με την καθοριστική συμβολή του Τρότσκι το 1938. Σε έναν βαθμό το Μεταβατικό Πρόγραμμα αποτελεί με αυτόν τον τρόπο την επανένωση και την συνέχεια των επαναστατικών στοιχείων του Μπολσεβικισμού.
Δεν αποτελεί όμως την πλήρη επανένωση και την πλήρη συνεχεία. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα και η ανάλυση του Τρότσκι για την ΕΣΣΔ δεν περιέλαβαν το ζήτημα της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ ως Κρατικό Καπιταλισμό, όπως το ανέδειξε μέσα από την φυλακή του Βερχνεουράλσκ ο Σαπρόνοφ το 1931 (Τιμοφέι Σαπρόνοφ, «Η θανάσιμη αγωνία της μικροαστικής δικτατορίας»). Ωστόσο η 4η Διεθνής παρείχε το πλαίσιο για να αναπτυχθούν στην συνέχεια μέσα από τις τάξεις της νέα ρεύματα που έδωσαν μια πλήρη και ολοκληρωμένη ανάλυση της φύσης της ΕΣΣΔ σαν Κρατικό Καπιταλισμό. Πρώτα το 1941 με την Ράγια Ντουναγιέφσκαγια την ιδρύτρια του ρεύματος του Μαρξιστικού Ανθρωπισμού (Raya Dunayevskaya, «Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών είναι μια καπιταλιστική κοινωνία») και στην συνέχεια το 1948 με την ολοκληρωμένη ανάλυση του Τόνι Κλιφ στο κεφαλαιώδες έργο του Κρατικός Καπιταλισμός στην Ρωσία (Tony Cliff, State Capitalism in Russia)
Έτσι έχουμε την πλήρη ιστορική εξέλιξη του ρεύματος του επαναστατικού μαρξισμού στο 20ο αιώνα, μια εξέλιξη που μας παρέχει την βάση για να οικοδομήσουμε το επαναστατικό εργατικό κόμμα που έχει ανάγκη η εποχή μας.
Και σε αυτήν την βάση, η ουσιαστική κληρονομία του Λένιν, (όπως την περιγράφει ο Charles Post, «Λενινισμός; Μια αποτίμηση στα 150 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν») είναι απαραίτητη.